πατασσέσθω , καὶ λαρύγγιζε καὶ ἐπιχρέμπτου τοῖς λεγομένοις καὶ βάδιζε μεταφέρων τὴν πυγήν . καὶ ἢν μέν σε μὴ ἐπαινῶσιν
? ? τὴν ] ἀπέναντι Σηστοῦ , τὴν δὲ ὁμωνυμίαν μεταφέρων ] λέγει οπο ? ? [ ] τοχυμνο !
6349957 μετεθηκεν
κοινὰς λέξεις ἐπ ' ἄλλων πραγμάτων κειμένας ἐπ ' ἄλλα μετέθηκεν , οἷόν ἐστι καὶ τοῦτο : φλέγμα κακὸν φορέουσα
τὰς τῶν ἐφεστρίδων βαφὰς καὶ τράπεζαν ἐκόλασε καὶ τὸ ἐρᾶν μετέθηκεν , ὥσπερ τοὺς προτέρους ὀφθαλμοὺς ἀποβαλών : Ἄρδυος γοῦν
6013492 ἀφιεις
διδάσκων οἷα εὐεργέτημαι καὶ οὐδὲ τὸν βασιλέα τῆς χάριτος ταύτης ἀφιεὶς ἀνήκοον . Ἥσθην ὅτι με παρακαλεῖς ἐφ ' ἅπερ
βασιλεῖ . Ὁ δὲ τῇ μητρὶ συνταξάμενος καὶ δακρύων κρουνοὺς ἀφιεὶς ἐπὶ δυσὶν ἐμερίζετο πάθεσι , σπλάγχνῳ τε μητρικῷ καὶ
5829571 ἀρνακιδας
ὅσα καὶ ὑποδεδεμένων καὶ ἐνειλιγμένων τοὺς πόδας εἰς πίλους καὶ ἀρνακίδας , οὗτος δ ' ἐν τούτοις ἐξῄει ἔχων ἱμάτιον
ποσὶν ἔχων πίλους . ὁ δὲ Πλάτων ἐν Συμποσίῳ καὶ ἀρνακίδας τοῖς πίλοις προστίθησιν : ἐνειλιγμένων τοὺς πόδας εἰς πίλους
5573826 μεταθεις
, ἀλλ ' ὅπῃ ἂν τὰ θηρία ὑφηγῆται , ταύτῃ μεταθεῖς , μήτι καὶ νῦν οὕτω τὰ δύσβατα πορεύου ,
πανταχοῦ ἤισθησαι . καίτοι ὥσπερ γε αἱ Λάκαιναι σκύλακες εὖ μεταθεῖς τε καὶ ἰχνεύεις τὰ λεχθέντα : ἀλλὰ πρῶτον μέν
5550384 περιελειχε
ὁ δ ' αὖ Σοφοκλέους τοῦ μέλιτι κεχρισμένου ὥσπερ καδίσκου περιέλειχε τὸ στόμα . Ὁ μὲν Δημόκριτος περὶ Ὁμήρου φησὶν
ὁ δ ' αὖ Σοφοκλέους τοῦ μέλιτι κεχριμένου ὥσπερ καδίσκου περιέλειχε τὸ στόμα . ἄλλαι δὲ κυαμίζουσιν αὐτῶν : εἰσί
5541919 ἀνοισει
δὲ Ἐρατοσθένους καὶ τῶν τούτου φίλων , οἷς τὰς ἀπολογίας ἀνοίσει καὶ μεθ ' ὧν αὐτῷ ταῦτα πέπρακται . ὁ
, τίνα καὶ τὰς συμπαθείας ἀπὸ τῶν ἔξωθεν πρὸς ἡμᾶς ἀνοίσει . Δεῖ δὲ καὶ νομίζειν ἐπεισιόντος τινὸς ἀπὸ τῶν
5533363 ἐκπετασας
ὁ φιλόσοφος οὗτός ἐστιν ; οὐ μὲν οὖν ἄλλος : ἐκπετάσας γοῦν τὸν πώγωνα καὶ τὰς ὀφρῦς ἀνατείνας καὶ βρενθυόμενός
ἐξιόντα , καὶ καθίσας παρὰ τὴν θύραν ἐθήρων τὰς χεῖρας ἐκπετάσας , μόνα παρεὶς τὰ πρόβατα εἰς τὴν νομήν ,
5496478 καταλαμβανων
. εὐτρεπὴς ] ἕτοιμος . θ διώκων ] ζητῶν , καταλαμβάνων . διώκων ] ἐρχόμενος . διώκων ] ἐλαύνων .
καὶ τῶν χειλῶν αὐτοῦ , τὰ δὲ πέριξ ἀφλεγμάντῳ ἐμπλάστρῳ καταλαμβάνων , σπόγγον τε ἄνωθεν ἐπιθεὶς ἐπίλυε διὰ τρίτης ,
5493870 παραβαλων
γάρ , οἶμαι , καλῶς καὶ Τιμόθεος ὁ στρατηγὸς φιλοσόφῳ παραβαλὼν εἰς πλῆθος ἐπιχειροῦντι μόνον εἶναι τὸν σοφὸν στρατηγόν ,
τῇ ὑστεραίῃ δοῦναι ὀκτὼ κοτύλας , μέλι παραχέων ἢ ἅλας παραβαλὼν , πίνειν : καὶ μετὰ τὴν κάθαρσιν τοῖσιν αὐτοῖσι
5491397 ἀποτεινων
. Ἀλλ ' ὦ Πίσας εὔδενδρον ] πρὸς τὴν Ὀλυμπίαν ἀποτείνων ἤρξατο , εἶτα πολλὰ διὰ μέσου θεὶς καὶ μὴ
αὐτῷ δηλονότι σὺν τῷ πατρὶ αὐτοῦ τῷ Πτοιοδώρῳ . εἶτα ἀποτείνων τὸν λόγον πρὸς αὐτούς φησι : καὶ ἐν τοῖς
5481759 διαμαρτυρομενου
ἀνὴρ μεγίστων αἴτιος κακῶν . καὶ τότ ' εὐθὺς ἐμοῦ διαμαρτυρομένου καὶ βοῶντος ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ πόλεμον εἰς τὴν Ἀττικὴν
τῶν Πυθίων ἀγῶνι . . . Ἐφιάλτου δὲ κωλύοντος καὶ διαμαρτυρομένου μὴ βοηθεῖν μηδ ' ἀνιστάναι πόλιν ἀντίπαλον ἐπὶ τὰς
5457349 συνταξαμενος
Φθίας χώρας στρατηγὸν γενναῖον , Ἡρακλέα τὸν λεγόμενον Πολύφημον , συνταξάμενος διδόναι αὐτῷ τὴν ἑαυτοῦ θυγατέρα τὴν Δηιάνειραν . Ὅστις
ὑπερέβη , τὰ δ ' ἀπὸ τῆς Ἡρακλειδῶν καθόδου πραχθέντα συνταξάμενος ταύτην ἀρχὴν ἐποιήσατο τῆς ἱστορίας . ὁμοίως δὲ τούτωι
5445303 μετατιθεις
καὶ κολάζων τοὺς αἰτίους ἐπιεικέστερον ἢ καθώς εἰσιν ἄξιοι , μετατιθεὶς ἐκ τῆς κακίας καὶ εἰς μετάνοιαν ἄξεις . Ἐπαινέσας
κλίνῃ ἀνευρεῖν , ὡς μὴ πράγματα ἔχοις ἐκ τοῦ πλοίου μετατιθεὶς χρυσίον ἐς τὸ ἄστυ . Εὖ λέγεις , καὶ
5401341 καταθεμενος
πόθεν , καὶ τὴν ἀκμήν ἐκ παιδὸς αὐτοῦ πρὸς τί καταθέμενος . αὑτοῦ προδότης κακός τε τῆς ὥρας φύλαξ μάλισθ
ἀντιτεταγμένης δυνάμεως Ἀντιγένην μὲν τὸν τῶν ἀργυρασπίδων ἡγούμενον συλλαβὼν καὶ καταθέμενος εἰς σειρὸν ζῶντα κατέκαυσεν , Εὔδημον δὲ τὸν ἐξ
5361415 συστελλων
σπάνιν συνέστειλαν τὰ τείχη . ΓΓΘ διατειχίζων : συνάγων καὶ συστέλλων τὰ τείχη . διὰ γὰρ τὸν πόλεμον καὶ τὰ
ἐνεργητικὸς παρακείμενος τὴν τελευταίαν τρέπων εἰς μαι καὶ τὴν παραλήγουσαν συστέλλων παθητικὸς γίνεται , δέδωκα δέδομαι , ἕστηκα ἕσταμαι ,
5310433 ληρους
, τὸ ποιῆσαι τὰς ἐπάλξεις λευκοχρίστους . λήρους ] ἢ λήρους λέγει τοὺς κρουνοὺς ἀπὸ τοῦ λίαν ῥεῖν , ὥσπερ
φληναφῶν ἄνω κάτω Λύκειον , Ἀκαδήμειαν , Ὠιδείου πύλας , λήρους σοφιστῶν ; οὐδὲ ἓν τούτων καλόν . πίνωμεν ,
5308379 φθανων
ϲωμάτων τοὺϲ πόρουϲ , ὥϲτε ὁ μὲν δριμὺϲ οἷον ὁδοποιεῖ φθάνων , ὁ δὲ ψυχρὸϲ οὐκ εἰϲ μακρὰν ἕπεται ,
τὰς ὑπηρεσίας ἀεὶ καὶ πανταχοῦ , μηδὲν ὑπερτιθέμενος , ἀλλὰ φθάνων τὰς σὰς ἐπικελεύσεις τάχει καὶ προθυμίᾳ : σὺ δ
5308144 περιελων
ὁ ὑπὲρ τοῦ ψηφίσματος ὃ ἐγράψατο Ἀρχῖνος τὴν πολιτείαν αὐτοῦ περιελών . . . . . . . . .
τοῖς θεάτροις ὄχλων , διὰ μὲν τῶν ἐλευθέρων τοὺς δούλους περιελών , διὰ δὲ τῶν ἀνδρῶν παῖδάς τε καὶ γυναῖκας
5283733 ὑποθεις
καὶ λαβὼν ξίφος ὁλοσίδηρον καὶ θυμιῶν στύρακα καὶ μέλι , ὑποθεὶς κρατῆρι , ἀπότεμε τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ ἐπάνω τοῦ κρατῆρος
κά - τωθεν κατὰ τὸ ἕτερον ὀστέον , ὄγκον μαλθακὸν ὑποθεὶς , ἢν μὲν ἄνω , καταστρέψας τὴν χεῖρα ,
5272624 ὑποσημαινων
Καὶ μὴν χάλκεον λέγει τὸν Ἄρην τὰς τῶν μαχομένων πανοπλίας ὑποσημαίνων : σπάνιος γὰρ ἦν ὁ σίδηρος ἐν τῷ τότε
ἐπὶ τῇ πέτρᾳ τείνει τὴν χεῖρα ἐς τὴν θάλατταν , ὑποσημαίνων τὸν μῦθον ὁ ζωγράφος . ἡ δὲ ἐφεξῆς οἰκία
5245464 περιδραμων
ἐκ τῶν στρωμάτων καὶ ἀνυπόδητος τὸν λύχνον ἅψας ταῦτα πάντα περιδραμὼν ἐπισκέψασθαι καὶ οὕτω μόλις ὕπνου τυγχάνειν . καὶ τοὺς
ἐν Πύλῳ εἶπεν . πανουργότατα ] λίαν πανούργως . Γ περιδραμὼν ] ἀπατήσας , περιελθών . Γ περιδραμὼν ] ὑποδραμὼν
5221435 ἐμπολησαντες
εἶθ ' ὅπως λιταργιοῦμεν οἴκαδ ' εἰς τὰ χωρία , ἐμπολήσαντές τι χρηστὸν εἰς ἀγρὸν ταρίχιον . Ὦ Πόσειδον ,
δραμούμεθα ” . Γ παρὰ τὸ λίαν ἀργόν . Γ ἐμπολήσαντές ] ἀγοράσαντες . χρηστὸν ] χρήσιμον . Γ ὦ
5215472 παραπεμπει
μακρά ἐστι , τὴν δὲ αἰτίαν οὐκ οἶδεν , ἀλλὰ παραπέμπει ταύτην τῇ μουσικῇ . καὶ πάλιν ὁ ἰατρὸς οἶδεν
αὐτὸν εἰπεῖν ; . π . σχημ . , . παραπέμπει γὰρ ἡμᾶϲ ἡ ἐλπίϲ : αὕτη δὲ ἀτυχούντων ἐϲτὶν
5205724 μεταφερει
, ὁ δὲ λοιμός , ἐφ ' ὃν ὁ Ἀρχίδαμος μεταφέρει τὴν αἰτίαν , ἀνεύθυνον . Τὴν μετάστασιν Μινουκιανὸς μὲν
θεωρίαν εἰς Δελφοὺς καὶ κρίνονται ἀσεβείας : καὶ γὰρ ἐνταῦθα μεταφέρει ἐπὶ πρᾶγμα τὴν αἰτίαν ἐπὶ τὴν κατασκαφὴν , καίτοι
5205091 εἰσηγαγε
Ἢ διὰ τί τὸν μὲν πρεσβύτερον τοῖν παίδοιν ἐπὶ ῥητοῖς εἰσήγαγε , τοῦ δὲ νεωτέρου ἤδη γεγονότος οὐδὲ λόγον ἐποιεῖτο
ἔχει . πρῶτος δ ' Ὅμηρος , φασί τινες , εἰσήγαγε παράσιτον τὸν Ποδῆν εἶναι λέγων φίλον εἰλαπιναστὴν τοῦ Ἕκτορος
5178023 ποιησας
οὐ καταιβάτης μόνον , ἀλλὰ καὶ ἱκέσιος καὶ μειλίχιος . ποιήσας τοίνυν τὸ τοῦ καταιβάτου πρὸς τοὺς βαρβάρους , ὅπερ
τὸν φλοιὸν ἄλλοι τε Ἰώνων καὶ Ἑρμησιάναξ ὁ τὰ ἐλεγεῖα ποιήσας φελλὸν ὀνομάζουσιν . ἐς Μεθύδριον δὲ πόλιν μὲν οὐκέτι
5175071 ἐξηγησατο
καὶ ἀπαθῆ : καὶ ταύτην ὁ χρυσὸς δηλοῖ , καθάπερ ἐξηγήσατο καὶ Πλάτων , φανερόν . Καὶ γὰρ ὁ χρυσὸς
. Εἰπὼν ὅτι καὶ αἱ ἀνδρεῖοι θυμοειδεῖς , πῶς , ἐξηγήσατο : οὐ γὰρ ὡς διὰ θυμὸν ποιοῦντες ὡς τὰ
5166703 σκαφην
τὰς τῶν ἀδείπνων ἐξετάζειν οἰκίας . Καταμαθὼν δὲ κειμένην θερμὴν σκάφην θερμῶν ἰπνιτῶν ἤσθιον . Ὅστις φοβεῖται τὸν πατέρα κᾀσχύνεται
ἔσται πρὸς ἅπαντα , εἴτε προσαντλεῖσθαι βούλοιντο ἐγκαθήμενοι εἰς τὴν σκάφην εἴτε ἐμβιβάζεσθαι εἰς τὰς καλουμένας τιτίδας δύναιντο . Μετὰ
5162273 ἐξειργαζετο
ἱππικώτατοι καὶ ἀκοντιστικώτατοι καὶ τοξικώτατοι καὶ φιλοπονώτατοι . ταῦτα δὲ ἐξειργάζετο ἐπὶ τὰς θήρας ἐξάγων καὶ τιμῶν τοὺς κρατίστους ἕκαστα
περ ἐόντε . ὅτι δὲ Ἀμφίων ᾖδε καὶ τὸ τεῖχος ἐξειργάζετο πρὸς τὴν λύραν , οὐδένα ἐποιήσατο λόγον ἐν τοῖς
5149513 ἐκλαθομενος
σε τοῦτό μοι πράξειν ἔφη καὶ ἐψεύσατο : εἰ μὲν ἐκλαθόμενος , εἰσὶν ἐλπίδες : εἰ δ ' οὐδὲν παρείς
καλούμενον Ἕλος τῆς Λακωνικῆς . Τίμαιος δ ' ὁ Ταυρομενίτης ἐκλαθόμενος αὑτοῦ ἐλέγχει δ ' αὐτὸν εἰς τοῦτο Πολύβιος ὁ
5140215 ἐπεθηκεν
διόπερ θύσας τοῖς θεοῖς ὁ βασιλεὺς τὸ τελευταῖον τὴν γλῶσσαν ἐπέθηκεν τοῖς βωμοῖς , καὶ ἀπὸ τότε ἔθος τοῦτο διέμεινε
τὸ δεῖπνον , τῷ Ἑρμῇ τῷ πρὸ τῶν θυρῶν ἑστῶτι ἐπέθηκεν αὐτὸν κατὰ τὸ ἔθος τῶν ἔμπροσθεν ἡμερῶν : καὶ
5128705 εἰσεπραττετο
καλῶν κρυπτόμενον , ἀλλ ' , οἶμαι , θορυβηθείς , εἰσεπράττετο γὰρ χρυσίον , ἠναγκάζετο ἐμὲ διώκειν μᾶλλον ἢ πρότερον
, ἥν με ἐφ ' ἁπάντων ὑμῶν εὐθύς τε ἰδὼν εἰσεπράττετο καὶ οὐκ ἀνῆκεν ἐφεξῆς , ἕως ἧκον αὐτῷ συσκευασάμενος
5121619 εἰσφερει
ἐπ ' ἄνδρα μισόπολιν ὄντα κἀπολούμενον , ὅτι τόνδε λόγον εἰσφέρει , μὴ δικάζειν δίκας . ὦ ' γαθοί ,
; “ ὁ δὲ τερατευόμενος ὡς ἐπὶ τῶν μυουμένων γυμνὸν εἰσφέρει αὐτόν . νομίζεται ] ἀντὶ τοῦ ” νόμιμόν ἐστιν
5114966 παρασυρων
φευγούσας ὅταν καταλαμβάνῃς , τὰ πηδάλια συντρίβων καὶ τὸν ταρσὸν παρασύρων εἰς τὴν γῆν κάταγε : ἐὰν δὲ μὴ ἔχῃς
προσπταίων , τουτέστι τραχύνεται τῇ φολίδι ἡ γαστήρ , καὶ παρασύρων προστρίβεται τῇ γῇ καὶ ὑποψοφεῖ , οἷα εἰς χύσιν
5110914 κινησας
τρίβον , σφῆκας δαφοινοὺς χηραμῶν ἀνειρύσας , ὁποῖς κοῦρος δῶμα κινήσας καπνῷ : οἱ δ ' αὖ προγεννήτειραν οὐλαμωνύμου βύκταισι
: † θοίναν ἀγρίων θηρῶν : ποῦ , φησὶ , κινήσας τὸν πόδα κατάσχω ταύτας , δηλονότι τὰς μετὰ τῆς
5105733 ὀνειδιζων
Ἀγαθαρχίδης ὁ Κνίδιος ὁ τὰς τῶν διαδόχων πράξεις συγγραψάμενος , ὀνειδίζων ἡμῖν δεισιδαιμονίαν ὡς δι ' αὐτὴν ἀποβαλοῦσι τὴν ἐλευθερίαν
ὀρχουμένης δὲ αὐτῆς καὶ παιζούσης ὁ τράγος μεμφόμενος αὐτὴν καὶ ὀνειδίζων ὡς τὰς ὁμο - λογίας παραβαίνουσαν ἐπιστραφεῖσα εἶπεν :
5105273 καθηκε
τῷ συμποσίῳ ἀποσκώπτων , ἐπειδή ποτε καὶ ἐπὶ τὸν Θεσμόπολιν καθῆκε τὸ σκῶμμα , ” Περὶ δὲ Θεσμοπόλιδος , “
καὶ συμβαλόντες ἐνίκησαν τοὺς βαρβάρους . Ἀγησίλαος ἐπὶ Σάρδεις ἐλαύνων καθῆκε λογοποιοὺς , ὡς ἐξαπατῶν Τισαφέρνην στέλλεται μὲν φανερῶς ἐπὶ
5094135 ἐμελετα
σώματος , ἀκολούθει παντὶ τῷ ἰσχυροτέρῳ . λέγειν δὲ Σωκράτης ἐμελέτα ὁ πρὸς τοὺς τυράννους οὕτως διαλεγόμενος , ὁ πρὸς
ἀσπάζεται μὲν αὐτὸν ὁ ἀδελφός , οὐδὲν δὲ ἧττον ἀνελεῖν ἐμελέτα , κρύφα δὲ Ἀμύτιος εἰς πρᾶξιν ἀγαγεῖν τὴν μελέτην
5092888 πλαζομενος
καὶ Τορρηβίας ” , ὡς Νικόλαος τετάρτῳ , „ ὃς πλαζόμενος περί τινα λίμνην , ἥ τις ἀπ ' αὐτοῦ
βίον διεξάγει . αἰ δέ κα αὐτὸς καθ ' αὑτὸν πλαζόμενος τύχῃ ἁγεμόνων καρρόνων , ἀπευθύνειν τὸν δρόμον δυνάσεται ποτὶ
5089793 μνημονευων
ψυχῆς ἀνάγων τις ἐπὶ τὰ πάθη καὶ τὰς αἰσθήσεις , μνημονεύων τῶν ἐν ἀρχῇ ῥηθέντων , ἱκανῶς κατόψεται τοῖς τύποις
καὶ τὰ λοιπά . ἐν δὲ Δὶς πενθοῦντι Ζωπύρας τινὸς μνημονεύων φησί : καὶ Ζωπύρα , οἰνηρὸν ἀγγεῖον . Ἀντιφάνης
5082632 σεμνυνομενος
ἡμῶν αὐτῶν ἐντελέστερος , αὐτοῖς τοῖς ἀρχηγέταις τῆς τελετῆς μυσταγωγοῖς σεμνυνόμενος : εἶτα ὅτι βελτίων ἡ παρὰ τῶν θεῶν τελετὴ
ἢ ἀνδρεῖον . ὁ μὲν γὰρ πολλὰ γνώμῃ στρατηγήσας ἀρκεσθήσεται σεμνυνόμενος ἐπὶ ταῖς ἀπὸ ψυχῆς εὐπραγίαις , ὅστις δ '
5077941 σχαλιδας
, ἄρκυας εὐστρεφέας τε λύγους ταναόν τε πάναγρον δίκτυά τε σχαλίδας τε βρόχων τε πολύστονα δεσμά , αἰχμὴν τριγλώχινα ,
φημὶ δὴ ἄρκυς , λίνους , πάναγρον , δίκτυα , σχαλίδας , βρόχους , προσέτι καὶ τὰ ἐκ σιδήρου ταυτὶ
5076103 ἀπορριψας
ἀοιδήν . τοῖα δὲ δειμαίνοντα προσέννεπε θέσκελος Ἑρμῆς : γαῦλον ἀπορρίψας καὶ πώεα καλὰ μεθήσας δεῦρο θεμιστεύσειας ἐπουνανίῃσι δικάζων :
ἀποσείσασθαι τὴν κόπρον βουλόμενος ὡς ἐξανέστη , ἔλαθε τὰ ὠὰ ἀπορρίψας . ἀπ ' ἐκείνου τέ φασι , περὶ ὃν
5054818 βλαυτας
ξανθοῖς μύροις χρῶτα λιπαίνων , χλανίδας θ ' ἕλκων , βλαύτας σύρων , βολβοὺς τρώγων , τυροὺς κάπτων , ᾠὰ
φυλῆς καλεῖται δὲ καὶ Κύδαθον , ἐξ οὗ Ἀριστόδημος . βλαύτας . ὑποδήματα . οἱ δὲ βλαύτια , σανδάλια ἰσχνά
5049159 ἐπισειων
τε λεπτοῖς ἁλσί , δειπνούντων ἅμα ἐπὶ τὸ τάγηνον σίζον ἐπισείων φέρω . Τριωβόλου κρεΐσκον ἀστεῖον πάνυ ὕειον : ὀπτὸν
δ ' οὐκ ἐπαΐει τὸ παράπαν , ἀλλὰ τὴν αἰγίδα ἐπισείων καὶ τὸν κεραυνὸν ἐπανατεινόμενος δριμὺ ἐνορῶν ἐκπλήττει τοὺς ἐνοχλοῦντας
5041641 μετεστησεν
ἐσχάτοις ἐν τῇ πορείᾳ τῆς στρατιᾶς πρὸς τοσοῦτον τὸ πρᾶγμα μετέστησεν , ὥσθ ' οἱ λυπήσειν ἐλπίσαντες ἀπεσφάττοντο . καὶ
ὀχληραῖς φλεγμοναῖς ἐπιτήδειον , καὶ ἐνίοτε μὲν εἰς πύον ῥᾳδίως μετέστησεν αὐτάς , ἔστι δ ' ὅτε ὑποφθάσας τοῦ πύου
5038226 ἐρεθιζων
πυρσώδη φλόγα πεύκας ἐκ νάρθηκος ἀίσσει δρόμωι καὶ χοροῖσιν πλανάτας ἐρεθίζων ἰαχαῖς τ ' ἀναπάλλων τρυφερόν τε πλόκαμον εἰς αἰθέρα
γοῦν ἁμαρτίας ἐνδέχεται αὐτὸν δοῦναι δίκην . . : Ταῦτα ἐρεθίζων Ἥφαιστόν φησιν , ὡς εἰ ἔλεγεν τὸν σὸν κόσμον
5038044 ἐκπεμπων
. Ἔρως θεῶν πανουργότατε , τοῖς μὲν ὀφθαλμοῖς ἥδιστε , ἐκπέμπων δὲ ἀφανῶς δι ' αὐτῶν ἐπὶ τὴν ψυχὴν τὸ
ὑψηλοῖς καὶ τῆς γῆς ὑπεραιρομένοις τόποις πιστὸς καὶ θαρρῶν καὶ ἐκπέμπων βέλος πύρπνοον , καὶ πυρὸς πνέον . οὐδὲν γὰρ
5034665 στρεφων
, ἀκολουθείτω δὲ ὅπῃ ποικίλλων αὑτὸν καὶ τὰ ἐν αὑτῷ στρέφων ἄστρα πάσας διεξόδους ὥρας τε καὶ τροφὴν πᾶσιν παρέχεται
ἓν ὥσπερ αὐλῷ ἐοικὸς ] , ὅπερ ἔνδον καὶ ἔξω στρέφων ἐπιφράττειν τε καὶ ὑπανοίγειν τὸ πνεῦμα διέταξεν . ἐπιφράττει
5032611 τερατευομενος
ὑπὲρ Διονυσίου λόγοις εἴρηκα , ὁ δέ , οἶμαι , τερατευόμενος ἐν ταῖς ὑποθέσεσι περὶ τὰ τῶν μάγων ἤθη τὴν
ἐποιεῖτο , ἀλλὰ ῥᾳδίως , ὡς καὶ ᾄδειν γράφοντα . τερατευόμενος δὲ ἔλεγεν , ὅτε τὸν ἐν Λίνδῳ Ἡρακλέα ἔγραφεν
5030783 ἀποκτιννυει
φύσεως πατὴρ , ὃς καινοτέρῳ τρόπῳ τοῦ παιδὸς ἐπίβουλος γενόμενος ἀποκτιννύει : οὐκ ἐφήσει οὖν ἀντιλέγειν : ὁ γὰρ νόμος
δ ' οὕτω λαλεῖν . „ ἀποκτίννυσι λέγουσι μᾶλλον ἢ ἀποκτιννύει . Κρατῖνος Βουκόλοις : ” καὶ πρὸς τὸν οὐρανὸν
5029271 χρησον
λαβὼν ἄνειρε τὰ κρέα . καὶ τῆς θύρας ἀνακῶς ἔχειν χρῆσόν μοι τὴν χλαμύδα σου . παῖδες , γέροντες ,
αὐτῷ Τηλέμαχος συνετύγχανεν . καὶ τοῦτον ἀσπασάμενος ἡδέως πάνυ ἔπειτα χρῆσόν μοι σύ , φησί , τὰς χύτρας ἐν αἷσιν
5026579 ἐδακρυσεν
ὁ ἕτερος ἀποκηρυχθεὶς εἰργάζετο : ἰδὼν αὐτὸν ὁ πατὴρ ἐργαζόμενον ἐδάκρυσεν : ἐπανελθὼν εὕρηται νεκρὸς ἀσκύλευτος : ἀντεγκαλοῦσιν ἀλλήλοις ὅ
ἀρνεύμενον ἡμῖν ἤτασαν αἱ πολλαὶ Νικαγόρην προπόσεις : καὶ γὰρ ἐδάκρυσεν καὶ ἐνύστασε καί τι κατηφὲς ἔβλεπε , χὠ σφιγχθεὶς
5021655 ἐπιφραττειν
περιβοᾶν , καταθροεῖν , καταθρυλεῖν , ἀποστρέφειν τὴν γλῶτταν , ἐπιφράττειν τὸ στόμα , μόνον οὐκ ἀφαιρεῖσθαι τὴν φωνήν ,
μὲν οὖν γήινος Ἐδὼμ τὴν οὐράνιον καὶ βασιλικὴν ἀρετῆς ὁδὸν ἐπιφράττειν ἀξιοῖ , ὁ δὲ θεῖος λόγος ἔμπαλιν τὴν ἐκείνου
5014130 εἰσαγων
μὲν ἐκεῖνον ἐκπολεμῶν , εἰς δὲ τὴν μερίδα τὴν ἡμετέραν εἰσάγων , κἀν τοῖς συλλόγοις οὐκ ἀκινδύνους μέν , ἡδίστους
ἡμᾶς συγκοινωνεῖν ταῖς ματαίαις συμβουλίαις . Μάνδρας ἔσω πρόβατα ποιμὴν εἰσάγων μετ ' αὐτῶν καὶ λύκον ἤμελλε συγκλεῖσαι , εἰ
5013215 γνωρισας
ἧκε μετὰ τῶν ἄλλων σατραπῶν : ὁ δὲ ἵππος αὐτοῦ γνωρίσας τὸν τόπον τῆς συνουσίας ἐρωτικόν τι παθὼν πρῶτος ἐχρεμέτισεν
ἄχρι λιμένων τῶν κατὰ πόλεις καὶ ὑποδρόμων λεωφόρους ἀνατεμὼν καὶ γνωρίσας ἠπειρώτας νησιώτας οὐκ ἄν ποτ ' εἰς ἑαυτοὺς ἐλθόντας
5011754 κενοταφια
δ ' αἰχμαλώτους ἐς τὰς πατρίδας ἀφῆκε : καὶ πολλοὶ κενοτάφια σφῶν κατέλαβον ὡς ἐπὶ νεκροῖς γενό - μενα .
λώβης : ἀντὶ τοῦ Αἴαντος τῆς ἁμαρτίας ἡ Ἑλλὰς πολλὰ κενοτάφια τῶν Ἑλλήνων στενάξει ναυαγησάντων . εἰώθασι δὲ τῶν ἀλλαχοῦ
5010620 περιστησας
ὅταν ἁβρύνηται πρὸς τὴν θήλειαν , ἀνακλάσας τὴν οὐρὰν καὶ περιστήσας αὑτῷ πανταχόθεν ὥσπερ εὐειδὲς ἄντρον ἤ τινα γραφῇ μιμηθέντα
πόλεων ἅπαντες . ἐπεὶ δὲ πλῆρες τὸ θέατρον ἦν , περιστήσας τοὺς στρατιώτας καὶ τοὺς βαρβάρους , μεθ ' ὧν
5010242 κατακλεισας
τὴν ἄκραν ἐπιπλεύσας τοὺς Καρχηδονίους ἐπὶ τῷ στόματι τοῦ λιμένος κατακλείσας ἔνδον ἐξέλοι , βορέου πνεύσαντος οὐρίου ἀπόπλουν ἐποιήσατο .
τὸν λίθον ἐκ τῆς κεφαλῆς τοῦ ἰούλου λίθον , καὶ κατακλείσας δίδου φορεῖν ἐπὶ τοῦ στήθους : πάντα δὲ πόνον
5010216 εὐτρεπισας
Κρατύνας : στερεώσας , δοὺς , ἰσχυροποιήσας , παρασχὼν , εὐτρεπίσας . τοῦ μέν : τούτου . τῷ μέν :
τὰς κύνας παρορμήσας καὶ τοὺς θηρευτὰς διεγείρας καὶ τὰς στάλικας εὐτρεπίσας καὶ τὰ δίκτυα , ὡς ἂν μὴ ἐν τῇ
4996359 ὠπτησε
παῖς , σφάξας αὐτὸν καὶ κατὰ μέλεα διελὼν τὰ μὲν ὤπτησε , τὰ δὲ ἥψησε τῶν κρεῶν , εὔτυκα δὲ
ἡ μαγειρικὴ τράπεζα . Ὅμηρος : αὐτὰρ ἐπεί ῥ ' ὤπτησε καὶ εἰν ἐλεοῖσιν ἔθηκε . ὅθεν καὶ Πολυκράτων ὁ
4994660 ἐθεωρει
λόγοι . Διαφέρουσι δὲ ὅτι ὁ μὲν προειρημένος τὸ ψυχικὸν ἐθεώρει κάλλος τό τε ἐν ἐπιστήμαις καὶ ἀρεταῖς καὶ τὸν
χαμαὶ ἀπὸ τοῦ θρόνου κλαίων καὶ ὀδυρόμενος : καὶ ὅτε ἐθεώρει πολλὰς ψυχὰς εἰσερχομένας διὰ τῆς στενῆς πύλης , τότε
4994615 Λακωνικας
δὲ περὶ Χαβρίαν ] τὸ Ἅλαδε μύσται . Χαβρίας ναῦς Λακωνικὰς κατασκόπους δώδεκα ἐφορμούσας , οὐ μὴν ἐπαναχθῆναι θαρρούσας ἐξεκαλέσατο
Λυδίῳ νόμῳ : μαντικῷ : μάντεις γὰρ οἱ Λυδοί . Λακωνικὰς Σελήνας : ἐπὶ τῶν ἀμφιβόλως συνθήκας ποιουμένων . Οὗτοι
4989290 Στυμφαλῳ
δὲ καὶ ἐφ ' ἡμῶν γενέσθαι θαῦμα τοιόνδε . ἐν Στυμφάλῳ τῆς Ἀρτέμιδος τῆς Στυμφαλίας τὴν ἑορτὴν [ κατά ]
ἐρήμῳ τῇ Ἀράβων Στυμφαλίδας καὶ ἐπὶ ἡμῶν ὀνομάζεσθαι . ἐν Στυμφάλῳ δὲ καὶ ἱερὸν Ἀρτέμιδός ἐστιν ἀρχαῖον Στυμφαλίας : τὸ
4988528 ἀχαλινον
τὴν γλῶτταν , ὀλισθηρός , θολερός θολώδης , ἰλυώδης , ἀχάλινον στόμα , ἀκρατὴς γλῶττα , λήρους μακροὺς ἀποτείνων ,
ἀγήνορες , οὐδέ κεν ἄν τι ἀντόμενοι τρέσσειαν , ἀναιδείην ἀχάλινον αἰεὶ κυμαίνουσαν ἐπὶ φρεσὶ λύσσαν ἔχοντες : πολλάκι δ
4986543 Τρῳαδας
μέλει γύναι : ἀλλὰ μάλ ' αἰνῶς αἰδέομαι Τρῶας καὶ Τρῳάδας ἑλκεσιπέπλους , αἴ κε κακὸς ὣς νόσφιν ἀλυσκάζω πολέμοιο
φησί . Σκιώνη , πόλις Θρᾴκης , ἔνθα λέγεται τὰς Τρῳάδας αἰχμαλώτους , διὰ τὸ μὴ ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων εἰς
4981507 Λαβης
, ἐπεὶ παρεδήλωσεν ἂν αὐτό . ἀλλ ' ἔοικεν ὁ Λάβης ὠνοματοπεποιῆσθαι ἁπλῶς , καθάπερ ὁ Δάκης ⌈ ὁ Γ
, ἢν ἅπαξ ἁλῷ . καὶ μὴν ὁ φεύγων οὑτοσὶ Λάβης πάρα . ὢ μιαρὸς οὗτος . ὡς δὲ καὶ
4979683 ἐγελα
τὴν ἀποφράδα ὥς τι ξένον καὶ ἀλλότριον τῶν Ἑλλήνων ὄνομα ἐγέλα εὐθὺς καὶ τὸν ἄνδρα τοῦ πάλαι ἐκείνου γέλωτος ἠμύνετο
δὲ ὑφ ' ἡδονῆς μετέωρος ἑωρᾶτο , καὶ νῦν μὲν ἐγέλα τῷ προσώπῳ πάνυ ἀσελγῶς , πάλιν δὲ εὐθὺς ἐθρήνει
4978181 αἰτιωμενος
, ἀλλ ' ἤδη καὶ τὰ τοῦ συμβούλου τοιαῦτα πάρεστιν αἰτιώμενος , καὶ λόγοις πολυπραγμονῶν καὶ γυμνασίοις , ἣν φοιτῶντες
τούτων περιγράφει τοὺς Αἰσχίνου λόγους οὓς ποιήσεται περὶ τῆς εἰρήνης αἰτιώμενος Δημοσθένην ὡς εἰσηγησάμενον τὴν εἰρήνην . τοῦτο δὲ τὸ
4975070 ἐμεμφετο
μικρὸν δὲ ἐξαναστὰς ὡς ἐθεάσατο τὴν θά - λασσαν , ἐμέμφετο αὐτῇ , ὅτι γε δελεάζουσα τοὺς ἀνθρώπους τῇ πραΰτητι
τινὰ καλλίστην ἐπὶ τῆς Ἰωνίας εἶναι : καὶ τοῦτο μόνον ἐμέμφετο βασιλεὺς Φαρνάκην , ὅτι οὐ προσέγραψεν ἐν τῇ ἐπιστολῇ
4970458 Λαμαχος
” . μισολάμαχος ] μισοπόλεμος . φιλοπόλεμος γὰρ ἦν ὁ Λάμαχος στρατηγὸς ὤν . † ἀκολαμάχου † : ἀλλοτρία τῶν
ἀπὸ Παιήωνος , ἰατροῦ παλαιοῦ . ἕκαστον δὲ ὧν ὁ Λάμαχος λέγει τρέπει οὗτος εἰς παιδιάν . Παιώνια ] ἑορτὴ
4953476 αἰρετω
: ὁ στρατηγὸς ἐπηρώτησεν ὅτῳ δοκεῖ ὅπερ καὶ Ἀγαθοκλεῖ , αἰρέτω τὴν χεῖρα . ὁ τοίνυν Ἀγαθοκλῆς δοκεῖ μοι ,
καθέτω ἐπὶ τῇ ἀκρωμίᾳ , τὴν δὲ κορυφαίαν τῇ δεξιᾷ αἰρέτω , τὸ δὲ στόμιον τῇ ἀριστερᾷ προσφερέτω . κἂν
4951346 ἀνετρεψας
δόξης χρηστῆς παραπεμφθῆναι ? ] [ , ἅπαντα ] ταῦτα ἀνέτρεψας [ , καὶ ] οὐκ αἰσχύνει ? ? νυνὶ
ἀδύνατον νομίσαντα κτἑ . : τοὺς μακροὺς ἐπαίνους ἐν τούτοις ἀνέτρεψας , Θουκυδίδη , ἄφρονος ἔργον ἀνδρὸς δεδρακέναι δείξας .
4946672 ἐξετεινε
τῷ περὶ τοῦ στεφάνου : τὴν γὰρ δευτέραν ἐπιφορὰν ἀπεριγράφως ἐξέτεινε διὰ τὸ πλειόνων κατασκευῶν δεῖσθαι . περὶ οὖν προοιμίων
τὴν χεῖρ ' ἀφῄρει : Λάθρα ἐκίνει . . λαθραίως ἐξέτεινε . συρίξας : Συριγμόν τινα ποιήσας . . ὡς
4944676 γαστρις
δὲ περὶ τὸν ἔξω ῥέοντα λόγον : ὁ δὲ Μόρυχος γάστρις τις ἄνθρωπος καὶ ἡ κωμῳδία αὐτὸν ὡς γαστρίμαργον διαβάλλει
τύχης εὐκληρίαν , ἕως ὁ Σαρδανάπαλος ἦρξε τῶν Ἀσσυρίων , γάστρις ἀνὴρ καὶ τρυφηλός , λαγνὸς καὶ γυναικίας , ὃς
4941868 διεξῃει
ὡς γὰρ δὴ ἐλάβετο ξίφους , ἐτίτρωσκεν αὐτὸς αὑτὸν καὶ διεξῄει τὸ σῶμα ἅπαν κόπτων τε καὶ λυμαινόμενος . Ἀργεῖοι
ἀπολαβεῖν εἴξαντες [ ἔδωκαν ] . τούς θ ' ὅρκους διεξῄει καὶ τὰς συνθήκας τὰς ἐπὶ τῇ καθόδῳ γενομένας ἀνεκαλεῖτο
4939625 κουφιζων
ἵνα δηλώσῃ ὅτι συνεχῶς ἢ λίθους ἢ μέταλλα κόπτων καὶ κουφίζων ἑαυτὸν , παρέτρεψε τὴν ῥάχιν : διὸ ταύτῃ πέπονθεν
τῇ στρατείᾳ , τρέφων ἐκ τῆς πολεμίας καὶ τὴν πόλιν κουφίζων τῶν δαπανημάτων , ἅμα δὲ πολλὰ καταπράξεσθαι τῇ πατρίδι
4939589 ἐτρωγεν
. Ἀναλαβὼν μόναυλον ηὔλουν τὸν ὑμέναιον . Ὅτε τὰς μορίας ἔτρωγεν , ὡσπερεὶ Πλάτων . Παρθένοι παίζουσι πρὸς ἐλάφρ '
ἰχθύς , εἶδος ἰχθύος . ἤσθιεν ] τρώγουσα ἦν , ἔτρωγεν . . Ἕρμιππος ] ὁ ὑποκριτής , καὶ οὗτος
4939580 ἀγνοησας
ἀνδράσι καὶ σώφροσιν ἁρμόζουσαν εἵλετο , οὐ μὰ Δί ' ἀγνοήσας , ὡς Ἀριστόξενός φησιν ἐν τῷ δευτέρῳ τῶν Μουσικῶν
καὶ ὁπόσον , εὐδαιμονεῖ , ὁ δὲ τὰ μέτρα τούτων ἀγνοήσας ἄθλιος . οὕτως οὖν ὁ μὲν οἰήσεως καθαρεύων βίος
4936522 βομβου
ἐγὼ δὲ ἔχων ἔτι πολλὰ λέγειν περὶ μουσικῆς αὐλῶν ἀκούων βόμβου καταπαύσω τὸ πολυλογεῖν , τὰ ἐκ Φιλαύλου Φιλεταίρου ἐπειπών
: καὶ εἴπερ τῷ δακτύλῳ τὸ οὖς ἐπιπωμάσαντες αἰσθανοίμεθά τινος βόμβου , ὑγιαίνειν αὐτὸ φήσομεν . ἡ γὰρ τοῦ δακτύλου
4933450 χλευῃ
τε καὶ ὀλίγου δεῖν ἐπιφράττομαι τὰ ὦτα καὶ τὸ πρᾶγμα χλεύῃ μᾶλλον ἢ ἐπαίνῳ ἐοικέναι μοι δοκεῖ . μέχρι γὰρ
ΓΘ ἄλλως : πρὸς τὴν ἐπωνυμίαν οὐκ ὄντας θεοὺς ἐπὶ χλεύῃ προφέρεται : ὥσπερ δὲ παραστάτας ἀνθρώπων πονηρῶν καὶ παρέδρους
4930433 εὐθυνει
ὁ Ἀριστοτέλης ὡς δέκα τῷ ἀριθμῷ ἰδέας αὐτῶν ὑποτιθεμένων οὕτως εὐθύνει τὰς δόξας . καίτοι εἰ δέκα τῷ ἀριθμῷ ὑπετίθεντο
οἷός τε . ταύτῃ γάρ , οἶμαι , καὶ Λυκοῦργον εὐθύνει τὸν Σπαρτιάτην , ὡς συστησάμενον πολιτείαν στρατευομένοις μὲν ἐπιτήδειον
4929043 μεταχειριζομενος
, ταῦτα πάντως ἐν ἑκάστῃ στάσει πραγματικῇ ἐμπεσεῖται καὶ πᾶς μεταχειριζόμενος χρήσεται , αἱ δὲ εὑρέσεις ἀόριστοι καὶ πρὸς τὴν
ὑπὸ τοῦ θεοῦ δημιουργηθέντων καὶ ὀρομένων κτισμάτων , ἣν ὁ μεταχειριζόμενος εἰ βούλεται ἐπιτετευγμένως καὶ εὐστόχως τὰ τοιαῦτα τεράστια διαπράττεσθαι
4924877 ἀρασσων
τίς οὐ σίδηρον προσφέρει , τίς οὐ πέτρον , βάλλων ἀράσσων ; πᾶν δ ' ἀνήλωται δέμας τὸ καλλίμορφον τραυμάτων
νούσων : ἄλλοτε δ ' αὖ Φοίβου κιθάρην μετὰ χερσὶν ἀράσσων , ἢ λιγυρὴν φόρμιγγα χελυκλόνον Ἑρμάωνος , πᾶσι περικτιόνεσσι
4920579 ταραττομενα
ταρασσόμενα . τὰ ἐν τῇ ἁλὶ συστρεφόμενα . ἐν ἁλὶ ταραττόμενα . ἐν τῇ θαλάσσῃ φερόμενα . ὑπὸ τοῦ αἵματος
ἀπελθόντες ταῦτ ' ἐποίουν . Ταῦτα οὖν οἱ στρατιῶται ἀνεπύθοντο ταραττόμενα . καὶ ὁ Νέων λέγει ὡς Ξενοφῶν ἀναπεπεικὼς τοὺς
4920126 Τρυγαιος
αὐτοῦ ὁ Ἑρμῆς , “ παῦε παῦε ” φησὶν ὁ Τρυγαῖος . Γ παῦε παῦ ' , ὦ δέσποθ '
Διὶ φράσαι σπεύδων τὰ κατ ' ἀνθρώπους [ κακὰ ] Τρυγαῖος ἐθέλων ἀναπετέσθ ' ὡς τοὺς θεοὺς ἐξέτρεφεν ὄρνιθ '
4919617 μητραγυρτων
χρησάμενος βίου μεταβολαῖς διὰ τὴν ὑπερβάλλουσαν ἀπορίαν , τελευταῖον δὲ μητραγυρτῶν καὶ κρούων τύμπανα καὶ καταυλούμενος τὸν βίον κατέστρεψεν .
] τὰ δὲ λείψανα κατεπόντωσαν . αὐτὸς δὲ Διονύσιος τέλος μητραγυρτῶν καὶ τυμπανοφορούμενος οἰκτρῶς τὸν βίον κατέστρεψεν . εὐλαβητέον οὖν
4919548 ἐμποιων
διώκειν ἀναγκά - ζει , φόβος δ ' ἔμπαλιν ἀλλοτριότητα ἐμποιῶν διοικίζει καὶ μακρὰν τοῦ φαινομένου διίστησιν . αἱ δὲ
παρὰ τὸν αἰγιαλὸν ἑστὼς ἔφιππος ἑώρα τὰ δρώμενα θάρσος τε ἐμποιῶν τοῖς αὑτοῦ φαινόμενος καὶ ἅμα τοῦ πολέμου τὸ τέλος
4918581 Φιλητας
αὐτὸν εἰς τοῦτο διαλύεσθαι τὸ ζῷον . ᾧ καὶ φαίνεται Φιλητᾶς προσέχειν , ἱκανῶς ὢν περίεργος : προσαγορεύει οὖν αὐτὰς
καλούμενον . ΑΜΦΩΞΙΣ ξύλινον ποτήριον , ᾧ χρῆσθαι τοὺς ἀγροίκους Φιλητᾶς φησι , [ τοὺς ] ἀμέλγοντας εἰς αὐτὸ καὶ
4915868 συγγραψαμενος
καίτοι γε μύθους τὰ πάντα σχεδὸν καὶ τοιαύτην τινὰ ἱστορίαν συγγραψάμενος . ἀλλ ' οὐ μόνον ἡ ἔννοια ἱκανὴ λόγων
Τραιανοῦ ὁ σοφώτατος Ἀρειανὸς ὁ χρονογράφος ἐξέθετο , ἱστορήσας καὶ συγγραψάμενος πάντα ἀκριβῶς . . . . [ . .
4913405 ἐβαλλε
τήβενναν φορῶν μόνος ἐρέμβετο λίθους ὑπὸ μάλης ἔχων , οἷς ἔβαλλε τῶν ἰδίων τοὺς ἀκολουθοῦντας . ἐλούετό τε καὶ εἰς
ὅσα τε κερασφόρα πλὴν ταύρων , συνθέων αὐτοῖς καὶ καταδιώκων ἔβαλλε φθάνων τε αὐτῶν τὸν δρόμον καὶ πληγαῖς καιρίοις ἀναιρῶν
4912071 ἐπᾳδων
, σκοπέειν τινὰ τὰ ἑωυτοῦ . τοῦτο οὖν ἐμαυτῷ πολλάκις ἐπᾴδων , ὡς ἑώρων εἰπεῖν βιαζομένους τοὺς νέους , οἴεσθε
δὲ μετὰ ταῦτα καὶ εἰς αὖθις περὶ αὐτῶν τούτων πειράσομαι ἐπᾴδων πείθειν . τὸ δέ μοι δεδομένον ὑπὸ σφῷν ἴτω
4911990 μιμουμενος
τοῖς ἀνδραγαθίαν ἀσκεῖν βουλομένοις . τίς γὰρ ἂν ἢ θεοσεβῆ μιμούμενος ἀνόσιος γένοιτο ἢ δίκαιον ἄδικος ἢ σώφρονα ὑβριστὴς ἢ
, οὕτω γὰρ καὶ αὐτὸς ἀπεικάζεις , ἕψομαι τὸ μὲν μιμούμενος , ἐν δὲ τῷ νικώμενος . ἡκόντων γὰρ ἐκεῖθεν
4911964 ἐπαιρων
τὰ τοῦ προσώπου μῆλα γίνεται οἴδημα ἐν ἐρυθήματι ἐποιδαίνων ] ἐπαίρων πίμπραται ] ἐμπυρίζεται πίμπραται ] φυσᾶται μήλοις ] παρειαῖς
τὴν ὄψιν αἰσχρὸς καὶ γυμναζόμενος ἐγελᾶτο . εἰώθει δὲ λέγειν ἐπαίρων τὰς χεῖρας , “ θάρρει , Κράτης , ὑπὲρ
4910226 Κρατητος
“ φησὶ δ ' Ἀπολλώνιος ὁ Τύριος , ἕλκοντος αὐτὸν Κράτητος τοῦ ἱματίου ἀπὸ Στίλπωνος , εἰπεῖν , ” ὦ
χλωροῖς καὶ ἡλιοκαΐαις . Διήκουσε δέ , καθάπερ προείρηται , Κράτητος : εἶτα καὶ Στίλπωνος ἀκοῦσαί φασιν αὐτόν : καὶ
4908133 Φρυνιχος
. . Π . ἰδεῶν ; . . . : Φρύνιχος ἐν τῆι Σοφιστικῆι παρασκευῆι παρατίθεται τὸ ὑπόξυλος ῥήτωρ καὶ
ὁ Κύνουλκος : ἀλλ ' , ὦ χοιρίον εὐάρτυτον , Φρύνιχος ὁ κωμῳδιοποιὸς ἐν τῷ Ἐφιάλτῃ μνημονεύει τοῦ ἡδυλόγου διὰ
4894372 εἰσαγαγων
, καὶ τοῖς δυνάμει τὸ εἶναι καὶ τὴν οὐσίαν ἔχουσιν εἰσαγαγὼν τὴν ἐνέργειαν ἀπολώλεκας αὐτῶν τῆς ὑποστάσεως τὴν αἰτίαν ,
καὶ ἀποχωρῶν οὐ μὴ δείσῃς τὸν πολέμιον . ἄλλος παῖδα εἰσαγαγὼν οὕτως ἐδωρήσατο προπίνων καὶ ἄλλος ἱμάτια τῇ γυναικί ,
4893549 Πυθοκλει
. καὶ παρελθὼν ὁ περιπατητικὸς εἰς τὴν ὀρχήστραν ἴσα βαίνων Πυθοκλεῖ εὐχαρίστησέ τε τοῖς Ἀθηναίοις καὶ ἔφη διότι νῦν ὑμεῖς
φυσικῶν . περὶ δὲ τῶν μετεώρων ἥδε . “ Ἐπίκουρος Πυθοκλεῖ χαίρειν . ” Ἤνεγκέ μοι Κλέων ἐπιστολὴν παρὰ σοῦ
4890273 ᾐδεν
τῇ πομπῇ τῶν Διονυσίων , ἣν ἔπεμψεν ἄρχων γενόμενος , ᾖδεν ὁ χορὸς εἰς αὐτὸν ποιήματα Σείρωνος τοῦ Σολέως ,
τοῦ Ἀστυάγους μετὰ τῶν φίλων , τότε Ἀγγάρης ὄνομα , ᾖδεν εἰσκληθεὶς τά τε ἄλλα τῶν εἰθισμένων , καὶ τὸ
4886981 ἡψες
λίθῳ . τὴν χύτραν , ἐν ᾗ τὰ κρεάδι ' ἧψες ἐζωμευμένα πλὴν εἴ τις πρίαιτο δεόμενος βασκάνιον ἐπικάμινον ἀνδρὸς
ῥόαν . Τὴν χύτραν , ἐν ᾗ τὰ κρεάδι ' ἧψες ἐζωμευμένα . Ἀνήσεις κροκύδα μαστιγουμένην . Ἀλλὰ τὸ στρόφιον

Back