τί πᾳ εἰς Ἀίδαν γε τὸν ἐκλελάθοντα φυλαξεῖς . Ἄρχετε βουκολικᾶς , Μοῖσαι φίλαι , ἄρχετ ' ἀοιδᾶς . Θύρσις
ἕλκοι , κἠξ ὀρέων τοὶ σκῶπες ἀηδόσι γαρύσαιντο . λήγετε βουκολικᾶς , Μοῖσαι , ἴτε λήγετ ' ἀοιδᾶς . χὢ
9715896 ἀρχετ
καὶ πόρτιες ὠδύραντο . ἄρχετε βουκολικᾶς , Μοῖσαι φίλαι , ἄρχετ ' ἀοιδᾶς . ἦνθ ' Ἑρμᾶς πράτιστος ἀπ '
' ἄλσεα ποσσὶ φορεῖται ἄρχετε βουκολικᾶς , Μοῖσαι φίλαι , ἄρχετ ' ἀοιδᾶς ζάτεις ' : ἆ δύσερώς τις ἄγαν
9585788 Μοισαι
τοῦτό γέ οἱ σαφέως μαρτυρήσω : μελίφθογγοι δ ' ἐπιτˈρέψοντι Μοῖσαι . ὦ Φίντις , ἀλλὰ ζεῦξον ἤδη μοι σθένος
οὕτως ἐργαξῇ . καὶ μὰν πρότερόν ποκα μουσικὸς ἦσθα . Μοῖσαι Πιερίδες , συναείσατε τὰν ῥαδινάν μοι παῖδ ' :
9106702 ἀρχετε
τοὶ θεοί . Ἅλας οὖν φέρεις ; Οὐχ ὑμὲς αὐτῶν ἄρχετε ; Οὐδὲ σκόροδα ; Ποῖα σκόροδ ' ; Ὑμὲς
πλέον αἰαῖ λάμβανε τοῖς πετάλοισι : καλὸς τέθνακε μελικτάς . ἄρχετε Σικελικαί , τῶ πένθεος ἄρχετε , Μοῖσαι . ἀδόνες
8909722 ἀοιδας
πρώτῳ Χαρίτων ἐγκεράσας χάριτας . καὶ σὺ λαβὼν τόδε δῶρον ἀοιδὰς ἀντιπρόπιθι , συμπόσιον κοσμῶν καὶ τὸ σὸν εὖ θέμενος
, / πρὶν σὰν χαρίεσσαν προσιδεῖν ὥραν / καὶ καλλιχόρους ἀοιδὰς / φιλοστεφάνους τε κώμους . ἔτι δὲ πρὸς τούτοις
8545043 κορα
Ἀλκαῖος ἐν πρώτῳ : τὸ δ ' ἔργον ἀγήσαιτο τέα κόρα : καὶ οἴκω τε περ σῶ καίπερ ἀτιμίαις ,
κατ ' ἄνδρ ' ἰών : τὰ δ ' οὖν κόρα τάδ ' οὐκ ἀπαλλάξει μόρου . Ἄμφω γὰρ αὐτὰ
8531086 ἀγγειλον
δέ , ἐπεί περ ἥκεις χρηστὰ ἀπαγγέλλων , αὐτός σφι ἄγγειλον . Ἢν γὰρ ἐγὼ αὐτὰ λέγω , δόξω πλάσας
. σῶς ] μὴ παθών τι ὑπ ' ἐκείνου . ἄγγειλον ] εἰπέ . νικόβουλος ἐγενόμην : ἐγώ , φησί
8513293 κἠγω
ἐμίν , οὕτω δὲ Μενάλκας : Αἴτνα μᾶτερ ἐμά , κἠγὼ καλὸν ἄντρον ἐνοικέω κοίλαις ἐν πέτραισιν : ἔχω δέ
ποτὶ τᾶν Νυμφᾶν διδύμοις αὐλοῖσιν ἀεῖσαι ἁδύ τί μοι ; κἠγὼ πακτίδ ' ἀειράμενος ἀρξεῦμαί τι κρέκειν , ὁ δὲ
8425731 τιπτε
ἔπος τ ' ἔφατ ' ἔκ τ ' ὀνόμαζε : τίπτε Θέτι τανύπεπλε ἱκάνεις ἡμέτερον δῶ αἰδοίη τε φίλη τε
, καί μιν φωνήσας ' ἔπεα πτερόεντα προσηύδα : Ἥρη τίπτε βέβηκας ; ἀτυζομένῃ δὲ ἔοικας : ἦ μάλα δή
8421058 ληγετε
ὥλαφος ἕλκοι , κἠξ ὀρέων τοὶ σκῶπες ἀηδόσι γαρύσαιντο . λήγετε βουκολικᾶς , Μοῖσαι , ἴτε λήγετ ' ἀοιδᾶς .
γ ' ἔλυσεν τὸ τέλος , φίλαι , βίου , λήγετε τοῦδ ' ἄχους : κακῶν γὰρ δυσάλωτος οὐδείς .
8410728 τλαμων
εὐδαίμων , πᾶσιν περίφαντος αἰεί . ἐγὼ δ ' ὁ τλάμων παλαιὸς ἀφ ' οὗ χρόνος Ἰδαῖα μίμνων λειμώνι '
ποτ ' ἦμεν . βέβακ ' ὄλβος , βέβακε Τροία τλάμων . ἐμῶν τ ' εὐγένεια παίδων . φεῦ φεῦ
8406296 ποκ
γὰρ σάφα ἴσαμι τοῦθ ' , ὅτι τῶν ἐμῶν μνάμα ποκ ' ἐσσεῖται λόγων τούτων ἔτι . καὶ λαβών τις
ἐσσομένοις : ἀρετήν γε μὲν ἐκ Διὸς αἰτεῦ . Ἔν ποκ ' ἄρα Σπάρτᾳ ξανθότριχι πὰρ Μενελάῳ παρθενικαὶ θάλλοντα κόμαις
8394882 τυνη
αἰτία . ταῦτα δέ φησι παραθαρσύνων αὐτούς . Αἰσονίδη , τύνη δέ : ἐπειδή , φησίν , ἅπαξ ἐφύγομεν τὰς
περ κεῖσθαι , ἐπεὶ δὴ πρῶτα θεῶν ἰότητι δαμάσθη : τύνη δ ' Ἡφαίστοιο πάρα κλυτὰ τεύχεα δέξο καλὰ μάλ
8386734 μολε
κρατέεις μούνη καὶ πᾶσιν ἀνάσσεις . ἀλλά , θεά , μόλε μυστιπόλοις ἐπιτάρροθος αἰεὶ ῥυομένη νούσων χαλεπῶν κακόποτμον ἀνίην .
ὁ Διὸς παῖς . ἰὼ ἰώ , δέσποτα δέσποτα , μόλε νυν ἁμέτερον ἐς θίασον , ὦ Βρόμιε Βρόμιε .
8385028 ταιδ
δ ' ἐγώ . διὰ πυρὸς ἔμολον ἁ τάλαινα ματρὶ τᾶιδ ' , ἅ μ ' ἔτικτε κούραν . ἰὼ
ἐκ τοκάδων , πᾶι δή μοι νίσηι σκοπέλους ; οὐ τᾶιδ ' ὑπήνεμος αὔρα καὶ ποιηρὰ βοτάνα , δινᾶέν θ
8353403 τοιωνδ
, κελαινὰ δ ' ἀμφὶ νῶθ ' ἵετο κόνις . τοιῶνδ ' ἄνακτα δοριπόνων ἔκανεν ἀνδρῶν , Τυνδαρί , σὰ
? ? [ ! ] νοισι τερ ? ? [ τοιῶνδ ] ? ' ἐρετ ? [ ! ! !
8345944 τιπτ
' ὑπὲρ κεφαλῆς καί μιν πρὸς μῦθον ἔειπε : “ τίπτ ' αὖτ ' ἐγρήσσεις , πάντων περὶ κάμμορε φωτῶν
ἐπήνεγκεν ἔχων , οὐκ ἔχουσα . , τίπτ ' αὔτως τίπτ ' αὖτ ' ὦ . . αἴ κ '
8337160 χθιζον
ἐῴκει . ἀλλὰ τὸ θαυμάζω : ἴδον ἐνθάδε Μέντορα δῖον χθιζὸν ὑπηοῖον . τότε δ ' ἔμβη νηῒ Πύλονδε .
δ ' ἱερὸν πέδον , ᾧ ἔνι Λάδων εἰσέτι που χθιζὸν παγχρύσεα ῥύετο μῆλα χώρῳ ἐν Ἄτλαντος , χθόνιος ὄφις
8310654 λιγαινειν
. δόλος ] πανουργία . . ὀρθῶς ] ἀληθῶς . λιγαίνειν ] ἀλαλάζειν . . δύσφρονες ] κακογνώμονες . .
. λιγαίνειν ] κλαίειν . λιγαίνειν ] ὀλολύζειν . θ λιγαίνειν ] ἀλαλάζειν . τροχαϊκὰ τὰ γʹ , τὸ δὲ
8308689 δευτ
συνέθυσαν . διόπερ ἔφη : ὦ Κύπρου δέσποινα , τεὸν δεῦτ ' ἐς ἄλσος φορβάδων κορᾶν ἀγέλαν ἑκατόγγυιον Ξενοφῶν τελέαις
βαίνειν ὀρχηστικῶς , οὓς καὶ βητάρμονας λέγει ὁ ποιητής „ δεῦτ ' ἄγε Φαιήκων βητάρμονες , ὅσσοι ἄριστοι . „
8293081 ὐμμιν
: ὕστατον αὖ καὶ κῶας , ἐφ ' ᾧ πλόος ὔμμιν ἐτύχθη , εἷλες ἐμῇ ματίῃ , κατὰ δ '
λέγων ἐστίν . . : ἄφρονες ἄνθρωποι δυστλήμονες οὔτε κακοῖο ὔμμιν ἐπερχομένου προγνώμονες οὔτ ' ἀγαθοῖο . . : εἰμὶ
8290071 καμ
δῖον . αὐτὰρ ὅτ ' εἰς ἵππον κατεβαίνομεν , ὃν κάμ ' Ἐπειός , Ἀργείων οἱ ἄριστοι , ἐμοὶ δ
, οἷον αὐτὰρ ὅτ ' εἰς ἵππον κατεβαίνομεν , ὃν κάμ ' Ἐπειός . ἐν γὰρ τῷ κατεβαίνομεν τὸ μέγεθος
8289806 διογενες
, ὁ δέ μ ' αὐτίκ ' ἀμειβόμενος προσέειπε : διογενὲς Λαερτιάδη , πολυμήχαν ' Ὀδυσσεῦ , οὔτ ' ἐμέ
, αἶψα δ ' Ὀδυσσῆα προσεφώνεεν ἐγγὺς ἐόντα : “ διογενὲς Λαερτιάδη , πολυμήχαν ' Ὀδυσσεῦ , κεῖνος δὴ αὖτ
8289381 ἠλυθες
' Ἀθήνῃ : “ κλῦθί μευ , ὃ χθιζὸς θεὸς ἤλυθες ἡμέτερον δῶ καί μ ' ἐν νηῒ κέλευσας ἐπ
. ἀντὶ τοῦ ὀρέξασα ἔπιεν . . . Ψ . ἤλυθες Οὔλυμπον δὲ θεὰ Θέτι : ὅτι ἄνω εἶπεν εἰς
8286839 γυνα
τῶ πατρὸς ἐπισκάψιας ἐνόμιζε χρυσῶ τιμιωτέρας ἦμεν , καὶ ταῦτα γυνά . “ Ἦν καὶ Τηλαύγης υἱὸς αὐτοῖς , ὃς
ὄπισθεν ἑλισσόμενος δράκων . οὔθ ' ὁλκὸς ἀπέτρεχεν , οὐ γυνά οὔτ ' ὄρνις ὅλον δέμας οὔτε θήρ : κούρη
8286836 ἐμμι
πλῆον ἐπασχαλλ ! [ ! ! ] δ ' αἴματός ἐμμι τὼ σκ [ ! ! ] ιν οὐδὲν ἐπαίτιος
βασιλῆα καὶ ἄγριον : ἁ δὲ τάλαινα ζώω καὶ θεός ἐμμι καὶ οὐ δύναμαί σε διώκειν . λάμβανε , Περσεφόνα
8284348 μετηυδα
ἑοῖο καὶ πάλιν ὣς ὁ βαρὺ στενάχων ἔπε ' Ἀργείοισι μετηύδα . οἱ δὲ γέροντες τέττιξιν ἐοίκοτες ζῴοις ὀξυφώνοις ἰσάζονται
χέει ὕδωρ : ὣς ὃ βαρὺ στενάχων ἔπε ' Ἀργείοισι μετηύδα : ὦ φίλοι Ἀργείων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες Ζεύς με
8271562 αὐδησω
] ; καὶ τόνδε φέρεις ἡγήτορα φύτλης [ ] . αὐδήσω [ σε ] Πλάτωνα ; Πλατωνίδος ἐσσὶ γενέθλης [
η ἔχει , ἡβῶ ἡβήσω , σιγῶ σιγήσω , αὐδῶ αὐδήσω , θῶ θήσω : τὸ μυκῶ μυκήσω , τιμῶ
8266256 φωνησεν
. . . . Νέστωρ δὲ πρῶτος κτύπον ἄιε , φώνησέν τε . , : . Λ . εἴπ '
θυμῷ . τὸν μὲν πὰρ πόδ ' ἑὸν χαμάδις βάλε φώνησέν τε : ὦ φίλοι ἤτοι κλῆρος ἐμός , χαίρω
8255669 φονω
, μονή : φένω , φονή : ἐξ οὗ τὸ φονῶ , φονᾶς : γείνω , γονή : πρόσκειται ἁπλᾶ
ἡ ἀπὸ Σκυθῶν λεγομένη ἀπόκρισις αὕτη . ἐγὼ μαίνομαι καὶ φονῶ καὶ μισῶ τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος . ἔνθεν τοι
8240377 ἠνωγει
, αὐτὰρ ὅ γ ' υἷας ἄμαξαν ἐΰτροχον ἡμιονείην ὁπλίσαι ἠνώγει , πείρινθα δὲ δῆσαι ἐπ ' αὐτῆς . αὐτὸς
. ἀνωγῶ οὖν , ὁ παρατατικὸς ἠνώγουν , τὸ τρίτον ἠνώγει , ὁ μέλλων ἀνωγήσω , ὁ ἀόριστος ἠνώγησα ,
8233066 ἀρχε
διὰ νυκτὸς ἀοιδή , ὀρχείσθω τις , ἑκὼν δ ' ἄρχε φιλοφροσύνης . ὅντινα δ ' εὐειδὴς μίμνει θήλεια πάρευνος
κτῶ : οὓς δ ' ἂν κτήσῃ μὴ ἀποδοκίμαζε . ἄρχε πρῶτον μαθὼν ἄρχεσθαι . συμβούλευε μὴ τὰ ἥδιστα ,
8231119 ἐμολες
κατασχήσει . Ὦ Πέλοπος ἁ πρόσθεν πολύπονος ἱππεία , ὡς ἔμολες αἰανὴς τᾷδε γᾷ . Εὖτε γὰρ ὁ ποντισθεὶς Μυρτίλος
πάλλων δέρας [ ] ἐνθέοις [ σὺν οἴστροις - ] ἔμολες μυχοὺς [ Ἐλευσῖνος ] ἀν ' [ ἀνθεμώδεις ]
8230693 ἁδιον
χαίρετ ' : ἐγὼ δ ' ὔμμιν καὶ ἐς ὕστερον ἅδιον ᾀσῶ . πλῆρές τοι μέλιτος τὸ καλὸν στόμα ,
χιμάρω δὲ καλὸν κρέας , ἔστε κ ' ἀμέλξῃς . ἅδιον , ὦ ποιμήν , τὸ τεὸν μέλος ἢ τὸ
8227872 πελωρα
τῇ φροντίδι : τὰ γὰρ μεγάλα φροντίδος εἰσὶν ἄξια . πελώρα : μέγιστα , ἢ τὰ πέλας ὄρη κατὰ τὸ
τῇ φροντίδι : τὰ γὰρ μεγάλα φροντίδος εἰσὶν ἄξια . πελώρα : μέγιστα , ἢ τὰ πέλας ὄρη κατὰ τὸ
8212566 εἰναλιας
εἴπηι : Κατὰ μὲν ἱστία πετάσατ ' , αὔρας λιπόντες εἰναλίας , λάβετε δ ' εἰλατίνας πλάτας , ὦ ναῦται
Ζηνὸς ὑπερθύμοιο λαχὼν ἀριδείκετον αἷμα καὶ σθεναροῦ Νηρῆος , ὃς εἰναλίας τέκε κούρας Νηρεΐδας , τὰς δή ῥα θεοὶ τίους
8209566 ἀλαινων
δ ' ὁ σὸς πρόπολος Κύκλωπι θητεύω τῶι μονοδέρκται δοῦλος ἀλαίνων σὺν τᾶιδε τράγου χλαίναι μελέαι σᾶς χωρὶς φιλίας .
τε ζῶντος ἀλάτα , ὅς που γᾶν ἄλλαν κατέχει μέλεος ἀλαίνων ποτὶ θῆσσαν ἑστίαν , τοῦ κλεινοῦ πατρὸς ἐκφύς .
8205067 ὀρσο
ὅτου χάριν αὐτὸν ἐπεβοήσατο . τὸ δὲ ἀντεφθέγξατο πρὸς τὸ ὄρσο ἔχει τὴν δύναμιν καὶ πάγκοινον τὸν χῶρον καλεῖ διὰ
ἀκολούθει εἰς τὴν ἐσομένην πάγκοινον χώραν , τὴν Ὀλυμπίαν . ὄρσο τέκνον δεῦρο : ταῦτα παρὰ Ἀπόλλωνος πρὸς Ἴαμον :
8203548 πεμπετ
ὑμῖν , πρόσθε δ ' ἄνασσαν , [ λάβετε φέρετε πέμπετ ' ἀείρετέ μου ] γεραιᾶς χειρὸς προσλαζύμεναι : κἀγὼ
ὕμνος . ἀλλὰ κλύοντες , μάκαρες χθόνιοι , τῆσδε κατευχῆς πέμπετ ' ἀρωγὴν παισὶν προφρόνως ἐπὶ νίκῃ . πάτερ ,
8201876 Νικα
ἡγήσῃ φίλον . Μηδέποτε γήμῃ μηδὲ εἷς εὔνους ἐμοί . Νίκα λογισμῷ τὴν παροῦσαν συμφοράν . Ξένον προτιμᾶν μᾶλλον ἀνθρώποις
κοινοῦ θανάτου μέρος ἄμφω . Ἀλλὰ γὰρ ἁ μεγαλώνυμος ἦλθε Νίκα τᾷ πολυαρμάτῳ ἀντιχαρεῖσα Θήβᾳ , ἐκ μὲν δὴ πολέμων
8197878 κομισσαι
σχήσει τὸν λιθόλευστον ἔρων , καὶ ἓ καθαψαμένη γούνων ἀτέλεστα κομίσσαι πείσει : ὁ δὲ Ζῆνα Ξείνιον αἰδόμενος σπονδάς τ
' ἠπεροπῆα Πάριν Ποιάντιος ἥρως , κεκλομένου Δαναοῖς Ἑλένου Τροίηνδε κομίσσαι λοιγὸν ἀδελφειοῖο μιαιφόνον ἐκ Λήμνοιο . τῷ γὰρ Ἀπόλλων
8196586 Ἀδωνι
λιγυρᾶς ἀρξεύμεθ ' ἀοιδᾶς . ἕρπεις , ὦ φίλ ' Ἄδωνι , καὶ ἐνθάδε κἠς Ἀχέροντα ἡμιθέων , ὡς φαντί
, πάχεας ἀμπετάσασα κινύρετο , μεῖνον Ἄδωνι , δύσποτμε μεῖνον Ἄδωνι , πανύστατον ὥς σε κιχείω , ὥς σε περιπτύξω
8189869 οιο
ατροσς ? ! [ [ ] υκτοςο̆εν [ [ ] οιο : κακ [ [ ] σκεραμ ? [ [
! ! πων ἱερὴ δ ' ἀποκίδναται ὀδμή [ ] οιο πολυπτύχου ἠγαθέοιο [ ] νει ἑκατηβόλου Ἀπόλλωνος [ ]
8184058 ὀκως
. τὸ δεύτερόν σοι , Πυρρίη , πάλιν φωνέω , ὄκως ἐρεῖς Ἔρμωνι χιλίας ὦδε καὶ χιλίας ὦδ ' ἐμβαλεῖν
τις οὐχὶ σύνδουλον αὐτὸν σπαράσσειν ἀλλὰ σημάτων φῶρα . ὀρῆις ὄκως νῦν τοῦτον ἐκ βίης ἔλκεις ἐς τὰς ἀνάγκας ,
8176657 νυμφα
ποιητὴς καλεῖ , οἷον : ” δεῦρ ' ἴθι , νύμφα φίλη ” , καὶ ὅτι παρώνυμος τῇ νύμφῃ ὁ
ἄλλου ἄλλοσε τὴν δειλαίαν καλοῦντος , δεῦρ ' ἴθι , νύμφα φίλη , ἵνα θέσκελα ἔργα ἴδηαι ; Καὶ δείκνυσι
8176274 ὁρκι
ἐν θαλάμοις καλὸν ἑλισσομένης , Ἀσσησοῦ βασιλῆος ἐλεύσεται ἔκγονος Ἀνθεύς ὅρκι ' ὁμηρείης πίστ ' ἐπιβωσάμενος , πρωθήβης , ἔαρος
ἐπεστενάχοντο δ ' ἑταῖροι : φίλε κασίγνητε θάνατόν νύ τοι ὅρκι ' ἔταμνον οἶον προστήσας πρὸ Ἀχαιῶν Τρωσὶ μάχεσθαι ,
8167760 Πηληος
βωμῷ οἶκτον ἀπωσάμενος πατρώιον : οὐδὲ λιτάων ἔκλυεν , οὐ Πηλῆος ὁρώμενος ἥλικα χαίτην ᾐδέσαθ ' , ἧς ὕπο θυμὸν
Εἰδοθεείης . τὴν δὲ μετ ' ἀντολίηνδε παραὶ Κασιώτιδα πέτρην Πηλῆος πτολίεθρον ἐπώνυμον ἄνδρες ἔχουσιν ἔξοχα ναυτιλίης δεδαημένοι . οὐ
8163735 Λαμπρισκε
βάζει . οὔτω τί σοι δοίησαν αἰ φίλαι Μοῦσαι , Λαμπρίσκε , τερπνὸν τῆς ζοῆς τ ' ἐπαυρέσθαι , τοῦτον
πρήσσων . οὐκέτ ' οὐκέτι πρήξω , ὄμνυμί σοι , Λαμπρίσκε , τὰς φίλας Μούσας . ὄσσην δὲ καὶ τὴν
8162352 θυμω
καθ ' ὑπέρτερον ἇς ἔτι καὶ νύξ , [ ἐκ θυμῶ δέδεμαι : ὃ δέ μευ λόγον οὐδένα ποιεῖ ]
ΜΩ μὴ παραληγόμενα τῷ Ε περισπᾶται : κομῶ δαμῶ γαμῶ θυμῶ μιμῶ χραισμῶ κοσμῶ κοιμῶ οἱμῶ . Τὰ εἰς ΝΩ
8159441 ἐκφατο
, ὅπως παρεόντας ἴδοντο . τοῖσιν δ ' Αἰσονίδης τετιημένος ἔκφατο μῦθον : “ Ὦ φίλοι , Αἰήταο ἀπηνέος ἄμμι
πορφυρέαις ἑλίκεσσιν ἐναίσιμον ἀίσσουσαν : αἶψα δ ' ἀπηλεγέως νόον ἔκφατο Λητοΐδαο : “ Ὑμῖν μὲν δὴ μοῖρα θεῶν χρειώ
8153352 ωνα
[ οιμ ? [ φρ [ ου [ κα [ ωνα ? [ κτει ? [ εἰ γαρ [ ἁνηρ
! ! ! ] [ ! ! ! ] ‖ ωνα καὶ η [ ! ! ! ! ! !
8151421 ὠδε
τὸ συμπέρασμα , εἰ καὶ ἄμφω ψευδῆ εἰσιν , ἢ ὦδε , ἤγουν τὰς προτάσεις μόνον , εἰ τὸ συμπέρασμά
μὴ καλῶς γένοιτο τἠμέρηι κείνηι ἤτις ς ' ἐσήγαγ ' ὦδε . Πυρρίη , κλαύσηι : ὀρῶ σε δήκου πάντα
8150919 ασα
. . . . . [ ] [ [ ] ασα ? ! [ . . . . . .
? ? ! [ ´να ? ] ? [ ] ασα [ ] μ ? [ [ ] ! ριζο
8150869 ἁι
πέλταν Ἀθάνας περικίοσιν ἀγκρεμάσας θαλάμοις δέλτων τ ' ἀναπτύσσοιμι γᾶρυν ἇι σοφοὶ κλέονται . ἀνέγγυοι γάμοι ἀνέξοδον Ἐλευσίνιοι μετ '
λέκτρων σκότια νυμφευτήρια . ἦ τὰν τοῦ Φοίβου παρθένον , ἇι γέρας ὁ χρυσοκόμας ἔδωκ ' ἄλεκτρον ζόαν ; ἔρως
8149437 ἐμολον
σύγγον ' , αἰτία δ ' ἐγώ . διὰ πυρὸς ἔμολον ἁ τάλαινα ματρὶ τᾶιδ ' , ἅ μ '
Λυδῷ γὰρ Ἀσώπιχον ἐν τρόπῳ ἐν μελέταις τ ' ἀείδων ἔμολον , οὕνεκ ' Ὀλυμπιόνικος ἁ Μινύεια σεῦ ἕκατι .
8149068 Κλυτε
εἰλαπίνης κορέσαντο , δὴ τότε Νηλέος υἱὸς ἐελδομένοισιν ἔειπε : Κλῦτε , φίλοι , πολέμοιο μακρὴν προφυγόντες ὁμοκλήν , ὄφρα
Τρῶας . Τοῖον δ ' ἔκφατο μῦθον ἐποτρύνων ἑτάροισι : Κλῦτε , φίλοι , καὶ θάρσος ἐνὶ στήθεσσι βάλεσθε ἄτρομον
8147525 στονοεσσαν
γαλέην , οἵ μοι μέγα πένθος ἄγουσιν , καὶ παγίδα στονόεσσαν , ὅπου δολόεις πέλε πότμος : πλεῖστον δὴ γαλέην
πτόλιν ἔθνεα Τρώων ἀμφὶ πύλας καὶ τεῖχος ἀμοιβαδὸν ὑπνώεσκον Ἀργείων στονόεσσαν ὑποτρομέοντες ὁμοκλήν . Ἦμος δ ' ἤνυτο νυκτὸς ἀπὸ
8147240 πενθεος
πετάλοισι : καλὸς τέθνακε μελικτάς . ἄρχετε Σικελικαί , τῶ πένθεος ἄρχετε , Μοῖσαι . ἀδόνες αἱ πυκινοῖσιν ὀδυρόμεναι ποτὶ
ὑπὸ Κύρου τοῦ Καμβύσεω καὶ τὰ τῶν Περσέων πρήγματα αὐξανόμενα πένθεος μὲν Κροῖσον ἀπέπαυσε , ἐνέβησε δὲ ἐς φροντίδα ,
8147163 Ματερ
, καὶ τὰ ἑξῆς . τὸ μὲν οὖν προσυντετάχθαι τῆς Μᾶτερ Ἀελίου τὴν Θάλλοντος ἀνδρῶν ὑγιές . οὐκ αἰτιατέον δὲ
πλῆθος ἐν πύλαις δάκρυσι † κατάορα στένει † βοᾶι βοᾶι Μᾶτερ , ὤμοι , μόναν δή μ ' Ἀχαιοὶ κομίζουσι
8143509 μυσταισι
, καλυκώπιδες , ἱμερόεσσαι : ἔλθοιτ ' ὀλβοδότειραι , ἀεὶ μύσταισι προσηνεῖς . Ὦ Νέμεσι , κλήιζω σε , θεά
πρὸς Ὄλυμπον ἄγεις δέμας ὡριόκαρπον : ἐλθέ , μάκαρ , μύσταισι φέρων καρποὺς ἀπὸ γαίης . Κωκυτοῦ ναίων ἀνυπόστροφον οἶμον
8141597 Καλλιοπεια
, αὐτίκα μοι σπεύδοντι πολὺν διὰ μῦθον ἀνεῖσα ἔννεπε , Καλλιόπεια , καὶ ἀρχαίην ἔριν ἀνδρῶν κεκριμένου πολέμοιο ταχείῃ λῦσον
Κυανέαις πέτραις , ἅς μοι ποτὲ μήτηρ ἡμετέρη κατέλεξε περίφρων Καλλιόπεια . Οὐ γάρ οἱ ἐξυπάλυξις ὀϊζυροῖο πόνοιο , ἀλλὰ
8131890 μεγιστε
καὶ στάντες ἀείδομεν τεὸν ἀμφὶ βωμὸν οὐερκῆ . Ἰώ , μέγιστε Κοῦρε , χαῖρέ μοι Κρόνειε , παγκρατὲς γάνος ,
ἰχθύσιν οἱ θηραταί . Ἐκ πάντων δή σοι , βασιλεῦ μέγιστε , λογιστέον ὡς οὐδὲν τοῖς ἀνθρώποις ἀπείρατον , ἤν
8123642 Ἀθηναιην
, τῇ αὐθιγενέϊ θεῷ λέγουσαι τὰ πάτρια ἀποτελέειν , τὴν Ἀθηναίην καλέομεν : τὰς δὲ ἀποθνῃσκούσας τῶν παρθένων ἐκ τῶν
Οὐδ ' ἀλαοσκοπιὴν εἶχ ' ἀργυρότοξος Ἀπόλλων ὡς ἴδ ' Ἀθηναίην μετὰ Τυδέος υἱὸν ἕπουσαν : τῇ κοτέων Τρώων κατεδύσετο
8123069 χωομενος
ἀνδροφόνοιο θνήσκοντες πίπτωσι : σὺ δ ' ἔνδοθι θυμὸν ἀμύξεις χωόμενος ὅ τ ' ἄριστον Ἀχαιῶν οὐδὲν ἔτισας . Ὣς
δέ μοι ἀπρήκτους ὀδύνας ἐμβάλλετε θυμῷ . ” ὣς φάτο χωόμενος , ποτὶ δὲ σκῆπτρον βάλε γαίῃ , δάκρυ '
8122015 ἰδοισα
τρίτην Θαλίαν λέγεσθαι . τὸ ἰδοῖσα κοινὸν ἐπὶ ὅλων : ἰδοῖσα ὦ Εὐφροσύνη , ἰδοῖσα ὦ Θάλεια , ἰδοῖσα ὦ
ὀλβίῳ ὄλβια πάντα . ὧν ἴδες , ὧν εἴπαις κεν ἰδοῖσα τὺ τῷ μὴ ἰδόντι . ἕρπειν ὥρα κ '
8120436 ἀκηχεμενη
δώματα : τὴν δ ' ἀνιοῦσαν Χαλκιόπη , περὶ παισὶν ἀκηχεμένη , ἐρέεινεν : ἡ δὲ παλιντροπίῃσιν ἀμήχανος οὔτε τι
μένος καὶ κῦδος ἀρέσθαι . Ἣ δέ που ἐν θαλάμοισιν ἀκηχεμένη περὶ παιδὶ ἐσθλὴ Δηιδάμεια πολύστονα δάκρυα χεῦε , καί
8118026 Φοιβε
καὶ Ἀριστοφάνης φησί : ἀλλ ' ὦ Δελφῶν πλείστας ἀκονῶν Φοῖβε μαχαίρας , καὶ προ - διδάσκων τοὺς σοὺς προπόλους
τόπον πυργώσας καὶ ποιήσας αὐτὸν εὐτειχῆ : ἄλλως : ἰὼ Φοῖβε πυργώσας : βουλόμενος παραμυθήσασθαι ὁ χορὸς τὴν Ἑρμιόνην μέλλουσαν
8117954 ἠνθον
λεαίνας , λάινε παῖ καὶ ἔρωτος ἀνάξιε , δῶρά τοι ἦνθον λοίσθια ταῦτα φέρων , τὸν ἐμὸν βρόχον : οὐκέτι
. ἀλιθίαν δὲ ἀντὶ τοῦ ματαίαν ὁδόν . ἀλιθίαν ὁδὸν ἦνθον : ἤγουν ματαίαν ὁδὸν καὶ πεπλανημένην ἀπὸ τοῦ ἀλῶ
8114433 βοωπις
μάθῃς ὅτι μὴ μόνας ἔχω τὰς ὠλένας λευκὰς μηδὲ τῷ βοῶπις εἶναι μέγα φρονῶ , ἐπ ' ἴσης δέ εἰμι
στυγερὸς δέ οἱ ἔπλετο θυμῷ . μερμήριξε δ ' ἔπειτα βοῶπις πότνια Ἥρη ὅππως ἐξαπάφοιτο Διὸς νόον αἰγιόχοιο : ἧδε
8108515 κραταιω
ἀκάχοιτο . Τὼ δ ' ἀμφὶς φρονέοντε δύω Κρόνου υἷε κραταιὼ ἀνδράσιν ἡρώεσσιν ἐτεύχετον ἄλγεα λυγρά . Ζεὺς μέν ῥα
ἔλασσε , καί ῥα θοῶς οἴμησεν ἐπ ' Ἀτρέος υἷε κραταιὼ παῖδά τε καρτερόθυμον Ὀιλέος , ὃς περὶ μὲν θεῖν
8103809 ποτνα
φεύγων . φράζεό μευ τὸν ἔρωθ ' ὅθεν ἵκετο , πότνα Σελάνα . χοὔτω τᾷ δώλᾳ τὸν ἀλαθέα μῦθον ἔλεξα
νύκτας . φράζεό μευ τὸν ἔρωθ ' ὅθεν ἵκετο , πότνα Σελάνα . καί μευ χρὼς μὲν ὁμοῖος ἐγίνετο πολλάκι
8098627 κωρα
δὲ τὸ πάθος ἔκθλιψις καὶ κρᾶσις . ἡ δέ τι κώρα : τὸ ἑξῆς : αὕτη δὲ ἡ κόρη ἀνὰ
καλὰ μὲν τὰ γένεια , καλὰ δέ μευ ἁ μία κώρα , ὡς παρ ' ἐμὶν κέκριται , κατεφαίνετο ,
8098324 ἀγορευε
Ἀλλ ' ἀπ ' Ἀχαιῶν ἔρρε καὶ ἐν φθιμένοισιν ἐπεσβολίας ἀγόρευε . Ὣς ἔφατ ' Αἰακίδαο θρασύφρονος ἄτρομος υἱός .
μῦθον ἄκουσεν , ἀγχοῦ δ ' ἱστάμενος ἔπεα πτερόεντ ' ἀγόρευε : “ Τηλέμαχός τοι , ξεῖνε , διδοῖ τάδε
8091711 κεινοιο
ὁ Πάν . εὔχεται δὲ αὐτῷ ὡς παιδεραστῇ . ἄκλητον κείνοιο : ἤγουν καὶ πρὸ τοῦ καλεσθῆναι αὐτὸν παρ '
κ ' ἔτι παύρους ἐξανύσῃ : τῶ μή τι ποθὴ κείνοιο πελέσθω . αὔτως δ ' αὖ Πολύφημον ἐπὶ προχοῇσι
8089000 πολυαιν
διδάξειν : φασὶ γὰρ δεῦρ ' ἄγ ' ἰών , πολύαιν ' Ὀδυσεῦ , μέγα κῦδος Ἀχαιῶν , νῆα κατάστησον
Β . † . δεῦρ ' ἄγ ' ἰών , πολύαιν ' Ὀδυσεῦ . . πολύαινε . . . ,
8088980 μυθοισιν
ἔφατ ' ἀντομένη : τοῦ δὲ φρένες ἰαίνοντο ἧς ἀλόχου μύθοισιν , ἔπος δ ' ἐπὶ τοῖον ἔειπεν : “
πρὸς Ἀγαμέμνονα . . . . . λαὸς Ἀχαιῶν Πείσονται μύθοισιν : ὅτι πρὸς τὸ νοητὸν ἀπήντηκεν , ὁ λαὸς
8088733 κοὐπω
' ἐκτός . κατηρεφέες : σκιώδεις , φύλλοις κατάστεγοι . κοὔπω : ἀντὶ τοῦ : καὶ οὔπω τὸ ἥμισυ τῆς
' ἀσπίδος σταδαῖος ἧσται , διὰ χερὸς βέλος φλέγων : κοὔπω τις εἶδε Ζῆνά που νικώμενον . [ τοιάδε μέντοι
8084317 ἰδους
Στρατοκλῆς ἐπ ' ἐρίφοις , φησί , χειμῶνας ποιεῖ . ἰδοῦς ' ἔφηβον ἡ Γνάθαιν ' ἰσχνὸν πάνυ καὶ μέλανα
ἤνυς ' Ἄρτεμιν ἁ τλάμων : ἄγομαι δὲ θανόντ ' ἰδοῦς ' ἀκοίταν τὸν ἐμὸν ἅλιον ἐπὶ πέλαγος : πόλιν
8081085 ιτ
τοὺς ‖ [ ! ! ! ! ! ! ] ιτ [ ! ! ! ! ! ! ] [
! ουσαν ? [ [ ] ροχ [ [ ] ιτ ? ? [ [ ] ! ! ! αρρ
8078242 ἐβα
ἁ πτεροῦσσα παρθένος τιν ' ἀνδρῶν . χρόνωι δ ' ἔβα Πυθίαις ἀποστολαῖσιν Οἰδίπους ὁ τλάμων Θηβαίαν τάνδε γᾶν τότ
ἄλοχον πάιδάς τε φίλους , ὃ δ ' ἐς ἄλσος ἔβα δάφναισι κατάσκιον ποσὶν πάις Διός . καὶ Ἀντίμαχος δ
8073005 λεχεα
βαρβάρωι πλάται ὃς ἔμολεν ἔμολε μέλεα Πριαμίδαις ἄγων Λακεδαίμονος ἄπο λέχεα σέθεν , ὦ Ἑλένα , Πάρις αἰνόγαμος πομπαῖσιν Ἀφροδίτας
, ὅσοι δυσκελάδοισιν κατὰ μοῦσαν ἰόντες ἀείδεθ ' ὕμνοις ἁμέτερα λέχεα καὶ γάμους Κύπριδος ἀθέμιτος ἀνοσίους , ὅσον εὐσεβίαι κρατοῦμεν
8072452 πραν
ἐλθεῖν πρὸς σέ , ὅσον ἐγὼ προέλαβον Φιλῖνον τρέχων . πράν : πρώην καὶ ἐκβολῇ τοῦ ω πρὴν καὶ τροπῇ
ἐκβολῇ τοῦ ω πρὴν καὶ τροπῇ τοῦ η εἰς α πράν . ἦλθον : ἦλθον γὰρ ἄν σοι καὶ μὴ
8069441 ομαι
] : ] γύναι : ] ατι ] ] ! ομαι ] δεϲοι ] λέγω ? : ὑβριζόμεναι . μὰ
. . [ ] ! σι [ ] [ ] ομαι [ ] φρων [ ] επο [ ἀπαλάμνωι ]
8065781 εἰσαϊων
. Ἐν καὶ Φρίξος ἔην Μινυήιος , ὡς ἐτεόν περ εἰσαΐων κριοῦ , ὁ δ ' ἄρ ' ἐξενέποντι ἐοικώς
ἤπια μηχανόωνται , αὐταὶ ὅπως ἐθέλουσιν . Ὃ δ ' εἰσαΐων Ὀδυσῆος ἠδὲ καὶ ἀντιθέου Διομήδεος αὐτίκα θυμὸν ῥηιδίως κατέπαυσεν
8065600 ἁμετεραν
ἐκρίθην ἄπο τὸν πικρὸν αὐτᾷ , ἀλλὰ κάτω βλέψας τὰν ἁμετέραν ὁδὸν εἷρπον . ἁδεῖ ' ἁ φωνὰ τᾶς πόρτιος
μικρῶι δέσποινα χόλον καταπαύσει . πῶς ἂν ἐς ὄψιν τὰν ἁμετέραν ἔλθοι μύθων τ ' αὐδαθέντων δέξαιτ ' ὀμφάν ,
8065556 Πηλεϊωνος
Αἰγίσθοιο θάνον καὶ πότμον ἐπέσπον . τὸν προτέρη ψυχὴ προσεφώνεε Πηλεΐωνος : “ Ἀτρεΐδη , περὶ μέν σε φάμεν Διὶ
μέγα ἰάχων : ἰνδάλλετο δέ σφισι πᾶσι τεύχεσι λαμπόμενος μεγαθύμου Πηλεΐωνος . ὄτρυνεν δὲ ἕκαστον ἐποιχόμενος ἐπέεσσι Μέσθλην τε Γλαῦκόν
8062360 τιη
ἐπεὶ ὠφελήσει ὑμᾶς , εὐνοῶν ὑμῖν κελεύω κατέχειν . ἀλλὰ τίη με : ταῦτά φησιν , ἐπεὶ ἔλαθεν ἑαυτὸν τὰ
ὡς ἔστιν ᾗ ἂν τὸν ἄνδρα ἀμειβοίμην . Οἶδα . τίη μοι ἐπισταμένῳ πάντ ' ἀγορεύεις ; μὴ γὰρ οἴου
8060088 φιληρετμοισι
Ὀδυσῆ ' ἀσπαστὸν ἔδυ φάος ἠελίοιο . αἶψα δὲ Φαιήκεσσι φιληρέτμοισι μετηύδα , Ἀλκινόῳ δὲ μάλιστα πιφαυσκόμενος φάτο μῦθον :
. φιτρῶν κορμῶν . καὶ ἔστι παρὰ τὸ φύεσθαι . φιληρέτμοισι ἀπὸ μέρους φιλοναύταις . φίλος ἀντὶ τῆς κλητικῆς εἴωθε
8059340 νερτερων
τέκνα . ἀλλ ' , ὦ φίλοι , χοαῖσι ταῖσδε νερτέρων ὕμνους ἐπευφημεῖτε , τόν τε δαίμονα Δαρεῖον ἀνακαλεῖσθε ,
: πρίν , Ἔρως , ἐκεῖ μ ' ἀπελθεῖν ὑπὸ νερτέρων χορείας , σκεδάσαι θέλω μερίμνας . Μεσονυκτίοις ποτ '
8056673 προφρων
λαιψηρὸν ἐμὸν θεράποντα Δόλωνα αὐτοκασιγνήτῳ μεμαὼς φίλον Ἕκτορι θεῖναι , πρόφρων ὤπασα λᾶαν Ὀλύμπιον αἰτήσαντι : αὐτὰρ ὅ γ '
καυάξαις οὔτ ' ἄνδρας ἀποφθείσειε θάλασσα , εἰ δὴ μὴ πρόφρων γε Ποσειδάων ἐνοσίχθων ἢ Ζεὺς ἀθανάτων βασιλεὺς ἐθέλῃσιν ὀλέσσαι
8056336 ἀειδων
: Λυδῷ γὰρ Ἀσώπιχον ἐν τρόπῳ ἐν μελέταις τ ' ἀείδων ἔμολον , οὕνεκ ' Ὀλυμπιόνικος ἁ Μινύεια σεῦ ἕκατι
ὁ Φοῖβός θ ' ὁ μάντις ἔχων κέλαδον ἑπτατόνου λύρας ἀείδων ἄξει λιπαρὰν εὖ ς ' Ἀθηναίων ἐπὶ γᾶν .
8055608 ἐγειρε
πρὸς τὸ σημαινόμενον ἡ ἀπόδοσις . . Ὁ νοῦς : ἔγειρε , παῦσον : τὸ γὰρ ἵστασθαι παῦσίς ἐστι .
τῶν ἐντέρων ἐστὶ χορδή . ἣν εἰλητὸν καλοῦμεν ἡμεῖς . ἔγειρε φλογέας : Νοητέον οὕτως , ἔγειρε φλογέας λαμπάδας ἐν
8052737 καλλι
κεκραμ ? [ } αὕτη . μ [ μετεμ [ καλλι [ καινοι [ καιτοι [ ἅπαντ ? ? [
ἐρίζοι . ἢ ὅτι ἀληθῶς ἡ διδομένη τοῖς νικῶσιν ἐλαία καλλι - στέφανος καλεῖται . δέσποινα δὲ ἀληθείας διὰ τὸ
8050857 ματερος
ἐμὸν ὁπλίζων καὶ διεγείρων λόγον . ὡς ἐπεὶ σπλάγχνων ὑπὸ ματέρος αὐτίκα : διηγήσομαι , φησίν , ὅπως ἐκ τῆς
ἐρωτύλα , καί με δίδασκε θνατῶν ἀθανάτων τε πόθως καὶ ματέρος ἔργα . κἠγὼν ἐκλαθόμαν μὲν ὅσων τὸν Ἔρωτα δίδασκον
8045511 τουνεκα
ἀσφαλέως ἀγορεύων αἶψά τι καὶ μέγα νεῖκος ἐπισταμένως κατέπαυσε : τούνεκα γὰρ βασιλῆες ἐχέφρονες , οὕνεκα λαοῖς βλαπτομένοις ἀγορῆφι μετάτροπα
τεκούσης ἄρτι πεσών , λύτρον δὲ βοῶν πόρες Ἀπόλλωνι : τούνεκα μουσοπόλον σε νέοι κλείουσιν ἀοιδοί , ἀγρονόμοι δὲ θεὸν
8043619 πατ
] φον ? ? ? γα [ ] να ? πατ ? [ ] κισις ? ? ? ? ?
! [ ! ] ? ? ! [ ! ] πατ ? [ ὁρῶν ? ? ? ? μύουρα καὶ
8043163 οὐνομ
παμβασιλῆος ἐπεὶ θέμιν ἔλλαχες ἀλκήν , ἐκ θεοῦ παμβασιλῆος ἀοίδιμον οὔνομ ' ἄειρες . [ οὕτως ] ἀεὶ ζώοις καὶ
, τίνα μῦθον ἐνίψω ; αἰνήσει σέο λέκτρον ἐπὴν ἐμὸν οὔνομ ' ἀκούσῃ . οὔνομα σὸν λέγε τῆνο : καὶ
8041521 ποτνι
καὶ εὐμενίδα φαμέν , ἢ ὡς θεὸν οὖσαν . θ πότνι ' ] ἣν δι ' ἀρᾶς ἐπήγαγε τοῖς παισίν
ἀληθῆ ] τὰς ἀράς . ἀληθῆ ] τὰ πράγματα . πότνι ' ] σεβασμία . πότνι ' ] ἡ μεγάλη
8041236 θασσεις
' Ἀχιλλεῦ , δοριλυμάντους Δαναῶν μόχθους , οὓς σὺ προπίνων θάσσεις εἴσω κλισίας . . . . . . .
μαντείων δ ' ἐπέβας ζαθέων τρίποδί τ ' ἐν χρυσέωι θάσσεις , ἐν ἀψευδεῖ θρόνωι μαντείας βροτοῖς θεσφάτων νέμων ἀδύτων
8039836 ὀπαζε
ἃς αὐτοὶ ἀγίνεον ἀντιπέρηθεν Θρηικίην δῃοῦντες : ἐπεὶ χόλος αἰνὸς ὄπαζε Κύπριδος , οὕνεκά μιν γεράων ἐπὶ δηρὸν ἄτισσαν .
φιλεῖ , στεφάνων ἀρετᾶν τε δεξιωτάταν ὀπαδόν : τᾶς ἀφθονίαν ὄπαζε μήτιος ἁμᾶς ἄπο : ἄρχε δ ' οὐρανοῦ πολυνεφέλα
8037851 πτεροεντα
ἀμφοτέρῃσι λαβὼν ἐλλίσσετο γούνων [ καί μ ' ὀλοφυρόμενος ἔπεα πτερόεντα προσηύδα : ] μή μ ' ἄγε κεῖς '
καὶ ἄλλους . ” ἦ ῥα , καὶ Ἀντίνοον ἔπεα πτερόεντα προσηύδα : “ Ἀντίνο ' , ἦ μευ καλὰ

Back