| [ ἄλλος ὁ μιλτῶσαι ? ? ? τ ? [ πινομεν ? ? ? ? [ ἔστι ? καὶ εν | ||
| [ ἄλλος ὁ μιλτῶσαι ? ? ? τ ? [ πινομεν ? ? ? ? [ ἔστι ? καὶ εν |
| ἀντὶ ταινίας : περὶ γὰρ τὴν κοιλίαν οἱ μεμυημένοι ταινίας ἅπτουσι πορφυρᾶς . καὶ Ἀγαμέμνονα δέ φασι μεμυημένον ἐν ταραχῇ | ||
| δωμάτων ἴδε προκηρύσσει θοάζων ὅδ ' αἰθέρος ἄνω καπνός . ἅπτουσι πεύκας ὡς πυρώσοντες δόμους τοὺς Τανταλείους οὐδ ' ἀφίστανται |
| πανηγύρεσι συνῄεσαν πολλοὶ μετ ' ἀλλήλων συμποσιασόμενοι καὶ ἔμειναν πολλάκις πίνοντες ἕως τῆς ἄλλης ἡμέρας ὡς ἐν πανηγύρει . εἰ | ||
| χολήν . Ἔνιοι δὲ τῶν σπληνιώντων ὑπὸ μὲν τῶν φαρμάκων πίνοντες οὐκ ὠφελέονται , οὐδ ' ὑπὸ τῆς ἄλλης θεραπείης |
| τοὺς νεοττούς , ἑαυτὸν αὐτοῖς προτείνει τροφήν : οἳ δὲ ἐσθίουσι τὸν πατέρα . καὶ τὴν παροιμίαν ἐντεῦθέν φασι τὴν | ||
| τοῖς δὲ ἄλλοις ἀνθρώποις ἄτιμα ταῦτα νενόμισται . καὶ ἰχθύας ἐσθίουσι πάντες πλὴν Σύρων τῶν τὴν Ἀστάρτην σεβομένων . θηρία |
| πηλῷ : ὅμοιος γάρ ἐστι βώλῳ γῆς . ἄλλως : ζύμωμα κακόν : τοὺς μύκητάς φησιν , ἐπειδὴ ἐκ τῆς | ||
| γῇ συμμείξας καὶ συναρμόσας , ἐξ ὀξέος καὶ ἁλμυροῦ συνθεὶς ζύμωμα ὑπομείξας αὐτοῖς , σάρκα ἔγχυμον καὶ μαλακὴν συνέστησεν : |
| ὑοσκύαμον καλούμενον χρήματα εἶναι φήσομεν , ὑφ ' οὗ οἱ φαγόντες παραπλῆγες γίγνονται . Τὸ μὲν δὴ ἀργύριον , εἰ | ||
| παρατεθέντων μεταλαμβάνειν , ἔπειτα προσεπιδίδωσι τῶν παρακειμένων αὐτῷ φιλανθρωπευόμενος . φαγόντες δ ' ἐκεῖνοι μετὰ σιωπῆς , ὡς πρέπει νέοις |
| ἀφρὸν εἶπε τὸ αἷμα , οὐ δήπου τὸ ἔμφυτον αὐτῶν ἀναίμονες γάρ εἰσιν οἱ θεοίἀλλὰ τὸ ἀπ ' ἀνθρώπων ἠθροισμένον | ||
| ἀφρὸν εἶπε τὸ αἷμα , οὐ δήπου τὸ ἔμφυτον αὐτῶν ἀναίμονες γάρ εἰσιν οἱ θεοίἀλλὰ τὸ ἀπ ' ἀνθρώπων ἠθροισμένον |
| ἔφη , καὶ : νήπιοι , οἳ κατὰ βοῦς Ὑπερίονος ἤσθιον , ἀντὶ τοῦ κατήσθιον . Τὴν ἄρσιν τοῦ ι | ||
| πιέσματι σύρει τριήρους ἐμβολὰς μιμουμένη , δείπνου πρόδρομον ἄριστον . ἤσθιον δὲ καὶ ταγηνιστὰς σηπίας . Νικόστρατος ἢ Φιλέταιρος ἐν |
| πόλις ἀπὸ Λαρίσης τινὸς κληθεῖσα . Λαρόν : τὸ ἡδὺ πόμα . παρὰ τὸ ἱλαρὸν λαρὸν ἢ παρὰ τὸ λῶ | ||
| , οὐκ ἀπὸ τρόπου ψυκτήρια τοῖϲ ϲτήθεϲι προϲάγειν καὶ τὸ πόμα ψυχρὸν προϲφέρειν , μὴ κατὰ μικρὸν προϲφέρονταϲ : νικώμενον |
| . τροφαὶ δὲ ἁπλαῖ καὶ εὐδιοίκητοι ἔστωσαν , ὀλίγον ἔχουσαι ἡδύσματος , ἕνεκεν τοῦ τῶν λαχάνων γένους , καὶ εἰ | ||
| καθ ' ἑαυτὴν ἢ προσπλέκοντας φύλλον βραχὺ καὶ πεπέρι , ἡδύσματος χάριν . Τὸ μὲν οὖν καιόμενον χρήσιμον γίγνεται κατὰ |
| ἐκλανθάνουσι γὰρ πάντων οἱ ἐν αὐτῷ , ἤγουν τὸ τῆς Λήθης ὕδωρ πίνοντες . τὸν ἐκλελάθοντα : τὸν λήθης αἴτιον | ||
| ἢ οὔ , καὶ ἐκ τοῦ μὴ πολὺ πόμα τῆς Λήθης πιεῖν , καὶ ἐκ τῆς τάξεως δὲ τοῦ παντὸς |
| νύκτας κείμεθ ' , ὁμοῦ καμάτῳ τε καὶ ἄλγεσι θυμὸν ἔδοντες . ἀλλ ' ὅτε δὴ τρίτον ἦμαρ ἐϋπλόκαμος τέλες | ||
| πεύθεσθαι ἰόντας , οἵ τινες ἀνέρες εἶεν ἐπὶ χθονὶ σῖτον ἔδοντες , ἄνδρε δύω κρίνας , τρίτατον κήρυχ ' ἅμ |
| προσμάθῃς . λέγ ' , ἐκδίδασκε : τοῖς νοσοῦσί τοι γλυκὺ τὸ λοιπὸν ἄλγος προυξεπίστασθαι τορῶς . τὴν πρίν γε | ||
| Ἀντιάσας : προσεγγίσας , συναντήσας . τάχα : ἴσως : γλυκὺ τὸ σχῆμα . τάχα : ἴσως καὶ ὅμως . |
| σκληρά , κοιλία πλατεῖα κοίλη , ὦμοι καρτεροί , ὠμοπλάται εὐρεῖς διεστηκότες , στέρνα ῥωμαλέα καὶ μετάφρενα , ἰσχία σκληρά | ||
| γλυκὺ ἐκ τῆς γῆς ἀναρρήγνυται : εἰ δ ' αὖ εὐρεῖς , ἁλμυρὸν , πλὴν ὅσον οὐχ οἷον ἦν ἐξ |
| σὺ δὲ ἰδιοῦσθαι λέγε . Μύκας μὴ λέγε , ἀλλὰ μύκητας . Αὐτότροφος οὐκ ἐρεῖς , ἀλλ ' οἰκόσιτος : | ||
| θρεπτὸν μή τι χαμηλὸν ἀπὸ ῥίζης προτάμοιο . καί τε μύκητας ἀμανίτας τότ ' ἐφεύσεις σὺν καὶ φοίνικος παραφυάδας ἐκκόπτοντες |
| . ὡσπερεὶ αὐτὰ τὰ ποτήρι ' , οὐ τὸν οἶνον πιόμενοι . Σωσικράτης Φιλαδέλφοις : λεπτὴ δὲ κυρτοῖς ἐγγελῶσα κύμασιν | ||
| ἴασιν : οὐκ ἔδει δέ , ἀλλ ' εἰς κρήνην πιόμενοι πορεύονται . . περιστένεται δέ τε γαστήρ : ἡ |
| . ἀσθενῆ , ἀδύνατον . . ἡ μεταφορὰ ἀπὸ τῆς συκῆς , διότι ἔνι ἡ συκῆ ἀνίσχυρος , καὶ θραύεται | ||
| μείζονος αἴτιον τῷ ἐσχάτῳ , ὡς τοῦ φυλλορροεῖν καὶ τῆς συκῆς μέσα τὸ πήγνυσθαι τὸν ὀπὸν καὶ τὸ πλατύφυλλον , |
| ἐν αὐτῇ ταῦτα συμπόσια Τρίτωνες ἤδη περὶ τὰς ἐκβολὰς ἀπαντῶντες ἀρύονται κόχλοις τοῦ οἴνου . καὶ τὸ μὲν πίνουσιν αὐτοῦ | ||
| αἰτῶν , θαυμάζειν οὐ δεῖ : καὶ γὰρ ἐκ ποταμῶν ἀρύονται οἱ κακοί , καὶ τὸ διδὸν αὐτὸ οὐκ οἶδεν |
| , εἶτα ἀπεθίζουσιν ἐκ προσαγωγῆς . Περιχρίουσι δὲ τοὺς σκύλακας ἀμυγδάλης πικρᾶς μετὰ ὕδατος τετριμμένης περὶ τὰ ὦτα , καὶ | ||
| , ἀμύγδαλα . ὅτι περὶ τῆς προφορᾶς τοῦ τόνου τῆς ἀμυγδάλης Πάμφιλος μὲν ἀξιοῖ ἐπὶ τοῦ καρποῦ βαρύνειν ὁμοίως τῷ |
| ἀγρευτῆρσιν ὄλωνται . Ἄλλους δὲ ξεῖνός τε καὶ οὐκ ἐνδήμιος ἅλμης εἷλεν ἔρως , χερσαῖον ἐπ ' ἰχθύσιν οἶστρον ἐγείρων | ||
| δ ' αὐτοὺς ἀλεπίστους ὀπτήσας μαλακοὺς χρηστῶς προσένεγκε δι ' ἅλμης . μηδὲ προσέλθῃ σοί ποτε τοὖψον τοῦτο ποιοῦντι μήτε |
| δὲ πικρὸς καί τι καὶ στύψεως ἔχει . Δάφνης τῆς πόας ἡ κρᾶσις ἐνεργῶς ἐστι θερμή : δριμεῖά τε γὰρ | ||
| ἐγκρύψας εἶτα ὑποθάλπει καὶ μάλα ἀγαπητῶς . δεῖται δὲ οὔτε πόας τηνικάδε οὔτε ἰχθύος ἐς βορὰν ἑτέρου , κρυμοῦ δὲ |
| πεπόνων καὶ σικύων τὰ ἐντός . ἐν τροφῇ δὲ στρόβιλοι νεαροὶ καὶ σταφίδες καὶ τὸ σπέρμα τοῦ σικύου πινόμενον καὶ | ||
| : καὶ ἐς τὰ λήϊα ἐλθόντες , οἱ μὲν ἔτι νεαροὶ τὴν καλάμην ὑφεστᾶσιν , οἱ δὲ ἡγεμόνες ἀνέρπουσι , |
| , τὸ βάθος . εὐρυχανής : πλατεῖα . ἐνείης : ἐμβάλλοις , βάλε . Ὀπταλέους : ὀπτούς . κνίσσῃ : | ||
| . δραχ . δʹ . εἰ δὲ ἀντὶ νίτρου ἐλατήριον ἐμβάλλοις , κάλλιον ἂν γένοιτο . κέχρησο δ ' οὕτω |
| φήμη κατέσχε τοὺς βαρβάρους ὡς οἱ Ῥωμαῖοι στρατὸν ὅτι πλεῖστον συλλέγουσι . καὶ συλλογισάμενοι τὸ δεινὸν οἱ βάρβαροι ἐπὶ τὸ | ||
| δημητρίων καρπῶν γεγήθασι σωροῖς , καὶ ταῦτα καιρῷ θέρους μᾶλλον συλλέγουσι : χειμῶνος δ ' ὥρᾳ ἀπρόϊτοι , καὶ οὔτ |
| . Ἀθηναῖοι τοὺς τελευτήσαντες ἐπὶ τὸν τάφον ἄγοντες καὶ πᾶν ὄσπριον ἐπέφερον , σύμβολον τῆς παρ ' αὐτῶν εὑρέσεως τῶν | ||
| ἀρδευομένη τῇ τῶν ποταμίων ναμάτων δαψιλείᾳ , πολὺ δ ' ὄσπριον καὶ διάφορον , ἔτι δ ' ὄρυζα καὶ ὁ |
| ἀεὶ τὰ ἁρμόττοντα . Τῷ ῥοδίνῳ δ ' ἐμβάλλονται καὶ ἅλες πολλοὶ καὶ τοῦτ ' ἴδιον παρὰ τἆλλα , διὸ | ||
| ἀλοίησιν . εἰ δὲ ἄνευ τοῦ ι , παρὰ τὸ ἅλες , τὸ σημαῖνον τὸ ἄθροισμα : ἐκεῖ γὰρ συναθροίζονται |
| ἐνταῦθά τοι τοῦ χρόνου καὶ μνήμη τροφῆς αὐτοὺς ἐσέρχεται : σιτοῦνται δὲ ἀκούω τήν τε σχῖνον ἀμφιλαφῆ τοῖς δένδροις περιπεφυκυῖαν | ||
| φύσει τιθασοί : εἰσὶ δὲ ὑλαῖοι τὴν δίαιταν , καὶ σιτοῦνται τῶν ὡραίων τὰ ἄγρια . φοιτῶσι δὲ ἀθρόοι ἐς |
| : τοὺς δὲ ἑταίρους ἀγνώμονας ὄντας καὶ ἀπερισκέπτους ἀπεθηρίωσεν ὁ κυκεών . συώδεις γὰρ ἦσαν καὶ ἀμαθεῖς καὶ ὑπὸ τῆς | ||
| χυμοὶ , ἐφ ' ὧν τὴν δύναμιν ἔχουσι , καὶ κυκεών : κακούργων , γάλα , σκόροδον , οἶνος ἀπεζεσμένος |
| ἐν μικρῷ θετέον οὐδὲ παρορατέον τὴν τῶν τοιούτων πρόνοιαν : ἐμφαγόντες γὰρ στρατιῶται μετρίως , ὥστε μὴ πολὺν ἐνφορτίσασθαι τῇ | ||
| οὐ πρότερον ἐσθίουσιν εἰ μὴ λούοιντο , οἱ δὲ καὶ ἐμφαγόντες : εἶτα δὴ λούονται μέλλοντες δειπνήσειν : καὶ ἔστι |
| ὁμοίως δ ' ἐξ ἐλαιῶν ἔλαιον καὶ ἀπὸ τῶν ἄλλων ἀκροδρύων ἡμέρους καρπούς , ἵνα μὴ τἀναγκαῖα μόνον ἔχοντες αὐχμηρότερον | ||
| φησὶ καλεῖσθαι ἀγνοῶν . Γλαυκίδης γὰρ ἱστορεῖ ἄριστα λέγων τῶν ἀκροδρύων εἶναι μῆλα κυδώνια , φαύλια , στρουθία . κυδωνίων |
| γυναικὸς ἐκοσμεῖτο εὐπρεπέστερον . Σάγαρις δὲ ὁ Μαρυανδηνὸς ὑπὸ τρυφῆς ἐσιτεῖτο μέχρι μὲν γήρως ἐκ τοῦ τῆς τιτθῆς στόματος , | ||
| ὧν λέγει ἐκεῖ - νος περὶ τοῦ Κρόνου , ὅτι ἐσιτεῖτο ἐπὶ πολὺ ἃ γεννῴη : μόλις δὲ ἐξέθρεψεν ἡ |
| ἐστιν ἀνθρώπου φρενῶν ὅπου τὸ τέρπον καὶ τὸ πημαῖνον † φύει † : δακρυρροεῖ γοῦν καὶ τὰ καὶ τὰ τυγχάνων | ||
| ἀέντων εἴαρος ἀρχομένου , ὅτε δένδρεα μακρὰ καὶ ὕλη φύλλα φύει , ἢ ὡς ὅτ ' ἐν ἀζαλέῃς ξυλόχοισι πῦρ |
| τριόδουσι , πτύοις . Εὐτροχάλοιο : στρογγύλου . ἀλωῆς : ἁλῶνος . Ἐνηήσαντο : συνῆξαν , ἐσώρευσαν . Πυροδόκος : | ||
| τριόδουσι , πτύοις . Εὐτροχάλοιο : στρογγύλου . ἀλωῆς : ἁλῶνος . Ἐνηήσαντο : συνῆξαν , ἐσώρευσαν . Πυροδόκος : |
| ἐμοῦ τὴν ἐκείνων ἐπιβουλήν . πρὸς μάχην ἡμᾶς οὐκ ἔμειναν ἐκκαλούμενοι , ἀλλ ' οἴχονται τρόπον τινὰ , καὶ μὴ | ||
| τῶν πλειόνων στρατιωτῶν ἐκέκρυπτο . προῆλθον ἱππεῖς ὀλίγοι τοῦ χάρακος ἐκκαλούμενοι τοὺς βαρβάρους . οἱ δὲ κατασκιρτῶντες τῆς ὀλιγότητος τῶν |
| κλήματα τινὲς εἰς σκίλλαν ἐνθέντες ἢ εἰς βολβοὺς , οὓς ἐσθίομεν , χλωρὰ διεφύλαξαν . τὰ δὲ χρόνῳ βλαβέντα καὶ | ||
| καὶ τὸ στόμα μαλθάσσει : μύρον ναρκίσσινον , κύμινον ὃ ἐσθίομεν , σμύρναν τε καὶ λιβανωτὸν , ἀψίνθιον , κυπάρισσον |
| τῶν παχυνόντων τε καὶ πνευματούντων ϲιτίων : τὰ μὲν γὰρ θολοῖ , τὰ δὲ πήγνυϲι τὸ πνεῦμα . τῆϲ δὲ | ||
| ἡ ἐκ τοῦ ἔρωτος ἀναπτομένη δίκην φλογὸς ἀναθυμίασις , ἥτις θολοῖ τὸν νοῦν , καθὰ οἶστρος μεταλαμβανόμενος , ἥτις θολοῖ |
| ἀπό . ἐπὶ μὲν τῆς προθέσεως “ οὐ γὰρ ἀπὸ δρυός ἐστι παλαιφάτου οὐδ ' ἀπὸ πέτρης , ” ἀντὶ | ||
| ἐκεῖνα ποιείτω : φύλλα τοῦτο μὲν δὴ κοπτέτω ὁ τοιοῦτος δρυός , τοῦτο δὲ καὶ φηγοῦ , ἀλλὰ σὺν αὐτοῖς |
| , ῥαφίς . ἢ πάλιν ὄψων οὕτως : ἔτνος , φακῆ , τάριχος , ἰχθύς , γογγυλίς , σκόροδον , | ||
| οὔδ ' ἂν ἐπὶ πλεῖϲτον ἑψηθῇ . ἀφαιρεθεῖϲα δὲ ἡ φακῆ τοῦ λέμματοϲ τὸ ἰϲχυρῶϲ ϲτυπτικὸν ἀπόλλυϲι καὶ οὐχ ὁμοίωϲ |
| κεστρέας ἤτοι τὰ γομφάρια τρυπῶντες σχοίνῳ πιπράσκουσι καὶ ὠνοῦνται καὶ ἐσθίουσιν οἱ βουλόμενοι . σχοῖνος δὲ εἶδος φυτοῦ ἤτοι τὰ | ||
| τινὲς δὲ καὶ ἀνθρώπων σάρκας , ὡς ἔφην , ἀδιαφόρως ἐσθίουσιν , ὅπερ ἀνίερον παρ ' ἡμῖν εἶναι νενόμι - |
| σαρκώδεις , καθάπερ ῥαφανίδος γογγυλίδος ἄρου κρόκου : τῶν δὲ ξυλώδεις , οἷον εὐζώμου ὠκίμου : καὶ τῶν ἀγρίων δὲ | ||
| . ἔτι δὲ μεγάλας εὐθὺς διαφορὰς ἔχουσιν οἱ καρποὶ τῷ ξυλώδεις ἢ γεώδεις ἢ ξηροὶ ἢ λιπαροὶ τὴν φύσιν εἶναι |
| ] λυποίη τὸ δὲ πολλάκι μὲν στέρνοισιν ἀνοιδέον , καθὸ βρωθέντες οἱ μύκητες ἀνοιδοῦσιν ἐν τῇ γαστρί στέρνοισιν ] τοῖς | ||
| δύναμιν δ ' ἔχουσι μεγάλην , εἰ πεφθεῖεν , οὕτω βρωθέντες πυροί , καὶ τρέφοντες ἰσχυρῶς τὸ σῶμα καὶ ῥώμην |
| μύρμηκες , τῆς ῥίζης τοῦ ἀγρίου σικύου καπνιζομένης , ἢ σιλούρου , μάλιστα Ἀλεξανδρίνου , θυμιωμένου μαλακῇ πυρᾷ . ἑνὸς | ||
| ἄσφαλτος . δριμεῖς δ ' ἅλμη , θαλασσία , γάρος σιλούρου , ἴρεως ἀφέψημα , θύμου , θύμβρας , ἀριστολοχίας |
| ἐπιτηδειότεραι δέ εἰϲι πρὸϲ ἅπερ ἔφην ἐγὼ πεπειρᾶϲθαι ἐκ τῶν πυρῶν ὅϲαι μηλίναϲ ζώναϲ ἐγκαρϲίουϲ ἔχουϲιν ἐν τοῖϲ πτεροῖϲ , | ||
| Δῆλον ἄγοντας : τὰς δὲ ἀπαρχὰς κεκρύφθαι μὲν ἐν καλάμῃ πυρῶν , γινώσκεσθαι δὲ ὑπ ' οὐδένων . ἔστι δὲ |
| ὑδρηλήν : χλωράν , ὑγράν χλωράν * καλάμινθον : ὄνομα βοτάνης * ὀπάζεο : λάμβανε ἐπιλέγεο δίδοθι χαιτήεσσαν : εἰ | ||
| , ἤτοι ἄλφιτα νεοθηλέα ] νεωστὶ βλαστήσαντα φυλλάδα ] εἶδος βοτάνης φυλλάδα ] βοτάνην τινά ἰσχνήν ] ξηράν , λεπτήν |
| , λεπτότατον ἄλευρον γενόμενον . Ἀλφίτων πάλη συνεργασθεῖσα χυλῷ ἑλίκων ἀμπέλου ἢ πολυγόνου ἢ μήλων ναυτίας ἰᾶται καὶ πυρώσεις . | ||
| ὑποσφυρίσασθαι οἱ ποιηταὶ τὸ ὑπαρόσαι λέγουσιν . ὁμοίως δὲ τῆς ἀμπέλου τὸ ἀπὸ γῆς ἕως τῆς ἐκφύσεως τῶν κλημάτων καλεῖται |
| τοῦ σπείραντος καὶ φυτεύσαντος καὶ σῴζοντος καὶ τρέφοντος , πανταχόθεν ἐμπιμπλάμενοι τῆς θείας φύσεως διά τε ὄψεως καὶ ἀκοῆς συμπάσης | ||
| πάγκαλοι μακάριοί τε ἐδοξάζοντο εἶναι , πλεονεξίας ἀδίκου καὶ δυνάμεως ἐμπιμπλάμενοι . θεὸς δὲ ὁ θεῶν Ζεὺς ἐν νόμοις βασιλεύων |
| ἡμέτερα κέρδη τῶν σοφῶν , ὄντες λίθοι , ἀριθμός , πρόβατ ' ἄλλως , ἀμφορῆς νενησμένοι ; ὥστ ' εἰς | ||
| ] ὥσπερ ἀναίσθητοι . ἀριθμὸς ] οὕτως ἐστὲ ἀριθμός . πρόβατ ' ] τρελοί , ἁπλούστατα καὶ εὐηθέστατα , κοῦφοι |
| διὰ τῶν ἄνω μερῶν ἐπιτελούμενα . Τὴν μέντοι διὰ τῆς ἐδωδῆς τοῦ ἄρτου ῥῶσιν τοῦ στομάχου κοινὴν ἐκτιθέμεθα ἐπὶ παντὸς | ||
| . Πημαίνουσιν : βλάπτουσιν . Ὑπό : διά . σαρκὸς ἐδωδῆς : σαρκικῆς τροφῆς . Φόνου : αἵματος . λάπτουσιν |
| οἷός πέρ τε ῥέει μακάρεσσι θεοῖσιν : οὐ γὰρ σῖτον ἔδους ' , οὐ πίνους ' αἴθοπα οἶνον , τοὔνεκ | ||
| . ἀνέδην . ἐκκεχυμένως , καὶ τὸ κατὰ στέρησιν τοῦ ἔδους . στλεγγίδα καὶ λήκυθον . στλεγγὶς ἡ ξύστρα , |
| θύοντες , φησὶ Φιλόχορος , οὐκ ὀπτῶσιν , ἀλλ ' ἕψουσι τὰ κρέα , παραιτούμενοι ταύτας ἀπείργειν τὰ περισκελῆ καύματα | ||
| καὶ οὐ δυσώδει , τὰ δὲ ἔντερα ἐξέλκουσιν αὐτῶν καὶ ἕψουσι , καὶ ἐξ αὐτῶν ποιοῦσι κόλλαν καὶ μάλα γε |
| . . . ] Ἐν ταραχῇ ἔζων . * : ἔφυρον εἰκῆ πάντα : Πάνυ εὐφυὲς τὸ ἔφυρον , ἐκ | ||
| . ἢ χρόνον . . ἔφυρον ] πάνυ εὐφυὲς τὸ ἔφυρον ἐκ μεταφορᾶς τῆς γυναικὸς τῆς , ὅταν μέλλῃ ζυμῶσαι |
| σάρκα κατεδηδεσμένην , περὶ δὲ τὰ σπλάγχνα τοιούτων θηρίων ἑσμοὺς ἐσθιόντων καὶ προσπεφυκότων . οὕτως ὁ Μιθριδάτης ἑπτακαίδεκα ἡμέρας φθειρόμενος | ||
| ἀνειμένας ἐῶσιν , ὥστε τὰ στόματα αὐτῶν ἐπικαλύπτεσθαι . διόπερ ἐσθιόντων μὲν αὐτῶν ἐμπλέκονται ταῖς τροφαῖς , πινόντων δὲ καθαπερεὶ |
| ἢ χυμοῦ τινός ἐστι φλεγματώδους τεμμάχιον , ἢ πῦον ἀκριβῶς πεφθέν , ἀπό τινος τῶν ἐντὸς μορίων πεπονθότος συνεκκριθέν , | ||
| ὂν καὶ οὐκ ἐμφανῶς βουτυρῶδες κακοστόμαχον μέν , καλῶς δὲ πεφθέν , αἵματος γεννητικόν , ῥᾳδίως δὲ χολοῦται θερμοτέραις ἐν |
| ὢν καὶ εὔκαρπος , οἱ δὲ περισκελεῖς ἐφ ' ἑκάτερα διαφθείρουσιν οἱ μὲν τοὺς καρποὺς οἱ δ ' ὅλως καὶ | ||
| τρέφεται , τὰ δὲ καταδεῆ τοῖς σώμασιν ἀνάξια τροφῆς ἡγούμενοι διαφθείρουσιν . ἀκολούθως δὲ τούτοις καὶ τοὺς γάμους ποιοῦνται προικὸς |
| ὁρᾶν . πλείστης δὲ καὶ παχυτάτης ἀναθυμιωμένης ὑγρότητος ἀτμὶς ἀναχεῖται δροσώδης τῷ περιέχοντι , ὡς καὶ διάβροχα ποιεῖν τὰ προσπελάζοντα | ||
| Ὠρίων ; ἔργων δὲ τίς σε πρωινῶν ἀναμνήσει , ὅτε δροσώδης ταρσός ἐστιν ὀρνίθων ; ” κἀκεῖνος εἶπεν : “ |
| ὧδε μεστὴν ἐσχάραν . καὶ εἰσὶν οἱ θυμάλωπες οἱ ἡμίκαυτοι ἄνθρακες : οὐ γὰρ ἂν εἴη πρὸς τοῦ βιβλίου τοῦδε | ||
| ἄλλων χρωμάτων ταῖς αὐγαῖς κεραννυμένων τὴν ὁμοιότητα : οἱ γὰρ ἄνθρακες καὶ ὁ καπνὸς καὶ τὸ θεῖον καὶ τὰ πτερώματα |
| κρατηθέντες μένουσι . Διὰ τί οἱ μέθυσοι φαῦλον οἶνον ἡδέως πίνουσιν ; Ὅτι οἱ πολυπόται ἁδροπόροι εἰσί . διὰ μεγάλων | ||
| Θρηΐκιαι , Λακεδαιμόνιαι δὲ γυναῖκες , ἄνδρες θ ' οἳ πίνουσιν ὕδωρ καλῆς Ἀρεθούσης . Καί μοι δοκεῖς οὐδὲν τῶν |
| πάντες ἴστε , ἐκ τῶν φρεάτων ἐπέλιπεν , ὥστε μηδὲ λάχανον γενέσθαι ἐν τῷ κήπῳ : οἱ δὲ δεδανεικότες ἧκον | ||
| ἄγει . Τεύτλου ὁ μὲν χυλὸς διαχωρέει , τὸ δὲ λάχανον ἐσθιόμενον ἵστησιν , αἱ δὲ ῥίζαι τῶν τεύτλων διαχωρητικώτεραι |
| δεῖ χρονίζειν τὰ ῥάκη , διότι πολλοὺς οἴδαμεν οὐ μετρίως βλαβέντας οὐ μόνον τὴν ἀναπνοὴν , ἀλλὰ καὶ τὴν φωνὴν | ||
| : ἐξ ὧν κενοῖσιν ἐγκατοικήσεις δόμοις . Ἐπίστασαί τινας ἤδη βλαβέντας ὑπὸ ἐχθρῶν ; Πῶς γὰρ οὔ ; Τί δέ |
| ἐν τοῖς δένδροις πεπαίνεται . Δι ' ὃ καὶ πυροὶ κριθῶν ὀψιαίτεροι καὶ ὀλιγοχούστεροι : καὶ αἱ ῥίζαι δὲ τῶν | ||
| τήλεως , μελιλώτου , ἀνήθου , ἀλθαίας , λινοσπέρμου , κριθῶν ὠπτημένων , χαμαιμήλου ξηροῦ , γλήχωνος , ἀνὰ λιτρ |
| τὰ ὑδρεῖα ἀναβαίνουσι πανοίκιοι μετὰ παιανισμοῦ , ῥιφέντες δὲ πρηνεῖς πίνουσι βοῶν δίκην ἕως ἐκτυμπανώσεως τῆς γαστρός , εἶτ ' | ||
| ' ὀσμήν : εὐθὺς δὲ τοῦτο καὶ ἥδιστον ὑπάρχει τοῖς πίνουσι καὶ ὀφθῆναι καθαρόν . ὅταν δὲ καὶ ὑποχωρῇ τῶν |
| πρᾶγμα : ἐπὶ τῶν ἔσχατα κινδυνευόντων . Ἐῤῥέτω μέλαιν ' ὀπώρα : πᾶσι γὰρ χαρίζεται : ἐπὶ τῶν ῥᾳδίως τυγχανόντων | ||
| δ ' ὀρθοῦν φλαῦρον , ὃς νέος πέσῃ . Γλυκεῖ ὀπώρα φύλακος ἐκλελοιπότος : ἐπὶ τῶν ἄνευ μόχθου τὰ ἀλλότρια |
| ἄλλοι δέ φασι ζῷον εἶναι ὅμοιον κανθαρίδι . ἄλλως : βούπρηστις δὲ ζῷόν ἐστι παραπλήσιον φαλαγγίῳ , ὃ διατίθησι τοὺς | ||
| : ζῶα μὲν οὖν ἐστι φθαρτικὰ τάδε : κανθαρὶς , βούπρηστις , σαλαμάνδρα , πιτυοκάμπη , λαγωὸς θαλάσσιος , φρῦνος |
| : ὅσα δὲ παστὰ ἀπέχεσθαι : τὰ δ ' ἄλλα ἐσθίειν . ἐκ δὲ τῶν ὀσπρέων κύαμον καὶ φακῆν καὶ | ||
| ἔχοντες . Ἀρχέστρατος δέ φησι Σειρίου ἀντέλλοντος δεῖν τὸν φάγρον ἐσθίειν . Δήλῳ τ ' Εἰρετρίᾳ τε κατ ' εὐλιμένους |
| ἔμβαλε τὴν βαλανάγραν , ἔλθῃ μὴ Πρωτεὺς Ἆγις ὁ τῶν λοπάδων : γίνεθ ' ὕδωρ καὶ πῦρ καὶ ὃ βούλεται | ||
| δὲ καὶ τὰ ἄλλα μὲν αὐτοῦ κατεγίγνωσκον μονονουχὶ ζωμῶν καὶ λοπάδων μεμνημένου καὶ ἐπιδακρύοντος τῇ τῶν πλακούντων μνήμῃ , τοῦτο |
| κατὰ Πάχυνον , ὃς λέγεται τιθασσοὺς ἰχθῦς ἔχειν ἀπὸ χειρὸς ἐσθίοντας , ὡς Ἀπολλόδωρος ἐν Χρονικῶν πρώτῃ . : Μυοῦς | ||
| . ἐσθιόμενος δὲ πυκνῶς εὐστόμαχός ἐστι καὶ εἰς ἀφροδίσια τοὺς ἐσθίοντας παρορμᾷ . Περὶ βουγλώσσου . Βούγλωσσος θαλάσσιος , τὸ |
| γυῖα λιπαίνοις . Εἴ γε μὲν ἐκ τριόδοιο μεμιγμένα κνώδαλα χύτρῳ ζωὰ νέον θορνύντα καὶ ἐν θρόνα τοιάδε βάλλῃς , | ||
| κο - ρέσοις τὸν ἄνθρωπον καὶ θανάτου πλησίον ἐλθόντα σώσεις χύτρῳ ] τῇ χύτρᾳ βεβαῶτα ] ἐλθόντα , βεβηκότα ἤν |
| συμπορευόμενοι , κινοῦντες . Οὐδ ' : οὐ γάρ . ἅλις : ἄρκεια , αὐτάρκης . Δαιτυμόνας : φίλους . | ||
| ἁπαλοτροφέος σιάλοιο : σίαλος ὁ εὐτραφὴς χοῖρος , παρὰ τὸ ἅλις σεσιτεῦσθαι . * θρύπτωνται : διαλύωνται εἰς λεπτὸν τέμνωνται |
| καὶ τότε τὰς ἀποπτώσεις τοῦ ἔρωτος εἶπε . Τὸ δὲ κεράσαντες τὸν ἀληθῆ λόγον δηλοῖ διὰ τούτου τοῦ μυθικοῦ πλάσματος | ||
| ἀναστρεπτέον τὴν φράσιν : ἔπειτα οὐκ ἐπιδὴν οὐδὲ μετὰ χρόνον κεράσαντες , ἀντὶ τοῦ εὐθέως καὶ μετολίγον . ἡ θέμις |
| βαρεῖαν , λευκήν , ἐκκεκαθαρμένην , ἡδεῖαν , ἐπαγωγόν , εὐμελῆ , εὐπειθῆ , εὐάγωγον , εὐκαμπῆ , εὐέλικτον , | ||
| ἓν δὲ καὶ ἐνενήκοντα ἔτη γεγονότα , εὐπαγῆ τε καὶ εὐμελῆ , καὶ βαθὺν μὲν τὰς πλευράς , γενναῖον δὲ |
| ἐπικλείουσι νομῆες . τῷ δὲ καὶ εὐκραδέος τριέτει ἐν νέκταρι μίξαις συκέης αὐανθεῖσαν ἅλις πόσιν ὀμφαλόεσσαν , ἢ ἔτι καὶ | ||
| τῶν σύκων αὐανθεῖσαν ἅλις πόσιν τὴν ὀμφαλόεσσαν ἐν τριετεῖ νέκταρι μίξαις . ἄλλως : αὐανθεῖσαν , τὴν ἀπὸ ξηρῶν σύκων |
| δυσελπιστία καὶ τὸν οἶνον καὶ τὸν σῖτον καὶ τὴν ὀπώραν ῥίπτασκεν , οὐ ποτὶ νέφεα ἀλλ ' ἃ μὲν εἰς | ||
| πορφυρέην , τήν σφιν Πόλυβος ποίησεν δαΐφρων , τὴν ἕτερος ῥίπτασκεν ποτὶ νέφεα σκιόεντα ἰδνωθεὶς ὀπίσω , ὁ δ ' |
| δὲ τῶν μὲν παχεῖαι μᾶλλον τῶν δὲ ἀνωμαλεῖς , καθάπερ δάφνης ἐλάας : τῶν δὲ πᾶσαι λεπταί , καθάπερ ἀμπέλου | ||
| ἁπαλὰ φύλλα τρίψας ἐν ὀξυκράτῳ πότιζε : ἢ λιβανωτοῦ καὶ δάφνης ἴσα λεάνας πρόσφερε : ἢ ἄλευρον καθαρὸν καὶ λιβανωτὸν |
| ταῖς καπηλίσιν πάντ ' ἀγάθ ' : ἕωθεν εὐθύς , οἰνοῦτταν , μέλι , ἰσχάδας , ὅς ' εἰκός ἐστιν | ||
| οἴνου καὶ μέλιτος γινόμενον . ἕωθεν : Ἐκ πρωΐας . οἰνοῦτταν : Μουστόπιτταν . . οἰνοῦττα μέν ἐστιν ἡ κοινῶς |
| [ ] ἁλιτειχέα Κόμβης : [ μέλαν ] ? περιτέτροφε φῦκος [ ] ς , νοτερὴ δ ' ἀνεκήκιεν ἅλμη | ||
| ἐπέκεινα οὐκέτι ἐστὶ πλωτὰ διὰ βραχύτητα θαλάττης καὶ πηλὸν καὶ φῦκος . Ἔστι δὲ τὸ φῦκος τῆς δοχμῆς τὸ πλάτος |
| ὀδὰξ πρίοντες , ἀμυνέμεν οὐκ ἐθέλοντες . ὡς δ ' ἰχθῦς ἀνὰ νύκτα δολόφρονες ἀσπαλιῆες πρὸς βόλον ἰθύνουσι θοαῖς ἀκάτοισι | ||
| προαπεσταλμένων . τά τε γὰρ ἄλλα ἐν χερσὶ καὶ τοὺς ἰχθῦς οὐδὲν δεῖ περιτρέχοντα ζητεῖν , ἀλλὰ τοῖς πρατῆρσι κηρύττουσιν |
| : διαλέγεται δὲ αὐτῷ καὶ τὰ δένδρα , καὶ οἱ ἰχθύες , ἄλλο ἄλλῳ καὶ ἀνθρώποις ἀναμίξ : καταμέμικται δὲ | ||
| τοῦ οὐρανοῦ , καὶ ἄνθρωποι νομὸν ἐν θαλάσσῃ ἕξουσι καὶ ἰχθύες τὸν πρότερον ἄνθρωποι , ὅτε γε ὑμεῖς , ὦ |
| ἐν στομάτεσσιν ἐρύξας . ἦ μὴν πουλυγόνοιο τοτὲ βλαστήματ ' ἀρήξει , ἄλλοτε δὴ ῥιζεῖα καθεψηθέντα γάλακτι . σὺν δὲ | ||
| γένεθλ ' ] ὅς τέ οἱ αὐτῶι φίλτατος οἰωνῶν . ἀρήξει ] ἀντὶ ἐπιμελήσεται τῶν βωμῶν . κόμιζ ' ] |
| , ὡς αὐτοὶ σοφοί . Χαἱ Προκλέους ἵπποι χλωρὰν ψαλάκανθαν ἔδουσιν . Ἐγὼ κεχόρτασμαι μέν , ἄνδρες , οὐ κακῶς | ||
| μαστῷ , λευκότερ ' αἰθερίας χιόνος . θεοὶ εἴπερ ἔδουσιν ἔδουσιν ἄλφιτα , ἐκεῖθεν ἰὼν Ἑρμῆς αὐτοῖς ἀγοράζει . ἔστι |
| ' ἐλαίου τὸ ἀποθλιβόμενον ἔκ τινος φυτοῦ , προσαγορευόμενον δὲ κίκι . πολλὰ δὲ καὶ ἄλλα τὰ δυνάμενα τὰς ἀναγκαίας | ||
| καὶ διὰ τοῦ ι γράφεται : οἷον , μέλι : κίκι εἶδός τι ἐλαίου : παρ ' οἷς καὶ γίνεται |
| τῆς κάτω τρυγὸς ἀναπνοήν : εἶτα διεκμυζῶντες ἀνασπῶσι μέρος τῆς τρυγός , καὶ πρὸς τὴν ποιότητα τῆς τρυγός , καὶ | ||
| γλήχωνος , θύμβρας , σαμψύχου , σκόρδου , οἴνου εὐώδους τρυγός , ἑκάστου τὸ ἶσον , στῆρος ἢ μυελοῦ τῶν |
| δεσμεῖν ἀμάλας δρομιάμφιον ἦμαρ δρύες οἰνοχίτωνες ἔξωθε πάγης εὐσπάρτεος ἱστός ἡμεδαπῆς γῆς κακὴ κόνις καμπεσίγουνος καμπεσίγυια κατὰ δίψιον εἶδος κνηκὶς | ||
| σεαυτόν , Ἀπολλώνιε , μέσον τῆς Ἰνδικῆς τε καὶ τῆς ἡμεδαπῆς σοφίας ἑστάναι , καὶ τῆς μὲν ἀκούειν λεγούσης , |
| ὀπτοὶ καταρρανθέντες ἀκράτῳ , εὔστομοι , εὔπεπτοι , προκριτέοι τῶν ὀστρακίων . καὶ οἱ ταριχευόμενοι δὲ κοιλίαν οὐ ταράσσουσι , | ||
| , ἔτι σίλουρος κιθαρὸς θρίσσα κεστρεὺς λύχνος φῦσα βοῦς : ὀστρακίων δὲ κοχλίαι μεγάλοι φωνὴν ὀλολυγόσιν ὁμοίαν φθεγγόμενοι : ζῷα |
| τύψει προσμάξας ἰόν τε καὶ ἀθρόον αἷμα κενώσεις , ἠὲ κράδης γλαγόεντα χέας ὀπόν , ἠὲ σίδηρον καυστείρης θαλφθεῖσαν ὑπὸ | ||
| ἡ γαστὴρ αὐτή . καὶ ἡ τῶν ἑλκῶν κοιλότης . κράδης : οἱ μὲν τὰ τῆς συκῆς φύλλα , οἱ |
| καὶ ἵππων ἀνατρίβουσι κατὰ τὸν τῆς ὀχείας καιρὸν ἁλῶν καὶ λίτρου τὰς χεῖρας ἀναπλήσαντες . ἐκ τούτων ὄρεξις αὐτοῖς γίνεται | ||
| θείῳ ῥύπτει καλῶϲ . ποικίλον δὲ ἀλκυονίου τοῦ λείου καὶ λίτρου καὶ τρυγὸϲ ὄξεοϲ κεκαυμένηϲ καὶ ϲτυπτηρίηϲ ϲχιϲτῆϲ καὶ θείου |
| αὐτὸν ἔστεφε περιθέων ἐν κύκλῳὡς κισσὸς ἦν ὁ χαλκὸς εἰς κλῶνας καμπτόμενος καὶ τῶν βοστρύχων τοὺς ἑλικτῆρας ἐκ μετώπου κεχυμένους | ||
| δραχ . βʹ πηγάνου χλωροῦ . . . . . κλῶνας εʹ μέλιτος . . . . . . . |
| : ὅρος δὲ τῆς σφοδρότητος ἡ τῆς ἀναπνοῆς ἐπὶ τὸ δασύτερον ἀλλοίωσις . τὰ δὲ γυμνάσια δυσπαθῆ τε παρασκευάζει τὰ | ||
| : τὸ δὲ χειρώνειον ὅμοιον ἀμαράκῳ , μεῖζον δὲ καὶ δασύτερον , ἄνθος δὲ χρυσοειδές , ῥίζαν μικράν , φιλεῖ |
| πέτραις [ ἐκείνης ] οἶδα καὶ μάγους πάγας [ ] ὑγρῶι ? κάλυβι κοιμηθήσεται [ ἔσχον ] ? θάμβος : | ||
| ἐναντιώσεσι τῶν θεῶν . καὶ γάρ φασι τὸ ξηρὸν τῶι ὑγρῶι καὶ τὸ θερμὸν τῶι ψυχρῶι μάχεσθαι καὶ τὸ κοῦφον |
| τὸν τούτου ὑποκριτήν . ἔρυθρον ] κόκκινον . . , βεβαμμένον κοκκίνῳ . τοῖς παιδίοις ] τοῖς θεαταῖς , τοῖς | ||
| αὐτῶν : οἶμαι δέ , ὅτι ἔριον ἐπετίθουν ἐκ κογχύλης βεβαμμένον . τῇ κόγχῃ ] τῷ κογχυλίῳ . πάνυ Γ |
| , κατακρίνει καὶ δημεύει . καὶ ὥσπερ οἱ τὰς ἰσχάδας ἐσθίοντες οὐκ ἂν μεταδοῖεν εὐχερῶς τινι , οὕτως οὐδὲ ὁ | ||
| νομεῖς ἔχαιρον πόνων τε ἀπηλλαγμένοι πρὸς ὀλίγον καὶ τροφὰς ἑωθινὰς ἐσθίοντες καὶ καθεύδοντες μακρὸν ὕπνον , ὥστε αὐτοῖς τὸν χειμῶνα |
| νύμφαις ἐμπλήδην κυκεῶνα πόροις ἐν κύμβεϊ τεύξας , νηστείρης Δηοῦς μορόεν ποτὸν ᾧ ποτε Δηώ λαυκανίην ἔβρεξεν ἀν ' ἄστυρον | ||
| νέον κορσεῖα ταμὼν κερόεντα χιμαίρης , ἢ ἔτι που χηνὸς μορόεν ποτὸν αἴνυσο χύτρου , ἐς δ ' ἔμετον κορέσαιο |
| κτήνεσιν ἐφύετο διαρκής , τῶν τε ναμάτων τὰ μὲν οὐκέτι πίνεσθαι σπουδαῖα ἦν , τὰ δ ' ὑπελίμπανε θέρους , | ||
| . Εἰ δὲ εἴη ὑδατῶδές τε καὶ πλεῖον τοῦ προστασσομένου πίνεσθαι , σημαίνει μὴ πείθεσθαι τὸν ἄνθρωπον , ἀλλὰ πλέονι |
| κωρυκώδη τινὰ κοῖλα , καθάπερ ἡ πτελέα , ἐν οἷς θηρίδια ἐγγίγνεται κωνωποειδῆ : ἐγγίγνεται δέ τι καὶ ῥητινῶδες ἐν | ||
| , ὡς ἄσηπτον : ἐγγίνεται δ ' οὖν τὰ τοιαῦτα θηρίδια τοῖς γλυκέσι καὶ μαλακοῖς ξύλοις , δάφνη δὲ καὶ |
| ὁ θύννος ἐκ μυχοῦ τῆς σαγήνης διέφυγεν οὐκ ὀλίγον τὸ δέλεαρ καταπιών . ὁ δὲ ἐμπεσὼν ἀθρόως εἰς ἐμὲ ἀπειρόκαλος | ||
| διάπειραν ὁ νόμος τῆς ἑκάστου τῶν πλεόντων γνώμης ποιούμενος ὥσπερ δέλεαρ τὴν ναῦν προσέθηκε τοὺς παντὸς κέρδους ἡττωμένους ἐλέγχειν βουλόμενος |
| ἀποπνιγέντα περιιδεῖν . Ἑτέραν ἑτέραν δός , παιδὸς ἡταιρηκότος : τετριμμένης γάρ φησιν ἐπιθυμεῖν . Ἰδού . Ἑνὸς μέν , | ||
| τάχεος κατὰ μέσον τῆς ἡμέρης : ἔστω δὲ ἡμικοτύλιον ὑσσώπου τετριμμένης ἐν ὕδατος χοέϊ , καὶ τοῦτο ἐκπιέτω , ὄξος |
| εἶχέ σοι κωβιὸς ὅλως γὰρ ἧπαρ , ἀλλ ' ἦσαν κενοί : ἐγκέφαλος ἠλλοίωτο . δεῖ δέ , Καρίων , | ||
| πότερον οἱ πόροι κενοὶ ἢ πλήρεις ; εἰ μὲν γὰρ κενοί , συμβαίνει διαφωνεῖν ἑαυτῷ , φησὶ γὰρ ὅλως οὐκ |
| αἰσχρὸν παρεόντα καὶ ὠκυπόδων ἐπιβάντα ἵππων μὴ πόλεμον δακρυόεντ ' ἐσιδεῖν . Οἴ μοι ἀναλκίης : ἀπὸ μὲν Κήρινθος ὄλωλεν | ||
| κακόν . Πάντων μὲν μὴ φῦναι ἐπιχθονίοισιν ἄριστον μηδ ' ἐσιδεῖν αὐγὰς ὀξέος ἠελίου , φύντα δ ' ὅπως ὤκιστα |
| δι ' ὅλου κλίνεται , οἷον : οὐδέ θ ' ἅλεσσι μεμιγμένον ὕδωρ . . . . . ἆλτο : | ||
| τοὺς ἀφίκηαι οἳ οὐκ ἴσασι θάλασσαν ἀνέρες οὐδέ θ ' ἅλεσσι μεμιγμένον εἶδαρ ἔδουσιν . Πόντος δὲ καὶ θάλασσα καὶ |
| γάρ ἐστιν οἰκεῖος τόπος ὑπὲρ τέχνης λαλεῖν τι : τῶν ἡδυσμάτων πάντων κράτιστόν ἐστιν ἐν μαγειρικῇ ἀλαζονεία : τὸ καθ | ||
| τὸν ἰχθύων γάρον . ΟΞΟΣ . τοῦτο μόνον Ἀττικοὶ τῶν ἡδυσμάτων ἦδος καλοῦσι . κάλλιστον δ ' ὄξος εἶναί φησι |
| ἐπὶ τῶν τραπεζῶν τιθέναι τυρὸν καὶ φυστὴν δρυπεπεῖς τ ' ἐλάας καὶ πράσα , ὑπόμνησιν ποιουμένους τῆς ἀρχαίας ἀγωγῆς . | ||
| τὴν τομήν : ἀλλὰ τὸ τὸν κότινον μᾶλλον πονῆσαι τῆς ἐλάας ἄτοπον καὶ τὸ τὴν ῥόαν μηδὲν παθεῖν ἀσθενῆ πρὸς |
| δύω καὶ πεντήκοντα πρὸς τὰ δύο , καὶ τὸ οἶνον πινόντων ἀντὶ τοῦ πινέτωσαν Ἀττικόν ἐστιΤί . οὖν οὐχὶ καὶ | ||
| χοῒ χρυσῇ , καὶ γευόμενον τῶν κρατήρων πρότερον μεθύειν τῶν πινόντων . αὐλεῖν δ ' αὐτοῖς Ἀντιγενείδαν , Ἀργᾶν δ |