τῷ κρανίῳ , καὶ ταύτηϲ τὴν προϲάρτηϲιν ἀλύπωϲ ἀποϲπᾷ τὸ περιφερὲϲ πέραϲ τοῦ φακοειδοῦϲ , ἕπεται δὲ ἐξόπιϲθεν αὐτῷ ποδηγοῦντι
. οὐ γὰρ ἀποϲώζει ἡ κόρη ἐπὶ τῆϲ προπτώϲεωϲ τὸ περιφερὲϲ ϲχῆμα ἀκριβῶϲ , ἀλλὰ κατά τι μέροϲ οἷον παρεϲπαϲμένη
5462742 μηκοϲ
οἵδε τὰ πολλὰ θνῄϲκουϲι : οἷϲι δ ' ἂν ἐϲ μῆκοϲ ἡ νοῦϲοϲ ἀφίκηται , ἐν διπλαϲίοιϲι ὄλλυνται . ὁκόϲοι
τὴν πίεϲιν ὁ κάμνων , δεῖ τὸν παρακείμενον τοῖχον ἐπὶ μῆκοϲ ὑπογλύψαι ϲωληνοειδῶϲ ἀντικρὺ τοῦ κυφώματοϲ , ὡϲ εἶναι τῆϲ
5360423 πλατοϲ
ϲυνεχείαϲ θεωρουμένων , οὐ κεφαλαιωδῶϲ μόνον ἀλλὰ κατὰ τὸ ἐγχωροῦν πλάτοϲ . πρὸ δέ γε τούτων τὴν ὑγιεινὴν ἅπαϲαν ἐξεθέμεθα
καὶ τείνεται πρὸϲ ἄμφω τὰ πέρατα , ἥκιϲτα δὲ εἰϲ πλάτοϲ ἐκτεταμένουϲ ἔχει τοὺϲ πόνουϲ τὰ νεῦρα . τονώδειϲ δὲ
5086221 δεξιοϲ
, πρὸϲ τῷ πεπονθότι δὲ πλευρῷ , εἰ μὲν ὁ δεξιὸϲ ὦμοϲ πεπόνθοι , τοῦ δεξιοῦ ποδὸϲ ἐφαρμόϲαι τὴν πτέρναν
τῷ αἱμορραγοῦντι μυκτῆρι οὖϲ , λέγω δὴ εἰ μὲν ὁ δεξιὸϲ μυκτὴρ αἱμορραγοίη , τῷ ἀριϲτερῷ ὠτὶ ἔνϲταζε , εἰ
5002217 περαϲ
ὀϲτέου κατὰ μέν τι μέροϲ εὐθεῖα , κατὰ δὲ τὸ πέραϲ μηνοειδήϲ : ἡ δὲ αὐτὴ καὶ καλαμηδὸν λέγεται .
ὑπαχθήϲεται καταρτιϲμῷ . τὸ δὲ πρὸϲ τὸν ὦμον διαρθρούμενον αὐτῆϲ πέραϲ οὐ πάνυ τι διεκπίπτει κωλυόμενον ὑπό τε τοῦ δικεφάλου
4918886 ϲκληρον
παραϲκευάζει γὰρ ἀταλαίπωρον τὴν ἔκφυϲιν τῶν ὀδόντων . μηδὲν δὲ ϲκληρὸν αὐτοῖϲ διδόναι διαμαϲᾶϲθαι , ἵνα μὴ τυλωδέϲτερα τὰ οὖλα
καὶ ὅϲα δυϲκραϲίαν ἐργάζεται . τινὲϲ δὲ τῶν ἀγυμνάϲτων τὸν ϲκληρὸν ϲφυγμὸν ὠήθηϲαν εἶναι ϲφοδρόν , ἀλλὰ τὸν γεγυμναϲμένον τόν
4909716 συμβαμα
βῶ , τὸ βαίνω : τὸ δὲ παρὰ τοῖς φιλοσόφοις σύμβαμα παρὰ τὸ βίβημι : τὸ δὲ βᾶμα καὶ σχᾶμα
λογικὴν θεωρίαν ἐκμαθὼν οὐ μόνον ταῦτα οἶδεν , ἀλλὰ καὶ σύμβαμα καὶ παρασύμβαμα ὁποῖα καὶ ὁπόσον ἀλλήλων διαφέρει . Πρὸς
4880405 ἐξουρηθηναι
: ἡ δόσις κυάμου μέγεθος . Ἄλλο , τάχιον ποιοῦν ἐξουρηθῆναι τῶν λίθων : μὴ καταφρόνει , φησὶ , τῆς
, ἔστι γὰρ καλὸν ὥστε θαυμάσαι . Μὴ δυναμένων δὲ ἐξουρηθῆναι τῶν ἐν κύστει λίθων , ἀλλὰ ἐμφραττομένων τῷ πόρῳ
4835273 παραπλησιον
αὖ συγχωροῦντες πόλιν οὐκ ἂν ἀποτρέποιντο ὁμολογεῖν ἤ τι τούτῳ παραπλήσιον τὸ πολιτευόμενον . ὅδε μὲν οὖν ὁ τῶν φιλοσόφων
ὑγρότητός τινος , καὶ τρόπον τινὰ συνεχῶς ἐκχύμωμα γίνεσθαι καὶ παραπλήσιον , ἅτε ἰχῶρα λεπτὸν περιέχον , τοῦ κατ '
4827210 ὁϲτιϲ
φάμ ' ἐγὼ τῶν θηρίων [ ] [ εἶμεν . ὅϲτιϲ γὰρ ] λέοντι ϲῖτον ἢ πότον [ φέρει ]
κατ ' ἐμέ . Φερεκράτουϲ ] . [ ἀνὴρ γὰρ ὅϲτιϲ ἀποθανούϲηϲ ] δυϲφορεῖ [ ] [ γυναικόϲ , οὗτοϲ
4813611 μαλθακον
τὸ ὁμαλῶς καὶ ὁμοτίμως θερμὸν εἶναι τὸ πᾶν σῶμα καὶ μαλθακόν : δηλοῖ γὰρ ὅτι οὐκ ἔστι φλεγμονὴ ἢ ὀδύνη
. κέγχροϲ δὲ φωχθεῖϲα ἐν μαρϲίποιϲι , πυρίημα κοῦφον καὶ μαλθακόν : ἀληλεϲμένη δὲ καὶ ὑδερώδεϲι ξὺν μέλιτι καὶ ἐλαίῳ
4787219 στρογγυλον
. Ἀλλὰ μὴν σχῆμά γε οὐδὲν μᾶλλον φῂς εἶναι τὸ στρογγύλον τοῦ εὐθέος , οὐδὲ τὸ ἕτερον τοῦ ἑτέρου .
καὶ κάτω ὑποχώρησις : ἄγρυπνος : καὶ κατὰ σπλῆνα ἔπαρμα στρογγύλον . Ἐνάτῃ , πρωῒ ἐξανέστη , ψόφου περὶ τὴν
4753719 τοὐκτοϲ
, ὅταν ἀραιωθειϲῶν τῶν ῥαφῶν ἡ πάροδοϲ τοῦ ὑγροῦ πρὸϲ τοὐκτὸϲ γένηται . γινώϲκεται δὲ τοῦτο ῥᾳδίωϲ τῷ δραπετεύειν ἀντιπαραγόμενον
τὸ ἔνδον αὐτῆϲ πέραϲ τῷ ϲτέρνῳ ϲυμφυομένη , κατὰ δὲ τοὐκτὸϲ πρὸϲ τὸ ἀκρώμιον διαρθρουμένη καὶ διὰ τοῦτο τὸν ὦμον
4737939 παραπληϲιον
καθάπερ κλιμακτήρ , ὡϲ εἶναι τὸ ϲχῆμα τῶν τριῶν ξύλων παραπλήϲιον τῷ πι ϲτοιχείῳ ἢ τῷ ητα , εἰ μικρῷ
οὐρητικὸν πρὸϲ ἐπιληψίαν τε καὶ ὀρθοπνοίαϲ ἁρμόττει . Ϲηπίαϲ ὄϲτρακον παραπλήϲιον μέν ἐϲτιν ὀϲτρέῳ τὴν δύναμιν , λεπτομερὲϲ δὲ καὶ
4657840 σιδηρουν
ταῖς πλευραῖς πεποιημέναι , αἷς ἑκάτερον τῶν μερῶν συμπορπηθὲν ὅλον σιδηροῦν ποιεῖ φαίνεσθαι τὸν ἱππέα , κωλύει δὲ οὐδὲν ὁ
κάδον λαβών τιν ' οὔρει πίττινον . καὶ στόμωμα μὲν σιδηροῦν ὅστις ἐν τοῖς ἀποθέτοις σκεύεσιν ἀριθμοῖ , Κρατῖνος ἂν
4639523 περιφερες
ἐπεστραμμένων , ἔλαθε Λαίλιος ἐπὶ θάτερα τοῦ Κώθωνος ἐς τὸ περιφερὲς αὐτοῦ μέρος ἀνελθών . βοῆς δ ' ὡς ἐπὶ
ἐν αὐτῷ . υληʹ . Ἧλός ἐστιν ἕλκος ἐν πέλματι περιφερὲς καὶ τετυλωμένον . υλθʹ . Ἐκκρίνεται τὸ σπέρμα ,
4637625 προσκειμενον
ἐστὶ κατερριμμένης ἐδαφος , γήπεδον δὲ τὸ ἐν ταῖς πόλεσι προσκείμενον ταῖς οἰκίαις κηπίον ” . ἀπὸ τοῦ γῆ γαῖα
μεγίστη δὴ τοῖς Ἕλλησιν ἐγένετο : ἐνταῦθα γὰρ τὸ δὴ προσκείμενον τῷ λόγῳ παρέσχε κόσμον , ἀφαιρεθὲν δὲ οὐδὲν λυμαίνεται
4634801 μεροϲ
, ἐν δὲ τῇ ὑποϲτιγμῇ παντελῶϲ ὀλίγον . Ῥαψῳδία ἐϲτὶ μέροϲ ποιήματοϲ ἐμπεριειληφόϲ τινα ὑπόθεϲιν . εἴρηται δὲ ῥαψῳδία †
ϲταφυλάγρᾳ ἢ μυδίῳ τὸ περιττὸν ἐκπιάϲαντεϲ καὶ πρὸϲ τὸ κάτω μέροϲ ἕλξαντεϲ ἀποκόψομεν ϲταφυλοτόμῳ ἢ ἀναρραφικῷ ϲμιλίῳ . τὰ δὲ
4631407 ξυλον
τέκτονος πρὸς τὴν τῆς θύρας γένεσιν . ὥσπερ οὖν τὸ ξύλον πρὶν εἰδοποιηθῆναι οὐκ ἄν τις ὀνομάσοι θύραν , οὕτως
ἂν ἐκ κλίνης , εἰ λάβῃ σηπεδόνα βλάστημα , τὸ ξύλον οὐ κλίνη , γίνεται δὲ καὶ ἐξ ἀνθρώπου ἄνθρωπος
4583894 ἀρθρον
τοῦ βάθους εἰς τὴν ἐκτὸς ἐπιφάνειαν καὶ θερμαίνει σύμπαν τὸ ἄρθρον ἐπικαίει τε σαφῶς τὸ δέρμα καὶ τὰ καταμήνια πινομένη
ἧς συντάξεως παρυφίσταταί τι πάλιν πρᾶγμα , οὗ γίνεται τὸ ἄρθρον , τὸ μὴ παρὰ τοῦτο ποιησώμεθα . Οὐ δὴ
4581429 σιμον
ἔχουσι τὸ μᾶλλον καὶ ἧττον , λευκὸν καὶ λευκότερον , σιμὸν καὶ σιμώτερον , ἡ δὲ οὔ . κακῶς δὲ
, ὥστε τὰς πάντοθεν ὀσμὰς προσδέχεσθαι . Τὸ δὲ δὴ σιμὸν τῆς ῥινὸς πῶς τοῦ ὀρθοῦ κάλλιον ; Ὅτι ,
4534567 ϲκελοϲ
ῥαῖνε [ ἐκτενεῖϲ οὖν τὸν ϲκελίϲκον [ ἀντὶ τοῦ τὸ ϲκέλοϲ [ ] δι ? ] φει ] νυ ?
, καὶ τὸ γόνυ ἐϲώτερόν ἐϲτι , καὶ ϲυγκάμπτειν τὸ ϲκέλοϲ οὐ δύνανται . οἱ δὲ ὡϲ ἐπὶ τὰ ἐμπρὸϲ
4527098 τριχοϲ
. βελόνην οὖν λαβόντεϲ ἰϲχνοτάτην διείρομεν διὰ τοῦ ὠτὸϲ αὐτῆϲ τριχὸϲ γυναικείαϲ ἢ ἁπλουϲτάτου κλωνὸϲ βύϲϲου τὰ δύο ὁμοῦ πέρατα
! ! ] οὐδ ] ? ' ἂν ? ? τριχὸϲ πριαίμην . ] ν ] ! οϲ τὰϲ ?
4520361 ἐκτεταμενον
εἶναι ἐλπίδα σωτηρίας , ὁρῶν ἐπὶ πολύ τε καὶ στενὸν ἐκτεταμένον τὸ ἑαυτοῦ στράτευμα , καὶ νομίζων πρὸς τὸ ἄναντες
, ὀλίγον δὲ τὸ διάλειμμα , τοῦτον αὖ πάλιν ὠνομάϲαμεν ἐκτεταμένον τριταῖον . Τὸν ἀκριβῆ τριταῖον , ὡϲ ἂν ὑπὸ
4496146 ξυλῳ
πίπτει ἐν τῇ ὁδῷ . οἱ δὲ τὰ μὲν πρῶτα ξύλῳ παίοντες ἀναστῆναι τὸν ἄθλιον ἐκέλευον , ὡς δὲ οὐδὲν
τὴν αὐτὴν γράψας ἀποστελλέτω . Ἤδη δέ τις ἐν δέλτου ξύλῳ γράψας κηρὸν ἐπέτηξεν καὶ ἄλλα εἰς τὸν κηρὸν ἐνέγραψεν
4489827 μεγαϲ
εἰϲὶ πολλοὶ ϲμικροί , ἀλληλουχίῃ μίμνουϲι : ἢν δὲ εἷϲ μέγαϲ ἐμφραχθῇ καὶ ἐπ ' ἀμφοῖν τοῖν νεφροῖν ξυμβῇ τάδε
καὶ περινενευκότεϲ . εἰ μὲν γὰρ κατὰ τὸν ἐϲωτέρω δάκτυλον μέγαϲ ὑποπίπτων καὶ κυρτούμενοϲ ὁ ϲφυγμὸϲ ἐκ τοῦ πρὸϲ λόγον
4481664 μεϲον
] τ ! [ ! ! ! αὐτὰϲ ] εἰϲ μέϲον ] νο ? ? [ ! ! ] !
γλεῦκοϲ , εἰ δὲ ἀποκροῦϲαι , αὐϲτηρόν : τὸ δὲ μέϲον μεταξύ πώϲ ἐϲτιν . Μέλιτοϲ λι . α ,
4445550 ῥαμμα
πλάγια , καὶ ἡ μὲν βελόνη ἐξελκέσθω , τὸ δὲ ῥάμμα κεχαλασμένον ἁμματιζέσθω , ἵνα φανῇ ὡς κρίκος . ταῖς
καὶ ἐπειδὴ ὡραῖον ἦν , καλέσας τὰς Νύμφας λύει τὸ ῥάμμα , καὶ γίγνεται δὴ οὕτως ὁ Διόνυσος διχόθεν προσήκων
4444786 ἐνηρμοσται
. Ἔναρα . κυρίως ἐν οἷς ἀρήρεται τὸ σῶμα καὶ ἐνήρμοσται : ὡς ἐπὶ θώρακος , καὶ κυνέας , καὶ
Ἡρακλῆς : ἕστηκε γὰρ τοξεύων τοῦ Προμηθέως τὸν δήμιον : ἐνήρμοσται τῷ τόξῳ βέλος , τῇ λαιᾷ προβέβληται τὸ κέρας
4442302 ἐμφερες
: τὸ παῦσαι λέγουσι μονοσυλλάβως . παυσικάπη : μηχάνημα τροχῷ ἐμφερές , δι ' οὗ τὸν τράχηλον διεῖρον καὶ τῶν
τρεῖς . ἀλλ ' ἐκεῖνος ῥῆμά τι ἐφθέγξατ ' οὐδὲν ἐμφερές , μὰ τὸν Δία , τῶι “ γνῶθι σαυτόν
4440358 ὑπτιον
τὸ μέλλον οὐκ ἐρχόμεθα ; Κυμαῖος ἰατρὸς τετρωμένην κεφαλὴν τέμνων ὕπτιον θεὶς τὸν πάσχοντα ὕδωρ εἰς τὸ στόμα ἐνέβαλεν ,
. τοῦτο γίνεται , ἵνα φανῇ ἐντεῦθεν τὸ χρηστότερον . ὕπτιον σημαίνει τὸ ἄτεχνον καὶ ἀφελές , ἀγωνιστικὸν δὲ τὸ
4408103 πλατυ
κάτω γένηται , ὡϲ πρὸϲ τῷ μήλῳ , τὸ δὲ πλατὺ ἄνω πρὸϲ τὰϲ βλεφαρίδαϲ . εἶτα ἐκκοπτέον τὸ λαμβδοειδὲϲ
εἶναι ⋮ Λέγεται καὶ τοῦτο περὶ αὐτοῦ , ὅτι κάρφος πλατὺ καὶ στερεὸν ἐνδακὼν ἑαυτὸν ἐπιστρέφει , καὶ ἀντιπρόσωπος ὁμόσε
4398074 διπλουν
χρόνου πόλιν παχῦναι , ξενικὸν ἀστικόν θ ' ἅμα λέγων διπλοῦν μίασμα πρὸς πόλεως φανὲν ἀμήχανον βόσκημα πημονῆς πέλειν .
ἱερὸν Ἀσκληπιοῦ . παρελθοῦσι δὲ ἐς τὸν περίβολον ἐν ἀριστερᾷ διπλοῦν ἐστιν οἴκημα : κεῖται δὲ Ὕπνος ἐν τῷ προτέρῳ
4391660 παρασυμβαμα
φθονήσῃς κἂν τοῦτο εἰπεῖν , τί τὸ σύμβαμα καὶ τὸ παρασύμβαμα : καὶ γὰρ οὐκ οἶδ ' ὅπως ἐπλήγην ὑπὸ
, καὶ καλοῦσιν αὐτὸ ἔλαττον ἢ παρακατηγόρημα ἢ ἔλαττον ἢ παρασύμβαμα , ὡς Σωκράτει μέλει : λείπει γὰρ τινός ,
4388413 κολλωδεϲ
ἔχουϲα οὐ ῥύπτει . ἐμπλαϲτικωτέραν γὰρ ἐργάζεται τὴν οὐϲίαν τὸ κολλῶδεϲ , ὥϲτε μὴ ῥύπτειν , ὅταν γε μηδεμία δριμύτηϲ
λῆμαί τε γὰρ καὶ δάκρυον ἐπιφαίνεται , ποτὲ μὲν καὶ κολλῶδεϲ καὶ παχύ , ποτὲ δὲ καὶ λεπτὸν καὶ ϲυντόμωϲ
4382941 εὐμεγεθες
κρήνης κάτωθεν παιδίον . λευκὸν ἦν τὸ παιδίον καὶ μετρίως εὐμέγεθες , καὶ χρυσοειδεῖς αὐτῷ κόμαι τὰ μετάφρενα καὶ τὰ
. ἔστι δὲ τοῦ λωτοῦ τὸ μὲν ὅλον δένδρον ἴδιον εὐμέγεθες ἡλίκον ἄπιος ἢ μικρὸν ἔλαττον : φύλλον δὲ ἐντομὰς
4379701 ἐοικος
τὴν θεραπείαν ἐργαλεῖα , τὸ μὲν ἐκκαθαῖρον τὴν τρίχα πτερῷ ἐοικὸς ξύλον σπάθη , τὸ δὲ διακτενίζον σιδήριον πριονῶδες ὠδοντωμένον
ἑταῖρε Τοῦτο λέγει ὅτι πάλαι ἡμεῖς τὸ εἰκὸς ἐλέγομεν τὸ ἐοικὸς τῷ ἀληθεῖ , οὐχ ἁπλῶς τὸ δοκοῦν τοῖς πολλοῖς
4371000 εὐφυωϲ
εἶτα μηνιγγοφύλακα προυποβάλλοντα διὰ τὸ μὴ τρωθῆναι τὸν ὑπεζωκότα ἐκκόπτειν εὐφυῶϲ καὶ ἀναβάλλειν τῶν ὀϲταρίων τὰ νύττοντα : μετὰ δὲ
ἀνατείνομεν ἕλκοντεϲ ἠρέμα τὸ λίνον ἄνω καὶ δόντεϲ ὑπηρέτῃ κατέχειν εὐφυῶϲ τὴν ἀρχὴν τοῦ λίνου , ἀμφοτέραιϲ ταῖϲ χερϲὶ κατέχοντεϲ
4355651 ὑποδημα
ἐκ τοῦ συνέχειν τὸν πόδα . οἱ δὲ κονίποδες λεπτὸν ὑπόδημα πρεσβυτικόν : καὶ τὸ κάττυμα κοῦφον , ὡς ἐγγὺς
γ , οἰκία , ἐφ ' οὗ τὸ β , ὑπόδημα , ἐφ ' οὗ τὸ δ : ἐπεὶ τοίνυν
4340927 σκελος
: σημαίνει τὸ ὥσπερ ὑπὸ σκώλου πεπληγμένον ἐφ ' ἓν σκέλος ἅλλεσθαι . ἀσκαρίζειν : σκαίρω τὸ συνεχῶς κινοῦμαι .
τῇ χειρὶ πρὸς τὴν γῆν ἀπερειδόμενοι τῇ κατὰ τὸ ὑγιὲς σκέλος . καταμβλακεύουσι δὲ ἔνιοι τὴν εἰς τὸ ὀρθὸν ὁδοιπορίην
4334752 κρανιῳ
μόνῳ τοῦ φακοειδοῦϲ ὁμιλοῦϲα , καὶ ἢν προϲέχηταί τι τῷ κρανίῳ , καὶ ταύτηϲ τὴν προϲάρτηϲιν ἀλύπωϲ ἀποϲπᾷ τὸ περιφερὲϲ
. ἡ δὲ ἑτέρα ἐπὶ ταύτης οὖσα προσήρτηται μᾶλλον τῷ κρανίῳ κατά τινα μέρη . καὶ ἔστι νευρωδεστέρα . ἐκ
4329931 διπηχυ
ὡρισμένα , τὰ δὲ ἀόριστα : ὡρισμένα μὲν ὡς τὸ δίπηχυ καὶ τὸ τρίπηχυ , ἃ καὶ κυρίως ποσά ἐστιν
, λεῖος , πάχος δακτύλου , τὸ δ ' ὕψος δίπηχυ , γόνασι διειλημμένος , ἐκ διαστημάτων μειζόνων περικείμενος τὰ
4329775 προϲηνεϲ
ἐϲ μᾶζαν τετριμμένοι ξὺν νάρδῳ , ἀλφίτοιϲι , οἰνάνθῃ , προϲηνὲϲ θώρηκι ἐπίπλαϲμα . ψυκτικὸν δὲ καὶ μῆλα θλαϲθέντα ξὺν
τὴν ἡδονὴν ὑπάρχει φίλον . δεξαμένη γὰρ ἡ γαϲτὴρ τὸ προϲηνὲϲ ὂν αὐτῇ , περιϲταλεῖϲα κρατεῖ καὶ πέττει καλῶϲ εἰϲ
4296047 ϲφυγμοϲ
γὰρ κατὰ τὸν ἐϲωτέρω δάκτυλον μέγαϲ ὑποπίπτων καὶ κυρτούμενοϲ ὁ ϲφυγμὸϲ ἐκ τοῦ πρὸϲ λόγον μειοῖτο , ὥϲτε κατὰ τὸ
τούτῳ ὁ ἑκτικόϲ : ὥϲπερ γὰρ πυρετόϲ , οὕτω καὶ ϲφυγμὸϲ ἑκτικόϲ ἐϲτιν ὁ μηδεμίαν μεγάλην τροπὴν ποιούμενοϲ ἀλλ '
4293690 οὑτωϲ
ὕδατι ὀλίγῳ , εἶτα λεαίνεται ἐν θυίᾳ , κἄπειθ ' οὕτωϲ αὐτοῦ καταχεῖται ἡ ἔμπλαϲτροϲ . θαψία ἐμπλάϲϲεται τελευταία .
αἱ βόεϲ καὶ ξηράναϲ ἀπέθετο . καὶ πρὸϲ χοιράδαϲ δὲ οὕτωϲ αὐτὸϲ ἐχρῆτο καὶ τῶν ϲκιρρωδῶν ὄγκων ἁπάντων ϲὺν ὄξει
4288691 ϲχημα
, λευκὸϲ μὲν τὴν χρόαν , εὔρυθμοϲ δὲ κατὰ τὸ ϲχῆμα , γραμμὰϲ ἔχων ὡϲ ἀπὸ τόρνου γεγονυίαϲ . ὀνομάζεται
, ὁμοίωϲ δεῖ κατατείνειν ἐϲχηματιϲμένηϲ τῆϲ χειρὸϲ κατὰ τὸ ἐγγώνιον ϲχῆμα , ὥϲτε τὸν μὲν ἀντίχειρα πάντων εἶναι τῶν δακτύλων
4261907 ϲτενον
τοῦ λάμβδα ϲτοιχείου τὸ ϲχῆμα ἐχούϲαϲ , ἵνα τὸ μὲν ϲτενὸν μέροϲ τοῦ λάμβδα κάτω γένηται , ὡϲ πρὸϲ τῷ
ἐναντίουϲ αὐτοῖϲ καὶ τοῦ κατὰ φύϲιν ἐλάττουϲ κατὰ λόγον ὀνομάζειν ϲτενὸν καὶ βραχὺν καὶ ταπεινόν : τῶν δὲ ἐν πάϲαιϲ
4261469 προϲφερομενον
ἢ ἔχεωϲ δήγματι καταντλούμενον θεραπεύειν αὐτό , ὑγιεῖ δὲ τόπῳ προϲφερόμενον , φηϲίν , ὅμοιον πάθοϲ ἐργάζεται τοῖϲ ὑπό τινοϲ
ϲιτία μήτε ποτὰ μήτε διακλύϲματα . ὁτιοῦν γὰρ τότε τὸ προϲφερόμενον τοῦ νοϲήματοϲ , οὐ τοῦ ϲώματοϲ ἔϲται τροφή .
4255245 ϲτοιχειον
τοὺϲ χαρακτῆραϲ αὐτοὺϲ διαϲαφηνίϲαι . Πρῶτον μὲν οὖν τὸ χ ϲτοιχεῖον ἔχον ἐπικείμενον αὑτῷ τὸ ἄλφα χαλκοῦν ϲημαίνει , καθὼϲ
τῶν ἑταίρων ἐπὶ τήνδε τὴν τῶν ἀντεμβαλλομένων ἦλθον ἔκθεϲιν κατὰ ϲτοιχεῖον ἐξ αὐτοῦ τούτου τὴν ἀρχὴν ποιηϲάμενοϲ . ἀντὶ ἀκανθίου
4245641 ἀλλοιον
τοῦ ὥς : „ οἷον ἀναΐξας „ . Τυραννίων δὲ ἀλλοῖον ἀναγινώσκει ὡς ἑτεροῖον , ὁμοίως τῷ ” ἀλλοῖός μοι
κατὰ τὴν ὕπαρξιν , πολυειδὲς δὲ κατὰ μέθεξιν , ἄλλοτε ἀλλοῖον διὰ τὴν αὐτῶν ἀσθένειαν τοῖς μετέχουσι φανταζόμενον , καὶ
4241602 εὑρηϲειϲ
ποταπὸν δὲ τὸ ϲύμπαν ἔτοϲ : ἐντεῦθεν γὰρ τὰϲ διαίταϲ εὑρήϲειϲ ποιεῖϲθαι κάλλιϲτα : οἷον δὴ τῆϲ μὲν ὥραϲ ,
καὶ τῶν ὁμοίων ϲκευαζόμενα βοηθήματα . πλατικωτέραν δὲ τὴν ἴαϲιν εὑρήϲειϲ τούτων ἐν τῷ περὶ ῥίγουϲ ἀμέτρου καὶ ψύξεωϲ κεφαλαίῳ
4225161 ϲημαινει
υ . Τὸ δὲ ξ ἐπικείμενον ἔχον τὸ ε ξέϲτην ϲημαίνει , ξε : εἰ δὲ ο ἔχει , ὀξύβαφον
φανεῖϲα μᾶλλον ἀπεψίαϲ ἐϲτὶ γνώριϲμα καὶ χρονίαν τὴν ὀφθαλμίαν γίγνεϲθαι ϲημαίνει . δεῖ οὖν ἐπὶ τούτων παρηγορικῶϲ θεραπεύειν γλυκέϲι κολλυρίοιϲ
4220492 πριονι
σε τὸ μῆκος τῆς τοξείας ἐκτίνῃ , καὶ οὕτως ἀπότεμε πρίονι τὸ ὑπερέχον τῶν σφηνῶν παρὰ τὴν ἐπιτομὴν τῶν παραστατῶν
πρέμνον τῆς ἐγκεντρισθείσης ἀμπέλου , τὸ ὑπὲρ τὸ τρύπημα , πρίονι τέμνειν . καὶ λοιπὸν ἔστω τὸ ἐγκεντρισθὲν κλῆμα ἡγεμονικώτατον
4220102 ὁποτερον
φάλαγξ : λοξὴ δὲ ἡ τὸ μὲν ἕτερον κέρας , ὁπότερον ἂν προῄρηται , πλησίον τῶν πολεμίων ἔχουσα καὶ ἐν
ἀγαθὸν μήτε αὖ κακόν ἐστι τί ᾔδει , ἀλλ ' ὁπότερον εἰς τὰς ψυχὰς πέσοι τοῦτο εἰπὼν αὖθις μεταβαλὼν ἀνέτρεπεν
4198541 νοϲηματι
τῆϲ λεπτῆϲ ἀριϲτολοχίαϲ . ὅταν δὲ ἐντύχῃϲ ἀρχομένῳ μὲν τῷ νοϲήματι διὰ τὴν τοῦ ὅλου ϲώματοϲ ϲυμπάθειαν , ὡϲ εἴρηται
ϲφοδρὸν ἢ παρακρουϲτικόν τι πάθοϲ ἢ πυρετὸϲ καυϲώδηϲ ἐν ἀπέπτῳ νοϲήματι κωλύοι : μεγάλαϲ γὰρ ἐπὶ τούτων ὁ οἶνοϲ ἐργάζεται
4195142 τυρωδεϲ
ὅμοιον μέν πωϲ , γεωδέϲτερον δὲ ἐλαίου , καὶ τὸ τυρῶδεϲ τοῦ γάλακτοϲ ἐμπλαϲτικόν ἐϲτι καὶ ἡ τοῦ ὑὸϲ πιμελή
δὴ τὸ βούτυρον : μόνον δὲ ὑπολείπεται ἐν αὐτῷ τὸ τυρῶδεϲ . ὅθεν ψυχρόν τέ ἐϲτι καὶ παχύχυμον καὶ ὠμῶν
4185710 χρωματι
τοῦ κατηγόρου μὲν κινουμένη , λυομένη δὲ ὑπὸ τοῦ φεύγοντος χρώματι . οἷον ἐπὶ τοῦ ἱεροσύλου τοῦ ὑφελομένου ἰδιωτικὰ χρήματα
ἀδικίαν συνειδὼς , οὐδὲ κοινωνὸν τοῦ πλημμελήματος : συνάψει τῷ χρώματι τὰ ἑαυτοῦ ἀπ ' ἀρχῆς ἄχρι τέλους , λέγων
4173937 κερατοειδει
δ ' ἐν ὀφθαλμοῖς ἑλκῶν , τὸ μὲν ἐν τῷ κερατοειδεῖ κοῖλον καὶ στενὸν καὶ καθαρὸν ἕλκος , βόθριον ἐπονομάζεται
, ὅταν χρονίσαν τὸ σταφύλωμα ὑποσκληρυνθῇ καὶ περιουλώσῃ ἐν τῷ κερατοειδεῖ κατὰ πάντα ἐοικὼς ἥλου κεφαλῇ . Περὶ μυδριάσεως .
4165349 εἰρος
ἦσαν ἐϋτρεφέες δασύμαλλοι , καλοί τε μεγάλοι τε , ἰοδνεφὲς εἶρος ἔχοντες : τοὺς ἀκέων συνέεργον ἐϋστρεφέεσσι λύγοισι , τῇς
νήματος ἀσκητοῖο βεβυσμένον : αὐτὰρ ἐν αὐτῷ ἠλακάτη τετάνυστο ἰοδνεφὲς εἶρος ἔχουσα . ἔοικε δὲ καὶ αὐτὴ τὴν ἑαυτῆς καλλιτεχνίαν
4164699 μοριον
οὐ διὰ τὴν ἀναστόμωσιν , ἀλλ ' ὅτι ὡς ἀσθενὲς μόριον ἐκεῖ ἐπιῤῥεύσασα ἡ ὕλη ἐκενώθη , καὶ κενὸν τὸ
ὡς ἔφθημεν εἰπόντες : εἰ μέντοι δισύλλαβον εἴη τὸ ἐγκλιτικὸν μόριον , τότε τὸν ἴδιον δέχεται τόνον , οὔτε δυνάμει
4162374 ϲκευαϲιαν
καταιόνηϲον ἑπτάκιϲ τῆϲ ἡμέραϲ , τῇ δὲ ἐπιούϲῃ ὡϲαύτωϲ ἑτέραν ϲκευαϲίαν ἰϲόϲταθμον καταιόνηϲον καὶ τῇ τρίτῃ ὁμοίωϲ : εἰ δὲ
. οἱ δὲ ἀποροῦντεϲ κουφολίθου , ἀϲβέϲτῳ χρῶνται εἰϲ τὴν ϲκευαϲίαν . Ϲανδαράκη καυϲτικῆϲ ἔϲτι δυνάμεωϲ , ὥϲπερ τὸ ἀρϲενικόν
4153188 ὡϲτε
ἐπικείμενον τῷ ϲπληνὶ μακρῷ καυτηρίῳ πεπυρακτωμένῳ διαμπὰξ αὐτὸ καύϲομεν , ὥϲτε τῇ μιᾷ προϲβολῇ δύο γενέϲθαι ἐϲχάραϲ , καὶ τοῦτο
δὲ καὶ ξηραντικωτέραν ἐκείνηϲ καὶ ἔτι ῥυπτικωτέραν ἐπιδείκνυνται δύναμιν , ὥϲτε καὶ τὸ ϲπέρμα τοὺϲ ἐν νεφροῖϲ λίθουϲ διαιρεῖν .
4148177 φυματι
συνεδρεύειν αὐτῷ ἔρευθος μετ ' οἰδήματος , ὥσπερ καὶ τῷ φύματι , καὶ οὐκ ἔλασσον ἔμπυον τοῦ φύματος γίνεσθαι ,
τῶν ῥοδίνων ὅσοι ἂν ὦσιν ἤδη αὖοι τρίβουσα ἐπίπαττε τῷ φύματι . ταῦτα ἀκούσασα ἡ παῖς καὶ δράσασα , τὸ
4141569 παρομοιον
γὰρ κρήνη τῆς Βοιωτίας : φυτὸν δέ ἐστιν ἐν Βοιωτίᾳ παρόμοιον ῥοιᾷ . φασὶ δὲ τὰς σίδας βρωσίμους εἶναι .
Ὅταν προσκόπτῃς ἐπί τινος ἁμαρτίᾳ , εὐθὺς μεταβὰς ἐπιλογίζου τί παρόμοιον ἁμαρτάνεις : οἷον , ἀργύριον ἀγαθὸν εἶναι κρίνων ἢ
4140644 ὑποϲταϲιν
ὀφθῆναι πρῶτον ἐν τοῖϲ οὔροιϲ νεφέλην μέλαιναν ἢ ἐναιώρημα ἢ ὑπόϲταϲιν μέλαιναν , εἶναι δὲ καὶ ϲύμπαντα ϲημεῖα καὶ ϲυμπτώματα
λείαν καὶ ὁμαλὴν ἔχον ὑπόϲταϲιν . ἀεὶ γὰρ ὑγιαίνοντοϲ οὖρον ὑπόϲταϲιν ἔχει τοιαύτην . ὑποδεέϲτερον δὲ τὸ ἔχον ἐναιώρημα λευκὸν
4134791 ὀφρυϲ
[ ὅρων ] κρόταφοϲ , ἢ ὦϲ , ἢ καὶ ὀφρὺϲ μία , ἢ ὀφθαλμὸϲ εἷϲ μέϲφι μέϲου , ἢ
μελικράτου κυάθων γ . Περὶ ὀφρύοϲ ἢ βλεφάρου παραλύϲεωϲ . ὀφρὺϲ δὲ ἢ βλέφαρον εἰ παρεθείη , θεραπευθήϲεται καταχρίϲμαϲι θερμοτέροιϲ
4127000 δημηγορικον
γένη φησὶν εἶναι τῶν πολιτικῶν λόγων , δικανικόν τε καὶ δημηγορικόν , εἴδη δὲ ἑπτά , προτρεπτικὸν ἀποτρεπτικὸν ἐγκωμιαστικὸν ψεκτικὸν
Ἀριστοτέλης δὲ δύο γένη τῶν πολιτικῶν λόγων , δικανικὸν καὶ δημηγορικόν : εἴδη δὲ ἑπτὰ , προτρεπτικὸν , ἀποτρεπτικὸν ,
4122998 πληϲιον
μὲν ἐπιφάνειαν τοῦ ἄνθρακοϲ ξηραίνει καὶ ἐϲχαροῖ , καὶ τοῖϲ πληϲίον δὲ τόποιϲ τὴν νόϲον ἐγκαταϲπείρει . παρέπεται οὖν αὐτοῖϲ
πυρῆνοϲ μεγίϲτου μήληϲ , τὸ δὲ βάθοϲ , ἄχριϲ οὗ πληϲίον γένηται τῆϲ ἔνδον ἐπιφανείαϲ τοῦ ὀϲτέου , φυλαττομένων ἡμῶν
4119975 ἰθυωριην
τοῦτο , ὅτι ἡ βάσις τοῦ ποδὸς κατὰ τὴν ἀρχαίην ἰθυωρίην ἐστὶν , ἀλλ ' οὐκ ἐς τὸ ἔξω ἐκκεκλιμένη
ἐθέλει ἐς τοὔμπροσθεν : ὅλον δὲ τὸ σκέλος ἔχει τὴν ἰθυωρίην τὴν κατὰ φύσιν , καὶ οὔτε τῇ , οὔτε
4103438 πριονα
πρίονος , καὶ ἐς τὸ παχύτατον ἀεὶ τοῦ ὀστέου τὸν πρίονα ἐνστηρίζειν , καὶ ἀνακινέων βούλεσθαι ἀφελέειν τὸ ὀστέον .
παχύτατον εἶναι τὸ ὀστέον , ἐς τοῦτο αἰεὶ ἐνστηρίζειν τὸν πρίονα , θαμινὰ σκοπούμενος , καὶ πειρᾶσθαι ἀνακινέων τὸ ὀστέον
4092222 μαλακον
φύλλον ἔχει ῥοῶδες , μεῖζον δὲ ἢ χαμαιδάφνης , καὶ μαλακὸν δὲ ὥσπερ ἡ ῥόα . ἡ δὲ βλάστησις ἄρχεται
δοκεῖ εἶναι τῶν ὀστῶν τέλος . αἱ δὲ σάρκες ἐπίβλημα μαλακὸν λιπαρόν , ἐπιβεβλημένον τοῖς ὀστοῖς κάλλους τε καὶ σκέπης
4089057 ἰϲχνον
τῷ ξηρῷ κατ ' ἴϲον αὐξηθείη , φύϲει ϲκληρὸν καὶ ἰϲχνὸν ἔχουϲι τὸ ϲῶμα καὶ λευκὸν ἄμυόν τε καὶ ἄναρθρον
ἱδρὼϲ ψυχρόϲ : δυϲουρίη : ἕδρη ἀπολελημμένη , ὡϲ μηδὲ ἰϲχνὸν ἔλαϲμα διελάϲαι : κόπρων ἔμετοι : ὥνθρωποι ἄφωνοι :
4085206 ἀρτηριαϲ
τῆϲ κινήϲεωϲ καὶ κατά τιναϲ μὲν δακτύλουϲ ταχύτερον κινουμένηϲ τῆϲ ἀρτηρίαϲ , κατά τιναϲ δὲ βραδύτερον , ὁτὲ δὲ καὶ
ὥϲτε κατὰ τὸ ἐξωτέρω πρὸϲ τῷ τοῦ κάμνοντοϲ ἀντίχειρι τῆϲ ἀρτηρίαϲ μέροϲ μικρότατον αὐτὸν φαίνεϲθαι , μύουροϲ καλεῖται καθ '
4076273 βυσσινον
εἴριον λαβὼν ἀναδεῦσαι τῷ φαρμάκῳ , καὶ ἐνελίξαι ἐς ὀθόνιον βύσσινον , μέλιτι ὑποχρίσας τὸ ὀθόνιον , καὶ ποιῆσαι πρόσθετον
' ἐπ ' ὤμων πατέρ ' ἔχων κεραυνίου νώτου καταστάζοντα βύσσινον φάρος . κύκλῳ δὲ πᾶσαν οἰκετῶν παμπληθίαν : συμπλάζεται
4075025 ϲχῃ
ἔπειτα καθαρώτατον ὕδωρ ἐπιβαλὼν καὶ ϲκεπάϲαϲ ἐπιμελῶϲ ἕψε , ἕωϲ ϲχῇ ϲύϲταϲιν μέλιτοϲ ὑγροτέραν : ἔπειτα διηθήϲαϲ δι ' ὀθονίου
λεάναϲ μετὰ ἑψήματοϲ καὶ ὄξουϲ ἕψε ἐπὶ θερμοϲποδίᾳ , ἕωϲ ϲχῇ μέλιτοϲ πάχοϲ καὶ χρῶ . ποιεῖ καὶ πᾶϲα ϲτυπτηρία
4073540 φυλαϲϲεϲθαι
. οὐ γὰρ ἐν μὲν τῇ τῶν μερικῶν παροξυϲμῶν ἀκμῇ φυλάϲϲεϲθαι χρὴ τὰϲ τῆϲ τροφῆϲ παραθέϲειϲ , ἐν δὲ ταῖϲ
τῆϲ καδμείηϲ καὶ ῥήου ἡ ῥίζα ξύν τινι ὑγρῷ . φυλάϲϲεϲθαι δὲ χρὴ τῶνδε τὰϲ ἐπιθλίψιαϲ : ὑγραίνει γὰρ τὰ
4072889 μενον
, πολλῷ ἐς τὴν μισθοδοσίαν τὸν Τισσαφέρνην ἀρρωστότερον γενό - μενον καὶ ἐς τὸ μισεῖσθαι ὑπ ' αὐτῶν πρότερον ἔτι
γὰρ λάβωμεν Δημοσθένην ἐν προβλήματι , ἴσμεν καὶ πολιτευό - μενον ὄντα , καὶ πατέρα , πολλάκις δὲ καὶ παιδευτὴν
4070972 συναπτομενον
τῶν Μεγάρων δεκαοκτὼ σταδίους τῆς πόλεως διέχον , σκέλεσιν ἑκατέρωθεν συναπτόμενον πρὸς αὐτήν : ἐκαλεῖτο δὲ καὶ τοῦτο Μινῴα .
ζωστῆρα : οὐκ ἔστι δέ , ἀλλὰ ζῶμα καλεῖ τὸ συναπτόμενον ὑπὸ τὸν στατὸν θώρακα , τὸ δὲ ἔξωθεν συνδέον
4058559 δακτυλῳ
ἔχειν δὲ χρὴ πρὸς τὰ τοιαῦτα καὶ ὄνυχα ἐπὶ τῷ δακτύλῳ τῷ μεγάλῳ : καὶ διελόντα ἐξενεγκεῖν τὰς χεῖρας ,
: τοὺς δ ' αὖ δακτύλους ἀθρόους ξὺν τῷ μεγάλῳ δακτύλῳ ἐς τὸ εἴσω μέρος ἐγκλίνειν καὶ περιαναγκάζειν οὕτως :
4050190 ὀϲμῃ
λίθου γαγάτου προκριτέον τὸν ταχέωϲ ἐξαπτόμενον καὶ ἀϲφαλτίζοντα ἐν τῇ ὀϲμῇ . μελαντηρία ἀρίϲτη ἐϲτὶν ἡ θειόχρουϲ λεῖα ὁμαλὴ καθαρὰ
γεύϲει . Ἄϲφαλτοϲ καλλίϲτη ἡ πορφυροειδὴϲ ϲτίλβουϲα , εὔτονοϲ τῇ ὀϲμῇ καὶ βαρεῖα : ἡ δὲ μέλαινα φαύλη : δολοῦται
4046117 τιϲ
' ἐμὶν δοκεῖ [ ἀλλ ' ἁπλῶϲ τ [ ΕΠΙΧΑΡΜΟΥ τιϲ ] δυϲτυχῶν βίον τ ' ἔχων ] ! τε
χείλεα πρὸϲ τῇ ϲαρκί , ἀλλ ' ἐϲ διαπνοὴν διαδοχή τιϲ ἔϲτω , ὡϲ μὴ ἀποϲβεϲθείη τῇ πνιγί . ἐϲ
4041165 καλοϲ
ὀξεῖα , ὅτι ἐπὶ τέλουϲ εὑρέθη . ἐὰν δὲ εἴπῃϲ καλὸϲ ἄνθρωποϲ , ἰδοὺ ὧδε εἰϲ τὸ λοϲ ἐτέθη ἡ
ἐλάφειοϲ , εἶτα ὁ μόϲχειοϲ , εἶτα ὁ ταύρειοϲ . καλὸϲ δέ ἐϲτιν ὁ θέρουϲ ϲυνεγγίζοντοϲ τῷ φθινοπώρῳ λαμβανόμενοϲ :
4037936 διαφερον
καὶ τῇ ὄψει καλλίων : καὶ δαῦκον περὶ τὴν Πατραϊκὴν διαφέρον : τοῦτο δὲ θερμαντικὸν φύσει , ῥίζαν δὲ ἔχει
γίνεσθαί φημι διὰ τὸ παρὰ μικρόν : ὡς γὰρ οὐδὲν διαφέρον καθόλου εἰπεῖν πρότασιν ἢ ἀδιόριστον συγχωρήσαντες τὴν ἀδιόριστον ὡς
4034711 πωγωνι
: ἢ γὰρ στρατεύειν ἐπινοεῖν μοι φαίνεται καὶ πάντα τῷ πώγωνι δρᾶν ἐναντία , ἢ πλουσιακὸν τούτῳ προσπίπτει κακόν .
: ἢ γὰρ στρατεύειν ἐπινοεῖν μοι φαίνεται καὶ πάντα τῷ πώγωνι δρᾶν ἐναντία , ἢ πλουσιακὸν τούτῳ τι προσπίπτει κακόν
4032033 νευμα
, οἷα τὰ τῶν πάλαι μνηστήρων , ἀλλ ' ἀρκέσει νεῦμα τοῖς φίλοις καὶ τῶν νόμων τυγχάνειν . οἶσθα δὲ
ἐκ Διὸς τῷ μὲν παιδὶ ὄνομα , ταῖς δὲ εὐχαῖς νεῦμα . δῆλόν τε ἦν καὶ ἁπλῶς βλέψαντι μὴ ἀθεεὶ
4029695 μετρῳ
ἔϲτι δὲ ὁ κύαθοϲ κοτύληϲ τὸ Ϛʹʹ . Ἡ κοτύλη μέτρῳ μὲν ἔχει κυάθουϲ Ϛʹ , ϲταθμῷ δὲ ⋖ ξʹ
ἄγει σταθμῷ # β . ὅτι δὲ τὸ ὀξύβαφον ἐν μέτρῳ κατὰ σταθμὸν ἔχει γρα . ιβ , ὅ ἐστι
4025844 τροπουϲ
περὶ αὐτῆϲ εἴρηται λόγῳ . Τὸ γόνυ κατὰ τρεῖϲ μεθίϲταται τρόπουϲ : εἴϲω γὰρ καὶ ἔξω καὶ κατὰ τὴν ἰγνύαν
ϲύμφωνον λήγῃ , οἷον Ἄραψ . Βραχεῖα ϲυλλαβὴ γίνεται κατὰ τρόπουϲ δύο , ἤτοι ὅτ ' ἂν ἔχῃ ἕν τι
4024407 τεμνομενον
, τῶν δὲ ἀριθμητῶν τὸ ἕν , τοῦτο δὲ σῶμα τεμνόμενον εἰς ἄπειρον : ὥστε τὰ ἀριθμητὰ τῶν ἀριθμῶν ταύτῃ
ἄτομον καὶ τὸ δυσχερῶς τεμνόμενον καὶ τὸ μηδ ' ὅλως τεμνόμενον ὡς τὸ σημεῖον καὶ τὸ εἰδικώτατον εἶδος . ἐνταῦθα
4021255 κατατεταγμενον
ἐστιν : ἐπειδὰν δὲ ὑφανθῇ , εἰς τὴν οἰκείαν ἕκαστον κατατεταγμένον χώραν καὶ τὴν εὐχρηστίαν παρέχει . Ἀκόνη προτροπῆς ἐστι
τὸ ὁριστὸν ἢ τὸ ἐν τοῖς καθ ' ἕκαστα κοινὸν κατατεταγμένον ; ὥστε εἰ ἔστιν ὁρίσασθαι ἥλιον ἢ οὐρανὸν ἢ
4014571 ἑτεροϲ
καὶ θραϲεῖν [ ἐπ ' | ἔϲχατα ] , ϲταδίοιϲιν ἕτεροϲ , ἄλλοϲ ἀροτὴρ [ μέγα | φρονεῖ : ]
δοξάντων τότε ? ] τωϲ ἐβουλεύϲω καλῶϲ φανήϲεθ ] ' ἕτεροϲ [ ] ἄξιοϲ ] ικοϲ ? δὲ προὔλαβεϲ μέροϲ
4014124 ὀρθον
οὗτοι μέν εἰσιν οἱ πέντε βίοι οἱ κατὰ λόγον ἐπιτελούμενοι ὀρθὸν καὶ τοῖς περὶ τὸ θεῖον ἀπεικασμένοι : καὶ γὰρ
τῶν καθόλου . ἄλλοι δέ τινες τῶν ἀρχαιοτέρων Στωικῶν τὸν ὀρθὸν λόγον κριτήριον ἀπολείπουσιν , ὡς ὁ Ποσειδώνιος ἐν τῷ
4006713 ἀχατου
. Λίθος ἱασπαχάτης ἐκ τῆς σμαραγδιζούσης ἐστὶν ἰάσπιδος καὶ τοῦ ἀχάτου : δύναμιν δὲ ἔχει δίψους παυστικὴν : καὶ ὑδρωπικοῖς
δενδρήεντι θῆκαν ἐπωνυμίην , ὅτι οἱ τὸ μὲν ἔπλετ ' ἀχάτου , ἄλλο δ ' ἔχει λασίης ὕλης δέμας εἰσοράασθαι
4002440 κωνωπαϲ
ἢ κυνοκράμβηϲ | τὴν ῥίζαν λείαν μετὰ ϲτέατοϲ . πρὸϲ κώνωπαϲ δὲ ἀψίνθιον , μελάνθιον , χάλκανθον ἴϲα ϲὺν ἐλαίῳ
: ὀπὸν Ϲυριακὸν μετ ' ὄξουϲ ϲυγχρίου . ἄλλο πρὸϲ κώνωπαϲ : ἐλλέβορον , ἀψίνθιον ϲὺν ἐλαίῳ ῥαφανίνῳ [ καὶ
4002318 βλεφαρον
ὥρην : ὁμοίως οἱ ὀφθαλμοὶ κατηφέες , ἐς τὸ κάτω βλέφαρον μᾶλλον ἐγκείμενοι , ἀτενίζοντες , κεκαρωμένοι , τὰ λευκὰ
ὅλου τοῦ ϲώματοϲ ἀπαθοῦϲ ὄντοϲ , ϲυνέλκοι τὸ χεῖλοϲ ἢ βλέφαρον , χαλεπὸν ἡγητέον τὸ ϲύμπτωμα . τὰϲ δὲ ἀφαιρέϲειϲ
3986733 ὁποιον
τὸν πάσχοντα . Ἑπτισμένος δὲ ὢν καὶ ἀκριβῶς ἡψημένος , ὁποῖον μετ ' ἐλαίου ἢ στέατος σκευάζοντες ἐσθίομεν , πολλῷ
οὗτος ἐγγυῆσαι τῷ Πύρρῳ φησὶ τὴν ἀδελφήν , ἔπειτα πρὸς ὁποῖον ἄρχοντα ἡ ἐγγυητὴ γυνὴ ἀπέλιπε τὸν ἄνδρα ἢ τὸν
3986131 κυανῳ
εἶναι τὸ γένος καὶ αἱ τρίχες οἱ τὴν χρόαν ἐοικέναι κυανῷ . λέγεται δὲ καὶ τοιάδε , Ἡρακλέα πολεμοῦντα Ἠλείοις
γάλα καὶ αὐτή . χρόαν δὲ οὐκ ἔστι μέλαινα , κυανῷ δὲ εἴκασται τῷ βαθυτάτῳ , ἀναπνεῖ δὲ οὐ βραγχίοις
3984818 διηνεκωϲ
, πελιά , ἐνερευθῆ καὶ δίαιμα φαίνεται , ἐκκρίνεται δὲ διηνεκῶϲ ἀπ ' αὐτῶν ἰχὼρ λεπτόϲ , ὑδατώδηϲ , μέλαϲ
: καὶ εἰ μὲν τὸ βλέφαρον μόνον παραλυθείη , μέμυκε διηνεκῶϲ ὁ ὀφθαλμὸϲ καὶ ἀναιϲθητεῖ τὸ βλέφαρον . εἰ δὲ
3983548 ταλανα
λήγουσι κατὰ τὸν τοῦ οὐδετέρου παρασχηματισμόν , μέλανα μέλαν , τάλανα τάλαν , τέρενα τέρεν , ἕνα ἕν . πῶς
ἔδει βραχυνθῆναι τὸ παραλῆγον α , ὡς ἔχει τὸ μέλανα τάλανα : σημειούσθω τοίνυν . Ὦ Ἀλκμάν : τὰ εἰς
3976083 θεϲιν
τὴν ἰγνύαν ὑποτιθεὶϲ ὑπαυχένιον μαλακόν , ὡϲ ταπεινοτέραν ἔχειν τὴν θέϲιν τὸν βουβῶνα τοῦ γόνατοϲ . εἰ μὲν οὖν μὴ
τὸ βάθοϲ ἡ ὀδύνη γίνεται , μάλιϲτα δὲ κατὰ τὴν θέϲιν τοῦ κώλου , τρυπανώδουϲ γινομένηϲ τῆϲ ϲυναιϲθήϲεωϲ , ϲτρόφοι
3975513 ὀστεον
προπετὴς ἡ κεφαλὴ τοῦ βραχίονος : τὸ δ ' ἄλλο ὀστέον τοῦ βραχίονος ἐς τὸ ἔξω καμπύλον . Ὁμιλέει δὲ
ὁμῶς τῇ τῆς ἐπερείσεως βίᾳ ἡ μηλωτρὶς εἰς αὐτὸ τὸ ὀστέον ἐμπαγήσεται . εἴωθε δέ ποτε διὰ τοῦ κεντήματος ἐκ
3971605 Ῥηον
στύψεως καὶ δριμύτητος καὶ πικρότητος καί τινος ἀηδίας ἀρρήτου . Ῥῆον ἔχει μέν τι καὶ γεῶδες ψυχρόν , ὡς ἡ
οἱ μιμηϲάμενοι δὲ αὐτοὺϲ ἅπαντεϲ ἐβλάβηϲαν . Ῥῆον ποντικόν . Ῥῆον , ἔνιοι δὲ ῥᾶ προϲαγορεύουϲι , μικτῆϲ ἐϲτι κράϲεωϲ

Back