ὁ ἕτερος ἀποκηρυχθεὶς εἰργάζετο : ἰδὼν αὐτὸν ὁ πατὴρ ἐργαζόμενον ἐδάκρυσεν : ἐπανελθὼν εὕρηται νεκρὸς ἀσκύλευτος : ἀντεγκαλοῦσιν ἀλλήλοις ὅ
ἀρνεύμενον ἡμῖν ἤτασαν αἱ πολλαὶ Νικαγόρην προπόσεις : καὶ γὰρ ἐδάκρυσεν καὶ ἐνύστασε καί τι κατηφὲς ἔβλεπε , χὠ σφιγχθεὶς
6895156 κατεφιλει
. ” Ταῦτα φιλοσοφήσασα ἔλυε τὰ δεσμὰ καὶ τὰς χεῖρας κατεφίλει καὶ τοῖς ὀφθαλμοῖς καὶ τῇ καρδίᾳ προσέφερε καὶ εἶπεν
Λάμων αὐτὸς οὑμὸς πατήρ . Ἅμα τε ἐδίδου καὶ περιβαλὼν κατεφίλει . Οἱ δὲ παρ ' ἐλπίδα ἰδόντες τοσοῦτον ἀργύριον
6865783 ἐγελα
τὴν ἀποφράδα ὥς τι ξένον καὶ ἀλλότριον τῶν Ἑλλήνων ὄνομα ἐγέλα εὐθὺς καὶ τὸν ἄνδρα τοῦ πάλαι ἐκείνου γέλωτος ἠμύνετο
δὲ ὑφ ' ἡδονῆς μετέωρος ἑωρᾶτο , καὶ νῦν μὲν ἐγέλα τῷ προσώπῳ πάνυ ἀσελγῶς , πάλιν δὲ εὐθὺς ἐθρήνει
6802116 ἐσιωπα
Φ . . : ἡ Νιόβη διὰ τὴν ὑπερβάλλουσαν λύπην ἐσιώπα , καὶ οἷον τὸ τοῦ Ἀχιλλέως , ὅταν ἐστάλησαν
μήλῳ κέχρημαι : ἐκεῖνο Ἔριδος , τοῦτο Ἔρωτος , ἐκεῖνο ἐσιώπα , τοῦτο φθέγγεται . μὴ ῥίψῃς , μὴ φάγῃς
6771685 γνωρισας
ἧκε μετὰ τῶν ἄλλων σατραπῶν : ὁ δὲ ἵππος αὐτοῦ γνωρίσας τὸν τόπον τῆς συνουσίας ἐρωτικόν τι παθὼν πρῶτος ἐχρεμέτισεν
ἄχρι λιμένων τῶν κατὰ πόλεις καὶ ὑποδρόμων λεωφόρους ἀνατεμὼν καὶ γνωρίσας ἠπειρώτας νησιώτας οὐκ ἄν ποτ ' εἰς ἑαυτοὺς ἐλθόντας
6757888 ὀδυρομενου
ὅλον ἔχων πρὸς τὸν οὐρανὸν ἔλαθε καταπεσὼν εἰς φρέαρ . ὀδυρομένου δὲ αὐτοῦ καὶ βοῶντος παριών τις ὡς ἤκουσε τῶν
τὰς Διομήδους ἵππους . τοῦτον ἐκεῖσε πορευόμενον ἐξένισεν Ἄδμητος . ὀδυρομένου δὲ τοῦ Ἀδμήτου τὴν συμφορὰν τῆς Ἀλκήστιδος , ἀνακτησάμενος
6736612 ἀντιβολων
[ ! ! ! ! ] ! α ⌋ κλαῶν ἀντιβολῶν ὄνος λύρας : [ συμπεριπατήσω ] ⌊ ⌋ καὐτὸς
Τίς ; Ὅστις ; Ἀριφράδης , ἄγειν παρ ' αὐτὸν ἀντιβολῶν . Ἀλλ ' , ὦ μέλε , τὸν ζωμὸν
6730923 Λευκιππη
' αὐτοῦ παθών , ἀντῃσχύνετό με βλέπειν : καὶ ἡ Λευκίππη δὲ τὰ πολλὰ εἰς γῆν ἔβλεπε : καὶ ἦν
χλωρίς , ἀκαλανθίς , νῆσσα , πιπώ , δρακοντίς . Λευκίππη , Ἀρσίππη , Ἀλκαθόη , Μινύου θυγατέρες , εἰς
6720970 ἀποθνησκων
κίνδυνον σημαίνει , λαμβάνων δέ τι καὶ θάνατον . δανειστὴς ἀποθνήσκων λύπης καὶ φροντίδος ἀπαλλάσσει . ἔτι δὲ καὶ δανειστὴς
ἐκείνωι . οὗτος δὲ ] / ἀπέδωκεν τὴν [ βασιλείαν ἀποθνήσκων Ἀττάλωι ] / τῶι τοῦ Εὐμένους [ / ἄρξαντ
6699386 Ἀκαστος
. α . * . Ἀκαρός : . * ? Ἄκαστος : ὁ υἱὸς Πελίου , ὁ πατὴρ Ἀλκήστιδος :
δὲ αὐτῷ τὴν τελευτὴν λέγουσιν ὑπὸ τῶν ἵππων , ὅτε Ἄκαστος τὰ ἆθλα ἔθηκεν ἐπὶ τῷ πατρί . ἐν Νεμέᾳ
6668526 συναντησας
δόλῳ ἀνέλῃ τοὺς μνηστῆρας . Μελάνθιος δὲ ὁ τότε οἰκέτης συναντήσας αὐτῷ συνεπομένῳ τῷ Εὐμαίῳ τῷ συφορβῷ φησι πρὸς τὸν
. χαλκοῦ : τοῦ ἀγκίστρου . Ἀντιάσας : προσεγγίσας , συναντήσας . τάχα : ἴσως : γλυκὺ τὸ σχῆμα .
6668022 περιειπεν
οὐσίας εἰς μέθας καὶ κύβους καὶ τὴν τοιαύτην ἀκολασίαν εὖ περιεῖπεν : ἠβούλετο γὰρ ἅπαντας εἶναι διεφθαρμένους καὶ φαύλους .
μέμφεται ἐπὶ τούτῳ , ὅτι μὴ μόνον Πρωταγόραν ἐθεράπευε καὶ περιεῖπεν , ἀλλὰ καὶ Ἀντίμοιρον τὸν Μενδαῖον καὶ τοὺς ἄλλους
6617302 κατεφιλησεν
] . ἰδὼν δέ με [ ἐχάρη ] πάνυ καὶ κατεφίλησεν ? [ - ] καὶ ? εἶπεν ? [
κατακλείσας ἑαυτόν , γνωρίσας τὰ Καλλιρόης γράμματα πρῶτον τὴν ἐπιστολὴν κατεφίλησεν , εἶτα ἀνοίξας τῷ στήθει προσεπτύξατο ὡς ἐκείνην παροῦσαν
6559912 ἐκλαθομενος
σε τοῦτό μοι πράξειν ἔφη καὶ ἐψεύσατο : εἰ μὲν ἐκλαθόμενος , εἰσὶν ἐλπίδες : εἰ δ ' οὐδὲν παρείς
καλούμενον Ἕλος τῆς Λακωνικῆς . Τίμαιος δ ' ὁ Ταυρομενίτης ἐκλαθόμενος αὑτοῦ ἐλέγχει δ ' αὐτὸν εἰς τοῦτο Πολύβιος ὁ
6552305 ἐκλαεν
ἡσυχία δὲ ἦν ἀκριβής , περιλαβοῦσα ἡ Ἀνθία τὸν Ἁβροκόμην ἔκλαεν ἄνερ λέγουσα καὶ δέσποτα , ἀπείληφά σε πολλὴν γῆν
ἠνιᾶτο ὥσπερ εἰκὸς ἐπὶ τούτοις ἡ Ἀσπασία καὶ ἀπελθοῦσα ἔξω ἔκλαεν : ἔχουσα δ ' ἐν τοῖς γόνασι κάτοπτρον καὶ
6520168 στρεφων
, ἀκολουθείτω δὲ ὅπῃ ποικίλλων αὑτὸν καὶ τὰ ἐν αὑτῷ στρέφων ἄστρα πάσας διεξόδους ὥρας τε καὶ τροφὴν πᾶσιν παρέχεται
ἓν ὥσπερ αὐλῷ ἐοικὸς ] , ὅπερ ἔνδον καὶ ἔξω στρέφων ἐπιφράττειν τε καὶ ὑπανοίγειν τὸ πνεῦμα διέταξεν . ἐπιφράττει
6516156 ἀγενειον
, ὀργιζόμενοι δὲ ὅμως καὶ συντρῖψαι σπεύδοντες αὐτῷ στρατοπέδῳ τὸν ἀγένειον ἐκεῖνον στρατηλάτην . ἐπεὶ δὲ πλησίον ἐγένοντο καὶ εἶδον
μὲν στρατηλάτην αὐτὸν ἐφ ' ἅρματος ὀχεῖσθαι παρδάλεων ὑπεζευγμένων , ἀγένειον ἀκριβῶς , οὐδ ' ἐπ ' ὀλίγον τὴν παρειὰν
6516021 ἐθαυμας
ἴσως ἐθαύμασας τί τῇ τέχνῃ συμβάλλεται . ἐγὼ δ ' ἐθαύμας ' ; ἀλλ ' ὅμως ἐγὼ φράσω : τοὐπτάνιον
ἴσως ἐθαύμασας τί τῇ τέχνῃ συμβάλλεται . ἐγὼ δ ' ἐθαύμας ' ; ἀλλ ' ὅμως ἐγὼ φράσω . τοὐπτάνιον
6513418 δυσφορων
. πήχεων Ἀττικοί , πηχῶν Ἕλληνες . ποτνιώμενος Ἀττικοί , δυσφορῶν Ἕλληνες . πλυνεῖς κατὰ τὴν πρώτην Ἀτθίδα , κναφεῖς
μὲν βασιλεὺς προσέταξεν ἀφεῖναι καὶ τὴν θέαν διαλύσας ἀπηλλάγη , δυσφορῶν ἐπὶ τῇ τοῦ Μακεδόνος ἥττῃ . ὁ δὲ Διώξιππος
6511584 ὠνειδισε
μὲν ἔκτεινε Μιτροβάτην τὸν ἐκ Δασκυλείου ὕπαρχον , ὅς οἱ ὠνείδισε τὰ ἐς Πολυκράτεα ἔχοντα , κατὰ δὲ τοῦ Μιτροβάτεω
τῇ κατ ' αὐτῶν ἐπιτιμήσει χρήσασθαι . καὶ οὔτε φανερῶς ὠνείδισε τὴν ῥαθυμίαν οὔτε παντελῶς ἀφῆκεν , ἀλλὰ διὰ τῆς
6509758 εἰστρεχει
οὖν ταῦτα ἐφιλοσοφοῦμεν περὶ τοῦ θεοῦ : ἐξαίφνης δὲ παῖς εἰστρέχει τῶν τοῦ Χαρικλέους οἰκετῶν , ἔχων ἐπὶ τοῦ προσώπου
ὀφθαλμοί σου λέγουσιν . ” ἄρτι δὲ λέγοντος αὐτοῦ Χαρικλῆς εἰστρέχει τεθορυβημένος , “ Οἴχομαί σοι , ” λέγων ,
6505926 Ἀντιασας
ἐπιτιθήσας . αἰόλος : διὰ τὴν πανουργίαν , πανοῦργος . Ἀντιάσας : ἐξ ἐναντίας ἐλθὼν , συναντήσας τὴν νῆα .
κακῆς . Ἅλμενος : πηδήσας . ἀνέσχε : ἀνῆλθεν . Ἀντιάσας : συναντήσας . Κέκλεται : σημαίνει . αὖ :
6494536 ἐχαρη
, οὕτω καὶ καθά . ἀλλὰ μὴν καὶ ὥστε λέων ἐχάρη φαμέν : τῇδε ἔχει καὶ τὸ ἅτε παρθένος .
ὑπερηνορεόντων . ” ὣς ἔφαθ ' , ἡ δ ' ἐχάρη καὶ ἀπὸ λέκτροιο θοροῦσα γρηῒ περιπλέχθη , βλεφάρων δ
6488249 Σιμωνος
Σόλων Σόλωνος : Φίλων Φίλωνος : Ἕρμων Ἕρμωνος : Σίμων Σίμωνος : Νέρων Νέρωνος : Χείρων Χείρωνος : ἐπὶ τοῦ
ἐτόλμησεν . Ἔτι δὲ πρὸς τούτοις πυνθανομένου τὴν διαφορὰν τοῦ Σίμωνος τήν τ ' ἔχθραν διηγήσατο καὶ προσηπείλησεν ὅτι δηλώσειέ
6487575 Λαμων
ψάμμου μαλθακῆς . Ἐν τῷδε τῷ ἀγρῷ νέμων αἰπόλος , Λάμων τοὔνομα , παιδίον εὗρεν ὑπὸ μιᾶς τῶν αἰγῶν τρεφόμενον
αἵδε ὑμῖν τρισχίλιαι . Μόνον ἴστω τοῦτο μηδείς , μὴ Λάμων αὐτὸς οὑμὸς πατήρ . Ἅμα τε ἐδίδου καὶ περιβαλὼν
6486745 Φιλομηλαν
καθῆκον ἐκ τοῦ θεοῦ : λέγουσιν ὡς Τηρεὺς συνοικῶν Πρόκνῃ Φιλομήλαν ᾔσχυνεν , οὐ κατὰ νόμον δράσας τὸν Ἑλλήνων ,
τὴν παῖδα . Ἐπερυθριῶν δὲ τῷ δράματι , γλωσσοτομεῖ τὴν Φιλομήλαν ὅπως τὸ ἀθέμιτον μὴ ἐξείποι πρᾶξιν καὶ καταλιμπάνει αὐτὴν
6482646 Ἀκουσας
ἐνθάδε ἐόντος , ποίεε ταῦτα καὶ ποίεε κατὰ τάχος . Ἀκούσας ταῦτα ὁ Κῦρος ἐφρόντιζε ὅτεῳ τρόπῳ σοφωτάτῳ Πέρσας ἀναπείσει
τῶν Χαλδαίων , τοῦ αἰχμαλωτεῦσαι τὸν λαὸν εἰς Βαβυλῶνα . Ἀκούσας δὲ ταῦτα Βαροὺχ , διέρρηξε καὶ αὐτὸς τὰ ἱμάτια
6475422 ἱκετευων
ἱκετηρίην ἤιε ἐς τοῦ Κλεομένεος , ἐσελθὼν δὲ ἔσω ἅτε ἱκετεύων ἐπακοῦσαι ἐκέλευε τὸν Κλεομένεα , ἀποπέμφαντα τὸ παιδίον :
Προμηθεὺς μάτην καλεῖσθαι : ἢ ἡ ἀποτυχία ἣν αὐτὸς ἀποτύχῃς ἱκετεύων τὸν Δία ὑπὲρ ἐμοῦ ἐμὴ λογισθήσεται . δόξω γὰρ
6474964 ἐπιμανηναι
, δῆλον ἐκ τοῦ καὶ τὴν Ἥραν κατά τινας αὐτῷ ἐπιμανῆναι . καὶ μὰν Τιτυόν : ἀλλὰ μὴν τὸν Τιτυὸν
τῶν Ἱστοριῶν Δημώ φησιν ἐρωμένην γενέσθαι τοῦ Δημητρίου : ᾗ ἐπιμανῆναι καὶ τὸν πατέρα αὐτοῦ Ἀντίγονον καὶ ἀποκτεῖναι Ὀξύθεμιν ὡς
6471520 Προκνης
τὸν ἄνδρα τὸν Τηρέα . ὁ δὲ ἀπῄει μὲν ἔτι Πρόκνης ἀνήρ , ἀναστρέφει δὲ Φιλομήλας ἐραστής , καὶ κατὰ
εἰ μὴ ἄρα διώνυμος ἦν . . , : οὔτε Πρόκνης οὔτε Τειρέως μέμνηται καὶ τὸν παρὰ τοῖς νεωτέροις Ἴτυν
6469372 προσηλθεν
δέ , ἐπειδὴ μὴ παρηνώχλει τὰ δασέα , τὸ θ προσῆλθεν ἐν τῷ τέλει . τυπήτω . Δυϊκά . Τύπητον
ἐπεὶ δὲ χειμὼν ἦν καὶ οὐκ ἦσαν λείρια ἄνθη , προσῆλθεν ὁ τέττιξ τῷ μύρμηκι ζητῶν , ᾧ τραφήσεται .
6456438 κλαων
χρόνῳ οὐδὲν ἐπαύετο δακρύων , καὶ δὴ καὶ τότε ἀναβρυχησάμενος κλάων καὶ ἀγανακτῶν οὐδένα ὅντινα οὐ κατέκλασε τῶν παρόντων πλήν
τῷ πατρί . Τὴν χεῖρα μὴ ' πίβαλλε , μὴ κλάων κάθῃ . Εἰ πρῶτος ἔλθοις κἂν καθίζεσθαι λάβοις .
6450350 τραγῳδος
φεύγειν θλιβομένους περὶ ἀλλήλοις καὶ πατουμένους . ὡς δὲ ὁ τραγῳδὸς ἰδίᾳ τοὺς πρώτους αὐτῶν ἀπολαβὼν τήν τε τοῦ προσωπείου
. φορὰ γὰρ γέγονε νῦν τούτου καλή . . . τραγῳδὸς ἦν ἀγὼν Διονύσια . πικρόν ἐστι θρέμμ ' ἐν
6439415 ἐπισειων
τε λεπτοῖς ἁλσί , δειπνούντων ἅμα ἐπὶ τὸ τάγηνον σίζον ἐπισείων φέρω . Τριωβόλου κρεΐσκον ἀστεῖον πάνυ ὕειον : ὀπτὸν
δ ' οὐκ ἐπαΐει τὸ παράπαν , ἀλλὰ τὴν αἰγίδα ἐπισείων καὶ τὸν κεραυνὸν ἐπανατεινόμενος δριμὺ ἐνορῶν ἐκπλήττει τοὺς ἐνοχλοῦντας
6431877 Γνους
καὶ ἐνόμιζεν ὅτι ἄρα ἐκ μόνου τραύματος αἷμα γίνεται . Γνοὺς δὲ τὰ συνήθη τέρπεσθαι μετ ' αὐτῆς , ἐξέβη
διαθέσιος καὶ πολογραφίης , ἔτι τε ἄστρων οὐρανίων ξυγγράφοντες . Γνοὺς δὲ τὴν ἐπὶ τούτοις φύσιν , ὡς ἀκεραίως κάρτα
6430146 αὐτομολος
τε ἦν . Ζώπυρος Δαρείου σατράπης ἀκρωτηριάσας τὸ πρόσωπον ἧκεν αὐτόμολος ὡς ταῦτα δὴ ὑπὸ Δαρείου παθών . Βαβυλώνιοι πιστεύουσι
ἐν Πλαταιῇσι κατέστρωντο οἱ βάρβαροι , ἐνθαῦτά σφι ἐπῆλθε γυνὴ αὐτόμολος : ἣ ἐπειδὴ ἔμαθε ἀπολωλότας τοὺς Πέρσας καὶ νικῶντας
6408092 συντυχων
αὐτὸς ἔκρινε μηνῦσαι . παρελθὼν οὖν ἐπὶ τὴν αὐτὴν καὶ συντυχὼν Φιλώτᾳ καὶ διαλεχθεὶς παρεκελεύετο τὴν ταχίστην ἀπαγγεῖλαι τῷ βασιλεῖ
πάντας αὐτῷ δοῦναι συνεργούς . Οἰκέτης μοί τις ἐν ἀγορᾷ συντυχὼν δοὺς ἐπιστολὴν καὶ τοσοῦτον εἰπών , ὅτι Θεόδωρος ἔπεμψεν
6391234 ἀχθεσθεις
ἀλάστορα ἐν τοῖς ἱεροῖς ἐγκεκρυμμένον δίοπτον εἶναι . Ὁ δὲ ἀχθεσθεὶς ἀπεστράφη πρὸς δυόμενον τὸν ἥλιον : καὶ οἱ μάντεις
ἐπ ' αὐτοῦ τὸν Νικήρατον ἐστεφάνωσεν , ὁ δὲ Ἀντίμαχος ἀχθεσθεὶς ἠφάνισε τὸ ποίημα . Πλάτων δὲ νέος ὢν τότε
6390592 ἐμηνυεν
ἥρμοζε καὶ ἠθῶν ἱστορίαν ἔσῳζεν καὶ αἰσθήσεις ἐνεδείκνυτο καὶ πάθη ἐμήνυεν καὶ πρὸς τριχώματος ἐξουσίαν ἠκολούθει εἰς τὴν τριχὸς καμπὴν
' ἀντ ' αὐτῶν ἀγγελίαν , ἣ τὸν ἐκείνων θάνατον ἐμήνυεν . διὸ καὶ καθ ' ἡμέραν ἐπιζητῶν τὴν συμβίωσιν
6389769 εὐωχουμενος
καὶ ἡ εἰκὼν τῷδε κατὰ τιμήν , κατάκειται δὲ ὁ εὐωχούμενος . Ἀναλγὴς ὁ μὴ ἀλγῶν , ἀνάλγητος ὁ ἀνεπίστρεπτος
ἀνθρώπους . ἀμφιέπει : περικάθηται , ἐπιτηρεῖ . Δαιννύμενος : εὐωχούμενος . τέχνῃσιν : δόλοις . πανουργίαις . ἑλών :
6388356 χρηζων
τὰς δισσὰς πέτρας , ὅπου ὁ θαλάσσιος κύων ἐξῆλθε * χρήζων * φαγεῖν Ἀνδρομέδαν , ἀντὶ δὲ Ἀνδρομέδας ὑπεχώρησε λαβὼν
: θεῖος : Κεῖος : ῥεῖος : χρεῖος , ὁ χρήζων : πλεῖος : λεῖος : τὸ νειὸς ὀξύτονον καὶ
6385817 σωσαιμι
Πρωτέως ἱδρύσατο , πάντων προκρίνας σωφρονέστατον βροτῶν , ἀκέραιον ὡς σώσαιμι Μενέλεωι λέχος . κἀγὼ μὲν ἐνθάδ ' εἴμ '
τοῖς θεοῖς , ἐμέ τε ὑμνῶν καὶ περιέπων , ὅτι σώσαιμι αὐτῷ τοὺς υἱέας , καὶ τὴν πόλιν τῶν Ἀθηναίων
6383874 τρυχη
ἄπεπλος φαρέων λευκῶν , τέκνον , δυσόρφναια δ ' ἀμφὶ τρύχη τάδε σκότι ' ἀμείβομαι : ὁ δ ' ἐν
Ἄγριον μὲν ἀνεῖλε , τὴν βασιλείαν δὲ Οἰνεῖ παραδέδωκε . τρύχη δὲ τὰ ῥάκη , τραγικῶς . Γ τρύχη ]
6383781 ἐφωραθη
τοῦτον περιέσπασεν . καὶ Φαίδωνι δὲ τὴν τῆς δουλείας δίκην ἐφωράθη : καὶ τὸ καθόλου πᾶσι τοῖς Σωκράτους μαθηταῖς ἐπεφύκει
δὲ ὡμολογημένα καὶ μὴ ἔχοντα ἀντίῤῥησιν οὐ κρίνεται : οἷον ἐφωράθη τις φονεύων τινά : τὸ πρᾶγμα οὐκ ἔχει ποιότητα
6382293 Εὐτραπελος
ἔλεγεν : Ἐκεῖ ὄρυττε καὶ μὴ παρὰ τὰ ἐμά . Εὐτράπελος χοῖρον κλέψας ἔφευγεν . ἐπεὶ δὲ κατελαμβάνετο , θεὶς
ἐνέπω . ἔπω δὲ ἔπος , ὡς τεύχω τεῦχος . Εὐτράπελος . παρὰ τὸ τρέπω ῥῆμα , οὗ βʹ ἀόριστος
6373950 ἠρυθριασεν
Σώκρατες , ἔφη , ὁ Λύσις , καὶ ἅμα εἰπὼν ἠρυθρίασεν : ἐδόκει γάρ μοι ἄκοντ ' αὐτὸν ἐκφεύγειν τὸ
ὦ Ἱππόθαλες ; τοῦτό μοι εἰπέ . Καὶ ὃς ἐρωτηθεὶς ἠρυθρίασεν . καὶ ἐγὼ εἶπον : Ὦ παῖ Ἱερωνύμου Ἱππόθαλες
6367896 Ἡρῳδης
τοῖς ὀνόμασι , πλουσιώτερος καὶ εἰς γῆρας ἀναφανήσῃ φρονήσεως . Ἡρῴδης δὲ ὁ Ἀττικὸς ῥήτωρ τροχοπέδην εἶπε τὸ διαβαλλόμενον ξύλον
πρὸς μητρός σου πάππος , ἐν Ἰουδαίᾳ γενόμενος , ἡνίκα Ἡρῴδης ὁ ἐμὸς πάππος ἐβασίλευε τῆς χώρας , ἀναβῆναι μὲν
6363818 Ἀλκιδαμας
μὲν ὁ Καλλίστρατος , λαμπρὸς δ ' ὁ κατάλογος , Ἀλκιδάμας , Ἰσοκράτης , Ἰσαῖος , Εὐβουλίδης . μυρίων μὲν
ᾐδοῦντο , οἱ δὲ ἐγέλων , ἄχρι ἀπηγόρευσε παιόμενος ὁ Ἀλκιδάμας ὑπὸ συγκεκροτημένου ἀνθρωπίσκου καταγωνισθείς . γέλως οὖν πολὺς ἐξεχύθη
6350728 κοπτουσα
πόλεμός ἐστι καὶ ἐρῳδιῷ : κατάγνυσι γὰρ αὐτῶν τὰ ᾠὰ κόπτουσα τὴν δρῦν διὰ τοὺς κνῖπας . καὶ εἰσὶν οἱ
τίσιν , Ἕλλησιν ἢ βαρβάροις ἢ πάλιν λῃσταῖς . ” κόπτουσα δὲ τῇ χειρὶ τὸ στῆθος εἶδεν ἐν τῷ δακτυλίῳ
6348203 Ἰακωβος
αὐτήν : ἐπάνεισι δὲ Ἡσύχιος ἐν Βυζαντίῳ : ὅπερ γνοὺς Ἰάκωβος ἦλθε πρὸς αὐτόν : καὶ τότε παιδείας ἤρξατο καὶ
ὑπόχρεων τὴν οὐσίαν καταλιπεῖν ταῖς θυγατράσι . , . . Ἰάκωβος Ἰάκωβος , Ἡσυχίου υἱὸς ἰατροῦ , ὁ ἐπικληθεὶς Ψύχριστος
6337927 ἐπεκρανεν
δειχθέντας οὐκ ἐλεοῦμεν . τοιαῦτ ' ἀκούων ] ταῖς χερσὶν ἐπέκρανεν , πρὶν εἰπεῖν τὸν κήρυκα : ἀράτω τὰς χεῖρας
ἀρὰς κατὰ τῶν παίδων . ἐπέκρανε ] ἐτελείωσεν . θ ἐπέκρανεν ] ἐπλήρωσεν . ἐπέκρανεν ] εἰς τέλος ἦλθε .
6336259 ἐπεισθη
δαιτὸς μὲν ἐίσης οὐκ ἐπιδευεῖς . ἐκ τούτων δ ' ἐπείσθη Ζηνόδοτος δαῖτα ἐίσην τὴν ἀγαθὴν λέγεσθαι . ἐπεὶ γὰρ
δὲ πλῆθος ἓν μόνον τοῦτο ἁμαρτεῖν ἔλεγον , ὅτι πονηροῖς ἐπείσθη δημαγωγοῖς ἴδια κέρδη παρεσκευασμένοις . ταύτης δὲ τῆς ἀπάτης
6331536 ἀνεπεισεν
γὰρ τοῦ Πουλυδάμαντος τὰ ἔργα , πέμπων ἀγγέλους ὑπισχνούμενος δῶρα ἀνέπεισεν αὐτὸν ἐς Σοῦσά τε καὶ ἐς ὄψιν ἀφικέσθαι τὴν
ἐπιξενωθεὶς Ἑλένῃ , Μενελάου κατὰ τὸν οἶκον οὐκ ὄντος , ἀνέπεισεν αὐτὴν ἀκολουθεῖν . ἐλθὼν δὲ εἰς τὴν Κρανάην καλουμένην
6331352 Ξανθιαν
αὐτοῦ τήμερον ἐκπηνιεῖται ταῦτα προσκαλούμενος . Κάκιστ ' ἀπολοίμην , Ξανθίαν εἰ μὴ φιλῶ . Οἶδ ' οἶδα τὸν νοῦν
ὄψα ἐποίησε , δεσπότην πάλιν ἑαυτὸν ποιεῖ , τὸν δὲ Ξανθίαν δοῦλον . ἀποδέχεται δὲ τὸν Διόνυσον ὁ χορὸς ὡς
6320910 λαβους
ἑτέρους δεῖ , τοὺς δὲ διώκειν . Σὺν ἐλαίῳ ὠτογλυφίδα λαβοῦς ' ἀνασκάλλεται . Τὸ γὰρ ἕψημά σου γευόμενος ἔλαθον
. . . . . . . . ἅμα δὲ λαβοῦς ' ἠφάνικε πηλίκον τινὰ οἴεσθε μέγεθος ἀρεσιαν ; μέγαν
6314188 ἀποστραφεις
ῥυποῦντος καὶ κομῶντος καὶ ὠχρῶντος διὰ τὴν πολυχρόνιον συνοχήν , ἀποστραφεὶς ὁ βασιλεὺς ἔκλαυσεν . καὶ ἐκέλευσεν αὐτὸν ὁ βασιλεὺς
, καὶ χεὶρ πρὸς ὑποχόνδρια ὡς ὀδυνωμένῳ : ὁτὲ δὲ ἀποστραφεὶς , ἔκειτο ἡσυχίην ἄγων . Ἀπύρετος δὲ διατελέως ,
6310310 Γραικοι
Πρωτεσίλαον ἀνεῖλεν ὁ Ἕκτωρ . Γραικῶν ἄριστος ὁ Πρωτεσίλεως : Γραικοὶ γὰρ πρότερον οἱ τῆς Ἑλλάδος ἐκαλοῦντο , ὕστερον δὲ
φησὶν ὁ παρὰ τῷ ῥήτορι Λαρήνσιος : πολλὰ ὑμεῖς οἱ Γραικοὶ ἐξιδιοποιεῖσθε ὡς αὐτοὶ ἢ ὀνομάσαντες ἢ πρῶτοι εὑρόντες :
6308831 σαντος
ζῶντός τε Μαρκίου πάντων ἐγένετο Ῥωμαίων ἐπιφανέστατος καὶ τελευτή - σαντος ἐκείνου τῆς βασιλείας ὑπὸ πάντων ἄξιος ἐκρίθη . ἐπειδὴ
Σπαραμείζου θεάσασθαι Σαρδανάπαλλον καὶ μόλις αὐτῶι ἐπετράπη ἐκείνου ἐθελή - σαντος , ὡς εἰσελθὼν εἶδεν αὐτὸν ὁ Μῆδος ἐψιμυθιωμένον καὶ
6298810 Μεγακλης
μάλιστα πάντων Ἀθηναίων . Καὶ γὰρ ὁ τῆς μητρὸς πατὴρ Μεγακλῆς καὶ ὁ πάππος Ἀλκιβιάδης δὶς ἐξωστρακίσθησαν ἀμφότεροι , ὥστ
φίλων . Ἀγαθοκλῆς συνήγαγε τοὺς φίλους . ἐπὶ τούτων ὁ Μεγακλῆς διεξελθὼν τὰ δίκαια τῆς πατρίδος τελευταῖον ἔφη εἰ δὲ
6293853 μεγαλοφωνος
ἔπασχεν ὑπὲρ πᾶσάν ἐστι τραγῳδίαν , καὶ οὐδεὶς ἂν εἴη μεγαλόφωνος , οὐδὲ ἡδόμενος κακοῖς , ὥστε ἐξαγγέλλειν ἀνδρὸς τοσούτου
κῆρυξ ἀντὶ τοῦ φωνητής , καὶ βριήπυος ὁ φωνητικὸς καὶ μεγαλόφωνος . ἤραρον ἥρμοσαν . ἦρι πρωΐας : “ ἀλλὰ
6293207 ἀπεσφαγη
μηνύον τὴν ἐπιβουλήν : ὃ μετὰ χεῖρας ἔχων πρὶν ἀναγνῶναι ἀπεσφάγη : μετὰ δὲ ἀποθανόντος ἀνευρέθη ἐν τοῖς ἄλλοις γραμματιδίοις
τροφῆς , εἰς Λῆμνον ἀπεμποληθεὶς ἐσώθη : τότε δὲ ληφθεὶς ἀπεσφάγη . τοσοῦτον αὐτὸν ὤνησεν ἡ Δημήτηρ . τὰς νήττας
6286177 ἐχανεν
ἐπὶ τῶν ἀκριβῶς ἐξεταζόντων καὶ διακρινόντων τὰ πράγματα . Λύκος ἔχανεν : ἐπὶ τῶν μάτην ἐλπισάντων . Λύλλος εἶ :
εἰσιν , ὥς φησιν ὁ διδάσκαλος . οἶνος ἀνθοσμίας λύκος ἔχανεν λακωνίζειν ἀμεινόνως βαρβός βαυκίδων διαλέξασθαι ἐπανορθώσασθαι παρέσο , κατέτριβεν
6285781 ἐλοιδορει
οὐδέν , τοῖς δὲ μηροῖς σου προσκεφαλᾴδιον . Εὐτράπελόν τις ἐλοιδόρει , ὅτι Σοῦ τὴν γυναῖκα δωρεὰν ἔσχον . ὁ
περὶ μουσικὴν διατετριφώς , ὁ δ ' ἕτερος , ὃν ἐλοιδόρει , περὶ γυμναστικήν . καί μοι ἔδοξε χρῆναι τὸν
6273103 θυμωθεις
αὐτῶν . κέρατα δὲ τὰ ἑαυτοῦ ὁ κάραβος ἀνεγείρας καὶ θυμωθεὶς ἐς αὐτά , προκαλεῖται μύραιναν . οὐκοῦν ἣ μὲν
ἐκ τῶν ἴσων ἐκλέξασθαι τούτους προὐτρέπετο . καὶ ὁ λέων θυμωθεὶς τὸν ὄνον κατέφαγεν . εἶτα τῇ ἀλώπεκι μερίζειν ἐκέλευσεν
6266164 Πασιας
καὶ πρὸς τὸν λύχνον ὁρῶν φησιν ἅ φησιν . ὁ Πασίας δὲ δανειστὴς ἦν . οἱ σχολιογράφοι δὲ αὐτὸν ἱπποτρόφον
' ἄνδρα τῶν αὐτοῦ : οὗτος ὁ δανειστής ἐστι Στρεψιάδου Πασίας ἄγων σὺν αὐτῷ μάρτυρα , ᾧ καὶ διαλέγεται ἀσχάλλων
6265349 ἐκαθεζετο
. κατ ' ἄρ ' ἕζετο : ὅτι Ζηνόδοτος γράφει ἐκαθέζετο . οὐκ ἐᾷ δὲ ἑλληνίζειν τὸν Ὅμηρον : ὥσπερ
Φιλόχορος ἐπὶ Γλαυκίππου καὶ ἡ βουλὴ κατὰ γράμμα τότε πρῶτον ἐκαθέζετο : καὶ ἔτι νῦν ὀμνῦσιν ἀπ ' ἐκείνου καθεδεῖσθαι
6264452 ἀπωσθεις
κείρας καὶ παρωνυχίδας ποιήσας καὶ διὰ τοῦτο ὑπὸ τοῦ ὀνυχιζομένου ἀπωσθεὶς ἀνεβόησεν : Ἐπιστάτα , τί οὐκ ἀφίησί με μαθεῖν
σπουδὴν ἑλεῖν ζῶντα αὐτόν , ἀφικόμενος παρὰ Προυσίαν ἱκέτης καὶ ἀπωσθεὶς ὑπ ' αὐτοῦ ἀνεπήδα τε ἐπὶ τὸν ἵππον καὶ
6264392 Σαρδαναπαλλον
' ἐν τῇ τετάρτῃ τῶν περὶ Ἀλέξανδρον γήρᾳ τελευτῆσαί φησιν Σαρδανάπαλλον μετὰ τὴν ἀπόπτωσιν τῆς Σύρων ἀρχῆς . Ἀριστόβουλος δ
τῆς Ἀσσυρίων ἡγεμονίας Μήδους προστῆναι τῆς Ἀσίας Ἀρβάκου βασιλεύοντος τοῦ Σαρδανάπαλλον καταπολεμήσαντος , καθότι προείρηται . τούτου δ ' ἄρξαντος
6263491 προσπαιζων
ἔχων τις κύνα Μελιταῖον καὶ ὄνον διετέλει ἀεὶ τῷ κυνὶ προσπαίζων : καὶ δή , εἴ ποτε ἔξω δειπνοίη ,
ἐρῶ καὶ διὰ τοῦτο κάμνω τὴν ψυχήν , ὁ Μίλων προσπαίζων αὐτῷ τὴν φίλην αὐτοῦ μάντιν καλαμαίαν φησίν , ἐπεὶ
6257806 ἀπεκτονεν
τὰ παιδία πάντ ' εὐθὺς εἴρηχ ' , ὅτι μανεὶς ἀπέκτονεν τὴν μητέρ ' , ἀγανακτῶν δ ' Ἄδραστος εὐθέως
Μελέαγρος μὲν συγγενεῖς αὑτοῦ δύο διὰ δέρμ ' ὕειον μαχομένους ἀπέκτονεν . ὅταν δανείζῃ τις πονηρῷ χρήματα ἀνὴρ δικαίως τὸν
6246672 Κυδαθηναιευς
ἐστι φυλῆς τῆς Πανδιονίδος , ἀφ ' οὗ ὁ δημότης Κυδαθηναιεύς . Κυδαντίδης : Ὑπερείδης ἐν τῷ πρὸς Πολύευκτον .
Δημοσθένης Δημοσθένους Παιανιεύς , Διοφάνης Διοφάνους Ἀλωπεκῆθεν , Δεινομένης Ἀρχελάου Κυδαθηναιεύς , Δεινίας Φόρμου Κυδαντίδης , Λυσίμαχος Λυσίππου Αἰγιλιεὺς μαρτυροῦσι
6244432 Τραλλιανος
Καρδιανός Ὀλβιανός Φασιανός , ἀπὸ τῆς Φάσιος πόλεως , Τράλλιος Τραλλιανός , Σάρδιος Σαρδιανός , [ τοῦ δὲ δευτέρου ]
εὕρεσιν τῆς μεθοδικῆς αἱρέσεως . ἐτελείωσε δὲ αὐτὴν Θεσσαλὸς ὁ Τραλλιανός . οἱ δὲ μετὰ τούτους Μνασέας , Διονύσιος ,
6243724 Παρυσατιδι
σατραπείαν , καὶ μελετᾶι ἐπανάστασιν . διαβάλλει Σατιβαρζάνης Ὀρόνδην ὡς Παρυσάτιδι μίγνυται , καίτοι λίαν αὐτῆς σωφρονούσης : καὶ ἀναιρεῖται
καὶ ἀναίρεσις . καὶ ἔτι σύλληψις Γίγγης , ἡ ὠικείωτο Παρυσάτιδι : καὶ κρίσις ἐπ ' αὐτῆι , καὶ ἀθώωσις
6234557 παππα
; παιδίον Κράτεια . [ τίς ] καλεῖ με ; πάππα ⌊ χαῖρε πολλὰ φίλτατε [ ] ⌊ ἔχω ⌋
τάλαινα ? τῆς ἐμῆς ἐγὼ τύχης : ὡς οἰκτρά , πάππα φίλτατε , πεπόνθαμεν . τέθνηκε . ὑφ ' οὗ
6231416 ωρ
σεσημείωται τὸ γῆρας διὰ τοῦ η γραφόμενον . Τὰ εἰς ωρ οὐδέτερα μονογενῆ διὰ τοῦ ω μεγάλου γράφονται : οἷον
ε κλίνεται . Ὁ Νέστωρ τοῦ Νέστορος . Τὰ εἰς ωρ ὀξύτονα , εἴτε μονοσύλλαβα εἴτε ὑπὲρ μίαν συλλαβήν ,
6225349 ἐδακρυσε
κόμῃ δυσειδεῖ διὰ τὴν χρονίαν συνοχήν , ἀποστραφεὶς ὁ βασιλεὺς ἐδάκρυσε , καὶ ἐκέλευσεν αὐτὸν λουσάμενον ἀλλάξαι . ὁ δὲ
ἐξῄει τῶν Σάρδεων . καὶ ὁ Θεόδωρος τὸν συγγραφέα μεταπεμψάμενος ἐδάκρυσε τὴν ἔξοδον , καὶ ἀνδρὶ τἄλλα γε ἀτεράμονι καὶ
6224555 ἀνεγινωσκε
δὲ Τιρίβαζος πρὸς μὲν τὴν κατὰ τὸν Εὐαγόραν διαβολὴν [ ἀνεγίνωσκε ] τὴν ὑπ ' Ὀρόντου γεγενημένην . . .
τῶν ποδῶν βασιλεῖ τὰ τὸν ἔλεγχον ἔχοντα γράμματα καὶ κελεύοντος ἀνεγίνωσκε καὶ τοῖς μανεῖσιν οὐδαμόθεν ἦν σωθῆναι , γονάτων τε
6221847 ἐμεμφετο
μικρὸν δὲ ἐξαναστὰς ὡς ἐθεάσατο τὴν θά - λασσαν , ἐμέμφετο αὐτῇ , ὅτι γε δελεάζουσα τοὺς ἀνθρώπους τῇ πραΰτητι
τινὰ καλλίστην ἐπὶ τῆς Ἰωνίας εἶναι : καὶ τοῦτο μόνον ἐμέμφετο βασιλεὺς Φαρνάκην , ὅτι οὐ προσέγραψεν ἐν τῇ ἐπιστολῇ
6219014 Τρυγαιος
αὐτοῦ ὁ Ἑρμῆς , “ παῦε παῦε ” φησὶν ὁ Τρυγαῖος . Γ παῦε παῦ ' , ὦ δέσποθ '
Διὶ φράσαι σπεύδων τὰ κατ ' ἀνθρώπους [ κακὰ ] Τρυγαῖος ἐθέλων ἀναπετέσθ ' ὡς τοὺς θεοὺς ἐξέτρεφεν ὄρνιθ '
6218032 ἀπολελοιπεν
δὲ αὐταὶ καὶ δύο μόναι : ὅπερ ἀπεμφάσεως ὑπερβολὴν οὐκ ἀπολέλοιπεν . οὐκοῦν ἄτοπός ἐστι καὶ αὕτη ἡ ὑπόθεσις τῆς
τοῦ πλεύμονος οὐδὲ τοῖς προθυμοτάτοις ἀμύνειν ἐπιχείρησιν ὑπὲρ αὑτοῦ πιθανὴν ἀπολέλοιπεν . τὸ γὰρ ἀγνόημα μέγα : πρῶτον μὲν ὅτι
6213823 Λαμπις
Δᾶμις ὑπὸ τοῦ παιδὸς ἐκ φαρμάκων ἀποθανών , ὁ δὲ Λάμπις δι ' ἔρωτα Μυρτίου τῆς ἑταίρας ἀποσφάξας ἑαυτόν ,
τὰ χρήματα αὐτὸν ἐνθέσθαι εἰς τὴν ναῦν , οὕτως ὁ Λάμπις κατὰ κράτος ἐξελεγχόμενος τὰ ψευδῆ μαρτυρῶν καὶ πονηρὸς ὤν
6211725 ἐπωλησεν
“ σκευάρια δὴ κλέψας ἀπεκήρυξ ' ” ἐκφέρων , “ ἐπώλησεν . Ἀπόκρισις : ἡ ἀπολογία : Λυσίας . καὶ
. Μένανδρος : ἀπεκήρυξεν αὐτὴν Ἀγαμέμνων , οἷον ὑπὸ κήρυκι ἐπώλησεν . ἐπικηρύξαι δὲ τὸ ὑποσχέσθαι χρήματα . ἀρνειοὶ καὶ
6200816 μετακληθεις
αἷμα : ἐπὶ ὀργιζομένου . ἀνάκλητος καὶ μετάκλητος : ὁ μετακληθεὶς καὶ μεταπεμφθείς , ὥσπερ καὶ μετάπεμπτος . ἀβελτεροκόκκυξ :
ἔμελλεν εἰς οὐρανὸν στέλλεσθαι καὶ τὸν θνητὸν ἀπολιπὼν βίον ἀπαθανατίζεσθαι μετακληθεὶς ὑπὸ τοῦ πατρός , ὃς αὐτὸν δυάδα ὄντα ,
6194098 ἐπειθετο
ἐνῆμμαι . ἐπείθετο ] καταπειθὴς ἐγίνετο . , κατεπείθετο . ἐπείθετο ] ἡ γυνή , ἐμοὶ παραινοῦντι τοιάδε . ἵππερόν
ἐν τῷ ἐγκρατεῖ τὸ ἐπιθυμητικὸν πρὸς ἀπόλαυσιν τῶν ἡδέων ἐρεθιζόμενον ἐπείθετο ἂν τῷ λόγῳ τῆς τοῦ ἡδέος ἀπείργοντι ἀπολαύσεως .
6194061 ἠγανακτει
πλησιάζουσιν ; ἀπαιτῶν γὰρ παρά τινος τῶν μαθητῶν τὸν μισθὸν ἠγανάκτει , λέγων ὑπερήμερον εἶναι καὶ ἐκπρόθεσμον τοῦ ὀφλήματος ,
οὐκ ἠξίου τὰ δοθέντα μισθὸν εὐαγγελίων ἔχειν , ἀλλ ' ἠγανάκτει μαρτυρόμενος καὶ βοῶν , ὅτι Κῦρον οὐδεὶς ἕτερος ἀλλ
6193445 ἐπανελθοντος
τῶν σωμάτων φυλακὴν πολυχρόνιον . Ὁ δ ' Ἀντίγονος , ἐπανελθόντος τοῦ Δημητρίου καὶ τὰ κατὰ μέρος τῶν πεπραγμένων ἀπαγγείλαντος
κρίσεως καὶ τῶν ἐγκλημάτων ἀπολυθῆναι . μετὰ δὲ ταῦτα Θησέως ἐπανελθόντος ἐκ Τροιζῆνος εἰς τὰς Ἀθήνας , ἐγκληθεῖσαν ἐπὶ φαρμακείᾳ
6188355 ἁμαρτησαντες
τοῦ πάθους εἰπεῖν , ὡς οὐκ ἂν ἐγενήθησαν ἀθῷοι τηλικαῦτα ἁμαρτήσαντες , εἰ μὴ ἔτυχεν ὀργιζόμενος . Ὅτι οἱ Πυθαγόρειοι
περιψήσατε : “ τραπέζας ἀμφιμάσασθε καθήρατε δὲ κρατῆρας . ” ἁμαρτήσαντες συντυχόντες , συναντήσαντες : “ βουκόλος ἠδὲ συφορβὸς ἁμαρτήσαντες
6181589 νεκρωι
οὐ γὰρ ἂν τύχοις τάδε . σὺ δ ' ἀλλὰ νεκρῶι λουτρὰ περιβαλεῖν μ ' ἔα . ἓν τοῦτ '
παῖς πρὸς τάφωι Πολυξένη σφαγεῖς ' Ἀχιλλέως , δῶρον ἀψύχωι νεκρῶι . οἲ ' γὼ τάλαινα : τοῦτ ' ἐκεῖν
6180691 κηρυσσει
; καὶ κνώδαλα πτεροῦντα καὶ πεδοστιβῆ . † καρπώματα στάζοντα κηρύσσει Κύπρις κάλωρα κωλύουσαν θωσμένειν ἔρῳ , † καὶ παρθένων
ὄλβιον πάροιθε . τῆι δὲ νῦν τύχηι βροτοῖς ἅπασι λαμπρὰ κηρύσσει μαθεῖν , τὸν εὐτυχεῖν δοκοῦντα μὴ ζηλοῦν πρὶν ἂν
6176773 χαριεντισμον
τοῦ νέου , ὡς εἰκός . οἴημα . χαριεντισμόν . χαριεντισμὸν ἀντὶ τοῦ παίγνιον . ὀλίγον . μετὰ γὰρ τοὺς
τοῦ νέου , ὡς εἰκός , οἴημα . χαριεντισμόν . χαριεντισμὸν ἀντὶ τοῦ παίγνιον . μυρίοι κτλ . οἱ Θρασύμαχοι
6169119 κλυεις
ἠξίουν δούλους φονεύειν φασγάνοις ἐλευθέροις . τύχην τοιαύτην σῶν κασιγνήτων κλύεις . ἐγὼ μὲν οὖν οὐκ οἶδ ' ὅτῳ σκοπεῖν
ἀθυμίας : καὶ παραλύεταί μου τὰ μέλη ἐλαύνομαι ] διώκομαι κλύεις ] † ἤγουν ἤκουσας πραχθέντ ' ] ἃ ἐπράχθη
6168578 ἐμνατο
: Τόμυρίς οἱ ἦν οὔνομα . Ταύτην πέμπων ὁ Κῦρος ἐμνᾶτο , τῷ λόγῳ θέλων γυναῖκά μιν ἔχειν . Ἡ
γαμβρὸν ποιήσαντο κατὰ κράτος , ἀλλ ' Ἀγαμέμνων γαμβρὸς ἐὼν ἐμνᾶτο κασιγνήτωι Μενελάωι . υἱὼ δ ? ' Ἀμφιαράου Ὀϊκλείδαο
6165213 προσδραμων
, θεῶν ὁ διὰ ταύτην δεθεὶς Ἄρης , καὶ ἅμα προσδραμὼν λιπαρέσι τοῖς χείλεσιν ἐφ ' ὅσον ἦν δυνατὸν ἐκτείνων
, ἐν τῇ φυγῇ θεασάμενος ἱππέων Νομάδων πλῆθος συνεστώς , προσδραμὼν ἠξίου μὴ προλιπεῖν αὑτὸν καὶ πείσας ἐπῆγε τοῖς διώκουσιν
6164601 παλλακην
ἐπιφανῆ καὶ καταπληκτικὸν τὴν πρόσοψιν . Φαλακρὸς κτένα , Εὐνοῦχος παλλακήν , Κωφὸς αὐλητήν , Κάτοπρον ὁ τυφλός , Ὁ
ς ' , ἐπειδὰν οὑμὸς υἱὸς ἀποθάνῃ , λυσάμενος ἕξω παλλακήν , ὦ χοιρίον . νῦν δ ' οὐ κρατῶ
6164530 Παφλαγων
ὁ Κλέων . Παφλαγών ] δέον εἰπεῖν στρατηγός , εἶπε Παφλαγών . ΓΓΘ Κυκλοβόρου : ποταμὸς χειμάρρους . ἐχώσθη δὲ
μετὰ δὲ ταῦτ ' ἀπόλλυται . Ἐπιγίγνεται γὰρ βυρσοπώλης ὁ Παφλαγών , ἅρπαξ , κεκράκτης , Κυκλοβόρου φωνὴν ἔχων .
6161812 ὀδυρομενος
' ἔκ τ ' ὀνόμαζε : τέκνον ἐμὸν τέο μέχρις ὀδυρόμενος καὶ ἀχεύων σὴν ἔδεαι κραδίην μεμνημένος οὔτέ τι σίτου
ἐλθὼν καὶ μὴ εὑρὼν τοὺς βόας ἤρξατο θρηνεῖν καὶ κόπτεσθαι ὀδυρόμενος . ἡ δὲ γυνὴ εὑροῦσα αὐτὸν ὀλοφυρόμενόν φησι :
6161485 Ὠχον
. : Διὸ καὶ τῶν Περσικῶν βασιλέων ἐχθραίνοντες μάλιστα τὸν Ὦχον ὡς ἐναγῆ καὶ μιαρὸν , ὄνον ἐπωνόμασαν . Κἀκεῖνος
τούτοις τὴν βασιλικὴν σφραγῖδα διαπέμπων ἐξ ὀνόματος τοῦ πατρὸς προσέταξεν Ὦχον ἀναγορεῦσαι βασιλέα . ἐπεὶ δὲ πάντες ἀνηγόρευσαν καὶ ὑπήκουσαν
6160789 λεξας
ἀλλὰ ξὺν τοῖς θεοῖς ἐπίωμεν ἐπὶ τοὺς ἀδικοῦντας . Τοιαῦτα λέξας ἐπεψήφιζεν αὐτὸς ἔφορος ὢν ἐς τὴν ἐκκλησίαν τῶν Λακεδαιμονίων
καὶ μὴ ταχέως οὕτως ἐπιδραμεῖν σου τῇ διαβολῇ , ἐκεῖνο λέξας τἀληθέστατον ἂν εἴποιμι , ὦ Φιλοστέφανε , διότι θορυβεῖσθαι
6159858 προβας
. εἶτα ῥητῶς εἰπὼν ὡς κατέχοντος τὴν Μακεδόνων ἀρχὴν Ἀρχελάου προβὰς γράφει τάδε : καὶ Περικλέα τοῦτον τὸν νεωστὶ τετελευτηκότα
ἐτάττοντο . Ἡρόδοτος ἐπὶ Κροίσου τύραννος δὲ ἐθνέων , καὶ προβὰς τελευτήσαντος δ ' Ἀλυάττεω διεδέξατο τὴν βασιλείαν . τροχὸς
6159766 διηγειτο
τῶν ὤμων τὰς φάττας ἀπεφορτίζετο καὶ τοὺς κοψίχους , καὶ διηγεῖτο πῶς ἀσχάλλων πρὸς τὴν οἰκουρίαν ὥρμησε πρὸς ἄγραν ,
τοῦ μύθου ἐκεῖνο πάνυ συνετόν , οἶμαι , ὃν Αἴσωπος διηγεῖτο : ἔφη γὰρ ἄνθρωπόν τινα ἐπὶ τῇ ἠϊόνι καθεζόμενον
6159701 θρασυστομοισιν
γενναῖος . . εὐσεβής ] γρ . εὐγενής . . θρασυστόμοισιν ] ὑβρισταῖς . βίᾳ φρενῶν ] ἤγουν ἄκων .
θρασυστόμοισιν ] ἀναισχύντοις , στωμύλοις . θρασυστόμοισιν ] στωμύλοις . θρασυστόμοισιν ] ἀλαζονικοῖς . θρασυστόμοισιν ] ἀλαζόσι . θρασυστόμοισιν ]

Back