σὺν Ὀρθάγῃ τε κρίμνα καὶ λυκοψίαν μόνον νέοις ἱδρῶτα , μωρὲ Λυκόφρον , οὐδὲν ἄλλο πλὴν ἢ κενοὶ λήρων λόγοι | ||
σὺν Ὀρθάγῃ τε κρίμνα καὶ λυκοψίαν μόνον νέοις ἱδρῶτα , μωρὲ Λυκόφρον , οὐδὲν ἄλλο πλὴν ἢ κενοὶ λήρων λόγοι |
. . ὥσπερ παρὰ τὸν δείσω μέλλοντα γίνεται δεινὸς καὶ κλείσω κλεινός , οὕτως καὶ παρὰ τὸν θήσω μέλλοντα τὸν | ||
παρὰ Βοιωτοῖς κτλ . . , : κλεινός : κλείω κλείσω κλεινός . . , : κλωστήρ : παρὰ τὸ |
προφέρει , παρὰ τυραννίδι , χὠπόταν ὁ λάβˈρος στρατός , χὤταν πόλιν οἱ σοφοὶ τηρέωντι . χρὴ δὲ πρὸς θεὸν | ||
σφηκιὰν ἐκθύψομεν . σιγᾶτέ νυν : δόλον γὰρ ἐξεπίστασαι : χὤταν κελεύω , τοῖσιν ἀρχιτέκτοσιν πείθεσθ ' . ἐγὼ γὰρ |
ξένε , λίην τόσον ἠὲ χαλίφρων , † ἢ ἑκὼν μεθίεις : πᾶς γὰρ μὴ μανθάνων ἢ φύσεως ἀντιπραττούσης πάσχει | ||
ὦ ξεῖνε , λίην τόσον ἠὲ χαλίφρων , ἠὲ ἑκὼν μεθίεις καὶ τέρπεαι ἄλγεα πάσχων . πᾶς γὰρ μὴ μανθάνων |
] ἔχω τοὺς πόδας ἐν τῇ στήλῃ κοιμώμενος : ἀναβάδην ἀναπαύομαι : Ἤγουν , ἐπάνω ἔχω τὸν πόδα εἰς τὸν | ||
αὐτό . . . . † ἀνελίνυον : ἐνδίδωμι , ἀναπαύομαι παρὰ τὸ εἰλῶ , ἵν ' ᾖ τὸ ἐν |
ἀνῄρηκας , ἵνα μή με ἀναλάβῃ , μηδὲ τῆς οὐσίας σχῇς κοινωνόν : καὶ τὰ τοιαῦτα : ὁ δὲ ἐπὶ | ||
, ἀλλὰ δέδοικας μὴ οὐ σχῇς μάγειρον , μὴ οὐ σχῇς ἄλλον ὀψωνητήν , ἄλλον τὸν ὑποδήσοντα , ἄλλον τὸν |
ἀπαλλαγέντα τῶν κατ ' ἀγορὰν πραγμάτων , κεκτημένον ζευγάριον οἰκεῖον βοοῖν , ἔπειτ ' ἀκούειν προβατίων βληχωμένων τρυγός τε φωνὴν | ||
, ὦ βοῦ . Δυϊκά . Τὼ βόε , τοῖν βοοῖν , ὦ βόε . Πληθ . Οἱ βόες , |
τὸ τ ἐν τῷ ἄναλτος , Ὅμηρος ς τοῦτον τὸν ἄναλτον . Τινὲς δέ φασιν , ὅτι ἐκ τοῦ ἅλας | ||
βούλεαι , ὄφρ ' ἂν ἔχῃς βόσκειν σὴν γαστέρ ' ἄναλτον . ” τὸν δ ' ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς |
ἐν τῷ χρησμῷ , φησίν , ὁ θεὸς ηὐτομάτισε : πῖν ' οἶνον τρυγίαν , ἐπεὶ οὐκ Ἀνθηδόνα ναίεις οὐδ | ||
σώφρων τε καὶ ἤπιος . ἀλλὰ σὺ ταῦτα γινώσκων μὴ πῖν ' οἶνον ὑπερβολάδην , πρὶν μεθύειν ἄρξῃ δ ' |
τὸ α πρῶτος ἐδίκαζε , καὶ οἱ ἄλλοι ὁμοίως . ὑβρίζει αὐτήν . . λαχοῦς ' : Κληρωθεῖσα . ἔπινες | ||
, λυτικοὶ κακῶν . Λωβᾶται , βλάπτει , λυμαίνεται , ὑβρίζει . Μαθηματικόν , ἀντὶ τοῦ φιλομαθῆ . ἐν Τιμαίῳ |
κακῶν , ὦ παῖ , γλίχει ; Εἰρήνη βαθύπλουτε καὶ ζευγάριον βοεικόν , εἰ γὰρ ἐμοὶ παυσαμένῳ τοῦ πολέμου γένοιτο | ||
, εἰ μὴ μισόδημον ἦν σφόδρα . Εἰρήνη βαθύπλουτε καὶ ζευγάριον βοεικόν , εἰ γὰρ ἐμοὶ παυσαμένῳ τοῦ πολέμου γένοιτο |
Οὐρανίας καινὸς θεράπων : ἐθέλει δὲ γᾶρυν ἐκ στηθέων χέων αἰνεῖν Ἱέρωνα . Βαθὺν δ ' αἰθέρα ξουθαῖσι τάμνων ὑψοῦ | ||
ὀλίγην ναῦν , ἀλλὰ μεγάλην παρασκευάζεσθαι : τὴν δὲ ὀλίγην αἰνεῖν οὕτω λέγει , ὡς εἰώθαμεν λέγειν χαίρειν ἐᾶν τὴν |
ταύτῃ Μοῖρά πω τελεσφόρος κρᾶναι πέπρωται , μυρίαις δὲ πημοναῖς δύαις τε καμφθεὶς ὧδε δεσμὰ φυγγάνω : τέχνη δ ' | ||
τελέσαι πέπρωται ] μεμοίρασται μυρίαις ] πολλαῖς πημοναῖς ] βλάβαις δύαις ] κακοπαθείαις καμφθεὶς ] κατεργασθείς , ταλαιπωρήσας ὧδε ] |
Ὑπερείδης δὲ ἀντὶ τοῦ ἔχειν . καὶ ἄγειν ἀντὶ τοῦ ὑποκρίνεσθαι καὶ ἄγειν ἀντὶ τοῦ τιμᾶν καὶ ἄγειν ἀντὶ τοῦ | ||
πάντα λέγοντα Ἀλκμήνα καλέσασα χρέος κατέλεξε νεοχμόν , καί νιν ὑποκρίνεσθαι ὅπως τελέεσθαι ἔμελλεν ἠνώγει : μηδ ' εἴ τι |
δηλοῖ , οὔτε λογισμῷ τινι τὸ συμφέρον εὕρηται ἐπὶ τῶν ὑοσκύαμον εἰληφότων , ἤ τι τοιοῦτον δηλητήριον προσενεγκαμένων , κα | ||
τελμάτων , σταφυλῖνον ἑφθόν , οἱ δὲ φύλλα Περσικῶν , ὑοσκύαμον , μήκωνα , βολβούς , σίδια , ψύλλιον , |
ἐν ἀφνειοῦ ἀνδρὸς μέγα δυναμένοιο ἢ γάμῳ ἢ ἐράνῳ ἢ εἰλαπίνῃ τεθαλυίῃ . ἤδη μὲν πολέων φόνῳ ἀνδρῶν ἀντεβόλησας , | ||
ὑδροποτεῖν . ἡδὺ . . ἐστ ' ἐν δαιτὶ καὶ εἰλαπίνῃ τεθαλυίῃ τέρπεσθαι μύθοισιν , ἐπὴν δαιτὸς κορέσωνται , Ἡσίοδος |
ἔχοι πεῖραν τῶν κατὰ θάλατταν . τύνη δ ' ὦ Πέρση : σὺ δὲ ὦ Πέρση τῶν γεωργικῶν ἔργων ἀεὶ | ||
κατὰ παρολκὴν κεῖται . Ὁ δὲ νοῦς τοιοῦτος : ὦ Πέρση , μὴ ἀργὸς ἐν ταῖς ἀγοραῖς καὶ τοῖς πωλητηρίοις |
κάμπη δὲ τὰ κήτη . πολλῶν * γὰρ * ἐν σπλάγχνοισι καμπέων καὶ κητῶν τυμβευθήσεται νήριθμος καὶ ἀμέτρητος ἐσμὸς βρωθεὶς | ||
Ὁκόταν τὸ τῆς ψυχῆς θερμὸν τῆς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τοῖσι σπλάγχνοισι καὶ τῇσι φλεψὶ γένηται πλέον τοῦ ἐν τούτοισι τοῖσι |
μορίων τὴν φάβα οὐκ ὀνομάζει , καίτοι Αἰσχύλου ἐν τῷ σατυρικῷ Πρωτεῖ οὕτω μνημονεύοντος τοῦ ὄρνιθος : σιτουμένην δύστηνον ἀθλίαν | ||
στενόστομον αὐτὸ καλεῖν , εἴρηται δὲ τοὔνομα ἐπὶ ἀμφορέως ἐν σατυρικῷ δράματι Κήρυξι τοῖς Αἰσχύλου στενόστομον τὸ τεῦχος . ἔξεστι |
περὶ τῶν λοιπῶν διεξίω , ἱκανῶν καὶ ὡσαύτως ὄντων καὶ ἀμείλικτον διαθρύψαι καρδίαν , μή τί γε τὴν σήν , | ||
πρὸς Ἀθηναίους , διὰ σίτου ἀποπομπῆς ἀμοιβαῖον αἰτοῦντες , καὶ ἀμείλικτον ἄρχοντα τοῦτον ἐκβαλόντες . Ἄλλως . ὅτε Ξέρξης ἐπ |
ὅπερ οἱ πολλοὶ ἀτράφαξυν καλοῦσι . Φερεκράτης Κοριαννοῖ : ἀδράφαξυν ἕψους ' , εἶτ ' ὀκλὰξ καθημένη . ἀδύνατα εἶναι | ||
κόρον ἡβώοντα γῆρας ἀποξύσας ' εἰδυίῃσι πραπίδεσσι φάρμακα πόλλ ' ἕψους ' ἐπὶ χρυσείοισι λέβησιν . Αἰσχύλος δ ' ἐν |
ἀρετῆς ἀνευρὼν κατεκέντει καὶ ἀνῄρει τῷ λόγῳ τὴν μισάρετον καὶ φιλήδονον γένεσιν καὶ τοὺς τόπους , ἐξ ὧν ἐβλάστησαν αἱ | ||
ἄλλα κλονούμενα καὶ σαλευόμενα , | πατάξας καὶ συλλογισάμενος τὸν φιλήδονον κρύπτει ἐν τῷ σποράδι καὶ πεφορημένῳ νῷ , ὃς |
χλοερὸν δρέπων δὲ φύλλον ἐδόκει τελεῖν Κυθήρην . ἄγε , θυμέ , πῆι μέμηνας μανίην μανεὶς ἀρίστην : τὸ βέλος | ||
μέροϲ λόγου κ ! [ τοῦδε ϲυμπλέκειν [ ἔγειρε , θυμέ , γλῶτταν [ εὐκέραϲτον ὀρθουμένην εἰϲ ὑπόκριϲιν λόγων . |
ἐκ τῶν ὕπνων , ὥσπερ οἱ παῖδες , θαμὰ ἐγειρόμενος δειμαίνει καὶ ζῇ μετὰ κακῆς ἐλπίδος : τῷ δὲ μηδὲν | ||
Ἀτος . ὅστις δὲ ἰὼν ἐπὶ τὸν πλησίον κακῶς ποιήσων δειμαίνει , μὴ ἃ θέλει ποιῆσαι ἁμαρτὼν τούτων ἃ μὴ |
δ ' ἐν πέμπτῳ ζῴων μορίων καὶ κεντρίνην φησί τινα γαλεὸν εἶναι καὶ νωτιδανόν . Ἐπαίνετος δ ' ἐν ὀψαρτυτικῷ | ||
μελανούρου : ἐσθιέτω δὲ νάρκην καὶ ῥίνην καὶ βατίδα καὶ γαλεὸν καὶ τρυγόνα καὶ βατράχους , τῶν δὲ ἄλλων μηδέν |
αἰγῶν ποίμνας τ ' εἰροπόκων ὀίων , θυμῷ γ ' ἐθέλουσα , ἐξ ὀλίγων βριάει κἀκ πολλῶν μείονα θῆκεν . | ||
εἰς τὴν μεγίστην με πόλιν αὖθις φέρουσα ἐμβαλεῖν οὐ κακοῦν ἐθέλουσα ἔπραττε , κακὸν δέ τι κἀνταῦθα ἰωμένη . ὁρῶσα |
πῶς οὖν ἄν τις περιφανέστερον ἐπιδεῖξαι δύναιτο , ὅτι γῆς ἐργάτην ἀλλ ' οὐ γεωργὸν ὁ νομοθέτης νομίζει τὸν φαῦλον | ||
ἂν ὕστερον . Καλῶς νομίζεις . Ἀλλ ' ὅμως τὸν ἐργάτην πέμψον τινὰ στελοῦντα , μηδὲ τοῦτ ' ἀφῇς . |
Ναί . Φίλον δὲ ἢ οὐ φίλον ἡ ὑγίεια ; Φίλον . Ἡ δὲ νόσος ἐχθρόν . Πάνυ γε . | ||
ὅταν ἴδῃ διψῶντα τὸν στρατιώτην τῆς μάχης . . . Φίλον γὰρ οἶμαι ἑκάστῳ τὸ ἐπιχώριον , κἂν Αἰγύπτιος ἥκῃ |
. δόμων ] τῶν . ἄγαλμα ] τὴν εὐπρέπειαν . μιαίνων ] μολύνων . παρθενοσφάγοισι ] παρθενικοῖς . ῥείθροις ] | ||
ὅταν ὁ Ἀχιλεὺς ἀνελὼν τὸν Ἕκτορα ἐφ ' ἅρματος ἕλκῃ μιαίνων τὴν γῆν τῷ ἐκείνου αἵματι . ἐκεῖνό α ς |
, ὁ δ ' ἄνευ τούτων δυσκάθαρτος ὢν ἀφιστάσθω : λήσεται γὰρ οὐδέποτε τὸν τὰ ἐν μυχοῖς τῆς διανοίας ὁρῶντα | ||
Οὐκοῦν δοκεῖ σοι πολλῆς προμηθείας γε προσδεῖσθαι , ὅπως μὴ λήσεται αὑτὸν εὐχόμενος μεγάλα κακά , δοκῶν δ ' ἀγαθά |
ἄγειν δέρος , ἤν κ ' ἐθέλῃσθα , πειρηθείς : ἐσθλοῖς γὰρ ἐπ ' ἀνδράσιν οὔτι μεγαίρω ὡς αὐτοὶ μυθεῖσθε | ||
τὸ ἥσυχοι , τὰ ἔργα τῆς γῆς ἐκαρποῦντο , σὺν ἐσθλοῖς πολλοῖς , ἤγουν φιλαλληλίᾳ , δικαιοσύνῃ , καὶ τοῖς |
ἀπὸ τότε οὖσα παῦσον σου κάματον ἐν σώματι : μηκέτι κάμνε ὡς ἐπιζητεῖν τίς οὐρανὸς ἢ πόθεν ὕδωρ . εἰ | ||
, εἴπερ τι φιλεῖς ἀκοὰν ἁδεῖαν αἰεὶ κλύειν , μὴ κάμνε λίαν δαπάναις : ἐξίει δ ' ὥσπερ κυβερνάτας ἀνήρ |
. Εἶδαρ : βρῶμα . δήμητρι : ἄρτῳ . Πηκτοῖσι δώροισι : τυρῷ , τυροῖς , τῷ πεπηγμένῳ τυρῷ . | ||
, τῶν τε θυραίων τῶν τ ' ἀγοραίων , βωμοὶ δώροισι φλέγονται : ἄλλη δ ' ἄλλοθεν οὐρανομήκης λαμπὰς ἀνίσχει |
τᾶν ὀίων ἕπεται σκοπός : ἃ δὲ βαΰσδει εἰς ἅλα δερκομένα , τὰ δέ νιν καλὰ κύματα φαίνει ἅσυχα καχλάζοντος | ||
τυγχάνῃ δεικτική . τὸ ἑξῆς : τὰν κύνα βάλλειεἰς ἅλα δερκομένα , ὥστε τὰ λοιπὰ διὰ μέσου . τᾶν ὀΐων |
πυρὸς κλινθεὶς ὁπλίσσατο δόρπον ἀμορβός . ἐν δὲ θέρει χρειὼ φυγέειν φλογόεσσαν ἐνιπὴν ἄζαν τ ' ἠελίου : κέλομαι δ | ||
πλευσεῖται πορευσεῖται ῥευσεῖται . οὕτω γοῦν καὶ „ ἄρκιον ἐσσεῖται φυγέειν „ . Δίων μέντοι ἔσσειται προπαροξυτόνως φησὶ λέγων ὅτι |
Καὶ τότε δὴ περὶ κῆρι Ποσειδάων ἐχολώθη υἱωνοῖο πεσόντος ἐν αἰνῇ δηϊοτῆτι , βῆ δ ' ἰέναι παρά τε κλισίας | ||
καὶ θαλάμους κεραϊζομένους καὶ νήπια τέκνα βαλλόμενα ποτὶ γαίῃ ἐν αἰνῇ δηιοτῆτι . διὰ πολλοὺς οὖν τρόπους τὸν μετ ' |
? ? τοῦτο κἀξεπίϲταμαι ? ? ? ? ? ? φρενὶ ? ? ] ! οορφανιμαλιϲνιων ? ! ! ! | ||
δέ τ ' ἀκούει . ἀλλ ' ἀπάνευθε πόνοιο νόου φρενὶ πάντα κραδαίνει . αἰεὶ δ ' ἐν ταὐτῶι μίμνει |
καὶ τὸν Περδίκκαν καὶ τὸ Σιμωνίδου ” σὺν πορδακοῖσιν ἐκπεσόντες εἵμασιν ” ἀντὶ τοῦ διαβρόχοις , καὶ ἐν τῇ ἀρχαίᾳ | ||
ἀγλαΐῃ κομόωντα . ὡς δέ τις ἠϊθέων ὑπὸ νυμφοκόμοισι γυναιξὶν εἵμασιν ἀργεννοῖσι καὶ ἄνθεσι πορφυρέοισι στεψάμενος , πνείων τε Παλαιστίνοιο |
Πυθίαν εἰπεῖν , Λυδὲ γένος , πολλῶν βασιλεῦ , μέγα νήπιε Κροῖσε , μὴ βούλου πολύευκτον ἰὰν κατὰ δώματ ' | ||
ὁ Ἡσίοδος ὡς πρὸς τὸν ἀδελφὸν λέγων ” ἐργάζευ , νήπιε Πέρση “ πᾶσι παραινεῖ . οὕτω καὶ ὁ Ἰσοκράτης |
. Οὐ γεωργῶν Κυναίγειρος τὰς Ἀθήνας ἠλευθέρου , οὐκ ἐν ἀμήτῳ Καλλίμαχος τοὺς Μήδους ἐξέβαλλεν , οὐκ ἐν γεωργοῖς ἐστρατήγει | ||
τοὺς καλουμένους ἄρτους : τὰς δὲ σκίλλας ἐν τῷ πυρῶν ἀμήτῳ , τηνικαῦτα γάρ εἰσι μάλιστα ἀκμαίαι . Τῶν οὔρων |
δ ' ἐπέμυξαν . τὸ δὲ ἐγείρεσθαι ἀθρόως τὰς παρειμένας ὕπνωι οὐ πιθανόν : κατὰ βραχὺ οὖν ἐκ προσβάσεως τὴν | ||
πατρὸς ἐτιμωρήθη ὑπὸ Μίνωος . πνέονθ ' . . . ὕπνωι ] τὸ ἑξῆς : ἀπώλεσεν ἁ κυνόφρων Νῖσον πνέοντα |
' ἀγνοήσῃς πῆμα μαλθαχθεῖς ' ὕπνῳ . ἄλγησον ἧπαρ ἐνδίκοις ὀνείδεσιν : τοῖς σώφροσιν γὰρ ἀντίκεντρα γίγνεται . σὺ δ | ||
τε βουλευτοῖσιν ἐν καλύμμασιν . ἆρ ' ἐξεγείρῃ τοῖσδ ' ὀνείδεσιν , πάτερ ; ἆρ ' ὀρθὸν αἴρεις φίλτατον τὸ |
γεγονὸς βλέπων . λῶστον παρὰ τὸ λῶ τὸ θέλω . νημερτὴς ἀπὸ τοῦ νη στερητικοῦ μορίου καὶ τοῦ ἁμαρτάνω ὁ | ||
ἀμφιβεβήκῃ , τῆμος ἄρ ' ἐξ ἁλὸς εἶσι γέρων ἅλιος νημερτὴς πνοιῇ ὕπο ζεφύροιο , μελαίνῃ φρικὶ καλυφθείς , ἐκ |
καὶ παιδδωἇν . Ἁγῆται δ ' ἁ Λήδας παῖς ἁγνὰ χοραγὸς εὐπρεπής . Ἀλλ ' ἄγε , κόμαν παραμπύκιδδε χερὶ | ||
δ ' οὔτ ' ἐπαινῆν οὔτε μωμήσθαι νιν ἁ κλεννὰ χοραγὸς οὐδ ' ἁμῶς ἐῆι : δοκεῖ γὰρ ἤμεν αὔτα |
ταῦτα ταύτῃ Μοῖρά πω τελεσφόρος κρᾶναι πέπρωται , μυρίαις δὲ πημοναῖς δύαις τε καμφθεὶς ὧδε δεσμὰ φυγγάνω : τέχνη δ | ||
Ζεῦ ποτε ] ἄρα ἐνέζευξας ] ἐνέβαλες ἁμαρτοῦσαν ] πταίσασαν πημοναῖς ] βλάβαις ἤγουν τοῖς δεσμοῖς ἔ ἔ ] τοῦτο |
[ δράκων πάροικος ? [ [ γοργωπὰ ] ? ? λεύσσων [ πήληκα σείων , οὗ φοβ ? [ ποιμένες | ||
. ἀλλ ' ὦ δι ' ἁγνῶν [ ] ἐμπύρων λεύσσων τύχας Δαναοῖσιν ? , [ εἰπὲ ] τῇδε συμφορὰν |
γάρ τοι χθιζὸς ἐμυθεόμην ἐνὶ οἴκῳ σοί τε καὶ ἰφθίμῃ ἀλόχῳ : ἐχθρὸν δέ μοί ἐστιν αὖτις ἀριζήλως εἰρημένα μυθολογεύειν | ||
κάτ ' [ εἰς Κόρινθον ] οὐ Μαγνησίαν ναῖεν : ἀλόχῳ δὲ Κολχίδι συνάστεος θράνου Λεχαίου τ ' ἄνασσε : |
πόδας ἐπιθυμίας , ἡδίστην ἂν σχοίη τὴν μέριμναν , οἱονεὶ ἀμέριμνος λοιπόν ἐστιν . τὰ δ ' εἰς ἐνιαυτόν : | ||
σάλην , ἣ σημαίνει τὴν φροντίδα . ἀσαλής : ὁ ἀμέριμνος . οὕτως Ἡρωδιανὸς καὶ Ἀπολλόδωρος . καὶ γὰρ ἀσαλέαν |
δὲ τὴν ὅλην ὑφαντικὴν ἐδήλωσε . καὶ ὅμηρος : ἱστὸν ἐποιχομένην καὶ ἐμὸν λέχος ἀντιόωσαν : Τοῦτο βούλεται εἰπεῖν , | ||
ἡμετέρῳ ἐνὶ οἴκῳ ἐν Ἄργεϊ , τηλόθι πάτρης , ἱστὸν ἐποιχομένην καὶ ἐμὸν λέχος ἀντιόωσαν , πόσης τινὸς ὑπερηφανίας ; |
. ὦ δαιμόνι ' ἀνδρῶν , μὴ φθονερὸν ἴσθ ' ἀνδρίον . κατ ' ἀντιβολίαν δέκα τάλαντ ' ἀπετισάμην . | ||
ἐκείνη αἰδεσθεῖσα λύσσαν τοῖς κυσὶν ἐμβάλλει , κἀκεῖνον κατέφαγον . ἀνδρίον : δυσγενὲς καὶ ἀνελεύθερον ἀνθρώπιον : ὑποκοριστικῶς . ἀνδρίον |
τι ὀργίλος ἐστίν , μή τι μηνιτής , μή τι μεμψίμοιρος ; ἂν αὐτῷ φανῇ , πατάσσει τὰς κεφαλὰς τῶν | ||
τὰ περὶ τῆς Ἀρτέμιδός σοι πιθανὰ ἔδοξεν , ὡς ἐκείνη μεμψίμοιρος οὖσα ἠγανάκτησεν οὐ κληθεῖσα ἐφ ' ἑστίασιν ὑπὸ τοῦ |
, τὸ χαριέστερόν σοι παρῶπται . οὕτω δὲ ὁ χῶρος ἀμύνει σώμασιν , ὥστ ' ἢν μικρὸν ἐνδιατρίψας ἀπέλθῃς , | ||
εἴσεαι ἅσς ' ἐθέλησθα . καὶ νεύρων ἀλεγεινὰ πάθη λεπιδωτὸς ἀμύνει . Δοιὼ δ ' Ἠελίου χρυσότριχε λᾶε πέλονται , |
αὐτοῖς . ἐν κακοῖσι ] ἐν δυστυχίαις . Ξ ἐν κακοῖσι ] ἤγουν ἐν συμφοραῖς . εὐεστοῖ ] εὐδαιμονίᾳ , | ||
ἄλλα ἃ δεῖ πάντα . λδʹ . Ἐπὶ τοῖσι μεγάλοισι κακοῖσι πρόσωπον ἢν ᾖ χρηστὸν , σημεῖον χρηστόν : ἐπὶ |
κοὐδὲν καθαρῶς . ἀλλ ' ἦ Κρονίου Πανὸς τρομερᾶι μάστιγι φοβῆι , φυλακὰς δὲ λιπὼν κινεῖς στρατιάν ; τί θροεῖς | ||
? [ ] δὲ τούτων [ ] ? δρωμένων τίνας φοβῆι ; τοὺς μείζονα βλέποντας ? [ - ] ἀνθρώπων |
, καὶ ἐν Πενθεῖ : μηδὲ αἵματος πέμφιγα πρὸς πέδωι βάληις . . Ὀνομαστ . : τῶν δὲ γυμνασίοις προσηκόντων | ||
οὖσα τῶν ἐμῶν Ἐρινύων μέσον μ ' ὀχμάζεις , ὡς βάληις ἐς Τάρταρον . οἲ ' γὼ τάλαινα , τίν |
ἐμβαλοῦσα λυσσώδη νόσον , ὥστ ' ἐν τοιοῖσδε χεῖρας αἱμάξαι βοτοῖς : κεῖνοι δ ' ἐπεγγελῶσιν ἐκπεφευγότες , ἐμοῦ μὲν | ||
φεύγους ' ἀεὶ ποιμένες , ἐπεὶ σῖγ ' ἐν [ βοτοῖς ἑλίσσεται . . . . . . [ ] |
: ὃς γάρ ῥα μάλιστα ἥνδανε κηρύκων καί σφιν παρεγίνετο δαιτί : “ κοῦροι , ἐπεὶ δὴ πάντες ἐτέρφθητε φρέν | ||
παράστημα γενναῖον ἔχοντα , ὅστις νικῶν ἐπεστεφάνωσεν , ἤγουν ἐκόσμησε δαιτί , τουτέστι δι ' ἑορτῆς , τὸν βωμὸν τὸν |
ἐμάς ; εἰσορῶ : δειλὸν δ ' ὁ πλοῦτος καὶ φιλόψυχον κακόν . κἆιτα σὺν πολλοῖσιν ἦλθες πρὸς τὸν οὐδὲν | ||
: ἦπου τὸν φιλόσοφον ἔδει λιποτάκτην γενέσθαι καὶ λιπόνεων καὶ φιλόψυχον , ῥίψαντα τὴν ἀρετὴν ὡς ἐν πολέμῳ ἀσπίδα . |
ἀσπίδος ἀκαμάτοιο πῦρ ἄμοτον πνείεσκον : ἄνω δ ' ἔψαυε νέφεσσι θεσπεσίη τρυφάλεια . Θοῷ δ ' ἤμελλεν Ἄρηι μάρνασθ | ||
νηπίαχοι περὶ γούνασι πατρὸς ἑοῖο πτώσσουσιν βροντὴν μεγάλου Διὸς ἀμφὶ νέφεσσι ῥηγνυμένην , ὅτε δεινὸν ἐπιστεναχίζεται ἀήρ : ὣς ἄρα |
ἀλλ ' ὅτε δὴ λόχμῃσι λαγωείῃσι πελάσσῃ , ῥίμφ ' ἔθορεν , τόξῳ ἐναλίγκιος ἠὲ δράκοντι συρικτῇ , τὸν ὄρινεν | ||
λευγαλέῳ ζήλῳ περὶ μητέρι μαινόμενος θήρ : ἐκ δ ' ἔθορεν μεμαὼς παιδὸς γενύεσσι ταμέσθαι μήδεα , μὴ μετόπισθε νέον |
ἀπορίηϲ μὴ τάδε τιϲ εὐτυχῇ , μιμέεϲθαι χρὴ καὶ αὔρην ψυχρήν , πτόρθων εὐωδέων ἡδονῆϲ ῥιπίϲι , καὶ ὥρην ἤαροϲ | ||
Ἐν μὲν οὖν τῷ χειμῶνι ξυμφέρει πρὸς τὴν ὥρην , ψυχρήν τε καὶ ξυνεστηκυίην , ὑπεναντιούμενον τοῖσι διαιτήμασιν ὧδε χρέεσθαι |
ἀκμαζόντων , Ἄμμες γέ γ ' ἐσσόμεσθα πολλῷ κάῤῥονες . Ἁλιεὺς πληγεὶς νοῦν οἴσει : ἐπὶ τῶν μετὰ τὸ ἁμαρτῆσαί | ||
; τὸ κέρας κέκραγε , κἂν ἐγὼ σιωπήσω . ” Ἁλιεὺς σαγήνην ἣν νεωστὶ βεβλήκει ἀνείλετ ' : ὄψου δ |
θεωρεῖν , ἑστιᾶσθαι , κοτταβίζειν , συβαριάζειν , ἰοῦ ἰοῦ κεκραγέναι . Εἰ γὰρ ἐκγένοιτ ' ἰδεῖν ταύτην με τὴν | ||
καὶ οἱ ἄλλοι μετεβάλλοντο , ὡς ἅπαντας ὁμοθυμαδὸν μιᾷ φωνῇ κεκραγέναι , κτείνειν τὸν κοινὸν λυμεῶνα , τὸν ἀφ ' |
ἤμβροτες , οὐδ ' ἄρα πώ τι θεοῖς ἐπιείκελ ' Ἀχιλλεῦ ἐκ Διὸς ἠείδης τὸν ἐμὸν μόρον , ἦ τοι | ||
ἀμφιπένονται ἕλκε ' ἀκειόμενοι : σὺ δ ' ἀμήχανος ἔπλευ Ἀχιλλεῦ . μὴ ἐμέ γ ' οὖν οὗτός γε λάβοι |
λίθῳ . τὴν χύτραν , ἐν ᾗ τὰ κρεάδι ' ἧψες ἐζωμευμένα πλὴν εἴ τις πρίαιτο δεόμενος βασκάνιον ἐπικάμινον ἀνδρὸς | ||
ῥόαν . Τὴν χύτραν , ἐν ᾗ τὰ κρεάδι ' ἧψες ἐζωμευμένα . Ἀνήσεις κροκύδα μαστιγουμένην . Ἀλλὰ τὸ στρόφιον |
φακῆν ἥδιστον ὄψων λοιδορεῖς πόθεν ἂν λάβοιμι βύσμα τῷ πρωκτῷ φλέων ; ταυτὶ τὰ κρέ ' αὐτῷ παρὰ γυναικός του | ||
αὐτοῦ καὶ ἐν Ἀμφιαράῳ πόθεν ἂν λάβοιμι βύσμα τῷ πρωκτῷ φλέων ; ] Ἄλλως . κύπειρον καὶ φελεὺς εἴδη εἰσὶν |
τούτῳ σχεδὸν ὃν πάνυ καλῶς ποιητὴς προσεῖπεν ἕτερος , Δωδωναῖε μεγασθενὲς ἀριστοτέχνα πάτερ . οὗτος γὰρ δὴ πρῶτος καὶ τελειότατος | ||
τούτῳ σχεδὸν ὃν πάνυ καλῶς ποιητὴς προσεῖπεν ἕτερος , Δωδωναῖε μεγασθενὲς ἀριστοτέχνα πάτερ . οὗτος γὰρ δὴ πρῶτος καὶ τελειότατος |
, Δημέα , βοᾶις ; τί βοᾶις , ἀνόητε ; κάτεχε σαυτόν , καρτέρει . οὐδὲν γὰρ ἀδικεῖ Μοσχίων σε | ||
τὸ παρακατέχω , ὡς τό : φύλασσε ἀκακίαν , ἢ κάτεχε . φυλάσσω τὸ ἀσφαλίζω , καὶ τὸ ἀπέχω : |
νῶτον ἐπαΐξας περιβάλλεται αἰόλα δεσμά , ἰφθίμων δολιχῇσι ποδῶν σειρῇσι πιέζων , σὺν δέ οἱ ἀκραίῃς κοτυληδόσι θερμὸν ἐρείδει αὐλὸν | ||
ῥοπή . Καταῤῥέξειεν : κατακρατήσειεν . ἐπικλίνοι : ἐπιφέροι . πιέζων : συσφίγγων , ἐπισφίγγων . Ἀστεμφεῖς : ἀχώριστοι . |
τοίνυν προστεθέντος σου τοῖς ἐναντίοις τοιαῦτα παθόντες , οἷα πεπόνθασιν ἡσυχάζοντος , ᾐσθάνοντό σου τῆς ἀρετῆς , πόση νῦν αὐτοῖς | ||
νυκτὸς ἐπελθούσης , καὶ πάλιν ἐμοῦ μὴ διαλεγομένου ἀλλ ' ἡσυχάζοντος . ἀλλὰ δὴ καὶ τὸ ” εἰ νὺξ ἔστιν |
' αὐτός φησι καὶ Χειρίσοφον τὸν Διονυσίου κόλακα ἰδόντα Διονύσιον γελῶντα μετά τινων γνωρίμων συγγελᾶν . ἐπεὶ δ ' ὁ | ||
τε γὰρ τοῖς ὕπνοισιν ἐοῦσιν , εὐθέως ἐπὴν γένωνται , γελῶντα φαίνεται τὰ παιδία καὶ κλαίοντα : ἐγρηγορότα τε αὐτόματα |
Ἄλεξις τὸν μέθυσόν φησιν . φορεῖτε , μασσέτω τις , ἐγχείτω βαθὺν κρητῆρα : ὁδ ' ἀνὴρ οὐ πρὶν ἂν | ||
μὲν ἐλπίς : ὅμως δὲ θαρσαλέως ὁ ἰατρὸς καστόριον βιαζόμενος ἐγχείτω καὶ ὀπὸν Κυρηναϊκὸν μετὰ μέλιτος καὶ ὄξους , καὶ |
. ἑτάροισι : τοῖς κοινωνοῖς καὶ φίλοις , συντεχνίταις , συντρόφοις . Προβέβηκεν : προΐστανται , προέρχεται , προέρχονται . | ||
ὃς ἐκ πατρῴας ἥκων γενεᾶς ἄριστος πολυπόνων Ἀχαιῶν , οὐκέτι συντρόφοις ὀργαῖς ἔμπεδος , ἀλλ ' ἐκτὸς ὁμιλεῖ . Ὦ |
! [ ] , οὐδὲ πιείρης [ ] χθονὸς πατρίδος κακοῖσιν ἐσθλοὺς ἰσομοιρίην ἔχειν . ἐγὼ δὲ τῶν μὲν οὕνεκα | ||
γαλήνῃ , τῶν δὲ συννέφει πάλιν , ζῶσίν τε σὺν κακοῖσιν , οἳ δ ' ὄλβου μέτα φθίνους ' ἐτείοις |
παλινστομεῖς αὖ ; ἤτοι καὶ πάλιν δυσφημεῖς καὶ τὰ αὐτὰ φάσκεις τοῖς πρίν ; ὁ δὲ χορὸς πρὸς αὐτὸν , | ||
παρὰ Κέλσου λόγους . Ἀλλ ' εἰ τὴν μίαν ἐπιστολὴν φάσκεις πολλάς , οὐ ταύτην γε ἔλαβον μόνην , χρηστὸς |
κυναλώπεκας , οἵ οἱ ἕπονται , μιμεῖσθαι χρὴ πότμον ἀποιχομένοιο λύκοιο . ὃς δέ κε δειλὸς ἐὼν φεύγῃ μένος Ἡφαίστοιο | ||
ἐβάλλετο καμπύλα τόξα , ἕσσατο δ ' ἔκτοσθεν ῥινὸν πολιοῖο λύκοιο , κρατὶ δ ' ἐπὶ κτιδέην κυνέην , ἕλε |
, ὅτι , διαφυλάττεται . οἱ δέ , ὅτι Ἶσις κλαίουσα τὸν Ὄσιριν ἐκεῖσε τὸ διάδημα τῆς κεφαλῆς ἀπέθετο φυομένης | ||
' αὐτὴν ποθέσαι καὶ ἀφορμηθέντος ἀκοῦσαι , ὡς ἂν μὴ κλαίουσα κατὰ χρόα καλὸν ἰάπτῃς . ἀλλ ' ὑδρηναμένη , |
; πάλιν λέγω : ὁ δεσπότης ἐν τῶι φρέατι . Σώστρατε , ἔξελθε δεῦρ ' : ἡγοῦ , βάδιζ ' | ||
' ἴσως μᾶλλον παρ ' ἡμῖν . οὐκ ἐθελήσει , Σώστρατε . σύμπεισον αὐτόν . ἂν δύνωμαι . δεῖ πότον |
' ἐπενδύτας . καὶ Θέσπις δέ πού φησιν ἐν τῷ Πενθεῖ ἔργῳ νόμιζε νεβρίδ ' ἔχειν ἐπενδύτην . ἄντικρυς δὲ | ||
' ἑαυτοῦ νῦν εἶναι Πυθαγόρειον : ὡς νῦν μανικώτερον ἢ Πενθεῖ τινι προσῆκε διελκόμενος πάσχει μὲν κατὰ μέλη , ὅλος |
κατειργασμένα . δεῖξόν νυν , ὦ τάλαινα , σὴν νικηφόρον ἀστοῖσιν ἄγραν ἣν φέρους ' ἐλήλυθας . ὦ καλλίπυργον ἄστυ | ||
τοῦ Μεγαρέως : πάντας δὲ κατ ' ἀνθρώπους ὀνομαστός . ἀστοῖσιν δ ' οὔπω πᾶσιν ἁδεῖν δύναμαι : οὐδὲν θαυμαστόν |
τις αὐτῷ ταῦτα συγγράφοντι παραστὰς εἴποι : Τί , ὧ πονηρὲ , ἐνοχλεῖς σεαυτῷ ταῦτα συγγράφων καὶ ἃ μὴ οἶσθα | ||
καταρᾶται , καὶ τῶν κακῶν ὁ κίνδυνός σε κοσμεῖ , πονηρὲ καὶ καλέ . ὀκνῶ , δέσποτα , λέγειν , |
. ἤ νύν τις αὐτὰς σωφρονεῖν διδαξάτω ἢ κἄμ ' ἐάτω ταῖσδ ' ἐπεμβαίνειν ἀεί . τάλανες ὦ κακοτυχεῖς γυναικῶν | ||
νόμον ἑξῆς , καὶ τὰ συμβαίνοντ ' ἐξ αὐτοῦ σκοπεῖν ἐάτω . εὑρήσετε γὰρ ταῦτ ' ὄνθ ' ἃ ἐγὼ |
: τοῦ ὀστρέου , λέπους . Ἵκηται : ἔλθῃ . φρονέουσαν : αἰσθανομένην , νοοῦσαν . ἀμύξας : κεντήσας , | ||
κεχολωμένος Ἀργυρότοξος Κασσάνδρην ἐκέλευσεν ἀκουόντεσσιν ἄπιστα θεσπίζειν Τρώεσσιν ἐτήτυμά περ φρονέουσαν : αὐτὰρ ἐγὼ καὶ πρόσθεν ἀπώμοσα καρτερὸν ὅρκον , |
' , ἦ μάλα δή τις ἐνὶ μεγάροισι γυναικῶν νῶϊν ἐποτρύνει πόλεμον κακὸν ἠὲ Μελανθεύς . ” τὸν δ ' | ||
Ἀντίνοος δ ' εἴωθε κακῶς ἐρεθιζέμεν αἰεὶ μύθοισιν χαλεποῖσιν , ἐποτρύνει δὲ καὶ ἄλλους . ” ἦ ῥα , καὶ |
αὐτὰ λεπτά : καὶ γίνονται δεύτερα λεπτὰ ἐννακόσια . ταῦτα ἀναβιβάζω ἤτοι μοιράζω : γίνονται δέκα καὶ πέντε πρῶτα λεπτά | ||
λ παρὰ μ , καὶ γίνονται ͵ασ δεύτερα λεπτά . ἀναβιβάζω ταῦτα : γίνονται πρῶτα λεπτὰ κ . τὰ κ |
πέπονμέτρον γὰρ ἔχεις γλυκεροῖο ποτοῖο στεῖχε παρὰ μνηστὴν ἄλοχον , κοίμιζε δ ' ἑταίρους : δείδια γὰρ τριτάτης μοίρης μελιηδέος | ||
γὰρ ἔχεις γλυκεροῖο ποτοῖο , στεῖχε παρὰ μνηστὴν ἄλοχον , κοίμιζε δ ' ἑταίρους : δείδια γὰρ τριτάτης μοίρης μελιηδέος |
δ ' ἐγγὺς ἠοῦς ἡνίκ ' οὐδέπω φάος οὐδ ' ἀμβλὺς ὄρθρος ἀμφὶ ἄνακτας ἀναρσίας ἀπροσδόκητοι καὶ ἄνοπλοι πορθούμεθα αὐτοφρόνων | ||
μῶλος μωλύς . καὶ κατὰ στέρησιν ἀμωλύς : καὶ συγκοπῇ ἀμβλὺς πλεονασμῷ τοῦ β . Αὖρα , παρώνυμον κατὰ ἀναστροφὴν |
στρατὸν εὐρὺν Ἀχαιῶν : τοῖσιν δ ' ἴκμενον οὖρον ἵει ἑκάεργος Ἀπόλλων : οἳ δ ' ἱστὸν στήσαντ ' ἀνά | ||
ἐμβήη ἐμβῇ : “ ἐμβήη : μάλα τούς γε φιλεῖ ἑκάεργος Ἀπόλλων . ” ἐμεῦ ἐμέο ἐμεῖο ἀσύναρθροι ἀντωνυμίαι , |
φησι , μήτε ἐν δυστυχίαις μήτε ἐν κακοῖς μήτε ἐν εὐεστοῖ φίλῃ , ἤτοι ἐν εὐδαιμονίᾳ προσφιλεῖ , συγκάτοικος εἴην | ||
ἄλλα ἐπιεικής , ἄφωνος δέ . Ἐν τῇ ὦν παρελθούσῃ εὐεστοῖ ὁ Κροῖσος τὸ πᾶν ἐς αὐτὸν ἐπεποιήκεε ἄλλα τε |
ἔδυνεν , τὸ ματαίως δὲ αὐτὰρ ἔμ ' αὔτως ἧσθαι δευόμενον , . , , . . α . * | ||
δ ' ἔξωθεν κατ ' αὐτοῦ καὶ ἔριον ἁπαλὸν περιβάλλειν δευόμενον καὶ αὐτὸ τῷ χυλῷ , προνοεῖν δ ' ὅπως |
τώς νιν καὶ οὕτως αὐτοὺς ἐπίδοι ὁ Ζεὺς ὁ πάντα διανέμων κοταίνων καὶ ὀργιζόμενος κατ ' αὐτῶν . ἀντισπαστικὰ κῶλα | ||
εἰς ἕκαστον τῶν μερῶν τὰς ἀφ ' ἑαυτοῦ δυνάμεις καὶ διανέμων εἰς αὐτὰ τὰς ἐνεργείας ἐπιμέλειάν τε καὶ ἐπιτροπὴν ἀνημμένος |
καὶ διανοητικῆς διεξόδου καὶ τῆς πρὸς τὴν σάρκα λειτουργίας . Αἰσχρόν ἐστιν , ἐν ᾧ βίῳ τὸ σῶμά σοι μὴ | ||
ἀγορεύειν καὶ σιγᾶν αἰεί : τοῦτο γὰρ οὐ δυνατόν . Αἰσχρόν τοι μεθύοντα παρ ' ἀνδράσι νήφοσιν εἶναι , αἰσχρὸν |
τοῦ κρέσσονος : ἐκ τῶν γνωμῶν τοῦ Δημοκράτους . Ἄμυρις μαίνεται : ἐπὶ τοῦ φρενήρους . οὗτος θεωρὸς ὑπὸ Συβαριτῶν | ||
οὔτε εὐσεβὲς νεανίσκον ἄθλιον ἀνελεῖν , πιστεύσαντας μανίας λόγοις . μαίνεται γὰρ ὑπὸ λύπης . ” Ταῦτα εἰπόντος τοῦ Κλεινίου |
: ἐπ ' ἑκατοστὰ γάρ , ἐπεὰν αὐτὴ ἑωυτῆς ἄριστα ἐνείκῃ , ἐκφέρει , ἡ δὲ ἐν τῇ Κίνυπι ἐπὶ | ||
ἄρουραν , ἐλθεῖν , ὄφρ ' ἔνθεν θυμοφθόρα φάρμακ ' ἐνείκῃ , ἐν δὲ βάλῃ κρητῆρι καὶ ἡμέας πάντας ὀλέσσῃ |
Διοδώρου δὲ σοφιστής , ὑπὸ δὲ Πύρρωνος ἐγένετο παντοδαπὸς καὶ ἴτης καὶ οὐδέν . Ὅ θεν καὶ ἐλέγετο περὶ αὐτοῦ | ||
' ὡς γόης εἶ , φάναι , μήθ ' ὡς ἴτης μήθ ' ὡς ἀλαζὼν μήθ ' ὡς φιλοχρήματος μήθ |
Ἄρης ἐγρεκύδοιμος , πλειότερον κάματον τελέει καὶ ἀεικέα νοῦσον . θηλυτέρῃσι δὲ πάντα κακώτερα φαίνεται ἄστρα , ὅσσα διαστείχῃσιν ἀγαυὴ | ||
δεινὸν γὰρ ἐν ὀφθαλμοῖσιν ἀκοίτεω ἀμφαδὸν εἰσοράασθαι ἐπ ' αἴσχεϊ θηλυτέρῃσι : τῇ Ἑλένη εἰκυῖα δέμας καὶ ἀκήρατον αἰδῶ ἤιε |
πέσῃ λόχον αἰόλος ἰχθύς , αὐτίκ ' ἐπεφράσθη τε καὶ ἐκδῦναι κακότητος πειρᾶται , τρέψας δὲ κάτω κεφαλήν τε καὶ | ||
περ ἐξ ἀγαθῶν ἔλαβες κακόν , ὣς δὲ καὶ αὖθις ἐκδῦναι πειρῶ θεοῖσιν ἐπευχόμενος . μηδὲ λίην ἐπίφαινε : κακὸν |
ἐν πτερόεντι τˈροχῷ παντᾷ κυλινδόμενον : τὸν εὐεργέταν ἀγαναῖς ἀμοιβαῖς ἐποιχομένους τίνεσθαι . ἔμαθε δὲ σαφές . εὐμενέσσι γὰρ παρὰ | ||
* Αὕτη ἡ αἰτιατική , τὸ εὐεργέταν , πρὸς τὸ ἐποιχομένους συντάσσεται , οὕτως : Ἐπὶ τὸν εὐεργέτην οἰχομένους καὶ |
γυῖα καταθρύπτῃσι βιαζομένη πυρὸς αὐγή : καί τε βοὸς νέα γέντα περιφλίοντος ἀλοιφῇ τηξάμενος κορέσαιο ποτῷ εὐχανδέα νηδύν . ναὶ | ||
χελύνης ἀλθαίνει τότε νέρθε πυρὸς ζαφελοῖο κεραίῃς : ἀλθαίνει καὶ γέντα συὸς φλιδόωντος ἀλοιφῇ ἀμμίγδην ἁλίοιο καθεψηθέντα χελύνης γυίοις ἥ |
περὶ προστάξεις καὶ ἀπαγορεύσεις νομοθετική : πάντα γὰρ ταῦτα ὁ πολύφημος ὡς ἀληθῶς καὶ πολυώνυμος σοφὸς κεχώρηκεν , εὐσέβειαν , | ||
, πολυθεάμων , πολύφωνος , πολυμελής , πολύχειρ , πολύγλωττος πολύφημος , πολύτροπος , πολύπονος , πολυπλάνητος , πολυπόρευτος , |
κατατεθνήκασι : τῶν ὕπερ ἐνθάδ ' ἐγὼ γουνάζομαι οὐ παρεόντων ἑστάμεναι κρατερῶς , μὴ δὲ τρωπᾶσθε φόβον δέ . Ὣς | ||
ἄνακτα , τόξον μὲν πρὸς σταθμὸν ἐϋσταθέος μεγάροιο ἔκλιν ' ἑστάμεναι , πρὸς ἐνώπια παμφανόωντα , αὐτὸς δ ' ἀμφ |