Σόλων Σόλωνος : Φίλων Φίλωνος : Ἕρμων Ἕρμωνος : Σίμων Σίμωνος : Νέρων Νέρωνος : Χείρων Χείρωνος : ἐπὶ τοῦ
ἐξ ὑμῶν εἷς διάβολός ἐστιν ; ἔλεγεν δὲ τὸν Ἰούδαν Σίμωνος Ἰσκαριώτου : οὗτος γὰρ ἔμελλεν παραδιδόναι αὐτόν , εἷς
ἐτόλμησεν . Ἔτι δὲ πρὸς τούτοις πυνθανομένου τὴν διαφορὰν τοῦ Σίμωνος τήν τ ' ἔχθραν διηγήσατο καὶ προσηπείλησεν ὅτι δηλώσειέ
αὐτῷ εἷς ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ , Ἀνδρέας ὁ ἀδελφὸς Σίμωνος Πέτρου , Ἔστιν παιδάριον ὧδε ὃς ἔχει πέντε ἄρτους
7755087 Συρος
ὑψαυχενήσει , φυσώμενος ταῖς τυχηραῖς εὐπραγίαις : μεταληφθεὶς γὰρ ὁ Σύρος ἐστὶ μετέωρος . νυνὶ δὲ τοῦ Σύρου Λάβαν οὐχὶ
ἐπαγγελίας τῆς αὐτῆς : ἐξεδέχετο γὰρ τὴν τοὺς θεμελίους ἔχουσαν πόλιν , ἧς τεχνίτης καὶ δημιουργὸς ὁ θεός . Πίστεικαὶ
, ἐρρωμένοις δὲ θάνατόν τινος τῶν οἰκείων προαγορεύει . ὁ Σύρος ἔδοξε τῷ δεσπότῃ περίδειπνον παρατιθέναι , καὶ οὐκ εἰς
πρὸς Βαρναβᾶν Παῦλος , Ἐπιστρέψαντες δὴ ἐπισκεψώμεθα τοὺς ἀδελφοὺς κατὰ πόλιν πᾶσαν ἐν αἷς κατηγγείλαμεν τὸν λόγον τοῦ κυρίου ,
7597987 Σιμος
ἀνοχὰς ποιήσασθαι μέχρι τοῦ θαργηλιῶνος μηνός . ᾑρέθησαν ἐκ βουλῆς Σῖμος Ἀναγυράσιος , Εὐθύδημος Φυλάσιος , Βουλαγόρας Ἀλωπεκῆθεν . ]
Πέτρον καὶ [ τὸν ] Ἰάκωβον καὶ [ τὸν ] Ἰωάννην μετ ' αὐτοῦ , καὶ ἤρξατο ἐκθαμβεῖσθαι καὶ ἀδημονεῖν
. . . . . , . Ποσειδωνιᾶται Ἀθάμας , Σῖμος . . . . τοῦτο δ ' ἀνελόντα [
οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν τινα σὺν αὐτῷ εἰ μὴ Πέτρον καὶ Ἰωάννην καὶ Ἰάκωβον καὶ τὸν πατέρα τῆς παιδὸς καὶ τὴν
7497159 Δαμαγητος
εἰς ἑαυτὸν ἐπικλίνων . μετὰ δὲ τοῦτον ἵσταται καὶ ὁ Δαμάγητος ὁ πρεσβύτερος τῶν παίδων αὐτοῦ , ὃς ἦν καὶ
ὁ Ἰησοῦς ἐλθὼν ἐκ τῆς Ἰουδαίας εἰς τὴν Γαλιλαίαν . Μετὰ ταῦτα ἦν ἑορτὴ τῶν Ἰουδαίων , καὶ ἀνέβη Ἰησοῦς
Λακεδαιμονίων μὲν οἵδε , Πλειστοάναξ , Ἆγις , Πλειστόλας , Δαμάγητος , Χίονις , Μεταγένης , Ἄκανθος , Δάιθος ,
Ἰεχονίαν καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ ἐπὶ τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος . Μετὰ δὲ τὴν μετοικεσίαν Βαβυλῶνος Ἰεχονίας ἐγέννησεν τὸν Σαλαθιήλ ,
7440511 Κυδαθηναιευς
ἐστι φυλῆς τῆς Πανδιονίδος , ἀφ ' οὗ ὁ δημότης Κυδαθηναιεύς . Κυδαντίδης : Ὑπερείδης ἐν τῷ πρὸς Πολύευκτον .
, Βαβυλὼν ἡ πόλις ἡ ἰσχυρά , ὅτι μιᾷ ὥρᾳ ἦλθεν ἡ κρίσις σου . Καὶ οἱ ἔμποροι τῆς γῆς
Δημοσθένης Δημοσθένους Παιανιεύς , Διοφάνης Διοφάνους Ἀλωπεκῆθεν , Δεινομένης Ἀρχελάου Κυδαθηναιεύς , Δεινίας Φόρμου Κυδαντίδης , Λυσίμαχος Λυσίππου Αἰγιλιεὺς μαρτυροῦσι
κρίσει μετὰ τῆς γενεᾶς ταύτης καὶ κατακρινεῖ αὐτήν : ὅτι ἦλθεν ἐκ τῶν περάτων τῆς γῆς ἀκοῦσαι τὴν σοφίαν Σολομῶνος
7421254 συνεστειλεν
Ἡ γραῦς . ἀνέσπασεν : Εἰς ἑαυτὴν συνέστειλεν . . συνέστειλεν εἰς ἑαυτὴν ἀφεῖσα τὴν χεῖρα . . , .
λαβὼν ποτήριον εὐχαριστήσας ἔδωκεν αὐτοῖς , καὶ ἔπιον ἐξ αὐτοῦ πάντες . καὶ εἶπεν αὐτοῖς , Τοῦτό ἐστιν τὸ αἷμά
λεγόμενον . . . γρηῢς Ἀπειραίη . * ) ὅτι συνέστειλεν Ἰακῶς καὶ ἑξῆς „ τήν ποτ ' Ἀπείρηθεν „
δὲ ἐπιούσῃ εἰσῄει ὁ Παῦλος σὺν ἡμῖν πρὸς Ἰάκωβον , πάντες τε παρεγένοντο οἱ πρεσβύτεροι . καὶ ἀσπασάμενος αὐτοὺς ἐξηγεῖτο
7389837 Ἀλωπεκηθεν
σώφροσι . καὶ νῦν ἔχω γυναῖκα τὴν Κριτοδήμου θυγατέρα τοῦ Ἀλωπεκῆθεν , ὃς ὑπὸ Λακεδαιμονίων ἀπέθανεν , ὅτε ἡ ναυμαχία
ἀπολέσῃ ζῳογονήσει αὐτήν . λέγω ὑμῖν , ταύτῃ τῇ νυκτὶ ἔσονται δύο ἐπὶ κλίνης μιᾶς , ὁ εἷς παραλημφθήσεται καὶ
καὶ πρὸς ὑμᾶς ἧκεν Ἀριστόμαχος πρεσβευτὴς παρ ' αὐτῶν ὁ Ἀλωπεκῆθεν οὑτοσί , ὃς ἄλλα τ ' ἐδημηγόρει παρ '
καὶ ψευδοπροφῆται ἐν τῷ λαῷ , ὡς καὶ ἐν ὑμῖν ἔσονται ψευδοδιδάσκαλοι , οἵτινες παρεισάξουσιν αἱρέσεις ἀπωλείας , καὶ τὸν
7379818 Ὀπουντιος
] πενταθ : ο φιλισ : / [ Ἐπάρμοστος ] Ὀπούντιος [ πάλην ] : / [ Μενάλκης ] Ὀπούντιος
Ἴδε ἡ μήτηρ σου . καὶ ἀπ ' ἐκείνης τῆς ὥρας ἔλαβεν αὐτὴν ὁ μαθητὴς εἰς τὰ ἴδια . Μετὰ
Σπεύσιππος Ἀθηναῖος , Ξενοκράτης Καλχηδόνιος , Ἀριστοτέλης Σταγειρίτης , Φίλιππος Ὀπούντιος , Ἑστιαῖος Περίνθιος , Δίων Συρακόσιος , Ἄμυκλος Ἡρακλεώτης
δὲ ἕκτης ὥρας σκότος ἐγένετο ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν ἕως ὥρας ἐνάτης . περὶ δὲ τὴν ἐνάτην ὥραν ἀνεβόησεν ὁ
7292378 Ἰωλκιος
εἰπών . ἐν καὶ Φρίξος ἔην Μινυήιος : Μινυήιος ὁ Ἰώλκιος : τὴν γὰρ Ἰωλκὸν Μινύαι ᾤκουν , ὥς φησι
ὑπὲρ ἀδίκων , ἵνα ὑμᾶς προσαγάγῃ τῷ θεῷ , θανατωθεὶς μὲν σαρκὶ ζῳοποιηθεὶς δὲ πνεύματι : ἐν ᾧ καὶ τοῖς
Ἅγνων , Μυρτίλος , Θρασυκλῆς , Θεαγένης , Ἀριστοκράτης , Ἰώλκιος , Τιμοκράτης , Λέων , Λάμαχος , Δημοσθένης .
αὐτοῦ ἐν αὐτῷ θεωροῦντος κατείδωλον οὖσαν τὴν πόλιν . διελέγετο μὲν οὖν ἐν τῇ συναγωγῇ τοῖς Ἰουδαίοις καὶ τοῖς σεβομένοις
7281244 Ἀχαιος
μὲν ἐγένετο ἐνταῦθα ἡ τελευτή , τῶν δέ οἱ παίδων Ἀχαιὸς μὲν ἐκ τοῦ Αἰγιαλοῦ παραλαβὼν καὶ ἐξ Ἀθηνῶν ἐπικούρους
κύριε : καὶ οὐκ ἀπῆλθεν . τίς ἐκ τῶν δύο ἐποίησεν τὸ θέλημα τοῦ πατρός ; λέγουσιν , Ὁ πρῶτος
κόλακα δὲ μέγιστον , φησὶ Θεόπομπος . Ἀρκαδιὼν δὲ ὁ Ἀχαιὸς μισῶν τὸν Φίλιππον ἑκούσιον ἐκ τῆς πατρίδος φύγην ἔφυγε
καὶ ἀπῆλθεν . ὅτε δὲ ἐβλάστησεν ὁ χόρτος καὶ καρπὸν ἐποίησεν , τότε ἐφάνη καὶ τὰ ζιζάνια . προσελθόντες δὲ
7267514 Νικηρατος
, Παῦλος , Ἑκτόριος , Ἀννουβίων , Κολόκυνθος , Πρωταγόρας Νικήρατος , Δωρόθεος καὶ λοιποί , ὧν τά τε ὀνόματα
: πάντες γὰρ αὐτὸν εἶδον καὶ ἐταράχθησαν . ὁ δὲ εὐθὺς ἐλάλησεν μετ ' αὐτῶν , καὶ λέγει αὐτοῖς ,
. καὶ ὁ Χαρμίδης εἶπεν : Ὦ ἄνδρες , ὁ Νικήρατος κρομμύων ὄζων ἐπιθυμεῖ οἴκαδε ἐλθεῖν , ἵν ' ἡ
ἤνεγκαν αὐτὸν πρὸς αὐτόν . καὶ ἰδὼν αὐτὸν τὸ πνεῦμα εὐθὺς συνεσπάραξεν αὐτόν , καὶ πεσὼν ἐπὶ τῆς γῆς ἐκυλίετο
7262899 Ἀχαρνευς
κοινὴ , μάλιστα δὲ χαλκεῦσιν , ὥς φησιν Ἀπολλώνιος ὁ Ἀχαρνεύς . Φανόδημος δὲ οὐκ Ἀθηνᾷ φησιν ἄγεσθαι τὴν ἑορτὴν
Παύλῳ καὶ τῷ Σίλᾳ , τῶν τε σεβομένων Ἑλλήνων πλῆθος πολὺ γυναικῶν τε τῶν πρώτων οὐκ ὀλίγαι . Ζηλώσαντες δὲ
δὲ καὶ τούτων [ αὐτῶν ] τὰ ἀναγκαιότατα : Λυσιμαχίδης Ἀχαρνεύς : ἐπὶ τούτου τὰ μὲν ἔργα τὰ περὶ τοὺς
τὸν σταυρὸν φέρειν ὄπισθεν τοῦ Ἰησοῦ . Ἠκολούθει δὲ αὐτῷ πολὺ πλῆθος τοῦ λαοῦ καὶ γυναικῶν αἳ ἐκόπτοντο καὶ ἐθρήνουν
7257316 Θρασυκλης
Εὐθύδημος , Προκλῆς , Πυθόδωρος , Ἅγνων , Μυρτίλος , Θρασυκλῆς , Θεαγένης , Ἀριστοκράτης , Ἰώλκιος , Τιμοκράτης ,
εὐθὺς ἐξανέτειλεν διὰ τὸ μὴ ἔχειν βάθος γῆς : καὶ ὅτε ἀνέτειλεν ὁ ἥλιος ἐκαυματίσθη , καὶ διὰ τὸ μὴ
: ὡς γὰρ παρὰ τὸ Ἡρακλῆς Ἥρυλλος καὶ παρὰ τὸ Θρασυκλῆς Θράσυλλος καὶ παρὰ τὸ Βαθυκλῆς Βάθυλλος , ὁ ἐρώμενος
: διαθήκη γὰρ ἐπὶ νεκροῖς βεβαία , ἐπεὶ μήποτε ἰσχύει ὅτε ζῇ ὁ διαθέμενος . ὅθεν οὐδὲ ἡ πρώτη χωρὶς
7255843 Σκυθης
κρατῆρος ἀλλ ' ἀσπιδίτην ὄντα καὶ πεφραγμένον ὡς ἀσπιδοῦχος ἢ Σκύθης τοξεύμασιν ; ἐπίκοτα καὶ πεσσὰ πεντέγραμμα καὶ κύβων βολαί
γῆν ταύτην εἰς ἣν ὑμεῖς νῦν κατοικεῖτε , καὶ οὐκ ἔδωκεν αὐτῷ κληρονομίαν ἐν αὐτῇ οὐδὲ βῆμα ποδός , καὶ
, κἂν Αἰθίοψ ᾖ , μῆτερ , ἐστὶν εὐγενής . Σκύθης τις : ὄλεθρος : ὁ δ ' Ἀνάχαρσις οὐ
ὁ θεὸς τὸν κόσμον , ὥστε τὸν υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν , ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται
7246631 Θετταλος
: θετοὺς γὰρ ἔλεγον , φησὶ , τοὺς εἰσποιητούς . Θετταλός : Λυσίας κατὰ Νικίδου . εἷς τῶν Κίμωνος παίδων
αὐτὸν στῦλον ἐν τῷ ναῷ τοῦ θεοῦ μου , καὶ ἔξω οὐ μὴ ἐξέλθῃ ἔτι , καὶ γράψω ἐπ '
ἀπὸ τῶν ἐκείνου καὶ τὰ κυντατώτατα τετορύνηκας μετοίκιον τρέφει με Θετταλός τις , ἄνθρωπος βαρύς , πλουτῶν , φιλάργυρος δὲ
ἐγερθῇ ὁ οἰκοδεσπότης καὶ ἀποκλείσῃ τὴν θύραν , καὶ ἄρξησθε ἔξω ἑστάναι καὶ κρούειν τὴν θύραν λέγοντες , Κύριε ,
7215964 Ἀστυλος
οἶνος Λέσβιος , ποθῆναι κάλλιστος οἶνος . Ὁ μὲν δὴ Ἄστυλος ἐπῄνει ταῦτα καὶ περὶ θήραν εἶχε λαγῶν , οἷα
μὴ οὖν ὁμοιωθῆτε αὐτοῖς , οἶδεν γὰρ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὧν χρείαν ἔχετε πρὸ τοῦ ὑμᾶς αἰτῆσαι αὐτόν . Οὕτως
γνωρίσματα φιλοῦντος καὶ ὑπὸ περιττῆς ἡδονῆς δακρύον - τος ὁ Ἄστυλος συνεὶς ὡς ἀδελφός ἐστι , ῥίψας θοἰμάτιον ἔθει κατὰ
ἀπὸ τῆς εὐλαβείας , καίπερ ὢν υἱὸς ἔμαθεν ἀφ ' ὧν ἔπαθεν τὴν ὑπακοήν : καὶ τελειωθεὶς ἐγένετο πᾶσιν τοῖς
7211729 Μενεξενος
, κινδυνεύομεν ὄναρ πεπλουτηκέναι . Τί μάλιστα ; ἔφη ὁ Μενέξενος . Φοβοῦμαι , ἦν δ ' ἐγώ , μὴ
Ἡρῴδου φυλάσσεσθαι αὐτόν . Μετὰ δὲ πέντε ἡμέρας κατέβη ὁ ἀρχιερεὺς Ἁνανίας μετὰ πρεσβυτέρων τινῶν καὶ ῥήτορος Τερτύλλου τινός ,
ἢ Γρῦλος αʹ , Νήρινθος αʹ , Σοφιστὴς αʹ , Μενέξενος αʹ , Ἐρωτικὸς αʹ , Συμπόσιον αʹ , Περὶ
: οὐδ ' ἵνα πολλάκις προσφέρῃ ἑαυτόν , ὥσπερ ὁ ἀρχιερεὺς εἰσέρχεται εἰς τὰ ἅγια κατ ' ἐνιαυτὸν ἐν αἵματι
7204483 γηραιος
οὐδαμῶς . . ἀνὴρ ] ἀντὶ τοῦ ἄνθρωπος , ἀλλὰ γηραιός . τὸν νόμον ] τὸ ἐλεεῖν τοὺς παῖδας ,
παρεκάλει ὁ Παῦλος ἅπαντας μεταλαβεῖν τροφῆς λέγων , Τεσσαρεσκαιδεκάτην σήμερον ἡμέραν προσδοκῶντες ἄσιτοι διατελεῖτε , μηθὲν προσλαβόμενοι : διὸ παρακαλῶ
γυμνικὸν ὑπό τε καύματος καὶ δίψους καὶ ἀσθενείας , ἤδη γηραιός . καὶ αὐτοῦ ἐπιγέγραπται τῶι μνήματι [ . .
σπόρον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ καθεύδῃ καὶ ἐγείρηται νύκτα καὶ ἡμέραν , καὶ ὁ σπόρος βλαστᾷ καὶ μηκύνηται ὡς οὐκ
7189913 Ἀδειμαντος
οἶμαι , Σάμιππε , προῄεις , μετὰ σὲ δὲ ὁ Ἀδείμαντος ἦν , εἶτ ' ἐγὼ μετ ' ἐκεῖνον ἐχόμενος
ἡ μεγάλη , Βαβυλὼν ἡ πόλις ἡ ἰσχυρά , ὅτι μιᾷ ὥρᾳ ἦλθεν ἡ κρίσις σου . Καὶ οἱ ἔμποροι
εἶχόν τι λέγειν πρὸς ταῦτα , ὁ δὲ ἀδελφὸς αὐτοῦ Ἀδείμαντος , Οὔ τί που οἴει , ἔφη , ὦ
λόγον τοῦ θεοῦ ἀκούοντες καὶ ποιοῦντες . Ἐγένετο δὲ ἐν μιᾷ τῶν ἡμερῶν καὶ αὐτὸς ἐνέβη εἰς πλοῖον καὶ οἱ
7181713 Κυμαιος
δεύτερος πολίτης αὐτοῦ , πυρρίχας καὶ φλυαρίας συντεταγμένος : τρίτος Κυμαῖος , γεγραφὼς Περσικὰ ἐν πέντε βιβλίοις : τέταρτος Κυμαῖος
τοῦ θεοῦ , ἵνα τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ τηρῶμεν : καὶ αἱ ἐντολαὶ αὐτοῦ βαρεῖαι οὐκ εἰσίν , ὅτι πᾶν τὸ
ἐν τούτοις ἦν . Τῶν δὲ συγγραφέων Ἔφορος μὲν ὁ Κυμαῖος τὴν ἱστορίαν ἐνθάδε κατέστροφεν εἰς τὴν Περίνθου πολιορκίαν :
παραγενόμενον ἀνήγαγον εἰς τὸ ὑπερῷον , καὶ παρέστησαν αὐτῷ πᾶσαι αἱ χῆραι κλαίουσαι καὶ ἐπιδεικνύμεναι χιτῶνας καὶ ἱμάτια ὅσα ἐποίει
7156749 Χαρωνος
Ἐν οἷς πλήττειν ἐθέλεις οὐ πράττων καλῶς Κἀξ καμήλου ἐπιστολὴ Χάρωνος . Ἑρμηνεία . Ἀνὴρ νοῦν οὐκ ἔχων θυμώδει τῇ
μετὰ τοῦ πατρός μου ἐν τῷ θρόνῳ αὐτοῦ . ὁ ἔχων οὖς ἀκουσάτω τί τὸ πνεῦμα λέγει ταῖς ἐκκλησίαις .
, ἀλλὰ τῶν πρὸ αὐτοῦ συγγραφέων γενομένων Ἑλλανίκου τε καὶ Χάρωνος τὴν αὐτὴν ὑπόθεσιν προεκδεδωκότων οὐκ ἀπετράπετο , ἀλλ '
. καὶ γὰρ ἐγὼ ἄνθρωπός εἰμι ὑπὸ ἐξουσίαν τασσόμενος , ἔχων ὑπ ' ἐμαυτὸν στρατιώτας , καὶ λέγω τούτῳ ,
7148908 Μικυθος
ἐν οἷς ἦσαν ἄλλοι τέ τινες τῶν ἀξιολόγων ἀνδρῶν καὶ Μίκυθος ὁ στρατηγὸς καὶ Λύσανδρος Ἀθηναῖος ὁ κατασταθεὶς ἐπὶ τῆς
οὕτως καὶ αἱ γυναῖκες τοῖς ἀνδράσιν ἐν παντί . Οἱ ἄνδρες , ἀγαπᾶτε τὰς γυναῖκας , καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς
δὲ αὐτῶν ὁ τὰ ἔργα ἐς Ὀλυμπίαν ἀναθεὶς ἐπιδείκνυσιν ὁ Μίκυθος . τὸν γὰρ δὴ Μίκυθον τοῦτον Ἡρόδοτος ἔφη ἐν
καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἀπορεῖσθαι αὐτὰς περὶ τούτου καὶ ἰδοὺ ἄνδρες δύο ἐπέστησαν αὐταῖς ἐν ἐσθῆτι ἀστραπτούσῃ . ἐμφόβων δὲ
7144242 Λεοντευς
: οὗ γενομένου Κάλχας ἀθυμήσας τελευτᾷ . Πολυποίτης δὲ καὶ Λεοντεὺς μετὰ τὸ θάψαι αὐτὸν μετ ' ὀλίγον εἰς Ἑλλάδα
ἀγγελικὸς , καὶ παρακλίσει τῶν ἐπουρανίων δυνάμεων , διὸ λέγει πάσαν οὖν βιοτικὴν ἀποθόμεθαν μέριμναν , ὡς τὸν βασιλέαν τῶν
εὐτρεπῆ ποίει λαβών . : Ὀψοφάγος δ ' ἦν καὶ Λεοντεὺς ὁ Ἀργεῖος τραγῳδὸς , Ἀθηνίωνος μὲν μαθητὴς , οἰκέτης
ἀγγελικὸς , καὶ παρακλίσει τῶν ἐπουρανίων δυνάμεων , διὸ λέγει πάσαν οὖν βιοτικὴν ἀποθόμεθαν μέριμναν , ὡς τὸν βασιλέαν τῶν
7127238 Κτησιππος
λέγων τῷ λέγοντι πῶς ἂν ἀντιλέγοι ; Καὶ ὁ μὲν Κτήσιππος ἐσίγησεν : ἐγὼ δὲ θαυμάσας τὸν λόγον , Πῶς
καὶ Ἰάκωβον Ἁλφαίου καὶ Σίμωνα τὸν καλούμενον Ζηλωτὴν καὶ Ἰούδαν Ἰακώβου καὶ Ἰούδαν Ἰσκαριώθ , ὃς ἐγένετο προδότης . Καὶ
αὐτοῦ διήκουσαν Σωκράτους , Κριτόβουλος , Ἑρμογένης , Ἐπιγένης , Κτήσιππος . ὁ δ ' οὖν Κρίτων διαλόγους γέγραφεν ἐν
ἦσαν δὲ ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ Ἰωάννα καὶ Μαρία ἡ Ἰακώβου : καὶ αἱ λοιπαὶ σὺν αὐταῖς ἔλεγον πρὸς τοὺς
7107467 Μυρτιλος
Λάχης , Εὐθύδημος , Προκλῆς , Πυθόδωρος , Ἅγνων , Μυρτίλος , Θρασυκλῆς , Θεαγένης , Ἀριστοκράτης , Ἰώλκιος ,
, σύρων τε ἄνδρας καὶ γυναῖκας παρεδίδου εἰς φυλακήν . Οἱ μὲν οὖν διασπαρέντες διῆλθον εὐαγγελιζόμενοι τὸν λόγον . Φίλιππος
δέ οἱ ἔσκε παραιβάτις Ἱπποδάμεια . τὸν δὲ μεταδρομάδην ἐπὶ Μυρτίλος ἤλασεν ἵππους , σὺν τῷ δ ' Οἰνόμαος προτενὲς
, ὑποτάσσεσθε τοῖς ἀνδράσιν , ὡς ἀνῆκεν ἐν κυρίῳ . Οἱ ἄνδρες , ἀγαπᾶτε τὰς γυναῖκας καὶ μὴ πικραίνεσθε πρὸς
7098370 Σφηττιος
ὅθεν καὶ Σφηττοῖ ἐπίρρημα , καὶ ὁ πολίτης Σφήττιος : Σφήττιος οἶνος καὶ Σφήττιον ὄξος . ὡς ἔοικε δὲ ,
καθημερινῇ αἱ χῆραι αὐτῶν . προσκαλεσάμενοι δὲ οἱ δώδεκα τὸ πλῆθος τῶν μαθητῶν εἶπαν , Οὐκ ἀρεστόν ἐστιν ἡμᾶς καταλείψαντας
τοιαῦθ ' οἷ ' ἀκηκόαθ ' ὕβρισμαι . [ Καλλισθένης Σφήττιος , Διόγνητος Θορίκιος , Μνησίθεος Ἀλωπεκῆθεν , οἴδαμεν Δημοσθένην
πρὸς τῇ καταβάσει τοῦ Ὄρους τῶν Ἐλαιῶν ἤρξαντο ἅπαν τὸ πλῆθος τῶν μαθητῶν χαίροντες αἰνεῖν τὸν θεὸν φωνῇ μεγάλῃ περὶ
7098313 Πυθοδωρος
στοιχεῖα , Κάδμος δὲ ἤγαγεν αὐτὰ εἰς τὴν Ἑλλάδα . Πυθόδωρος δὲ [ ὡς ] ἐν τῶι Περὶ στοιχείων καὶ
καὶ καθὼς ἠκούσατε ὅτι ἀντίχριστος ἔρχεται , καὶ νῦν ἀντίχριστοι πολλοὶ γεγόνασιν : ὅθεν γινώσκομεν ὅτι ἐσχάτη ὥρα ἐστίν .
Θουκλέους ἐπὶ τῶν πλειόνων νεῶν ἀποπέμψειν ἔμελλον . ὁ δὲ Πυθόδωρος ἤδη ἔχων τὴν τοῦ Λάχητος τῶν νεῶν ἀρχὴν ἔπλευσε
ἄφθαρτον κήρυγμα τῆς αἰωνίου σωτηρίας . ἀμήν . 〛 Ἐπειδήπερ πολλοὶ ἐπεχείρησαν ἀνατάξασθαι διήγησιν περὶ τῶν πεπληροφορημένων ἐν ἡμῖν πραγμάτων
7095661 Ὑπερβορειος
, Κρίτων , Πολύκτωρ Λάκωνες Αὐτοχαρίδας , Κλεάνωρ , Εὐρυκράτης Ὑπερβόρειος Ἄβαρις Ῥηγῖνοι Ἀριστείδης , Δημοσθένης , Ἀριστοκράτης , Φύτιος
καὶ λέγει τοῖς μαθηταῖς , Καθίσατε αὐτοῦ ἕως ἂν ἀπελθὼν ἐκεῖ προσεύξωμαι . καὶ παραλαβὼν τὸν Πέτρον καὶ τοὺς δύο
ἢ σατραπείας . Ἀρκτικῆς πλευρᾶς περιγραφὴ , ἦς ὑπέρκειται Ὠκεανὸς Ὑπερβόρειος . Βόρειον ἄκρον ιαʹ ξαʹ Οὐεννίκνιον ἄκρον ιβʹ ∠
περὶ τούτου ἀληθῆ ἦν . καὶ πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτὸν ἐκεῖ . Ἦν δέ τις ἀσθενῶν , Λάζαρος ἀπὸ Βηθανίας
7090176 Θηβαιος
καὶ ἀδίκως διατεθῆναι . Ἅμα δὲ τούτοις πραττομένοις Ἐπαμεινώνδας ὁ Θηβαῖος , μέγιστον ἔχων τῶν πολιτῶν ἀξίωμα , συναχθείσης ἐκκλησίας
μακρὰ προσεύχονται : οὗτοι λήμψονται περισσότερον κρίμα . Ἀναβλέψας δὲ εἶδεν τοὺς βάλλοντας εἰς τὸ γαζοφυλάκιον τὰ δῶρα αὐτῶν πλουσίους
εἰσὶν ἴαμβοι ξεʹ . Γ ἄλλως : ἔρχεταί τις ἀνὴρ Θηβαῖος καμὼν τὸν ὦμον ἐν τῷ βαστάζειν τὸ φορτίον ὃ
Διαβὰς εἰς Μακεδονίαν βοήθησον ἡμῖν . ὡς δὲ τὸ ὅραμα εἶδεν , εὐθέως ἐζητήσαμεν ἐξελθεῖν εἰς Μακεδονίαν , συμβιβάζοντες ὅτι
7063438 Προξενου
Ἀθηναίων θησαυρὸν καὶ ἐπέγραψε τό τε αὑτοῦ ὄνομα καὶ τὸ Προξένου , ὃς σὺν Κλεάρχῳ ἀπέθανεν : ξένος γὰρ ἦν
ἐκεῖνοί εἰσιν οἱ ἐπὶ τὴν γῆν τὴν καλὴν σπαρέντες , οἵτινες ἀκούουσιν τὸν λόγον καὶ παραδέχονται καὶ καρποφοροῦσιν ἓν τριάκοντα
. βασανίσας : ἀντὶ τοῦ δοκιμάσας Δείναρχος ἐν τῷ Κατὰ Προξένου . πολὺ δ ' ἐστὶ τοὔνομα ἐπὶ τούτου τοῦ
, Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι εἰσίν τινες ὧδε τῶν ἑστηκότων οἵτινες οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου ἕως ἂν ἴδωσιν τὴν βασιλείαν
7063141 ἐπανελθοντος
τῶν σωμάτων φυλακὴν πολυχρόνιον . Ὁ δ ' Ἀντίγονος , ἐπανελθόντος τοῦ Δημητρίου καὶ τὰ κατὰ μέρος τῶν πεπραγμένων ἀπαγγείλαντος
σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου ; οὐχὶ πάντες εἰσὶν λειτουργικὰ πνεύματα εἰς διακονίαν ἀποστελλόμενα διὰ τοὺς μέλλοντας κληρονομεῖν σωτηρίαν ;
κρίσεως καὶ τῶν ἐγκλημάτων ἀπολυθῆναι . μετὰ δὲ ταῦτα Θησέως ἐπανελθόντος ἐκ Τροιζῆνος εἰς τὰς Ἀθήνας , ἐγκληθεῖσαν ἐπὶ φαρμακείᾳ
Σάρδεσιν ἐκκλησίας γράψον : Τάδε λέγει ὁ ἔχων τὰ ἑπτὰ πνεύματα τοῦ θεοῦ καὶ τοὺς ἑπτὰ ἀστέρας : Οἶδά σου
7060810 Λυκων
Διόφαντος καὶ Ἡρακλείδης Δημητρίου . ἀπὸ δὲ τῶν ἐν ἄστει Λύκων ἀποδότω πᾶσι παρ ' ὧν τι προείληφα μετὰ τὴν
ἐπὶ τὸ ὄρος Σιών , καὶ μετ ' αὐτοῦ ἑκατὸν τεσσαράκοντα τέσσαρες χιλιάδες ἔχουσαι τὸ ὄνομα αὐτοῦ καὶ τὸ ὄνομα
εἰσί . περὶ δὲ τῆς ταφῆς ἐάν τε αὐτοῦ βούληται Λύκων θάπτειν , ἐάν τε ἐν οἴκῳ , οὕτω ποιείτω
καὶ οὐδεὶς ἐδύνατο μαθεῖν τὴν ᾠδὴν εἰ μὴ αἱ ἑκατὸν τεσσαράκοντα τέσσαρες χιλιάδες , οἱ ἠγορασμένοι ἀπὸ τῆς γῆς .
7058729 Φαιακος
σύνθετον Φαγρωριόπολις καὶ Φαγρωριοπολίτης . Φαίαξ καὶ Φαιακία , ἀπὸ Φαίακος . Ἑλλάνικος Ἱερειῶν αʹ ” Φαίαξ ὁ Ποσειδῶνος καὶ
, καθὼς τὸ μαρτύριον τοῦ Χριστοῦ ἐβεβαιώθη ἐν ὑμῖν , ὥστε ὑμᾶς μὴ ὑστερεῖσθαι ἐν μηδενὶ χαρίσματι , ἀπεκδεχομένους τὴν
Εὔπολις ἐν Αἰξὶν οὕτως : πλὴν ἅπαξ ποτ ' ἐν Φαίακος ἔφαγον καρίδας . καὶ ἐν Δήμοις : ἔχων τὸ
τῷ τοιούτῳ ἡ ἐπιτιμία αὕτη ἡ ὑπὸ τῶν πλειόνων , ὥστε τοὐναντίον μᾶλλον ὑμᾶς χαρίσασθαι καὶ παρακαλέσαι , μή πως
7037812 Θρᾳξ
τὸν προσάγοντα τῷ † ἕρματι τὸ ποτήριον . ἐνταῦθα ὁ Θρᾷξ Διονύσιος φησὶ τὴν παροιμίαν „ πολλὰ μεταξὺ κύλικος „
ἀδελφοὶ καὶ πατέρες , ἀκούσατε . Ὁ θεὸς τῆς δόξης ὤφθη τῷ πατρὶ ἡμῶν Ἀβραὰμ ὄντι ἐν τῇ Μεσοποταμίᾳ πρὶν
. . Περὶ οὗ πολέμου συνεγράψατο ὁ σοφώτατος Πρίσκος ὁ Θρᾷξ . . . Ἐν τούτοις τοῖς χρόνοις ὁ πολὺς
πλείονες μένουσιν ἕως ἄρτι , τινὲς δὲ ἐκοιμήθησαν : ἔπειτα ὤφθη Ἰακώβῳ , εἶτα τοῖς ἀποστόλοις πᾶσιν : ἔσχατον δὲ
7020516 Ἐπικρατης
ὑπὸ τούτων τῶν τριχῶν εἱλκόμην , κονδύλους ἔλαβον . ” Ἐπικράτης : Ἰσαῖος ἐν τῷ περὶ τῶν ἐν Μακεδονίᾳ ῥηθέντων
γῇ Αἰγύπτῳ καὶ ἐν Ἐρυθρᾷ Θαλάσσῃ καὶ ἐν τῇ ἐρήμῳ ἔτη τεσσαράκοντα . οὗτός ἐστιν ὁ Μωϋσῆς ὁ εἴπας τοῖς
ἐν τῷ περὶ τῆς πρεσβείας . ἕτερος δ ' ἐστὶν Ἐπικράτης οὗ μνημονεύει Λυκοῦργος ἐν τῷ περὶ διοικήσεως , λέγων
ἔτη ἔσονται οἱ καιροὶ ἐκεῖνοι , καὶ ποιήσω τὰ τρία ἔτη ὡς τρεῖς μῆνας , καὶ τοὺς τρεῖς μῆνας ὡς
7020234 Πολεμαρχος
ὅταν παρακαταθέσθαι δεῖ ἀργύριον καὶ σῶν εἶναι , ὥς φησι Πολέμαρχος , καὶ τούτου ἔλεγχος . εἴτε πυκτικῇ . περὶ
ἐφανερώθη ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ πορευομένοις εἰς ἀγρόν : κἀκεῖνοι ἀπελθόντες ἀπήγγειλαν τοῖς λοιποῖς : οὐδὲ ἐκείνοις ἐπίστευσαν . Ὕστερον [
τέμνων . Καταγινέων . καταλύων . Ἄρθμια . φίλια . Πολέμαρχος . ἄρχων πρὸς ὃν κατηγγυῶντο τοὺς ξένους . Ἄφλαστον
ἐμνήσθησαν τῶν ῥημάτων αὐτοῦ , καὶ ὑποστρέψασαι ἀπὸ τοῦ μνημείου ἀπήγγειλαν ταῦτα πάντα τοῖς ἕνδεκα καὶ πᾶσιν τοῖς λοιποῖς .
7016063 Κελτος
Ἵππων ἢ Διαγόρας ἢ Σωσίας ἢ Ἐπίκουρος οὔτε Ἰνδὸς οὔτε Κελτὸς οὔτε Αἰγύπτιος . λέγουσι δὲ τῶν βαρβάρων οἱ προειρημένοι
αὐτῷ καὶ ἰδὼν ὅτι ἔχει πίστιν τοῦ σωθῆναι εἶπεν μεγάλῃ φωνῇ , Ἀνάστηθι ἐπὶ τοὺς πόδας σου ὀρθός . καὶ
ἢ Βοιωτὸς ἢ Ἴων , ἢ Σκύθης ἢ Θρᾷξ ἢ Κελτὸς ἢ ἀπὸ Ἰβηρίας ἢ Αἰγύπτιος . Δεῖ οὖν συνελθεῖν
ἔρχεται Ἠλίας σώσων αὐτόν . ὁ δὲ Ἰησοῦς πάλιν κράξας φωνῇ μεγάλῃ ἀφῆκεν τὸ πνεῦμα . Καὶ ἰδοὺ τὸ καταπέτασμα
7015194 Ναρων
ἐπιθαλάττιον τὴν δ ' ἐπὶ θάτερα . εἶθ ' ὁ Νάρων ποταμὸς καὶ οἱ περὶ αὐτὸν Δαόριζοι καὶ Ἀρδιαῖοι καὶ
ἀπορίψαντας πρώτους ἐπὶ τὴν γῆν ἐξιέναι , καὶ τοὺς λοιποὺς οὓς μὲν ἐπὶ σανίσιν οὓς δὲ ἐπί τινων τῶν ἀπὸ
τούτοις τὴν Ἰλλυρικὴν ἶριν . Δρίλων γὰρ ποταμὸς Ἰλλυρίδος καὶ Νάρων , ὃς διαχωρίζει Ἰλλυριοὺς καὶ Λιβύρνους . ἐνταῦθα καὶ
κἀκεῖνον ἀπέκτειναν , καὶ πολλοὺς ἄλλους , οὓς μὲν δέροντες οὓς δὲ ἀποκτέννοντες . ἔτι ἕνα εἶχεν , υἱὸν ἀγαπητόν
6995678 Φιλωνιδης
καὶ Φιλωνίδην Δυρραχηνὸν καὶ Νίκωνα Ἀκραγαντῖνον . καὶ πάλιν : Φιλωνίδης δὲ ὁ Δυρραχηνὸς ἤκουσε μὲν Ἀσκληπιάδου , ἰατρεύσας δὲ
ὑπῆγον τῶν Ἰουδαίων καὶ ἐπίστευον εἰς τὸν Ἰησοῦν . Τῇ ἐπαύριον ὁ ὄχλος πολὺς ὁ ἐλθὼν εἰς τὴν ἑορτήν ,
κεκμηκότος κολοβοῦμεν ἡμᾶς κουρᾷ τε τριχῶν καὶ στεφάνων ἀφαιρέσει . Φιλωνίδης δέ φησιν ἐκ τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης ὑπὸ Διονύσου μετενεχθείσης
τῶν ἀδελφῶν τῶν ἀπὸ Ἰόππης συνῆλθον αὐτῷ . τῇ δὲ ἐπαύριον εἰσῆλθεν εἰς τὴν Καισάρειαν : ὁ δὲ Κορνήλιος ἦν
6992794 Παφλαγων
ὁ Κλέων . Παφλαγών ] δέον εἰπεῖν στρατηγός , εἶπε Παφλαγών . ΓΓΘ Κυκλοβόρου : ποταμὸς χειμάρρους . ἐχώσθη δὲ
γενέσθαι , ἀλλ ' οὔπω τὸ τέλος . ἐγερθήσεται γὰρ ἔθνος ἐπ ' ἔθνος καὶ βασιλεία ἐπὶ βασιλείαν , ἔσονται
μετὰ δὲ ταῦτ ' ἀπόλλυται . Ἐπιγίγνεται γὰρ βυρσοπώλης ὁ Παφλαγών , ἅρπαξ , κεκράκτης , Κυκλοβόρου φωνὴν ἔχων .
, ἀλλ ' οὔπω ἐστὶν τὸ τέλος . ἐγερθήσεται γὰρ ἔθνος ἐπὶ ἔθνος καὶ βασιλεία ἐπὶ βασιλείαν , καὶ ἔσονται
6989731 Ἀμυντορος
φυγάδων γενομένων ; ἢ οὐ Φοῖνιξ ἐκ Δολοπίας ἐκπεσὼν ὑπὸ Ἀμύντορος εἰς Θετταλίαν φεύγει ; Πηλέα δ ' ἐξικόμην ,
καὶ ἰδοὺ ἐγὼ μεθ ' ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος . Ἀρχὴ τοῦ εὐαγγελίου Ἰησοῦ
προκειμένου τοῦ προσώπου Οἰνέως . Φοίνικος ] Φοίνικα λέγει τὸν Ἀμύντορος . λακίδας ] διερρωγότα ἱμάτια . Φιλοκτήτου ] εἰσήγαγε
εἰσίν τινες ὧδε τῶν ἑστηκότων οἵτινες οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου ἕως ἂν ἴδωσιν τὴν βασιλείαν τοῦ θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει
6987288 ἐπεκληθη
Ἀττικῇ κισσηρώδης , τραχὺς καὶ λιθώδης , ὅθεν καὶ Φελλεὺς ἐπεκλήθη : Δωριεῖς γὰρ φελλεάτας καλοῦσι τοὺς τραχυτάτους τόπους .
πατέρα ὑμῶν καὶ θεόν μου καὶ θεὸν ὑμῶν . ἔρχεται Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἀγγέλλουσα τοῖς μαθηταῖς ὅτι Ἑώρακα τὸν κύριον
στόματι χώνην ἀπαύστως ἔπινεν ἐπιχεομένου οἴνου , ὅθεν καὶ Χώνη ἐπεκλήθη , ὥς φησι Πολέμων . : Πολέμων δὲ ἐν
, ἔθηκαν τὸν Ἰησοῦν . Τῇ δὲ μιᾷ τῶν σαββάτων Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἔρχεται πρωῒ σκοτίας ἔτι οὔσης εἰς τὸ
6984488 Ζωπυρος
Ἀφροδίτης καὶ Ἔρωτος , ἅπερ πρῶτος ἐποίησεν , ὥς φησι Ζώπυρος , Θησεύς , ἐπεὶ Φαίδρα , ὥς φασιν ,
ὑμῖν ὅτι ἐὰν μὴ περισσεύσῃ ὑμῶν ἡ δικαιοσύνη πλεῖον τῶν γραμματέων καὶ Φαρισαίων , οὐ μὴ εἰσέλθητε εἰς τὴν βασιλείαν
κατέργαστο , πάντα δὴ ἦν [ ἐν ] τοῖσι Βαβυλωνίοισι Ζώπυρος , καὶ στρατάρχης τε οὗτός σφι καὶ τειχοφύλαξ ἀπεδέδεκτο
εὐθὺς πρωῒ συμβούλιον ποιήσαντες οἱ ἀρχιερεῖς μετὰ τῶν πρεσβυτέρων καὶ γραμματέων καὶ ὅλον τὸ συνέδριον δήσαντες τὸν Ἰησοῦν ἀπήνεγκαν καὶ
6979775 Δολων
δαμάσαντό γ ' Ἀχαιούς . Τὸν δ ' αὖτε προσέειπε Δόλων Εὐμήδεος υἱός : τοὶ γὰρ ἐγώ τοι ταῦτα μάλ
τὸ πλήρωμα τοῦ θεοῦ . Τῷ δὲ δυναμένῳ ὑπὲρ πάντα ποιῆσαι ὑπερεκπερισσοῦ ὧν αἰτούμεθα ἢ νοοῦμεν κατὰ τὴν δύναμιν τὴν
, , . . . μὴ δή μοι φύξιν γε Δόλων ἐμβάλλεο θυμῷ : ἡ διπλῆ ὅτι ζητεῖται πῶς τὸ
ἐν τῇ ἐρήμῳ , καθὼς διετάξατο ὁ λαλῶν τῷ Μωϋσῇ ποιῆσαι αὐτὴν κατὰ τὸν τύπον ὃν ἑωράκει , ἣν καὶ
6979344 Λυσιστρατος
οὐκ ἐμηνύθησαν ὑπὸ Τεύκρου τῶν πεποιηκότων , Παναίτιος Χαιρέδημος Διάκριτος Λυσίστρατος : οὓς εἰκὸς ἦν ἁπάντων μάλιστα δοκεῖν εἶναι τούτων
πάντα . Καὶ λέγει αὐτοῖς ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ ὀψίας γενομένης , Διέλθωμεν εἰς τὸ πέραν . καὶ ἀφέντες τὸν
Γ οἱ ὄνοι . νεανικῶς : ἰσχυρῶς , γενναίως . Λυσίστρατος ] πένης καὶ σκωπτόλης . ἔοικας ὦ πρεσβύτα :
πυρετός : καὶ ἠγέρθη καὶ διηκόνει αὐτῷ . Ὀψίας δὲ γενομένης προσήνεγκαν αὐτῷ δαιμονιζομένους πολλούς : καὶ ἐξέβαλεν τὰ πνεύματα
6976613 Νεστορος
προσῳδίαν , ἀλλὰ νοεῖν ὅτι καὶ τοῦτο τῶν ἐπαίνων λεγομένων Νέστορός ἐστι , καθὸ καὶ τὸ Νέστωρ δὲ πρῶτος κτύπον
φωνὴν τοῦ στρουθίου ἀναστήσεται πᾶσα βοτάνη , τουτέστιν ὑπὸ τὴν φωνὴν ἀρχαγγέλου ἀναστήσεται πᾶσα φύσις ἀνθρωπίνη . Καὶ πάλιν εἶπον
τοὺς ὅρκους : ἡ τιμωρία φαίνεται ἐπαξία τοῦ ἁμαρτήματος . Νέστορός που σωφροσύνη φαίνεται : τοῦτο εἰς ἀρετὴν συντελεῖ .
μετώπων αὐτῶν . καὶ ἤκουσα φωνὴν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ὡς φωνὴν ὑδάτων πολλῶν καὶ ὡς φωνὴν βροντῆς μεγάλης , καὶ
6973110 Θρασυμηδης
τοῦ Νεστοριδῶν ὁ μὲν Ἀντίλοχος οὔτασεν Ἀτύμνιον , ὁ δὲ Θρασυμήδης Μάριν . . . . . ὣς τὼ μὲν
ἔπεσαν καὶ προσεκύνησαν . Καὶ εἶδον ὅτε ἤνοιξεν τὸ ἀρνίον μίαν ἐκ τῶν ἑπτὰ σφραγίδων , καὶ ἤκουσα ἑνὸς ἐκ
ἵκανε καὶ Ἰδομενεὺς ἐρίθυμος Μηριόνης τε Θόας τε καὶ ἰσόθεος Θρασυμήδης , οἵ ῥα πάρος φοβέοντο θρασὺ σθένος Εὐρυπύλοιο ,
γυναῖκα αὐτοῦ ] , καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν : ὥστε οὐκέτι εἰσὶν δύο ἀλλὰ μία σάρξ .
6962663 Παριος
, οὐδὲ Ἴωνές φασιν ἀσπίος , ἐπὶ δὲ βαρυτόνων λέγουσι Πάριος κατὰ μίμησιν τοῦ ὄφιος : οὕτως ἐπειδὴ πολλὰ εἰς
τρίτῃ αὐτόχειρες τὴν σκευὴν τοῦ πλοίου ἔρριψαν . μήτε δὲ ἡλίου μήτε ἄστρων ἐπιφαινόντων ἐπὶ πλείονας ἡμέρας , χειμῶνός τε
ος ἐκφερομένην γενικὴν ἔστιν ἡ εἰς ν αἰτιατική , οἷον Πάριος Πάριν , ὥσπερ βότρυος βότρυν , ἰχθύος ἰχθύν :
ἐγένετο ἐφ ' ὅλην τὴν γῆν ἕως ὥρας ἐνάτης τοῦ ἡλίου ἐκλιπόντος , ἐσχίσθη δὲ τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ μέσον
6961215 Σιμωνιδου
οὖν ἐκ συμποσίου ἀπελύσαντο . Λεωπρέπης ὁ Κεῖος ὁ τοῦ Σιμωνίδου πατὴρ ἔτυχέ ποτε ἐν παλαίστρᾳ καθήμενος : εἶτα μειράκια
. Καὶ ἤρξαντό τινες ἐμπτύειν αὐτῷ καὶ περικαλύπτειν αὐτοῦ τὸ πρόσωπον καὶ κολαφί - ζειν αὐτὸν καὶ λέγειν αὐτῷ ,
Λακε - δαιμονίων , ὡς Χαμαιλέων φησὶν ἐν τῷ περὶ Σιμωνίδου , οὐ προσίενται οὔτε φιλοσοφίαν οὔτε ῥητορικὴν διὰ τὰς
ἐστὶν καὶ οὐ ποιητής , οὗτος ἔοικεν ἀνδρὶ κατανοοῦντι τὸ πρόσωπον τῆς γενέσεως αὐτοῦ ἐν ἐσόπτρῳ : κατενόησεν γὰρ ἑαυτὸν
6951498 Συρακοσιος
ὡς ἕκαστοί τι ἐλασσοῦσθαι ἐνόμιζον , καὶ Ἑρμοκράτης ὁ Ἕρμωνος Συρακόσιος , ὅσπερ καὶ ἔπεισε μάλιστα αὐτούς , ἐς τὸ
Ἑμμὼρ ἐν Συχέμ . Καθὼς δὲ ἤγγιζεν ὁ χρόνος τῆς ἐπαγγελίας ἧς ὡμολόγησεν ὁ θεὸς τῷ Ἀβραάμ , ηὔξησεν ὁ
χρόνοις γὰρ ὕστερον ἐξεπολεμήθησαν διὰ δούλους . Νυμφόδωρος γοῦν ὁ Συρακόσιος ἐν τῷ τῆς Ἀσίας Παράπλῳ τάδ ' ἱστορεῖ περὶ
, μιμηταὶ δὲ τῶν διὰ πίστεως καὶ μακροθυμίας κληρονομούντων τὰς ἐπαγγελίας . Τῷ γὰρ Ἀβραὰμ ἐπαγγειλάμενος ὁ θεός , ἐπεὶ
6939784 Ἀναφλυστιος
μαλακίαν καὶ τὸ κόπτεσθαι κακεμφάτως . Σεβῖνον , ὅστις ἐστὶν Ἀναφλύστιος : Ὀνοματοποιεῖ τοῦτο , ὡς πρὸς τὴν μαλακίαν Κλεισθένους
τὴν ἑορτήν , ἢ τοῖς πτωχοῖς ἵνα τι δῷ . λαβὼν οὖν τὸ ψωμίον ἐκεῖνος ἐξῆλθεν εὐθύς : ἦν δὲ
βουλῆς Νέαρχος Σωσινόμου , Πολυκράτης Ἐπίφρονος , καὶ κῆρυξ Εὔνομος Ἀναφλύστιος ἐκ τοῦ δήμου . ] Λέγε δὴ καὶ τὰς
, Λάβετε , τοῦτό ἐστιν τὸ σῶμά μου . καὶ λαβὼν ποτήριον εὐχαριστήσας ἔδωκεν αὐτοῖς , καὶ ἔπιον ἐξ αὐτοῦ
6927028 Παιανιευς
Οἰνῇδος , Κτησιφῶν Λεωσθένους Ἀναφλύστιος εἶπεν : ἐπειδὴ Δημοσθένης Δημοσθένους Παιανιεὺς γενόμενος ἐπιμελητὴς τῆς τῶν τειχῶν ἐπισκευῆς καὶ προσαναλώσας εἰς
τὴν ἀνομίαν . Πᾶς οὖν ὅστις ἀκούει μου τοὺς λόγους τούτους καὶ ποιεῖ αὐτοὺς ὁμοιωθήσεται ἀνδρὶ φρονίμῳ , ὅστις ᾠκοδόμησεν
πρυτανευούσης Λεοντίδος , Ἀριστόνικος Φρεάρριος εἶπεν : ἐπειδὴ Δημοσθένης Δημοσθένους Παιανιεὺς πολλὰς καὶ μεγάλας χρείας παρέσχηται τῷ δήμῳ τῷ Ἀθηναίων
ἐκάλεσεν , τούτους καὶ ἐδικαίωσεν : οὓς δὲ ἐδικαίωσεν , τούτους καὶ ἐδόξασεν . Τί οὖν ἐροῦμεν πρὸς ταῦτα ;
6921148 ὁπλειτην
| [ Πυθαγόρας ] ? Μάγνης ἀπὸ Μαιάνδρου | [ ὁπλείτην ] ? ? [ ] δίς . Ἀρχιδάμου Ἠλείου
τῆς πορνείας αὐτῆς πεπότικεν πάντα τὰ ἔθνη . Καὶ ἄλλος ἄγγελος τρίτος ἠκολούθησεν αὐτοῖς λέγων ἐν φωνῇ μεγάλῃ , Εἴ
φάνης Ἡραιεὺς παιδ πύξ : / [ Ἀστύλος ] Συρακόσιος ὁπλείτην : / [ Δαιτώνδα ] καὶ Ἀρσιλόχου Θηβαίων [
, καὶ πᾶς χόρτος χλωρὸς κατεκάη . Καὶ ὁ δεύτερος ἄγγελος ἐσάλπισεν : καὶ ὡς ὄρος μέγα πυρὶ καιόμενον ἐβλήθη
6920643 Σιμμιας
δεῖ γὰρ καὶ Κέβητα πείθειν . Ἱκανῶς , ἔφη ὁ Σιμμίας , ὡς ἔγωγε οἶμαι : καίτοι καρτερώ - τατος
σήμερον . τότε ἐπληρώθη τὸ ῥηθὲν διὰ Ἰερεμίου τοῦ προφήτου λέγοντος , Καὶ ἔλαβον τὰ τριάκοντα ἀργύρια , τὴν τιμὴν
, τοῦτο πέπεισμαι . Καὶ ὀρθῶς γε , ἔφη ὁ Σιμμίας . Ἔτι τοίνυν , ἔφη , πάμμεγά τι εἶναι
καὶ ἐγένετο αἷμα . καὶ ἤκουσα τοῦ ἀγγέλου τῶν ὑδάτων λέγοντος , Δίκαιος εἶ , ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν
6911208 Ἀρκεσιλαος
πρὸς δὲ Ἐπίκουρον οὐ παρόντα . Τί γάρ ἐστιν ὁ Ἀρκεσίλαος , τί δὲ ὁ Ἐπίκουρος , ἢ τί ἡ
διλόγους , μὴ οἴνῳ πολλῷ προσέχοντας , μὴ αἰσχροκερδεῖς , ἔχοντας τὸ μυστήριον τῆς πίστεως ἐν καθαρᾷ συνειδήσει . καὶ
Ἀκαδημαϊκῆς μὲν οὖν τῆς ἀρχαίας προέστη Πλάτων , τῆς μέσης Ἀρκεσίλαος , τῆς νέας Λακύδης : Κυρηναϊκῆς Ἀρίστιππος ὁ Κυρηναῖος
ἐν τῇ ὁράσει καὶ τοὺς καθημένους ἐπ ' αὐτῶν , ἔχοντας θώρακας πυρίνους καὶ ὑακινθίνους καὶ θειώδεις : καὶ αἱ
6910254 Κιμων
, καὶ τρία ἀνθ ' ἑνὸς ἔστησε τρόπαια , ὥσπερ Κίμων ἐπεξῆλθε τὰ δεύτερα . καὶ μὴν οὔτ ' ἐπὶ
ἐπὶ τὴν καρδίαν αὐτοῦ ἐπισκέψασθαι τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ τοὺς υἱοὺς Ἰσραήλ . καὶ ἰδών τινα ἀδικούμενον ἠμύνατο καὶ ἐποίησεν ἐκδίκησιν
ῥητῆρ ' ἔμεναι πρηκτῆρά τε ἔργων , εἰ δὴ καὶ Κίμων ἔσται μεθ ' ἡμῶν . οὕτως οὐδὲν ὄνειδος τῇ
, ὃς ἐδίδασκεν τῷ Βαλὰκ βαλεῖν σκάνδαλον ἐνώπιον τῶν υἱῶν Ἰσραήλ , φαγεῖν εἰδωλόθυτα καὶ πορνεῦσαι : οὕτως ἔχεις καὶ
6910037 Ἰσμηνιου
' ἐπὶ τριήρους μήτ ' ἐπὶ κρήνης ἀκηκοέναι , καθάπερ Ἰσμηνίου . συσσίτιον δέ φησιν αὐτῷ ὁ Ἀντίγονος εἶναι παρὰ
, ἐν σοὶ εὐδόκησα . Καὶ αὐτὸς ἦν Ἰησοῦς ἀρχόμενος ὡσεὶ ἐτῶν τριάκοντα , ὢν υἱός , ὡς ἐνομίζετο ,
ἐστὶν Ἀμφιτρύωνος ἀνάθημα ἐπὶ Ἡρακλεῖ δαφνηφορήσαντι . ἀνωτέρω δὲ τοῦ Ἰσμηνίου τὴν κρήνην ἴδοις ἄν , ἥντινα Ἄρεώς φασιν ἱερὰν
χοῦς ἐσμέν : ἄνθρωπος ὡσεὶ χόρτος αἱ ἡμέραι αὐτοῦ : ὡσεὶ ἄνθος τοῦ ἀγροῦ , οὕτως ἐξανθήσει , ὅτι πνεῦμα
6904624 Λακωνος
κλίνεται διὰ τοῦ ντ , οὐδὲ γὰρ λέγομεν Λάκοντος ἀλλὰ Λάκωνος διὰ τοῦ ω , περὶ οὗ ἔστιν εἰπεῖν ,
ἐπὶ τοῦ χόρτου , λαβὼν τοὺς πέντε ἄρτους καὶ τοὺς δύο ἰχθύας , ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν εὐλόγησεν καὶ κλάσας
. Ἐποίησαν δὲ καὶ ἄλλαι ἵπποι ἤδη τὠυτὸ τοῦτο Εὐαγόρεω Λάκωνος , πλέω δὲ τουτέων οὐδαμαί . Ὁ μὲν δὴ
προσκολληθήσεται πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ ] , καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν : ὥστε οὐκέτι εἰσὶν δύο ἀλλὰ
6903622 Εὐρυτος
Ἀριστομένης , Ἀγήσαρχος , Ἀλκίας , Ξενοφάντης , Θρασέας , Εὔρυτος , Ἐπίφρων , Εἰρίσκος , Μεγιστίας , Λεωκύδης ,
τὰς κοπιώσας ἐν κυρίῳ . ἀσπάσασθε Περσίδα τὴν ἀγαπητήν , ἥτις πολλὰ ἐκοπίασεν ἐν κυρίῳ . ἀσπάσασθε Ῥοῦφον τὸν ἐκλεκτὸν
Φερεκύδῃ . . . . Λ , : Κτέατος καὶ Εὔρυτος παῖδες μὲν ἦσαν Ποσειδῶνος καὶ Μολιόνης τοῦ Μόλου ,
Γαλιλαίας ἐκ πόλεως Ναζαρὲθ εἰς τὴν Ἰουδαίαν εἰς πόλιν Δαυὶδ ἥτις καλεῖται Βηθλέεμ , διὰ τὸ εἶναι αὐτὸν ἐξ οἴκου
6897499 Θεογενης
Κύζικον . ἐπέμφθησαν δὲ Ἀθηναίων μὲν Δωρόθεος , Φιλοκύδης , Θεογένης , Εὐρυπτόλεμος , Μαντίθεος , σὺν δὲ τούτοις Ἀργεῖοι
. καὶ ἀπῆλθεν μετ ' αὐτοῦ . Καὶ ἠκολούθει αὐτῷ ὄχλος πολύς , καὶ συνέθλιβον αὐτόν . καὶ γυνὴ οὖσα
Εὔθυμος Λοκρὸς ] ἀπ ' Ἰταλίας πύξ : / [ Θεογένης Θάσιος ] παγκράτιον : / [ ! ! !
αὐτοῦ κατῃσχύνοντο πάντες οἱ ἀντικείμενοι αὐτῷ , καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἔχαιρεν ἐπὶ πᾶσιν τοῖς ἐνδόξοις τοῖς γινομένοις ὑπ '
6893803 Μεσσηνιος
ἐνεστῶτος πρώτου τῆς ἑβδόμης ὀλυμπιάδος , ἣν ἐνίκα στάδιον Δαϊκλῆς Μεσσήνιος , ἄρχοντος Ἀθήνησι Χάροπος ἔτος τῆς δεκαετίας πρῶτον .
, καὶ σάββατον ἐπέφωσκεν . Κατακολουθήσασαι δὲ αἱ γυναῖκες , αἵτινες ἦσαν συνεληλυθυῖαι ἐκ τῆς Γαλιλαίας αὐτῷ , ἐθεάσαντο τὸ
: καὶ γὰρ ὁ ἡγεμὼν αὐτοῖς τῶν ὁδῶν Χρόμων ὁ Μεσσήνιος ἐτύγχανε τεθνηκώς . οἱ δὲ Αἰτωλοὶ ἐσακοντίζοντες πολλοὺς μὲν
καὶ ὁλοκαυτώματα καὶ περὶ ἁμαρτίας οὐκ ἠθέλησας οὐδὲ εὐδόκησας , αἵτινες κατὰ νόμον προσφέρονται , τότε εἴρηκεν , Ἰδοὺ ἥκω
6890624 Ἀγησιδαμος
αὐτὸν μόνον γενόμενον ἐνίκησεν ὁ Ἡρακλῆς . ἔοικε δὲ ὁ Ἀγησίδαμος ἡττῆσθαι πρῶτον , εἶτα ὕστερον ὑπὸ Ἰολάου παροξυνθεὶς νενικηκέναι
ἀνθρώπων . καὶ ἡ ὀπώρα σου τῆς ἐπιθυμίας τῆς ψυχῆς ἀπῆλθεν ἀπὸ σοῦ , καὶ πάντα τὰ λιπαρὰ καὶ τὰ
. τῷ Ἰολάῳ , φησὶν οὖν , χάριν ἐχέτω ὁ Ἀγησίδαμος ὥσπερ Ἀχιλλεῖ Πάτροκλος . Ἰόλᾳ φερέτω χάριν : οὕτω
πέτρᾳ , καὶ προσκυλίσας λίθον μέγαν τῇ θύρᾳ τοῦ μνημείου ἀπῆλθεν . ἦν δὲ ἐκεῖ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ
6890128 Μοσχος
κατείληπτο . ὁ οὖν οἰκοφθόρος τὸ ἐπιτήδευμα ῥήτωρ ἐγεγόνει , Μόσχος δὲ ὄνομα . . . . . τυγχάνων δὲ
θανατῶσαι αὐτόν , καὶ οὐχ ηὕρισκον : πολλοὶ γὰρ ἐψευδομαρτύρουν κατ ' αὐτοῦ , καὶ ἴσαι αἱ μαρτυρίαι οὐκ ἦσαν
Φερεκράτους καὶ αὐτὸς εἶναί φησι γένος κύλικος τὴν λεπαστήν . Μόσχος δ ' ἐν ἐξηγήσει Ῥοδιακῶν Λέξεων κεραμεοῦν ἀγγεῖόν φησιν
γὰρ αὐτοῖς ὅτι ζῆλον θεοῦ ἔχουσιν , ἀλλ ' οὐ κατ ' ἐπίγνωσιν : ἀγνοοῦντες γὰρ τὴν τοῦ θεοῦ δικαιοσύνην
6888039 Χαλκωδοντος
ἄρχεσθαι ὑπὸ Μενεσθέως . ἦσαν δὲ μετὰ τοῦ Ἐλεφήνορος τοῦ Χαλκώδοντος τοῦ Ἄβαντος ἐν Εὐβοίαι . . . . ,
ἐμαυτῷ ὡς τελειώσω τὸν δρόμον μου καὶ τὴν διακονίαν ἣν ἔλαβον παρὰ τοῦ κυρίου Ἰησοῦ , διαμαρτύρασθαι τὸ εὐαγγέλιον τῆς
ἄρχεσθαι ὑπὸ Μενεσθέως . ἦσαν δὲ μετὰ τοῦ Ἐλεφήνορος τοῦ Χαλκώδοντος τοῦ Ἄβαντος ἐν Εὐβοίᾳ : δισσῶν μύθων ῥήτορες :
ἐν θανάτοις πολλάκις : ὑπὸ Ἰουδαίων πεντάκις τεσσαράκοντα παρὰ μίαν ἔλαβον , τρὶς ἐραβδίσθην , ἅπαξ ἐλιθάσθην , τρὶς ἐναυάγησα
6886781 Ἰων
τοῦ καλοῦ , βʹ ἢ περὶ τοῦ ψεύδους ἀνατρεπτικοί : Ἴων ἢ περὶ Ἰλιάδος , πειραστικός : Μενέξενος ἢ ἐπιτάφιος
ἔσω τῆς αὐλῆς , ὅ ἐστιν πραιτώριον , καὶ συγκαλοῦσιν ὅλην τὴν σπεῖραν . καὶ ἐνδιδύσκουσιν αὐτὸν πορφύραν καὶ περιτιθέασιν
ἔτει δ . πρῶτος Εὐριπίδης , δεύτερος Ἰοφῶν , τρίτος Ἴων . ἔστι δὲ οὗτος Ἱππόλυτος δεύτερος ὁ καὶ στεφανίας
ὅσα σοι ἐποίησεν ὁ θεός . καὶ ἀπῆλθεν καθ ' ὅλην τὴν πόλιν κηρύσσων ὅσα ἐποίησεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς .
6885012 Γλαυκωνος
τὴν ἐν τῇ πόλει πορευτὴν ὁδόν . Ἡρακλέων δὲ ὁ Γλαύκωνος παρὰ τὸ ἀίσσω φησίν . ἔστι δὲ ὡς παρὰ
Δαυίδ , κατὰ τὸ εὐαγγέλιόν μου : ἐν ᾧ κακοπαθῶ μέχρι δεσμῶν ὡς κακοῦργος , ἀλλὰ ὁ λόγος τοῦ θεοῦ
ἄλλον μηδὲ γενέσθαι πώποτε , εἰ μὴ Ἱππόνικον ἐκ τῆς Γλαύκωνος θυγατρός : ἢ ἐξώλη εἶναι καὶ αὐτὸν καὶ τὴν
τοὺς τοιούτους ἐντίμους ἔχετε , ὅτι διὰ τὸ ἔργον Χριστοῦ μέχρι θανάτου ἤγγισεν , παραβολευσάμενος τῇ ψυχῇ ἵνα ἀναπληρώσῃ τὸ
6878241 Διονυσοδωρος
. Αὐτίκα δέ γε , ἦ δ ' ὃς ὁ Διονυσόδωρος , ἄν μοι ἀποκρίνῃ , ὦ Κτήσιππε , ὁμολογήσεις
οἷς ἡτοίμασται ὑπὸ τοῦ πατρός μου . Καὶ ἀκούσαντες οἱ δέκα ἠγανάκτησαν περὶ τῶν δύο ἀδελφῶν . ὁ δὲ Ἰησοῦς
ἐρέσθαι [ τὸν Εὐθύδημον ] εἰ καὶ ὀρχεῖσθαι ἐπίσταιτο ὁ Διονυσόδωρος : ὁ δέ , Πάνυ , ἔφη . Οὐ
εἰς πόλεμον οὐχὶ καθίσας πρῶτον βουλεύσεται εἰ δυνατός ἐστιν ἐν δέκα χιλιάσιν ὑπαντῆσαι τῷ μετὰ εἴκοσι χιλιάδων ἐρχομένῳ ἐπ '
6872838 Ἠλειος
οὕτω δὴ πέντε σφι μαντευόμενος ἀγῶνας τοὺς μεγίστους Τεισαμενὸς ὁ Ἠλεῖος , γενόμενος Σπαρτιήτης , συγκαταιρέει . Μοῦνοι δὲ δὴ
ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ οἰκοδεσπότῃ ὅστις ἐξῆλθεν ἅμα πρωῒ μισθώσασθαι ἐργάτας εἰς τὸν ἀμπελῶνα αὐτοῦ : συμφωνήσας δὲ
Αἰτωλὸς ἀνὴρ ὁ Ἠλεῖος . ἄλλως : Αἰτωλὸς ἀνὴρ ὁ Ἠλεῖος , ἤτοι ἀπὸ Αἰτωλοῦ τοῦ Ἐνδυμίωνος , ὃς ἦν
Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτόν . καὶ λίαν πρωῒ τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον ἀνατείλαντος
6866181 Μηθυμνα
. . . . . νε γοʹ λθ ∠ ʹγ Μήθυμνα . . . . . . . . .
λέγοντι αὐτῷ , Τίς ἐστιν ἡ μήτηρ μου , καὶ τίνες εἰσὶν οἱ ἀδελφοί μου ; καὶ ἐκτείνας τὴν χεῖρα
γὰρ καὶ παρὰ τὸ ῥίζα ῥιζόθεν , ἐσχάρα ἐσχαρόθεν , Μήθυμνα Μηθυμνόθεν , Μέγαρα Μεγαρόθεν . Οὐ βίαιον δὲ καὶ
] Ἰησοῦν γινώσκω καὶ τὸν Παῦλον ἐπίσταμαι , ὑμεῖς δὲ τίνες ἐστέ ; καὶ ἐφαλόμενος ὁ ἄνθρωπος ἐπ ' αὐτοὺς
6863895 κεκωμῳδηται
δ ' ἀν ' ἄστυ : ταραχαί , θόρυβοι . κεκωμῴδηται δὲ ἡ λέξις . λέγεται γὰρ μᾶλλον ἐπὶ βορβορυγμοῦ
θεοῦ . ὡς δέ τινες ἐσκληρύνοντο καὶ ἠπείθουν κακολογοῦντες τὴν ὁδὸν ἐνώπιον τοῦ πλήθους , ἀποστὰς ἀπ ' αὐτῶν ἀφώρισεν
. . Κηφισόδωρος : Λυκοῦργος ἐν τῷ Κατὰ Μενεσαίχμου . κεκωμῴδηται δὲ οὗτος ὡς νωθὴς κτἑ . . . .
ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ : οὗτός ἐστιν ὁ παρὰ τὴν ὁδὸν σπαρείς . ὁ δὲ ἐπὶ τὰ πετρώδη σπαρείς ,
6858373 Ἀλκαθους
ἀγόντων τὴν αἰτίαν , ὡς ἐνταῦθα μέρη λάβοι γῆς ὁ Ἀλκάθους ἀποθανὼν ὑπὸ Οἰνομάου τῶν Ἱπποδαμείας γάμων ἕνεκα : ἅτε
ἡ οὖν Μαριὰμ ὡς ἦλθεν ὅπου ἦν Ἰησοῦς ἰδοῦσα αὐτὸν ἔπεσεν αὐτοῦ πρὸς τοὺς πόδας , λέγουσα αὐτῷ , Κύριε
φιλόπαιδα ” . ὃν δὲ ἐπὶ τῷ Διοκλεῖ ἔθηκεν ἀγῶνα Ἀλκάθους ὁ Πέλοπος , ἐπιτελοῦσιν οἱ Μεγαρεῖς . Γ Διοκλέα
τυφλὸς μὴ βλέπων τὸν ἥλιον ἄχρι καιροῦ . παραχρῆμά τε ἔπεσεν ἐπ ' αὐτὸν ἀχλὺς καὶ σκότος , καὶ περιάγων
6854701 Δημοφων
Αἰόλου τοῦ Ἕλληνος τοῦ Διός . παῖς Ἱππομέδοντος Πολύδωρος ἢ Δημοφῶν : ἒ ἒ ὡς γαῦρος ὡς φοβερός : ἐπηρμένος
πόλεων . καὶ ὁ ἕτερος ἦλθεν λέγων , Κύριε , ἰδοὺ ἡ μνᾶ σου ἣν εἶχον ἀποκειμένην ἐν σουδαρίῳ :
' ἀνηλωκέναι φασὶ σὺν ταῖς ἑπτὰ καὶ ἑβδομήκοντα μναῖς : Δημοφῶν δὲ καὶ πρὸς ὀφείλοντας ἡμᾶς ἐνέγραψε . ταῦτ '
ὡς ἀτενίζοντες ἦσαν εἰς τὸν οὐρανὸν πορευομένου αὐτοῦ , καὶ ἰδοὺ ἄνδρες δύο παρειστήκεισαν αὐτοῖς ἐν ἐσθήσεσι λευκαῖς , οἳ
6852503 πυκτης
ἀντιδίκου κοσκινιζόμενος ἀνεβόησε : Δέομαι ὑμῖν ἅμα πᾶσιν . Δειλὸς πύκτης χωρίον ἀγοράζων κατηρώτα τοὺς ἐντοπίους , μὴ ἔχει μύρμηκας
ἀριθμὸς αὐτῶν μυριάδες μυριάδων καὶ χιλιάδες χιλιάδων , λέγοντες φωνῇ μεγάλῃ , Ἄξιός ἐστιν τὸ ἀρνίον τὸ ἐσφαγμένον λαβεῖν τὴν
τοῦ Λάγου Ἀριστόλαος ἀνέθηκε Μακεδὼν ἀνήρ . ἀνάκειται δὲ καὶ πύκτης κρατήσας ἐν παισὶ Βούτας Πολυνείκους Μιλήσιος , καὶ Καλλικράτης
ἐποίει : πολλοὶ γὰρ τῶν ἐχόντων πνεύματα ἀκάθαρτα βοῶντα φωνῇ μεγάλῃ ἐξήρχοντο , πολλοὶ δὲ παραλελυμένοι καὶ χωλοὶ ἐθεραπεύθησαν :
6851494 Θαλπιος
, Ἀγαπήνωρ Ἀγκαίου , Σθένελος Καπανέως , Ἀμφίμαχος Κτεάτου , Θάλπιος Εὐρύτου , Μέγης Φυλέως , Ἀμφίλοχος Ἀμφιαράου , Μενεσθεὺς
εἶ Σίμων ὁ υἱὸς Ἰωάννου : σὺ κληθήσῃ Κηφᾶς . Τῇ ἐπαύριον ἠθέλησεν ἐξελθεῖν εἰς τὴν Γαλιλαίαν , καὶ εὑρίσκει
τὴν Ἠλείων Ἀγασθένης ἔσχεν ὁ Αὐγέου καὶ Ἀμφίμαχός τε καὶ Θάλπιος : Ἄκτορος γὰρ τοῖς παισὶν ἀδελφὰς ἐσαγαγομένοις διδύμας ἐς
, εἰδότες ὅτι καὶ ὑμεῖς ἔχετε κύριον ἐν οὐρανῷ . Τῇ προσευχῇ προσκαρτερεῖτε , γρηγοροῦντες ἐν αὐτῇ ἐν εὐχαριστίᾳ ,
6846765 Ἀκαρναν
τὴν μάχην , καταφρονηθῆναι ὑπὸ Περσῶν ” . τὸ ἐθνικὸν Ἀκαρνάν , ὡς Αἰνιάν Ἀτιντάν Ἀθαμάν Αἰζάν , ἁπλᾶ γάρ
τοῦ θεοῦ . Καὶ ὑμνήσαντες ἐξῆλθον εἰς τὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν . Καὶ λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς ὅτι Πάντες σκανδαλισθήσεσθε
δὲ κατὰ τὸ Ἀρκαδικὸν πελτασταί , ὧν ἦρχεν Αἰσχίνης ὁ Ἀκαρνάν , νομίσαντες φεύγειν ἀνακραγόντες ἔθεον : καὶ οὗτοι πρῶτοι
μὴ καταλυθῇ . Καὶ καθημένου αὐτοῦ εἰς τὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν κατέναντι τοῦ ἱεροῦ ἐπηρώτα αὐτὸν κατ ' ἰδίαν Πέτρος
6845413 Λευκος
κόψας , καταπάσῃ , ἢ στυπτηρίᾳ ῥάνῃ τοὺς κορύμβους . Λευκὸς δὲ ἐκ μέλανος γίνεται , γῆς λευκῆς βραχείσης ,
ὑψίστοις . καὶ εἰσελθόντος αὐτοῦ εἰς Ἱεροσόλυμα ἐσείσθη πᾶσα ἡ πόλις λέγουσα , Τίς ἐστιν οὗτος ; οἱ δὲ ὄχλοι
δεῖ καθ ' ἕν ἕκαστον αὐτοῖς παρατιθέντα μεγαλείως δέ . Λευκὸς Ἀφροδίτης εἰμὶ γὰρ περιστερός . ὁ δὲ Διόνυσος οἶδε
ἤγαγον αὐτὸν ἕως ὀφρύος τοῦ ὄρους ἐφ ' οὗ ἡ πόλις ᾠκοδόμητο αὐτῶν , ὥστε κατακρημνίσαι αὐτόν : αὐτὸς δὲ
6845361 Κηφισοδωρος
δ ' ὄνος ἡμᾶς ὡς ὁρᾷ , [ ὡσπερεὶ ] Κηφισόδωρος περὶ τὸ βῆμ ' ἐπέρδετο . Ἤδη προσενήνεκται .
τοῖς ἕνδεκα καὶ πᾶσιν τοῖς λοιποῖς . ἦσαν δὲ ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ Ἰωάννα καὶ Μαρία ἡ Ἰακώβου : καὶ
. λύχνα δ ' οὐδετέρως εἶπεν Ἡρόδοτος . λυχνοκαυτίαν δὲ Κηφισόδωρος ἣν οἱ πολλοὶ λυχναψίαν . ἀσσαρίου κανδήλας πρίω ,
, τῇ ἐπιφωσκούσῃ εἰς μίαν σαββάτων , ἦλθεν Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ ἄλλη Μαρία θεωρῆσαι τὸν τάφον . καὶ
6843659 Τρωαδα
Κεφάλων δέ φησιν ὅτι Δάρδανος ἀπὸ Σαμοθράικης ἐλθὼν εἰς τὴν Τρωάδα τὴν Τεύκρου τοῦ Κρητὸς θυγατέρα γαμεῖ Ἀρίσβην . Ἑλλάνικος
καὶ ἐπληθύνετο ὁ ἀριθμὸς τῶν μαθητῶν ἐν Ἰερουσαλὴμ σφόδρα , πολύς τε ὄχλος τῶν ἱερέων ὑπήκουον τῇ πίστει . Στέφανος
δὲ ὁ τὰς Ἀγαθοκλέους πράξεις ἀναγράψας Ῥώ - μην τινὰ Τρωάδα τῶν ἀφικνουμένων ἅμα τοῖς ἄλλοις Τρωσὶν εἰς Ἰταλίαν γήμασθαι
Ἰησοῦν . καὶ ἦν χεὶρ κυρίου μετ ' αὐτῶν , πολύς τε ἀριθμὸς ὁ πιστεύσας ἐπέστρεψεν ἐπὶ τὸν κύριον .
6842332 πυξ
μεδέων , τίμα μὲν ὕμνου τεθˈμὸν Ὀλυμπιονίκαν , ἄνδρα τε πὺξ ἀρετὰν εὑρόντα . δίδοι τέ οἱ αἰδοίαν χάριν καὶ
αὐτὸ ὀθονίοις μετὰ τῶν ἀρωμάτων , καθὼς ἔθος ἐστὶν τοῖς Ἰουδαίοις ἐνταφιάζειν . ἦν δὲ ἐν τῷ τόπῳ ὅπου ἐσταυρώθη
οὐ δύναμαι ἰδέειν κοσμήτορε λαῶν Κάστορά θ ' ἱππόδαμον καὶ πὺξ ἀγαθὸν Πολυδεύκεα αὐτοκασιγνήτω , τώ μοι μία γείνατο μήτηρ
σοί τι γένηται . ἀπῆλθεν ὁ ἄνθρωπος καὶ ἀνήγγειλεν τοῖς Ἰουδαίοις ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ ποιήσας αὐτὸν ὑγιῆ . καὶ
6833466 Ἀργειος
Χείρωνι , φησίν , ἐτράφη , ὡς καὶ Σωκράτης ὁ Ἀργεῖός φησι . βαθυμῆτα Χείρων : οὐκ ἐπιπόλαια βουλευόμενος ἀλλ
εἰ δέ τι μαθεῖν θέλουσιν , ἐν οἴκῳ τοὺς ἰδίους ἄνδρας ἐπερωτάτωσαν , αἰσχρὸν γάρ ἐστιν γυναικὶ λαλεῖν ἐν ἐκκλησίᾳ
' , ἐμοὶ ποίας ἀφῖξαι δεῦρο γῆς ὅρους λιπών . Ἀργεῖός εἰμι : τοῦτο γὰρ θέλεις μαθεῖν : ἐφ '
πόρνος , ἰδὲ τὴν Μαρίαν τὴν πόρνην ὅτι ἥμαρτεν εἰς ἄνδρας χιλίους ἑπτακοσίους τρεῖς καὶ οὐκ ἐγίνωσκεν ξένον οὔτε ἴδιον
6832309 ναυπηγων
τέκτονες καὶ τεκτονική , κλινοποιοί θυροποιοί . καὶ τὰ μὲν ναυπηγῶν εἴρηται ἐν τοῖς περὶ νεῶν , τὰ δὲ κλινοποιῶν
εἴπατε αὐτῷ , Ὁ διδάσκαλος λέγει , Ὁ καιρός μου ἐγγύς ἐστιν : πρὸς σὲ ποιῶ τὸ πάσχα μετὰ τῶν
τὴν ναῦν Κάνωβος , ὅστις καὶ πολλὰ διατρίψας ἐν Αἰγύπτῳ ναυπηγῶν τὰ σκάφη ὑπὸ ὄφεως πληγεὶς τελευτᾷ . Ὃν θάψας
καὶ ὑμεῖς , ὅταν ἴδητε ταῦτα γινόμενα , γινώσκετε ὅτι ἐγγύς ἐστιν ἐπὶ θύραις . ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι οὐ
6830681 Πυθων
καὶ τῆς πόλεως ἐκυρίευσαν . ὁ δὲ τὴν πόλιν προδοὺς Πύθων μετρίας τυχὼν εὐεργεσίας , πρὸ ὀφθαλμῶν λαμβάνων τὴν τῆς
. πλὴν δεῖ με σήμερον καὶ αὔριον καὶ τῇ ἐχομένῃ πορεύεσθαι , ὅτι οὐκ ἐνδέχεται προφήτην ἀπολέσθαι ἔξω Ἰερουσαλήμ .
τὴν εἰρήνην ὥστε ἔχειν ἑκατέρους τὰ ἑαυτῶν . εὐδοκίμησεν ὁ Πύθων ] ὥσπερ νῦν μεμφόμενος τοὺς ῥήτορας ἔγραψε Φίλιππος ,
ἀπορούμενος δὲ ἐγὼ τὴν περὶ τούτων ζήτησιν ἔλεγον εἰ βούλοιτο πορεύεσθαι εἰς Ἱεροσόλυμα κἀκεῖ κρίνεσθαι περὶ τούτων . τοῦ δὲ
6830223 Νεων
Ἀναξίμανδρος καὶ Διονύσιος καὶ Ἑκαταῖος , οὓς καὶ Ἀπολλόδωρος ἐν Νεῶν καταλόγωι παρατίθεται . ἔνιοι δὲ Μουσαῖον εὑρετὴν λέγουσι τὸν
καὶ ἀπελθὼν ἐκρύβη ἀπ ' αὐτῶν . Τοσαῦτα δὲ αὐτοῦ σημεῖα πεποιηκότος ἔμπροσθεν αὐτῶν οὐκ ἐπίστευον εἰς αὐτόν , ἵνα
ἐν α Ἡρακλείας καὶ Ἀπολλόδωρος ὁ Ἀθηναῖος ἐν ε Περὶ Νεῶν Καταλόγου . . . , : Ἀσέληνα : ὄρη
ἀπὸ θεοῦ ἐλήλυθας διδάσκαλος : οὐδεὶς γὰρ δύναται ταῦτα τὰ σημεῖα ποιεῖν ἃ σὺ ποιεῖς , ἐὰν μὴ ᾖ ὁ
6824453 Νεστοριδης
, ὄφρα πρήσσωμεν ὁδοῖο . ” τὸν δ ' αὖ Νεστορίδης Πεισίστρατος ἀντίον ηὔδα : “ Τηλέμαχ ' , οὔ
θέλημα αὐτοῦ δαρήσεται πολλάς : ὁ δὲ μὴ γνούς , ποιήσας δὲ ἄξια πληγῶν , δαρήσεται ὀλίγας . παντὶ δὲ
βόεσσι φεύγει πρίν περ ὅμιλον ἀολλισθήμεναι ἀνδρῶν : ὣς τρέσε Νεστορίδης , ἐπὶ δὲ Τρῶές τε καὶ Ἕκτωρ ἠχῇ θεσπεσίῃ
ὁ ἄνθρωπος καὶ ἀνήγγειλεν τοῖς Ἰουδαίοις ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ ποιήσας αὐτὸν ὑγιῆ . καὶ διὰ τοῦτο ἐδίωκον οἱ Ἰουδαῖοι
6822458 Σθενελῳ
, Κλυταιμνήστραν τὴν τοῦ Ἀγαμέμνονος Αἰγίσθῳ , Αἰγιάλειαν τὴν Διομήδους Σθενέλῳ Μήδαν δὲ τὴν Ἰδομενέως Λεύκῳ , ἣν * καὶ
. Καὶ ἐμβὰς εἰς πλοῖον διεπέρασεν καὶ ἦλθεν εἰς τὴν ἰδίαν πόλιν . καὶ ἰδοὺ προσέφερον αὐτῷ παραλυτικὸν ἐπὶ κλίνης
τὸ ὅτε μὲν ὠνείδισε , πράως ἐνεγκεῖν καὶ τῷ χαλεπαίνοντι Σθενέλῳ ἐπιτιμῆσαι Τέττα , σιωπῇ ἧσο , ἐμῷ δ '
τοῦ Ὄρους τῶν Ἐλαιῶν προσῆλθον αὐτῷ οἱ μαθηταὶ κατ ' ἰδίαν λέγοντες , Εἰπὲ ἡμῖν πότε ταῦτα ἔσται , καὶ
6821166 κελης
τριακοσίας ναῦς Ἀθηναίων κατεναυμάχησας , ἥρπασε δέ σου τὴν θυγατέρα κέλης μικρὸς καὶ οὐδέν μοι βοηθεῖς . ἐπὶ ξένην ἄγομαι
τὸν βασιλέαν τῶν ὄλων ὑποδεξόμεθα . Τότε ὁ ὀφθαλμός σου μήτε ὅθεν μήτε κὴνθεν ἐπάρεται , ἐκ τοῦ ἀγίου θυσιἀστιρίου
τέθριππον : ] / Αἰγία να ? [ * * κέλης ] . / πβ : Λύκων [ Λαρισαῖος στάδιον
μὴ πνέῃ ἄνεμος ἐπὶ τῆς γῆς μήτε ἐπὶ τῆς θαλάσσης μήτε ἐπὶ πᾶν δένδρον . καὶ εἶδον ἄλλον ἄγγελον ἀναβαίνοντα
6819202 Αἰγινητης
Δείναρχος ἐν τῷ κατὰ Πυθέου ξενίας . τὸ θηλυκὸν τοῦ Αἰγινήτης Αἰγινῆτις . σπάνια δὲ τὰ εἰς της ἐθνικὰ τῷ
ἰδίῳ , ἐκεῖνον λήμψεσθε . πῶς δύνασθε ὑμεῖς πιστεῦσαι , δόξαν παρὰ ἀλλήλων λαμβάνοντες καὶ τὴν δόξαν τὴν παρὰ τοῦ
πολίτης Αἰγινεύς , ὡς Στράβων , ὡς οἱ πολλοί , Αἰγινήτης . . . Αἰγιναῖος δὲ ὁ ἔποικος ἢ κέραμος
ἀτενίσαι τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ εἰς τὸ πρόσωπον Μωϋσέως διὰ τὴν δόξαν τοῦ προσώπου αὐτοῦ τὴν καταργουμένην , πῶς οὐχὶ μᾶλλον
6817498 Περγαμηνος
γράφονται : Αἰδεσηνός : Σαρακηνός : Ἀβυδηνός : Δαμασκηνός : Περγαμηνός : Λαμψακηνός : οἷς ὅμοιον καὶ τὸ Γαληνὸς ,
ἦν , ὁ ὅσιος , ὅτι ταῦτα ἔκρινας , ὅτι αἷμα ἁγίων καὶ προφητῶν ἐξέχεαν , καὶ αἷμα αὐτοῖς δέδωκας
τῶν Ἀκαδημαικῶν λόγων οὐ παρέργως ἁπτόμενος , Γαληνός τε ὁ Περγαμηνός , ὃς τοσαῦτ ' ἐκδέδωκε συγγράμματα φιλόσοφά τε καὶ
οἱ τῇ σκηνῇ λατρεύοντες . ὧν γὰρ εἰσφέρεται ζῴων τὸ αἷμα περὶ ἁμαρτίας εἰς τὰ ἅγια διὰ τοῦ ἀρχιερέως ,
6814110 Ἡρακλειδου
δὲ τούτου παρακαλοῦσιν αὐτὸν μόνον . ὁ δὲ γνοὺς τοῦ Ἡρακλείδου τὴν πανουργίαν ὅτι βούλοιτο αὐτὸν διαβάλλειν πρὸς τοὺς ἄλλους
αὐτῷ διελύθησαν καὶ ἐγένοντο εἰς οὐδέν . μετὰ τοῦτον ἀνέστη Ἰούδας ὁ Γαλιλαῖος ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς ἀπογραφῆς καὶ ἀπέστησεν
, ἡ σταφυλή ὄντως ὀξύνεται . τὸ μέντοι προκείμενον τοῦ Ἡρακλείδου παρατήρημα ἰσχυρόν , καθὰ παραγγέλλεται ὀξυτονεῖν , οὐ μόνον
Ἰακὼβ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἰούδαν καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ , Ἰούδας δὲ ἐγέννησεν τὸν Φάρες καὶ τὸν Ζάρα ἐκ τῆς
6808765 Δημοκλης
κατὰ γνώμην ἐστὶν ἢ τοὐναντίον ἃ γεγράφασι ; καὶ ὁ Δημοκλῆς εὖ γε νὴ τοὺς θεοὺς ἐπιτετίμηκας , ἔφη ,
ἄγγελοι αὐτοῦ μετ ' αὐτοῦ ἐβλήθησαν . καὶ ἤκουσα φωνὴν μεγάλην ἐν τῷ οὐρανῷ λέγουσαν , Ἄρτι ἐγένετο ἡ σωτηρία
ἀγάλματα παννυχίζειν μεθυσκομένους ὀρχεῖσθαί τε περὶ τὰς θεάς , ὁ Δημοκλῆς ἐάσας τὰς Νύμφας καὶ εἰπὼν οὐ δεῖν προσέχειν ἀψύχοις
εἷς ἐξ αὐτῶν ὀνόματι Ἅγαβος ἐσήμανεν διὰ τοῦ πνεύματος λιμὸν μεγάλην μέλλειν ἔσεσθαι ἐφ ' ὅλην τὴν οἰκουμένην : ἥτις
6806137 Ἰδομενευς
τυτθὸν ὀπίσσω οἰσόμενος θοὰ τόξα τά οἱ μετόπισθε λέλειπτο . Ἰδομενεὺς δ ' ἄρα λᾶαν , ὅσον σθένε , χερσὶν
ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου . Ταῦτα δὲ αὐτῶν λαλούντων αὐτὸς ἔστη ἐν μέσῳ αὐτῶν καὶ λέγει αὐτοῖς , Εἰρήνη
ἐλευθερώσας , ὕστερον δὲ καὶ οἰκουρὸν αὐτὴν ἐποιήσατο , ὡς Ἰδομενεὺς ἱστορεῖ . ἐν δὲ τῷ ὑπὲρ Φρύνης λόγῳ Ὑπερείδης
αὐτούς , Πῶς λέγουσιν τὸν Χριστὸν εἶναι Δαυὶδ υἱόν ; αὐτὸς γὰρ Δαυὶδ λέγει ἐν βίβλῳ ψαλμῶν , Εἶπεν κύριος
6800510 Σατυρος
θύρας , ὥστε ἔργον ἦν αὐτὸν λαθεῖν . ὁ οὖν Σάτυρος , βουλόμενος αὐτὸν εἰς φιλίαν ἀγαγεῖν , προσέπαιζε πολλάκις
πίστιν εὗρον . καὶ ὑποστρέψαντες εἰς τὸν οἶκον οἱ πεμφθέντες εὗρον τὸν δοῦλον ὑγιαίνοντα . Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἑξῆς
ὧν αἰτίαν ἔσχεν . ἐμὲ δὲ παρηγόρει Κλεινίας καὶ ὁ Σάτυρος , εἴ πως δύναιντο πεῖσαι μηδὲν ὧν διενοήθην εἰς
τοὺς πόδας αὐτοῦ καὶ ἐξέψυξεν : εἰσελθόντες δὲ οἱ νεανίσκοι εὗρον αὐτὴν νεκράν , καὶ ἐξενέγκαντες ἔθαψαν πρὸς τὸν ἄνδρα
6797629 Σκυθου
, οὐ μὴν ἐγχρίπτεσθαι . οὐκοῦν ἐπεὶ τῆς ἐπιβουλῆς τοῦ Σκύθου σοφώτερα ἦν τὰ ζῷα , ἐπηλύγασεν ἱματίοις τὸν καὶ
εἶπεν δὲ αὐτῇ , Ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι . καὶ ἤρξαντο οἱ συνανακείμενοι λέγειν ἐν ἑαυτοῖς , Τίς οὗτός ἐστιν
| . . . . . . ] εἰς τοῦ Σκύθου τὴν γνώμην ἀνήγετο τέως ἐρῶντα αὐτὸν καὶ ἐκάλει |
ὅτι εἷς ἐξ ὑμῶν παραδώσει με . καὶ λυπούμενοι σφόδρα ἤρξαντο λέγειν αὐτῷ εἷς ἕκαστος , Μήτι ἐγώ εἰμι ,
6793147 Βιαντος
καί οἱ παῖς Ἀνδροδάμας γίνεται . Πόλυβος δὲ Ταλαῷ τῷ Βίαντος βασιλεύοντι Ἀργείων Λυσιάνασσαν τὴν θυγατέρα ἔδωκε : καὶ ὅτε
διαδεξάμενοι οἱ πατέρες ἡμῶν μετὰ Ἰησοῦ ἐν τῇ κατασχέσει τῶν ἐθνῶν ὧν ἐξῶσεν ὁ θεὸς ἀπὸ προσώπου τῶν πατέρων ἡμῶν
τοῖς τεθνηκόσιν κτλ . σημείωσαι τὸν περὶ τῶν ναυτικῶν τοῦ Βίαντος λόγον . ἐρυσίβην . θηρίδιόν τι ἐν τῷ σίτῳ
καὶ ἀποκτενοῦσιν ὑμᾶς , καὶ ἔσεσθε μισούμενοι ὑπὸ πάντων τῶν ἐθνῶν διὰ τὸ ὄνομά μου . καὶ τότε σκανδαλισθήσονται πολλοὶ
6790446 Εὐβουλου
, οὐ γράφω δέ , τὸ κίνδυνον εἰδὼς καὶ τὸν Εὐβούλου νόμον μὴ ἀγνοῶν . ἡ γνώμη ἀποφαντική . ἐγὼ
τίθησιν τὰ ἱμάτια , καὶ λαβὼν λέντιον διέζωσεν ἑαυτόν . εἶτα βάλλει ὕδωρ εἰς τὸν νιπτῆρα καὶ ἤρξατο νίπτειν τοὺς
, οὗ μέμνηται μὲν ὁ Ἀσκληπιάδης παρατιθέμενος τὰ ἐκ τῶν Εὐβούλου Στεφανοπωλίδων ταῦτα : ὦ μάκαρ , ἥτις ἔχους '
Βλέπω τοὺς ἀνθρώπους , ὅτι ὡς δένδρα ὁρῶ περιπατοῦντας . εἶτα πάλιν ἐπέθηκεν τὰς χεῖρας ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ ,
6788138 Σιμων
ἀγαθός : πᾶς σκυτεὺς ἀγαθὸς εὐφυῶς κατασκευάζει τὰ πέδιλα : Σίμων ἄρα εὐφυῶς κατασκευάζει τὰ πέδιλα . ἐνταῦθα παρὰ τὸ
τῇ προβατικῇ κολυμβήθρα ἡ ἐπιλεγομένη Ἑβραϊστὶ Βηθζαθά , πέντε στοὰς ἔχουσα . ἐν ταύταις κατέκειτο πλῆθος τῶν ἀσθενούντων , τυφλῶν
καὶ Σίμων ἐμέ : δύο ἐγένοντο ἡγεμόνες , Νίκων καὶ Σίμων . Ὑπερίσχυσε δὲ ὁ Σίμων κακοτροπώτατος ὢν , ὥστε
Βηθανίᾳ ἐν οἰκίᾳ Σίμωνος τοῦ λεπροῦ , προσῆλθεν αὐτῷ γυνὴ ἔχουσα ἀλάβαστρον μύρου βαρυτίμου καὶ κατέχεεν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ
6784293 πεφευγως
θεῶν τινος ἐλεοῦντος αὐτῶν τὴν εὐψυχίαν . Ἀντίγονος γὰρ ὁ πεφευγὼς ἐκ τῆς Ἀσίας συμμίξας τοῖς περὶ τὸν Ἀντίπατρον ἐδίδαξεν
ἔχοντα φύσει τὰ τοῦ νόμου ποιῶσιν , οὗτοι νόμον μὴ ἔχοντες ἑαυτοῖς εἰσιν νόμος : οἵτινες ἐνδείκνυνται τὸ ἔργον τοῦ
δ ' ὀλίγους . Τῆς δὲ νυκτὸς παρελθούσης Ἀριδαῖος ὁ πεφευγὼς εἰς τὸν σταθμὸν ἀπέστειλέ τινας πρὸς τὸν Κλέαρχον ,
κατὰ τῆς ψυχῆς : τὴν ἀναστροφὴν ὑμῶν ἐν τοῖς ἔθνεσιν ἔχοντες καλήν , ἵνα , ἐν ᾧ καταλαλοῦσιν ὑμῶν ὡς
6773071 ἀνεψιος
οὗτος ὁ Λεωνίδης ὁ ἐν Θερμοπύλαις ἀριστεύσας ἐπὶ τῶν Μηδικῶν ἀνεψιὸς ὤν : τοῦ Πλειστάρχου . τῇ τε παρανομίᾳ :
πρώτων . καὶ ἐλθόντες οἱ περὶ τὴν ἑνδεκάτην ὥραν ἔλαβον ἀνὰ δηνάριον . καὶ ἐλθόντες οἱ πρῶτοι ἐνόμισαν ὅτι πλεῖον
' , ὅπως σφίσι μὴ κοίρανος ὀπίσω πάλιν οἴκαδ ' ἀνεψιὸς ζαμενὴς Ἑλένοιο Μέμνων μόλοι . τηλαυγὲς ἄραρε φέγγος Αἰακιδᾶν
ἐνόμισαν ὅτι πλεῖον λήμψονται : καὶ ἔλαβον [ τὸ ] ἀνὰ δηνάριον καὶ αὐτοί . λαβόντες δὲ ἐγόγγυζον κατὰ τοῦ
6770164 Πολυκρατης
! ! ! ! ἦν Πολυκράτης ἔφηβος , ὁ δὲ Πολυκράτης οὗτος οὐ βασιλεὺς ] Σάμου μόνον , ἀλλὰ καὶ
ἔθνους τῶν ὑπὸ τὸν οὐρανόν : γενομένης δὲ τῆς φωνῆς ταύτης συνῆλθεν τὸ πλῆθος καὶ συνεχύθη , ὅτι ἤκουον εἷς
γείτονος : οὐ γὰρ πάσης ʃ τῆς περὶ τὴν Ἰωνίαν Πολυκράτης : ἡ ἱστορία ἐν γʹ Ἡροδότου Ῥήνειαν : μία
δὲ δεῖ αὐτὸν πολλὰ παθεῖν καὶ ἀποδοκιμασθῆναι ἀπὸ τῆς γενεᾶς ταύτης . καὶ καθὼς ἐγένετο ἐν ταῖς ἡμέραις Νῶε ,
6769755 Μεγαρεως
τῆς Σκύλλης ἥτις κατ ' ἐμὲ θυγάτηρ ἦν Νίσου τοῦ Μεγαρέως . τεμοῦσα δὲ τὴν χρυσῆν αὐτοῦ τρίχα καὶ ἄνανδρον
ὡς ἕκτη . καὶ λέγει τοῖς Ἰουδαίοις , Ἴδε ὁ βασιλεὺς ὑμῶν . ἐκραύγασαν οὖν ἐκεῖνοι , Ἆρον ἆρον ,
ξίφει λύει κελαινὰ βλέφαρα , κωκύσασα μὲν τοῦ πρὶν θανόντος Μεγαρέως κλεινὸν λάχος , αὖθις δὲ τοῦδε , λοίσθιον δὲ
: εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι κυρίου , καὶ ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ . εὑρὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς ὀνάριον ἐκάθισεν
6764178 Ἡγησιας
Κηφισοφῶν , Εὐθύκριτος , Ἡγήμων , Χρέμης , Ἀντικλῆς , Ἡγησίας , Κηφισόδωρος , Φιλοκλῆς : ἐπὶ τούτου τὴν φρουρὰν
: ἐκεῖνον λαβὼν δὸς αὐτοῖς ἀντὶ ἐμοῦ καὶ σοῦ . Ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ προσῆλθον οἱ μαθηταὶ τῷ Ἰησοῦ λέγοντες
τῆς προθέσεως ἐκπεσεῖν τὴν γραφήν . ἔπεισι γὰρ ὅ φησιν Ἡγησίας „ ὁρῶ τὴν ἀκρόπολιν καὶ τὸ περιττῆς ” τριαίνης
μένει καὶ ἡ ἀγάπη αὐτοῦ τετελειωμένη ἐν ἡμῖν ἐστιν . Ἐν τούτῳ γινώσκομεν ὅτι ἐν αὐτῷ μένομεν καὶ αὐτὸς ἐν

Back