τὸ γυμνάσιον . παλαιὸν : τὸ πρὸ πολλοῦ χρόνου . παλαιφάτου : παλαιὰς καὶ ἀρχαίας , περὶ ἧς ἔφασαν ἔκπαλαι | ||
παρῳδεῖται . ἔστι δὲ τὸ οὐ γὰρ ἀπὸ δρυός ἐσσι παλαιφάτου οὐδ ' ἀπὸ πέτρης . οἱ γὰρ παλαιοὶ ἐκ |
ἰνώδης σάρξ ἐστι καὶ σκληρὰ καὶ διὰ τοῦτο δύσπεπτος καὶ βραδύπορος : εἰ δὲ πεφθείη καλῶς , τροφὴν οὐκ ὀλίγην | ||
εἶναι μέλας οἶνος αὐστηρὸς ἐπιφανῶς ἢ στρυφνὸς πλήσμιός ἐστι καὶ βραδύπορος καὶ τὰς διαχωρήσεις ἀμφοτέρας ἐπέχει , τάς τε κατὰ |
ἄνυδροι καὶ ξηραὶ χῶραι συναναξηραίνουσι τὰς ἕξεις καὶ εὐπνουστέρας καὶ καθαρωτέρας παρασκευάζουσιν . οὐ μόνον δ ' ὁ ἀὴρ ξηρὸς | ||
: τὸ μὲν ψαμμῶδες , ὅθεν ὑποστάθμη ἔοικεν εἶναι τῆς καθαρωτέρας , τὸ δ ' ἡπατίζον . ἐκλέγου δὲ τὴν |
ἔπι : ὅθεν λαβόντες οἱ κακῶς πεπραγότες σωτηρίαν ἀπῆλθον ἐκ δυσπραξίας νῦν οὐκέτι μοι δίχα θυμός , ἀλλὰ † σαφὴς | ||
αὐτὴν πᾶσαν ἑλκύσει κάτω . } Πράττων καλῶς μέμνησο τῆς δυσπραξίας : ὡς γὰρ τὸ πράττειν καὶ τὸ δυσπράττειν σκόπει |
τὸν ξύσσιτον κἀκβάς τινα λωποδυτῆσαι : νῦν δ ' ἀντιλέγει κοὐκέτ ' ἐλαύνει : πλεῖ δευρὶ καὖθις ἐκεῖσε . Ποίων | ||
γυναικὸς γὰρ κρατοῦντ ' ἐν δώμασιν δουλοῖ τὸν ἄνδρα , κοὐκέτ ' ἔστ ' ἐλεύθερος . πλοῦτος δ ' ἐπακτὸς |
, ὅ ἐστιν εὐαρμόστως , συμπληρῶ , καὶ ἐξ αὐτοῦ ἀπαρτία , . , , . . α . * | ||
: ὁ κατὰ ἔπιπλα . ἔστιν ἀπαρτῶ συμπληρῶ , καὶ ἀπαρτία . . . . ἄπαστος : ὁ ἄγευστος ἡ |
ὅταν γὰρ οἱ γενόμενοι ἀπὸ τῆς τρίψεως πυρετοὶ σφοδροὶ μένωσιν ἀκλινεῖς τε εἶεν , εἰδέναι δεῖ μὴ ἐπ ' ἀγαθῷ | ||
οἷοί τέ εἰσι τὰ βλέφαρα ἔχειν ὀρθὰ οὐδὲ τὰς ὀφρῦς ἀκλινεῖς , ἀλλὰ τρόμος αὐτοῖς ἔνεστι καὶ ἅμα τὸ βλέμμα |
σῶμα φλεγμονὴ φαίνοιτό σοι γεγενῆσθαι δι ' ἔμφραξιν παχυτέρου καὶ φλεγματικωτέρου αἵματος , οὐ δεῖ φλεβοτομίαν ἢ κάθαρσιν παραλαμβάνειν , | ||
ἢ βήσσειν . ἐπειδὴ γὰρ παρὰ τὰ ἄρθρα ἀπόστασις ἀπὸ φλεγματικωτέρου γίνεται , καὶ χρόνιον ἔσται τὸ νόσημα , τὰ |
μέλαν μεταβαλλόμενον , οὕτως ἀπὸ τοῦ περυσινοῦ πάθους εἰς τὸ τητινόν , οὐ καθὸ ἀπὸ πάθους εἰς πάθος ἡ μεταβολὴ | ||
; Νὴ Δί ' , ὦ Λυκῖνε , γράμμα ἐστὶν τητινόν τι τῶν ἐμῶν κομιδῇ νεοχμόν . Ἤδη γάρ τι |
. νέον ] ἀντὶ πῆμα νέον * * * . προστροπή ] ἱκέτις πρόσοδος . ἰαλτὸς ] ὑπὸ Κλυταιμήστρας πεμφθεῖσα | ||
, αἶσχος αἰσχύνη , διαβολή , ἀρά , προσβολή , προστροπή : ταῦτα δὲ καὶ ἑτέρας ἐστὶ χρείας : ὀνειδιστικῶς |
ἐστι : τὸ ἄρα ὑπὸ ΑΘΔ μεῖζόν ἐστι τοῦ ὑπὸ ΑΚΖ . ἀλλὰ τῷ μὲν ὑπὸ ΑΘΔ ἴσον ἐστὶ τὸ | ||
τετραγώνου πλευρὰ τοῦ εἰς τὸν μέγιστον κύκλον ἐγγραφομένου : ἡ ΑΚΖ ἄρα μείζων ἐστὶ τῆς , ὑφ ' ἣν ὑποτείνει |
ταῖς οἰκείαις πρὸς τὸν πλεονάζοντα χυμόν . εἰ μὲν γὰρ αἱματικὸς εἴη , ταῖς διαφορεῖν δυναμέναις καὶ ξηραίνειν ἄνευ τοῦ | ||
, τὰ δ ' ἕλκη ἀδήκτοις θεραπευτέον . Ὅταν μὲν αἱματικὸς εἰς τὸ μόριον κατασκήψῃ χυμός , φλεγμονὴ καλεῖται τὸ |
αὐτὴν τρίτην , οὕτως ἡ δευτέρα ἤτοι ἡ μετὰ τὴν προσληφθεῖσαν δευτέραν , πρὸς ἣν ἡ πρώτη λόγον ἔχει δεδομένον | ||
ἡ πρώτη λόγον ἔχει δεδομένον : ἡ γὰρ μετὰ τὴν προσληφθεῖσαν δευτέρα οὖσα ἔχει πρὸς τὴν Β ἤτοι τὴν μετὰ |
ἐστὶν ὡς Εὐριπίδην . Παῖ παῖ . Τίς οὗτος ; Ἔνδον ἔστ ' Εὐριπίδης ; Οὐκ ἔνδον ἔνδον ἐστίν , | ||
δῆτ ' ἂν εἶεν οἱ ξένοι ; δίδασκέ με . Ἔνδον : φίλης γὰρ προξένου κατήνυσαν . Ἦ καὶ θανόντ |
' οὗ τριβωνευόμενοι οἱ τεχνάζοντες . ἐπεί , φησί , νηπύτιός ἐστιν , οὐκ ἂν εἴη ἔμπειρος τῆς ἡμετέρας ἐνταῦθα | ||
' οὗ τριβωνευόμενοι οἱ τεχνάζοντες . ἐπεί , φησί , νηπύτιός ἐστιν , οὐκ ἂν εἴη ἔμπειρος τῆς ἡμετέρας ἐνταῦθα |
ἔξοχα δ ' αὖ τίουσι φύσιν : τὸ δὲ πάμπαν ἄπυστον ἐς φιλότητα μολεῖν , τὴν οὐ θέμις : ἀλλὰ | ||
: ἐκβάλῃ . Τιν ' : τῶν ἀνθρώπων δηλονότι . ἄπυστον : ἀνήκοον , ἀμαθῆ . Τέχνης : πανουργίας , |
ἀνατρέχοντα ἄνω . χρεία δ ' ἐκ τῆς πέτρας εὐκόλως πηδᾷν εἰς τὴν ἅλα τὸν ἁλιέα , καὶ ἀπὸ ἐξ | ||
μετ ' ἄλλου γυμνάζεσθαι . Ἀκταίνειν . γαυριᾷν καὶ ἀτάκτως πηδᾷν . Ἀκταίνειν , ἀκολασταίνειν , γαυριᾷν καὶ ἀτάκτως πηδᾷν |
μνησθείη ; Τίς γὰρ ἄν , ἔφασαν , σοῦ γε ἱκανώτερος πεῖσαι ; Ἀλλὰ μὰ τὸν Δία , ἔφη , | ||
τινα ἄλλα , ἐμοὶ μὲν οὐδὲν ἰδιώτου δοκεῖ ὁ τοιοῦτος ἱκανώτερος εἶναι γινώσκειν περὶ τῶν ἐλατηρίων . ἐσκέφθαι δὲ καὶ |
τὸ βίβημι βατήρ . . . . . βάτης : βάτης : παρὰ τὸ βαίνω βάντης ὤφειλεν εἶναι , ὡς | ||
φαίνω φάντης καὶ ἱεροφάντης . ἀλλ ' ἀπὸ τοῦ βίβημι βάτης καὶ διαβάτης καὶ ἱπποβάτης . Φιλόξενος . . . |
, ὕστερον δὲ , τοῦ πάθους ἐπικρατοῦντος , καὶ ἡ ἄπνοια ἕπεται . ταῖς δὲ πνίξεσιν , ἃς καὶ ἀναδρομὰς | ||
καί τι περὶ ταῦτα τὰ μόρια πάθος , ἡ ὑστερικὴ ἄπνοια . λέγεται καὶ γυναικεῖον ἔργον , οὐ περὶ ἁφῆς |
λεγόμενοι ταριχευθέντες εἰσὶ μέσοι . ξανθίας δ ' ἐπὶ ποσὸν βρωμώδης ἐστὶν καὶ ἁπαλώτερος τοῦ ὀρκύνου . ταῦτα μὲν οὖν | ||
πολύχυλος , εὔτροφος . τράγος οὐκ εὔχυλος , ἄπεπτος , βρωμώδης . ψῆττα , βούγλωσσοι εὔτροφοι καὶ ἡδεῖαι . τούτοις |
, . , . . Ἀνόστιμος : παρὰ τὸ νόστος νόστιμος καὶ ἀνόστιμος , . , , . . α | ||
δ ' ἄλλον : Περσεὺς καὶ μετὰ Νεῖλον ἐς οἰκία νόστιμος ἦλθεν ? . δεῦρο ? τέκνον , σπεύδοις σέο |
βραδέωϲ κινεῖται ὁ ὀφθαλμὸϲ ἢ οὐδόλωϲ . ὅταν δὲ ἐκ βιαίαϲ πληγῆϲ κατὰ κεφαλῆϲ γιγνομένηϲ ἢ καταπτώϲεωϲ ἀπορραγῇ τῆϲ ϲυμφυΐαϲ | ||
ψῦξιν : ὅταν δὲ ὑπὸ πληρώϲεωϲ ὑγρῶν γένηται λυγμόϲ , βιαίαϲ δεῖται κενώϲεωϲ . τοῦτο δὴ ὁ πταρμὸϲ ἐργάζεται : |
τις αὐτὸν δονοίη ταῖς χερσί , καθάπερ κρότον ἀποτελῶν . τρανὸς οὖν ἔσῃ , φησί , καὶ τὴν φωνὴν διηρθρωμένος | ||
πρῶτον μὲν διάκτορος κέκληται ἤτοι ἀπὸ τοῦ διάτορος εἶναι καὶ τρανὸς ἢ ἀπὸ τοῦ διάγειν τὰ νοήματα ἡμῶν εἰς τὰς |
διὰ τέλους δὲ δυστυχῶν τοσῷδε νικᾷ : τοῦ γὰρ εὖ τητώμενος οὐκ οἶδεν , ἀεὶ δυστυχῶν κακῶς τ ' ἔχων | ||
' ἀκούσας κἀξονειδισθεὶς κακὰ πλέω πρὸς οἴκους , τῶν ἐμῶν τητώμενος πρὸς τοῦ κακίστου κἀκ κακῶν Ὀδυσσέως . Κοὐκ αἰτιῶμαι |
, οὐδ ' ἂν ἄλλον ἐάσαιμι τῶν ἐμῶν οὐδένα . Ἄπειρος ἄρ ' εἶ παντάπασι τῶν ἀνδρῶν ; Καὶ εἴην | ||
τοὺς δὲ τοιούτους καὶ καυχηματίας λέγουσιν , . . . Ἄπειρος : ὁ μὲν ἀμαθής , παρὰ τὸ μὴ ἔχειν |
ἐποχῆς ἐμμήνων . ιζʹ περὶ γυναικείου ῥοῦ . ιηʹ περὶ ὑστερικῆς ἀπνοίας . ιθʹ περὶ κίττης . κʹ περὶ ἀναδρομῆς | ||
ἐρυθροῦ ἐνοχλουμένων ξϚʹ . Ῥοῦ λευκοῦ θεραπεία ξζʹ . Περὶ ὑστερικῆς πνιγὸς ξηʹ . Παραδείγματα πεσσῶν σκευασίας πρὸς ὑστερικὰς ἐκ |
ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τῶν ὀδυνῶν τῶν ἐπιτεταμένων , ὡς ἐπὶ κωλικῆς διαθέσεως καὶ τῶν νεφριτικῶν καὶ τῶν τοιούτων , τὰ | ||
τῆς ὀδύνης ἀμετρία διαλύειν τὴν δύναμιν . Ἢ εἰλεῶν ἢ κωλικῆς διαθέσεως ἐξαίφνης ἐμπεσούσης . Εἰλεός ἐστιν ἔμετος κόπρου : |
πρὸς τὸ νηπιώτερον : πόρρω γὰρ ἑστὼς ὁ θεὸς ἐγγύθεν κλύει ὅστις λέγει † κακὰν † φρονῶν σιγῇ στένει ἄγει | ||
δὲ θηρὸς ὡς νεαιρέτου . ἦ μαίνεταί γε καὶ κακῶν κλύει φρενῶν , ἥτις λιποῦσα μὲν πόλιν νεαίρετον ἥκει , |
τὴν ἄκραν Δρέπανον ὀνομάζουσιν . ὀλίγον δὲ ὑπὲρ τὴν λεωφόρον Ῥυπῶν ἐστι τὰ ἐρείπια : σταδίους δὲ Αἴγιον περὶ τοὺς | ||
τὰ ἐρείπια : σταδίους δὲ Αἴγιον περὶ τοὺς τριάκοντα ἀπέχει Ῥυπῶν . Αἰγίου δὲ τὴν χώραν διέξεισι μὲν ποταμὸς Φοῖνιξ |
βʹ , Περὶ ἐρωτήσεως βʹ , Περὶ πεύσεως δʹ , Ἐπιτομὴ περὶ ἐρωτήσεως καὶ πεύσεως αʹ , Ἐπιτομὴ περὶ ἀποκρίσεως | ||
ἀπὸ Ἰουδαίων εἰς Ἕλληνας ἀγαγεῖν . . . : Ἡρακλείδου Ἐπιτομὴ τῶν Ἑρμίππου Περὶ νομοθετῶν . Ι [ ! ! |
πολλαχῆ γῆς φέρουσαι . . ὅπη πημονὰς ἀλύξω ] τὰς παρεστώσας ἐμοὶ κακοδαιμονίας ἐκφεύξομαι . . κλύεις πρόσφθεγμα ] ἀκούεις | ||
τῷ βωμῷ καὶ αἵματι ῥεομένους , πατέρας δὲ καὶ μητέρας παρεστώσας οὐχ ὅπως ἀνιωμένας ἐπὶ τοῖς γιγνομένοις ἀλλὰ καὶ ἀπειλούσας |
ἀκολούθωι ] [ ] τε κἀληθεῖ ? [ - ] φιλοσοφίαι χρωμένους ? [ ] περὶ ἑκάστων λαλεῖν ἀνυπέρβλητον [ | ||
Ἐμπεδοκλέα ῥητορικῆς . γέγονε δ ' ἀνὴρ γενναιότατος καὶ ἐν φιλοσοφίαι καὶ ἐν πολιτείαι : φέρεται γοῦν αὐτοῦ βιβλία πολλῆς |
ἔστι δὲ ὑπερβατὸν καὶ πέλας τοῦ κρατῆρος τοῦ Ἅιδου τοῦ παφλάζοντος ἐκ βυθῶν τῷ πυρί . Ἅιδου δὲ κρατῆρα λέγει | ||
περιάψειεν , ὀλισθαίνειν διακωλύσει τὸ βρέφος . κἂν ἐν λέβητι παφλάζοντος ὕδατος ἐπιψαύσῃ , τὴν τοῦ πυρὸς νικήσει πάντως ἰσχύν |
ἡ δὲ τῶν σπουδαίων φιλία διὰ τὴν ἀρετὴν αὐτῶν οὖσα ἀμετάπτωτός ἐστιν , ὅτι καὶ ἡ ἀρετὴ δι ' ἣν | ||
ἡ δὲ τῶν σπουδαίων φιλία διὰ τὴν ἀρετὴν αὐτῶν οὖσα ἀμετάπτωτός ἐστιν , ὅτι καὶ ἡ ἀρετὴ δι ' ἣν |
μὲν ἀποψηφιεῖσθε τούτων , οὐδὲν δεινὸν δόξει αὐτοῖς εἶναι ὑμᾶς ἐξαπατήσαντας ἐκ τῶν ὑμετέρων ὠφελεῖσθαι : ἐὰν δὲ καταψηφισάμενοι θανάτου | ||
, ἀφήσουσί με οἱ δικασταί , ὑμεῖς δὲ εἰς τοὺς ἐξαπατήσαντας ὑμᾶς καὶ παροξύναντας καθ ' ἡμῶν τὴν ὀργὴν τρέψετε |
ἀπὸ δὲ τῶν τραγικῶν χορῶν Μέλητος , ἀπὸ δὲ τῶν κυκλίων Κινησίας . * * * * Ὡς σφόδρ ' | ||
καὶ θεαμάτων σπουδαίων , εἰ τούτων τις δέοιτο , τῶν κυκλίων αὐλητῶν καὶ τῶν κιθάρᾳ τὰ ἔννομα προσᾳδόντων , καὶ |
θορυβεῖ γοῦν ἔνδοθεν . Οἴμοι δείλαιος . Φέρ ' αὐτὸν ἀποδρῶ : καὶ γὰρ ὥσπερ ᾐσθόμην καὐτὸς θυείας φθέγμα πολεμιστηρίας | ||
εἴη ὅτῳ μαστιγώσεις με , ὡς βουλεύομαί γε ὅπως σε ἀποδρῶ λαβὼν τοὺς ἡλικιώτας ἐπὶ θήραν . καὶ ὁ Ἀστυάγης |
ἀγκῶνα διάρθρωσιν μυῶν ἡ μὲν ἑτέρα τῶν ἀρχῶν ἀπὸ τῆς ταπεινῆς ἐστι πλευρᾶς τῆς ὠμοπλάτης τοῦ ἡμίσεως , ὅσον ὡς | ||
ἐπταικότα : πταίσαντα . ἐπιπνοίας : ἐπιπνεύσεως . εὐτελοῦς : ταπεινῆς . ἔχθους : μίσους . ἔμβρυον : παιδίον . |
πᾶσι , δριμείας δ ' εἰσὶ καὶ θερμαντικῆς δυνάμεως καὶ λεπτυντικῆς . Δαύκου τῆς πόας τὸ σπέρμα θερμαντικὸν ἱκανῶς ἐστι | ||
διὰ μέλιτος ἑψεῖν , ὅταν ᾖ ῥεῦμα πάνυ λεπτόν : λεπτυντικῆς γὰρ δυνάμεως τὸ μέλι ἐστί . καὶ ἔστι φυγεῖν |
. Διεξιὼν δὲ ταῦτα μετὰ πολλῶν δακρύων οὐ προσποιητῶν καὶ πεπλασμένων , ἀλλ ' ἀληθινῶν , ἀνὴρ ἡλικίας τε καὶ | ||
ἐν οἷς δημηγορῶν πολλάκις ἐθεράπευε λόγους θῶπας καὶ μακρὰς ῥήσεις πεπλασμένων ἐγκωμίων συνείρων , τὰ δὲ καὶ ἐκ τοῦ σφόδρα |
: ἁμαρτάδας : ἁμαρτίας . . . Α . : ἁμαρτάδας : ἀπὸ τῆς ἁμαρτάς εὐθείας . Συναγ . λέξ | ||
ἁμαρτάδας Αἰσχύλος . . . . . Α . : ἁμαρτάδας : ἁμαρτίας . . . Α . : ἁμαρτάδας |
εἰς ἄλλα ἐπιβουλευόντων ; Ἀερόπας μέν γε καὶ Κλυταιμνήστρας καὶ Σθενεβοίας οὐδὲ εἰπεῖν ἔστιν ὅσαι . ἀλλὰ τὰ μὲν τοῦ | ||
Ἀκρισίωι μὲν . . . Δανάη , Προίτωι δὲ ἐκ Σθενεβοίας Λυσίππη καὶ Ἰφινόη καὶ Ἰφιάνασσα . αὗται δὲ ὡς |
ἑάλω . καὶ πάντων φυγὴ κατέγνωστο , Γαβινίου δὲ καὶ δήμευσις ἦν ἐπὶ τῇ φυγῇ . καὶ τάδε ἡ βουλὴ | ||
ἀπὸ αἰτίας , ὅτε τιμωρία κατὰ τοῦ πράγματος ἑτοίμη καὶ δήμευσις , ἀλλ ' οὐκ ἐμὴ αἰσχύνη : εἶτα ἀπὸ |
Σηπιάδος ἀκτῆς . Μέχρι μέν νυν τούτου τοῦ χώρου καὶ Θερμοπυλέων ἀπαθής τε κακῶν ἦν ὁ στρατός , καὶ πλῆθος | ||
ἐγένετο μακρῷ Ἀριστόδημος κατὰ γνώμας τὰς ἡμετέρας , ὃς ἐκ Θερμοπυλέων μοῦνος τῶν τριηκοσίων σωθεὶς εἶχε ὄνειδος καὶ ἀτιμίην : |
τότε ἐδίκασεν , ὅτε ἐπὶ τρίποδι Θέμιδος τὸν ἀπόφονον φόνον ἔλακεν ἐμῆς μητρός : ἔλακεν : καὶ Ἀριστοφάνης [ . | ||
. φεῦ μόχθων . ἄδικος ἄδικα τότ ' ἄρ ' ἔλακεν ἔλακεν , ἀπόφονον ὅτ ' ἐπὶ τρίποδι Θέμιδος ἄρ |
τε καὶ τοῦ λεγομένου τότε εὐνούχου , καταφρονήσαντος τῆς Καμβύσου μωρίας . Λέγεται δὴ ταῦτά γε , καὶ ἔοικεν σχεδὸν | ||
ἤ τι τοιοῦτο . τὸ δ ' ἐμὲ : Οὐ μωρίας πλέων . . 〛 ἀποσποδῆσαι : Ἀντὶ τοῦ ἀφανίσαι |
τῆλε οἰκοῦντες ἀπὸ Ἄργους τὰς βοῦς ἀπήλασαν , ἢ ἀπὸ Τηλεβόου τοῦ Πτερελάου τοῦ βασιλέως υἱοῦ , οὗ ἀδελφὸς Τάφιος | ||
ἀφ ' οὗ ἡ νῆσος . ὡς δέ τινες , Τηλεβόου τοῦ Πτερελάου ἐγένοντο παῖδες οἱ καλούμενοι Τηλεβόαι . ἐλθόντες |
. κοινοτάτη μὲν οὖν ἐστὶ πᾶσιν ἥ τε ἀπὸ τῆς παρασπάδος καὶ ἀπὸ σπέρματος . ἅπαντα γὰρ ὅσα ἔχει σπέρματα | ||
ξηροῖς μόνον : φύεται δὲ καὶ ἀπὸ σπέρματος καὶ ἀπὸ παρασπάδος . Κέδρον δὲ οἱ μέν φασιν εἶναι διττήν , |
ὑπὸ χθόνα τάξιν ἔχουσα καὶ δυσήλιον κνέφας . πρόσωθεν ἐξήκουσα κληδόνος βοὴν ἀπὸ Σκαμάνδρου , γῆν καταφθατουμένη , ἣν δῆτ | ||
ὁρᾶις . τί σοι λέγω ; οὐ γὰρ μιᾶς σε κληδόνος προθυμίαι μετῆλθον ἀλλὰ μυρίων ὑπ ' ἀγγέλων . ἔριν |
καὶ διετέλεσαν Ἔλυμοι καλούμενοι . προεῖχε γὰρ κατὰ τὴν ἀξίωσιν Ἔλυμος ἀπὸ τοῦ βασιλικοῦ γένους ὢν , ἀφ ' οὗ | ||
αὐτῆς μετὰ ῥοδίνου πρὸς ὤτων ἀλγήματα φλεγμαινώδη μετρίως ποιεῖ . Ἔλυμος ἡ μελίνη ξηραντική ἐστιν : ἵστησι γοῦν καὶ τὰ |
νῦν δέ μιν ἀκλειῶς Ἅρπυιαι ἀνηρέψαντο : οἴχετ ' ἄϊστος ἄπυστος , ἐμοὶ δ ' ὀδύνας τε γόους τε κάλλιπεν | ||
ἔπλετο μῦθος : ταχὺς , ἄλοχος . . . . ἄπυστος : ἀνήκουστος : ἀπὸ τοῦ πεύθω πέπευσμαι πέπευσται πευστός |
' οὐ συγκατετίθετο , μετὰ τῶν ἰδίων στρατιωτῶν ἕτοιμος ἦν ἀνακάμπτειν εἰς Συρακούσας . οἱ δὲ Γελῷοι πυνθανόμενοι τοὺς Καρχηδονίους | ||
τὰς ἐπιστολὰς παρ ' αὐτοῦ κομίζοντας πρὸς τὸν βασιλέα μὴ ἀνακάμπτειν μηδὲ γίνεσθαι μηνυτὰς τῶν ἀπορρήτων : δι ' ἣν |
, ἀπὸ δὲ τῆς κεῖθεν ὁδοῦ τὸν πάντα λόγον τῶν πομπῶν πυθέσθαι . Τραφῆναι δὲ ἔλεγε ὑπὸ τῆς τοῦ βουκόλου | ||
ἐστιν . ἦν δὲ καὶ τῶν μυστηρίων ἐπιμελητής , τῶν πομπῶν δὲ καὶ τῶν θυσιῶν ἦρχεν . Γ ὡς ἄρα |
. Οὔτοι , ἦν δ ' ἐγώ , ὦ ἀγαθὲ Ἀδείμαντε , ὡς δόξειεν ἄν τις , ταῦτα πολλὰ καὶ | ||
. καὶ οὕτως ἔχοντος δοκεῖ ἄν τίς σοι , ὦ Ἀδείμαντε , ἑκὼν αὑτὸν χείρω ποιεῖν ὁπῃοῦν ἢ θεῶν ἢ |
ὑπατείας ἦσαν παραγγελίαι , καὶ ἔδει τὸν παραγγέλλοντα παρεῖναι , ἐσελθόντι δὲ οὐκ ἦν ἔτι ἐπὶ τὸν θρίαμβον ἐπανελθεῖν . | ||
ἀλλ ' ἐνθάδε πόλλ ' ἀγορεύεις . ἐς τοῦτο οὖν ἐσελθόντι τὸ οἴκημα τὸ μὲν σύμπαν τὸ ἐν δεξιᾷ τῆς |
αἱ μὲν δύο τοῦ λόγου ἀρχαί ἐντι , οἷον νόος αἴσθασις , τὰ δὲ δύο τέλη , οἷον ἐπιστάμα καὶ | ||
ἁμὶν τῶ παρεληλυθότος χρόνω , πρόνοια δὲ τῶ μέλλοντος , αἴσθασις δὲ τῶ παρεόντος . διὸ δὴ δεῖ τὸν ὀρθῶς |
λαοπόροις : ταῖς τοὺς λαοὺς διαπορθμευούσαις ἢ ταῖς ἀπὸ τῆς κωπηλασίας μηχαναῖς ταῖς ὑπὸ τῶν λαῶν γινομέναις : οὐχ ὡς | ||
. , . . λευκαινομένης ὑπὸ ἀνέμου ἢ ἀφριζομένης ἀπὸ κωπηλασίας . λευκαινομένης . σφοδρῷ . θαρροῦντες . λεπτῶς κατεσκευασμένοις |
ὅσα τιμιώτατα ἄλλα ἐς ἀγροὺς ἢ τὰ ἐρυμνὰ τῆς πόλεως μεταφερόντων : οὐ γάρ πω σαφοῦς ὄντος , ὅτι μόνης | ||
ἐπιπολῆς . φανερὸν δ ' ὅταν συνεχῶς αἰσθανώμεθά τι : μεταφερόντων γὰρ τὴν αἴσθησιν ἀκολουθεῖ τὸ πάθος , οἷον ἐκ |
γὰρ Πίνδαρος ἄντικρυς Νεμεακὸν εἶναί φησιν : ἅρμα δ ' ὀτρύνει Χρομίου Νεμέα τ ' ἔργμασι νικαφόροις . ζητεῖται δὲ | ||
ἀνδρὶ μάχεσθαι ἄνδρα γέροντα δύῃ ἀρημένον : ἀλλά με γαστὴρ ὀτρύνει κακοεργός , ἵνα πληγῇσι δαμείω . ἀλλ ' ἄγε |
κακοῖς προσπαλαιόντων . Ἀζανία γὰρ τόπος Ἀρκαδίας λεπτόγεως καὶ γεωργοῖς ἀσυντελής . Ἀηδόνες λέσχαις ἐγκαθήμεναι : πρὸς τοὺς ἀδολεσχοῦντας . | ||
μοχθηρᾶς ἐπινοίας , ἵν ' ἐν μηδενὶ φανείη τῶν πεπραγμένων ἀσυντελής , ᾧ μὴ κέρδος ἑαυτῷ συμπορίσοιτο ! ἀκριβῶς γὰρ |
τοὺς καρπούς . οὕτως Μεθόδιος , . , . . Ἅλωα : ἰστέον , ὅτι τὰ εἰς ως βαρύτονα τὰ | ||
ἄλλην ὥραν ἔχει ἄλλος θεός , Παναθήναια , Σκειροφόρια , Ἅλωα , Ἀπατούρια . Ναυμαχοῦσιν ἐν θαλάττῃ , οἱ δὲ |
καὶ δ ' αὖθ ' ἡ κυνάμυια ἄγει βροτολοιγὸν Ἄρηα δηΐου ἐκ πολέμοιο κατὰ κλόνον : ἀλλὰ μέτελθε . Ὣς | ||
καὶ δ ' αὐτὸς ὃν θυμὸν ὀνήσεται αἴ κε φύγῃσι δηΐου ἐκ πολέμοιο καὶ αἰνῆς δηϊοτῆτος . Ὣς ἔφαθ ' |
ἀπὸ Τηλεβόου , ἣ πρότερον Ταφίων ἐκαλεῖτο . οἱ οἰκήτορες Τηλεβόαι . ἔστι καὶ Τηλεβόας ποταμὸς πρὸς ταῖς πηγαῖς τοῦ | ||
Φερεκύδῃ εἷς τῶν Κυκλώπων . . . Λ , : Τηλεβόαι στρατεύσαντες , κτείνουσι τὸν Ἠλεκτρύονος παῖδα περὶ θρεμμάτων ἀγωνιζόμενον |
ἀντὶ τοῦ ἔχων . Ὅμηρος : ἐνθάδε μοι τόδε δῶμα φυλάσσεις . μὴ ἀποτίλλων τὰ ἐξ αὐτοῦ ἄνθη , ὃ | ||
, ἀκατάπληκτον , ἀπαθῆ , ἀτάραχον . εἶτα σὺ οὐ φυλάσσεις ; Ἀλλ ' ἐροῦσιν : “ πόθεν ἡμῖν οὗτος |
ἀναγωγῆϲ τάμνειν φλέβα : ἤν τε γὰρ ἐκ ῥήξιοϲ ἢ διαβρώϲιοϲ , εὐάρμοϲτοϲ φλεβοτομίη , ἤν τε ἐπ ' ἀραιώϲει | ||
τῇ ἀρτηρίῃ λάβρωϲ τὸ αἷμα ἐκχέεται . ἢν δὲ ἀπὸ διαβρώϲιοϲ , χρὴ ἐπανερωτῆν , εἴ κοτε πρόϲθεν ἔβηξε ὥνθρωποϲ |
Δρύαντος υἱὸς κρατερὸς Λυκόοργος δὴν ἦν , ὅς ῥα θεοῖσιν ἐπουρανίοισιν ἔριζεν , ὅς ποτε μαινομένοιο Διωνύσοιο τιθήνας σεῦε κατ | ||
Ἰδαίων ὀρέων ὁρόωντας ἀυτήν : καί τις ἐς αἰθέρα χεῖρας ἐπουρανίοισιν ἀείρων εὔχετο δυσμενέας μὲν ὑπ ' Ἄρεϊ πάντας ὀλέσθαι |
ἐσθ ' ἕδρα , ἐπείπερ ἐστὶ Θεσμοφορίων ἡ μέση . Τοῦτ ' αὐτὸ γάρ τοι κἀπολεῖν με προσδοκῶ . Αἱ | ||
ἄλλα πολλὰ τοιαῦτα μυθολογῶ , οὐδέν τι μᾶλλον μεταθήσῃ ; Τοῦτ ' ἀληθέστερον εἴρηκας , ὦ Σώκρατες . Φέρε δή |
ἀρρηφόροις γίνεται . ἔστι δὲ ὁ πυραμοῦς ἄρτος διὰ σησάμων πεττόμενος καὶ τάχα ὁ αὐτὸς τῷ σησαμίτῃ ὤν . μνημονεύει | ||
ἔτι αὐξομένοις , ὅταν καλῶς λειωθῇ κατὰ τὸ στόμα , πεττόμενος . τῶν δ ' ἄλλων ζῴων , καθ ' |
ὡστ ' οὐκ ἔτ ' οὐδεὶς οἶδε πηνίκ ' ἐστὶ τοὐνιαυτοῦ . μέγιστον ἀγαθόν , εἴπερ δι ' ἐνιαυτοῦ ὅτου | ||
' οὐκ ἔτ ' οὐδεὶς οἶδ ' ὁπηνίκ ' ἐστὶ τοὐνιαυτοῦ . . . . . μέγιστον ἀγαθόν , εἴπερ |
σοῦ θελούσης οὐκ ἂν ἐγὼ ποιήσαιμι : σὺ γὰρ κυρία Στατείρας καὶ πάντων τῶν λαφύρων καὶ πρὸ πάντων τῆς ἐμῆς | ||
ἀντὶ τοῦ πατρὸς καθίσταται σατράπης . ἐπράχθη δὲ ταῦτα σπουδῆι Στατείρας : καὶ ἠνιᾶτο Παρύσατις . διαβάλλεται Κῦρος ὑπὸ Τισαφέρνους |
Μοῖσα γὰρ οὐ φιλοκερδής πω τότ ' ἦν οὐδ ' ἐργάτις : οὐδ ' ἐπέρναντο γˈλυκεῖαι μελιφθόγγου ποτὶ Τερψιχόρας ἀργυρωθεῖσαι | ||
συντάττουσι τοὺς ἐπινίκους , πρώτου Σιμωνίδου προκαταρξαμένου . οὐδ ' ἐργάτις , ὅ ἐστιν αἰτοῦσα μισθὸν ἐφ ' οἷς ἔπραττεν |
δηλοῦσιν αἵδε αἱ περίοδοι , ὡς πάντως διὰ τοσούτου χρόνου ἀποκαθισταμένων τῶν ψυχῶν , ἀλλὰ συμβολικῶς τελειότητός τι οἰκεῖον μέτρον | ||
τὸν τόπον δεξιὰ ἐγκλινομένων ὡς ἐν παραγωγῇ καὶ εἰς μέτωπον ἀποκαθισταμένων τὰ ἄλλα δύο ἐρχόμενα ὁμοίως παρατάσσονται καὶ γίνεται ἡ |
αἰτίων , ἡ τοῦ συμφέροντος τήρησις γίγνεται , ὡς ἐπὶ αἱμωδίας ἡ ἀνδράχνη . οὔτε γὰρ τὸ συνεκτικὸν αἴτιον ἐνταῦθά | ||
τοῦτο πάσχοντας , σκληροτέρους ἀποτελεῖν χρὴ διὰ τῶν στυφόντων . αἱμωδίας δ ' ἴαμά ἐστιν ἀνδράχνη , αὐτή τε καὶ |
πλῆθοϲ ἀνάπτῃ πυρετὸν ὀξύτατον , ὡϲ ἐπὶ τῶν ϲυνόχων , ἀθρόαϲ ἐϲτὶ κενώϲεωϲ χρεία , καὶ χρὴ πειρᾶϲθαι κενοῦν ἄχρι | ||
δὲ Ἱπποκράτηϲ τὴν μὲν ἐπὶ τὰ ἐμπρὸϲ ἐξάρθρηϲιν διὰ τῆϲ ἀθρόαϲ τῆϲ χειρὸϲ κάμψεωϲ ἐπανορθοῦται , ὥϲτε τὸ θέναρ αὐτῆϲ |
- ] τοῖς νεανίαις ? [ ] ? [ ] τριβάς [ ] . πόσῳ δικαιότερον [ - ] ἂν | ||
, ἀπρόκοπος , συνερχόμενος ἄνδρας : εἰ δὲ γυνὴ , τριβάς ἐστι καὶ μοχθηρὸν πρὸς βίον , προσερχομένη γυναιξὶν ἀνδρῶν |
χρήσασθαι , καὶ αἰεὶ τὸ ἐξοιγόμενον χρίειν θερμαντηρίῳ φαρμάκῳ . Πλευρῖτις ξηρὴ ἄνευ ῥόου γίνεται ὅταν ὁ πλεύμων λίην ξηρανθῇ | ||
μιν ἔχῃ , μὴ νῆστις ἐὼν τὸ φάρμακον πινέτω . Πλευρῖτις : πλευρῖτις ὅταν λάβῃ , πυρετὸς καὶ ῥῖγος ἔχει |
τῷ περὶ ῥημάτων , ἐν ᾧ καὶ διαληψόμεθα περὶ τῆς παρεπομένης καθόλου συντάξεως τῶν ἀπαρεμφάτων . . Παρὸν καὶ ἐκ | ||
τι περὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς λευκωματῶδες , ὃ δὴ ἐκ τῆς παρεπομένης λευκότητος ὠνομάσθη . ἀψυχέειν : λειποθυμεῖν . ἀορτέων : |
, ἀλλ ' οὐδὲ πρὸς τούτῳ καὶ τὸ ποιεῖν . Ἐνέργεια δέ ἐστιν ἡ τοῦ οἰκείου ἔργου ἀποπλήρωσις , δύναμις | ||
, ἐν δὲ ψυχῇ ἀρετή . Ἐκεῖ οὖν τί ; Ἐνέργεια αὐτοῦ καὶ ὅ ἐστιν : ἐνταῦθα δὲ τὸ ἐν |
. Γ βασάνιζε ] κίνει , δοκίμαζε . Γ ἀπὸ βαλβίδων : ἀπ ' ἀρχῆς , εὐθέως . Γ ἀπὸ | ||
. Γ δρᾶσον ] Ἀττικῶς ἀντὶ τοῦ δράσεις . ἀπὸ βαλβίδων : βαλβὶς ἡ ἄφεσις τῶν δρομέων . μετήνεγκεν οὖν |
ἡ δὲ νοῦσος οὐ θανατώδης . Ἑτέρη νοῦσος : ἢν σφακελίσῃ ὁ ἐγκέφαλος , ὀδύνη λάζεται ἐκ τῆς κοτίδος ἐς | ||
πτισάνης δὲ χυλῷ χρῆσθαι . Σφακελισμὸς ἐγκεφάλου : ἢν δὲ σφακελίσῃ ὁ ἐγκέφαλος , ὀδύνη ἴσχει τὴν κεφαλὴν , καὶ |
παραγίνομαι . . . . ἀγχιστῖναι : ἀπὸ τοῦ ἄγχιστος ἄγχιστος καὶ ἀγχιστίνδην , τὸ κατὰ ἀγχιστείαν , ὡς παρὰ | ||
, . * . . † Ἀγχηστῖναι : ἀπὸ τοῦ ἄγχιστος ἀγχιστῖνος καὶ ἀγχιστῖναι . τὸ [ δὲ ] ἄγχιστος |
εὐχερῶς εὑρισκόμενα , καὶ εἰς τὰς ἐπικρίσεις τῶν συνθέτων δυνάμεων εὔχρηστος ἡ γνῶσις : ἔτι δ ' εἰς τὰς εὑρέσεις | ||
ἐνεργήματος [ αἵματος ] , ὥστε οὐδὲ πρὸς σύλληψίν ἐστιν εὔχρηστος . ἀμέλει τινὲς μὲν ἐξ ὅλου μὴ κεκαθαρμέναι συλλαμβάνουσιν |
μ ' Ἀργείων ἢ Φθιωτᾶν ἢ νησαίαν ἄξει χώραν δύστανον πόρσω Τροίας ; φεῦ φεῦ . τῶι δ ' ἁ | ||
Τὸ προσαίνειν ἀντὶ τοῦ τρέφειν . γίνεται δὲ ἀπὸ τοῦ πόρσω , τὸ μακράν , ἐξ οὗ καὶ πόρσιον τὸ |
τὸ οὖν ἀποδρᾶν ἐστι τὸ ἔξω γενέσθαι τῆς ὑπηρεσίας τῆς δεσποτικῆς , . , . , . Ἀπὸ κυανέων : | ||
βουλευμάτων λόγοις συνᾳδόντων . ἄξιον δὲ καταγελᾶν τῶν ἐπειδὰν ἀπαλλαγῶσι δεσποτικῆς κτήσεως ἐλευθερωθῆναι νομιζόντων : οἰκέται μὲν γὰρ οὐκέθ ' |
τῇ πόλει καὶ πόσαι τινές εἰσι ; δῆλον γὰρ ὅτι ἔσκεψαι , ἵνα , εἰ μέν τινες αὐτῶν ἐνδεῶς ἔχουσιν | ||
Σωκράτης , ἴσως διὰ τὸ σφόδρα πιστεύειν εἰδέναι οὐδ ' ἔσκεψαι : ἐπεὶ δὲ πόλεως δημοκρατουμένης παρασκευάζῃ προεστάναι , δῆλον |
Μοισᾶν δίφˈρῳ : τόλμα δὲ καὶ ἀμφιλαφὴς δύναμις ἕσποιτο . προξενίᾳ δ ' ἀρετᾷ τ ' ἦλθον τιμάορος Ἰσθμίαισι Λαμπρομάχου | ||
δὲ ταῦτα καὶ ἄλλα δὶς ἐνίκησεν Ἴσθμια ὁ Ἐφάρμοστος . προξενίᾳ δ ' ἀρετᾷ τ ' ἤλυθον : πρόξενος ἦν |
πειθοῦς ἀπώσασθαι . εὑρεθεῖσα δὲ ὑπὲρ τοιούτων καὶ τηλικούτων μόνη βιωτὸν ἡμῖν πεποίηκε τὸν βίον , τούς τε ἰδίους οἴκους | ||
βασιλείας ἀσφαλεστάτης καὶ δόξης οὐ τῆς τυχούσης ὅμως οὐκ ᾤετο βιωτὸν αὐτῷ ταύτης ἐστερημένῳ , παρελθεῖν δὲ πάντας εὐδαιμονίᾳ , |
ὡς λαιμάργους . Ἄλλοι δὲ φασὶ τὴν παροιμίαν ἐπὶ τῶν δικαιοπραγούντων μὲν , οὐδὲν δὲ πλέον ἐκ τῆς δικαιοσύνης ἀποφερομένων | ||
. ἡ δὲ λεγομένη παροιμία : κεστρεὺς νηστεύει ἐπὶ τῶν δικαιοπραγούντων ἀκούεται , ἐπεὶ οὐ σαρκοφαγεῖ ὁ κεστρεύς . Ἀναξίλας |
. ἐν δὲ τῷ ὑπομνήματι καὶ ταῦτα τῆς Ἠλέκτρας : ἔκανες ἔθανες : ἐφόνευσας . ὅθεν τὸ κανοῦν λέγεται , | ||
μητρί γε , σοὶ δ ' οὔ . κἄπειτ ' ἔκανες ; σέ γε πημαίνους ' . ὤμοι , φιλίου |
δὲ κατὰ τὴν δευτέραν ἀπόϲταϲιν . Γλαύκιον ϲτύφει μετά τινοϲ ἀηδίαϲ , ἀλλὰ καὶ ψύχει ϲαφῶϲ οὕτωϲ , ὡϲ θεραπεύειν | ||
ἀναξηραίνεται καὶ τοῖϲ περὶ ϲτόμαχον πυρώϲεωϲ ἢ ἄϲηϲ ἤ τινοϲ ἀηδίαϲ ἀνατρεπτικῆϲ ἀντιλαμβανομένοιϲ . δοτέον δὲ καὶ τοῖϲ ὠχροτέροιϲ παρὰ |
δεῦρό σε ἤγαγε ; μᾶλλον δὲ πρὸ πάντων κάθησο : ὁρῇς δὲ ὡς ἔστιν οὗτος οὐκ ἀηδὴς φύλλων θῶκος ἔτι | ||
ποίμνα τῶ Θουρίω ἐστὶ Σιβύρτα , Εὐμάρα δὲ τὰς αἶγας ὁρῇς , φίλε , τῷ Συβαρίτα . ἰστέον , ὅτι |
. αὐτοπήμων ] ἤγουν αὐτοὶ ἀφ ' ἑαυτῶν ἐβλάβησαν . αὐτοπήμων ] αὐτοβλαβής . αὐτοπήμων ] + αὐτῷ πῆμα καὶ | ||
δέ , δαΐζων τὰς φρένας . αὐτόστονος ] αὐτοστένακτος . αὐτοπήμων ] ἀφ ' ἑαυτοῦ ἔχων τὰ κακά . αὐτοπήμων |
' οὖν λόγος ταύτῃ ἔχει . Ἡ τοῦ ἀνθρώπου ψυχὴ νενέμηται δίχα κατὰ πρώτην νομήν : καὶ τὸ μὲν αὐτῆς | ||
ἀξίᾳ ὧδε τὸ πλέον , ἀλλὰ δυνάμει τε καὶ ῥοπῇ νενέμηται , ὥσπερ ἐπὶ τρυτάνης πολυπλαστίγγου συνεπισπωμένης ἀεὶ τῆς ἐπιβριθούσης |
. . . . οὐ γάρ τι πρήξεις ἀκαχήμενος υἷος ἑῆος , οὐδέ μιν ἀνστήσεις , πρὶν καὶ κακὸν ἄλλο | ||
σὸν κατὰ θυμόν : οὐ γάρ τι πρήξεις ἀκαχήμενος υἷος ἑῆος , οὐδέ μιν ἀνστήσεις , πρὶν καὶ κακὸν ἄλλο |
ἢ πολυφθάρτων , κατ ' ἐπίτασιν λαμβανομένου τοῦ α . φάσαι γὰρ τὸ φθεῖραι , ὅθεν καὶ φάσγανον . Ἀρήγοισαι | ||
δὲ τὸ κρέας : † ἔγκειται † γὰρ ἀπὸ τοῦ φάσαι , ὅ ἐστι φονεῦσαι : ὅθεν καὶ τὸ φάσγανον |
ἀλκὴν ἔχουσαν κήδευς : τὸ δὲ κήδευς Ἰωνικὸν ἀντὶ τοῦ κήδεος . Τὸ δὴ κῆδος σημαίνει τρία , τὴν ἐξ | ||
μήποτ ' οὖν κηδείους τοὺς φροντίδος πολλῆς ἀξίους ἐμοί . κήδεος ὁ κηδεύσιμος καὶ ὑπὸ κηδεμονίαν πεπτωκώς : “ κήδεός |
ἐμαυτοῦ διαιτήμασι καὶ τῷ τοῦ βίου σχήματι , γνώμῃ ἔτι ἁμαρτάνω , τοῦ μὲν ἔχειν αἰτίαν , ὡς ἀδικῶ δημοσίᾳ | ||
, κόψω Βουπάλωι τὸν ὀφθαλμόν . ἀμφιδέξιος γάρ εἰμι κοὐκ ἁμαρτάνω κόπτων . Μητροτίμωι δηὖτέ με χρὴ τῶι σκότωι δικάζεσθαι |
ἐπιτανύσαι ἐπὶ σποδιὴν λεπτήν : κἄπειτα ποιέειν ὡς ἐπὶ τοῦτο ἐπιῤῥυῇ τὰ ἀπιόντα : εἶναι δὲ δύο τὰ τρυχία χωρὶς | ||
ὀξέα τῶν νοσημάτων γίνεται ἀπὸ χολῆς ὁκόταν ἐπὶ τὸ ἧπαρ ἐπιῤῥυῇ , καὶ ἐς τὴν κεφαλὴν καταστῇ . Τάδε οὖν |
Μέντορα δῖον χθιζὸν ὑπηοῖον . τότε δ ' ἔμβη νηῒ Πύλονδε . ” ὣς ἄρα φωνήσας ἀπέβη πρὸς δώματα πατρός | ||
ἔτ ' ἐγώ γε ὄψεσθαι ἐφάμην , ἐπεὶ ᾤχεο νηῒ Πύλονδε . ἀλλ ' ἄγε νῦν εἴσελθε , φίλον τέκος |
τὰς ἑξῆς : ὧν εἰσιν ἔσχαται πρὸς δύσιν Πύλος καὶ Κυπαρισσία , μέση δὲ τούτων Ἔρανα , ἣν οὐκ εὖ | ||
, ἥ τις Ἔραννα ἐκαλεῖτο . τὸ ἐθνικὸν Κυπαρισσεύς καὶ Κυπαρισσία ἡ Ἀθηνᾶ . Κυπαρισσήεις , πόλις τῆς Μεσσηνίας . |