| κἂν πάνυ λέγῃ δίκαια : τούτου γὰρ λέγειν ἕνεκα μόνου νομίζεθ ' οὗτος , τοῦ λαβεῖν . καὶ συκοφάντης εὐθὺς | ||
| κἂν πάνυ λέγῃ δίκαια : τούτου γὰρ λέγειν ἕνεκα μόνου νομίζεθ ' οὗτος τοῦ λαβεῖν , καὶ συκοφάντης εὐθὺς ὁ |
| ἐμμανής , ὅμως διὰ τὴν ἀλήθειαν ἔξω μανίας καὶ βακχευμάτων δόξω εἶναι , ἐπειδὴ τὸ τὴν ἀλήθειαν λέγειν οὐκ ἔστι | ||
| δή . θαυμάσητε δὲ μηδὲν ἐὰν ὑμῖν ἄνωθέν ποθεν ἐπιχειρεῖν δόξω : σχολῆς γὰρ ἀπολαύομεν καὶ οὐδὲν ἡμᾶς ἐστὶ τὸ |
| ' ἕκαστος λόγον εἰπεῖν βεβούληται . καὶ νῦν ἐγὼ κινδυνεύω δοκῶν ἅπασιν ἀντιλέγειν ἅπαντας ἔχειν τούτου μάρτυρας . οἷς γὰρ | ||
| καὶ τῆς Κυψέλου τυραννίδος ἐπανισταμένης τοῖς Βακχιάδαις οὐκ ἀσφαλὲς εἶναι δοκῶν ἐν τυραννίδι ζῆν πολλὰ κεκτημένος ἄλλως τε καὶ τῆς |
| κειμένου φήσομεν αὐτὰς ἀληθεύειν καθάπερ ἐκείνας , οἷον τὶς ἄνθρωπος δίκαιός ἐστιτὶς ἄνθρωπος δίκαιος οὐκ ἔστιν . εἰ δὲ ὡς | ||
| ἄνθρωπος δίκαιος οὐκ ἔστιν . ὁ γὰρ λέγων τὶς ἄνθρωπος δίκαιός ἐστιν τινὶ ἀνθρώπῳ λέγει ὑπάρχειν τὸ δίκαιον : ὁ |
| μάθῃ ] νοήσῃ . σοφιστὴς ὢν ] ἀπατεὼν ὑπάρχων . νωθέστερος ] χαυνότερος , τουτέστιν , ἵνα γνώῃ ὡς εἰ | ||
| ὁ Ζήνων ἐπιεικὴς μὲν ἦν φύσει καὶ ἱερός , ἀλλὰ νωθέστερος ἐν λόγοις καὶ μαθήμασιν , ἐφιέμενος μὲν ἀεί τι |
| ἣ τὸν ἔχοντα παρέχεται δύνασθαί τε σκῶψαι ἐμμελῶς ἢ ὑπομένειν σκωπτόμενον . βωμολοχία δὲ ἡ πάντα καὶ πάντας οἰομένη δεῖν | ||
| μὲν ταῦτ ' ἐστὶ τῆς ὅλης τέχνης . ἔπειτα δεῖ σκωπτόμενον ἐφ ' ἑαυτῷ γελᾶν : αἰσχρὸν γὰρ οἶμαι δοῦλον |
| περὶ ἐμοῦ φρονεῖς , καὶ πλείω με ἀδικεῖς ἢ ὁ συκοφάντης , ἃ γὰρ ἐκεῖνος διδάξειν ἔφη , σὺ πρὶν | ||
| ἀδικίας πεπληρωμένον . Γ Νίκαρχος : ὁ Νίκαρχος κωμῳδεῖται ὡς συκοφάντης . “ φανῶν ” δὲ ἀντὶ τοῦ κατηγορήσων . |
| ὁ μοιχὸς καὶ ὁ μέθυσος καὶ ὁ κατάλαλος καὶ ὁ ψεύστης καὶ ὁ πλεονέκτης καὶ ὁ ἀποστερητὴς καὶ ὁ τούτοις | ||
| κατὰ τῶν πλησίον . ὅτι μὲν οὖν ἐστι φιλαπεχθὴς καὶ ψεύστης καὶ τολμηρός , σχεδὸν ἱκανῶς ἐκ τῶν προειρημένων ὑπεδείχθη |
| ποθεινοτέρα . καὶ γὰρ δὴ μύρῳ μὲν ἀλειψάμενος δοῦλος καὶ ἐλεύθερος εὐθὺς ἅπας ὅμοιον ὄζει : αἱ δ ' ἀπὸ | ||
| τοῦτο γὰρ ἐγώ σε ἐξῄτησα , πότερον δοῦλος εἶ ἢ ἐλεύθερος ; τί δέ μοι τοῦτο διαφέρει ; ” Αἴσωπος |
| ἄψ γέγονεν ἐκβολῇ τοῦ ψ ' . . . . αὐθάδης : αὐτάρεσκος , θυμώδης : εἴρηται ὁ ἑαυτῷ ἁδῶν | ||
| ἐνδείξασθαι τὸ παραστάν . ἡ δὲ τῶν ποιητῶν τέχνη μάλα αὐθάδης καὶ ἀνεπίληπτος , ἄλλως τε Ὁμήρου , τοῦ πλείστην |
| . ἐπειδὴ ὡς ἐπὶ ἀπροσδιορίστων ἐξήτασεν τὸν λόγον λέγει ὅτι κἂν προσδιωρισμένα ᾖ τὰ ὑποκείμενα οὐδὲν διαφέρει : ὁμοίως γὰρ | ||
| ταῦτα ζητοῖτο ὡς προβλήματα , ὁμοίως ἕξει τὸ μέσον , κἂν μὲν ὁμώνυμον ᾖ τὸ αἰτιατόν , τοιοῦτον ἔσται καὶ |
| , εὔγλωττος , τολμηρός , ἴτης , βδελυρός , ψευδῶν συγκολλητής , εὑρησιεπής , περίτριμμα δικῶν , κύρβις , κρόταλον | ||
| . βδελυρός ] μισητός . ψευδῶν συγκολλητής ] ψευδολόγος . συγκολλητής ] ἐφευρετής . εὑρησιεπής ] ἐπῶν ἐφευρετὴς ψευδῶν . |
| οὖν ὑμῖν οὐκ ἀνεκτὸς ὁ δίχα τῶν ὑμετέρων συμβόλων ἄρχειν ἐπιχειρῶν , οὕτως οὐδὲ τῷ θεῷ προσφιλὴς ὁ δίχα τοῦ | ||
| ἧττον λύει , καὶ συνάπτει τοὺς ἐπιλόγους ἀπὸ τοῦ αἰσχροῦ ἐπιχειρῶν , ἀπὸ τῆς τῶν προγόνων κρίσεως , ἀπὸ τῆς |
| , καὶ ἄχθεσθαι μὴ τυχόντα τῶν διαθηκῶν τῶν Καίσαρος , ὁμολογῶν μοι καὶ τὸ τῶν Ἡρακλειδῶν γένος ἀρκεῖν . ” | ||
| ὁ Ἀριστοτέλης τὴν αὐτὴν ταῖς φαινομέναις σφαίραις τοῦ αἰθέρος τάξιν ὁμολογῶν ἔχειν καὶ τὰ νοερὰ τοῦ παντὸς αἴτια , δῆλός |
| ] εἰς γάμον ἠγόμην . ὄζων τρυγός : ἁπλῶς εἰπεῖν πλουτῶν πᾶσι πράγμασι τοῖς ἐξ ἀγρῶν τῷ βίῳ χρησίμοις . | ||
| θρασύτητα δὲ τὸν Ἀγύρριον κωμῳδοῦσι . πέρδεται δὲ , στρηνιᾷ πλουτῶν , ἐπεὶ τοῖς πολυφάγοις παρέπεται τὸ πέρδεσθαι . ] |
| ἀπόρου σχήματος καὶ ματαία ἡ σκέψις διότι οὔτε ἀλαζὼν οὔτε ἀνόητος ἀρετή , οἷοι δὴ καὶ τυφλοὶ πόνοι πάντες οἱ | ||
| Ὑπέρβολος ὁ λυχνοποιὸς καὶ Διοκλῆς ὁ λωποδύτης καὶ Μελιτίδης ὁ ἀνόητος . Καὶ τί σοι λέγομεν τὸν Ἀπόλλω ; ὁρᾷς |
| οἰκειότατον δὲ κακίας ὄνομα σύγχυσις : οὗ πίστις ἐναργὴς πᾶς ἄφρων , λόγοις καὶ βουλαῖς καὶ πράξεσιν ἀδοκίμοις καὶ πεφορημέναις | ||
| , φθονεῖς , ταράσσῃ , μεταβάλλῃ : διὰ ταῦτα ὁμολογεῖς ἄφρων εἶναι . ἐν δὲ τῷ φιλεῖν οὐ μεταβάλλῃ ; |
| νοῦν δὲ ταπεινόν , ὡς ἔχει τὰ τοῦ Λυκόφρονος : ταπεινὸς δὲ ὁ νοῦν μὲν ἔχων ὑψηλόν , λέξεις δὲ | ||
| ἤθη πρὸς ἀπόνοιαν ἀποθηριοῦται : πᾶς γὰρ ὁ τῇ τύχῃ ταπεινὸς τοῦ μὲν καλοῦ καὶ τῆς δόξης ἑκουσίως ἐκχωρεῖ τοῖς |
| , τολμηρός , ἴτης , βδελυρός , ψευδῶν συγκολλητής , εὑρησιεπής , περίτριμμα δικῶν , κύρβις , κρόταλον , κίναδος | ||
| συρραφεύς , ἐφευρετής , συναρμοστής . , συνθετής . . εὑρησιεπής ] εὑρεσιλόγος , εὑρεσιολόγος . , ἐφευρετὴς λόγων ψευδῶν |
| ἄρα τὰ περὶ τοὺς θεοὺς νόμιμα εἰδὼς ὀρθῶς ἂν ἡμῖν εὐσεβὴς ὡρισμένος εἴη ; Ἐμοὶ γοῦν , ἔφη , δοκεῖ | ||
| Κοριολανὸς ἔπαθεν , ἐδάκρυσεν , ἀνέζευξεν . ἡ μὲν ἀνάζευξις εὐσεβὴς , ὀλέθριος δὲ τῷ στρατηγῷ : Τυρρηνοὶ γὰρ ὡς |
| βασιλεῖ διατρίβων ἐν Μακεδονίᾳ οὐχ ἧττον αὐτοῦ [ ἐβασίλευε ] φαῦλος ὢν καὶ διάβολος [ ὃς ] οὕτω ψυχρῶς συνέταξε | ||
| . καὶ τὸ ναῦλος μὴ ὂν κύριον . τὸ δὲ φαῦλος ἐπίθετον . Τὰ εἰς ΛΟΣ ἐπιθετικὰ ἔχοντα πρὸ τοῦ |
| , χείρων ἐστὶν ἑτέρου καὶ δεῖ τοῦτο προφέρειν αὐτῷ καὶ λοιδορεῖσθαι : βαφεὺς δὲ ἢ σκυτοτόμος ἢ τέκτων ἐάν , | ||
| πῶς ὁ τιμοκρατικὸς γίνεται ἀνήρ . ὑμνεῖν . μέμφεσθαι , λοιδορεῖσθαι , κατ ' εὐφημισμόν : σημαίνει δὲ καὶ ὀδύρεσθαι |
| , κατειρωνεύεσθαι , διασύρειν , κωμῳδεῖν διακωμῳδεῖν , τωθάζειν . εἴρων , κωμῳδικός , τωθαστικός : ὁ γὰρ γελοῖος καὶ | ||
| ἡ τλήμων : δεῖ προσθεῖναι χωρὶς τοῦ αἴθων αἴθωνος καὶ εἴρων εἴρωνος : ταῦτα γὰρ κοινά εἰσι τῷ γένει , |
| γάρ , πολὺς καὶ τολμηρός ἐστιν ἅνθρωπος , καὶ οὕτως κακοῦργος , ὥστε περὶ ὧν ἂν μὴ ἔχῃ μαρτυρίας παρασχέσθαι | ||
| φησὶ τὴν ἀπροσδοκήτως πάντας ἀμυνομένην : τινὲς οὕτως : οἰμωζέτω κακοῦργος ὢν μετὰ ἡσύχου προνοίας : τοῖς σχήμασι ταπεινοὶ ἕζοντο |
| στρατιῶται καὶ οἱ πάλαι στρατιῶται , καὶ τίς δὴ οὐ κριτὴς καὶ ἐξεταστὴς τῶν λόγων , ἀλλὰ καὶ τῶν ἀκροωμένων | ||
| ἀρχιστράτηγος : Ἄκουσον , δίκαιε Ἁβραάμ : διότι εὗρεν ὁ κριτὴς τὰς ἁμαρτίας αὐτῆς καὶ τὰς δικαιοσύνας ἐξ ἴσου , |
| τὸ καλὸν ἐρευνῶν : λέγεται σοφιστὴς καὶ ὁ ψεύστης καὶ ἀπατεών : ἐπὶ τούτοις ὀνομάζεται σοφιστὴς καὶ ὁ πλασματογράφος καὶ | ||
| , πλειών πλειῶνος , αἰών αἰῶνος , λυμεών λυμεῶνος , ἀπατεών ἀπατεῶνος , Καρνειών Καρνειῶνος , Ἐλεών Ἐλεῶνος Β οἵ |
| ποιήσω σύμμετρα ἐκλεξάμενος . . Δηρίομαι , ἤγουν μάχομαι , φορτικὸς γίνομαι πολλοῖς ἀνθρώποις δηλονότι περὶ τοῦ πλήθους τῶν ἀνδραγαθημάτων | ||
| . . Μόθων : Φλύαρος , αἰσχρὸς , ἄτιμος , φορτικὸς , δουλοπρεπὴς , ἀπὸ Μόθωνος τινὸς αἰσχροποιοῦ . . |
| τῷ γὰρ ἐμός τί μᾶλλον ὑπακούεται οἶκος ἢ ἵππος ἢ δοῦλος ἤ τι τῶν τοιούτων ; Αἱ κτητικαὶ ἀπὸ γενικῶν | ||
| μηδεὶς ὑμᾶς ἐγράφετο . ἐγὼ δὲ ἐξιόντας μὲν οὐκ εἶδον δοῦλος ὢν τῆς ἀνάγκης , ἣν οἶσθα , γράψαι δὲ |
| ἂν δέῃ μὴ ἄπορος δοκῶν εἶναι , καὶ ἔτι ἀναίτιος ἔσῃ παρὰ τοῖς σαυτοῦ στρατιώταις : ἐκ τούτου δὲ μᾶλλον | ||
| σοι προνοῶν , ὅπως δὲ αὐτὸς εὔρυθμός τε καὶ κόσμιος ἔσῃ , ἥκιστα πεφροντικώς , ἀλλ ' ἀτιμότερον ποιῶν σεαυτὸν |
| ταῖς λογικαῖς . ἐὰν μέντοι τις βάσκανος καὶ φιλεγκλήμων αἰτιώμενος φάσκῃ : πῶς οὖν ποιμενικὴν τέχνην διαπονοῦντες καὶ τῆς συμφυοῦς | ||
| ἀπὸ τῆς αἰτίας : ὅταν γὰρ ὁ ἄσωτος κρίνηται καὶ φάσκῃ δεῖν δειχθῆναι τὸν φόνον , πρῶτον ἡ αἰτία ἐστὶν |
| οὐ γὰρ δύναταί τις πρὸς ἑαυτὸν καὶ τὸ ἴδιον μέρος ἄδικος εἶναι , οὐδὲ τὸ ἴδιον κτῆμα προαιρεῖταί τις βλάπτειν | ||
| , ᾧ ταὐτὸν δύναται κατὰ τὸν προειρημένον τρόπον τὸ ἄνθρωπος ἄδικος οὐκ ἔστιν : ὡς γὰρ συντόμως εἰπεῖν , ἡ |
| , καὶ ὅτι θᾶττον τεθνήξεται ἀνὴρ Αἰγύπτιος στρεβλούμενος ἢ τἀληθὲς ὁμολογήσει . παρὰ Ἰνδοῖς δὲ αἱ γυναῖκες τὸ αὐτὸ πῦρ | ||
| μὴ στοχαζόμενον μαινόμενον τὸν γυμναστὴν λέγεις , ἢ σωφρονῶν αὐτὸς ὁμολογήσει στοχάζεσθαι τοῦ βελτίστου , τοιοῦτον δ ' οὐδὲν ἔχειν |
| , ἐν δὲ πόλει καὶ ταύτῃ περιρρύτῳ φθείρειν ἀλλήλους συνεζευγμένους σῶφρον , ἢ τὰ Λεσβίων καὶ τὰ Μυτιληναίων κακὰ μιμεῖσθαι | ||
| ὅμοια δὲ τούτοις ἐστὶ καὶ τὰ συναπτόμενα : τὸ δὲ σῶφρον τοῦ ἀνάνδρου πρόσχημα , καὶ τὸ πρὸς ἅπαν συνετὸν |
| Βοιωτὸν αὑτῷ ὄνομα , ἀλλὰ Μαντίθεον , καὶ οὕτως ὀνόματι ἀμφισβητῶν ἔργῳ τὴν προῖκά με τῆς μητρὸς ἀποστερεῖ . ἀπορῶν | ||
| καθ ' ἑαυτὸν βίῳ γενόμενος , ἀλλ ' ὑπὲρ εὐγενείας ἀμφισβητῶν τῷ Κέκροπι διετέλεσε . διὰ δὲ τοῦ εἰπεῖν : |
| παρελθὼν - δὲ τὴν ὕλην φησίν : οἶον ἀκείνητόν τε θέλει τῶι παντὶ ὄνομα εἶναι . περὶ μὲν οὖν τῶν | ||
| ὁ θέλων ὁμοιοῦσθαι τῷ θεῷ ἐφ ' ὅσον ἀνθρώπῳ δυνατὸν θέλει καὶ κατὰ τὴν γνῶσιν ὁμοιοῦσθαι αὐτῷ καὶ κατὰ τὴν |
| ὁ βλεπεδαίμων . ὁ δὲ ἐναντίος ἄθεος , ἀνίερος , ἀσεβής , δυσσεβής , ἀθέμιτος , μισόθεος , θεομισής , | ||
| λαβεῖν τι . βωμολόχος : ἀντὶ τοῦ ” κακοῦργος , ἀσεβής “ . ἀπὸ τῶν λοχώντων τὰ ἐν τοῖς βωμοῖς |
| τὸ δὲ νηλής ἀπὸ τοῦ λῶ , ὃ σημαίνει τὸ θέλω , κατὰ στέρησιν ὁ φευκταῖος καὶ μὴ θελόμενος . | ||
| αου , λείψαντα συναμφότερον , ποιεῖν Μο κδ . Ἐπεὶ θέλω τὸν ὑπὸ τοῦ αου καὶ τοῦ βου , λείψαντα |
| ὁ ἐνιαυτός : ὀξύτονον δὲ ὁ ἀριθμός : ἔναρος : ἔνοχος : ἔνερος ὁ νεκρός : ἐνιπὴ ἡ ἀπειλὴ καὶ | ||
| μετ ' ἐκείνους τεθέντι καὶ πᾶσι τοῖς λοιποῖς ἔστ ' ἔνοχος , ὁ τοιοῦτος πότερα μὴ δῷ διὰ τοῦτο δίκην |
| αὐτοῦ καὶ ἔδειξεν αὐτοῖς . Ὁ δὲ Συμεὼν ἦν ἀνὴρ θρασὺς καὶ τολμηρὸς καὶ εἵλκυσε τὴν ῥομφαίαν αὐτοῦ ἐκ τοῦ | ||
| καὶ ἐν βουλῇσιν ἀνὴρ πολύιδρις ἀμείνων . Τοὔνεκ ' ἐυφρονέοντα θρασὺς πάις Οἰνείδαο λέξατό μ ' ἐκ πάντων ἐπιτάρροθον , |
| Ὅτι δ ' οὐκ ἔστιν ὀρθῶς ἡγεῖσθαι , ἐὰν μὴ φρόνιμος ᾖ , τοῦτο ὅμοιοί ἐσμεν οὐκ ὀρθῶς ὡμολογηκόσιν . | ||
| ἡ μὲν τρυγὼν ἐκ φύσεώς ἐστι σώφρων ἡ δὲ ἀλώπηξ φρόνιμος ὁ δὲ λέων ἀνδρεῖος ὁ δὲ πελαργὸς δίκαιος : |
| γῆν . παρὰ τὸ ΛΑ ἐπιτατικόν . ὡς ἀπὸ τοῦ χαίρω χάρεια καὶ ἀνθῶ ἄνθεια καὶ κρατῶ κράτεια , οὕτως | ||
| εἶναι χωρὶς δακρύων . φιλαγαθὴς ] φιλογέλως . γήθω τὸ χαίρω . . δακρυχέων ] κινητικὸς δακρύων . ἃ ] |
| μάραγδον εἶναι ταῦτ ' ἔδει καὶ σάρδια . εἴ τις δικαστὴς ἢ διαιτητὴς θεῶν . ἐνταῦθ ' ἀπόστα μικρόν . | ||
| Φιλίππῳ τῷ Ἀμύντου , αὐτὸς μέν σφισιν ὁ Γάλλος ἀπηξίωσε δικαστὴς καταστῆναι , Καλλικράτει δὲ ἁπάσης τῆς Ἑλλάδος ἀνδρὶ ἀλάστορι |
| εἰ δὲ ὕποπτος ἢ ἄπιστος ἐχθροῦ πᾶσα συμβουλή , οὐκ ὀκνῶ καὶ παρακαλεῖν σε μὴ τοὺς φιλοὺς τίνυσθαι τῆς ἐμῆς | ||
| : οὐ γὰρ εὐσεβές . κόπτειν δὲ μέλλων τὴν θύραν ὀκνῶ πάλαι : οὐκ οἶδα γὰρ τὸν ἀδελφὸν εἰ νῦν |
| : ἀντὶ τοῦ ἐν ὀλίγῳ τὰ πολλὰ φανερὰ ποιήσω . ἀλαθής τέ μοι : ἀληθὴς δὲ περὶ τούτων καὶ ἐξαίρετος | ||
| . ταῦτά μοι ἁ ξείνα μυθήσατο , ἔστι δ ' ἀλαθής . ἦ γάρ μοι καὶ τρὶς καὶ τετράκις ἄλλοκ |
| ἀνὴρ ποῖός τις ; . . . τοισιν ἄριστος : εὐγνώμων , φιλόμουσος , ἐρωτικός , εἰς ἄκρον ἁδύς , | ||
| κυμαίνοντα . . . Πανταχοῦ γὰρ οἶμαι καλὸν χρήστης , εὐγνώμων καὶ δίκαιος . . . Ἀρρήτῳ πόθῳ τὸ πλησιάζον |
| τὸ φαινόμενον πιστός ἐστιν ἢ οὔ . εἰ μὲν οὖν πιστός ἐστιν , οὐδὲν ἕξει λέγειν πρὸς τὸν ᾧ φαίνεται | ||
| λέγει γὰρ Μωυσῆς ἐν ᾠδῇ τῇ μείζονι : ” θεὸς πιστός , καὶ οὐκ ἔστιν ἀδικία ἐν αὐτῷ ” . |
| τῶν ἐμῶν χρημάτων ὑπηγό - ρειες , ἔχειν τε οὐκ ἐξαρνούμενος καὶ ὁπηνίκα ἂν καὶ οἷστισιν ἂν προστάττοιμεν ἀποδώσειν ὑπισχνούμενος | ||
| ἐφ ' αὑτῷ συμπράττων , τὸ συμπλεῖν καὶ συστρατεύειν μόνον ἐξαρνούμενος : ὡς ἐπειδήπερ αὐτὸν ἔχων ὁ Διονύσιος ᾐδέσθη τότε |
| οἰκουρὸν ἔσεσθαι τὴν γυναῖκα σημαίνει καὶ τῷ θεράπαιναν ὠνήσασθαι βουλομένῳ εὔνουν ἔσεσθαι τὴν θεράπαιναν προαγορεύει . ἀποδημεῖν δὲ κωλύει ἀποκλεισμοῦ | ||
| περὶ τῶν κατὰ μέρος ἀπολογησάμενος , ἅπασαν ἔσχε τὴν βουλὴν εὔνουν . οἱ δὲ περὶ τὸν Κριτίαν φοβούμενοι τὸν ἄνδρα |
| , ἔφην ἐγώ , ὦ Ἰσχόμαχε , ἱκανῶς ἤδη μοι δοκῶ ἀποτεθαρρηκέναι , ὡς οὐ δεῖ φοβούμενον μὴ οὐ γνῶ | ||
| ἐπινεύουσαν εὐθὺς τὴν τύχην . καὶ γὰρ καθεύδων διαλέγεσθαί σοι δοκῶ , κᾆτ ' ἠνιάθην , ὅτι ὄνειρος ἦν ἄρα |
| ὡς ἐγὼ ταύτῃ κράτιστός εἰμι . ὡς δὲ πάντ ' ἐπελήλυθεν κοὐδὲν παρῆλθεν , ὥστ ' ἔγωγ ' ηὐξανόμην ἀκούων | ||
| , ἄρξεται δὲ οὕτω πως : θαυμάζω δὲ εἰ μὴ ἐπελήλυθεν ὑμῖν , ὦ παρόντες γονεῖς , ἐννοεῖν , ἅ |
| , ὁ δέ τις λιβανωτὸν ἢ πόπανον , ὁ δὲ πένης ἱλάσατο τὸν θεὸν κύσας μόνον τὴν ἑαυτοῦ δεξιάν . | ||
| ὑπὲρ πέντε τάλαντα μὴ κεκτημένον μὴ πολιτεύεσθαι , ἐπανελθὼν ὁ πένης μετὰ δύο μῆνας ἀντιλέγειν βούλεται , ὁ δὲ παραγράφεται |
| . ὁ δὲ ἐν τοῖς δημιουργικοῖς μέτροις ἕκαστα ἀφορίζων καὶ γινώσκων τὰ ὄντα , ᾗ γέγονε , καὶ παραμετρῶν τῷ | ||
| διὰ τὴν τῶν ποδῶν πτέρωσιν . ληρεῖ , φλυαρεῖ μὴ γινώσκων τί γράφει ὡς καὶ τὸ ἡπατουργὸν : οὐ γὰρ |
| ἔφθασας τοὺς συντρέχοντας , οὐδὲ σωφρονέστερος νῦν ἢ πρότερον οὐδὲ δειλὸς ἧττον , οὐδ ' ἔλαττον ἀλγεῖς οὐδ ' ἐλαττόνων | ||
| ὡς ἔοικε τότε ταῦτα , Γ Ἡρακλῆς πεινῶν καὶ Διόνυσος δειλὸς καὶ μοιχὸς Ζεὺς Γ ὥστε καὶ αὐτοὺς Γ δοκεῖν |
| λευκόν ἀπόφασις ἡ ἔστιν οὐ λευκόν , ἵνα μή τις νομίσῃ , ὅτι διὰ τὸ μὴ προσκεῖσθαι [ ἢ ] | ||
| . τὴν δ ' ἄνω καὶ κάτω κοιλίαν μηδείς με νομίσῃ λέγειν ἀγνοοῦντα διότι μονοκοίλιός ἐστιν ὁ ἄνθρωπος , τὸ |
| ἄλλων ἕνεκα τοιούτους εἶναι , γιγνώσκοντας ὅτι , ἐάν τις πρόθυμος εἰς ὑμᾶς ᾖ , οὐ μόνον ἡμᾶς ὠφελήσετε : | ||
| προδοσίαν , ὅτι τὸν κατὰ Ῥωμαίων πόλεμον ἐκφέρειν οὐκ ἦν πρόθυμος , ἀλλὰ καὶ ἐν τῷ κοινῷ μόνος ἀντέλεγε τοῖς |
| πρὸς δὲ τούτοις καὶ Πλούταρχος κατὰ τὸν βίον αὐτοῦ τὸ αὔθαδες δείκνυσιν ἐν τοῖς μάλιστα πάντων τούτῳ προςεῖναι : γνωστέον | ||
| ] τὸ σημεῖον . ὑπέρκομπον ] ἀλαζονικόν . ὑπέρκομπον ] αὔθαδες . Ξ ὑπέρκομπον ] σοβαρόν . θ ὀρθῶς ] |
| , ὅτι ἐὰν ταῦτα πράξῃς , τοῖς μὲν πολεμίοις ἐπιτετειχικὼς ἔσει , φιλίαν δὲ πόλιν διασεσωκώς , εὐκλεέστατος δὲ ἐν | ||
| . ἀλλ ' ἐν πράγμασιν , Στρατοφάνη , καινοῖς ] ἔσει σὺ σφόδρα τ ' ἀνελπίστοις τισίν . οὗ δοκεῖς |
| ὅτι τὰς προλήψεις οὐκ ἐφαρμόζει . ὁ δ ' ὅτι πτωχός ἐστιν , ὁ δ ' ὅτι πατέρα χαλεπὸν ἔχει | ||
| πράττων , τῶν ἐπιτηδείων σπανίζων , τῶν ἐφημέρων ἀπορῶν , πτωχός , πτωχεύων , ἀγείρων , προσαιτῶν , μισθωτός , |
| , ἀνὴρ Ἰταλὸς καὶ τῶν εὖ γεγονότων . ὃς ἄγαν συνετὸς ὢν καὶ πεπαιδευμένος καὶ ψυχῆς ἀνδρείαν πλουτῶν τοῖς τε | ||
| ἡδύβιος , κατωφερὴς εἰς γυναῖκας , Ἑρμοῦ δὲ εὐπαίδευτος , συνετὸς καὶ ἐρωτικὸς εἰς παῖδας , Ἡλίου δὲ καὶ Σελήνης |
| ἁμαρτάδος τῆς τ ' ὀφειλομένης κατὰ τῶν καὶ ἔργῳ ἐπιορκησάντων ἔνοχον τιμωρίης . Πόνοι οἱ ἑκούσιοι πόνοισι τοῖσι μετὰ ταῦτα | ||
| δαιμόνων , ὦ ἄνδρες δικασταί , ἐπιδεικνύειν ὑμῖν δεῖ Φαίνιππον ἔνοχον ὄντα τοῖς ἀνεγνωσμένοις ἢ ὅνπερ τρόπον ἐγὼ νῦν ἐπιδεικνύω |
| τὸ κοινὸν κατέθηκας . καὶ οὐ τοῦτο δεῖ λογίζεσθαι , πότερος ἄρα ἀριθμῷ πλείω συμβέβληται ἡμῶν , ἀλλ ' ἐκεῖνο | ||
| ὦ σχέτλιοι πομπαίφεῦ φεῦ δύο διολλῦσαι : αἰαῖ . † πότερος ὁ μέλλων ; † ἔτι γὰρ ἀμφίλογα δίδυμα μέμονε |
| μισθωταῖς οἰκοῦσι ; καὶ ἀνάσχου μέντοι , ὦ σοφιστά , ἐλεγχόμενος . Νὴ Δί ' , ἔφη ὁ Σωκράτης , | ||
| σπάνιον γὰρ τὸ ἀγαθόν . σοφὸν τίμα μετὰ θεόν . ἐλεγχόμενος ἵνα γένῃ σοφὸς χάριν ἴσθι τοῖς ἐλέγχουσιν . ὁ |
| κυρῶ καὶ βεβαιῶ , ἐξ οὗ καὶ ὁ νομοθέτης . τίθεμαι τῷ δόγματι ἀντὶ τοῦ προσέχω τὸν νοῦν τῷ δόγματι | ||
| τὰ χρήματά μου , εἰς ἐνέχυρον ὑποτίθημι . , ἐνέχυρον τίθεμαι , εἰς τὰς χεῖρας ἐκείνων δίδωμι ἐνέχυρα , ἐνέχυρα |
| εὔγλωττος καὶ εὔστομος ὡς τὰ κρόταλα “ . κίναδος : ἀπατητικός . εἴρηται δὲ ἀπὸ μεταφορᾶς τῆς ἀλώπεκος . κοινῶς | ||
| , τούτῳ ὑπάρχει λέγειν γόης , ἀπατεών , ἐπίβουλος , ἀπατητικός ἐξαπατητικός , δολερός , ὕπουλος , ποικίλος , πολύτροπος |
| ' εἴρηκεν ὁ Κύνουλκος , ἀλλ ' ἐρωτικὸς μὲν εἶναι ὁμολογῶ , ἐρωτομανὴς δὲ οὔ . τίς δ ' ἔστ | ||
| δείξῃ τις ἢ φωνήν τι ἢ ψυχὴν ἔχον , ἀδικεῖν ὁμολογῶ καὶ παραβαίνειν τὸν νόμον . Πῶς ἐπινεφεῖ τὸ πρῶτον |
| , φημί , κύριε , ὁ υἱὸς τοῦ θεοῦ εἰς δούλου τρόπον κεῖται ἐν τῇ παραβολῇ ; Ἄκουε , φησίν | ||
| τοῦ δέοντος ἔχεται : δεῖ γάρ , ἐπεὶ υἱὸς διαφέρει δούλου καὶ τὰς ἀρχὰς αὐτῶν διαφόρους εἶναι . ἡ μὲν |
| δρόμον ὀδυρμόν , ἀνακαλοῦντας αὑτοὺς ὀνόματι , ὧν καὶ τὸ πρᾶγμ ' ἤκουον : εὐτυχῶς δέ τι λοφίδιον ἦν ἐνταῦθ | ||
| ” ἐγώ , “ περίεργός εἰμι , ” καὶ τὸ πρᾶγμ ' αὐτῶι λέγω , ὡς εὗρον , ὡς ἀνειλόμην |
| : μισόδημος μισόπολις , μισολόγος , μισοπόνηρος , μίσεργος , μισάνθρωπος μισόθεος , μισογύνης μισότεκνος , μίσιππος , μισόθηρος , | ||
| ἀγνώμων , ἀνεπιεικής , μικρόψυχος , ἀσεβής , δυσσεβής , μισάνθρωπος , μικρόφρων , ὀλιγόφρων , ἢ κατὰ Ξενοφῶντα μικροπρεπής |
| ζῆν ἔρχετ ' ἀποθανούμενος . Δούλῳ γὰρ οἶμαι πατρίδος ἐστερημένῳ χρηστὸς γενόμενός ἐστι δεσπότης πατρίς . Εἴ τίς φησι τοὺς | ||
| τέκνον : ἐφίημι γάρ . Ὁ Τιμοκλῆς οὗτος ἔστι μὲν χρηστὸς ἀνὴρ καὶ φιλόθεος καὶ τοὺς λόγους πάνυ ἠκρίβωκε τοὺς |
| ' ἑνὸς μ γράφεται : ἄμαθος γὰρ λέγεται παρὰ τὸ ἀμαθὴς * καὶ * ἀμέτρητος εἶναι καὶ ἐν συγκοπῇ ἄμος | ||
| καὶ οὐκ εὐτελὴς ὤν , ἠλίθιος δὲ μᾶλλον , οἷον ἀμαθὴς καὶ ἀνόητος , ὃς εἰ παιδευθείη καλὸς ἂν εἴη |
| ἄλλως δεικνύειν , οὐ κατά τινα ἁπλοῦν τρόπον , ἀλλὰ πανούργως . ἰδεῖν δὲ ψηφοπαικτοῦντά τινα , παραλογισθέντα καὶ ἐξαπατηθέντα | ||
| Γ κομψευριπικῶς : πανούργως ὡς ὁ Εὐριπίδης . κομψευριπικῶς ] πανούργως . Γ κομψευριπιδικῶς : ἀντὶ τοῦ εὐριπιδικῶς , δεινῶς |
| παρῄνει καὶ τὴν γῆν διένεμε , καὶ δωρεὰς αἰτεῖν τοῖς ἀξίοις ἐπέτρεπε καὶ τῶν οὐκ ἀξίων ἐνίοις ἐδίδου παρὰ γνώμην | ||
| τοῖς αἰτοῦσι τροφῶν καὶ τὰς ἑστιάσεις παρέχομεν καὶ οὐ τοῖς ἀξίοις . ιγʹ . ἴσως ἂν κτλ . κοινῇ εἰ |
| εἵλετο φαίδιμος Ἕκτωρ : σημειοῦνταί τινες τοῦτον διὰ τὸ τὸν τραγικὸν Ἀστυδάμαντα παράγειν τὸν Ἕκτορα λέγοντα : δέξαι κοινήν μοι | ||
| ' ἔχεις ἄπλατον ἐν τοῖς ὠσίν . καταπεσεῖν τι βούλομαι τραγικὸν πέσημα . πάντων γέ τοι μέτρον ἐστὶ τοὐπιεικές . |
| , καὶ διὰ τοῦτο αἱρετόν ἐστιν . αἱρεῖται γὰρ ὁ σπουδαῖος καὶ ζῆν καὶ αἰσθάνεσθαι καὶ νοεῖν , ὅτι αἰσθάνεται | ||
| τὸ ἡδὺ καὶ τὸ ἵλεων τοῦτο : ἵλεως δὲ ὁ σπουδαῖος ἀεὶ καὶ κατάστασις ἥσυχος καὶ ἀγαπητὴ ἡ διάθεσις ἣν |
| νῦν . ἔστω δ ' οὖν τὸ γένος ἡμῶν μὴ φαῦλον , εἴ σοι φίλον , σπουδῆς δέ τινος ἄξιον | ||
| καὶ δι ' ἑαυτὰ ζητοῦνται , φευκτὸν δέ ἐστι καὶ φαῦλον : τοῦ γὰρ φι - λεῖν τοὺς παῖδας , |
| τρόπον : ἕως δ ' ἂν ᾖ οὗτος ἄπληστος ἀνελεύθερος ἀλαζὼν δειλός , ἐν ἐνδείᾳ καὶ σπάνει ἔσται . Καὶ | ||
| . Γ ὡς ἀλαζὼν Γ : ὡς ἀπὸ τῆς ὄψεως ἀλαζὼν φαίνεται . Γ Ἱεροκλέης Γ : οὗτος μάντις ἦν |
| σήμερον Σικὶμ λεγομένη πόλις ἀσυνέτων : ὅτι ὡσεί τις χλευάσαι μωρὸν οὕτως ἐχλευάσαμεν αὐτούς : ὅτι καίγε ἀφροσύνην ἔπραξαν ἐν | ||
| ἱερὰν καθαίρεται , ἄλλος ἐπαοιδαῖς ἐπιθετῶν ἐμπαίζεται , Ἰουδαῖος ἕτερον μωρὸν ἐξᾴδει λαβών . ὁ δὲ θεραπείαν ἔλαβε παρὰ τῆς |
| ηὐξημένον . Ὁ μὲν λόγος θαυμαστὸς , ὁ δὲ λέγων ἄπιστος : ἐπὶ τῶν ἐπαγγελλομένων μείζω ἢ δύνανται . Ὁ | ||
| ἢ πλῆθός τι τοιαύταις ψυχαῖς κεχρημένον , οὐδεὶς οὕτως ἦν ἄπιστος , ὡς μὴ πιστεύειν τὸ τῆς ψυχῆς αὐτοῖς πάντη |
| ἁπλῆν καὶ βέβαιον ὑποδεῖξαι τοῦ βίου . Ταῦτα μὲν δὴ φρονῶν προσῄειν αὐτοῖς , ἐλελήθειν δ ' ἐμαυτὸν εἰς αὐτό | ||
| τούτους λέγω , καὶ σφόδρα γε . Πολλάκις ἄρα εἷς φρονῶν μυρίων μὴ φρονούντων κρείττων ἐστὶν κατὰ τὸν σὸν λόγον |
| τοῦτο καὶ τὸ ἀλεξιφάρμακος ἀπὸ τοῦ ἀλέξω γέγονε καὶ τοῦ κακός , ἀλεξώκακος καὶ τροπῇ τοῦ ω εἰς ι ἀλεξίκακος | ||
| ἐφ ' ἑστίαν . πρὸς τοῖσδε νῦν ἄκουσον ὡς φαίνηι κακός : χρῆν ς ' , εἴπερ ἦσθα τοῖς Ἀχαιοῖσιν |
| ἄνδρα ἐφεξῆς πρόθυμον εἶναι , καὶ ὅπως μηδεὶς μήθ ' ἑκὼν μήτ ' ἄκων ἀνατρέψει τοῦτο σκοπεῖσθαι , ἐπειδὰν δὲ | ||
| ; Ἔμοιγε . Πότερον δὲ γραμματικώτερον κρίνεις , ὃς ἂν ἑκὼν μὴ ὀρθῶς γράφῃ καὶ ἀναγιγνώσκῃ ἢ ὃς ἂν ἄκων |
| κυριεύσας ἐπεξῆλθε . καὶ διὰ τοῦτο ἦν εὐεργέτης ἀπέχθεσθαι : ἐχθρὸς γενέσθαι . διακομίζεται : ἄγεται . ἐς τὴν ἤπειρον | ||
| ἔσται , ὡς μή μοι τρύζητε παρήμενοι ἄλλοθεν ἄλλος . ἐχθρὸς γάρ μοι κεῖνος ὁμῶς Ἀΐδαο πύλῃσιν ὅς χ ' |
| σε προσληψόμενος . ᾤετο γὰρ τὸν ὄντα οὗ νῦν ὢν τυγχάνεις μηδὲν φιλανθρωπίᾳ ποιεῖν , πάντα δὲ ἀργυρίου . ἐγὼ | ||
| σφόδρα τούτους τοὺς λόγους ἀκροώμενος , οὓς καὶ σὺ νῦν τυγχάνεις δὴ διεξιών , ἄγαμαι . Εἶπον οὖν ἐγὼ ὅτι |
| μᾶλλον πέφυκε τἀνθρώπῳ . Ὁ δ ' αὖ οὐ πάνυ πονηρὸς καθέστηκεν ἀπὸ τῆς τῶν χρωμάτων τεκμαιρομένων ἡμῶν οἰκειότητος . | ||
| ἔλυσε τοὺς νόμους : εἰ δ ' ἐκβαλεῖν ἀπάτην ἣν πονηρὸς ἄνθρωπος ἐνέθηκέ σοι , μένει μὲν Ἱεροκλῆς ἐν τῷ |
| μὴ ὄντα ἀπὸ τῶν διὰ τοῦ ευω , διὰ τὸ δουλεύω , δουλεῖα : λατρεύω , λατρεῖα . Εἰς α | ||
| : ” παῖς ἠπειρώτης ἀπὸ Βαβυλῶνος πατρὶ νησιώτῃ γράφει : δουλεύω βασιλεῖ δῶρον ἐκ σατράπου δοθείς , οὔτε δὲ ἵππον |
| δοκοίην εἶναι ἀξιοφίλητος μᾶλλον κοινωνός , εἴ σοι τὸ σῶμα πειρῴμην παρέχειν τὸ ἐμαυτοῦ ἐπιμελόμενος ὅπως ὑγιαῖνόν τε καὶ ἐρρωμένον | ||
| , μήτε ἀποκρυπτοίμην τι τῶν ὄντων μηδέν , ἢ εἰ πειρῴμην σε ἐξαπατᾶν λέγων τε ὡς πλείω ἔστι μοι τῶν |
| ποτε γένηται . ἐὰν μὴ ἱκανῶς φιλοσοφήσῃ τις , οὐδὲ ἱκανός ποτε λέγειν ἔσται περὶ οὐδενός . ἡ ῥητορικὴ ἂν | ||
| τὸ περὶ τοῦ οὐρανοῦ ὡς ἔστι πνιγεύς , καὶ ὡς ἱκανός ἐστι τὸν ἥττω λόγον διδάσκειν καὶ τὸν κρείττονα , |
| , ῥᾴδιος , πρόσοδον τὴν πολιτείαν πεποιημένος : ὕπουλος , δολερός , ἐπίβουλος , κακοήθης , ἀπατεών , ἐπιβουλεύων , | ||
| μὲν ψόγου δύστροπος , κακοήθης , εἴρων , ἐπίβουλος , δολερός , ὕπουλος , ἐπίσκιος : τοῦ δ ' ἐπαίνου |
| ὑπὸ χολῶν βλαπτομένους . Ἡ Σελήνη οἴκοις ἢ ὁρίοις Ἑρμοῦ ἀγχίνους , δριμεῖς , ἐπικερδεῖς , παιδεραστὰς δὲ καὶ φιλογυναίους | ||
| , ἵνα καὶ διὰ θεωρίας τὴν τέχνην ἰσχύσῃ παραλαβεῖν : ἀγχίνους δὲ πρὸς τὸ ῥᾳδίως τοῖς λεγομένοις καὶ γινομένοις παρακολουθεῖν |
| εἰ καιροῦ λάβοιτο , ὀκνήσειεν ἱεροσυλεῖν , οὔθ ' ὁ ἱερόσυλος κλέπτειν . ὅταν δὲ ἐλάττονι συγκρίνωμεν , οὕτως ἐροῦμεν | ||
| : ὥσπερ ὁ ἐξ ἱεροῦ τὰ ἰδιωτικὰ ὑφελόμενος τὸ μὲν ἱερόσυλος εἶναι ἀρνεῖται κλέπτην δέ φησιν ἑαυτόν : διὰ τοῦτο |
| ἡ τῶν πραγμάτων ἔκβασις ἀκολουθεῖ . Ἀλλὰ μὴν οὐδὲ ὡς οὐδέτερόν γε ἀληθὲς ἐνδέχεται λέγειν , οἷον ὅτι οὔτε ἔσται | ||
| συμψεύδονται ἀλλήλαις , ὅπερ ἐσήμηνε διὰ τοῦ οὐδ ' ὡς οὐδέτερόν γε ἀληθές , ἐπεὶ πρῶτον μέν , φησίν , |
| γάρ με δόξαι πτωχὸν εἶναι τήμερον , εἶναι μὲν ὅσπερ εἰμί , φαίνεσθαι δὲ μή : τοὺς μὲν θεατὰς εἰδέναι | ||
| οὖν οὐκ ἐρεῖ παρῆλθον τόδε , νῦν δὲ ἐν ἄλλῳ εἰμί ; Εἰ δὲ καὶ ἐφορᾷ τὰ ἀνθρώπων , πῶς |
| , καὶ φρονοῦς ' ὅτι ἔργοις πεπονθὼς ῥήμασίν ς ' ἀμύνομαι . Οὔτοι καθέξω θυμόν , ἀλλ ' ἄξω βίᾳ | ||
| δόκιμα , ἀμυνοῦμαι , ἀμύνασθαι , ἠμυνάμην , ἀμυνοῦμεν , ἀμύνομαι : τὸ δὲ ὄνομα ἀδόκιμον . Ἀποτάσσομαί σοι ἔκφυλον |
| : ὕπτιον δὲ κεῖσθαι , τὰ σκέλεα ἐκτεταμένον , οὐκ ἀστεῖον : εἰ δὲ καὶ καταῤῥέοι προπετὴς ἐπὶ πόδας , | ||
| . πλέον ἢ ἐνιαυτῷ πρεσβύτερος ὑπὸ τῆς ἀηδίας γίνομαι : ἀστεῖον . τὸ γὰρ ὑπὸ τῆς ἀηδίας οὕτω διατίθεσθαι , |
| ἡ τρὺξ καὶ ὁ ῥύπος τοῦ ἐλαίου . ἀλαζών ] ἀναιδής , κενόδοξος . , ὑπερήφανος . ἀλαζών . . | ||
| : κυνώπιδος , ἀναιδοῦς : κύνειρον ἁπαλόν : κυνοθρασὺς , ἀναιδής : σεσημείωται τὸ κοῖλον , ἐξ οὗ καὶ τὸ |
| δυστυχίαν . ὥσπερ γὰρ τὰ νοσήματα ἀλλήλοις ἐπιπλεκόμενα , τἀναντία δοκοῦντα πολ - λάκις , χαλεπὴν καὶ ἄπορον ποιεῖ τὴν | ||
| οἷς βούλεται γενέσθαι , κατορθοῦν , ὃ βούλεται , μὴ δοκοῦντα ἐναντία οἷς θέλει λέγειν ; ἡ κακία ἡ ἐν |
| τοῦ Διὸς μαλακισθήσομαι καὶ θηλύνους γενήσομαι , ἤτοι θῆλυς καὶ ἄνανδρος τὸν νοῦν , καὶ παρακαλέσω τὸν ἐμοὶ μεγάλως μισούμενον | ||
| τὰ γυναικῶν πράττειν . ἀποτῆξαι λιμῷ : οἷον ἀποκτεῖναι . ἄνανδρος γυνή : ἡ μὴ ἔχουσα ἄνδρα . ἁπλούστατος : |
| μονοσύλλαβα διὰ τὰ ὑπὲρ μίαν συλλαβήν , οἷον διὰ τὸ χαρίεις χαρίεντος : πρόσκειται ὀνόματα διὰ τὰς μονοσυλλάβους μετοχάς , | ||
| Ἄρτος δ ' ἀναλαβὼν ἐξένισεν ἡμᾶς καλῶς . ξένος γε χαρίεις ἦν ἐκεῖ μέγας καὶ λαμπρός . Λακεδαιμόνιοί θ ' |
| ὡς ἐπ ' ἐκείνου : συνεχῶς τις κρινόμενος τυραννίδος ἐπιθέσεως πλούσιος ἐξαργυρίσας τὴν οὐσίαν ἔρριψεν εἰς θάλασσαν , καὶ κρίνεται | ||
| , τί οἴεσθ ' ὁπότ ' ἄνθρωπος πένης ἢ καὶ πλούσιος , πολλὰ δ ' ἀνηλωκὼς καί τιν ' ἴσως |
| τοῖς ἔργοις ἂν μάλιστα διάγοις ἀφ ' ὧν δύνασαι πορίσαι σαυτῷ βίον . τοῦ κε κορεσσάμενος : ὅταν , φησίν | ||
| πολλῶν ὧν εἶχεν ἔχοντος : ᾧ καὶ τῶν σαυτοῦ διδοὺς σαυτῷ τοῦτ ' ἂν ἐποίεις : δεῖ γὰρ ἐν ταῖς |
| ἐκεῖνα : ἢ ἐλεύθερος ἢ δοῦλος , ἢ πεπαιδευμένος ἢ ἀπαίδευτος , ἢ γενναῖος ἀλεκτρυὼν ἢ ἀγεννής , ἢ ὑπόμενε | ||
| . Ἄγροικος ὁ ἐν ἀγροῖς διατρίβων , ἀγροῖκος δὲ ὁ ἀπαίδευτος . Τὰ εἰς ας ἀρσενικὰ δισύλλαβα βαρύτονα ἔχοντα τὸ |