τότε ἐδίκασεν , ὅτε ἐπὶ τρίποδι Θέμιδος τὸν ἀπόφονον φόνον ἔλακεν ἐμῆς μητρός : ἔλακεν : καὶ Ἀριστοφάνης [ .
. φεῦ μόχθων . ἄδικος ἄδικα τότ ' ἄρ ' ἔλακεν ἔλακεν , ἀπόφονον ὅτ ' ἐπὶ τρίποδι Θέμιδος ἄρ
8614966 ἀποφονον
. ἄδικος ἄδικα τότ ' ἄρ ' ἔλακεν ἔλακεν , ἀπόφονον ὅτ ' ἐπὶ τρίποδι Θέμιδος ἄρ ' ἐδίκασε φόνον
ἀπόφονον Ἀπόλλωνι , οὐκ Ὀρέστῃ ἐγκαλοῦσά φησιν . ἔνιοι δὲ ἀπόφονον ἐδέξαντο τὸν ἄτοπον φόνον . τὴν δὲ ἀπό πρὸς
7864979 ἐδικασεν
ὁ φόνος ἄδικος ὁ λοξίας νενόμισται : ἢ τὸ ἄδικα ἐδίκασεν ἐμφαίνει ὅτι δικαίως μὲν ἐψηφίσατο τὸν φόνον τῆς μητρός
ὅτε τὸν ἀπόφονον φόνον τῆς ἐμῆς μητρὸς ἐπὶ τρίποδι Θέμιδος ἐδίκασεν ὁ Λοξίας : ἄλλως : τὸ ἀπόφονον Ἀπόλλωνι ,
7625403 ἐκταν
, ὀφείλων εἶναι κοινῶς ἔκτην , γινόμενος δὲ κατὰ Δωρίδα ἔκταν , ὃς ἐν χρήσει ὁρᾶται Ἀττικοῖς . Εὐριπίδης Πλεισθένει
. Πῶς εἶπας ; ἦ τῷ δυσμενεστάτῳ βροτῶν ; Ὃν ἔκταν ' αὐτή : τοῦτο γὰρ λέξαι θέλεις . Ἐκ
7357631 Πορθαονος
? ' οἷαι ? ? ? ? [ κοῦραι ] Πορθάονος ἐξεγένοντο [ τρεῖς ? [ , οἷαί ] ?
] θεινον [ [ ] μενκα ? ? [ [ Πορθάονος ] ? υἱο [ [ ] Ἀλκαθο [ [
7355315 αἰαζω
πλατάγησον στήθεα καὶ λέγε πᾶσιν , ἀπώλετο καλὸς Ἄδωνις . αἰάζω τὸν Ἄδωνιν : ἐπαιάζουσιν Ἔρωτες . κεῖται καλὸς Ἄδωνις
, . Αἰάζειν : παρὰ τὸ αἴ σχετλιαστικὸν ἐπίρρημα γέγονεν αἰάζω , ὡς λίαν λιάζω , . , , .
7345518 Πιεριδος
[ Πιερίδος ] γένος Αἰτωλίδος , ἢ καθάπερ Ἀκουσίλαός φησι Πιερίδος [ Τηρηίδος ] , Μεγαπένθη : ἐκ Κνωσσίας δὲ
ἐγέννησε καὶ κατά τινας Νικόστρατον : ἐκ δούλης δὲ [ Πιερίδος ] γένος Αἰτωλίδος , ἢ καθάπερ Ἀκουσίλαός φησι Πιερίδος
7331408 ἀλαστωρ
; πῶ πῶ ; πατρόθεν δὲ συλλήπτωρ γένοιτ ' ἂν ἀλάστωρ . βιάζεται δ ' ὁμοσπόροις ἐπιρροαῖσιν αἱμάτων μέλας Ἄρης
πείραν : ὁ μὴ ἔχων πείραν λόγων καὶ μαθημάτων . ἀλάστωρ ὁ ἀσεβής : ὁ Ζεὺς ὁ ἐποπτεύων τοὺς τὰ
7315057 Αἰτωλιδος
ἄλση τὸ μὲν Ἥρας Ἀργείας δείκνυται τὸ δ ' Ἀρτέμιδος Αἰτωλίδος . προσμυθεύουσι δ ' , ὡς εἰκός , τὸ
' , ὦ κακοὶ καὶ ἀνάξιοι τῆς ἐμῆς σπορᾶς , Αἰτωλίδος ἀγάλματα μητρός ; οὐκοῦν αὑτῷ πρώτῳ χρὴ καὶ τοῖς
7312354 λοχευμα
τὴν Σφίγγα διηγεῖται τὰ πολλάκις εἰρημένα : πτεροφόρε : Γᾶς λόχευμα : γέννημα : ἐκ γῆς γὰρ ἀνεδόθη : Γᾶς
κοῦρος ἐστὶ καρπός , κρατερὸς βίου προφήτης , φύσεως ἐὼν λόχευμα , Ἀφροδίσιον χόρευμα . Τί με , παῖδες ,
7271737 Κνωσσιας
, ἢ καθάπερ Ἀκουσίλαός φησι Τηρηίδος , Μεγαπένθη , ἐκ Κνωσσίας δὲ νύμφης κατὰ Εὔμηλον Ξενόδαμον . τῶν δὲ ἐκ
μαραινομένην . βούλεται δὲ εἰπεῖν ὅτι ἀπόδοξος ἂν ἦς . Κνωσσίας : Κνώσσιος ὁ Ἐργοτέλης : διὰ δὲ στάσιν ἦλθεν
7240200 ἀοσσητηρ
καὶ κληδόνος αὐτομάτως βοηθῶν : παρὰ τὴν ὄσσαν ὀσσητήρ καὶ ἀοσσητήρ , . , , . . α , .
Κόλχοις ἦρα φέροιεν ὑπὲρ σέο , νόσφιν ἄνακτος ὅς τοι ἀοσσητήρ τε κασίγνητός τε τέτυκται , οὐδ ' ἂν ἐγὼ
7235656 πολυιδριν
ἠυκόμοιο κούρηι νόσφ ' Ἥρης παρελέξατο καλλιπαρήου ἐξαπαφὼν Μῆτιν καίπερ πολύιδριν ἐοῦσαν : συμμάρψας δ ' ὅ γε χερσὶν ἑὴν
ἓν μέγα . ” ΓΘ κερδώ ] ἀλώπεκα . Γ πολύιδριν λέγει τὸν Κλέωνα ἀλώπεκα , ὅτι πολύπειροι αἱ ἀλώπεκες
7224589 ματερος
ἐμὸν ὁπλίζων καὶ διεγείρων λόγον . ὡς ἐπεὶ σπλάγχνων ὑπὸ ματέρος αὐτίκα : διηγήσομαι , φησίν , ὅπως ἐκ τῆς
ἐρωτύλα , καί με δίδασκε θνατῶν ἀθανάτων τε πόθως καὶ ματέρος ἔργα . κἠγὼν ἐκλαθόμαν μὲν ὅσων τὸν Ἔρωτα δίδασκον
7196261 κλωποπατωρ
κλέπτου πατρὸς ἦν Ἑρμοῦ , ἀπάτωρ δὲ ὡς πολυπάτωρ . κλωποπάτωρ : τουτέστι κλεψίγαμε , κλεπτότοκε , πατρὸς τοῦ Ἑρμοῦ
κατὰ δὲ ἄλλους ἐκ τῶν μνηστήρων . ὁ Πὰν δὲ κλωποπάτωρ , καθὸ κλέπτου πατρὸς ἦν Ἑρμοῦ , ἀπάτωρ δὲ
7190260 ἰδεσθε
ἰδόμην , τὸ δεύτερον ἴδου καὶ τὸ προστακτικὸν αὐτοῦ ἰδοῦ ἰδέσθε ἰδέσθωσαν : ἔστι δὲ καὶ χρῆσις παρ ' Εὐριπίδῃ
ἰδόμην , τὸ δεύτερον ἴδου καὶ τὸ προστακτικὸν αὐτοῦ ἰδοῦ ἰδέσθε ἰδέσθωσαν : ἔστι δὲ καὶ χρῆσις παρ ' Εὐριπίδῃ
7165391 κατεβαν
ξείνοις δὲ θαυμαστὸς πατήρ . τῷ μὲν διδύμας χάριτας εἰ κατέβαν ὑγίειαν ἄγων χρυσέαν κῶμόν τ ' ἀέθˈλων Πυθίων αἴγλαν
ἔντεσιν αὐλῶν . καί νυν ὑπ ' ἀμφοτέρων σὺν Διαγόρᾳ κατέβαν , τὰν ποντίαν ὑμνέων , παῖδ ' Ἀφˈροδίτας Ἀελίοιό
7164963 χρυσορραπις
, τούς ποτε Νύμφῃ Λαοθόῃ Μενετοῖο παρευνηθεὶς ἐλόχευσε Κυλλήνης μεδέων χρυσόρραπις Ἀργειφόντης . Αὐτίκα δ ' Ἀκτορίδης καὶ βουφάγος ἦλθε
Ὀδυσσεύς ἐσσι πολύτροπος , ὅν τέ μοι αἰεὶ φάσκεν ἐλεύσεσθαι χρυσόρραπις Ἀργεϊφόντης , ἐκ Τροίης ἀνιόντα θοῇ σὺν νηῒ μελαίνῃ
7161212 Τυρους
Διὸς κατέστρεψε τὸν βίον . τῶν δὲ ἐκ Ποσειδῶνος καὶ Τυροῦς γεννωμένων παίδων Πελίας μὲν νέος ὢν παντελῶς ὑπὸ Μίμαντος
δ ' ἡμῖν διευκρινημένων , πειρασόμεθα διελθεῖν περὶ Σαλμωνέως καὶ Τυροῦς καὶ τῶν ἀπογόνων ἕως Νέστορος τοῦ στρατεύσαντος ἐπὶ Τροίαν
7153010 ἀνηρειψαντο
δὲ Ζεὺς Ἕκτορι δῶκεν ᾗ κεφαλῇ φορέειν : τὸν καὶ ἀνηρείψαντο θεοὶ Διὶ οἰνοχοεύειν κάλλεος εἵνεκα οἷο : πάλιν ἐπὶ
: ἀνεμώνιος : καὶ τροπῆ τοῦ ἀμεταβόλου εἰς ἀμετάβολον . ἀνηρείψαντο : σημείωσαι ἀνήρπασσ : παρὰ τὸ ἐρανανερέψαντο πλεονασμῶ τοῦ
7142803 Τληπολεμος
υἱός θ ' υἱωνός τε Διὸς νεφεληγερέταο , τὸν καὶ Τληπόλεμος πρότερος πρὸς μῦθον ἔειπε : Σαρπῆδον Λυκίων βουληφόρε ,
κοσμηθέντες Λίνδον Ἰηλυσόν τε καὶ ἀργινόεντα Κάμειρον . τῶν μὲν Τληπόλεμος δουρὶ κλυτὸς ἡγεμόνευεν , ὃν τέκεν Ἀστυόχεια βίῃ Ἡρακληείῃ
7133359 ἁμαρτωλος
ἀπὸ ] τοῦ ἀγαπητοῦ αὐτοῦ ἀποκτεῖναι αὐτόν , καὶ ὁ ἁμαρτωλὸς ἀπὸ τοῦ ἐντίμου , οὔτε ἀπὸ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ
ἀποφώλια εἰδώς : ἀποφώλια δὲ τὰ ἀπαίδευτα . πῶς οὖν ἁμαρτωλὸς εἶ καὶ οὐκ ἀπαίδευτος ; ἀλλὰ λέγει πάνυ ἥμαρτες
7123834 Σθενεβοιας
εἰς ἄλλα ἐπιβουλευόντων ; Ἀερόπας μέν γε καὶ Κλυταιμνήστρας καὶ Σθενεβοίας οὐδὲ εἰπεῖν ἔστιν ὅσαι . ἀλλὰ τὰ μὲν τοῦ
Ἀκρισίωι μὲν . . . Δανάη , Προίτωι δὲ ἐκ Σθενεβοίας Λυσίππη καὶ Ἰφινόη καὶ Ἰφιάνασσα . αὗται δὲ ὡς
7123695 Νηρηιδος
ποδώκεας ὄρνιθας ὥς . ὄστρεά τ ' ἤνεικεν , Θέτιδος Νηρηίδος ὕδνα σόγκους δ ' οὐκ ἂν ἐγὼ μυθήσομαι οὐδ
ἐμὴν ἐπεὶ γαμεῖς παῖδ ' , ὦ θεᾶς παῖ ποντίας Νηρηίδος . ποίους γάμους φήις ; ἀφασία μ ' ἔχει
7122328 Φερητος
Ἄλκηστιν μὲν γὰρ τὴν πρεσβυτάτην ἐκδοῦναι πρὸς γάμον Ἀδμήτωι τῶι Φέρητος Θετταλῶι , Ἀμφινόμην δὲ Ἀνδραίμονι Λεοντέως ἀδελφῶι , Εὐάδνην
σὺν τοῖς πατράσιν αὐτῶν ἦλθον . Ἀμυθάονος γὰρ Μελάμπους , Φέρητος δὲ Ἄδμητος , ἀνεψιοὶ τοῦ Ἰάσονος . ἐν δαιτὸς
7115634 ἐξελθ
παῖ παῖ ” , Πολυξένη δηλονότι , “ ἔξελθ ' ἔξελθ ' οἴκων ” . παίζει ⌈ ὁ Ἀριστοφάνης ἐνταῦθα
νυν τὰ πλείον ' ἱστορεῖν , ἐκ τῆσδ ' ἕδρας ἔξελθ ' : ἔχεις γὰρ χῶρον οὐχ ἁγνὸν πατεῖν .
7115025 δηρισαντο
ἵκανε , νεῖκος Ὀδυσσῆος καὶ Πηλεΐδεω Ἀχιλῆος , ὥς ποτε δηρίσαντο θεῶν ἐν δαιτὶ θαλείῃ ἐκπάγλοις ' ἐπέεσσιν , ἄναξ
χαλεπώτατα , κακῶς . κύντερα : ἀσθενέστερα , χαλεπώτερα . δηρίσαντο : ἐπολεμήθησαν , ἐμαχέσαντο , ἐφιλονείκησαν , ἐτιμωρήθησαν .
7101326 ἐρρεις
φοιταλέου . φεῦ μόχθων οἵων , ὦ τάλας , ὀρεχθεὶς ἔρρεις , τρίποδος ἄπο φάτιν ἃν ὁ Φοῖβος ἔλακεν ἔλακε
ᾖ : φεῦ ἰὼ ζεῦ οἵων μόχθων ὁ τάλας ὀρεχθεὶς ἔρρεις : ἐκτείνεται γὰρ τὴν διάνοιαν ὁ ἐπιθυμῶν . .
7096555 βαρβαρωι
τὸν ἡδονῆς μελωιδὸν εὐάζων χορόν . πηκτὶς δὲ Μούσηι γαυριῶσα βαρβάρωι δίχορδος εἰς σὴν χεῖρα πῶς κατεστάθη ; ἐδέξατ '
' , ἀνθηρὸς μὲν εἱμάτων στολῆι χρυσῶι τε λαμπρός , βαρβάρωι χλιδήματι , ἐρῶν ἐρῶσαν ὤιχετ ' ἐξαναρπάσας Ἑλένην πρὸς
7094652 ἐντροφος
ἦλθον . σᾶς δ ' ἕνεκεν φιλίου μορφᾶς καὶ Ἀταρνέος ἔντροφος ἠελίου χήρωσεν αὐγάς . τοιγὰρ ἀοίδιμον ἔργοις ἀθάνατόν τέ
ἔπες ' ἔπεσε μελέοις Ἀτρείδαις . Ἦ που παλαιᾷ μὲν ἔντροφος ἁμέρᾳ , λευκῷ δὲ γήρᾳ μάτηρ νιν ὅταν νοσοῦντα
7088687 γημε
' ἔφρασεν ἔργ ' ἀΐδηλα Φοίβωι ἀκερσεκόμηι , ὅτι Ἴσχυς γῆμε Κόρωνιν Εἰλατίδης , Φλεγύαο διογνήτοιο θύγατρα . . .
τῶι πῦρ ? [ πνείουσαν ˘˘˘˘ – – Χίμαιραν . γῆμε δὲ παῖδα ? [ φίλην μεγαλήτορος Ἰοβάταο αἰδοίου βασιλῆος
7086010 ἐνενιπεν
δὲ πάντες ἔμιμνον ἀναινόμενοι τὸν ἄεθλον , εἰ μή σφεας ἐνένιπεν ἀγαυοῦ Νηλέος υἱός : Ὦ φίλοι , οὔ τι
τοῦ δ ' ἤκουσε περίφρων Πηνελόπεια , ἀμφίπολον δ ' ἐνένιπεν ἔπος τ ' ἔφατ ' ἔκ τ ' ὀνόμαζε
7082321 γενετο
εὐχωλὴ τῶν ὀλλύντων . . . . ὣς τῶν μισγομένων γένετο ἰαχή τε πόνος τε . φόβος : ἡ διπλῆ
ἀθρήσειε καὶ εὐχετόῳτ ' ἐπέεσσι . Σαρπήδοντι δ ' ἄχος γένετο Γλαύκου ἀπιόντος αὐτίκ ' ἐπεί τ ' ἐνόησεν :
7076039 θειε
ἐντελὲς στοχάσασθαι . ιγʹ . Τί δὴ μέλλεις , ὦ θεῖε Σοφόκλεις , τὰ τῆς Μελπομένης δέχεσθαι δῶρα ; τί
, μύω ἠμύω . σημαίνει δὲ κατὰ τὸ πρόχειρον τὸ θεῖε , συγγενές , ἢ τὸ θαυμάσιεμηδαμῶς ὦ θαυμάσιεἢ τὸ
7072554 ἀπωλεσας
σὺ δ ' οὔθ ' ὑπερβάλλοντα , τρόφιμ ' , ἀπώλεσας ἀγαθά , τὰ νυνί τ ' ἐστι μέτριά σοι
” . Γ ὅτ ' ἀντέδωκα Γ : τότε με ἀπώλεσας , ὅτε καὶ ἀντὶ τούτων μνᾶν ἔδωκα . Γ
7065369 ἐγκαλουσα
δίκαια καὶ ἵνα μηδετέρα πολέμου ἄρχῃ : ἡ δ ' ἐγκαλοῦσα ὅ τι δή ποτε ἀδίκημα δίκας αἰτοῖ παρὰ τῆς
ἦν ἡ δίκη , πλὴν εἰ μὴ δούλη τις ἦν ἐγκαλοῦσα τῷ δεσπότῃ . ταύτην δὲ ἐξῆν ἱκετεύειν τὴν θεόν
7064756 μελεους
] κατ ' ἀλήθειαν . δῆθ ' ] ἀληθῶς . μελέους ] δυστυχεῖς . μελέους ] ἀθλίους . δόμων ]
κἀγὼ σέ , τὴν δοκοῦσαν Ἰδαίαν πόλιν μολεῖν Ἰλίου τε μελέους πύργους . πρὸς θεῶν , δόμων πῶς τῶν ἐμῶν
7058613 ἐκανες
. ἐν δὲ τῷ ὑπομνήματι καὶ ταῦτα τῆς Ἠλέκτρας : ἔκανες ἔθανες : ἐφόνευσας . ὅθεν τὸ κανοῦν λέγεται ,
μητρί γε , σοὶ δ ' οὔ . κἄπειτ ' ἔκανες ; σέ γε πημαίνους ' . ὤμοι , φιλίου
7055334 εἰληλουθει
ἔνδον ἐόντα , ὅς ῥα νέον πτολέμοιο „ μετὰ κλέος εἰληλούθει . ᾔτεε δὲ Πριάμοιο θυγατρῶν ” εἶδος ἀρίστην ,
Καβησόθεν ἔνδον ἐόντα , ὅς ῥα νέον πολέμοιο μετὰ κλέος εἰληλούθει , ᾔτεε δὲ Πριάμοιο θυγατρῶν εἶδος ἀρίστην Κασσάνδρην ἀνάεδνον
7055029 Πολιτης
χαρίεντα καὶ ἀγλαὰ ἔργα πέλονται . τοῖσι δὲ μύθων ἦρχε Πολίτης , ὄρχαμος ἀνδρῶν , ὅς μοι κήδιστος ἑτάρων ἦν
αʹ , Κέφαλος αʹ , Κλεινόμαχος ἢ Λυσίας αʹ , Πολίτης αʹ , Περὶ ψυχῆς αʹ , Πρὸς Γρύλλον αʹ
7051476 Κλυταιμηστρας
' ἔτλη κακά . βρέφος γὰρ ἦν τότ ' ἐν Κλυταιμήστρας χεροῖν ὅτ ' ἐξέλειπον μέλαθρον ἐς Τροίαν ἰών ,
γ ' ἔθρεψεν Ἑρμιόνην μήτηρ ἐμή . αὕτη βέβηκε πρὸς Κλυταιμήστρας τάφον . . . τί χρῆμα δράσους ' ;
7041877 Φυλακου
τοῦ Ἕλληνος τοῦ Διός . σταθμοῖσιν ἐν Ἰφίκλοιο : Ἴφικλος Φυλάκου παῖς τοῦ Δηιονέως . μήτηρ δὲ Μελάμποδος Δωρίππη ,
συμφωνεῖ Ἀπολλωνίῳ , λέγοντι Ἀλκιμέδην μητέρα εἶναι Ἰάσονος , τὴν Φυλάκου θυγατέρα . . . . , : Ἡ ἱστορία
7039490 ἀντεχω
καὶ ἐπιγράφονται ἅπαντες προστάτιν ἑαυτῶν ; ἀλλ ' ἐγὼ μὲν ἀντέχω τοσούτων μνηστευόντων , καὶ κόπτουσιν αὐτοῖς τὴν θύραν καὶ
ἐπὶ σφαγὴν δίδοται . μέχρι τίνος ὁ σιδηροῦς πρὸς τοσαύτας ἀντέχω συμφοράς ; οἶδ ' ὅτι μαλακίζομαι πρὸς θάνατον ,
7038965 αἰγιοχος
Αἰγοῖ , καὶ ἐνεδύετο καὶ αἰγὸς δέρμα . ἄλλως : αἰγιόχος ἐκλήθη ὁ Ζεὺς διὰ τὸ ἐν τῇ Κρήτῃ ἀποτεχθεὶς
Αἰγοῖ , καὶ ἐνεδύετο καὶ αἰγὸς δέρμα . ἄλλως : αἰγιόχος ἐκλήθη ὁ Ζεὺς διὰ τὸ ἐν τῇ Κρήτῃ ἀποτεχθεὶς
7037375 μολε
κρατέεις μούνη καὶ πᾶσιν ἀνάσσεις . ἀλλά , θεά , μόλε μυστιπόλοις ἐπιτάρροθος αἰεὶ ῥυομένη νούσων χαλεπῶν κακόποτμον ἀνίην .
ὁ Διὸς παῖς . ἰὼ ἰώ , δέσποτα δέσποτα , μόλε νυν ἁμέτερον ἐς θίασον , ὦ Βρόμιε Βρόμιε .
7033389 προσπολον
ὁ τῆς φιλίππου παῖς Ἀμαζόνος βοᾶι Ἱππόλυτος , αὐδῶν δεινὰ πρόσπολον κακά . ἰὰν μὲν κλύω , σαφὲς δ '
] ὑπ ? ' αὐτὴν ? ζεῦγλαν ἀνάγκης [ , πρόσπολον ] οἰκτρᾶς μετὰ παρθενικῶν ? [ παίδων ἰαχῆς ]
7018446 Χθων
κρήδεμνα [ ] γενέθλης : Ἀζειόν ποτε κοῦρον ἐγείνατο κυσαμένη Χθών Τιτήνων μεγάλοισι συνηβήσαντα κυδοιμοῖς . Ἀζειὸς δὲ Λύκωνα γίγας
ὅτι πάρει . Χάλαζα . παρὰ τὸ χαλᾶσθαι ἄνωθεν . Χθών . ἤτοι παρὰ τὸ ἡ κεχυμένη γῆ . Χώρα
7008613 ἰαλεμων
ἱππικὴ Δαρδανία . ἢ ἱπποσύνου Γανυμήδους , τουτέστιν ἱππικοῦ : ἰαλέμων : τῶν θρήνων , ἀπὸ Ἰαλέμου τοῦ Καλλιόπης καὶ
' : Ἀπόλλων δ ' εἰκότως κλῄζῃ βροτοῖς : ὀτοτοῖ ἰαλέμων : ὀτοτοῖ ἐπίφθεγμά ἐστι θρηνητικόν . ἰάλεμος θρῆνος .
7005612 λιγαινειν
. δόλος ] πανουργία . . ὀρθῶς ] ἀληθῶς . λιγαίνειν ] ἀλαλάζειν . . δύσφρονες ] κακογνώμονες . .
. λιγαίνειν ] κλαίειν . λιγαίνειν ] ὀλολύζειν . θ λιγαίνειν ] ἀλαλάζειν . τροχαϊκὰ τὰ γʹ , τὸ δὲ
6992817 δουλοσυναν
λυγˈρόν τ ' ἔρανον Πολυδέκτᾳ θῆκε ματρός τ ' ἔμπεδον δουλοσύναν τό τ ' ἀναγκαῖον λέχος , εὐπαράου κρᾶτα συλάσαις
μολὼν [ ] πολυδάκρυον [ ] οὐκ ἔμελλε μίμνειν ἔτι δουλοσύναν [ ] , πυρὰν δὲ χαλκοτειχέος [ ] προπάροιθεν
6989162 Μενελαωι
πρὸς τὴν ἐν τῆι παλαίστραι χρείαν . Λεοννάτωι δὲ καὶ Μενελάωι φιλοκυνήγοις οὖσιν αὐλαῖαι σταδίων ἑκατὸν ἠκολούθουν , αἷς περιιστάντες
τε σημεῖα φέρουσι καὶ μάλιστα τὴν τῆς Ἑλένης γενομένην παρὰ Μενελάωι Τηλεμάχου φαρμακείαν καὶ λήθην τῶν συμβεβηκότων κακῶν . τὸ
6975543 μολπαν
ἡνίκα ἐκ δείπνων : ἐπὶ τοῖς ὀφθαλμοῖς : διασκορπίζεται : μολπᾶν δ ' ἄπο καὶ χαροποιῶν : τουτέστι : καταπαύσαντες
ἦμος ἐκ δείπνων ὕπνος ἡδὺς ἐπ ' ὄσσοις σκίδναται , μολπᾶν δ ' ἄπο καὶ χοροποιὸν θυσίαν καταπαύσας πόσις ἐν
6974528 Κορωνου
τεκεῖν νομίζουσιν ἐξ Ἀπόλλωνος καὶ ὁ παῖς ὠνομάσθη Κόρωνος , Κορώνου δὲ γίνονται Κόραξ καὶ νεώτερος Λαμέδων . Κόρακος δὲ
. Κορώνεια , πόλις Βοιωτίας . Ἑκαταῖος Εὐρώπῃ . ἀπὸ Κορώνου τοῦ Θερσάνδρου . ἐν ταύτῃ οὐ φαίνεται ἀσπάλαξ ,
6972812 κασιγνητην
τὸ λίνον . . . Ω . Ἥρην δὲ προσέειπε κασιγνήτην ἄλοχόν τε : ἡ διπλῆ περιεστιγμένη ὅτι Ζηνόδοτος καθόλου
, καὶ ὡς ὁ ποιητής φησιν , Ζεὺς Ἥρην προσέειπε κασιγνήτην ἄλοχόν τε . ἀλλὰ καὶ ὁ Κιτιεὺς Ζήνων φησὶ
6966408 Τιρυνθος
Ἄργος τ ' εἶχον Τίρυνθά τε τειχιόεσσαν „ . ἀπὸ Τίρυνθος τῆς Ἄλω θυγατρός , ἥ τις Ἀμφιτρύωνος ἦν ἀδελφή
ἐς Ἀνήριστον τὸν Σπερθίεω , ὃς εἷλε Ἁλιέας τοὺς ἐκ Τίρυνθος ὁλκάδι καταπλώσας πλήρεϊ ἀνδρῶν , δῆλον ὦν μοι ὅτι
6963771 νερτερων
τέκνα . ἀλλ ' , ὦ φίλοι , χοαῖσι ταῖσδε νερτέρων ὕμνους ἐπευφημεῖτε , τόν τε δαίμονα Δαρεῖον ἀνακαλεῖσθε ,
: πρίν , Ἔρως , ἐκεῖ μ ' ἀπελθεῖν ὑπὸ νερτέρων χορείας , σκεδάσαι θέλω μερίμνας . Μεσονυκτίοις ποτ '
6958427 ὑμνευσαι
. ταῦτα δὲ λέγει διὰ τὸν Ἰάσονα : τὰν ἐμὰν ὑμνεῦσαι ἀπιστοσύναν : ὅτι ἐπὶ κακοῦ τὸ ὑμνεῦσαι . Μοῦσαι
πέτρην ; τύνη , Μουσάων ἀρχώμεθα , ταὶ Διὶ πατρὶ ὑμνεῦσαι τέρπουσι μέγαν νόον ἐντὸς Ὀλύμπου , εἴρουσαι τά τ
6957406 δασπλητις
? , [ ὥς οἱ ἐπὶ φρεσὶ θῆκε θεὰ ] δασπλῆτις Ἐρινύς ? ? : [ διογενὲς ] ? ?
δαῖς ἡ μάχη : “ ἐν δαῒ λυγρῇ . ” δασπλῆτις δυσπροσπέλαστος , δυσχερὴς τοῖς προσπελάζουσι . δαῶμεν μάθωμεν .
6954590 κρηπιδ
Μόψον Τιταιρώνειον ἔνθα ναυβάται θανόντα ταρχύσαντο τυμβείαν θ ' ὕπερ κρηπῖδ ' ἀνεστήλωσαν Ἀργῴου δορὸς κλασθὲν πέτευρον , νερτέρων κειμήλιον
πτολίεθˈρον . * * * ὅθι παῖδες Ἀθαναίων ἐβάλοντο φαεννάν κρηπῖδ ' ἐλευθερίας Κλῦθ ' Ἀλαλά , Πολέμου θύγατερ ,
6948522 ἀφαντοι
ι ἐπὶ ι : Ὁμήρου : Ἰλίου ἐξαπολοίατο ἀκήδεστοι καὶ ἄφαντοι : Ἱππόλοχος δέ μ ' ἔτικτε καὶ ἐκ τοῦ
Ἀχαιίδα νοστήσαιτε . ” Ὧς ἄρ ' ἔφαν , καὶ ἄφαντοι , ἵν ' ἔσταθεν , ἔνθ ' ἄρα ταίγε
6942164 βουκολικας
τί πᾳ εἰς Ἀίδαν γε τὸν ἐκλελάθοντα φυλαξεῖς . Ἄρχετε βουκολικᾶς , Μοῖσαι φίλαι , ἄρχετ ' ἀοιδᾶς . Θύρσις
ἕλκοι , κἠξ ὀρέων τοὶ σκῶπες ἀηδόσι γαρύσαιντο . λήγετε βουκολικᾶς , Μοῖσαι , ἴτε λήγετ ' ἀοιδᾶς . χὢ
6940040 θρηνει
[ Ε ] : δῶχ ' υἷος ποινὴν Γανυμήδεος . θρηνεῖ δὲ τὸν Δάρδανον καὶ αὐτὸν ἀπολόμενον ἐν τῷ πολέμῳ
= . , . : ἀηδόνειος θρῆνος : Αἰσχύλος : θρηνεῖ δὲ γόον ˈ τὸν ἀηδόνειον . . . Α
6935629 Ἀτρειδαν
. Ὤμοι , ἀναλγήτων δισσῶν ἐθρόησας ἄναυδ ' ἔργ ' Ἀτρειδᾶν τῷδ ' ἄχει . Ἀλλ ' ἀπείργοι θεός .
πότνι ' , ἐπηυδώμαν , ὅτ ' ἐς τόνδ ' Ἀτρειδᾶν ὕβρις πᾶς ' ἐχώρει , ὅτε τὰ πάτρια τεύχεα
6933960 Ψαμαθης
. τάφοι δέ εἰσιν ὁ μὲν Λίνου τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ Ψαμάθης τῆς Κροτώπου , τὸν δὲ λέγουσιν εἶναι Λίνου τοῦ
τοῦ ἐν Δελφοῖς ἐγένετο . Φώκου δὲ τοῦ Αἰακοῦ καὶ Ψαμάθης καὶ Ἀστεροδίας τῆς Δηιονέως ἐγένετο Πανοπεὺς καὶ Κρῖσος ὁ
6933810 Τηλεβοαι
ἀπὸ Τηλεβόου , ἣ πρότερον Ταφίων ἐκαλεῖτο . οἱ οἰκήτορες Τηλεβόαι . ἔστι καὶ Τηλεβόας ποταμὸς πρὸς ταῖς πηγαῖς τοῦ
Φερεκύδῃ εἷς τῶν Κυκλώπων . . . Λ , : Τηλεβόαι στρατεύσαντες , κτείνουσι τὸν Ἠλεκτρύονος παῖδα περὶ θρεμμάτων ἀγωνιζόμενον
6931259 μογερα
πάσχεις . σήμηνον ὅπη ] εἰπὲ ποῦ . . ἡ μογερὰ ] ἡ ἀθλία . . ἂ ἄ , ἔα
τὰ κῶλα . βαρυδότειρα ] βαρέα καὶ δυστυχῆ διδοῦσα . μογερὰ ] ἀθλία . πότνια ] σεβασμία . πότνια ]
6931213 Λυσιδικης
Γούνεω , γυναικὸς Φενεάτιδος , καὶ οὐκ ἐκ τῆς Πέλοπος Λυσιδίκης . εἰ δὲ Ἡρακλῆς ἀληθεῖ λόγῳ παρὰ τοὺς Φενεάτας
Ἀγλαΐης Ἀντιάδης , Ὀνήσιππος Χρυσηίδος , Ὀρείης Λαομένης , Τέλης Λυσιδίκης , Ἐντελίδης Μενιππίδος , Ἀνθίππης Ἱπποδρόμος , Τελευταγόρας Εὐρυ
6929284 ἐρυθηνε
οὔνομα Κόλχων . ” Ὧς φάτο : τῆς δ ' ἐρύθηνε παρήια , δὴν δέ μιν αἰδώς παρθενίη κατέρυκεν ,
δὲ Μηδείας ὁ Ἄψυρτος ἀποθνήσκων τὴν καλύπτραν καὶ τὸν πέπλον ἐρύθηνε τῷ ἑαυτοῦ αἵματι . τάμνε θανόντος : οἱ δολοφονοῦντες
6929098 ἑκηβολου
ἀπὸ τοῦ Ἀπόλλωνος μουσικός : ἐκ γάρ τοι Μουσέων καὶ ἑκηβόλου Ἀπόλλωνος ἄνδρες ἀοιδοὶ ἔασιν ἐπὶ χθονὶ καὶ κιθαρισταί .
ἐπιπνεόμενος ἐκ τῶν Μουσῶν : ἐκ γάρ τοι Μουσέων καὶ ἑκηβόλου Ἀπόλλωνος ἄνδρες ἀοιδοὶ ἔασιν . ἢ τροφὸν , διὰ
6927078 μελεος
: ἀποκείρεται σὸν ἄνθος πόλεος , ὁ Διὸς ἔκγονος , μέλεος Ἑλλάς , ἃ τὸν εὐεργέταν ἀποβαλεῖς ὀλεῖς μανιάσιν λύσσαις
Κάλανος , ὁ μάταιος ὑμέτερος φίλος καὶ οὐχ ἡμέτερος : μέλεος καὶ τῶν ἀθλίων ἐλεεινότερος τὴν ψυχὴν ἑαυτοῦ ἀπώλεσε φιλαργυρήσας
6926928 αἰχμαλωτιδος
Αἴαντος καὶ Λυσιδίκης τῆς Κορώνου Φίλιος ἐκ Τεκμήσσης δὲ τῆς αἰχμαλωτίδος Εὐρυσάκης Φώκου δὲ πάλιν καὶ Ἀστερίας Κρίσσος καὶ Πανοπεύς
ἔμιμνον , εἴτ ' αὐτοῦ μενεῖς εἴτ ' ἐκφοβηθεῖς ' αἰχμαλωτίδος φόνωι γυναικὸς οἴκων τῶνδ ' ἀπηλλάχθαι θέλεις . ἦλθον
6923279 Ἐρεχθευς
, γᾶ δ ' ἔχει τυράννους , ἀνηβᾶι δ ' Ἐρεχθεύς : ὅ τε γηγενέτας δόμος οὐκέτι νύκτα δέρκεται ,
Δεινομάχη Ἀλκιβιάδης◄ εἰς Δαίδαλον κτλ . ►Ζεύς Ἥρα Ἥφαιστος Γῆ Ἐρεχθεύς Προκρίς Μητίων γυνή τις Εὐπάλαμος Ἀλκίππη Δαίδαλος διὰ μέσου
6917911 Μιδεας
ἐκ θαλάμων : παραγενόμενον εἰς Ἄργος ἐκ τῶν οἴκων τῆς Μιδέας : ἤτοι τῶν τῆς μητρὸς , ἢ καὶ τῆς
τὸν Ἠλεκτρύ - ωνος παῖδα νόθον , ὃς ἐγένετο ἐκ Μιδέας Φρυγίας τινὸς γυναικὸς , ἀφ ' ἧς καὶ ἡ
6914821 ἀνεγειρε
ὁ Διομήδης : ἐκτὸς ἀπὸ κλισίης . . τὸν παρστὰς ἀνέγειρε Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ , λὰξ ποδὶ κινήσας , ὤτρυνέ
ἀγοραῖς ταῖς ἀμφοτέρωθεν ἐχούσαις τὴν οἰκοδομὴν , τὴν πάρδαλιν μάστιγι ἀνέγειρε μανιωθεῖσαν . ἀγορῇσι : συνελεύσεσι , στοαῖς , τόποις
6914398 δεινωι
ἔρις ἀλλὰ φόνωι φόνος Οἰδιπόδα δόμον ὤλεσε κρανθεῖς ' αἵματι δεινῶι , αἵματι λυγρῶι . † τίνα προσωιδὸν † ἢ
Πανδίονος γῆν πατρὸς εὐγενὴς δάμαρ ἰδοῦσα Φαίδρα καρδίαν κατέσχετο ἔρωτι δεινῶι τοῖς ἐμοῖς βουλεύμασιν . καὶ πρὶν μὲν ἐλθεῖν τήνδε
6910728 Βιστονιῃ
φωνήν : Ὀρφεῦ Καλλιόπης τε καὶ Οἰάγρου φίλε κοῦρε , Βιστονίῃ Κικόνεσσι πολυρρήνοισιν ἀνάσσων χαῖρ ' ἐπεὶ Αἱμονίους ὀχεὰς πρώτιστον
ὁ θεὸς αἴτιος . πάις Οἰάγροιο : ὁ Ὀρφεύς . Βιστονίῃ : Θρᾳκικῇ . Βίστονες γὰρ ἔθνος Θρᾳκῶν : ὠνομάσθη
6905431 Οἰδιπου
. ὁ δὲ νοῦς : ἣν μάχην φέρων τοῖς παισὶν Οἰδίπου ὁ Ἄρης ταχέως πορευθήσεται . ἄμεινον δὲ τὸ εἴσεται
, ὅστις ἡμᾶς τῆς ἀπορίας ἀπαλλάξει . ἀλλὰ γὰρ οὐδὲν Οἰδίπου δεῖ τοῖς παροῦσιν οὐδέ γε Τειρεσίου . ἀλλ '
6904908 τλημον
ἀνταποδίδως ταύτην τὴν τιμωρίαν ; τίνος ἕνεκα τιμωρῇ ; . τλῆμον ] ἄθλιε διὰ τὰ παρόντα . τοῦ δίκην πάσχεις
πέσῃ . ἐπιξενοῦμαι ταῦτα δ ' ὡς θανουμένη . ὦ τλῆμον , οἰκτίρω σε θεσφάτου μόρου . ἅπαξ ἔτ '
6901387 Ἰλιοθεν
Ἑλλάδι φῶς Θέτιδος εἰναλίας γόνον ταχύπορον πόδ ' Ἀτρείδαις . Ἰλιόθεν δ ' ἔκλυόν τινος ἐν λιμέσιν Ναυπλίοις βεβῶτος τᾶς
τῷ ποιητῇ ι Κίκονες Κικόνεσσι γεγώνευν , καὶ πάλιν ι Ἰλιόθεν με φέρων ἄνεμος Κικόνεσσι πέλασσεν : ἔτι δεῖ προσθεῖναι
6898606 κοτου
παιδὸς μόρον , ὡς αὐτοφόνως ὤλετο πρὸς χειρὸς ἕθεν δυσμάτορος κότου τυχών : τὼς καὶ ἐγὼ φιλόδυρτος Ἰαονίοισι νόμοισι δάπτω
ὠνόμασται καὶ αὕτη . ἡ δὲ Κοτυταρὶς ὠνόμασται ἀπὸ τοῦ κότου : ἕτοιμοι γὰρ εἰς κότον οἱ γέροντες . ταῦτα
6895537 Μελανιππης
μὲν ἐν πρώτῳ φονεῖς φησιν † ἐκ τῆς ἐν Εὐριπίδου Μελανίππης λέγοντος ἴσως † : † ἀλάστορας οὐκ ἐτόλμησε κτανεῖν
καὶ τῆς ὅλης χώρας ἤδη Βοιωτίας καλουμένης ἀπὸ Βοιωτοῦ τοῦ Μελανίππης μὲν καὶ Ποσειδῶνος υἱοῦ , δυναστεύσαντος δὲ τῶν τόπων
6893903 ἐθανες
ἐν δὲ τῷ ὑπομνήματι καὶ ταῦτα τῆς Ἠλέκτρας : ἔκανες ἔθανες : ἐφόνευσας . ὅθεν τὸ κανοῦν λέγεται , εἰς
Ἀθηνέων ἔκ ποτ ' ἰὼν καθ ' ὁδὸν πρέσβυς ἐὼν ἔθανες : εἵλετο γάρ σε φυγεῖν Κέκροπος πόλις : ἀλλὰ
6892416 ἐνοπας
, πουλυσθενές , ὀβριμόθυμε θεά , κλύε σῶν ἱερῶν μερόπων ἐνοπάς . μέγα σὸν κράτος , ὀλβιόφρον Ποδάγρα , τὰν
λατρεύματα σχεῖν : ἐπὶ δ ' ἔσεισεν κόμαν παῦσαι νυχίους ἐνοπάς , ὑπὸ δ ' ἀλαθοσύναν νυκτωπὸν ἐξεῖλεν βροτῶν ,
6890540 ἰαχαν
διαρρήδην προσκαλεῖσθαι τὸν Δία , τὰ ἑξῆς τὸν χορὸν λέγειν ἰαχὰν οἵαν ἁ δύστανος μέλπει νύμφα : εἰ δὲ μὴ
? ? πυθοχρηστ ? [ ! ! ! ! ] ἰαχὰν ! ! ! νεαι : εὐοῖ ὦ Ἰόβακχ '
6890200 Κερκυονος
Ἱπποθόωντος : ὃς ἦν υἱὸς τοῦ Ποσειδῶνος ἐξ Ἀλόπης τῆς Κερκυόνος : οἱ δὲ Κε - λεοῦ , ὑπὸ τῆς
Αἰόλου τοῦ Ἕλληνος τοῦ Διός : μητρὸς δὲ Λυσιμάχης τῆς Κερκυόνος τοῦ Ποσειδῶνος . ὡς δὲ Ἑλλάνικος , Μειλανίωνος τοῦ
6888350 δαμαρτος
δ ' Ἄρης ἕλοι , οὐ παῖδας εἶδον , οὐ δάμαρτος ἐν χεροῖν πέπλοις συνεστάλησαν , ἐν ξένηι δὲ γῆι
Ὀδυσσέα οἷα τυτθὸν ἀπτῆνα σπόρον ἤγουν μικρὸν ἄπτερον νεοσσὸν τῆς δάμαρτος καὶ τῆς θηλείας τοῦ κηρύλου καὶ ἄρρενος ἀλκυόνος βαλεῖ
6877779 Ἀφειδαντος
μὲν ἐξ Ἀλύβαντος , ὅθι κλυτὰ δώματα ναίω , υἱὸς Ἀφείδαντος Πολυπημονίδαο ἄνακτος : αὐτὰρ ἐμοί γ ' ὄνομ '
τὴν ἐς Τεγέαν ὁδὸν Λευκώνιος καλουμένη κρήνη : θυγατέρα δὲ Ἀφείδαντος λέγουσιν εἶναι τὴν Λευκώνην , καὶ οὐ πόρρω τοῦ
6877205 Σκαιος
πυγμαχέων με ἑκηβόλῳ Ἀπόλλωνι νικήσας ἀνέθηκε τεῒν περικαλλὲς ἄγαλμα . Σκαῖος δ ' ἂν εἴη ὁ Ἱπποκόωντος , εἰ δὴ
Τυνδάρεων Ἱπποκόωντα Ἰκάριον . Ἱπποκόωντος μὲν οὖν ἐγένοντο παῖδες Δορυκλεὺς Σκαῖος Ἐναροφόρος Εὐτείχης Βουκόλος Λύκαιθος Τέ - βρος Ἱππόθοος Εὔρυτος
6876088 ἁμος
ἀπὸ τοῦ ὑμέτερος ὑμός , οὕτως καὶ ἀπὸ τοῦ ἁμέτερος ἁμός Δωρικῶς . ἢ θέμα ἐστὶ τῆς Δωρίδος διαλέκτου .
ἁμῶς , καὶ ἐν συνθέσει ἁμωσγέπως . ἀπὸ δὲ τοῦ ἁμός γίνεται ἁμόθεν ἐπίρρημα : καὶ ὥσπερ ἀπὸ τοῦ καλός
6875268 ἀρεσασθαι
ἡ ἐπὶ πρόθεσις . ἑπέτις : ἀκόλουθος ἦν νεάζουσα . ἀρέσασθαι : πεῖσαι . θευμορίη : ἐκ θεῶν μεμοιραμένη νόσος
λιμένων καὶ ἔργων ἀργυρείων καὶ συμμάχων , βουλόμενος καὶ πλουσίους ἀρέσασθαι καὶ πένητας οἰκειώσασθαι , ἵνα συμψήφους λάβῃ περὶ τῆς
6875240 θαλυσια
, ὥσπερ τῇ Δήμητρι καὶ τῷ Διονύσῳ οἱ γεωργοὶ τὰ θαλύσια . Ἁπλῶς δὲ χρὴ γινώσκειν , ὅτι λαλιὰ τάξιν
υἱοῖς . καὶ κληθεὶς ὑπ ' αὐτῶν εἰς ἀγρὸν ἐπὶ θαλύσια Δήμητρος ἄπεισι μετὰ Εὐκρίτου καὶ Ἀμύντου . καὶ διηγεῖται
6874931 ἐστης
τινος δυσχεροῦς ἠνίασας . εἰ δ ' ἐπὶ τῆς προσρήσεως ἔστης , σὺ μὲν ἂν ἦσθα βελτίων , ὁ δὲ
γὰρ ἔμοιγ ' ἐπάμυνας ἀνὰ μόθον , ἀλλὰ σοὶ αὐτῷ ἔστης ἦρα φέρων , μή τίς νύ σε δουρὶ δαμάσσῃ
6872386 Ἐλευθηρος
. Μελαναιγίδα Διόνυσον ἱδρύσαντο ἐκ τοιαύτης αἰτίας . αἱ τοῦ Ἐλευθῆρος θυγατέρες θεασάμεναι φάσμα τοῦ Διονύσου ἔχον μέλαιναν αἰγίδα ἐμέμψαντο
, ἀπὸ Ἀώρας νύμφης . μετωνομάσθη δ ' Ἐλευθήρα ἀπὸ Ἐλευθῆρος ἑνὸς τῶν Κουρήτων . ὁ πολίτης Ἀώριος , ἢ
6870136 Κρονιδαν
ἀεί : καὶ τὰ μὲν θεῶν παρέβαν , καὶ ὅπως Κρονίδαν ἀπάτασεν οὐ λέγω , οὐδὲ τὸν ἔννυχον Ἅιδαν ,
φαντὶ μεγαλοσθενεῖ Φιλύρας υἱὸν ὀρφανιζομένῳ Πηλεΐδᾳ παραινεῖν : μάλιστα μὲν Κρονίδαν , βαρύοπα στεροπᾶν κεραυνῶν τε πρύτανιν , θεῶν σέβεσθαι
6863269 Ἠλεκτρυονος
τὴν οἰκειότητα τοῦ σημείου αὐτοῦ : ἄλλως : ἢ ἀπὸ Ἠλεκτρυόνος τοῦ πατρὸς Ἀλκμήνης ἢ ἀπὸ Ἠλέκτρας τῆς Ἀμφίονος .
τὴν οἰκειότητα τοῦ σημείου αὐτοῦ : ἄλλως : ἢ ἀπὸ Ἠλεκτρυόνος τοῦ πατρὸς Ἀλκμήνης ἢ ἀπὸ Ἠλέκτρας τῆς Ἀμφίονος .
6862882 στεναζω
συνεχῶς κινοῦμαι . ἐξ οὗ παράγωγον σκαρίζω , ὡς στένω στενάζω . καὶ ὡς σκαλίζω ἀσκαλίζω κατὰ πρόσθεσιν τοῦ α
πλησιάζοντα καὶ ἐγγὺς ὄντα τοῦ τάφου καὶ τοῦ θανάτου ὁρῶσα στενάζω . ἢ οὕτως : πρὶν ἢ ἐν τῷ τάφῳ
6862031 Μηδας
μηχαναῖς ἀναφλέγων . ὃς οὔτε τέκνων φείσετ ' οὔτε συγγάμου Μήδας δάμαρτος ἠγριωμένος φρένας , οὐ Κλεισιθήρας θυγατρός , ἧς
ἔστι δὲ Ἀντίοχος τῶν παίδων τῶν Ἡρακλέους , γενόμενος ἐκ Μήδας Ἡρακλεῖ τῆς Φύλαντος , καὶ τρίτος Αἴας ὁ Τελαμῶνος
6861232 Φλεγυου
καλεῖ , ὡς Ἰτώνην καὶ Ἰτῶνα . ἀπὸ Γυρτῶνος τοῦ Φλεγύου ἀδελφοῦ , ὅς τις αὐτὴν ἔκτισεν . ὁ πολίτης
γεγένηται . τοὺς μὲν γὰρ Γυρτωνίους Φλεγύας πρότερον ἐκάλουν ἀπὸ Φλεγύου τοῦ Ἰξίονος ἀδελφοῦ , τοὺς δὲ Κραννωνίους Ἐφύρους ,
6859705 Πηνελοπειης
Πηνελόπεια . τῶ σε πόδας νίψω ἅμα τ ' αὐτῆς Πηνελοπείης καὶ σέθεν εἵνεκ ' , ἐπεί μοι ὀρώρεται ἔνδοθι
[ ! ! ἀθλήματα ] ? ? ? ? [ Πηνελοπείης ] ? . μὴ σύ γ ' ἄπιστος ἔῃς
6857802 Μηκιστεως
καὶ Σθένελος : παρῆν δὲ ἔτι καὶ ἐπὶ τούτων Εὐρύαλος Μηκιστέως καὶ Πολυνείκους Ἄδραστος καὶ Τιμέας . τῶν δὲ ἀνδριάντων
δ ' ἅμ ' Εὐρύπυλος τρίτατος κίεν ἰσόθεος φώς , Μηκιστέως υἱὸς Ταλαϊονίδαο ἄνακτος . ἐκ πάντων δ ' ἡγεῖτο
6855425 Κλαρου
παρ ' αὐτὴν ἱερὸν Κλαρίου , καὶ τὸ ὄνομα ἀπὸ Κλάρου ἐτέθη τούτῳ τῷ μαντείῳ , ὅτι δὴ ὁ χῶρος
θεοῦ , ὑπὸ Μαντοῦς τῆς Τειρεσίου θυγατρὸς καθιδρυμένον ἢ ὑπὸ Κλάρου τινὸς ἥρωος , ὡς Θεόπομπος . Νέαρχος δὲ .

Back