τώς νιν καὶ οὕτως αὐτοὺς ἐπίδοι ὁ Ζεὺς ὁ πάντα διανέμων κοταίνων καὶ ὀργιζόμενος κατ ' αὐτῶν . ἀντισπαστικὰ κῶλα
εἰς ἕκαστον τῶν μερῶν τὰς ἀφ ' ἑαυτοῦ δυνάμεις καὶ διανέμων εἰς αὐτὰ τὰς ἐνεργείας ἐπιμέλειάν τε καὶ ἐπιτροπὴν ἀνημμένος
6946953 φθονερος
ἀχθόμενος καθ ' ἑαυτόν . ἔστι δὲ καὶ ὁ ἐπίφθονος φθονερός . διαφέρει δὲ βασκάνου : ὁ γὰρ βάσκανος ὑπὸ
τὸ δεξιὸς γίνεται δεξιερός , ὡς ἄριστος ἀριστερός , φθόνος φθονερός , μόγος μογερός , καὶ πλεονασμῷ τοῦ τ δεξιτερός
6574059 μειλιχιος
ὁ Ζεὺς οὐ καταιβάτης μόνον , ἀλλὰ καὶ ἱκέσιος καὶ μειλίχιος . ποιήσας τοίνυν τὸ τοῦ καταιβάτου πρὸς τοὺς βαρβάρους
ἐπιμε - λείας ὁπόσης ἔτυχον πρὸς αὐτοῦ , ὅτι τε μειλίχιος καὶ εὐόμιλος καὶ τὸ μεγαλουργὸν ἔχοι τῷ δικαίῳ ἀνακεκραμένον
6523062 εὐπροσηγορος
βέλτιον γὰρ ἐχθροῖς καταλιπεῖν ἢ ζῶντα τῶν φίλων ἐπιδέεσθαι . εὐπροσήγορος καὶ κοινὸς γίνου τοῖς συναντῶσί σοι , εἰδὼς ὅτι
λαμπρῶν . αἱρεθεὶς δ ' ὁ στρατηγὸς ἔστω χρηστός , εὐπροσήγορος , ἕτοιμος , ἀτάραχος , μὴ οὕτως ἐπιεικὴς ὥστε
6489399 τυχᾳ
τόξα αὐτὸν ἐντείνεσθαι χαρίτων , τὸ μὲν ἐπ ' εὐαίωνι τύχᾳ , τὸ δ ' ἐπὶ συγχύσει βιοτᾶς . )
Θαλία τε ἐρασίμολπε , ἰδοῖσα τόνδε κῶμον ἐπ ' εὐμενεῖ τύχᾳ κοῦφα βιβῶντα : Λυδῷ γὰρ Ἀσώπιχον ἐν τρόπῳ ἐν
6477272 φιλοισι
πολύχωστον ἂν εἶχες τάφον διαποντίου γᾶς , δώμασιν εὐφόρητον φίλος φίλοισι τοῖς ἐκεῖ καλῶς θανοῦ - σιν , κατὰ χθονὸς
Καδˈμεῖοί νιν οὐκ ἀέκοντες ἄνθεσι μείγνυον , Αἰγίνας ἕκατι . φίλοισι γὰρ φίλος ἐλθών ξένιον ἄστυ κατέδˈρακεν Ἡρακˈλέος ὀλβίαν πρὸς
6473041 ἰτης
Διοδώρου δὲ σοφιστής , ὑπὸ δὲ Πύρρωνος ἐγένετο παντοδαπὸς καὶ ἴτης καὶ οὐδέν . Ὅ θεν καὶ ἐλέγετο περὶ αὐτοῦ
' ὡς γόης εἶ , φάναι , μήθ ' ὡς ἴτης μήθ ' ὡς ἀλαζὼν μήθ ' ὡς φιλοχρήματος μήθ
6380361 πρασσων
ἀναλαβεῖν πειράσομαι . Στρατὸν δ ' Ἀχαιῶν οὐ φοβῇ , πράσσων τάδε ; Ξὺν τῷ δικαίῳ τὸν σὸν οὐ ταρβῶ
ἦν ἐμοὶ λέγειν τάδε . ἁβρύνεται γὰρ πᾶς τις εὖ πράσσων πλέον . ἀλλ ' ἦν παλαιστὴς κάρτ ' ἐμοὶ
6366792 κατεδειξε
. πολλὰ δὲ καὶ ἄλλα τῶν χρησίμων εἰς τὰς στρατείας κατέδειξε , περὶ ὧν μακρὸν ἂν εἴη γράφειν . ἡ
. . . Ὀρφεὺς μὲν γὰρ τελετάς θ ' ἡμῖν κατέδειξε φόνων τ ' ἀπέχεσθαι , Μουσαῖος δ ' ἐξακέσεις
6317128 θανουσιν
φύλλα τοῖς νικῶσι φερόντων . τοῖς προγόνοις : † τοῖς θανοῦσιν . τῶν ἐπαίνων , οὓς λαμβάνουσιν οἱ ἀπόγονοι .
δράσαντα : τοῦ φονεύειν καὶ μὴ φονεύεσθαι : κτανοῦσι μὴ θανοῦσιν : τοῦτο κατ ' ἰδίαν λέγει , λείπει δὲ
6315081 βασκανος
. Τί οὖν ὁ πρᾶος καὶ εὔχαρις μηδὲ φιλοχρήματος μηδὲ βάσκανος ; ἆρα εἰ φιλόδοξος εἴη καὶ πάνυ τοῦ πρωτεύειν
τὴν σύμπνοιαν διασπᾶν , καὶ ἔτι μᾶλλον τὸ μὴ ἴσθι βάσκανος , ἀλλὰ φιλάνθρωπος καὶ κοινωνικός . ἐκ δὲ τούτου
6302568 ἀφιλος
σὲ δ ' αὐτόγνωτος ὤλες ' ὀργά . Ἄκλαυτος , ἄφιλος , ἀνυμέναιος ταλαί - φρων ἄγομαι τάνδ ' ἑτοίμαν
εὐχερὴς κακότεχνος ἀδιάγωγος ἄδικος ἄνισος ἀκοινώνητος ἀσύμβατος ἄσπονδος πλεονέκτης κακονομώτατος ἄφιλος ἄοικος ἄπολις στασιώδης ἄτακτος ἀσεβὴς ἀνίερος ἀνίδρυτος ἄστατος ἀνοργίαστος
6272775 δωροδοκος
ὑμᾶς ἐξελήλεγκται , ἐν οἷς τί κακὸν οὐκ ἔνι ; δωροδόκος , κόλαξ , ταῖς ἀραῖς ἔνοχος , ψεύστης ,
δέ : παράνομος , προδότης , ὀλιγαρχικός , πεπραμένος , δωροδόκος δεδωροδοκημένος , δεδεκασμένος , ἀδόκιμος , κίβδηλος , παράσημος
6225839 γνωμᾳ
ὄντως . ἦν ] ὑπῆρχε . . ὃς πρῶτος ἐν γνώμᾳ ] καὶ καταρχὰς ἐνόησε τοῦτο . . ὡς τὸ
, ὅτι πλείσταισι βˈροτῶν ξεινίαις αὐτοὺς ἐποίχονται τραπέζαις , εὐσεβεῖ γνώμᾳ φυλάσσοντες μακάρων τελετάς . εἰ δ ' ἀριστεύει μὲν
6193985 προτιμων
, ἀνακῦψαι τὰς ἀρχὰς ἐπὶ τὰ πάτρια ἠξίουν , οὐ προτιμῶν οὐδὲ τὸν ἀδελφὸν τῆς πατρίδος , ἀλλ ' ἐλπίζων
, φίλου τε ἀποθανόντος ἀμνημονῶν καὶ τῶν συνθηκῶν τὸν πλοῦτον προτιμῶν . Ὅτι Ἀθηναῖοι τοὺς ἐς Ἀρκαδίαν ἀποσταλέντας πρεσβευτάς ,
6193634 ἁδειν
, ὁ βʹ μέλλων ἁδῶ ἁδεῖς ἁδεῖ καὶ τὸ ἀπαρέμφατον ἁδεῖν , . , , . . α . *
: παρὰ τὸ ἄδην † ἀδδηφάγος . . . . ἁδεῖν : τὸ ἀρέσαι ἐξ οὗ καὶ τὸ ἅδε δ
6191661 φιλοισιν
πόντου τε καὶ γῆς κεἰς διαλλαγὰς μολών , πρέσβιστος ἐν φίλοισιν ὑμνηθήσεται , σκύλων ἀπαρχὰς τὰς δορικτήτους λαβών . Τί
δόλωι / Ἀρταφρένης ἔκτεινεν ἐσθλὸς ἐν δόμοις / σὺν ἀνδράσιν φίλοισιν ] τοῦτον Ἑλλάνικος Δαφέρνην καλεῖ . . . .
6183479 σπονδαισι
, ἀλλ ' ὅσον νόμου χάριν . ὁμοῦ δὲ ταῖς σπονδαῖσι διαλογίζεται τοῖς συμπλέουσιν ὁπόσον ἐπιβάλλει μέρος τιθείς , τά
, ὦ παῖ Ἀρίστωνος , καὶ Εὐριπίδου εὐφημία γὰρ παρὰ σπονδαῖσι κάλλιστον . πατρόθεν αὐτὸν καλέσας ὁ ἥρως , ἐς
6175488 ἰταμος
! ] μὲν προπετέστερος ὑπάρχων ? ? καὶ [ ] ἰταμός ? [ ] ? , οὐχ ἁρμόζει [ ]
ἢ ἀΐτης κυρίως ὁ μέσος , ὁ μήτε θρασὺς μήτε ἰταμός : [ ἀΐτης οὖν ὁ μὴ ] ἰταμὸς ἀλλὰ
6171021 μικροπρεπης
καὶ τοῦ Πηλέως οὕτως ἀκόλαστος ἦν περὶ τὰς ἡδονὰς καὶ μικροπρεπὴς ὥστε ἀπελθούσης τῆς Βρισηίδος παρ ' αὐτοῦ καὶ χρόνον
καὶ βάναυσος καλεῖται . ὁ δὲ ἐλλείπων , ὃς καὶ μικροπρεπὴς καλεῖται , περὶ πάντα ἐλλειπής ἐστιν . ἀναλίσκων γὰρ
6170531 εὐφωνων
ἦν ξείνοισιν ἀνὴρ ὅδε καὶ φίλος ἀστοῖς , Πίνδαρος , εὐφώνων Πιερίδων πρόπολος . Εἰκόνα πέντε βοῶν μικρὰ λίθος εἶχεν
τῷ θανεῖν ἐξήρχοντο . Χάρης ᾄδων ὄρθιον : ἐπὶ τῶν εὐφώνων : ὁ γὰρ Χάρης αὐλητὴς Θηβαῖος ἦν : ὄρθιος
6077920 φιλοκινδυνος
πάντων ὁπλιζομένων ἡμῶν εἷς τῶν παρ ' ἡμῖν εὔνους καὶ φιλοκίνδυνος τῶν ὑπὲρ τῆς πολιτείας ἀγώνων στερίσκηται : εἰ γὰρ
ἀφυλακτοῦντας μᾶλλον ἁμαρτάνειν . ἢν δ ' ἅπαξ δόξῃ τις φιλοκίνδυνος εἶναι , ἔξεστι καὶ ἡσυχίαν ἔχοντα , προσποιούμενον δὲ
6076640 Πλουσιος
γνωστέον δὲ ὅτι μικρός ἐστι καὶ ἄπειρος ὁ ἐπίλογος . Πλούσιος ἀριστεύσας ᾔτησε πένητος θυγατέρα πρὸς γάμον : ἔλαβεν :
σαυτὸν φιλῇς . Πονηρόν ἐστι καὶ ἄδικον γένος φθόνος . Πλούσιος ὑπάρχων μὴ φρόνει † ὑπὲρ μέτρον . Πολλοὶ κακῶς
6072295 πραχθεισιν
μέν , ἔφερον δέ : ἀνάγκη τε ἦν συνήδεσθαι τοῖς πραχθεῖσιν ὑποκρινομένους . καταθέμενοί τε τὰ ὅπλα ἐν εἰρηνικῷ σχήματι
καὶ τὴν πίστιν , τοὺς δὲ παῖδας μεταμεληθέντας ἐπὶ τοῖς πραχθεῖσιν ἀξιοῦν τὸν Μίκυθον πάλιν τὴν ἀρχὴν παραλαβεῖν , καὶ
6062586 Ἀνηρ
, ἅμ ' ἔργον : ἐπὶ τῶν ὀξέως ἀνυομένων . Ἀνὴρ ὁ φεύγων οὐ μένει κτύπον λύρας : ἐπὶ τῶν
. ἀλλ ' ὅγε πάντοθεν ἶσος κτλ . = . Ἀνὴρ γὰρ ἕλκων οἶνον , ὡς ὕδωρ ἵππος , Σκυθιστὶ
6058301 ἀμοιβαις
τοῦ ὅλου λόγον , εἴτε κατὰ περίοδον ἐκπυρουμένου εἴτε ἀιδίοις ἀμοιβαῖς ἀνανεουμένου . καὶ τὸ στερέμνιον δὲ καὶ τὸ πνευματικὸν
γὰρ εὖ πάσχειν ἐπίστασθε καὶ πρὸς τὰς φιλοτιμίας ἁμιλλᾶσθαι ταῖς ἀμοιβαῖς . ὅθεν καταλύσω τὸν λόγον τοσοῦτον προσθεὶς ἔτι τοῖς
6056870 τιμιος
δ ' ἐν τυμβήρει θαλάμῳ κατεζεύχθη : καίτοι καὶ γενεᾷ τίμιος , ὦ παῖ , παῖ , καὶ Ζηνὸς ταμιεύεσκε
καὶ συμμάχους , καὶ σὺν ὑμῖν μὲν ἂν οἶμαι εἶναι τίμιος ὅπου ἂν ὦ , ὑμῶν δὲ ἔρημος ὢν οὐκ
6056459 θαρσων
' , ἄτα δ ' ἀποστατεῖ φίλων . σὺ δὲ θαρσῶν ὅταν ἥκῃ μέρος ἔργων ἐπαΰσας θροεούσᾳ πρὸς σὲ Τέκνον
οἶδα ] γινώσκω . ᾧ τρόπῳ ] ἐκφύγοι . . θαρσῶν ] ἐπαιρόμενος καὶ κομπάζων . τοῖς πεδαρσίοις κτύποις ]
6046916 τολμηρος
γράφοντες “ ἐγὼ δ ' ὁ τόλμης ” ἤγουν ὁ τολμηρός , οὔ μοι δοκοῦσι καλῶς τοῦτο λέγειν . οὔτε
ἐπεὶ πίες ἁλμυρὸν ὕδωρ . ὥσπερ παρὰ τὸ τόλμη γίνεται τολμηρός καὶ παρὰ τὸ ἄτη ἀτηρός , οὕτως καὶ παρὰ
6036259 δικᾳ
τίκτ ' ἐπὶ ῥ̄ηγμῖνι πόντου . αἰδέομαι μέγα εἰπεῖν ἐν δίκᾳ τε μὴ κεκινδυνευμένον , πῶς δὴ λίπον εὐκλέα νᾶσον
: τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ , καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι , ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς , λυτηρίοις μηχαναῖς
6027455 ῥιψασπις
: δειλὸς γὰρ καὶ ῥίψασπις ὁ Κλεώνυμος . ΓΘ ] ῥίψασπις γὰρ οὗτος . Γ οὐδ ' ἀγοράσει ] οὐ
νυν ] δή . εὐνούστατος μὲν ἦν Γ : ὅτι ῥίψασπις καὶ δειλὸς ἦν . Γ ψυχήν γ ' ἄριστος
6027135 πεφυκ
παραλαβὼν Λαΐου καὶ παισὶ δούς . οὐ γὰρ τοσοῦτον ἀσύνετος πέφυκ ' ἐγὼ ὥστ ' εἰς ἔμ ' ὄμματ '
εἴργασται κακά . χρὴ δ ' οὔποθ ' ὅστις ἀρτίφρων πέφυκ ' ἀνὴρ παῖδας περισσῶς ἐκδιδάσκεσθαι σοφούς : χωρὶς γὰρ
6023496 ἀνελουσι
ἐπὶ τῶν δυσαπονίπτοις ὀνείδεσιν ἐνεχομένων . ἐπειδὴ τοῖς Δελφοῖς ἀδίκως ἀνελοῦσι τὸν Αἴσωπον , ὠργίσθη ὁ θεός . Αἰέτιον χάριν
ἐπὶ τῶν δυσαπονίπτοις ὀνείδεσιν ἐνεχομένων : ἐπειδὴ τοῖς Δελφοῖς ἀδίκως ἀνελοῦσι τὸν Αἴσωπον ὠργίσθη ὁ θεός . Αἰγιέες οὔτε τρίτοι
6000079 εὐεπηβολος
φόβων καὶ ἐναντιωμάτων δηλωτικός . Ἑρμῆς Ἡλίῳ παραδιδοὺς τὸ ἔτος εὐεπήβολος κοινωνικὸς πρακτικός , συστάσεις ἐπάγων μειζόνων καὶ αἰτήσεις καὶ
πρὸς τὰς αἰτίας γενήσονται . Ἑρμῆς Διὶ πρακτικὸς μὲν καὶ εὐεπήβολος συστάσεις καὶ φιλίας ἐπάγων κατορθώσεις τε πραγμάτων καὶ διοικονομίας
5987375 ἠλιθιος
ἥλιον , σελήνην , σῦκα καὶ μῆλα . ἔδοξε γοῦν ἠλίθιος ταῦτα ἐξισῶν ἡλίῳ . Ἡ ἀφύη πῦρ : ἐπὶ
καὶ πάντα τὰ συμβεβηκότα τοῖς μορίοις τοῦ λόγου πολυπραγμονῶν ; ἠλίθιος μέντἂν εἴη εἰς τοσαύτην σκευωρίαν καὶ φλυαρίαν ὁ τηλικοῦτος
5983616 ἀστοισιν
κατειργασμένα . δεῖξόν νυν , ὦ τάλαινα , σὴν νικηφόρον ἀστοῖσιν ἄγραν ἣν φέρους ' ἐλήλυθας . ὦ καλλίπυργον ἄστυ
τοῦ Μεγαρέως : πάντας δὲ κατ ' ἀνθρώπους ὀνομαστός . ἀστοῖσιν δ ' οὔπω πᾶσιν ἁδεῖν δύναμαι : οὐδὲν θαυμαστόν
5970259 ὀφειλομενον
εἰπεῖν : Ἀγαθῇ τύχῃ . δεινὸς δὲ καὶ ἀπολαμβάνων ἀργύριον ὀφειλόμενον μάρτυρας παραλαβεῖν . καὶ χειμῶνος ὄντος μάχεσθαι τῷ παιδί
ἀργύριον δὲ ποτέρως ἂν πλέον ἀναλωθείη , εἰ τούτοις τὸ ὀφειλόμενον ἀποδοθείη , ἢ εἰ ταῦτά τε ὀφείλοιντο ἄλλους τε
5969965 ὁμοτιμοις
τοῦτό ἐστιν ὑβρίσαι , τὸ πλούτῳ θαῤῥοῦντα τυφλώττειν , τὸ ὁμοτίμοις τῶν πολιτῶν ἀτίμως προσφέρεσθαι , τὸ ὥσπερ οἰκέτῃ τὰς
ἄλλοις τοῖς ἐπὶ τῆς πόλεως μένουσιν , ἅτε οὐκ οὖσιν ὁμοτίμοις τὸ ἀρχαῖον , ἀλλ ' ἐν τιμῆς αὐτοὺς μέρει
5965284 ἐχαιρε
ἀποδὺς τὸν τῆς ἀρετῆς χιτῶνα ἀνθινὰ μετημφιάσατο καὶ Μεταθέμενος καλούμενος ἔχαιρε , καίτοι γηραῖος ἀποστὰς τῶν τῆς στοᾶς λόγων καὶ
Ἀργεῖος γεγὼς ἤμυνε χώραι , χὠπότ ' εὖ πράσσοι πόλις ἔχαιρε , λυπρῶς δ ' ἔφερεν εἴ τι δυστυχοῖ .
5961899 ἀνανδρος
τοῦ Διὸς μαλακισθήσομαι καὶ θηλύνους γενήσομαι , ἤτοι θῆλυς καὶ ἄνανδρος τὸν νοῦν , καὶ παρακαλέσω τὸν ἐμοὶ μεγάλως μισούμενον
τὰ γυναικῶν πράττειν . ἀποτῆξαι λιμῷ : οἷον ἀποκτεῖναι . ἄνανδρος γυνή : ἡ μὴ ἔχουσα ἄνδρα . ἁπλούστατος :
5955019 ἀσεβης
ὁ βλεπεδαίμων . ὁ δὲ ἐναντίος ἄθεος , ἀνίερος , ἀσεβής , δυσσεβής , ἀθέμιτος , μισόθεος , θεομισής ,
λαβεῖν τι . βωμολόχος : ἀντὶ τοῦ ” κακοῦργος , ἀσεβής “ . ἀπὸ τῶν λοχώντων τὰ ἐν τοῖς βωμοῖς
5953248 Νομος
στεναγˈμὸν βαρύν : ἦν διακρῖναι ἰδόντα πολλὸς ἐν καιρῷ χρόνος Νόμος ὁ πάντων βασιλεύς θνατῶν τε καὶ ἀθανάτων ἄγει δικαιῶν
συνήθεια τρέψασα τὸ α εἰς ε , λέγει νερόν . Νόμος . παρὰ τὸ νέμω ῥῆμα . ὁ νέμων πᾶσι
5948213 αὐθαδης
ἄψ γέγονεν ἐκβολῇ τοῦ ψ ' . . . . αὐθάδης : αὐτάρεσκος , θυμώδης : εἴρηται ὁ ἑαυτῷ ἁδῶν
ἐνδείξασθαι τὸ παραστάν . ἡ δὲ τῶν ποιητῶν τέχνη μάλα αὐθάδης καὶ ἀνεπίληπτος , ἄλλως τε Ὁμήρου , τοῦ πλείστην
5946342 φθονει
εὐτυχεῖν ἀεί . ἐστὶ πολυτελὴς τῷ βίῳ τις , οὐ φθονεῖ , μετέχειν δὲ τούτων εὔχετ ' αὐτῷ συμπάρων .
. βεβαιώσασθαι : βεβαιότατα σχεῖν ἢ περιποιήσασθαι εἴ τέ τις φθονεῖ μὲν . . . : εἴ τις ὁμοῦ μὲν
5938188 ὠμοσε
οἷον , ἐν συμποσίῳ πλούσιος ὤμοσε τυραννήσειν : πένης ἐχθρὸς ὤμοσε τυραννοκτονήσειν : εὑρέθη ὁ πένης μετὰ τὸ δεῖπνον νεκρὸς
τὰς μάχας . Καῖσαρ πυθόμενος ἐν Γαλατίᾳ κατακοπῆναι φάλαγγας στρατιωτῶν ὤμοσε μὴ πρότερον [ ἂν ] ἀποκείρασθαι , πρὶν ἐπεξελθὼν
5928717 φιλοδωρος
στέφανον ὑπισχνούμενος φιλοτιμίας μισθόνεἰ τοίνυν πάνδημον εἰσφορὰν τῆς χρείας εἰσπραττομένης φιλόδωρός τις ἀνὴρ καὶ πλούτῳ πολὺς ἧκεν οἴκοθεν ἄγων τὸν
αἰδοῦς τε σοβαρωτέραις . , . . Θεαγένης ἦν γὰρ φιλόδωρός τε καὶ μεγαλόδωρος εἰς ὑπερβολήν . ἀναλοῦτο δὲ αὐτῷ
5927786 ὁμιλων
διατετέλεκα καὶ ὑμᾶς αὐτοὺς ὑπερεπαινῶν καὶ τοῖς λόγοις οἷς καταλελοίπατε ὁμιλῶν ; αὐτὰ γοῦν ἅ φημι ταῦτα , πόθεν ἄλλοθεν
αὐτῶν τοιγαροῦν μεθ ' ὧν ἥλως . ” [ Κακοῖς ὁμιλῶν ὡς ἐκεῖνοι μισήσῃ , κἂν μηδὲν αὐτὸς τοὺς πέλας
5920828 δειλοις
ἐνίοτε , ὡς καὶ δημώδη λόγον κρατεῖν τὸ ἀκίνδυνον τοῖς δειλοῖς ἐφαρμόζοντα καὶ μὴ κλαίειν λέγοντα τὰς μητέρας αὐτῶν .
ἄρα πεῖραν ἑαυτοῦ δοὺς εἶτα ἀπωλώλει , τὸ ἐναντίον τοῖς δειλοῖς παθών , θάνατον δὲ ὑπὲρ τῆς ἀνδρείας ἠλλάξατο .
5917750 ἀφθονητος
τοξοφόροισιν ἐβούλετο δῖ ' Ἀφροδίτα Μήδοις Ἑλλάνων ἀκρόπολιν δόμεναι . ἀφθόνητος ἔπεσσιν : ἐπὶ τοῖς ἔπεσι [ τῆς Ὀλυμπίας ]
αὐτοὺς παρόντες , ἀλλ ' ἀεὶ μνείαν αὐτοῖς πορίζουσιν . ἀφθόνητος δ ' αἶνος : ἀφθόνητος ὁ ὕμνος ἐστὶν ἔπαινος
5915887 ψευστης
ὁ μοιχὸς καὶ ὁ μέθυσος καὶ ὁ κατάλαλος καὶ ὁ ψεύστης καὶ ὁ πλεονέκτης καὶ ὁ ἀποστερητὴς καὶ ὁ τούτοις
κατὰ τῶν πλησίον . ὅτι μὲν οὖν ἐστι φιλαπεχθὴς καὶ ψεύστης καὶ τολμηρός , σχεδὸν ἱκανῶς ἐκ τῶν προειρημένων ὑπεδείχθη
5907942 ὑπεισελθων
. . διέστρεψεν , διέσυρεν . . εἰσδὺς : Λάθρα ὑπεισελθών : τοῦτο γὰρ τὸ εἰσδὺς σημαίνει . . .
τοὺς στρουθούς . Σχολαστικὸς ἰδὼν στρουθοὺς ἐπὶ δένδρου , λάθρα ὑπεισελθών , ὑφαπλώσας τὸν κόλπον ἔσειε τὸ δένδρον ὡς ὑποδεξόμενος
5902362 εὐβουλος
– – – – ] ἆγον , πατὴρ δ ' εὔβουλος ἥρως πάντα σάμαινεν Πριάμῳ βασιλεῖ παίδεσσί τε μῦθον Ἀχαιῶν
εἰς τὸν ἐκείνου ἀπαρτισμὸν συμβαλλόμενον . ἔστι τοίνυν ἁπλῶς μὲν εὔβουλος ὅ τε ἀπλανῶς τὸ ἁπλῶς τέλος εἰδὼς καὶ ὀρθῶς
5898119 παραβολος
πονηρός ” . παράβολος δὲ ἀντὶ τοῦ οὐ γνήσιος . παράβολος ] ὁ τολμηρός . ἔχεις γνῶναι ἄριστόν με ὄντα
' ἀπὸ μελέτης , ἀλλὰ φύσει εἶ πονηρός ” . παράβολος δὲ ἀντὶ τοῦ οὐ γνήσιος . παράβολος ] ὁ
5891911 προσαγγελλει
αὐτὸν ὁ Λύκων ἐγχειρίζει τὸν παῖδα , ὁ δὲ ἑαυτὸν προσαγγέλλει . ἐν γὰρ τοῖς τοιούτοις τῷ θεωρήματι τούτῳ χρηστέον
σφαγήν , οὐ δέδωκεν ὁ δῆμος , ὁ πένης ἑαυτὸν προσαγγέλλει . ἐνταῦθα γὰρ τὸ ἐναντίον ὁ λόγος βούλεται καὶ
5891834 εὐτολμος
μετέωρος , εὐθαρσής , πομπικός , γοργούμενος , σοβαρός , εὔτολμος , πολεμικός , στρατιωτικός , ποδώκης , ἥμερος ,
διδούς : καὶ γὰρ αὐτὸς οὐκ ὀκνηρός , ἀλλ ' εὔτολμος περὶ γάμους ὁ θεός . “ οὕτω καὶ Αἰακὸς
5886078 ποιησων
πηδῶντες οἱ τέως ὀκνοῦντες . ἐκεῖνος μὲν οὖν χωρείτω πανταχοῦ ποιήσων ταὐτόν : ἐμοὶ δὲ ἦν μὲν διὰ πολλῶν ἀντεπιστεῖλαι
θανάτῳ τὴν εὔκλειαν : λείπει τὸ ἐκεῖνον : νικηφόρα ἐπικρατῆ ποιήσων : γενοίμεθ ' ὧδε ματέρες : εἴθε , φησὶν
5884594 εὐτυχουσι
διαφθείρειν αὐτοὺς ἐσπούδαζον . οὐκοῦν ἐντεῦθεν ἐξενέγκατε νόμον , ὡς εὐτυχοῦσι μὲν ὀργίζεσθαι τοῖς ἐχθροῖς , ἐπταικόσι δὲ ἐπαμύνειν .
ἄξιον σχῇς θέας ” . Ὁ αὐτὸς ἔφη τὴν παιδείαν εὐτυχοῦσι μὲν εἶναι κόσμον , ἀτυχοῦσι δὲ καταφύγιον . Ὁ
5875923 ἀστοις
ἀλλ ' εὐτυχοίης , νόστιμον δ ' ἔλθοις δρόμον . ἀστοῖς δὲ πάσηι τ ' ἐννέπω τετραρχίαι χοροὺς ἐπ '
γὰρ αὐτὸς ἦν , φησίν , ἐντροπῆς ἄξιος ὁμιλῶν τοῖς ἀστοῖς , ἢ αὐτὸς ἐνετρέπετο ἐν τῷ τοῖς ἀστοῖς ὁμιλεῖν
5868949 δοκιμος
τὸ μὲν γὰρ εὔηθες , τὸ δὲ σωφρονέοντος . . δόκιμος ἀνὴρ καὶ ἀδόκιμος οὐκ ἐξ ὧν πράσσει μόνον ,
δειπνίσασι τετρακόσια τά - λαντα ἀργυρίου Ἀντίπατρος τῶν ἀστῶν ἀνὴρ δόκιμος ἐδαπάνησε : καὶ γὰρ ἐκπώματα ἀργυρᾶ καὶ χρυσᾶ καὶ
5863331 ὑβριζων
ὁ σὸς οὐ πρῶτος οὐδὲ μόνος , οὐδ ' αὑτὸν ὑβρίζων οὐδ ' ὑμᾶς τοὺς υἱεῖς , ἀλλὰ μόνην ὁρῶν
ἁδρόν . ὁ μὲν οὖν ὄχλος ἐνέπαιζε , στρατιωτικὴν ὕβριν ὑβρίζων εἰδεχθῆ καὶ τῷ τρόπῳ σκαιὸν ἐχθρόν . ἆρά γε
5861743 ἀφοβος
: ἁπαλὸν κακοπάθειαν ' . . . . ἀτάρβητος : ἄφοβος : παρὰ τὸ τάρβος . ἢ ἀθάρβητός τίς ἐστιν
τῶν ἀληθῶν , χρωμένους ὑποκινδύνοις βέλεσιν , ὅπως μὴ παντάπασιν ἄφοβος ἡ πρὸς ἀλλήλους γίγνηται παιδιά , δείματα δὲ παρέχῃ
5859091 πτυχαις
. . . , : ὅν ποτε Πίνδου κλεενναῖς ἐν πτυχαῖς Ναὶς εὐφρανθεῖσα Πηνειοῦ λέχει Κρέοις ' ἔτικτε , Γαίας
' ἄν τι ἡ δέλτος ἢ πόντου ἢ γῆς ἐν πτυχαῖς πάθῃ , ὁ ἀναγνοὺς μὴ γνῷ . ὧδε γὰρ
5855889 θρασυνου
' : ὁ δ ' αἰεὶ ξυντυχὼν ἐπίσταται . μηδὲν θρασύνου μηδὲ τοῖς σαυτοῦ κακοῖς τὸ θῆλυ συνθεὶς ὧδε πᾶν
ἥδιστα , ἀλλὰ τὰ βέλτιστα τοῖς πολίταις . . μὴ θρασύνου . . μὴ κακοῖς ὁμίλει . . χρῶ τοῖς
5852808 ἐμοισι
ἠδὲ δέπαστρα οἰσόντων χρύσεια , τά τ ' ἐν μεγάροισιν ἐμοῖσι κείαται . κἀν τοῖς ἑξῆς δέ φησι : καὶ
, ὃς τῶνδ ' αἴτιος κακῶν ἔφυ , τόξοισι τοῖς ἐμοῖσι νοσφιεῖς βίου , πέρσεις τε Τροίαν , σκῦλά τ
5849585 εὑρησιεπης
, τολμηρός , ἴτης , βδελυρός , ψευδῶν συγκολλητής , εὑρησιεπής , περίτριμμα δικῶν , κύρβις , κρόταλον , κίναδος
συρραφεύς , ἐφευρετής , συναρμοστής . , συνθετής . . εὑρησιεπής ] εὑρεσιλόγος , εὑρεσιολόγος . , ἐφευρετὴς λόγων ψευδῶν
5847465 εὐχομενος
μέν , ὅτι μὴ νῦν δύναται διαλῦσαι τὸ χρέος , εὐχόμενος δὲ τοῖς θεοῖς ὡς τάχιστα δυνηθῆναι , μικρὰν δὲ
. Σχέτλιε , τίπτε σὺ Τρῶας ἀνηλεγέως ὀλέεσκες , πάντων εὐχόμενος πολὺ φέρτατος ἔμμεναι ἀνδρῶν μητρός τ ' ἀθανάτης Νηρηίδος
5843937 ἀδικοις
, ὅσον τοῖς δικαίοις τὸ θεῖον συναγωνίζεται , τοσοῦτον τοῖς ἀδίκοις ἐναντιοῦται . ξυλευόμενός τις παρά τινα ποταμὸν τὸν ἑαυτοῦ
αἰσίων ἐπιθεσπίσαι : ἄνδρα δὲ μιαρὸν καὶ τοσούτοις ᾑμαγμένον φόνοις ἀδίκοις τίς ἔμελλε θεῶν ἢ δαιμόνων παρήσειν βωμοῖς τε προσιόντα
5842108 ἀνοσιος
. Μυκήναις , μὴ ' νθάδ ' ἀνακάλει θεούς . ἀνόσιος πέφυκας . . . ἀλλ ' οὐ πατρίδος ὡς
ἄνανδρος , θρασύς , δειλός , ἄρρωστος , ἄδικος , ἀνόσιος , ἀγνώμων , ἀνεπιεικής , μικρόψυχος , ἀσεβής ,
5842041 ἀποστεροιη
, ὅπερ μέγιστόν ἐστι τοῖς ἀνθρώποις ἀγαθόν , αὐτὸς αὑτὸν ἀποστεροίη . Καὶ οὐδεὶς ἂν τολμήσειεν οὔτε τὴν δίκην τὴν
τοῦτ ' ἔδεισα , μή τις αὐτὸν τῶν ῥητόρων μὲν ἀποστεροίη , τιθείη δὲ τῶν στρατηγῶν . νῦν δὲ ἀκριβῶς
5838845 ἐπιψογος
, ἀδόκιμος , ἀζήλωτος : ἐπιβόητος δὲ καὶ ἐπίρρητος καὶ ἐπίψογος : καὶ τὰ πράγματα ἀδοξία κακοδοξία , δύσκλεια ,
, ὑπεύθυνος , ἐγκλητέος , ἐπιλήψιμος , μεμπτὸς ἐπίμεμπτος , ἐπίψογος , ἐπίρρητος , ὁ δ ' ἀναίτιος ἀνεύθυνος ,
5834500 πειθομενος
πάλαι δὲ αὐτὴν ἐμοίχευεν . Ὁ κατάρατος , ὃν ἐγὼ πειθόμενος αὐτῇ ἀφῆκα ἐλεύθερον ; Ἡ θυγάτηρ δέ σοι ταῖς
ἐπιδεικνύουσιν ; ὃς τῇ μὲν πατρίδι οὕτως ἐχρῆτο ὥστε μάλιστα πειθόμενος . . . τοῖς δ ' ἑταίροις πρόθυμος ὢν
5830377 θαρραλεος
δὲ ἀνὴρ ἐν συνθέσει , κατὰ λόγον ἐπαινετὸν , ὁ θαρραλέος καὶ μὴ ψυχρὸς εἰς ἔργον . . θερμοῖς ]
Ὅμηρος αὔρας ἢ ἀνέμου παῖδα . ἀνύποπτος , ἄφοβος , θαρραλέος . μεμελετηκὼς καὶ πρὸς ἄναντες ἀναθεῖν καὶ πρὸς κάταντες
5821132 φυλασσων
ἔστησεν ὅλην φύσιν ἅρπαγι ῥυθμῶι ἐν ξυνοχῆι σοφίης ἐσπαρμένα πάντα φυλάσσων , ξυνὸν ἐπιρρώσας πεφυλαγμένον αὐχένα κόσμου . καὶ τότε
εἶπον , ὃ καὶ βέλτιον . ὅτι Δελφύνης ἐκαλεῖτο ὁ φυλάσσων τὸ ἐν Δελφοῖς χρηστήριον , Λεάνδριος καὶ Καλλίμαχος εἶπον
5820727 τηρων
διὰ τὸ νότα , ῥωμαϊστί , ἢ ὁ τὰ νοήματα τηρῶν . Νείφω : νέφος γὰρ καὶ νένοφεν , ὁ
, φησίν , ἵνα ἡμεῖς ἔχωμεν . εἰ δύναμαι κτήσασθαι τηρῶν ἐμαυτὸν αἰδήμονα καὶ πιστὸν καὶ μεγαλόφρονα , δείκνυε τὴν
5819338 ἀλιτηριον
δέ εἰμι ξύλον εὐμέγεθες ἀνελόμενος κατὰ τοῦ βρέγματος πατάξαι τὸν ἀλιτήριον : ἃ γὰρ οὐδ ' οἱ τρέφοντες παίζουσι ,
ἤδη . Δέδοικε δὲ οὐδεὶς οὐ παλαμναῖον λογιστήν , οὐκ ἀλιτήριον ἐκλογέα , οὐ τοὺς καταράτους πευθῆνας , οὐ τοὺς
5812135 κρεσσονα
γέλωτος αἰτίην , μαθὼν δ ' εὖ οἶδ ' ὅτι κρέσσονα τῆς πρεσβείης ἀντιφορτισάμενος ἀποίσεις θεραπείην τὸν ἐμὸν γέλωτα τῇ
μναμονόοι . Μοῦσαι οὐκ ἄναλκις , ὡς τόσον ἀγῶνα δῦναι κρέσσονα ] ? [ ! ] ! [ σοφὸν ]
5811521 θρονοισι
Πριαμίδαις ] : ὦ τάλαινα συμφορᾶς . ἁ δὲ χρυσέοις θρόνοισι Διὸς ὑπαγκάλισμα σεμνὸν Ἥρα τὸν ὠκύπουν ἔπεμψε Μαιάδος γόνον
Μέρφις . : πέμπτος δὲ Μάρδος ἦρξεν , αἰσχύνη πάτραι θρόνοισι τ ' ἀρχαίοισι : τὸν δὲ σὺν δόλωι Ἀρταφρένης
5811461 ὑβριζει
τὸ α πρῶτος ἐδίκαζε , καὶ οἱ ἄλλοι ὁμοίως . ὑβρίζει αὐτήν . . λαχοῦς ' : Κληρωθεῖσα . ἔπινες
, λυτικοὶ κακῶν . Λωβᾶται , βλάπτει , λυμαίνεται , ὑβρίζει . Μαθηματικόν , ἀντὶ τοῦ φιλομαθῆ . ἐν Τιμαίῳ
5809547 φονια
σχοινίοις , οὕτως [ ἐπὶ ] τὸν ἵππον ἐπήγαγον : φόνιά τε πατρίδι : ἀντὶ τοῦ φονίως . ἢ τὰ
σχοινίοις , οὕτως [ ἐπὶ ] τὸν ἵππον ἐπήγαγον : φόνιά τε πατρίδι : ἀντὶ τοῦ φονίως . ἢ τὰ
5807043 ἐπαινετος
μετὰ δόλου ἔλαβεν , ἴσως ἂν εἴποι τις , οὐκ ἐπαινετός . Τί οὖν φησι : καὶ εὐλογημένος ἔστω ;
ὁ δὲ ἐλεεινός : ὁ μὲν ἐπάρατος , ὁ δὲ ἐπαινετός : ὁ μὲν μοιχικός , ὁ δὲ νόμιμος .
5804545 ἀοκνος
φρικώδης : θαρραλέος θαρσαλέος εὐθαρσής , γενναῖος , ἀνδρεῖος , ἄοκνος , ἀνέκπληκτος ἀκατάπληκτος , ἀδεής , ἐρρωμένος , εὔθυμος
ἡλίου θερμαινόμενος . Μένανδρος : “ ἀλέας Ἀθάνας ” . ἄοκνος ἀνὴρ μέγα οἶκον ὀφέλλει : οὐχὶ διὰ τὴν γεωργίαν
5802033 πραος
οὐ δύναται . Ἑρμηνεία . Γαστρὸς τὸν κόρον οὐκ οἴσει πρᾶος ἀνήρ , Ἡ δὲ κτηνώδης φύσις εἰς ἄγαν φέρει
[ εἴτε ] ? οἶστρος ἢ κεραυνὸς [ εἴσελθε ] πρᾶος ? ? τασδ ? [ αἰσχρὸν ] ? δὲ
5800136 κρυπτε
αἰσχρὸν κάκιστον . Ὃ ἂν ὁμολογήσῃς , ποίει . Ἀτυχίαν κρύπτε , ἵνα μὴ τοὺς ἐχθροὺς εὐφράνῃς . Ἀληθείας ἔχου
κόλαζε , ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε . . δυστυχῶν κρύπτε , ἵνα μὴ τοὺς ἐχθροὺς εὐφράνηις . Πᾶσιν ἄρεσκε
5799817 διανοειται
τεθνεώτων ‖ [ εἰ ] μὲν ὡς οὐκ ὄντων τις διανοεῖται - | , [ ἀκόλουθον ] αὐτῷ μηδαμοῦ αὐτοὺς
κύριος δὲ οὐκ ἔστι τῆς κινήσεως . πολλάκις γοῦν τι διανοεῖται φυγῆς ἄξιον καὶ οὐ φεύγει , οἷον σεισμὸν ἢ
5796279 ταραττων
τὰς συνεγνωσμένας τοῖς ἐκεῖ θείοις ἀριθμοῖς χαίρει πάντα κυκῶν καὶ ταράττων . Πρὸς τὸν μαθηματικὸν ἄν τις μᾶλλον ἀπορήσειε ταῦτα
θεοῦ , καταλειφθεὶς δὲ καὶ ἔτι ἄλλους τοιούτους προσλαβὼν σκιρτᾷ ταράττων πάντα ἅμα , καὶ πολλοῖς τισιν ἔδοξεν εἶναί τις
5795706 ζηλωτος
σοι εἶναι καὶ ἐλεινός ; Οὐκ ἔμοιγε , οὐδὲ μέντοι ζηλωτός . Οὐκ ἄρτι ἄθλιον ἔφησθα εἶναι ; Τὸν ἀδίκως
: καὶ ζηλῶσαι μὲν τὸ μακαρίσαι , ἀφ ' οὗ ζηλωτός , ζηλῆσαι δὲ τὸ ζηλοτυπῆσαι , ἀφ ' οὗ
5794311 δαιμοσιν
τῶν ὧν πάσχουσιν οἱ τῶν θεῶν ἐχθροί . . . δαίμοσιν ] τοῖς ἥρωσιν . εἴκασμα ] εἰκονισμένον . .
, καὶ ἔξιν , ὅ ἐστιν ἐχῖνος , θῦσαι τοῖς δαίμοσιν : εὐαρεστησάντων δὲ τῶν θεῶν εὐφορίαν γενέσθαι καὶ τὴν
5794150 σεμνοις
τὸν δὲ σεμνότερον , ὃς οὐ πᾶσιν ἀλλὰ τοῖς ἀληθῶς σεμνοῖς καὶ θεσπεσίοις ἀνδράσι πρόσεστι , μηνυτέον . τοῦτον τὸν
σὺν Ἥρᾳ : τίεται δ ' αἰολόμητις θεὸς ἔργοις ἐπὶ σεμνοῖς . μετάκοινοι δὲ φίλᾳ ματρὶ πάρεισιν Πόθος ᾇ τ
5791757 ἀχρημοσυνη
τὸ ἐπιπολάζον τῇ θαλάσσῃ ἄχνη . ἀχρημοσύνη πενία : “ ἀχρημοσύνη γὰρ ἀνώγει . ” ἀχθομένους βαρυνομένους . ἀχαρίστερον ἀχαριστότερον
: ἐξ ὧν καὶ πενία , ἀκληρία , ἀπορία , ἀχρημοσύνη ἀχρηματία , ἀκτημοσύνη , σπάνις , ἔνδεια ἔκδεια ,
5788276 αἰδημων
μέν , εἰ μνημονικός , εἶτα , εἰ κατὰ φύσιν αἰδήμων , ἀλλὰ μὴ πλαττόμενος τοῦτο , μὴ μεθυστικὸς μὴ
τῷ πιστὸς εἶναι πλέον σου ἔχει , εἰ ἐν τῷ αἰδήμων . οὐ γὰρ εὑρήσεις : ἀλλ ' ὅπου κρείττων
5788119 εὐφρων
εἰπέ , τὸ δ ' εὖ νικάτω . τόσον περ εὔφρων ἁ καλά , δρόσοις ἀέπτοις μαλερῶν λεόντων πάντων τ
πάντας δεξιούμενος . εἰς τὸν μετὰ ταῦτα οὖν χρόνον θεὸς εὔφρων αὐτῷ γένοιτο . ἄλλως : εὐχαῖς : τοῦ νικηφόρου
5787948 ἀθυμος
προσβαλεῖν ] πλησιάσειν . θΞ ἄθυμος ] δειλός . Ξ ἄθυμος ] δειλός , ἄφρων . ἄθυμος ] δειλός ,
] δειλός . Ξ ἄθυμος ] δειλός , ἄφρων . ἄθυμος ] δειλός , ἄψυχος . ἄθυμος ] δειλός ἐστιν
5784711 φιλιος
. ἐπώνυμος ] ἐπειδὴ Διὸς προσηγορίαι πολλαί , καλεῖται γὰρ φίλιος ξένιος ἀλεξητήριος καὶ ἕτερα , διὰ τοῦτο εἴρηκεν ἐπώνυμος
μονάδα τὸν Δία πάντα ἀνάγεται τὰ ὀνόματα : καὶ γὰρ φίλιος ὁ Ζεὺς λέγεται καὶ ξένιος καὶ κτήσιος : ἄλλοι
5781136 οἰμωζων
. ἄλλος φιλόθηρος . δὸς ἱππάριον καλὸν ἢ κυνάριον : οἰμώζων καὶ στένων πωλήσει ἀντ ' αὐτοῦ ὃ θέλεις .
κύνες ἀκούσαντες τὸν λύκον ἐδίωκον . ὁ δὲ φεύγων καὶ οἰμώζων ἔλεγεν : „ οὐκ ἔδει με τὸν ταλαίπωρον αὐλητὴν
5771101 κερδεος
μέμηλε δίκη . Οὐδείς , Κύρν ' , ἄτης καὶ κέρδεος αἴτιος αὐτός , ἀλλὰ θεοὶ τούτων δώτορες ἀμφοτέρων :
δειλία , ὅκκα δὲ ἁδονᾶς , ἀκολασία , ὅκκα δὲ κέρδεος , ἀδικία . ἁ δὲ κατ ' ὀρθὸν λόγον
5769301 Διονυσε
συγχορεύων : στέψον οὖν με , καὶ λυρίξω παρὰ σοῖς Διόνυσε σηκοῖς μετὰ κούρης βαθυκόλπου ῥοδίνοισι στεφανίσκοις πεπυκασμένος χορεύσω .
ἁμὲς δέ γ ' ἐσσόμεσθα πολλῶι κάρρονες . ἐλθεῖν ἥρω Διόνυσε Ἀλείων ἐς ναὸν ἁγνὸν σὺν Χαρίτεσσιν ἐς ναὸν τῶι
5767100 Μισω
λέξον . „ Ἀντὶ παλαισμοσύνης θῆκε Λύρωνι πόλις . „ Μισῶ μὲν ὅστις τἀφανῆ περισκοπῶν φησὶν ὁ Σοφοκλῆς . καὶ
ἄνδρας : τὰ δισύλλαβα ἀνδρῶν ὀνόματα . Ὅθεν ἐπίγραμμα , Μισῶ τὸν ἄνδρα τὸν διπλοῦν πεφυκότα , χρηστὸν λόγοισι ,
5766744 πεπαται
, Ξέναρκες , ὑμετέραις τύχαις . εἰ γάρ τις ἐσλὰ πέπαται μὴ σὺν μακρῷ πόνῳ , πολλοῖς σοφὸς δοκεῖ πεδ
εἶναι , καὶ ἔστι τὸ δαιμόνιον αἴτιον τῆς κτήσεως . πέπαται δέ , ἀντὶ τοῦ κέκτηται . καὶ Ὅμηρος :
5766514 δουλευων
οὖν τιμὴν κομισθεῖσαν Εὔρυτος οὐ προσεδέξατο , Ἡρακλῆς δὲ Ὀμφάλῃ δουλεύων τοὺς μὲν περὶ τὴν Ἔφεσον Κέρκωπας συλλαβὼν ἔδησε ,
Γ , ὑφ ' ὧν καὶ τὸν μισθὸν ἐλάμβανον . δουλεύων λέληθας ] ὑπείκων αὐτοῖς καὶ ὑπηρετῶν . καρπουμένῳ τὴν
5763467 δικαιοτατος
. Ι Μ Ο Ρ . ὃν Χείρων ἐδίδαξε , δικαιότατος Κενταύρων : ἡ διπλῆ ὅτι Ὅμηρος δεδιδάχθαι μέν φησιν
ἐκ τοῦ Περὶ βασιλείας . Βασιλεύς κ ' εἴη ὁ δικαιότατος , δικαιότατος δὲ ὁ νομιμώτατος . ἄνευ μὲν γὰρ
5762445 συγκολλητης
, εὔγλωττος , τολμηρός , ἴτης , βδελυρός , ψευδῶν συγκολλητής , εὑρησιεπής , περίτριμμα δικῶν , κύρβις , κρόταλον
. βδελυρός ] μισητός . ψευδῶν συγκολλητής ] ψευδολόγος . συγκολλητής ] ἐφευρετής . εὑρησιεπής ] ἐπῶν ἐφευρετὴς ψευδῶν .

Back