' αἰσχύνην ἢ ὀνειδισμόν . . . . , : κατηφόνες : κατηφείας ἄξια πράττοντες . παρὰ τὸ φῶ , | ||
παισὶν ὡς τούτων αἰτίοις σπεύσατέ μοι , κακὰ τέκνα , κατηφόνες . καὶ ἄλλος δέ τις τῶν Τρώων , ὁ |
ἀφ ' οὗ ἄχομαι , οἷον : νῦν δ ' ἄχομαι : τόσα γάρ μοι ἐπέσευεν κακά , γίνεται ἀχάλλω | ||
ἀφ ' οὗ ἄχομαι , οἷον ” νῦν δ ' ἄχομαι : τόσα γάρ μοι ἐπέσσευεν κακὰ δαίμων ” , |
φύλλα : τροπικώτερον δὲ τῶν φιλονεικιῶν τὰς στάσεις ἢ τὰ νείκη , ὡς Ἴβυκος κλάδον Ἐνυαλίου καὶ Ὅμηρος ὄζον Ἄρηος | ||
μηδὲ εἰς ὀργὰς καὶ ἐμφιλονείκους λόγους καὶ ὀργῆς κινητικούς : νείκη θυμόν : τὰ νείκη κατ ' εὐθεῖαν πληθυντικὴν εἴρηται |
ἀναδεδιπλασιασμένα , ὁ μέλλων ἔχει τὸ α , κλάσω φλάσω θλάσω [ πράσω ] δράσω : τὸ πρήσω πλήσω τλήσω | ||
ὀχεύει . ἀλλὰ γενοίμαν : ἀλλ ' ἐὰν μή σε θλάσω , γενοίμην ἀντὶ τοῦ Κομάτα Μελάνθιος καὶ κολασθείην ὥσπερ |
ἔχειν , οἷον Ἕκτορος ὠφέλετ ' ἀντὶ θοῇς ἐπὶ νηυσὶ πεφάσθαι . ἡ γὰρ ἀντὶ πρόθεσις οὐκέτι μιᾷ ὑποτάσσεται , | ||
γὰρ τὸ φονεῦσαι , ὡς Ὅμηρος : τρεῖς ἑνὸς ἀντὶ πεφάσθαι . ὁ οὖν λέγων νεαρὸν τὸ κρέας καὶ πρόσφατον |
τυρία ψύχονται καὶ ξηραίνονται καὶ κατασκευάζονται ἀπὸ τοῦ ταρσύνω τὸ κατασκευάζω , καὶ Ταρσὸς πόλις καὶ τὸ ἄκρον τῆς πτέρυγος | ||
ἀσπίδος ὀμφαλοέσσης . ἀμφότερα δὲ ἀπὸ τοῦ τεύχω , τὸ κατασκευάζω , γέγονεν , οἷον τεύχω τεύξω τεύξ καὶ τύξ |
κατηφείας ἄξια πράττοντες , παρὰ τὸ φῶ , οὗ παραγωγὸν φάω . κατὰ δ ' οὖν ἕτερόν γε πέδησεν οἷον | ||
. . ἀφαυρός : ὁ ἀσθενής , ἤτοι , ῥῆμα φάω , οἷον : φάε δὲ χρυσόθρονος Ἥρη , καὶ |
παρίει : ὡς οὗτος ἤδη καικίας ἢ συκοφαντίας πνεῖ . Σὲ δ ' ἐκ Ποτειδαίας ἔχοντ ' εὖ οἶδα δέκα | ||
ὅτι καὶ ἑτέρωθι μεμνημένος περὶ αὐτῶν ἐν διθυράμβῳ τινὶ ” Σὲ δ ' ἐγὼ παρ ' ἁμὶν ” φησὶν „ |
. , . * . Ἀδρανής : δραίνω , τὸ πράττω , δρανῶ ἔδρανον δρανής , καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ | ||
γάρ , ὥστε ὁρᾶν ἐξέσται αὐτῇ ὅ τι ἂν ἐγὼ πράττω . Ὥρα ἄν , ἔφη , συσκευάζεσθαι ὑμῖν εἴη |
ἔξω σπερχομένοιο γέροντος : ὃ δ ' υἱάσιν οἷσιν ὁμόκλα νεικείων Ἕλενόν τε Πάριν τ ' Ἀγάθωνά τε δῖον Πάμμονά | ||
ῥ ' ἐλθὼν Ὀδυσῆα διώκετο οἷο δόμοιο , καί μιν νεικείων ἔπεα πτερόεντα προσηύδα : “ εἶκε , γέρον , |
: παλαίω : παρὰ τὸ πάλλω , τὸ σείω , παλαίω . . , : παραβλώψ : παρὰ τὸν βλέψω | ||
ὡς τὸ κυριεύω σοῦ , καὶ δοτική , ὡς τὸ παλαίω σοί , καὶ αἰτιατική , ὡς τὸ τιμῶ σέ |
βλάπτω , τρύω κατὰ παραγωγήν , ἀφ ' οὗ τὸ τρύχω πλεονασμῷ τοῦ χ , τρύσω τέτρυμαι τρυτός καὶ ἄτρυτος | ||
. τοῦ τρῶ ἄλλο παράγωγον τρύω καὶ προσθέσει τοῦ χ τρύχω . . , : τρώγω : παρὰ τὸ τρῶ |
' ἄχομαι : τόσα γάρ μοι ἐπέσευεν κακά , γίνεται ἀχάλλω , ὥσπερ ἄγω ἀγάλλω , εἴδω εἰδάλλω καὶ ἰνδάλλω | ||
: τόσα γάρ μοι ἐπέσσευεν κακὰ δαίμων ” , γίνεται ἀχάλλω , ὥσπερ ἄγω ἀγάλλω , εἴδω εἰδάλλω καὶ ἰνδάλλω |
? ? [ ] προσεφώνεε μειλιχίοισι : [ ] [ Θησεῦ Ἀθηναίων ] ? ? βουληφόρε θωρηκτάων ? ? , | ||
ἀμειβόμενος ? ? [ ] προσεφώνει μειλιχίοισι : [ ” Θησεῦ Ἀθηναίων ] ? ? βουληφόρε θωρηκτάων ? ? , |
λέγων : εὐλογία καὶ θάνατος πρόκειται πρὸ προσώπου ὑμῶν : λάβετε οὖν ὑμεῖς τὴν εὐλογίαν καὶ μὴ τὸν θάνατον . | ||
οὖν πρὸς ἀμφοτέρους : “ Τοὺς μὲν τέτταρας χρυσοῦς ἤδη λάβετε μισθὸν ἀγαθῆς μηνύσεως : ἀκούσατε δὲ ὡς ἔχω περὶ |
στενῶ , προσαγορεύω , ὁπλίζω , σφίγγω , λευκαίνω , βοηθῶ , βαστάζω , καταφιλῶ , πολεμῶ , μακαρίζω , | ||
, . . α . * . Ἀρκῶ : τὸ βοηθῶ : οὐδ ' ἤρκεσε θώρηξ χάλκεος , ὃν φορέεσκε |
κηφῆνες ἀγαπητῶς ἐν τοῖς ἑαυτῶν κυττάροις ἡσυχάζουσιν , αἵ τε πρεσβύ - τεραι διαιτῶνται ἰδίᾳ καὶ αἱ νέαι ἰδίᾳ καὶ | ||
τριηκόσια : τὴν δὲ εἴκοσί τε ἐτέων καὶ ἑκατόν : πρεσβύ - τερόν τε Διόνυσον Ἡρακλέος δέκα καὶ πέντε γενεῇσιν |
! ! ! ! ! ! ] [ ! ] εισ ? [ ! ! ! ! ] ἤθελεν ? | ||
αν ? ? [ ] περιηψαν [ ] αλλοι δε εισ ηεσαν ουδεν αγορευσαι [ ] ! [ ] παντες |
γράφεται : οἷον , δολῶ : δονῶ : θολῶ : κροτῶ : κλονῶ : σοβῶ : στορῶ : τορῶ : | ||
κροταφὶς , σφύρα μικρά : κροαίνων κρούων τοῖς ποσίν : κροτῶ : Κροτώνη : Κροκύλιον πόλις : κροκόπεπλος : κροκοείδης |
. ἰνδάλλω : ἰνδάλλω : ὥσπερ παρὰ τὸ ἄγω γίνεται ἀγάλλω , ἰῶ , τὸ πέμπω , ἰάλλω , οὕτως | ||
ἀφ ' οὗ ἄχομαι , γίνεται ἀχάλλω , ὥσπερ ἄγω ἀγάλλω , εἴδω εἰδάλλω καὶ ἰνδάλλω , καὶ πλεονασμῷ , |
. ἐκ μεσημβρίας δὲ παρέσῃ μοι , ὦ Σώκρατες . Ποιήσω ὡς λέγεις , κἀγὼ δὲ ἐπάνειμι ἐς Κυνόσαργες , | ||
τούτων ἀπήρχοντο χαριστήρια τοῖς θεοῖς ἀπονέμοντες . 〛 ποιῶ : Ποιήσω . . τὰς χύτρας : Τὰ τζυκάλια . . |
ποθῶ γὰρ ἤδη αὐτόν . εἰ δὲ ἀπάξεις με , ὑπισχνοῦμαί σοι καὶ ἄλλον παρ ' αὐτοῦ κριὸν τυθήσεσθαι λύτρα | ||
οὐ μαχεῖται ταῖς ἡμέραις : ἐὰν δ ' ἀληθεύσῃς , ὑπισχνοῦμαί σοι δέκα τάλαντα . τοῦτο τὸ χρυσίον τότε ἀπέδωκεν |
προσγραφομένου δὲ τοῦ ι , μὴ συνεκφωνουμένου δέ , οἷον γελῶ , γελᾷς , γελᾷ . οἱ μέντοιγε Αἰολεῖς ? | ||
καὶ ἡ δευτέρα τὸ α ὡς τὸ ἀκροῶ ἀκροάσω , γελῶ γελάσω : τέως δὲ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον τῷ |
] ; καὶ τόνδε φέρεις ἡγήτορα φύτλης [ ] . αὐδήσω [ σε ] Πλάτωνα ; Πλατωνίδος ἐσσὶ γενέθλης [ | ||
η ἔχει , ἡβῶ ἡβήσω , σιγῶ σιγήσω , αὐδῶ αὐδήσω , θῶ θήσω : τὸ μυκῶ μυκήσω , τιμῶ |
πάτερ μου , οἱ μάγειροι ἀπέθανον ” κἀκεῖνος εἶπεν “ οὐαί σοι , τέκνον , ὅτι εἰς ἰδιώτου χεῖρας μέλλεις | ||
Ἡ πρώτη διαφορὰ ἰδιώτου καὶ φιλοσόφου : ὁ μὲν λέγει οὐαί μοι διὰ τὸ παιδάριον , διὰ τὸν ἀδελφόν , |
, . . . , . Ἄγη : σημαίνει τὸ ἐκπλήττομαι καὶ τὸ θαυμάζω : γέγονε παρὰ τὸ ἄζω ἢ | ||
ἀντὶ τοῦ φθονεῖν : τὸ δὲ ἀγῶ τὸ θαυμάζω καὶ ἐκπλήττομαι , γίνεται παρὰ τὸ χαίνω : κατ ' ἐπιτάσιν |
: αἱ γὰρ ἁμαρτίαι ὑμῶν κατεβάρησαν , καὶ εἰ μὴ πεπόνθατε ἕνεκεν τοῦ ὀνόματος κυρίου , διὰ τὰς ἁμαρτίας ὑμῶν | ||
εἰ δ ' ἀκόντων ὑμῶν ἐκεῖνος ἐκράτει , τί δεινὸν πεπόνθατε λαβόντος ἐμοῦ καὶ τὸν τόπον τοῖς πλέουσιν ἀσφαλῆ παρέχοντος |
ἀλλὰ βοῦν σίτου καὶ οἴνου τράγον καὶ τοιαῦτα τοιούτων ἢ ὠνοῦμαι ἢ αὐτὸς ἀποδίδομαι σμικρὰ εἰπών τε καὶ ἀκούσας . | ||
πλωϊζόμενον ; Πάνσεμνα φὴς καὶ ὀνησιφόρα τὰ μαθήματα , ὥστε ὠνοῦμαι αὐτὸν τῶν εἴκοσιν . Εἶεν . Τίς λοιπὸς ἡμῖν |
, τὸ ὁμοιῶ , γίνεται ἰδάλλω καὶ πλεονασμῷ τοῦ ν ἰνδάλλω , ἐξ οὗ καὶ ἴνδαλμα . . . , | ||
οἷον ἰέναι ποιῶ . . . . . ἰνδάλλω : ἰνδάλλω : ὥσπερ παρὰ τὸ ἄγω γίνεται ἀγάλλω , ἰῶ |
: ζώγρει Ἀτρέος υἱέ , σὺ δ ' ἄξια δέξαι ἄποινα : πολλὰ δ ' ἐν ἀφνειοῦ πατρὸς κειμήλια κεῖται | ||
Ἰοχεαίρης , λύσεο μητέρα μοι φιλίην , τὰ δ ' ἄποινα δέδεξο , ὅσσα φέρειν δυνάμεσθα λυγροὶ περὶ μητέρι δειλῇ |
* ? Ἄπλητα ἄπειρα , πολλά : παρὰ τὸ πλῶ πλήσω , τὸ πελάζω , πλητός καὶ ἄπλητος , . | ||
ὀρθώσιος , ἀσπάσομαι ἀσπάσιος , φυλάξομαι φυλάξιος . τὸ μέντοι πλήσω πλησίος καὶ τὸ δέξομαι δεξιός καὶ ἕψομαι ἀνεψιός . |
Πολυκράτην ἐπαχθῶς φέρειν πρὸς τὴν νουθεσίαν : ὅπερ πάσχουσιν οἱ μωροί . ἵνα δὲ μὴ δοκῶ ] ἰστέον ὅτι συμπέρασμα | ||
τῶν ἄλλων πόλεων ἀπολειφθέντας , αἰτιωμένους τὴν ἀτραπόν : Μὴ μωροί , ἔφασαν , ἐὰν καὶ ἡμεῖς εἰς τὸ μέλλον |
ἴστε μετ ' ὀλίγον χρόνον , ἀναβεβίωκα : περιπατῶ , λαλῶ φρονῶν , τὴν τηλικούτων καὶ τοιούτων ηλιον νυντοντον εὑρών | ||
ἁρμόζου τύχην . ὄνος βαδίζεις εἰς ἄχυρα τραγημάτων . Κροίσῳ λαλῶ σοι καὶ Μίδᾳ καὶ Ταντάλῳ . σαυτὴν ἐπαινεῖς ὥσπερ |
χρυσῶν . πρός τ ' ἑὰ τέκνα φίλα γλυκερὴν φάσιν ἔκδοτε δούλῃ , χάρματι νοστῆσαι πάλιν [ ] ἣν ἐπὶ | ||
δ ' Ἀργείην Ἑλένην καὶ κτήμαθ ' ἅμ ' αὐτῇ ἔκδοτε , καὶ τιμὴν ἀποτινέμεν ἥν τιν ' ἔοικεν , |
ἐάμ ποτ ' οἶνον ἔτι τ ? [ ἀλλ ' ὀμνύω ϲοι τοῦτο [ οὐκ οἶϲθα πρὸϲ ὕδωρ ? ? | ||
: καὶ ὑμεῖς εἰς κατάραν μεγάλην παραδοθήσεσθε . καὶ νῦν ὀμνύω ὑμῖν τοῖς φρονίμοις καὶ οὐχὶ τοῖς ἄφροσι , ὅτι |
φεύγειν ἠτυχηκότα φίλον . ταῦτα δὲ τρὶς ἤδη πρὸς σὲ βοῶ : τὸ μὲν πρῶτον ἐν γράμμασιν , ἔπειτα πρὸς | ||
ὡς διπλόος διπλόη , ὄγδοος ὀγδόη , ὡς ἔχει τὸ βοῶ βοήσω , γοῶ γοήσω : ἀκροῶ δὲ ἀκροάσω καὶ |
οἶνον διαλύει , ἀμφότεροι δὲ τὸν ἄνθρωπον . Ἑρμηνεία . Κακοῖς κακὰ θέλοντες ἰᾶσθαι βροτοὶ Εἰς κινδύνους πίπτουσι τοὺς θανατώδεις | ||
μέτρον . Καιρὸς γάρ ἐστι τῶν νόμων κρείττων πολύ . Κακοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ κακός . Κάλλιστόν ἐστι κτῆμα παιδεία |
οὕτως εὗρον ἐν Ἐπιμερισμοῖς τῆς Α . . . . ᾄδω : ἀπὸ τοῦ εἴδω γίνεται ἀείδω καὶ ἀποβολῇ τοῦ | ||
τοῦ ι ἀμύσσω , ὡς μάθω μάθος καὶ μῦθος , ᾄδω ὕδω , τὸ ὑμνῶ : σημαίνει δὲ τὸ αἱματῶ |
ἀφ ' οὗ . Δόλου : παρὰ τὸ δέω τὸ δεσμῶ τοὺς ἁλισκομένους , ὡς τό : ἀλλά σφωε δόλος | ||
προστακτικόν ἐστι καὶ κανονίζεται οὕτω : δέω , δῶ τὸ δεσμῶ : δέομαι , δοῦμαι : ἐδεόμην , ἐδούμην : |
ταῦτα ἐμέσασα . . γίνωσκε γάρ , ὅτι ὅσα εἶπον δίμοιρά εἰσιν , ἃ ὑπέμειναν κατὰ ἀντισήκωσιν καὶ ἀντιστάθμησιν δὶς | ||
ταῦτα ἐμέσασα . . γίνωσκε γάρ , ὅτι ὅσα εἶπον δίμοιρά εἰσιν , ἃ ὑπέμειναν κατὰ ἀντισήκωσιν καὶ ἀντιστάθμησιν δὶς |
, . . , . Ἀπατηλόν : ἐκ τοῦ ἀπατῶ ἀπατήσω , . , . * . . ? Ἀπάμεια | ||
οὐκ ἂν ἐγώ γε ἄλλα παρὲξ εἴποιμι παρακλιδὸν οὐδ ' ἀπατήσω : ἀλλὰ τὰ μέν μοι ἔειπε γέρων ἅλιος νημερτής |
ὑπάρχει . . ἀπαραίτητον ὑπάρχει . . τῶνδε ] ὧν εἴπατε . . τῶνδε ] προσταγμάτων . . τόλμαν σχεθεῖν | ||
τὸ χιόνι ἀεὶ καλύπτεσθαι ? . βάσις τῶνδε ] ὧν εἴπατε τόλμαν ] ἐπιχείρησιν σχέθειν ] τόλμαν λαμβάνειν . γνωμικόν |
δοκοῦν Ἀχαιοῖς ἦλθες ; ὡς φίλ ' ἂν λέγοις . σπεύδωμεν , ἐγκονῶμεν : ἡγοῦ μοι , γέρον . σὴν | ||
. ” οὔπω πᾶν εἴρητο ἔπος καὶ Χαιρέας ἀνεβόησε “ σπεύδωμεν , ἀπίωμεν . δίκας ἐν τῷ πολέμῳ λήψομαι παρὰ |
αὐτοῖς τὰ ἔπεα τάδε ἃ καλέεται Κάμινος : εἰ μὲν δώσετε μισθὸν ἀείσω ὦ κεραμῆες : δεῦρ ' ἄγ ' | ||
εὖ καὶ κακῶς ποιεῖν . ἢν οὖν σωφρονῆτε , τούτῳ δώσετε ὅ τι ἄγετε : καὶ ἄμεινον ὑμῖν διακείσεται ἢ |
: Ὦ νύ μοι Ἀργείων σημάντορες ὀβριμόθυμοι , νῦν μοι ἐελδομένῳ τεκμήρατε , οἵ τινές ἐστε ἐκπάγλως κρατεροὶ καὶ ἀμύμονες | ||
πρὶν Τρώιον οὖδας ἱκέσθαι , τῶ μοι νῦν ποτὶ τύμβον ἐελδομένῳ περ ἀγόντων ληίδος ἐκ Πριάμοιο Πολυξείνην εὔπεπλον , ὄφρα |
θαυμάζων ἱππέων ἔφοδον . προφάσεις δὲ ἐξευρίσκουσι γελοίως . κρομμύων ὀσφραίνομαι : Τοῦτο γὰρ συμβαίνει , τὸ δακρύειν ἀκουσίως , | ||
ἐστιν ; Ἱππέας ὁρῶ . Τί δῆτα κλάεις ; Κρομμύων ὀσφραίνομαι . Ἐπεὶ προτιμᾷς γ ' οὐδέν ; Οὐδέν μοι |
, εὐτυχὴς δ ' ἴσως ” . Γ λείπω ] ἀφίημι . Γ Ἑλλάνιε Ζεῦ : Ἑλλάνιος Ζεὺς ἀπὸ τοῦ | ||
διασύρειν τὸ τῆς ἀριστείας κατόρθωμα , σιωπῶ τὰ λοιπὰ , ἀφίημι τοῦτον μόνον ὡς ἀληθῶς τῆς ἐλευθερίας προστάτην : τί |
δοραῖς , ἐχούσης τῆς Λιβύης ταῦτα τὰ ζῶια τοῖς μεγέθεσιν ἄπιστα , ἀμυντηρίοις δὲ τοῖς ξίφεσι καὶ ταῖς λόγχαις , | ||
, πῶς οὐχ ὁμοίως τὰ λεγόμενα πιστὰ εἴη ἂν ἢ ἄπιστα ; Ἀνάγκη , εἶπεν . Οὐκοῦν καὶ τοῖς λέγουσιν |
[ ] σοτς ? ! [ ! ] ! ! ἐσθλ ? [ [ ] ! [ ! ] θειον | ||
[ ] σοτς ? ! [ ! ] ! ! ἐσθλ ? [ [ ] ! [ ! ] θειον |
, καὶ φρονοῦς ' ὅτι ἔργοις πεπονθὼς ῥήμασίν ς ' ἀμύνομαι . Οὔτοι καθέξω θυμόν , ἀλλ ' ἄξω βίᾳ | ||
δόκιμα , ἀμυνοῦμαι , ἀμύνασθαι , ἠμυνάμην , ἀμυνοῦμεν , ἀμύνομαι : τὸ δὲ ὄνομα ἀδόκιμον . Ἀποτάσσομαί σοι ἔκφυλον |
ἀνθρώποις λαθεῖν δυνάμενον . καὶ δαίμων τις καλεῖται ἐπεξιὼν τοὺς ἄλαστα εἰργασμένους καὶ αὐτὸς ὁ πράξας τι τοιοῦτον , μάλιστα | ||
ἐς Κρότωνα , ἐνθάδε εἰρηνεῖς . οἱ δὲ Αἰακέος παῖδες ἄλαστα κακὰ ἔρδουσι καὶ Μιλησίους οὐκ ἐπιλείπουσι αἰσυμνῆται . δεινὸς |
γυνὴ δὲ μήτηρ ἥδε τῶν κείνου τέκνων . Ἀλλ ' ὀλβία τε καὶ ξὺν ὀλβίοις ἀεὶ γένοιτ ' , ἐκείνου | ||
πλησίον κακοῦ . χαίρουσα καὶ σὺ στεῖχε , παρθέν ' ὀλβία : μακρὰν δὲ λείπεις ῥαιδίως ὁμιλίαν . λύω δὲ |
οἷον κᾰλός κᾱλός , Ἀ̆πόλλων Ἀ̄πόλλων , τιθέμενος τιθήμενος , δότης δώτης , Κόρα Κώρα , Τυνδάρεος Τυνδάρεως , μήστορα | ||
: τὰ εἰς ΤΗΣ δισύλλαβα βαρύνεσθαι θέλουσιν , οἷον πλύτης δότης θύτης , χωρὶς τοῦ κριτής . τοῦτο δὲ ἐν |
, , . . . . . . ” οὐκ ἐκόμισας , ἔφη , τὸ προσταχθέν - | ” καὶ | ||
. βέρβεια πολυτίμητε . κᾆτα τρεῖς μόνας καὶ τάσδ ' ἐκόμισας ; οὐ γὰρ εἶχον πλείονας . Ὠιὰ λευκά γε |
ἡ πᾶσα βλάβη , ἔμ ' εἰς Ἀχαιοὺς ὤμοσεν πείσας στελεῖν ; πεισθήσομαι γὰρ ὧδε κἀξ Ἅιδου θανὼν πρὸς φῶς | ||
τῶν Σικυωνίων τὸν στρατόν , πομπήν τε ἐν Δελφοῖς αὐτῷ στελεῖν ὁσημέραι καὶ ἱερεῖα θύσειν οἷα δὴ καὶ ὅσα ἀριθμόν |
' , ὦ πολιοῦχοι θεοὶ ] πρὸς ταῦτα , ὦ πολιοῦχοι θεοὶ , τοῖς μὲν ἔξω πύργων , ἤτοι τοῖς | ||
εἰς αὐτοὺς ἀποκαθίστανται . . πρὸς τάδ ' , ὦ πολιοῦχοι θεοὶ ] πρὸς ταῦτα , ὦ πολιοῦχοι θεοὶ , |
τιμωρίας οὐχ εὑρίσκεται ἐν αὐτῷ δυνατὸν ὂν ἅμα γίγνεσθαι . Ὑμεῖς δὲ γνόντες ἀμείνω τάδε εἶναι καὶ μήτε οἴκτῳ πλέον | ||
, μηδέ σε κινησάτω τις , ἀλλὰ προσπεσὼν ἔχου . Ὑμεῖς τε μὴ γυναῖκες ἀντ ' ἀνδρῶν πέλας παρέστατ ' |
δώσω πιεῖν : ἀμυγδαλῆ μὲν παιζέτω παρ ' ἀμυγδαλῆν . Δεινὰ δεινὰ κοὐκ ἀνασχετὰ ἐν τῇ πόλει πράττουσιν οἱ νεώτεροι | ||
τὰς Νίκας ἔοικεν οὕτως ῥηθέν , ἀλλὰ συμμάχους μεταποιοῦντι . Δεινὰ δὲ καὶ τὰ Δημάδεια , καίτοι ἴδιον καὶ ἄτοπον |
προστιθέασι τὸ κακόν . οὐκ ἀρετᾷ κακὰ ἔργα καὶ : σχέτλια ἔργα . * πλούτῳ δ ' ἀρετή : μηδεὶς | ||
ἄρουρα . οἷς δ ' ὕβρις τε μέμηλε κακὴ καὶ σχέτλια ἔργα , τοῖς δὲ δίκην Κρονίδης τεκμαίρεται εὐρύοπα Ζεύς |
κατασκευάζων ὃ βούλει , ὥσπερ ὁ φεύγων τοῖς αὐτοῖς τούτοις παραγραφόμενος ἐν τοῖς ὁρικοῖς ἀπεδείκνυεν , ὅτι οὐκ ἔστι τοῦτο | ||
τὰ βουλεύματα , ὁ δὲ θυμὸς τῇ ῥύμῃ τῆς ὀργῆς παραγραφόμενος τὴν φύσιν πρὸς τὸ ἔργον ἤγειρε τὴν ἐπὶ τὸν |
φαίνεται διακόπτων , ὅπως ἂν τὸ κομμωτικὸν διαφύγοι κάλλος : ἰσοσύλλαβα γὰρ σχεδόν πώς ἐστι τὰ τρία κῶλα καὶ ὁμοιοκατάληκτα | ||
περιττοσυλλάβως κλινόμενα : Κρής σής Γνής : περισπᾶται δὲ τὰ ἰσοσύλλαβα : Δρῆς Τρῆς κύρια . Τὰ εἰς ΥΣ μονοσύλλαβα |
καὶ νῦν ἀτρεκέως μάλα τοι λέξαντος ἕκαστα ἡμετέροις , ἥρως ἑκατηβόλε , πείθεο μύθοις . Ὣς ἄρ ' ἔφη Πριάμοιο | ||
ἐπισσείων φοβέειν ἥρωας Ἀχαιούς : σοὶ δ ' αὐτῷ μελέτω ἑκατηβόλε φαίδιμος Ἕκτωρ : τόφρα γὰρ οὖν οἱ ἔγειρε μένος |
διφθόγγῳ , μὴ τῇ ΑΙ ἢ ΕΙ , περισπᾶται : ἐρευνῶ θοινῶ χαυνῶ κοινῶ οἰνῶ , χωρὶς τοῦ ἐλαύνω . | ||
ἐπένθεσιν ἐρεύω ὡς χέω χεύω , ἀφ ' οὗ τὸ ἐρευνῶ , ὡς οἴχω οἰχνῶ , ἵκω ἱκνῶ . . |
οὖν φραπὶς καὶ πραπίς . ἀφ ' ἧς προΐεται τὰ βουλεύματα . οὕτω Φιλόξενος . Περίπατος . ἡ περὶ σχέσιν | ||
δ ' , ὅτι ἀκούω . τὰ γὰρ τοιαῦτα ὑμῶν βουλεύματα ἠξίουν μήθ ' ὁρᾶν μήτ ' ἀκούειν , οἳ |
' οὗ καὶ ἡ μήνη . Μῆτις . παρὰ τὸ μήδω , μήσω μέλλων . ῥηματικὸν ὄνομα μῆσις . καὶ | ||
εἰ μὴ χαρακτὴρ κωλύσῃ , οἷον δεύκω Πολυδεύκης Πολυδεύκους , μήδω Διομήδης Διομήδους , πείθω Διοπείθης Διοπείθους , φαίνω Ἀριστοφάνης |
? μὲν τεθνᾶσι ἐγὼ δὲ σὺν τῇ λοιπῇ οἰκίᾳ | ἀποδημῶ καὶ τὸ τῆς ἀνάγκης ἅμα | ἰσχυρὸν προσγέγονεν , | ||
? ? ? ? [ ἐν τιμῇ ] ιζ εἰ ἀποδημῶ ιη εἰ συναλλάξαι συμφέρει μοι ? ? ? ιθ |
καὶ στωμύλματα , χελιδόνων μουσεῖα , λωβηταὶ τέχνης , ἃ φροῦδα θᾶττον , ἢν μόνον χορὸν λάβῃ , ἅπαξ προσουρήσαντα | ||
καὶ κενὸς ἤδη τοῖς ἐναντίοις ὁ πόλεμος ἦν καὶ πάντα φροῦδα ὥσπερ ἐκ ναυαγίας τινὸς ὡς ἀληθῶς . ὥσθ ' |
ἀδύνατοι ὄντες ἐν κλύδωνι ἀναφέρειν . κνέφαλον : τύλη . κοάλεμος : ματαιόφρων . κοεῖν γὰρ τὸ αἰσθάνεσθαι . κόλλοψ | ||
ὁ μωρός . . . . . . κοάλεμος : κοάλεμος : ὁ μωρός . ὡς παρ ' Ἀριστοφάνει ἐν |
πρῆγμ ' ἐθέληις τελέσαι , ἀλλὰ μετ ' ἐσθλὸν ἰὼν βούλευ καὶ πολλὰ μογῆσαι καὶ μακρὴν ποσσίν , Κύρν ' | ||
Ἅιδην κνεφαῖά τ ' ἀμφὶ Ταρτάρου βάθη . πρὸς ταῦτα βούλευ ' : ὡς ὅδ ' οὐ πεπλασμένος ὁ κόμπος |
ὑμεῖς τἀναντία ἀξιοῦντες οὐκ ὀρθῶς ποιεῖτε . Τοιαῦτα τοῦ Φουφεττίου λέξαντος παραλαβὼν ὁ Τύλλος τὸν λόγον εἶπε : Τὸ μὲν | ||
σοὶ μὴ χαρίζεσθαι καὶ τοῖσδε , ἄλλως τε καὶ σοῦ λέξαντος ὡς εἶπες , ἄξενόν τι καταφαίνεταί μοι καὶ ἄγριον |
ἐκλαλῶ , ἀλλοτριοῦμαι , ἐκπαλαίω , μυθολογῶ , λαλῶ , συρίζω , ἀπατῶ , μωραίνω , κλέπτω , κατασκευάζω , | ||
τ τρέπουσι , τύ λέγοντες ἀντὶ τοῦ σύ . Τὸ συρίζω τυρίσδω λέγουσιν : ἐπὶ δὲ τοῦ δευτέρου καὶ τρίτου |
εἰς τήνδε τὴν ὥραν χρόνον δόσιν θεῶν λογίων νομιστέον . ἐφρόντισα μέντοι καὶ τοῦ σωφρονίσαι τὸν ἄνθρωπον δῆσαί τε αὐτὸν | ||
κατὰ πενίας † ταῦτ ' ἔχω ὅσς ' ἔμαθον καὶ ἐφρόντισα καὶ μετὰ Μουσῶν σέμν ' ἐδάην : τὰ δὲ |
πράγμασιν ἀκούσατέ μου : ἐὰν μὲν ὁρῶ κατὰ γνώμην ἃ διαλογίζομαι χωροῦντά μοι καὶ θρασεῖς μὲν γεγονότας τοὺς πολεμίους , | ||
φησιν ἡ Ἑκάβη : ἀντὶ τοῦ μαθεῖν : ἀντὶ τοῦ διαλογίζομαι : † καὶ τοῦτο καθ ' ἑαυτήν φησιν ἡ |
ἀνάστατος γέγονε τῷ πολέμῳ : κόνιϊ κόνι , ὡς Θέτιϊ Θέτι : ἀναδεύουσα μολύνουσα : εἰ καὶ ὡς γέρων ὢν | ||
λάτρι , ἡ πόλις ὦ πόλι , ἡ Θέτις ὦ Θέτι : τὸ γὰρ ὁμόφωνον Ἀττικόν ἐστιν , ὦ μάντις |
Ἀθηναῖοι , τὸν μὲν στέφανον δέχομαι , τὸν δὲ καιρὸν ἀποδοκιμάζω ἐν ᾧ τὸ κήρυγμα γίγνεται : οὐ γὰρ δεῖ | ||
κανονίζω , ἐρευνῶ ζητῶ , μάχομαι , ἀγροικεύομαι , ἀντιψηφίζομαι ἀποδοκιμάζω , ἐρευνῶ , μυκτηριάζω , χαμαιτυπῶ , ἀκολουθῶ , |
, ἢ παρ ' ὑμῶν ἀδίκως καὶ ἀναξίως ἀποθανεῖν . καταρῶμαι γοῦν ὑμῶν τῇ πατρίδι , καὶ θεοὺς μαρτύρομαι , | ||
σέ . ἐγγραφῇς ] καταταγῇς . εὔχομαι ] ἀντὶ τοῦ καταρῶμαι . Γ τευθίδες : εἶδος ἰχθύων . Γ τευθίδων |
ἄγαν πίνουσα . Νήσαντες σωρεύσαντες : ἐκ τοῦ νῶ τὸ σωρεύω : ὁ μέλλων νήσω : ἐξ οὗ καὶ νηδὺς | ||
: γαστέρα , ἔλαβον : νηδὺς ἀπὸ τοῦ νῶ τὸ σωρεύω καὶ τὸ ἡδὺ , ἐν ᾗ σωρεύεται πᾶσα ἡδύτης |
] ἐν διπλῇ . ἀνόρεα ] ἀνδρείᾳ . κάκ ' αὐτοφόνα : ἀλληλοκτόνοι γὰρ ἐγένοντο . αὐτοφόνα ] αὐτόχειρα . | ||
διπλαῖ μέριμναι , διδύμα δ ' ἀνορέα : κάκ ' αὐτοφόνα δίμοιρα τέλεα τάδε πάθη . τί φῶ ; τί |
πένης ἦν : ὅτι δὲ ταῦτα πολλά ἐστι , τοσοῦτον κερδαίνω , πλείω μὲν φυλάττειν δεῖ , πλείω δὲ ἄλλοις | ||
ἀναβιβάζω , παλαίω , ἐμπαίζω , ἀσωτεύομαι , ἐνθεάζομαι , κερδαίνω , ἱλαρεύομαι , λούομαι , νοσφίζομαι , μηχανῶμαι , |
Ἐνυώ ἐπίθετον Ἥρας παρὰ τὸ ἀνύειν καὶ φονεύειν ὡς πολεμικὴ Ἀνυώ καὶ Ἐνυώ . καὶ μυθικῶς μὲν οὕτως , ἀλληγορικῶς | ||
Ἐνυώ ἐπίθετον Ἥρας παρὰ τὸ ἀνύειν καὶ φονεύειν ὡς πολεμικὴ Ἀνυώ καὶ Ἐνυώ . καὶ μυθικῶς μὲν οὕτως , ἀλληγορικῶς |
σοφόν . ἃ δεῖ μάλιστα , ταῦτ ' ἔγωγ ' ἔφυν σοφός . κείνου δ ' ἀκούσας πρῶτα τοὺς λόγους | ||
κλύων , Λαερτίου παῖ , τούσδε καὶ πράσσειν στυγῶ : ἔφυν γὰρ οὐδὲν ἐκ τέχνης πράσσειν κακῆς , οὔτ ' |
μελλόντων , ῥηματικὰ ἐκπίπτει ὀνόματα διὰ τοῦ δ : οἷον φράζω φραδὴ , κομίζω κομιδή : οὕτως ἀπὸ τοῦ ὀπάσω | ||
. . Ἀφραδέως : ἀνοήτως , ἀπείρως : ἀπὸ τοῦ φράζω φραδής ἀφραδής ἀφραδέως , . , . . . |
τετυφώμεθα , οὐδὲν ἄλλο σχεδὸν ὄντα ἢ λόγους , καὶ συγχαίρω τῆς λέξεως αὐτῷ , κἄν με προσπαίζων οὑτωσὶ πείθῃ | ||
δὴ ψυχῆς ἀρετὴν ἄρχειν ἐπισταμένης ἐπίστασαι . σοί τε οὖν συγχαίρω τὰ εἰκότα ψηφιζομένῳ τῇ τε οἰκίᾳ τοῦ ἀρίστου Ἰουλιανοῦ |
' ἐς ὑμᾶς : παῖδα δ ' οὔτ ' ἐμὴν κτενῶ οὔτ ' ἄλλον ἀστῶν τῶν ἐμῶν ἀναγκάσω ἄκονθ ' | ||
τάδ ' ἧι , τότ ' οἴσομεν : σὲ δὲ κτενῶ . ἧ καὶ νεοσσὸν τόνδ ' , ὑπὸ πτερῶν |
ὕπνον προσίεσο διὰ τὸ ἀναγκαῖον . μὴ ταχέως τοὺς φίλους κτῶ . οὓς ἂν κτήσῃ φίλους κτῶ . σεαυτοῦ τὰ | ||
αὖξε δὲ τὴν πόλιν : σαυτῷ γὰρ δύναμιν περιάψεις : κτῶ δὲ αὐτῇ συμμάχους : . . . νόμιζε δὲ |
' ἐμοὶ σωθήσεται ; ἄρξουσιν ἄλλοι , τήνδ ' ἐγὼ σώσω πόλιν . ἐκεῖνο δ ' οὗ τὸ πλεῖστον ἐν | ||
τοῦ σῶ τὸ σείω . τοῦ δὲ σῶ ὁ μέλλων σώσω καὶ ῥηματικὸν ὄνομα κατὰ συστολὴν τοῦ ω εἰς ο |
ἀδηφαγίας καὶ τρυφῆς λαθεῖν ἑαυτὸν ὑπερσαρκήσαντα καὶ καταπιανθέντα . τὰ ἐπίχειρα γοῦν τοῦ κατὰ τὸ σῶμα μεγέθους καὶ τοῦ περὶ | ||
ἀφαίρεσιν : εὐήθης ὤν τις ἐλάνθανον μικρὰ τῆς ἔχθρας τὰ ἐπίχειρα προσδοκῶν : ἐκβέβηκε δὲ οἷον οὐκ ἔδει τῆς ἐπηρείας |
φησί , τῶν τοιούτων θεμάτων τὴν παρατέλευτον δίφθογγον ἀλλοιώσαντες καὶ μεταθέντες τὸ ι εἰς ρ ἴδια ποιοῦσι ῥήματα . παραγαγὼν | ||
κλήρου ἀποκατέστησαν . πολὺ μεταλλάξαντες τῆς τοῦ δήμου διοικήσεως : μεταθέντες τὴν πολιτείαν ἔνεμον : ἐνέμοντο καὶ ἐκαρποῦντο ʃ διεξῆγον |
λέγειν . τὸν δὲ σὸν ἔρωτα , ὦ Βουκαῖε , διηγοῦ σῇ μητρὶ ἐν τῷ θαλάμῳ ἀντ ' ἄλλου σπουδαίου | ||
σὺ οὖν αὐτός τε δίδου μεμνημένος , ὡς ἡδέως μοι διηγοῦ προτέρας δόσεις , καὶ τοὺς ἄλλους ἐργάζου φιλοτιμοτέρους . |
. , . . . Ἀνέδεντο : ἐκ τοῦ δέω δέσω ὁ ὑπερσυντέλικος παθητικὸς ἐδεδέμην , τὸ τρίτον ἐδέδεντο , | ||
. δέμω δόμος , τρέμω τρόμος . Δεσμός . δέω δέσω , δέμος , καὶ πλεονασμῷ τοῦ σ , δεσμός |
σε , οὕτω καὶ πανόδυρτον νῦν μέλος πέμψω πενθητῆρος , σεβίζων καὶ διὰ θρήνου τιμῶν τὰ λαοπαθῆ καὶ ἁλίτυπα βάρη | ||
εὐφήμουν σε , οὕτως νῦν πανόδυρτον μέλος πέμψω πενθητῆρος . σεβίζων καὶ διὰ θρήνου τιθεὶς τὰ λαοπαθῆ καὶ ἁλίτυπα βάρη |
τροφῆς ἔφασκες οἴκαδε τρέχειν . σὺ δ ' οὐκ ἄρα ἐδέου τῆς οἰκίας οὐδὲ σιτίων , ἀλλ ' ὅπως μήτ | ||
καὶ εἰ μὴ ἐκεῖνός μοι ἔδωκεν ; Ὅτι εἰ μὲν ἐδέου αὐτοῦ , ἔφη , ὧν οὐκ ἐχρῆν , πῶς |
δ ' ἄγε σύν μοι βούλευσον , ποτέρην εἰς ὑμέναιον ἄγω . εἶπεν : ὁ δὲ σκίπωνα , γεροντικὸν ὅπλον | ||
μοί μοι . κώλῳ , πάτερ , ᾇ ς ' ἄγω . ˘˘˘ – ˘˘ – ˘ – – – |
: σεσημείωται τὸ φαίνω τὸ λάμπω , ἐπὶ γὰρ τοῦ φονεύω διὰ τοῦ ε ψιλοῦ : Φαίναξ ὄνομα κύριον : | ||
στορῶ : τορῶ : φρονῶ : χολῶ : φονῶ τὸ φονεύω : κορῶ : φθονῶ : τονῶ : λοχῶ , |
οὗ ῥηματικὸν ὄνομα ἀλάλυκτος καὶ ἀλαλυκτῶ καὶ ἀλαλύκτημαι , τὸ τεθορύβημαι , . , . . Ἀλαός : ὁ τυφλός | ||
ἡσθῆναι . Ἐφοβήθην μὲν γάρ , καὶ ἔτι καὶ νῦν τεθορύβημαι μή τινες ὑμῶν ἀγνοήσωσί με ψυχαγωγηθέντες τοῖς ἐπιβεβουλευμένοις καὶ |
ἄγχομαι , [ φλυαρῶ , περιβάλλομαι , ] κατατυγχάνω , προσλαλῶ , συνεπερείδομαι , συλλαλῶ , κατατυγχάνω , καταμέμφομαι , | ||
ἔρχομαι , προσέρχομαι δὲ Ἀπολλωνίῳ , πρὸς Τρύφωνα λαλῶ καὶ προσλαλῶ Τρύφωνι , καὶ ἔστι μέν που καταφέρω οἶνον , |
ἀλλ ' εἴπερ εἶ γενναῖος , ὡς αὐτὸς λέγεις , σήμαιν ' ὅτου τ ' εἶ χὠπόθεν : τὸ γὰρ | ||
ἀλόχωι τοῖς τ ' ἐμοῖς δόμοισιν εἶ . λέγε καὶ σήμαιν ' , ἵνα καὶ γλώσσηι σύντονα τοῖς σοῖς γράμμασιν |
δὲ αἱ πρῴην διαβαλλόμεναι ἔνδοξοι καὶ πισταί : ἄλλως : βεβαιῶ , φησὶν , ὅτι τῶν ποταμῶν αἱ πηγαὶ ἄνω | ||
τὸ ἑδραῖος , καὶ τὸ δικαιῶ τὸ δίκαιος , καὶ βεβαιῶ τὸ βέβαιος , καὶ τὸ παλαιῶ τὸ παλαιός , |
καὶ τῇ διανοίᾳ καὶ τοῖς πράγμασιν , οὐκ ἔχοντα δὲ ἀνοσίων ἔργων ἐπιδείξεις , γάμους ἀθεμίτους ἢ παίδων ἢ γονέων | ||
ὅλην πυρπολοῦν ψυχὴν δι ' ὤτων : ἡ γὰρ τῶν ἀνοσίων ἑλέπολις τοῦτ ' ἐστίν , ᾧ μόνῳ τοὺς φιλοθέους |
ἰδνῶ . σεσημείωται τὸ δάκνω βαρύτονον , ὅπερ ἀπὸ τοῦ δαγκάνω γέγονε κατὰ συγκοπήν . τὰ δὲ ἔχοντα πρὸ τοῦ | ||
ὡς ἔχει τὸ τήκω : δήκω , ἐξ οὗ τὸ δαγκάνω : ἤκω τὸ παραγίνομαι , ὅπερ ἐν μὲν τοῖς |
. ἀλιζῶνες οἱ βιθυνοί : διότι ἡ γῆ αὐτῶν , θαλάσση διεξῶσθαι : καὶ οἱονεὶ , χερόνησός ἐστιν ὑπὸ τοῦ | ||
? [ ! ] ! ! ? νηὶ ? ? θαλάσση [ ! ! ! ! ! ! ! ! |