ὢν καὶ εὔκαρπος , οἱ δὲ περισκελεῖς ἐφ ' ἑκάτερα διαφθείρουσιν οἱ μὲν τοὺς καρποὺς οἱ δ ' ὅλως καὶ
τρέφεται , τὰ δὲ καταδεῆ τοῖς σώμασιν ἀνάξια τροφῆς ἡγούμενοι διαφθείρουσιν . ἀκολούθως δὲ τούτοις καὶ τοὺς γάμους ποιοῦνται προικὸς
7270270 τρεφοντες
' ἑαυτοὺς τρέφεσθαι γάλακτι καὶ κρέασι καὶ πολλὰς ἀγέλας κτηνῶν τρέφοντες οὐκ ἐπεδέοντο σίτου : κατασκευάσαντες δ ' οἰκήσεις ἑαυτοῖς
μεγάλην , εἰ πεφθεῖεν , οὕτω βρωθέντες πυροί , καὶ τρέφοντες ἰσχυρῶς τὸ σῶμα καὶ ῥώμην ἐπίσημον παρεχόμενοι τοῖς προσενεγκαμένοις
7200412 ὠφελουσιν
, πρὸς δὲ τὰς κάτω καθάρσεις μὴ διαχωρούσας οὐδὲν μέγα ὠφελοῦσιν , εἰ μὴ ἄρα καὶ βλάπτουσιν : κίνδυνος γάρ
καὶ γράφουσιν ἐπὶ τῷ ἑαυτῶν κέρδει , καὶ οὐδένα οὐδὲν ὠφελοῦσιν : οὐδὲ γὰρ σοφὸς αὐτῶν ἐγένετο οὐδεὶς οὐδ '
7196363 τρεφουσι
: . Πραΰσιοι τοὺς ἀστυγείτονας , ἐὰν λιμῷ πιεσθῶσι , τρέφουσι . Ἀνδρὶ μὲν Ἱππαίμων ὄνομ ' ἦν : ἵππῳ
εὐεργεσίας ἀμειβομένων : παρόσον οἱ τῶν πελαργῶν νεοττοὶ τοὺς πατέρας τρέφουσι γεγηρακότας . Πεζῇ βαδίζων μὴ φοβοῦ τὰ κύματα :
7189451 κατακοπτουσι
καρποῖς : ἔχουσι δὲ καὶ πρόβατα ὀλίγα ὥστ ' οὐδὲ κατακόπτουσι φειδόμενοι τῶν ἐρίων χάριν καὶ τοῦ γάλακτος : τὴν
δὲ ὄντες οὐχ ἡσσηθήσονται . . . οἳ τοὺς πύργους κατακόπτουσι καὶ κατερείπουσιν . ἱππιοχάρμας δὲ κλόνους λέγει τοὺς πολεμικοὺς
7179968 θνησκουσι
πυκνοὺς καὶ μεγάλους , δηίων ἀνδρῶν ἀλεωρήν . Καὶ μαχόμενοι θνήσκουσι γενναίως οἵ τε ἡγεμόνες καὶ οἱ τούτοις ἑπόμενοι μὴ
γένηται , οὐχ οἵη τέ ἐστι περιγενέσθαι ἡ γυνή : θνήσκουσι δὲ ἄλλαι ἄλλῳ χρόνῳ , ὅκως ἂν καὶ τὰ
7158929 μισουσιν
Μέγα : μεγάλα . τρομέουσι : δειλιῶσιν . ἐχθαίρουσι : μισοῦσιν , διὰ τὴν βίαν ἣν ἔχουσιν : σημείωσαι .
οὐκ ἔχουσιν ἐγκαλεῖν οὐδ ' εἰπεῖν , ἀνθ ' ὅτου μισοῦσιν , ἐκείνῳ δὲ ἴσασιν ὀφείλοντες ἀμοιβὰς ὧν παρὰ τῶν
7118277 παρασκευαζουσι
ἐσθίειν καὶ πίνειν καὶ ἀφροδισιάζειν βούλονται καὶ αὐτοὶ ἑαυτοῖς δίψας παρασκευάζουσι . βουλόμενοι γὰρ πίνειν δι ' ὅλης τῆς ἡμέρας
. καὶ κάλλιόν γε ποιοῦσιν ὅσοι τῶν τριῶν οὐκ ἐλάττω παρασκευάζουσι τὰ μετὰ τὸ θερμὸν λουτρὸν ὕδατα χλιαρὰ διαφέροντα ἀλλήλων
7083854 κεπφοι
οὗτοι κατατέμνοντες τοῖς ὀδοῦσιν ἰχθύας σάρκας τινάς , αἷς οἱ κέπφοι τρέφονται , καταλιμπάνουσιν ἐν τοῖς ὕδασι . καὶ μὴν
γάρ ἐστι τοῦτο 〚 τὸ 〛 μίμημα . Γ καὶ κέπφοι Γ : εὔηθες ζῷον ὁ κέπφος , οὗ μέμνηται
7052275 γνωριζοντες
εὔνοιαν αὐτῶν ἐκκαλέσωνται , τοὺς δ ' Ἕλληνας καὶ μισθοφόρους γνωρίζοντες διὰ τῶν ὅπλων ἐφόνευον , μέχρις ὅτου συνεδίωξαν εἰς
ποίοις ὁμοίως ἀταρακτῆσαι ] , αὐτὸ τὸ ὅτι πλεοναχῶς γίνεται γνωρίζοντες , ὥσπερ κἂν ὅτι ὡδί πως γίνεται εἴδωμεν ,
7036167 ὠφελουσι
φιλικά : δέονταί τε γὰρ ἀλλήλων καὶ ἐλεοῦσι καὶ συνεργοῦντες ὠφελοῦσι καὶ τοῦτο συνιέντες χάριν ἔχουσιν ἀλλήλοις : τὰ δὲ
ἴκτερον ἰῶνται . καὶ ἐπὶ συναγχικῶν διαχρίονται μετὰ μέλιτος καὶ ὠφελοῦσι . πρὸς ὠταλγίαν δὲ σὺν ῥοδίνῳ θερμανθέντα ἔνσταζε .
7029054 πιαινουσιν
χαρίζονται τοῖς κεκτημένοις τὰς βοῦς καὶ οἱ τῶν ποιμνίων ἐπιμεληταὶ πιαίνουσιν αὐτὰ ἐς τὸ τῶν πεπαμένων κέρδος νόσους τε ἀφαιροῦσι
, οὐκ ἐξ ἧς αἱ γαστρὸς ἡδοναὶ πιμπλαμένης τὸ σῶμα πιαίνουσιν , ἀλλ ' ἀφ ' ἧς διάνοια ἐντρεφομένη καὶ
7011210 ἀπολλυουσιν
ὑπὸ τοῦ πολλὰ ἀκούειν μεταξὺ λεγόμενα καὶ τὴν ἐλπίδα αὐτῶν ἀπολλύουσιν ἀπαγορεύοντες . αἰανὸς δὲ κόρος λέγεται οὐχ ὅτι αὐτὸς
γὰρ τοὺς κεκτημένους , ὥσπερ κἀκεῖναι τοὺς ἐμπιστεύσαντας αὐταῖς ἑαυτοὺς ἀπολλύουσιν : ἡ δ ' ἄχθος οἴκων : τί φὴς
6987728 θηρωντες
τὰ λίνα , τὰ περιφράγματα . δολίων δὲ , ὅτι θηρῶντες τοὺς θῆρας τὰ λίνα λάθρα ἱστᾶσιν . ὅτι δὲ
ὁδὸν τὴν ἐς Αἰθιοπίαν ἄγουσαν . ζῶσι δὲ ἄρα οὗτοι θηρῶντες δορκάδας τε καὶ βουβαλίδας , ἰδεῖν γε μὴν μέλανές
6980598 κατεργαζομενοι
τῶν ὀστῶν τούς τε χόνδρους καὶ τὰ ἄκρα τῶν πλευρῶν κατεργαζόμενοι τὴν ἔνδειαν , εἰ καὶ χαλεπῶς , ὅμως παραμυθοῦνται
κλώθεσθαι ἔνθεν κἀκεῖθεν . ὀδόντες λέγονται οἱ διαιροῦντες τροφὴν καὶ κατεργαζόμενοι αὐτήν : συνεργοῦσι δὲ καὶ τῇ διαρθρώσει τῆς φωνῆς
6974458 ἀπατωντες
δ ' ἐκ κακοῦ ἐσθλὸς ἀνήρ . ἀλλήλους δ ' ἀπατῶντες ἐπ ' ἀλλήλοισι γελῶσιν , οὔτ ' ἀγαθῶν μνήμην
σεληνιακὸν ἢ τὸ ἀφ ' ἡλίου καθαρὸν φέγγος αὐγάζειν , ἀπατῶντες ἢ βιαζόμενοι κωλύουσιν , εἰς τὸν ἀσεβῶν ἀνήλιον χῶρον
6949157 φονευουσι
αἰδούμενοι : ἔτι δὲ λαλοῦντα τὸν πρεσβύτην οἱ θρασύτεροι ἐπιπεσόντες φονεύουσι . δράσαντες τε οὕτως ὠμὸν ἔργον , δέει τῶν
οὓς πέφνουσι φονέας . οὕς : ἰδίους . πέφνουσι : φονεύουσι . φονῆας : ἰωνικῶς . Μάρψωσιν : καὶ κρατήσωσι
6947430 ἐξαγουσι
γὰρ ἀνομοιότητες τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων οὐδεμίαν ἐκφυγγάνουσαι διαφορὰν εἰς ἀπέραντον ἐξάγουσι τὸν σφίσιν ἀκολουθεῖν ἐπιχειροῦντα . καὶ ἐντεῦθεν , οἶμαι
ἔμβρυον , παχύνεται ἡ κνήμη , καὶ χρόνῳ ὕστερον ἀνατεμόντες ἐξάγουσι νεκρά , ἐκθέντες δὲ αὐτὰ πρὸς τὸν ἄνεμον κεχηνότα
6946799 μισουσι
Λακωνική κλείς ἐστιν ὡς ἔοικέ μοι περιοιστέα . Ὦ πάτερ μισοῦσι μὲν Θράσων ' , ἀπεκτάγκασι δ ' οὔ .
σμερδαλέ ' εὐρώεντα τά τε στυγέουσι θεοί περ . στυγέουσι μισοῦσι : Ο . . ἤτοι ὁ μὲν γὰρ ἔναντα
6916962 θεραπευουσιν
δὲ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ βασκανίας ἀπελαύνουσιν . συνεχῶς δὲ ἐσθιόμενοι ἐπιληπτικοὺς θεραπεύουσιν . Ἵππουρος ἰχθὺς ὃν ἔνιοι ἄνθρωποι κορυφαῖον καλοῦσι .
; Ἥνπερ , ὦ Σώκρατες , οἱ δοῦλοι τοὺς δεσπότας θεραπεύουσιν . Μανθάνω : ὑπηρετική τις ἄν , ὡς ἔοικεν
6911735 περιερχονται
ἂν ὦσι παῖδες μικροί , ξύλινα ἱμάτια φοροῦσι , καὶ περιέρχονται οὕτως ἠμφιεσμένοι : ἐπειδὰν δὲ νεανίσκοι γένωνται , κομῶσι
ἢ τὴν ἴσην ὑμῖν κτήσαιντο δύναμιν , αἱ δὲ κύκλῳ περιέρχονται ζητοῦσαι τρόπον τινὰ εἰς ὑμᾶς ἀνενεγκεῖν . ἀλλὰ μὴν
6910756 ἀνελαμβανον
ἐπείγεσθαι . ἐπεὶ δ ' ἐνέκειντο φεύγοντες οἱ βάρβαροι , ἀνελάμβανόν τε αὐτοὺς καὶ ξυναγαγόντες τὰ στρατόπεδα ἡσύχαζον αὐτοῦ τὴν
Χάονας . ἐνέκειντο φεύγοντες : ἤγουν κατὰ κράτος ἔφευγον . ἀνελάμβανόν τε αὐτούς : οἱ Ἕλληνες τοὺς βαρβάρους . ἀντιπαραπλέοντας
6883931 πλησιαζοντες
τοὺς δὲ ἐλαύνοντες , παρθένοις δὲ καὶ μειρακίοις καὶ γυναιξὶ πλησιάζοντες αἷς ἂν ἐθέλωσιν , ἑστιάσεων δὲ καὶ εὐωχιῶν τῶν
ἀτόμῳ οὐσίᾳ τῇ μάλιστα οὐσίᾳ δειχθείσῃ : ὡς γὰρ οἱ πλησιάζοντες τῷ πυρὶ μᾶλλον θερμαίνονται καὶ οἱ πλησίον τῆς μονάδος
6869331 ξηραινομενοι
] ἀπέθνησκον : οἱ γὰρ θανόντες ξηροί εἰσιν . κατετήκοντο ξηραινόμενοι πρίν ] ἕως οὗ κράσεις ] ἑνώσεις , μίξεις
τῆς κενώσεως βλάπτονται ὡς ψυχόμενοι , οἱ δὲ ἰσχνοὶ ὡς ξηραινόμενοι . οὔτε γὰρ οἱ παῖδες οὔτε οἱ γέροντες ἀλύπως
6859746 ἀπεργαζονται
καὶ ἀβούλητοι καὶ ἀνήκεστοι συντυχίαι ἐπιφέρουσιν . ὀργαὶ δεσπότου θάνατον ἀπεργάζονται ἢ παραπλήσιόν τι θανάτῳ . νομίζεις , ὃ μήποτε
, ἔτι χεῖρον . οἱ δὲ ἀγαθοποιοὶ ἀφαιροῦντες τὰ αὐτὰ ἀπεργάζονται , ἐπὶ τούτοις δὲ καὶ ἐκπτώσεις ποιοῦσιν . ἐὰν
6857414 λυπουσι
συναλγύνουσι : συλλυποῦσι , συνθλίβουσιν , εἰς λύπην κινοῦσι , λυποῦσι , κοινωνοὺς ποιοῦσι , θλίβουσιν . νομῆας : βοσκοὺς
ὑποκείροντες , ἤδη μέντοι καὶ τοὺς σωροὺς τῶν δραγμάτων κεραΐζοντες λυποῦσι τοὺς Αἰγυπτίους . καὶ διὰ ταῦτα πάγας τε αὐτοῖς
6856527 διεζων
τοῦ Ἡλίου νήσῳ γενόμενοι ἰχθύας ἡλίευον ἐν ἀγκίστροις καὶ οὕτως διέζων ἀλλ ' οὐχὶ καὶ ὠμοὺς , * ὦ *
γῆν . Οἱ δὲ ἐπεὶ γενέσεως ἐπελάβοντο , οὐ χαλεπῶς διέζων : καὶ γὰρ τροφὴν αὐτοῖς ἀποχρῶσαν γῆ παρείχετο ,
6852989 εὐστομοι
εἰσὶ δὲ σκληραὶ καὶ ὀλιγόχυλοι καὶ οὐκ ἄγαν δριμεῖαι , εὔστομοι δὲ καὶ εὐκατέργαστοι , ἑφθαὶ δὲ ποσῶς εὔστομοι .
. οὐχ ἅπασαι δ ' αἱ εὐώδεις ἢ γλυκεῖαι ἢ εὔστομοι καὶ ἐδώδιμοι , οὐδ ' αἱ πικραὶ ἄβρωτοι :
6850077 δοκιμαζουσι
ἡμέρας οἱ μʹ μάρτυρες τοῖς πάγοις παραδοθέντες ἐμαρτύρησαν . Τινὲς δοκιμάζουσι μηδὲν φθινούσης τῆς σελήνης , ἀλλὰ πάντα αὐξανομένης φυτεύειν
βοῦς τοὺς ἔρσενας τοῦ Ἐπάφου εἶναι νομίζουσι καὶ τούτου εἵνεκα δοκιμάζουσι αὐτοὺς ὧδε : τρίχα ἢν καὶ μίαν ἴδηται ἐπεοῦσαν
6848914 ἐλεγχουσιν
μετοχὴν αὐτῆς δυάδας νενοῆσθαι , καθῶς καὶ ἐπὶ τῆς μονάδος ἐλέγχουσιν . δύο οὖν τῶν ὄντων αἱ ἀρχαί , ἥ
μακρῶν : τὴν γὰρ ἡμετέραν προαίρεσιν αἱ πρὸ τούτου πράξεις ἐλέγχουσιν . εὑρήσεις δὲ πλεῖστα νοήματα στοχαστικὰ ἀπὸ τῆς διανοίας
6835582 ἐκτρεπομενοι
, ὀλιγοδείας ἐρασταί , πολυτέλειαν ὡς ψυχῆς καὶ σώματος νόσον ἐκτρεπόμενοι . . κοινὴ δ ' οὐ τράπεζα μόνον ἀλλὰ
συνουσίαις Σελεύκου σωτῆρος καλοῦσι . ταύτην δὲ τὴν κολακείαν τινὲς ἐκτρεπόμενοι τοὔνομα ἀρέσκειαν προσαγορεύουσιν , ὡς καὶ Ἀναξανδρίδης ἐν Σαμίᾳ
6828033 φονευουσιν
, τίνες ἐκεῖνοί εἰσιν οἱ πολεμοῦντες ἢ ὑπὲρ τίνος ἀλλήλους φονεύουσιν ; Ἀργείους ὁρᾷς , ὦ Χάρων , καὶ Λακεδαιμονίους
οὓς ἐν Θρᾴκῃ ποτὲ ἐπικρατοῦντας μέχρι Δραβησκοῦ τῆς χώρας Ἠδωνοὶ φονεύουσιν ἀνέλπιστοι ἐπιθέμενοι : λέγεται δὲ καὶ ὡς κεραυνοὶ πέσοιεν
6827586 λυμαινονται
, οἳ ἐπὶ πολὺν ἤδη χρόνον συνεργοῦντές τισι τῶν ῥητόρων λυμαίνονται τὴν πολιτείαν , μήτε τὰς τῶν ξένων δεήσεις ,
μύες παραχρῆμα τίκτονται . οὐκοῦν κατὰ τὰς ἀρούρας πλανώμενοι οὗτοι λυμαίνονται τοῖς ληίοις ὑποτέμνοντες τοὺς στάχυς καὶ ὑποκείροντες , ἤδη
6817934 ἐσθιουσι
τοὺς νεοττούς , ἑαυτὸν αὐτοῖς προτείνει τροφήν : οἳ δὲ ἐσθίουσι τὸν πατέρα . καὶ τὴν παροιμίαν ἐντεῦθέν φασι τὴν
τοῖς δὲ ἄλλοις ἀνθρώποις ἄτιμα ταῦτα νενόμισται . καὶ ἰχθύας ἐσθίουσι πάντες πλὴν Σύρων τῶν τὴν Ἀστάρτην σεβομένων . θηρία
6814398 δριμεις
ὑπότριμμα : Ἀντὶ τοῦ δριμύ . οἱ γὰρ δικάζοντες ὀφείλουσι δριμεῖς εἶναι . στέργων : Ἡδόμενος σκορόδοις . καὶ τοῦτο
οὐ χειμερίῳ σφόδρα , οὔτε ὑπὸ θέρους διακαοῦς παραλαμβάνομεν τοὺς δριμεῖς κλυσμοὺς , ἐπειδὰν ἀποδοκιμάζωμεν τὰ δριμύτερα τῶν καθαρτηρίων .
6812099 παυουσιν
, παύονται . Πρίν : πρὸ τοῦ : πρὶν οὐ παύουσιν αἱ μυῖαι τοῦ δάκνειν τοὺς γεωργοὺς πρὶν ψοφήσουσιν ,
φαυλοτάτους ἐπαισθανομένης τῶν ἠχῶν : καὶ τούτους μὲν ἰατρῶν παῖδες παύουσιν , οὐκ ἄλλως οἵους τε ὄντας λῆξαι , τοῖς
6799650 φοβουνται
ἔχει . πολλάκις γάρ τινες ἀπὸ νόσου εἰσὶν ὑγιέες , φοβοῦνται δὲ ἀναστῆναι ἀπὸ τῆς κλίνης , χαίροντες αὐτῇ .
. ” Φερρέφαττα “ δέ : πολλοὶ μὲν καὶ τοῦτο φοβοῦνται τὸ ὄνομα καὶ τὸν ” Ἀπόλλω , “ ὑπὸ
6794459 πελαγιοι
τῆς Σάμου ναυσὶν αἰσθόμενοι ἔπλευσαν μὲν βουλόμενοι φθάσαι καὶ ἐπεφάνησαν πελάγιοι , ὑστερήσαντες δὲ οὐ πολλῷ τὸ μὲν παραχρῆμα ἀπέπλευσαν
πόλεις . ἀνήγοντο δὲ καὶ οἱ Ἀθηναῖοι ἐκ τῆς Χίου πελάγιοι : ἡ γὰρ Ἀσία πολεμία αὐτοῖς ἦν . Λύσανδρος
6789547 ἑψοντες
τὸν χυλὸν ὁμοίως τῷ τῶν μόρων καὶ τῷ τῶν βάτων ἕψοντες σὺν μέλιτι στομαχικῷ χρώμεθα φαρμάκῳ . τὸ δὲ λέπος
πικρῶν ἀλεύρῳ καταπλάττουσι τοὺς ἰσχιαδικοὺς ὄξει ἢ ὀξυμέλιτι ἢ ὀξυκράτῳ ἕψοντες . καλαμίνθῃ καταπλάσσουσί τινες τοὺς ἰσχιαδικοὺς ὡς γενναίῳ βοηθήματι
6785670 ἐλαιωνας
ἑβδόμῳ ἔτει μηδὲν συγκλείειν χωρίον , ἀλλὰ πάντας ἀμπελῶνας καὶ ἐλαιῶνας ἀναπεπταμένους ἐᾶν καὶ τὰς ἄλλας κτήσεις ὅσαι σπαρτῶν εἰσιν
γένοιτο μὴ σκεπτόμενοι , ὥστε ἐπανατρυγῶσι μὲν τοὺς ἀμπελῶνας καὶ ἐλαιῶνας , τὴν δὲ κριθοφόρον καὶ σιτοφόρον γῆν ἀναθερίζουσι ,
6783868 δυσπεπτοι
καὶ ἡ τῶν ὠτίδων . αἱ κοιλίαι πᾶσαι τῶν πτηνῶν δύσπεπτοι : ψευδῶς γὰρ ἐπαινοῦσιν ἔνιοι τὴν τοῦ στρουθοκαμήλου καὶ
οἱ δὲ πυρῆνες πασέων στάσιμοι . Σίκυοι ὠμοὶ ψυχροὶ καὶ δύσπεπτοι : οἱ δὲ πέπονες οὐρέονται καὶ διαχωρέονται , φυσώδεες
6779961 κεντουντες
ἐνηκολάσταινον αὐτοῖς . καὶ ἐπεὶ τῆς ὕβρεως πλήρεις ἐγένοντο , κεντοῦντες ὑπὸ τοὺς τῶν χειρῶν ὄνυχας βελόναις ἀνεῖλον αὐτούς .
, νότου πνέοντος . Ὅτι ἔκφρονας τοὺς βοῦς οἱ μύωπες κεντοῦντες ποιοῦσιν , ἴσμεν . οὐκ ἐγγιοῦσιν οὖν αὐτοῖς ,
6778340 κτεινοντες
τοῖσι ἡμετέροισι μαχόμενοι αὐτοί τε κτεινόμενοι ἐλάσσονες γινόμεθα καὶ ἐκείνους κτείνοντες ἐλασσόνων τὸ λοιπὸν ἄρξομεν . Νῦν ὦν μοι δοκέει
ἤγουν τὸ ἀναιδὲς , ἤλθετε καὶ τὸ ἀπηνὲς ὡς ἐχθρὰν κτείνοντες . τὸ δὲ ὅλον : ἆρα ἐγυμνώσατε αὐτὴν καὶ
6769643 κεχαραγμενοι
ἀλλοφύλους ὑπολαβόντες . Κυλικρᾶνες δὲ λέγονται , ὅτι τοὺς ὤμους κεχαραγμένοι κύλικας ἦσαν . οἶδα δὲ καὶ Ἑλλάνικον ἐν Ἐθνῶν
Κύδους ἐκτετικέναι . Κυζικηνοὶ στατῆρες : διεβεβόηντο οὗτοι ὡς εὖ κεχαραγμένοι . Πρόσωπον δὲ ἦν γυναικεῖον ὁ τύπος Μητρὸς θεῶν
6759058 θελουσαι
ὦ μελέα δέσποινα , μένει ψυχῆι σε παθεῖν ; ἆρα θέλουσαι δρᾶσαί τι κακὸν τοὺς πέλας αὐταὶ πεισόμεθ ' ὥσπερ
πάρα , Ἥρα Κύπρις τε διογενής τε παρθένος , μορφῆς θέλουσαι διαπεράνασθαι κρίσιν . τοὐμὸν δὲ κάλλος , εἰ καλὸν
6754383 φονευοντες
χρόνων παντοίας εὐδαιμονίας οἱ Μακεδόνες ἐπῄεσαν τοὺς μὲν ἄνδρας πάντας φονεύοντες , τὰς δὲ κτήσεις διαρπάζοντες , πολλὰς μὲν τοῖς
τοὺς πλουσίους ἐπιλεγόμενοι , τούτοις ψευδεῖς αἰτίας ἐπερρίπτουν , καὶ φονεύοντες τὰς οὐσίας διήρπαζον . ἀνεῖλον δὲ καὶ Νικήρατον τὸν
6754171 θαλασσιοι
γενομένους παλιναιρέτους . Τί λέγεις σύ ; μάντεις εἰσι γὰρ θαλάσσιοι ; Γαλεοί γε πάντων μάντεων σοφώτατοι . Λεπάσιν ,
ἁλὶ ἁρπάζοντες , καὶ οἱ τῆς θαλάσσης ἀετοί : ἀετοὶ θαλάσσιοι : οἱ τῆς θαλάσσης ἀετοὶ , οὐχ ὅτι ἡ
6739570 φιλουνται
ὁ μισῶν . Φαίνεται . Πολλοὶ ἄρα ὑπὸ τῶν ἐχθρῶν φιλοῦνται , ὑπὸ δὲ τῶν φίλων μισοῦνται , καὶ τοῖς
ὁμοίως φιλῶνται καὶ φιλῶσιν ἀλλήλους , μηδὲ οἴωνται φιλεῖσθαι ὥσπερ φιλοῦνται , ἀλλὰ ἀπατῶνται . τηνικαῦτα γὰρ ἐλεγχομένης τῆς ἀπάτης
6733584 πολυχυλοι
: λεπιδωτόν , ὃν καλοῦσί τινες κυπρῖνον . ΚΩΒΙΟΙ . πολύχυλοι , ὥς φησιν Ἱκέσιος , εὐστομίᾳ διαφέροντες , εὐέκκριτοι
πελάγιος . εἰσὶ δὲ οἱ σκορπίοι σμηκτικοί , εὐέκκριτοι , πολύχυλοι , πολύτροφοι . χονδρώδεις γάρ εἰσι . τίκτει δ
6721094 ῥιζοτομοι
λέγουσι διαφοράς . Ἔτι δὲ ὅσα οἱ φαρμακοπῶλαι καὶ οἱ ῥιζοτόμοι τὰ μὲν ἴσως οἰκείως τὰ δὲ καὶ ἐπιτραγωδοῦντες λέγουσι
σχεδὸν πόας καλοῦσιν , ὥσπερ εἴρηται μικρῷ πρότερον , οἱ ῥιζοτόμοι . Ὁ μὲν οὖν ὀπισμὸς γίνεται τῶν ὀπιζομένων ὡς
6720772 ἐγεννησαν
. ὥσπερ γὰρ οἱ γονεῖς τοὺς παῖδας φιλοῦσιν , ὅτι ἐγέννησαν , οὕτω καὶ οἱ σώσαντες τοὺς σεσωσμένους , ὅτι
γεγεννηκότων δίκην πατέρων τελειούντων , ἃ κατ ' ἀρχὰς ἀτελῆ ἐγέννησαν : καὶ εἶναι μὲν ὕλην πρὸς τὸ ποιῆσαν τὸ
6720503 ἐκβαλλουσιν
ἐκέλευον εἰσιέναι . ἐπειδὴ δὲ ἔνδον ἐγενόμεθα , ἐμὲ μὲν ἐκβάλλουσιν ἐκ τῆς οἰκίας , τουτονὶ δὲ συναρπάσαντες ἔδησαν πρὸς
ἐκέλευον εἰσιέναι . ἐπειδὴ δὲ ἔνδον ἐγενόμεθα , ἐμὲ μὲν ἐκβάλλουσιν ἐκ τῆς οἰκίας , τουτονὶ δὲ συναρπάσαντες ἔδησαν πρὸς
6718395 μυρμηκες
τῆς ψάμμου τὴν ταχίστην ἐλαύνουσι ὀπίσω : αὐτίκα γὰρ οἱ μύρμηκες ὀδμῇ , ὡς δὴ λέγεται ὑπὸ Περσέων , μαθόντες
ὁ Εὔριπος ταῖς ἑβδόμαις οὐ στρέφεται . καὶ ὅτι οἱ μύρμηκες ταῖς νουμηνίαις ἀναπαύονται . Οἱ Δελφοὶ δὲ λέγουσιν ὅτι
6715453 λυπουσιν
ἢ πλουσιακὸν τούτῳ προσπίπτει κακόν . τί γὰρ αἱ τρίχες λυποῦσιν ὑμᾶς πρὸς θεῶν ; δι ' ἃς ἀνὴρ ἕκαστος
μὲν εὐφραίνουσι δι ' οὓς κέκληνται , τοὐναντίον δὲ δράσαντες λυποῦσιν . Κατὰ τὴν πάλαι Βαμβύκην ἰχθύες εἰσὶν ἱεροί ,
6713803 βοσκουσι
ἔθνος πολλοὶ καὶ πλείους ἢ οἱ τῶν μελιττῶν ἑσμοί , βόσκουσι δὲ τὰς μὲν λειμῶνες , τοὺς δὲ οἰκίαι καὶ
Ἅπαντας ἡ παίδευσις ἡμέρους τελεῖ . Αἱ δ ' ἐλπίδες βόσκουσι τοὺς κενοὺς βροτῶν . Αὐτὸς πενωθεὶς τοῖς ἔχουσι μὴ
6712850 ἁπτονται
καὶ τίνα ἀλληλοφάνα , καὶ τίνα οὐδ ' ὅλως ἀλλήλων ἅπτονται . ἐπὶ τοσοῦτον γὰρ εὐψύχως τὰ περὶ τούτων ἐβουλόμην
οὐ μείονα φθόνον : ἤδη καὶ τῶν ὑπερεχόντων μᾶλλον ἰδίως ἅπτονται γὰρ οὗτοι . τοῦτο δὲ πρὸς τὸν Ἀγαμέμνονα ,
6702314 ἀμορφοι
μυωποί , γρυπαί , ἄρρωστοι , ψιλαί , αἰσχραί , ἄμορφοι , ἀσύντακτοι τὰ σώματα , διάστροφοι τοὺς πόδας ,
ἦσαν καὶ καλοὶ καὶ εὐειδεῖς , οἱ δὲ μικροὶ καὶ ἄμορφοι , καὶ οἱ μὲν χρύσεοι , ὡς ἐδόκουν ,
6701469 καιοντες
καὶ οἱ πυρομάχοι καὶ οἱ μυλίαι συρρέουσιν οἷς ἐπιτιθέασιν οἱ καίοντες . οἱ δὲ καὶ ὅλως λέγουσι πάντας τήκεσθαι πλὴν
δὲ αὐτὰς προυπαντῶντες οἱ Τρῶες εἰ κατέσχον , ἀνῄρουν καὶ καίοντες ἀκάρποις καὶ ἀγρίοις ξύλοις τὰ ὀστᾶ αὐτῶν ἀπὸ Τράρωνος
6698898 ἀπεστερηθησαν
. καὶ πολλοὶ τῶν βασιλέων διὰ τὴν τοῦ πλήθους ἐναντίωσιν ἀπεστερήθησαν τῆς ἐμφανοῦς καὶ νομίμου ταφῆς : διὸ καὶ συνέβαινε
λέγειν ὡς πολλὰ χρήματ ' αὐτοῖς κατελείφθη καὶ ταῦτ ' ἀπεστερήθησαν , καὶ τεκμηρίῳ χρήσεσθαι τούτου τῷ μεγέθει τῶν δικῶν
6698142 δεχομενοι
ὀξεῖς , ὥσπερ Ἀχαρνεῖς ἄγριοι , Ποτάμιοι δὲ ὡς ῥᾳδίως δεχόμενοι τοὺς παρεγγράφους [ νόμους ] . σχῆμα καὶ τριώβολον
τοίνυν τὴν Ἰώνην οἱ τότε , παῖδες ἀεὶ παρὰ πατέρων δεχόμενοι , καὶ δικαιοσύνῃ μὲν εἰς ἀλλήλους χρώμενοι , τὸν
6697447 σκιρτωσι
ἐριαύχενας εἴρυσε πώλους : οἳ δὲ θυελλήεσσαν ἐπιστήσαντες ἀνάγκην ἱστάμενοι σκιρτῶσι μεμηνότες : ἔξοχα δ ' ἄλλων δεξιὸς ἀσθμαίνων καὶ
ἐπίτασιν : πελάσαντα γοῦν τῷ τόπῳ καὶ πλησθέντα τοῦ κράματος σκιρτῶσι πρῶτον ὥσπερ χορεύοντα , εἶτα καρηβαρήσαντα νεύει πρὸς γῆν
6695811 ἐξαμαρτανοιεν
, ἀλλὰ καὶ οἱ φίλοι τοὺς φίλους , εἴ τι ἐξαμαρτάνοιεν εἰς τὴν πόλιν . Ἐκεῖθεν δὲ τοῦτο γνώσεσθε .
' ὑπὲρ μὲν τῶν παίδων τῶν ἡμετέρων , εἴπερ τινὲς ἐξαμαρτάνοιεν , οὐκ ἂν ἐθελήσαιμεν δίκας ὑποσχεῖν , ὑπὲρ δὲ
6691127 πελαργοι
καὶ τὸ συρμαΐζειν Αἰγύπτιοι λέγονται μαθεῖν . πέρδικες δὲ καὶ πελαργοὶ τρωθέντες καὶ φάτται τὴν ὀρίγανον , ὡς λόγος ,
: ἐπὶ τῶν τὰς χάριτας ἀνταποδιδόντων . Λέγονται γὰρ οἱ πελαργοὶ γεγηρακότας τοὺς γονεῖς τρέφειν . Ἀνδρὸς γέροντος ἀσταφὶς τὸ
6691073 ἀφιασι
τῆς μάχης τοιοῦτός ἐστιν . οἱ μὲν ἄνθρωποι δόρατα ἰσχυρὰ ἀφιᾶσι στοχαζόμενοι αὐτῶν , οἱ δὲ ἐλέφαντες τὸν παραπεσόντα ἁρπάζουσι
ἀφιᾶσιν , οὕτω καὶ αἱ ψυχαὶ ἀποροῦσαι διὰ τῆς ζητήσεως ἀφιᾶσι τὸ τῆς ἀληθείας φῶς . ἐπειδὴ οὖν ὁ Ἀριστοτέλης
6686235 ἀφαιρουνται
Γ περικομματίοις ] περιαιρέμασι τῶν κρεῶν , ἃ οἱ μάγειροι ἀφαιροῦνται . κεἰ μὴ τούτοισι ] εἰ μὴ πιστεύεις τούτῳ
τὰς οὐσίας ἐν ταῖς πόλεσι καθήμενοι , ὅλας δ ' ἀφαιροῦνται καθ ' ἑκάστην ἡμέραν . Ἐμοὶ παρασιτεῖν κρεῖττον ἦν
6672250 μεριζουσι
, Ἀφροδίτῃ δ ἡμέρας , Ἑρμῇ ια . Ἄλλοι δὲ μερίζουσι τοῖς ζ θεοῖς ἀπὸ τοῦ δεσπότου τοῦ λαχόντος τὸν
εὐγνωμόνησαν , ἡμεῖς δὲ τοιούτους ἐνικήσαμεν οἳ καὶ τοῖς πολεμιωτάτοις μερίζουσι τὸν ἔλεον ἐτόλμησαν ἐπιβουλεῦσαι : ὥστε μὴ μόνον ὑπὸ
6666550 ἁρπαζουσιν
Καινὸν οὐδέν , ἀλλ ' οἷα καὶ πρὸ τοῦ : ἁρπάζουσιν , ἐπιορκοῦσιν , τοκογλυφοῦσιν , ὀβολοστατοῦσιν . Ἄθλιοι καὶ
οἱ Ἰλλυριοὶ καὶ ἄνδρας πολλοὺς καὶ ἔτι πλείονας τῶν γυναικῶν ἁρπάζουσιν : ἐσθέμενοι δὲ ἐς τὰς ναῦς ἔπλεον τὴν ἐπὶ
6663601 φιληδονοι
τὰ ἐγκοίλια αὐτῆς τουτέστι τὰ ἐπεντρώματα , ἅ φασιν οἱ φιλήδονοι ἐπιλεάνσεις εἶναί τινας τῶν προηγουμένων ἡδονῶν , ἃ γίνεται
τροφὴν εὑρίσκοντες , ταῖς δὲ πράξεσι δοξαστικοί , πλούσιοι , φιλήδονοι , πραγματευταί , γεωργοί , ἐν παρύγροις τόποις διάγοντες
6661928 φυλαττονται
ἐλθὼν αὐτὸς ἐξήτακας τοῦτο , ἢ πῶς οἶσθα ὅτι κακῶς φυλάττονται ; Εἰκάζω , ἔφη . Οὐκοῦν , ἔφη ,
τῶν ἄλλων χρείας τά τε ἀγαθὰ πορίζονται καὶ τὰ κακὰ φυλάττονται . οἱ δὲ μὴ εἰδότες , ἀλλὰ διεψευσμένοι τῆς
6659449 ἀσπαζονται
τοῦτο συνεχῶς καὶ πολλάκιςπροσμειδιῶσί τε ὑμᾶς καὶ περισαίνουσι καὶ περιχυθέντες ἀσπάζονται τὸν κορυφαῖον τῶν θεατῶν , οἱ δὲ τὰ μὲν
' ἐγώ , φιλήκοοι καὶ φιλοθεάμονες τάς τε καλὰς φωνὰς ἀσπάζονται καὶ χρόας καὶ σχήματα καὶ πάντα τὰ ἐκ τῶν
6654668 μανιωδεις
ὀργίλων , ἐπιεικῆ δὲ ἐκ μετρίων γίνεται : καὶ ἄλλως μανιώδεις εἰσὶν αἱ θυμούμεναι καὶ φόβῳ κλαυθμυρίζον ποτὲ τὸ βρέφος
θεᾷ τύχωσιν ὑπὸ κακοποιῶν ἐναπειλημμένοι ἢ μαρτυρούμενοι , ἀποφθεγγομένους ἢ μανιώδεις ἢ προγνωστικοὺς ἀποτελοῦσιν . εἰκότως μὲν ὁ συγγραφεὺς ἔφη
6651855 ἐωσι
καὶ νεκρὸν ἐν οἴκῳ καταχώσαντες μετρίως καὶ συγκλείσαντες ἀκριβῶς , ἐῶσι διαφθείρεσθαι καὶ κατασήπεσθαι : καὶ τὸ παράδοξον , ἡ
εἰς ἔσχατον κίνδυνον ἄγουσι τῇ τῶν πόνων ὀξύτητι καὶ οὐκ ἐῶσι τὸ οὖρον διαχωρεῖν . οἶδα δέ τινα τὰ μὲν
6649657 ἀσωδεες
σμικρὸν ἄνωθεν τοῦ ὀμφαλοῦ ἐν δεξιᾷ , ὀδυνώδεες αὗται καὶ ἀσώδεες , καὶ κοπριήμετοι , οἷον καὶ τὸ Πιττακοῦ :
κατεῤῥωγυίης , ἐρυθρὰ διελθόντα περὶ κρίσιν ὠφελέει . Κωματώδεες , ἀσώδεες , ὑποχόνδριον ὀδυνώδεες , σμικρὰ ἐμετώδεες , τὰ παρ
6644706 βουληθωσιν
στρατοῦ λανθάνειν , ἵνα , ἐάν τινες ὡς εἰκὸς αὐτομολῆσαι βουληθῶσιν ἐκ τοῦ στρατοῦ , ἀδοκήτως ταύταις περιπέσωσιν . Χρὴ
τὸν πόλεμον : ἀπολείψειν οὖν τούτων ὁπότερον ἂν οἱ Καρχηδόνιοι βουληθῶσιν . τοῦ δὲ τῶν Καρχηδονίων βασιλέως εἰπόντος ποιεῖν αὐτὸν
6644260 ῥᾳθυμοι
, : ἔνθα ὅρα καὶ ὡς οἱ περὶ τὸ θεῖον ῥᾴθυμοι δι ' ἀνάγκην ἐπὶ τὸ θύειν ἔρχονται οὐδ '
ἀμελέτητοι , δειλοί , καταδεεῖς , ἀμελεῖς , κατημελημένοι , ῥᾴθυμοι , ὕπτιοι , νωθεῖς , κατερρᾳθυμημένοι , ὀλίγωροι ,
6638382 δεσμευουσι
δὲ ταῦτα εἶδον , ἀναπηδήσαντες συλλαμβάνουσιν ἡμᾶς καὶ ἱμᾶσιν εὐθὺς δεσμεύουσι : παίει δὲ κατὰ κόρρης τις ἐκεῖνον : καὶ
τῶν ἐκεῖ ποιμένων τά τε φορτία διαρπάζουσι καὶ τοὺς ἄνδρας δεσμεύουσι καὶ ἄγουσιν ὁδὸν ἔρημον πολλὴν εἰς Πηλούσιον τῆς Αἰγύπτου
6635795 λυουσι
καὶ τὰ ἐπάρματα οἱ ψόφοι τῶν πνευμάτων καὶ οἱ βορβορυγμοὶ λύουσι . κάλλιόν ἐστι τὰ πνεύματα μετὰ ψόφου ἐκκρινόμενα ,
ὑπάγουσι τὰς κοιλίας , οἱ δ ' ὀξεῖς καὶ δριμεῖς λύουσι τὴν οὔρησιν , οἱ δὲ πικροὶ μᾶλλον μέν εἰσιν
6634223 ποθεντες
ξηρανθέντες καὶ τριβέντες καὶ σὺν πεπέρει ἐν μελικράτῳ ἐπιπασθέντες καὶ ποθέντες νεφριτικοὺς ἰῶνται . ἡ δὲ χολὴ αὐτοῦ μετὰ στέατος
κονδίτου , ἐχιοδήκτοις ἀρήγει . οἱ δὲ ὄρχεις σὺν οἴνῳ ποθέντες , ἀφροδισίαν παρορμῶσι καὶ εὐεξίαν παρέχουσι . Τῆς δὲ
6632510 φαυλοτατοι
καταθέσθαι τῶν σωμάτων ὑστάτην ἀπονείμαντας χάριν . εἶτα , ὦ φαυλότατοι πάντων ἀνθρώπων , εἴποιμ ' ἂν αὐτοῖς , ἃ
παύσασθαι φανεροὺς γενέσθαι ; ἄρχουσι μὲν γὰρ τῶν τοιούτων οἱ φαυλότατοι δή που , καταπαύουσι δ ' οἱ βέλτιστοι .
6630071 κατετιτρωσκον
' ἔξω τῶν τειχῶν ἔτι περιεστῶτας ἄνωθεν ἔβαλλόν τε καὶ κατετίτρωσκον . καὶ δευτέρας τῆσδε πείρας ὁ Ἀννίβας ἐπὶ τῇ
καὶ μεγάλας : ἅμα δὲ καὶ τοῖς τόξοις πυκνοῖς χρώμενοι κατετίτρωσκον τοὺς μήτε ἀμύνασθαι μήτ ' ἐκκλῖναι τὰ βέλη δυναμένους
6629887 θηρωσι
προσηκόντως μᾶλλον ἢ αἱ φάλαγγες : οἶσθα γὰρ ὡς ἐκεῖναι θηρῶσι τὰ πρὸς τὸν βίον : ἀράχνια γὰρ δήπου λεπτὰ
καὶ ἐπιθεμένης κατὰ τὸ καρτερόν . τὰ σμικρὰ δὲ ἰχθύδια θηρῶσι πάνυ σοφῶς . παρὰ τὴν ὄχθην τὴν τοῦ ποταμοῦ
6627040 συνοικουσιν
ἐστὶν ἡ μίξις αὐτῶν . ὅτι δὲ ἰχθύων τινὲς καὶ συνοικοῦσιν ὡς γαμεταῖς , καὶ φυλάττουσιν αὐτάς , καὶ ζηλοτυπία
εὐπρεπείᾳ τὴν πενομένην , αἷς οἱ γήμαντες οὐ κατὰ νοῦν συνοικοῦσιν . διηγήσεται , πόσας εὐπορούσας οἰκίας ἀνάλωσε κάλλος ἄνευ
6622609 ἰσχουσιν
ἐπὶ τούτων ἐξίστανται οἱ ὀφθαλμοὶ καὶ ἀπαιώρηνται καὶ προπετεῖς αὐτοὺς ἴσχουσιν ἢ κοίλους , ἐπὶ τούτων ἀστήρικτοί εἰσιν οἱ ὀφθαλμοί
ἀκούσῃ . ἔρωτα γὰρ τῶν καλῶν σωμάτων καὶ αἱ ψυχαὶ ἴσχουσιν , ὅθεν ἄκουσαι αὐτῶν ἀπαλλάττονται . ὑπεξιόντος δὲ αὐτῷ
6609239 ἀγυμναστοι
ἐκ Ῥώμης καὶ τοῖς στρατιώταις διάδοχοι νεοκατάγραφοί τε καὶ ἔτι ἀγύμναστοι καὶ ἀπειροπόλεμοι . μεθ ' ὧν ὁ Πομπήιος ,
τῶν ἐν τοῖσι σώμασιν ἐγγινομένων ὧδε ἔχει : οἱ μὲν ἀγύμναστοι τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ παντὸς κοπιῶσι πόνου : οὐδὲν γὰρ
6604113 ῥιπτουσι
λοφώδεις ποιοῦντος , ὑπορύττοντες ταύτας ὑποικοῦσι : τοὺς δὲ νεκροὺς ῥίπτουσι τροφὴν τοῖς ἰχθύσιν , ἀναλαμβανομένους ὑπὸ τῶν πλημμυρίδων .
. Γαμοῦσιν ὡς πάντες , τεκνογονοῦσιν : ἀλλ ' οὐ ῥίπτουσι τὰ γεννώμενα . Τράπεζαν κοινὴν παρατίθενται , ἀλλ '
6603678 συνιστασιν
βλαπτικοί , στόμαχον δ ' ἐκλυόμενον τονοῦσι καὶ δύναμιν διαρρέουσαν συνιστᾶσιν , εὐαισθησίας δὲ ποιητικοί : οἱ δὲ νοτιώτεροι συμπληρωτικοὶ
ὅσοι τιθέασιν ἐν ταῖς ἀρχαῖς ἐναντίωσιν , καὶ τὴν ψυχὴν συνιστᾶσιν ἐκ τῶν ἐναντίων , ὥσπερ Ἐμπεδοκλῆς . δοὺς γὰρ
6602508 μικροι
προσώποις , εἷς μὲν ὁ μέγιστος ἄλλοι δὲ περὶ αὐτὸν μικροὶ πλείους . εἰσὶ δὲ τῶν ὄζων οἱ μὲν τυφλοί
δὲ τοῦ ὕπνου ἐπινενευκότες . πῶς γίνονται οἱ σφυγμοὶ καὶ μικροὶ καὶ ἀμυδρότεροι ; δῆλον ὅτι τῆς ἐμφύτου θερμότητος εἰσδυνούσης
6599561 εὐφθαρτοι
τὸν χυλὸν τῆς πτισάνης ἐπιδιδόναι τούτοις δεῖ οὐδὲ ἄλικος . εὔφθαρτοι γάρ εἰσι καὶ ἐπιπολάζουσι καὶ μετεωρίζονται περὶ τὸν στόμαχον
. ὀλίγῳ δ ' εἰσὶ κινητικοὶ τῶν οὔρων , οὐκ εὔφθαρτοι οἱ πυξίζοντες , καθάπερ τὰ ὄστρεα . κρείττους δ
6595060 θυμοειδεις
καὶ τοὺς ἱππικοὺς βουλομένους γενέσθαι οὐ τοὺς εὐπειθεστάτους ἀλλὰ τοὺς θυμοειδεῖς ἵππους κτωμένους . νομίζουσι γάρ , ἂν τοὺς τοιούτους
, ἐπὶ τοὺς τρώσαντας φερόμενοι , ὅτι καὶ οἱ ἀνδρεῖοι θυμοειδεῖς . ὁ γὰρ θυμὸς ὁρμητικόν ἐστι πρὸς τοὺς κινδύνους
6594930 φειδονται
† τοῦτο ἢ ζωή ἐστιν ἢ ψυχή : ταύτης οὖν φείδονται καὶ ποθοῦσιν αὐτὴν διὰ φιλίαν τῆς ζωῆς καὶ συνήθειαν
, οἳ οὐδὲ πατέρων οὐδὲ παίδων , οὐδ ' ἀδελφῶν φείδονται . Δίδυμα δὲ τίκτει , διότι δύο μαστοὺς ἔχει
6592645 ἀποθνῃσκουσιν
μὴ ὥσπερ νῦν διὰ τοῦτο ὑπ ' ἄλλων δίκην ἐπιτιθέντων ἀποθνῄσκουσιν οἱ ἄδικοι . Μὰ Δί ' , ἦ δ
ἔσονται πολὺν χρόνον , ἔσθ ' ὅτε καὶ ἐν εἱρκταῖς ἀποθνῄσκουσιν , καὶ μάλιστα ἀλλοτριωθέντων τῶν ἀγαθοποιῶν . συναπτούσης δὲ
6589948 δακνουσι
δέ τις ᾖ τὰς χεῖρας ἐναγής , τοῦτον μὲν καὶ δάκνουσι καὶ ἀμύσσουσι , τοὺς δὲ ἄλλως ἔκ τινος ὁμιλίας
πολλάκις τῆς δυσκρασίας φέρονται ἰχῶρές τινες ἐπὶ τὰ ἔντερα καὶ δάκνουσι καὶ ἀνιῶσι , καὶ πρὸ ὥρας ἐπεγειρομένη ἡ ἀποκριτικὴ
6589944 ἀγρευουσι
εἶτα εἰς τὴν χεῖρα τὸν ἀφρὸν , καὶ οὕτως εὐχερῶς ἀγρεύουσι . καὶ ἐπὶ τῶν ἀλογίστων ἀνδρῶν τοῦτο εἰς παροιμίαν
ἢ ἀπειρεσίῃσι περιπληθὴς ἀγέλῃσι ταῖς τῶν ἰχθύων , ἐπειδὴ αὐτὰς ἀγρεύουσι πάντες καὶ ἐσθίουσιν ὡς ἀσθενεῖς . περιπληθής : πληρουμένη
6586431 εὐλαβουμενοι
πλουσίων μόνον , ἀλλὰ καὶ πάντων ἁπλῶς , ἵν ' εὐλαβούμενοι τὴν ἐκ τῶν οἰκείων εἰσφορὰν ἕλωνται τὸν νόμον ἐξαλεῖψαι
ἀλλήλοις , οὐχ ὑπὲρ τὴν οὐσίαν ποιούμενοι τοὺς παῖδας , εὐλαβούμενοι πενίαν ἢ πόλεμον . Καὶ ὁ Γλαύκων ὑπολαβών ,
6585917 ἀπεκτεινον
οἱ τριάκοντα πολλοὺς μὲν τῶν πολιτῶν καὶ οὐ τοὺς χειρίστους ἀπέκτεινον , πολλοὺς δὲ προετρέποντο ἀδικεῖν , εἶπέ που ὁ
τῷ πολέμῳ δεδρακότες εἰσίν , ὁπότε μὴ φαῖεν , ἀπάγοντες ἀπέκτεινον καὶ ἐξαίρετον ἐποιήσαντο οὐδένα . διέφθειραν δὲ Πλαταιῶν μὲν
6584642 ὑδρευομενους
ἐπικουρεῖν ἡ σοφωτάτη φύσις ἐξεπαίδευσεν . Ἐλλοχῶσιν οἱ κροκόδειλοι τοὺς ὑδρευομένους ἐκ τοῦ Νείλου τὸν τρόπον τοῦτον . φρύγανα ἑαυτοῖς
πᾶσαν : καὶ ἐς ἑπτὰ ἡμέρας ἰέναι παρὰ τὴν θάλασσαν ὑδρευομένους ἐκ τῆς ἠϊόνος . ἔνθεν δέ , ἤδη γὰρ
6582972 κεραμους
καὶ ποιήσειεν ἄνθρωπος ἐρῶν καὶ παύσασθαι μὴ δυνάμενος ; Τοὺς κεράμους ὅτι μὲν πρωτείους ἐπέγραψας εἶδον , ὄτι δὲ μὴ
καὶ φόβον τῷ ἰδόντι σημαίνει . καὶ τὸ περὶ τοὺς κεράμους ἵπτασθαι καὶ τὰς οἰκίας καὶ τὰ ἄμφοδα ἀκαταστασίας τῆς
6582286 θηρωσιν
μαινομέναι δόξαι . κρυπτεύουσι δὲ ποικίλως δαρὸν χρόνου πόδα καὶ θηρῶσιν τὸν ἄσεπτον : οὐ γὰρ κρεῖσσόν ποτε τῶν νόμων
καὶ μεγαλόφρονας ποιεῖ , οἱ τοιοῦτοι δὲ πολλῶν γυναικῶν λέχη θηρῶσιν ἤτοι μοιχοὶ γίνονται . ὁ Ἄρης τριγωνίζων Ἑρμῆν ἐμπράκτους
6578109 φονευσαντες
τὸν τοῦ πατρὸς φόνον διατρήσαντες τὴν κοιλίαν τῆς μητρὸς καὶ φονεύσαντες αὐτὴν γεννῶνται ὡς Νίκανδρος ἐν τοῖς Θηριακοῖς [ .
ἐν Ἠλέκτρᾳ κεῖσθαι τὴν λέξιν ἔθος σημαίνουσαν . οἱ γὰρ φονεύσαντες ἐξ ἐπιβουλῆς τινας ὑπὲρ τοῦ μῆνιν ἐκκλίνειν ἀκρωτηριάσαντες μόρια
6572258 ἁπαλωτεροι
μητρίζουσαι , ἀρρένων δ ' ὀλιγοστοὶ καὶ ὅσοι ἂν ὦσιν ἁπαλώτεροι . Δύναμιν δ ' ἔχει καὶ οὗτος ὁ ἐνθουσιασμὸς
δρόμον ὠκὺν ἐκτανύειν μετὰ παρθένων ἀθύρων : ἐπεκερτόμουν δὲ παῖδες ἁπαλώτεροι Λυαίου , δακέθυμά μοι λέγοντες διὰ τὰς καλὰς ἐκείνας
6567001 γηραιοι
τὸν βίον ἐν εἰρήνῃ μετὰ ὑγιείας , ὡς εἰκός , γηραιοὶ τελευτῶντες ἄλλον τοιοῦτον βίον τοῖς ἐκγόνοις παραδώσουσιν . Καὶ
τὸν βίον ἐν εἰρήνῃ μετὰ ὑγιείας , ὡς εἰκός , γηραιοὶ τελευτῶντες ἄλλον τοιοῦτον βίον τοῖς ἐκγόνοις παραδώσουσι . ὅτι

Back