τοῦτ ' ἐσθ ' , ὁρᾷς , Ἑλληνικὸς πότος , μετρίοισι χρωμένους ποτηρίοις λαλεῖν τι καὶ ληρεῖν πρὸς αὐτοὺς ἡδέως
ἀναγκαίοις ἡ ταλαιπωρίη . , Δου . εὐτυχὴς ὁ ἐπὶ μετρίοισι χρήμασιν εὐθυμεόμενος , δυστυχὴς δὲ ὁ ἐπὶ πολλοῖσι δυσθυμεόμενος
6845329 ποτος
* Ἲς καὶ Λᾶρις ποταμοὶ Ἰταλίας . * ποτὰ ὁ ποτός ἐστι . νῦν δὲ τὸ σχῆμα μεταπλασμός ἐστιν ἀπὸ
γυμνὸς γίνεται γυμνής , ὁμαλός ὁμαλής , τρανός τρανής , ποτός ποτήςλαμβάνεται γὰρ καὶ ἐπὶ θηλυκοῦ ὁ τύπος : ἐδητύος
6300875 πινων
φάσκων . γράφει δ ' οὕτως : Εὐκράτης ὁ Κόρυδος πίνων παρά τινι σαθρᾶς οὔσης τῆς οἰκίας ἐνταῦθα , φησίν
τὰ τῶν φίλων . . . . . πολλὸν δὲ πίνων καὶ χαλίκρητον μέθυ , οὔτε τῖμον εἰσενέγκας οὔτε .
6032190 ψυκτηρι
τὸ μὲν γὰρ ἕτερον λουτρόν ἐστιν , οὐ πότος , ψυκτῆρι πίνειν καὶ κάδοις : θάνατος μὲν οὖν . πίνειν
τὸ μὲν γὰρ ἕτερον λουτρόν ἐστιν , οὐ πότος , ψυκτῆρι πίνειν καὶ κάδοις . θάνατος μὲν οὖν . ἡμίκακον
5965980 ποτηριοις
καὶ ὃ μέν , ὡς πρόκειται , παραιτεῖται πίνειν μεγάλοις ποτηρίοις , ὃ δὲ τὸν Σωκράτην παράγει τῷ ψυκτῆρι πίνοντα
ἄξιον δ ' ἐστὶ ζητῆσαι εἰ οἱ ἀρχαῖοι μεγάλοις ἔπινον ποτηρίοις . Δικαίαρχος μὲν γὰρ ὁ Μεσσήνιος , ὁ Ἀριστοτέλους
5922842 κατακεισθαι
δόξεις τι , οὐχὶ λήκυθον . ἐξὸν γυναῖκ ' ἔχοντα κατακεῖσθαι καλὴν καὶ Λεσβίου χυτρῖδε λαμβάνειν δύο : ὁ φρόνιμός
τόπον , δίδωσι δὲ τὸ μέγιστον οὐ πλέον ποδόςἀνάγκη ἀγαπῶντα κατακεῖσθαι πρὸς τὸ μέτρον συνεσταλμένον . πολλῷ δ ' ἂν
5906892 ληρειν
γινώσκειν . μέθης καιρὸς οὐδὲ εἷς οὐδενὶ ἐπεὶ μηδὲ τοῦ ληρεῖν . νέος εὐφυέστατος μὴ παιδαγωγίᾳ συζῶν διαφερόντως γίνεται κακός
, Ἑλληνικὸς πότος , μετρίοισι χρωμένους ποτηρίοις λαλεῖν τι καὶ ληρεῖν πρὸς αὐτοὺς ἡδέως . τὸ μὲν γὰρ ἕτερον λουτρόν
5876071 πεινων
κακὸν τῶν σκυτοτόμων κατ ' ἐπήρειαν γεγένηται . οὗτος μέντοι πεινῶν οὕτως οὐπώποτ ' ἔτλη κολακεῦσαι . ὥστε ποιοῦντες χρησμοὺς
εἰς τὸ φονευθῆναι πιπράσκουσιν : καὶ πωλεῖ μὲν ἑαυτὸν ὁ πεινῶν , ὁ δὲ πλουτῶν ὠνεῖται τοὺς φονεύσοντας . καὶ
5874865 ὀψον
. καὶ χιόνα μὲν πίνειν παρασκευάζομεν , τὸ δ ' ὄψον ἂν μὴ θερμὸν ᾖ , διασύρομεν . καὶ τὸν
, ἐξ οὗ παιδίον αὐτῷ γεννᾷ , τρεῖς χαλκοῦς εἰς ὄψον δίδωσι καὶ τῷ ψυχρῷ λούεσθαι ἀναγκάζει τῇ τοῦ Ποσειδῶνος
5865460 γελων
νέος . Μάρψηται : καταλάβῃ . μάρψῃ : κρατήσῃ . γέλων : γέλωτα , εὐφροσύνην . ἐπιθήσεται : ποιήσει ,
καὶ δῆτα πολὺν ἡ μίλτος , ὦ Ζεῦ φίλτατε , γέλων πάρεσχεν , ἣν προσέρραινον κύκλῳ . τὸ τριώβολον δῆτ
5838557 ταριχος
δὲ ταχέως ἀργυρίου χλῆδον λαβών σκυτίνῃ πότ ' ἐν χύτρᾳ τάριχος ἐλεφάντινον ἧψε ποντιὰς χελώνη πευκίνοισι κύμασιν , καρκίνοι ποδήνεμοί
τοὺς ἀκροατάς : ἀγανακτοῦντος δέ τὴν Ἀναξιμένους ἔφη διάλεξιν ὀβολοῦ τάριχος διαλέλυκεν . . . : Ἕρμιππος δέ φησι Θεόκριτον
5798377 Μενδαιον
μόνον Πρωταγόραν ἐθεράπευε καὶ περιεῖπεν , ἀλλὰ καὶ Ἀντίμοιρον τὸν Μενδαῖον καὶ τοὺς ἄλλους μαθητὰς Πρωταγόρου , καὶ ἐκκενώσας τὸ
. . . πέπωκ ' ἐγώ , μὰ Δία τὸν Μενδαῖον . ὅτι τὸ ἀναπίπτειν κυρίως ἐπὶ ψυχῆς ἐστιν ,
5770881 ὁτιη
' ἐν οἴνῳ συμπόται σοφώτατοι . Ὀρθῶς γ ' , ὁτιὴ νήφοντες οὐχ ὑγιαίνομεν . Ἢν τοὺς Ἀθηναίους ἐγὼ πείσω
ὁμίχλη κατέχει πάντων ἀγαθῶν ἀνάμεστος . Ἆρ ' οἶσθ ' ὁτιὴ πρὸς ἄνδρας ἐστί σοι μάχη , οἳ τὰ ξίφη
5655588 ὁτωι
⌋ συμβουλεύοντα : τοῦτο μὲν γάρ ⌊ λαβεῖν ⌋ ⌊ ὅτωι πολεμήσετε ⌋ βουλομένων , οὐχ ἃ τῆι πόλει ⌊
χρόνωι συνισχνανεῖ . τοὔνομα μὲν οὖν παῖδ ' οἶδ ' ὅτωι κατήινεσας , γένους δὲ ποίου χὠπόθεν μαθεῖν θέλω .
5640158 ἐπριαμην
ὥσπερ ὁ Πρίαμος τὸν Ἕκτορα , ὅσον εἵλκυσε τοσοῦτον καταθεὶς ἐπριάμην . Ἄλεξις : αἰεὶ δὲ καὶ ζῶντ ' ἐστὶ
ἐγὼ γὰρ ἥκω νῦν ἀγοράσας οὐδὲ ἓν ἔμψυχον : ἰχθῦς ἐπριάμην τεθνηκότας μεγάλους , κρεᾴδι ' ἀρνὸς ἐσθίειν πίονος ,
5634708 κᾀτ
πάλιν οἴκαδε . Ὦ Θρᾷττα , τὴν κίστην κάθελε , κᾆτ ' ἔξελε τὸ πόπανον , ὅπως λαβοῦσα θύσω τοῖν
ζῴων τε βίον δένδρων τε φύσιν λαχάνων τε γένη . κᾆτ ' ἐν τούτοις τὴν κολοκύντην ἐξήταζον τίνος ἐστὶ γένους
5630734 πινε
' οὖν ἀκούσας καὶ μαθὼν ἐμοῦ πάρα εὔφραινε σαυτὸν , πίνε , τὸν καθ ' ἡμέραν βίον λογίζου σὸν ,
Ἀγχιάλην ἔδειμεν ἡμέρῃ μιῇ . σὺ δ ' ἔσθιε , πίνε , ὄχευε , ὡς τά γε ἄλλα οὐδὲ τούτου
5565592 εἰμ
' , ὦ πάτερ . νῦν δ ' ἄθλιος μέν εἰμ ' ἐγώ , τλήμων δὲ σύ , οἰκτρὰ δὲ
λάβηι σε , θάνατος ξένιά σοι γενήσεται . εὔνους γάρ εἰμ ' Ἕλλησιν , οὐχ ὅσον πικροὺς λόγους ἔδωκα δεσπότην
5525963 ἡδομαι
μοι φακούς , μὰ τὸν Δί ' : οὐ γὰρ ἥδομαι . ἢν γὰρ τράγῃ τις , τοῦ στόματος ὄζει
ἐν Ναυπλίῳ νυμφικὸν Ἐλύμνιον . Γ # ἥδομαί γ ' ἥδομαι : κορωνίς . εἰσελθόντων τῶν ὑποκριτῶν ὁ χορὸς μόνος
5524697 ἐλογιζετο
στρατεύειν οὐκ εἶναι ἐν ταῖς συνθήκαις . ὁ μέντοι Ἐπαμεινώνδας ἐλογίζετο καὶ ἐν Πελοποννήσῳ σφίσιν ὑπάρχειν Ἀργείους τε καὶ Μεσσηνίους
πατέρα . Εἶεν : ἀλλὰ τί μᾶλλον ἡ Χρυσηὶς ταῦτα ἐλογίζετο ἃ σὺ λέγεις ἢ ὁ Χρύσης καθ ' αὑτόν
5510306 κλαιειν
παραστατεῖ ] ἔρχεται . ἀείδειν ] λέγειν . μινύρεσθαι ] κλαίειν . ἀντίμολπον ] τὸ ἐναντιούμενον πρὸς τὸν ὕπνον .
' ἐγὼ οὐ κυνήσομαι τοιόνδε πῶμα , τὴν Κύκλωπος ἀμαθίαν κλαίειν κελεύων καὶ τὸν ὀφθαλμὸν μέσον ; ἄκου ' ,
5508289 ἠγορασμενον
ὅμοια πράττομεν καὶ θύομεν ; ὅπου γε τοῖς θεοῖς μὲν ἠγορασμένον δραχμῶν ἄγω προβάτιον ἀγαπητὸν δέκα , αὐλητρίδας δὲ καὶ
γ ' ἢν λέγῃς . τὸ γὰρ παραλαβόντ ' ὄψον ἠγορασμένον , πάτερ , ἀποδοῦναι σκευάσαντα μουσικῶς διακόνου ' /
5463043 καδοις
ς ' ἐπὶ τἀμὰ στρώματα . τί δῆτα κρεάγρας τοῖς κάδοις ὠνούμεθα , ἐξὸν καθέντα γρᾴδιον τοιουτονὶ ἐκ τῶν φρεάτων
εὕροιμ ' ἂν λεπτὸν καί τι μελιχρὸν ἔπος . ἀλλὰ κάδοις Χίου με κατάβρεχε καὶ λέγε παῖζε , Ἡδύλε .
5461524 διαπεπραγμενος
θεράπων , οὐκ οἶδ ' ὅ τι οὗτος μεγαλεῖόν ἐστι διαπεπραγμένος ἐπαβελτερώσας τὸν πάλαι γ ' ἀβέλτερον . λέγουσι δὲ
θεράπων , οὐκ οἶδ ' ὅ τι οὗτος μεγαλεῖόν ἐστι διαπεπραγμένος , ἐπαβελτερώσας τὸν πάλαι γ ' ἀβέλτερον . οὐδεμίαν
5456538 κοὐ
χειν [ [ ἄλλοϲ ἄλλωι ] γὰρ [ γέγηθε ] κοὔ τι ταυτ [ [ ! ! ! ! !
βελτίων τ ' ἐϲ πάντ [ ] ' ἀνήρ . κοὔ ] τι πολλὰ δεῖ λέγειν ? ? ? [
5452966 μεμψιμοιρον
ἐν Γέταις χαλαζᾶν καὶ ἐν Αἰθίοψιν εὐωχεῖσθαι . Τὸ δὲ μεμψίμοιρον οὐδὲ οὕτω διαφυγεῖν ῥᾴδιον , ἀλλὰ πολλάκις οἱ μὲν
] διὰ μέσου ταυτὶ ] ταῦτα τὸν φόρτον ] τὸν μεμψίμοιρον ἁρπασόμενος ] μέλλων ἁρπάσαι ἡδὺ πράττειν ] πρᾶγμα εὐτυχεῖν
5449923 ἀνδρ
' Ἑρμῆ , μὴ λέγε , ἀλλ ' ἔα τὸν ἄνδρ ' ἐκεῖνον οὗπέρ ἐστ ' εἶναι κάτω : οὐ
τεμένεα νέμεται καὶ δαῖτας ἐΐσας δαίνυται , ἃς ἐπέοικε δικασπόλον ἄνδρ ' ἀλεγύνειν : πάντες γὰρ καλέουσι . πατὴρ δὲ
5449055 μενεω
αὐτός , ἐπεὶ τόδε κάλλιόν ἐστιν , ἐν μεγάροις ] μενέω , φύλακας δὲ μετείσομαι ὦκα , ! ! !
τοῦ Χρύσου εὐχῆς μετενήνεκται . . . . Ο . μενέω νηῶν ἐν ἀγῶνι : ὅτι νηῶν ἀγῶνι τῷ ἀθροίσματι
5365987 μεθυων
ἧ μακάριόν σε καὶ περίβλεπτον ἅπασι πεποίηκεν . ἤδη δὲ μεθύων ὁ Μιθριδάτης τί δὲ ταῦτ ' ἔστιν , ὦ
ὅσα ἡ νεωτεροποιὸς ἐν αὐτῷ κακία πρότερον εἰργάζετο , ἃ μεθύων ἀδυνάτως καταλαβεῖν εἶχε . τίνι μέντοι καταρᾶται , σκεπτέον
5353787 διψην
τὸ πρὸς βίαν πίνειν ἴσον [ κακὸν ] πέφυκε τῷ διψῆν βίᾳ . ὅθεν εἴρηται καὶ τὸ οἶνος ἄνωγε γέροντα
ὑπὸ τῶν κατηναγκασμένων : καὶ γὰρ ῥιγοῦν ποτε ὁμολογοῦμεν καὶ διψῆν καὶ τοιουτότροπά τινα πάσχειν . ἀλλὰ καὶ ἐν τούτοις
5344103 Ἀνθρακας
τῶν ἐφ ' οἷς ἤλπισαν διαψευσθέντων , ὡς Λουκιανός : Ἄνθρακάς μοι τὸν θησαυρὸν ἀπέφηνας . Ἂν πολλὰ βάλῃς ,
, ἄνθρακες ἡμῖν ὁ θησαυρὸς πέφυκε . Καὶ πάλιν , Ἄνθρακάς μου τὸν θησαυρὸν ἀπέφηνας . Ἄξιος τοῦ παντός :
5329460 φαγειν
οὐκ ἐσθίει ἵνα ἀποθάνῃ : λελέπτυνται : ἆρά γε ἰσχύουσα φαγεῖν οὐ τρώγει διὰ τὸ θέλειν ἀποθανεῖν , ἢ κἂν
καὶ ζέματα διὰ πηγάνου καὶ ἀνίσου . καὶ πολλάκις σκόροδα φαγεῖν καὶ πίνειν ἀντιδότους , ὅσαι πάνυ τὸ θερμαίνειν ἔχουσιν
5321585 προβατιον
φλεγματίῳ κρατεῖ περισσῷ . Ἂν εὐειματῇς , ταῦτα πρὸ σοῦ προβάτιον εἶχεν . Ἂν χρυσοφορῇς , τοῦτο τύχης ἐστὶν ἔπαρμα
θύομεν : ὅπου γε τοῖς θεοῖς μὲν ἠγορασμένον δραχμῶν ἄγω προβάτιον ἀγαπητὸν δέκα , αὐλητρίδας δὲ καὶ μύρον καὶ ψαλτρίας
5304860 χὠ
' ὅδε μὲν δώσει δίκην : προσέρχεται γὰρ ὁ πρύτανις χὠ τοξότης . Τουτὶ πονηρόν . Ἀλλ ' ὑπαποκινητέον .
: κοὐκ ἔστ ' ἄελπτον οὐδέν , ἀλλ ' ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες . Κἀγὼ γάρ ,
5298803 γεραροις
τεκόντας γενέτην σὸν ἢ τεκοῦσαν , ἐπέων φέρουσαν εὖχος , γεραροῖς νόμοις κομῶσαν . Χρόνος ἐστὶ ταῦτα βάζειν , κόρον
πόσιν ἄξιον μετέρχῃ . Ὅθεν , ὦ μάκαιρα , χαίροις γεραροῖς ζυγεῖσα λέκτροις : τετελεσμένας δ ' ἐς ὥρας πάϊν
5293119 εἰπας
ζήσονται τῷ θεῷ . Διατί , φημί , κύριε , εἶπας περὶ τῶν τηρούντων τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ : Ζήσονται τῷ
χοαὶ ἐπὶ τῶν νεκρῶν : οἷον : εἰς τί τοῦτο εἶπας : ἐνέχυρον τῆς σωτηρίας ἡμῖν : λείπει τὸ ἕνεκεν
5292172 ὀργιζομενος
ἐπέλθῃ , ἐπιπεσεῖ , ἀναβράσει . κελεύων : κεντῶν , ὀργιζόμενος . Βουτύπος : ὁ οἶστρος , τὸ κέντρον τοῦ
, τὸ δὲ Αἰσχίνου πως βλάπτει . σωφρονεῖ δὲ καὶ ὀργιζόμενος ὁ ῥήτωρ : κρύπτει γὰρ ἐν προοιμίοις τὴν προσηγορίαν
5279079 ἀνθρωπε
τὸν καρπόν . τί γὰρ πλέον θέλεις εὖ ποιήσας , ἄνθρωπε ; οὐκ ἀρκεῖ τοῦτο , ὅτι κατὰ φύσιν τὴν
ρωτᾶν ἅπαντας ἐν μέρει , Τί γὰρ σύ , ὦ ἄνθρωπε , δέδοικας τὴν πενίαν οὕτως πάνυ , τὸν δὲ
5269062 ἡδυτερον
καθαρθεῖσι , μάλιστα δὲ τοῖς ἐπὶ πλέον κενωθεῖσι τό τε ἡδύτερον καὶ βαθύτερον ἐθέλειν καθεύδειν . μετὰ δὲ τοὺς ὕπνους
θερμῷ κεραννύντας ὡς οἶνον διδόναι , ὡς ἂν τῷ κάμνοντι ἡδύτερον φαίνοιτο . Ἐπιτήδειον δέ ἐστι τοῖς τοιούτοις , τό
5252481 βουλετ
ἐν Δευκαλίωνι ταρίχων τῶνδε μέμνηται : τάριχος ἀντακαῖον εἴ τις βούλετ ' ἢ Γαδειρικόν , Βυζαντίας δὲ θυννίδος εὐφροσύναις ὀσμαῖσι
οὗτος , ὁ τὰ γελοῖ ' εἰθισμένος λέγειν , Βλεπαῖος βούλετ ' εἶναι . νοῦν γ ' ἔχων : πλουτεῖ
5245591 πινειν
οἷς ἔλαβε παρὰ βασιλέως . ἐπεὶ δ ' εἰς τὸ πίνειν ἀφίκοντο , λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ μέγιστον δυνάμενος τῶν
θεὸς ἔδωκεν ἀνθρώποις , ὥστε ὁπόσῳ πλέον ἂν ἐθέλῃ τις πίνειν αὐτοῦ , τοσούτῳ μᾶλλον αὐτὸν νομίζειν καθ ' ἑκάστην
5242899 ἀρισταν
„ . Ὁ αὐτὸς παρεκελεύετο τοῖς ὑπ ' αὐτῷ τασσομένοις ἀριστᾶν καθ ' ὥραν ὡς ἐν Ἅιδου δειπνήσουσιν . Ὁ
αὐτῷ τοῦτο ἐπεπόνθει διὰ τῶν χειρῶν , ἐπεὶ δὲ καὶ ἀριστᾶν ἔδει , χρυσὸν ἐποίει σῖτα καὶ ποτά , καὶ
5228741 κοὐκ
ἐξήσκησαν ᾗ νομίζεται . Ἐπεὶ δὲ παντὸς εἶχε δρῶντος ἡδονὴν κοὐκ ἦν ἔτ ' ἀργὸν οὐδὲν ὧν ἐφίετο , κτύπησε
παῖς : ἀσπιδηφόρου : καλύπτεις ἐν ἀφανείᾳ : κρύπτεις : κοὐκ ἄν γε λέξαιμ ' ἐπ ' ἀγαθοῖσι : πρὸς
5225274 δαιμονιε
τὸν βίον , ἀμελοῦντι πάνυ ἄν τις οἰκείως ἐπείποι : δαιμόνιε , φθίσει σε τὸ σὸν μένος . Τοῦ δὲ
οἶμαι , τύχῃ τινὶ βέβληται . στῆσον τοίνυν , ὦ δαιμόνιε , τὴν βλάβην καὶ μὴ ἐπίτρεπε βαδίζειν : ὡς
5209123 παρεχετε
, ” ζῷα , ὑμεῖς τοῖς λοιποῖς ἔρια εἰς ἐσθῆτας παρέχετε , ἐμοῦ δὲ τρέφοντος ὑμᾶς καὶ τὸ ἱμάτιον ἀφείλεσθε
' ἀξιῶν ὑμᾶς , ὥσπερ τούτοις ἑτοίμως καὶ συνεχῶς αὑτοὺς παρέχετε , οὕτω καὶ λόγου χρηστοῦ ποτε ἀκοῦσαι καὶ τὴν
5203307 ἀνακουφισας
ὃν εἴρηκεν : ὥρα οὖν σοι ἀφυπνίσαντι ἀποτελεῖν αὐτόν . ἀνακουφίσας οὖν τὴν κεφαλὴν ὁ Ἀπολλώνιος „ καὶ μὴν ὅσον
Τοιούτοις ῥήμασιν ὁ μιαρὸς ἐκεῖνος ἄνθρωπος τοῦ μειρακίου τὴν ψυχὴν ἀνακουφίσας καὶ μεστὸν ποιήσας ἐλπίδος καὶ φόβου καὶ πολυπραγμοσύνης ,
5192798 δηθ
. σκαιότατον ] ἀπαίδευτον , ἀπαιδευτότατον . , ματαιότατον . δῆθ ' ] ἀργόν , ἀληθῶς . ἀπὸ . .
φέρων , εἰ μὴ καθαιρήσει τις , ἀποπαρδήσομαι ; Μὴ δῆθ ' , ἱκετεύω , πλήν γ ' ὅταν μέλλω
5184058 κοὐδε
καὶ πόλλ ' ἔμαθον ἐν τοῖσι κουρείοις ἐγὼ ἀτόπως καθίζων κοὐδὲ γιγνώσκειν δοκῶν . πόσου χρόνου γὰρ συγγεγένησαι Νικίᾳ ;
, πάντες ὥστε τοξόται σκοποῦ τοξεύετ ' ἀνδρὸς τοῦδε , κοὐδὲ μαντικῆς ἄπρακτος ὑμῖν εἰμι , τῶν δ ' ὑπαὶ
5167734 περικομμα
' ἰατρῷ ὀξωτά , σιλφιωτά , βολβός , τεύτλιον , περίκομμα , θρῖον , ἐγκέφαλος , ὀρίγανον , καταπυγοσύνη ταῦτ
' ἰατρῷ ὀξωτά , σιλφιωτά , βολβός , τεύτλιον , περίκομμα , θρῖον , ἐγκέφαλος , ὀρίγανον , καταπυγοσύνη ταῦτ
5153154 πολλ
' ἐν Παρασίτῳ : εὖ γ ' ὁ κατάχρυσος εἶπε πόλλ ' Εὐριπίδης , νικᾷ δὲ χρεία μ ' ἡ
. σῖτον δ ' αἰδοίη ταμίη παρέθηκε φέρουσα , εἴδατα πόλλ ' ἐπιθεῖσα , χαριζομένη παρεόντων . αὐτὰρ ὁ πῖνε
5144280 ἐσθιε
καὶ ἀφετῆρος τῆς μολόχης ὡρμημένος . οὐ μόνον οὖν μὴ ἔσθιε μηδὲ ἀφάνιζε τὰς τοιαύτας παρατηρήσεις , ἀλλὰ καὶ αὖξε
νῷν . Τί δὲ δὴ ' γώ ; Τὴν Σίβυλλαν ἔσθιε . Οὔτοι μὰ τὴν Γῆν ταῦτα κατέδεσθον μόνω ,
5136058 τρωγων
κλῆρον : ὥστε χρὴ σκάπτειν πέτρας ὀρείας , σῦκα μέτρια τρώγων καὶ κρίθινον κόλλικα , δούλιον χόρτον . οὐκ ἀτταγέας
μητρῴη . ” τότε δὴ τὸν ἄρνα συλλαβών τε καὶ τρώγων “ ἀλλ ' οὐκ ἄδειπνον ” εἶπε “ τὸν
5127101 ἀπιθι
εἰ τὸ δυνατὸν αὐτῇ πρόσεστι μαθεῖν βούλομαι . ἀλλ ' ἄπιθι καὶ διαμαντευσάμενος ἧκε ταχέως , ἐγὼ δ ' ἐνθάδε
μετὰ προστακτικοῦ , οἷον , ἴθι ποίησον τόδε . . ἄπιθι πρὸς τὸν θεράποντα φησίν . . τοὺς ξυγγεώργους :
5119538 μαγειρος
ἐβουλεύετο τί χρὴ ποιεῖν , ἕως παρελθὼν ὁ Σόφων αὐτῷ μάγειρος τὰ ἐξ Αὔγης εἶπεν Εὐβούλου : τί , ὦ
ρος ῥηματικὰ τῇ ει διφθόγγῳ θέλουσι παραλήγεσθαι , οἷον μάσσω μάγειρος , πέπτω πέπειρος , ὀνῶ ὄνειρος , οὕτως καὶ
5100879 προσαιτων
, πολλῶν δεόμενος σκευαρίων , νῦν δὴ γενοῦ γλίσχρος , προσαιτῶν , λιπαρῶν . Εὐριπίδη , δός μοι σπυρίδιον διακεκαυμένον
τῶν ἐφημέρων ἀπορῶν , πτωχός , πτωχεύων , ἀγείρων , προσαιτῶν , μισθωτός , μισθαρνῶν , πελάτης , θής ,
5099978 βελτιστε
ἐπῄνεσε . τί οὖν οὐ καὶ τοὺς Ἡρακλείδας , ὦ βέλτιστε , ᾐτιάσω , διότι οὐ κατὰ γῆν εἰς Πελοπόννησον
, μὴ πρῶτον μὲν εἴπῃ τί δέ σοι μέλει , βέλτιστε ; κύριός μου εἶ ; εἶτ ' ἂν ἐπιμείνῃς
5097543 δυστυχειν
πρὸς τὸ μὴ εἰς ταύτην ἁμαρτάνοντες τὰ ἐναντία τῆς γνώμης δυστυχεῖν : ἑκατέρωθεν δὲ αὐτῆς δύο Ἔρωτας ἱστῶσιν , τὸν
' ἐζήλωσα πολυτελῆ νεκρόν . Οἴμοι , τὸ γὰρ ἄφνω δυστυχεῖν μανίαν ποιεῖ . Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος
5084562 σιλφιωτα
παρῃτημένος ἅ φησιν Ἀριστοφάνης περὶ Εὐριπίδου , “ ὀξωτὰ καὶ σιλφιωτά : ” ἅπερ , ὡς αὐτός φησι , καταπυγοσύνη
κακῶς , ἔπειθ ' ὑπαλειφόμενος παρ ' ἰατρῷ ὀξωτά , σιλφιωτά , βολβός , τεύτλιον , περίκομμα , θρῖον ,
5082950 μοχθειν
καὶ ἀνθρώποις πολέμιοι ζημιοῦντες αὐτοὺς περὶ τὰ τῆς γῆς καὶ μοχθεῖν πολλάκις μάτην παρασκευάζοντες . Ἱστορίαν μέντοι περὶ αὐτῶν ξενίζουσαν
, τοῖς δὲ μέλλει . Καὶ προκαμὸν ἐν τῷ ἀεὶ μοχθεῖν ἀτολμότερον ἔσται καὶ χρῆσθαι αὐτῷ παρέξει ἀμαχεὶ ὅ τι
5080010 καθευδων
αὐτὸ μέρος καὶ μὴ δυνάμει καὶ ἐνεργείᾳ : ὁ γὰρ καθεύδων Σωκράτης δυνάμει * * * ἐὰν οὖν ταῦτα πάντα
δὲ αὐτήν , ἤκουσα καὶ τοὺς ἐν μυστηρίῳ λόγους , καθεύδων σὺν αὐτῇ ἐν τῇ μέθῃ μου οὓς ἐλάλησα :
5079726 Φερεκρατης
ὧν καὶ ὠνόμαστο . ἀποπροσωπίζεσθαι δὲ τὸ καθαίρειν τὸ πρόσωπον Φερεκράτης εἶπεν : οὐδ ' ἀποπροσωπίζεσθε κυάμοις . τοῦ δὲ
δ ' ἂν εἴη τῶν τὸν οἶνον πιπρασκόντων . καὶ Φερεκράτης μὲν εἴρηκε μηδὲν κοτυλίζειν , ἀλλὰ καταπάττειν χύδην ,
5079263 Φιλοις
δὲ † Ὀμφάλῃ τύραννον αὐτὴν καλεῖ , † χείρων Εὔπολις Φίλοις : ἐν δὲ Προσπαλτίοις Ἑλένην αὐτὴν καλεῖ : ὁ
Μὴ ᾖς ἐπαχθής . Θεὸν σέβου . Γονεῖς αἰδοῦ . Φίλοις βοήθει . Μηδενὶ φθόνει . Ἀλήθειαν ἀνέχου . Ὅρκῳ
5074839 δειπνειν
παρασκευάζεσθαι πολλοῖς ἀνθρώποις καὶ τοὺς ἀπόρους προσιόντας τῶν Ἀθηναίων εἰσιόντας δειπνεῖν . ἐθεράπευεν δὲ καὶ τοὺς καθ ' ἑκάστην ἡμέραν
ἄγειν οὗ κατέκειντο οἱ ἄλλοι , καὶ καταλαμβάνειν ἤδη μέλλοντας δειπνεῖν : εὐθὺς δ ' οὖν ὡς ἰδεῖν τὸν Ἀγάθωνα
5073522 πιν
ἐν τῷ χρησμῷ , φησίν , ὁ θεὸς ηὐτομάτισε : πῖν ' οἶνον τρυγίαν , ἐπεὶ οὐκ Ἀνθηδόνα ναίεις οὐδ
σώφρων τε καὶ ἤπιος . ἀλλὰ σὺ ταῦτα γινώσκων μὴ πῖν ' οἶνον ὑπερβολάδην , πρὶν μεθύειν ἄρξῃ δ '
5072104 ἐκπιειν
, ἢ καὶ ὑπὸ σφέων αὐτῶν , δοκέουσι πολὺ ἂν ἐκπιεῖν . Ὕδωρ ψυχρὸν , δοθὲν ἵνα ἀπεμέσῃ , ὠφελέει
ἐκποθῇ . εἶθ ' ὅταν τὸν οἶνον αὐτὰς αἰτιώμεθ ' ἐκπιεῖν , λοιδοροῦνται κὠμνύουσι μὴ ' κπιεῖν ἀλλ ' ἢ
5069250 μεθυειν
ἢ δοκοὺς ἀριθμεῖν , τὸν μὲν οὔπω κεκαθάρθαι τὸν δὲ μεθύειν φασίν . Ἡ ὑγρότης γὰρ ἡ ἀλλοτρία ἐμπεπτωκυῖα ποιεῖ
, ὅτι οἶδεν Ἀλέξανδρος , κἂν εἰ σφόδρα τις αὐτὸν μεθύειν ὑπὸ τῆς εὐτυχίας ὑπείληφε . . . Τί οὖν
5068348 πινεμεναι
' ἀγέρωχοι . Σὴν δὲ μελικρήτοιο μετὰ γλυκεροῖο μιγέντα ὄρνυε πινέμεναι νύμφην , ἵνα νήπιον υἷα μαστοῖσιν μεθύοντα παρ '
κνήστι χαλκείῃ , ἐπὶ δ ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε , πινέμεναι δ ' ἐκέλευσεν , ἐπεί ῥ ' ὥπλισσε κυκειῶ
5047260 σαωσε
ἀλλ ' Ὀδυσσεὺς ἐπὶ μάστακα χερσὶ πίεζε νωλεμέως κρατερῇσι , σάωσε δὲ πάντας Ἀχαιούς , τόφρα δ ' ἔχ '
αὐτὸς ὑπέκφυγε κῆρα μέλαιναν , ἀλλ ' Ἥφαιστος ἔρυτο , σάωσε δὲ νυκτὶ καλύψας , ὡς δή οἱ μὴ πάγχυ
5042282 κᾀτα
' αὐτόν . εἶτα γνούς πως τοῦθ ' ὑποδεῖται , κᾆτά τις εἶπε τῶν ξυμπινόντων ἤδη σύ ; τί οὐχ
ἔδοξα ἐν τῷ δρόμῳ καὶ ἔξω ἐλάσαι τῶν ὅρων , κᾆτά μοι ἄχθεται καὶ τὴν νύκτα τριπλασίαν τῆς ἡμέρας ποιῆσαι
5040845 ἐσηλθε
ἐθύετο ὅμως αὖθις , μέχρι βραδυνόντων αὐτῷ τῶν ἱερῶν δυσχεράνας ἐσῆλθε καὶ ἀνῃρέθη . τὸ δ ' αὐτὸ καὶ Ἀλεξάνδρῳ
τὴν σφρηγῖδα ἔλεγον ὅτεῳ τρόπῳ εὑρέθη . Τὸν δὲ ὡς ἐσῆλθε θεῖον εἶναι τὸ πρῆγμα , γράφει ἐς βυβλίον πάντα
5035767 ὀψοποιον
ἐὰν Ἰσμηνίᾳ , αὐλητήν : ἀλαζόνα , ἐὰν Ἀλκιβιάδῃ : ὀψοποιόν , ἐὰν Κρωβύλῳ : δεινὸν εἰπεῖν , ἐὰν Δημοσθένει
σώματι εἰδέναι , ὥστ ' εἰ δέοι ἐν παισὶ διαγωνίζεσθαι ὀψοποιόν τε καὶ ἰατρόν , ἢ ἐν ἀνδράσιν οὕτως ἀνοήτοις
5029991 γεροντα
καὶ Κλεῖτον τὸν σοφὸν καὶ Φιλώταν τὸν καλὸν καὶ τὸν γέροντα Παρμενίωνα καὶ τὸν διδάσκαλον Καλλισθένην καὶ Ἀριστοτέλην ἐμέλλησε καὶ
Ἵνα σβέσωμεν τὸ πῦρ . ὦ τύμβε : Ὡς πρὸς γέροντα εἶπεν . ἀντὶ τοῦ ὦ ταφῆναι ἄξιε . [
5029403 ἐθελεις
λύχνον ἐμοῦ βιότοιο φαεσφόρον ἡγεμονῆα . εἰ ἐτεὸν δ ' ἐθέλεις ἐμὸν οὔνομα καὶ σὺ δαῆναι , οὔνομά μοι Λείανδρος
ἄλλοσε ὅποι δύναμαι , ἀπορῶν : ἐπεὶ εἴ γ ' ἐθέλεις σὺ τούτων μὲν ἤδη παύσασθαι πρὸς ἐμὲ τῶν λόγων
5028673 Μικυλλε
τοῦ κολοσσοῦ λέγε . Τί πρῶτον εἴπω σοι , ὦ Μίκυλλε ; τοὺς φόβους καὶ τὰ δείματα καὶ ὑποψίας καὶ
τὰ πορθμεῖα καταβαλεῖν . Τί τοῦτο ; περίμεινον , ὦ Μίκυλλε : οὐ θέμις οὕτω σε διελθεῖν . Καὶ μὴν
5025185 ζωντ
παῖδα . καὶ μὴν τὸν Οἰκλέους γε γενναῖον τόκον θεοὶ ζῶντ ' ἀναρπάσαντες ἐς μυχοὺς χθονὸς αὐτοῖς τεθρίπποις εὐλογοῦσιν ἐμφανῶς
ἐπεξιακχάσας , σοὶ ξυμφέρεσθαι καὶ κτανὼν θανεῖν πέλας , ἢ ζῶντ ' , ἀτιμαστῆρα τὼς ἀνδρηλάτην , φυγῇ τὸν αὐτὸν
5019357 μυρον
τρίπουν τράπεζαν λήψομαι ; οἴνου τε Χίου στάμνον ἥκειν καὶ μύρον . ὡς δὴ τίς ἂν ὤν , ἢ τί
ἐσκευάσθη τὸ παρ ' οὐδενί πω γεγονὸς λιβανώτινον μύρον . μύρον δὲ χρηστὸν μύρῳ εὐτελεῖ ἐπιχεόμενον ἐπιπολῆς μένει . χείρονι
5019088 ἀχρημοσυνη
τὸ ἐπιπολάζον τῇ θαλάσσῃ ἄχνη . ἀχρημοσύνη πενία : “ ἀχρημοσύνη γὰρ ἀνώγει . ” ἀχθομένους βαρυνομένους . ἀχαρίστερον ἀχαριστότερον
: ἐξ ὧν καὶ πενία , ἀκληρία , ἀπορία , ἀχρημοσύνη ἀχρηματία , ἀκτημοσύνη , σπάνις , ἔνδεια ἔκδεια ,
5017393 πονηρε
τις αὐτῷ ταῦτα συγγράφοντι παραστὰς εἴποι : Τί , ὧ πονηρὲ , ἐνοχλεῖς σεαυτῷ ταῦτα συγγράφων καὶ ἃ μὴ οἶσθα
καταρᾶται , καὶ τῶν κακῶν ὁ κίνδυνός σε κοσμεῖ , πονηρὲ καὶ καλέ . ὀκνῶ , δέσποτα , λέγειν ,
5014397 ἀναμνησθητι
νύξ . εἶτα ἀπὸ τοῦ παρελθόντος προτρέψῃ χρόνου λέγων : ἀναμνήσθητι τῆς μνηστείας , ἐν ὅσῳ χρόνῳ γέγονεν , ἐν
συγχωρεῖς , ἄθρει . Ἀλλὰ συγχωρῶ . Τὸν τοίνυν δημοτικὸν ἀναμνήσθητι οἷον ἔφαμεν εἶναι . ἦν δέ που γεγονὼς ἐκ
5014003 Ἀλεξις
φιλοτύραννος , φαλαπεχθήμων , φιλοθεάμον , φιλοθέωρον δ ' αὐτὸν Ἄλεξις εἴρηκεν . φιλολοίδορος , φιλάνθρωπος , φιλοκερδής , φιλόδωρος
ὀνομάζουσιν εἴτε σίττυβον ; πλὴν ὅτι λέγεις ἀγγεῖον οἶδα . Ἄλεξις δὲ ἡδυσμάτων ποιούμενος κατάλογον λέγει : ἄνηθον , μάραθον
5012099 παραστας
τὸ θέρος ἐπὶ ναμάτων ἐκόμιζε χρείαν . ἀφικόμενος δὲ καὶ παραστὰς ἑαυτὸν ἐθεᾶτο τοῖς νάμασι καὶ τὸ μὲν κέρας τῆς
, εἰ μὴ ἄρ ' Αἰνείᾳ τε καὶ Ἕκτορι εἶπε παραστὰς Πριαμίδης Ἕλενος οἰωνοπόλων ὄχ ' ἄριστος : Αἰνεία τε
5009517 Οἰνος
σφοδραί . Οἶνος ἄνωγε γέροντα καὶ οὐκ ἐθέλοντα χορεύειν . Οἶνος καὶ ἀλήθεια : ἐπὶ τῶν ἐν μέθῃ τὴν ἀλήθειαν
: ὁ μηδὲν λαμπρὸν γράφων . Λέγεται δὲ καὶ : Οἶνος καπνίας , ὁ κεκαπνισμένος : καί : Κάπνιος ἄμπελος
5005283 ὀφθησομαι
. καὶ ἐν Δαιταλεῦσιν : ἀπόλωλα : τίλλων τὸν λαγὼν ὀφθήσομαι . Ξενοφῶν δ ' ἐν Κυνηγετικῷ χωρὶς τοῦ ν
” ὁ σός , ὦ Βροῦτε , δαίμων κακός : ὀφθήσομαι δέ σοι καὶ ἐν Φιλίπποις . “ καὶ ὀφθῆναί
5001905 λογισαι
πλείους ] περισσότεροι , πλείονες . σκόπει ] ὅρα , λόγισαι . , στοχάζου . σκοπῶ ] βλέπω , λογίζομαι
αὐτὸ λέγειν οὐκ ἐδόξαμεν : ἔστι δὲ τόδε σὸν εἶναι λόγισαι , πάτερ , τὸ παιδίον , οὐκ ἐμόν :
4986631 ἀπολωλα
, κρατῆρά τ ' αἴρου καὶ τὸν ἥδιστον κέρα . ἀπόλωλα : πέπλων μ ' ὤλεσαν περιπτυχαί . κακός σε
ἐπὶ τῇ λίμνῃ ἑστώς ; Ὅτι , ὦ Μένιππε , ἀπόλωλα ὑπὸ τοῦ δίψους . Οὕτως ἀργὸς εἶ , ὡς
4986077 φακην
ταλαντεύεται : ἀντὶ τοῦ φόβος ἡμᾶς ἔχει διηνεκής . Ὅταν φακῆν ἕψητε , μὴ ἐπιχεῖν μύρον : Στράττις ἔφησε σκώπτων
ζωμὸς μέλας ἐγένετο πρώτῳ Λαμπρίᾳ . ἀλλᾶντας Ἀφθόνητος , Εὔθυνος φακῆν , ἀπὸ συμβολῶν συνάγουσιν ἀρίστων πόρους * * *
4984462 διψωντα
κάρδαμα φαγεῖν πεινῶντι , ἡδὺ δὲ ὕδωρ ἀρυσάμενον ἐκ ποταμῶν διψῶντα πιεῖν . Σωκράτης δὲ πολλάκις κατελαμβάνετο διαπεριπατῶν ἑσπέρας βαθείας
, ἀλλ ' ἐκεῖνοι μὲν ὁρῶντες ῥιγῶντα καὶ θυραυλοῦντα καὶ διψῶντα πολλάκις ἡγοῦντο ἀμελεῖν τοῦ ὑγιαίνειν καὶ τοῦ ζῆν :
4984078 ἀφηκα
εἴπω . . ἐς ταυτὸν ] ἐκεῖσε ὅθεν τοὺς λόγους ἀφῆκα . . ἐστιν πόλις Κάνωβος ] ἀναχρονισμός . ἔστι
Ἀθήνησι κυβευτῶν οἱ ἐξωλέστατοι . τέλος δ ' οὖν λιποθυμήσας ἀφῆκα τοῖς ἐναγέσι λαμβάνειν . οἱ δὲ καὶ τὸ προκόλπιον
4979827 τοὐψον
, πάντες ἴστε : τίς γὰρ ὑμῶν οὐ πώποτε εἰς τοὖψον ἀφῖκται καὶ τὰς δαπάνας τὰς τούτων οὐ τεθεώρηκεν ;
χρηστῶς προσένεγκε δι ' ἅλμης . μηδὲ προσέλθῃ σοί ποτε τοὖψον τοῦτο ποιοῦντι μήτε Συρακόσιος μηθεὶς μήτ ' Ἰταλιώτης :
4979649 ἀεθλον
ἐρέθεσκον ὄνειροι : τὸν ξεῖνον δ ' ἐδόκησεν ὑφεστάμεναι τὸν ἄεθλον οὔτι μάλ ' ὁρμαίνοντα δέρος κριοῖο κομίσσαι , οὐδέ
, καὶ εἶναι τὸν μὲν οὐ φέροντα τὸ τοῦ τέττιγος ἄεθλον τὸν οὐκ ἐθέλοντα ᾄδειν , Πανοπηιάδην δὲ τὸν ὄνον
4977219 κοὐχ
' ἔχρῃζεν οὐ γνωσοίατο . Τοιαῦτ ' ἐφυμνῶν πολλάκις τε κοὐχ ἅπαξ ἤρασς ' ἐπαίρων βλέφαρα : φοίνιαι δ '
ἐπὶ τοῖς ἄμβωσιν ἄνω πέντε κέλητας πεντεσκάλμους , περιαγγέλλειν τε κοὐχ ὑποκαίειν Λυκίων πρυτάνεις : ψυχρὸν τουτί : παύου φυσῶν
4969842 παυε
οὐκ ἔχει . ταῦτ ' ἐννοῶν , ὦ βασιλεῦ , παῦε μὲν φυγάς , παῦε δ ' αἷμα , καὶ
. ἐρωτικὴ πέφυκεν ἡ θεὸς καὶ τοιαύταις ἥδεται γυναιξί . παῦε πρὸς οὐρανὸν ἀναφέρων τὰς ἡδονὰς καὶ γυναιξὶν ἀκολάστοις θεὸν
4967391 ἀναλτον
τὸ τ ἐν τῷ ἄναλτος , Ὅμηρος ς τοῦτον τὸν ἄναλτον . Τινὲς δέ φασιν , ὅτι ἐκ τοῦ ἅλας
βούλεαι , ὄφρ ' ἂν ἔχῃς βόσκειν σὴν γαστέρ ' ἄναλτον . ” τὸν δ ' ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς
4965148 βασκαινει
μοχθηρὰς φύσεις , φιλοτιμία δὲ τὰς λαμπρὰς ἐγείρει , καὶ βασκαίνει μέν τις τὰ μὴ ἑαυτῷ ἐφικτά , ἃ δὲ
καὶ δυσχεραίνειν . „ ἐάν τι δύσκολον συμβῇ , τοῦτο βασκαίνει „ , Φερεκράτης : ” ὁ λαγώς με βασκαίνει
4964852 Διογενες
συμμάχου ; Ὦ χαῖρ ' , Ἀθάνα , χαῖρε , Διογενὲς τέκνον , ὡς εὖ παρέστης : καί σε παγχρύσοις
κατέσχον ἀλίμενόν τε καρδίαν . ὦ Παλλάς , ὦ δέσποινα Διογενὲς θεά , νῦν νῦν ἄρηξον : κρείσσονας γὰρ Ἰλίου
4964037 τυγχανεις
σε προσληψόμενος . ᾤετο γὰρ τὸν ὄντα οὗ νῦν ὢν τυγχάνεις μηδὲν φιλανθρωπίᾳ ποιεῖν , πάντα δὲ ἀργυρίου . ἐγὼ
σφόδρα τούτους τοὺς λόγους ἀκροώμενος , οὓς καὶ σὺ νῦν τυγχάνεις δὴ διεξιών , ἄγαμαι . Εἶπον οὖν ἐγὼ ὅτι
4961886 γενετην
] ? ? ἀδικεῖς . καὶ οὐκ ἔχομεν ? ? γενέτην ἀγριώτατον : ἥμερα φρονεῖ . καὶ καλός ἐστιν ἔφηβος
ἡ δὲ Σελήνη τῆς μητρός . . . . καὶ γενέτην ὀλέκουσι παροίτερον ἠὲ τεκοῦσαν . ταῦτα μὲν ὁ Δωρόθεος
4961270 λαλειν
μοι . Ὁμηρικῶϲ γὰρ διανοεῖ μ ' ἀπολλύναι ; οὕτω λαλεῖν εἴωθα . μὴ τοίνυν λάλει οὕτω παρ ' ἔμοιγ
εἶτα ἑξῆς τὸ διήγημα . ἐμὲ γοῦν ἀναστήσασα δευρὶ προάγεται λαλεῖν ἀπ ' ἀρχῆς πάντα τὸν ἐμαυτοῦ βίον . Διήγησιν
4959838 μωρε
σὺν Ὀρθάγῃ τε κρίμνα καὶ λυκοψίαν μόνον νέοις ἱδρῶτα , μωρὲ Λυκόφρον , οὐδὲν ἄλλο πλὴν ἢ κενοὶ λήρων λόγοι
σὺν Ὀρθάγῃ τε κρίμνα καὶ λυκοψίαν μόνον νέοις ἱδρῶτα , μωρὲ Λυκόφρον , οὐδὲν ἄλλο πλὴν ἢ κενοὶ λήρων λόγοι
4956449 λουσαμενος
τὴν αἰτίαν . καὶ μαθὼν ὅτι πᾶν εἰς γάμους συνηγόρασται λουσάμενος παρῆν ἄκλητος ὡς τὸν νυμφίον . καὶ μετὰ τὸ
ἱερόν . ἤδη δὲ βαθείας ἑσπέρας εὐπορήσας ὑπηρετῶν , αὐτόθι λουσάμενος ὑπὸ λαμπτῆρος ἀπὸ μικρᾶς πάνυ τροφῆς ἀνεπαυόμην . καὶ
4954903 γελασας
κατὰ παιδίων προυνικῶν ἕτοιμον ὠνήσω μορμολύκιον . “ ὁ δὲ γελάσας λέγει ” Αἴσωπε , εἴσελθε εἰς τὸν ἐνδότερον τρίκλινον
λαβὼν καὶ τοὺς τῶν ἀδικησάντων σε ὁμήρους προσλαβὼν ἄπιθι . γελάσας ὁ Ξενοφῶν εἶπεν : Ἢν οὖν μὴ ἐξικνῆται ταῦτ

Back