ὑπάρχει . . ἀπαραίτητον ὑπάρχει . . τῶνδε ] ὧν εἴπατε . . τῶνδε ] προσταγμάτων . . τόλμαν σχεθεῖν
οὐ γνωσθήσεται . ὃ λέγω ὑμῖν ἐν τῇ σκοτίᾳ , εἴπατε ἐν τῷ φωτί : καὶ ὃ εἰς τὸ οὖς
τὸ χιόνι ἀεὶ καλύπτεσθαι ? . βάσις τῶνδε ] ὧν εἴπατε τόλμαν ] ἐπιχείρησιν σχέθειν ] τόλμαν λαμβάνειν . γνωμικόν
ὕδατος βαστάζων : ἀκολουθήσατε αὐτῷ , καὶ ὅπου ἐὰν εἰσέλθῃ εἴπατε τῷ οἰκοδεσπότῃ ὅτι Ὁ διδάσκαλος λέγει , Ποῦ ἐστιν
7687995 παρεστε
γλάχωνα ] τὸ ὀρίγανον . αὐληταὶ πάρα : ἀντὶ τοῦ πάρεστε . ἐσπούδαζον γὰρ οἱ Θηβαῖοι περὶ τὸν αὐλόν .
ἀλλὰ τῇ ταπεινοφροσύνῃ ἀλλήλους ἡγούμενοι ὑπερέχοντας ἑαυτῶν , μὴ τὰ ἑαυτῶν ἕκαστος σκοποῦντες , ἀλλὰ καὶ τὰ ἑτέρων ἕκαστοι .
! ! ! ! ] δοκοῦντας οὐκ εἶναι Διός . πάρεστε καὶ ζῆθ ' : ηὗρε μηνυτὴς χρόνος ψευδεῖς μὲν
ὅταν μετασταθῶ ἐκ τῆς οἰκονομίας δέξωνταί με εἰς τοὺς οἴκους ἑαυτῶν . καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα ἕκαστον τῶν χρεοφειλετῶν τοῦ κυρίου
7644359 Ὑμιν
† οἱ στρατηγοί , ἔνθα δὴ ὁ Θρασύβουλος ἔλεξεν : Ὑμῖν , ἔφη , ὦ ἐκ τοῦ ἄστεως ἄνδρες ,
σοῦ παρεῖναι καὶ κατηγορεῖν εἴ τι ἔχοιεν πρὸς ἐμέ ἢ αὐτοὶ οὗτοι εἰπάτωσαν τί εὗρον ἀδίκημα στάντος μου ἐπὶ τοῦ
τὰ νῦν δίκαια πράσσεις οὔθ ' ἃ πρόσθεν εἴργασαι . Ὑμῖν ἂν εἴη τήνδε καιρὸς ἐξάγειν ἄκουσαν , εἰ θέλουσα
οὐαί , ὅτι φορτίζετε τοὺς ἀνθρώπους φορτία δυσβάστακτα , καὶ αὐτοὶ ἑνὶ τῶν δακτύλων ὑμῶν οὐ προσψαύετε τοῖς φορτίοις .
7620209 δευτε
ἵστημι τοῖσδ ' ἰύγμασιν | [ ] πάντες ? γεωργοὶ δεῦτε | κἀμπελοσκάφοι ? [ ] ε ποιμήν τ '
αὐτῷ . Εἶπεν δὲ παραβολὴν πρὸς αὐτοὺς λέγων , Ἀνθρώπου τινὸς πλουσίου εὐφόρησεν ἡ χώρα . καὶ διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ
φιλόσοφος , ὁ ῥήτωρ ὡς ῥήτωρ . ὅταν οὖν λέγῃς δεῦτε καὶ ἀκούσατέ μου ἀναγιγνώσκοντος ὑμῖν , σκέψαι πρῶτον μὴ
μεταλαμβάνοντες ἀκοῦρευτι τίναῖς οἰσὶν . Ἄκουσον , δίκαιε Ἰωάννη , τινὸς αἰ οἰ τρίχαι δἰἀβοῦ τὸν ὀφθαλμῶν , αὐτοῦ ὁκέστην
7523222 ἀγγειλον
δέ , ἐπεί περ ἥκεις χρηστὰ ἀπαγγέλλων , αὐτός σφι ἄγγειλον . Ἢν γὰρ ἐγὼ αὐτὰ λέγω , δόξω πλάσας
τὸν νόμον , μαρτυρούμενος ὑπὸ πάντων τῶν κατοικούντων Ἰουδαίων , ἐλθὼν πρός με καὶ ἐπιστὰς εἶπέν μοι , Σαοὺλ ἀδελφέ
. σῶς ] μὴ παθών τι ὑπ ' ἐκείνου . ἄγγειλον ] εἰπέ . νικόβουλος ἐγενόμην : ἐγώ , φησί
αὐτῷ λέγων ὅτι Ἡ θυγάτηρ μου ἄρτι ἐτελεύτησεν : ἀλλὰ ἐλθὼν ἐπίθες τὴν χεῖρά σου ἐπ ' αὐτήν , καὶ
7471031 Μεγιλλε
νῦν λέγωμέν τε καὶ ἐρευνῶμεν . Οὐκέτι νόμους , ὦ Μέγιλλε καὶ Κλεινία , περὶ τῶν τοιούτων δυνατόν ἐστιν νομοθετεῖν
καταντήσω εἰς τὴν ἐξανάστασιν τὴν ἐκ νεκρῶν . Οὐχ ὅτι ἤδη ἔλαβον ἢ ἤδη τετελείωμαι , διώκω δὲ εἰ καὶ
Λακεδαιμόνιοι Ἀθηναίους , ὡς “ Ἡ πόλις ὑμῶν , ὦ Μέγιλλε , ” ἔφασαν , “ ἡμᾶς οὐ καλῶς ἢ
τῷ λόγῳ ὃν εἶπεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς καὶ ἐπορεύετο . ἤδη δὲ αὐτοῦ καταβαίνοντος οἱ δοῦλοι αὐτοῦ ὑπήντησαν αὐτῷ λέγοντες
7462525 βουκολικας
τί πᾳ εἰς Ἀίδαν γε τὸν ἐκλελάθοντα φυλαξεῖς . Ἄρχετε βουκολικᾶς , Μοῖσαι φίλαι , ἄρχετ ' ἀοιδᾶς . Θύρσις
. καὶ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ , Ἀνάβλεψον : ἡ πίστις σου σέσωκέν σε . καὶ παραχρῆμα ἀνέβλεψεν , καὶ
ἕλκοι , κἠξ ὀρέων τοὶ σκῶπες ἀηδόσι γαρύσαιντο . λήγετε βουκολικᾶς , Μοῖσαι , ἴτε λήγετ ' ἀοιδᾶς . χὢ
ἔχειν , ἔργα δὲ μὴ ἔχῃ ; μὴ δύναται ἡ πίστις σῶσαι αὐτόν ; ἐὰν ἀδελφὸς ἢ ἀδελφὴ γυμνοὶ ὑπάρχωσιν
7394498 ἀγετε
: δυστυχέστερα : ἀνάγετ ' ἀνάγετε : ἀνεγείρετε , ἄνω ἄγετε , ἀναλαμβάνετε , ἀναβάλλεσθε , ἀντὶ τοῦ προοιμιάζεσθε :
, ὅτι ᾗ ὥρᾳ οὐ δοκεῖτε ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται . Εἶπεν δὲ ὁ Πέτρος , Κύριε , πρὸς
ἀτυχίαις ἔλυσάς σου τὴν παρθενίαν , δέον ἐν εὐτυχίαις : ἄγετε τὸν ἁβρὸν δήποτ ' : τὸν ἐμὸν πόδα πρῴην
αὐτοῖς , καὶ ἡτοίμασαν τὸ πάσχα . Καὶ ὀψίας γενομένης ἔρχεται μετὰ τῶν δώδεκα . καὶ ἀνακειμένων αὐτῶν καὶ ἐσθιόντων
7385082 Κλεινια
τοιούτου κινδύνου διαφυγὴν εὑρήσει ; πάντως οὐ ῥᾴδιον , ὦ Κλεινία . καὶ γὰρ οὖν πρὸς μὲν ἄλλα οὐκ ὀλίγα
ἡ συκῆ . καὶ ἰδόντες οἱ μαθηταὶ ἐθαύμασαν λέγοντες , Πῶς παραχρῆμα ἐξηράνθη ἡ συκῆ ; ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς
τείχη . γάμων δ ' ἦν ἔμπροσθεν ταῦτα , ὦ Κλεινία , νῦν δ ' ἔπειπερ λόγῳ γίγνεται , καὶ
δαιμόνια . καὶ προσκαλεσάμενος αὐτοὺς ἐν παραβολαῖς ἔλεγεν αὐτοῖς , Πῶς δύναται Σατανᾶς Σατανᾶν ἐκβάλλειν ; καὶ ἐὰν βασιλεία ἐφ
7251418 ἀρχετ
καὶ πόρτιες ὠδύραντο . ἄρχετε βουκολικᾶς , Μοῖσαι φίλαι , ἄρχετ ' ἀοιδᾶς . ἦνθ ' Ἑρμᾶς πράτιστος ἀπ '
ὑμεῖς νῦν κατοικεῖτε , καὶ οὐκ ἔδωκεν αὐτῷ κληρονομίαν ἐν αὐτῇ οὐδὲ βῆμα ποδός , καὶ ἐπηγγείλατο δοῦναι αὐτῷ εἰς
' ἄλσεα ποσσὶ φορεῖται ἄρχετε βουκολικᾶς , Μοῖσαι φίλαι , ἄρχετ ' ἀοιδᾶς ζάτεις ' : ἆ δύσερώς τις ἄγαν
: ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος , ἀναγγελεῖ ἡμῖν ἅπαντα . λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς , Ἐγώ εἰμι , ὁ λαλῶν σοι
7198896 Σοι
, ἔφη , ἄλλῳ ἡμῶν δοκεῖ , ὦ Σώκρατες . Σοὶ δὲ δὴ τίς , ὦ Ἱππόθαλες ; τοῦτό μοι
ὑμῶν ἐπὶ τὸ αὐτὸ οὐκ ἔστιν κυριακὸν δεῖπνον φαγεῖν , ἕκαστος γὰρ τὸ ἴδιον δεῖπνον προλαμβάνει ἐν τῷ φαγεῖν ,
, καὶ ἰκμαλέον ἤδη ἐμποιῆσαι τὸ δέρμα λεπτοῖς ἱδρῶσι . Σοὶ δὲ οὕτω λεπτῇ κεχρημένῳ διαίτῃ , ἱκανὸν ἂν δόξαι
σπείρων ἐπ ' εὐλογίαις ἐπ ' εὐλογίαις καὶ θερίσει . ἕκαστος καθὼς προῄρηται τῇ καρδίᾳ , μὴ ἐκ λύπης ἢ
7192739 σημαινε
ἡ ὀμφὴ , ἐπὶ τῶν μάντεων παρ ' Ὁμήρῳ : σήμαινε . κροκάλοισιν : αἰγιαλοῖς : κροκάλη ἀπὸ τοῦ κρούω
εἰμι ὁ Χριστός , καὶ πολλοὺς πλανήσουσιν . μελλήσετε δὲ ἀκούειν πολέμους καὶ ἀκοὰς πολέμων : ὁρᾶτε , μὴ θροεῖσθε
τὴν βουλὴν , τὴν γνῶσιν . Φαῖνε : δείκνυε . σήμαινε : δείκνυε , λέγε , δήλου , ἃ προθέμην
πρὸς αὐτούς , Εἰ δίκαιόν ἐστιν ἐνώπιον τοῦ θεοῦ ὑμῶν ἀκούειν μᾶλλον ἢ τοῦ θεοῦ , κρίνατε , οὐ δυνάμεθα
7191711 Μοισαι
τοῦτό γέ οἱ σαφέως μαρτυρήσω : μελίφθογγοι δ ' ἐπιτˈρέψοντι Μοῖσαι . ὦ Φίντις , ἀλλὰ ζεῦξον ἤδη μοι σθένος
. Ὁ ἀσπασμὸς τῇ ἐμῇ χειρὶ Παύλου , ὅ ἐστιν σημεῖον ἐν πάσῃ ἐπιστολῇ : οὕτως γράφω . ἡ χάρις
οὕτως ἐργαξῇ . καὶ μὰν πρότερόν ποκα μουσικὸς ἦσθα . Μοῖσαι Πιερίδες , συναείσατε τὰν ῥαδινάν μοι παῖδ ' :
Φαρισαῖοι καὶ ἤρξαντο συζητεῖν αὐτῷ , ζητοῦντες παρ ' αὐτοῦ σημεῖον ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ , πειράζοντες αὐτόν . καὶ ἀναστενάξας
7156607 φυλασσετε
τῶνδ ' ἀμφὶ κρηπῖδας δόμων θυοδόκων φρούρημ ' ἔχουσαι δεσπότιν φυλάσσετε , ἐκλέλοιπ ' ἤδη τὸν ἱερὸν τρίποδα καὶ χρηστήριον
ὁ ἀντίδικος ὑμῶν διάβολος ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν [ τινα ] καταπιεῖν : ᾧ ἀντίστητε στερεοὶ τῇ πίστει ,
σφεας φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα : οὕτω νῦν φίλα τέκνα φυλάσσετε : μηδέ τιν ' ὕπνος αἱρείτω , μὴ χάρμα
ἐπισκέψασθαι τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ τοὺς υἱοὺς Ἰσραήλ . καὶ ἰδών τινα ἀδικούμενον ἠμύνατο καὶ ἐποίησεν ἐκδίκησιν τῷ καταπονουμένῳ πατάξας τὸν
7148332 ἰθ
εἰ δοίης γέ μοι τοὺς Φασιανοὺς οὓς τρέφει Λεωγόρας . ἴθ ' , ἀντιβολῶ ς ' , ὦ φίλτατ '
πᾶσαι χωνευθήσονται καὶ γενήσονται ὡσεὶ κονιορτός , καὶ κατακαήσονται πᾶν δένδρον καὶ πᾶν κτῆνος καὶ πᾶν ἑρπετὸν ἕρπον ἐπὶ τῆς
' ἔασον κἀποκλαύσασθαι κακά . Ἴθ ' , ὦναξ , ἴθ ' , ὦ γονῇ γενναῖε : χερσί τἂν θιγὼν
ἀξίνη πρὸς τὴν ῥίζαν τῶν δένδρων κεῖται : πᾶν οὖν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται
7110174 ἀγορευω
θυμῷ : εἰ δέ κε μὴ ἔλθῃσιν ἄναξ τεὸς ὡς ἀγορεύω , δμῶας ἐπισσεύας βαλέειν μεγάλης κατὰ πέτρης , ὄφρα
νεανίσκος τὸν λόγον ἀπῆλθεν λυπούμενος , ἦν γὰρ ἔχων κτήματα πολλά . Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ,
γε πυθοίμην , οὔτε τι δήμιον ἄλλο πιφαύσκομαι οὐδ ' ἀγορεύω , ἀλλ ' ἐμὸν αὐτοῦ χρεῖος , ὅ μοι
καὶ ταῖς προσευχαῖς . Ἐγίνετο δὲ πάσῃ ψυχῇ φόβος , πολλά τε τέρατα καὶ σημεῖα διὰ τῶν ἀποστόλων ἐγίνετο .
7109747 μεγιστε
καὶ στάντες ἀείδομεν τεὸν ἀμφὶ βωμὸν οὐερκῆ . Ἰώ , μέγιστε Κοῦρε , χαῖρέ μοι Κρόνειε , παγκρατὲς γάνος ,
εὑρήσει αὐτήν . τί γὰρ ὠφεληθήσεται ἄνθρωπος ἐὰν τὸν κόσμον ὅλον κερδήσῃ τὴν δὲ ψυχὴν αὐτοῦ ζημιωθῇ ; ἢ τί
ἰχθύσιν οἱ θηραταί . Ἐκ πάντων δή σοι , βασιλεῦ μέγιστε , λογιστέον ὡς οὐδὲν τοῖς ἀνθρώποις ἀπείρατον , ἤν
καθί - σταται ἐν τοῖς μέλεσιν ἡμῶν , ἡ σπιλοῦσα ὅλον τὸ σῶμα καὶ φλογίζουσα τὸν τροχὸν τῆς γενέσεως καὶ
7090834 εἰπ
' Ἀκέστορ ' αὐτὸ τὸν στιγματίαν παθόντα : σκῶμμα γὰρ εἶπ ' ἀσελγές , εἶτ ' αὐτὸν ὁ παῖς θύραζε
τὴν ἑορτήν , ἢ τοῖς πτωχοῖς ἵνα τι δῷ . λαβὼν οὖν τὸ ψωμίον ἐκεῖνος ἐξῆλθεν εὐθύς : ἦν δὲ
: ‚ Ἐπίχαρμοϲ ϲοφόϲ τιϲ ἐγένετο [ πόλλ ' ὃϲ εἶπ ] ? ' ἀϲτεῖα καὶ παντοῖα ? ? ?
, Λάβετε , τοῦτό ἐστιν τὸ σῶμά μου . καὶ λαβὼν ποτήριον εὐχαριστήσας ἔδωκεν αὐτοῖς , καὶ ἔπιον ἐξ αὐτοῦ
7089436 χαιρετ
. . . . φέρε τὸν τρίτον Φίλας Ἀφροδίτης . χαίρετ ' , ἄνδρες συμπόται , ὅσων ἀγαθῶν τὴν κύλικα
καὶ ἐκλογὴν ποιεῖσθαι : ταῦτα γὰρ ποιοῦντες οὐ μὴ πταίσητέ ποτε : οὕτως γὰρ πλουσίως ἐπιχορηγηθήσεται ὑμῖν ἡ εἴσοδος εἰς
διάγοντες . χαίρετε , χαίρετ ' ἐν αἰσιμίαισι πλούτου . χαίρετ ' ἀστικὸς λεώς , ἴκταρ ἥμενοι Διός , παρθένου
χαρίσματα καὶ ἡ κλῆσις τοῦ θεοῦ . ὥσπερ γὰρ ὑμεῖς ποτε ἠπειθήσατε τῷ θεῷ , νῦν δὲ ἠλεήθητε τῇ τούτων
7088576 Ποι
κατὰ παρεμβολὴν κεῖται διὰ μέσου . Ποί τινος ] . Ποί τινος ἀντὶ ἔργων ] * Τί βούλεται τὸ ποί
εἰς τὴν πόλιν καὶ εἰς τοὺς ἀγρούς : καὶ ἦλθον ἰδεῖν τί ἐστιν τὸ γεγονός . καὶ ἔρχονται πρὸς τὸν
χάρις μέχρι τοῦ ὀπιζομένα κατὰ παρεμβολὴν κεῖται διὰ μέσου . Ποί τινος ] . Ποί τινος ἀντὶ ἔργων ] *
τῷ θελήματι τοῦ θεοῦ ἐλθεῖν πρὸς ὑμᾶς . ἐπιποθῶ γὰρ ἰδεῖν ὑμᾶς , ἵνα τι μεταδῶ χάρισμα ὑμῖν πνευματικὸν εἰς
7081470 ἡμετερε
ὁ Ζεὺς πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε καὶ ὦ πάτερ ἡμέτερε Κρονίδη , ὕπατε κρειόντων . καὶ αὐτὸς μὲν ὁ
ἡ ἀγγελία ἣν ἠκούσατε ἀπ ' ἀρχῆς , ἵνα ἀγαπῶμεν ἀλλήλους : οὐ καθὼς Κάϊν ἐκ τοῦ πονηροῦ ἦν καὶ
ὀψὲ δὲ δὴ μετέειπε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη : ὦ πάτερ ἡμέτερε Κρονίδη ὕπατε κρειόντων εὖ νυ καὶ ἡμεῖς ἴδμεν ὅ
καὶ πατέρα τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ . Διὸ προσλαμβάνεσθε ἀλλήλους , καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς προσελάβετο ὑμᾶς , εἰς
7066629 φευγετε
. φυγὰν φυγάν , γέροντες , ἀποπρὸ δωμάτων διώκετε : φεύγετε μάργον ἄνδρ ' ἐπεγειρόμενον . ἢ τάχα φόνον ἕτερον
καθὼς προενήρξατο οὕτως καὶ ἐπιτελέσῃ εἰς ὑμᾶς καὶ τὴν χάριν ταύτην . ἀλλ ' ὥσπερ ἐν παντὶ περισσεύετε , πίστει
δεινόν ἐστι φυγή , δεινὸν λοιδορία , δεινὸν πενία : φεύγετε ἄνδρες , πάρεισιν οἱ πολέμιοι , ἐροῦμέν σοι ἄπελθε
λοιποῖς τοῖς ἐν Θυατίροις , ὅσοι οὐκ ἔχουσιν τὴν διδαχὴν ταύτην , οἵτινες οὐκ ἔγνωσαν τὰ βαθέα τοῦ Σατανᾶ ,
7046649 ἀντιβολω
εἰς ὑμᾶς , ὦ ἄνδρες δικασταί . καὶ δέομαι καὶ ἀντιβολῶ καὶ ἱκετεύω , μὴ ὑπερίδητέ με καὶ τὰς θυγατέρας
κυρίου αὐτοῦ οὐδὲ ἀπόστολος μείζων τοῦ πέμψαντος αὐτόν . εἰ ταῦτα οἴδατε , μακάριοί ἐστε ἐὰν ποιῆτε αὐτά . οὐ
τοῦ δέους γὰρ τῶν ὅπλων εἰλιγγιῶ . Ἀλλ ' , ἀντιβολῶ ς ' , ἀπένεγκέ μου τὴν μορμόνα . Ἰδού
ἄμεμπτος . [ ἀλλὰ ] ἅτινα ἦν μοι κέρδη , ταῦτα ἥγημαι διὰ τὸν Χριστὸν ζημίαν . ἀλλὰ μενοῦνγε καὶ
7031503 χαιρετε
πρὸς τοὺς τρίποδας τοὺς ἐν Διονύσου τουτουσὶ , πάντως δὲ χαίρετε αὐτοὺς προσορῶντες . ἆρ ' οὖν ποτ ' ἂν
ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη ; πῶς οὖν βλέπει ἄρτι ; ἀπεκρίθησαν οὖν οἱ γονεῖς αὐτοῦ καὶ εἶπαν , Οἴδαμεν ὅτι οὗτός
οὕτω τελευτῆσαι . Καὶ ἔστιν ἡμῶν εἰς αὐτὸν οὕτω : χαίρετε , καὶ μέμνησθε τὰ δόγματα : τοῦτ ' Ἐπίκουρος
ἀπαγγέλλων ὅτι Ὄντως ὁ θεὸς ἐν ὑμῖν ἐστιν . Τί οὖν ἐστιν , ἀδελφοί ; ὅταν συνέρχησθε , ἕκαστος ψαλμὸν
7018126 φρασον
ἐστὶν ἀσφαλές . ἀρχὴ δὲ ναυσὶ συμβολῆς τίς ἦν , φράσον : τίνες κατῆρξαν , πότερον Ἕλληνες , μάχης ,
Βηθανίᾳ ἐν τῇ οἰκίᾳ Σίμωνος τοῦ λεπροῦ κατακειμένου αὐτοῦ ἦλθεν γυνὴ ἔχουσα ἀλάβαστρον μύρου νάρδου πιστικῆς πολυτελοῦς : συντρίψασα τὴν
εἰσὶ στάδια ἑβδομήκοντα ἀπαρτί ” : καὶ Φερεκράτης : “ φράσον μοι . ἀπαρτὶ δὴ τοῦ προλαβεῖν ” . συνωνυμεῖ
ἔθαψαν . Ἐγένετο δὲ ὡς ὡρῶν τριῶν διάστημα καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ μὴ εἰδυῖα τὸ γεγονὸς εἰσῆλθεν . ἀπεκρίθη δὲ
7014004 ἀυσε
δέ οἱ ἀγλαὸν ἦτορ . Τῷ δ ' ἐπὶ μακρὸν ἄυσε πάις Ποίαντος ἀγαυοῦ : Αἰνεία , σύ γ '
παρὰ τοῦ θεοῦ πᾶν ῥῆμα . εἶπεν δὲ Μαριάμ , Ἰδοὺ ἡ δούλη κυρίου : γένοιτό μοι κατὰ τὸ ῥῆμά
ἐν πολέμῳ ἢ χείροσιν ἀμφιπολεύειν : καί ῥ ' ὀλοφυδνὸν ἄυσε μέγ ' ἀχνυμένη κέαρ ἔνδον : Εἰ δ '
πᾶσαι καὶ ἐκάθευδον . μέσης δὲ νυκτὸς κραυγὴ γέγονεν , Ἰδοὺ ὁ νυμφίος , ἐξέρχεσθε εἰς ἀπάντησιν αὐτοῦ . τότε
7003444 γεραια
ἐπέρρεπε γαμβροῖσιν ἀείδειν . μεταμανθάνουσα δ ' ὕμνον Πριάμου πόλις γεραιὰ πολύθρηνον μέγα που στένει κικλήσκους ' Ἄπαριν τὸν αἰνόλεκτρον
ἐργάζομαι . διὰ τοῦτο οὖν μᾶλλον ἐζήτουν αὐτὸν οἱ Ἰουδαῖοι ἀποκτεῖναι , ὅτι οὐ μόνον ἔλυεν τὸ σάββατον ἀλλὰ καὶ
ἐλθεῖν δ ' ἔτλησαν δεῦρο καὶ ξένον πόδα θεῖναι μόλις γεραιὰ κινοῦσαι μέλη , πρεσβεύματ ' οὐ Δήμητρος ἐς μυστήρια
καὶ ἐδόθη αὐτοῖς ἐξουσία ἐπὶ τὸ τέταρτον τῆς γῆς , ἀποκτεῖναι ἐν ῥομφαίᾳ καὶ ἐν λιμῷ καὶ ἐν θανάτῳ καὶ
6992972 μυθησατο
' ἐχώσατο κηρόθι μᾶλλον , κινήσας δὲ κάρη προτὶ ὃν μυθήσατο θυμόν : “ ὢ πόποι , ἦ μάλα δὴ
ἐγώ εἰμι : μὴ φοβεῖσθε . ἀποκριθεὶς δὲ αὐτῷ ὁ Πέτρος εἶπεν , Κύριε , εἰ σὺ εἶ , κέλευσόν
Ἀγαμέμνων χαῖρε νόῳ . „ „ ὣς γάρ οἱ χρείων μυθήσατο Φοῖβος Ἀπόλλων Πυθοῖ ” : ” Δελφοὶ μὲν δὴ
ἄνθρωπον . καὶ εὐθέως ἀλέκτωρ ἐφώνησεν . καὶ ἐμνήσθη ὁ Πέτρος τοῦ ῥήματος Ἰησοῦ εἰρηκότος ὅτι Πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς
6974926 σφωϊ
χρύσειον ἄλεισον σπένδων αἴθοπα οἶνον ἐπ ' αἰθομένοις ἱεροῖσι . σφῶϊ μὲν ἀμφὶ βοὸς ἕπετον κρέα , νῶϊ δ '
βλέπωσιν τὴν ἀσχημοσύνην αὐτοῦ . καὶ συνήγαγεν αὐτοὺς εἰς τὸν τόπον τὸν καλούμενον Ἑβραϊστὶ Ἁρμαγεδών . Καὶ ὁ ἕβδομος ἐξέχεεν
ἑνικαὶ ἀντωνυμίαι : δυϊκαὶ δέ εἰσιν αὗται : νῶϊ , σφῶϊ , σφῶε : σημαίνουσι δὲ αὗται ἡ μὲν νῶϊ
διαμαρτύρηται αὐτοῖς , ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ ἔλθωσιν εἰς τὸν τόπον τοῦτον τῆς βασάνου . λέγει δὲ Ἀβραάμ , Ἔχουσι
6964104 ὁμηλικες
προσφθέγγομαι . ἴτ ' , ὦ νέοι μοι τῆσδε γῆς ὁμήλικες , προσείπαθ ' ἡμᾶς καὶ προπέμψατε χθονός : ὡς
εἰς τὰ ὄμματα αὐτοῦ , ἐπιθεὶς τὰς χεῖρας αὐτῷ , ἐπηρώτα αὐτόν , Εἴ τι βλέπεις ; καὶ ἀναβλέψας ἔλεγεν
ὅτι μάλιστα ἀκροποδητὶ ἐπεγείρῃ ἑαυτόν : ἀλλ ' εἰ μέλλουσιν ὁμήλικες φανεῖσθαι , ὁ μείζων ἐκεῖνος ἐπικύψει καὶ ταπεινότερον ἀποφανεῖ
τὰς κώμας Καισαρείας τῆς Φιλίππου : καὶ ἐν τῇ ὁδῷ ἐπηρώτα τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ λέγων αὐτοῖς , Τίνα με λέγουσιν
6961481 αὐδησω
] ; καὶ τόνδε φέρεις ἡγήτορα φύτλης [ ] . αὐδήσω [ σε ] Πλάτωνα ; Πλατωνίδος ἐσσὶ γενέθλης [
, κυκλόθεν καὶ ἔσωθεν γέμουσιν ὀφθαλμῶν : καὶ ἀνάπαυσιν οὐκ ἔχουσιν ἡμέρας καὶ νυκτὸς λέγοντες , Ἅγιος ἅγιος ἅγιος κύριος
η ἔχει , ἡβῶ ἡβήσω , σιγῶ σιγήσω , αὐδῶ αὐδήσω , θῶ θήσω : τὸ μυκῶ μυκήσω , τιμῶ
τὸν ὄχλον ὅτι ἤδη ἡμέραι τρεῖς προσμένουσίν μοι καὶ οὐκ ἔχουσιν τί φάγωσιν : καὶ ἐὰν ἀπολύσω αὐτοὺς νήστεις εἰς
6961172 διηγησαι
' ὅπερ ἐδεόμεθά σου , μὴ ἄλλως ποιήσῃς , ἀλλὰ διήγησαι τίνες ἦσαν οἱ λόγοι . Ἦσαν τοίνυν ἐκεῖνοι τοιοίδε
τὰ καθ ' ὑμᾶς , διαταξάμενος τῷ ἑκατοντάρχῃ τηρεῖσθαι αὐτὸν ἔχειν τε ἄνεσιν καὶ μηδένα κωλύειν τῶν ἰδίων αὐτοῦ ὑπηρετεῖν
, εἰ μή τις σοι μεγάλη ἀσχολία τυγχάνει οὖσα , διήγησαι ἡμῖν : πάνυ γὰρ ἐπιθυμοῦμεν ἀκοῦσαι , τί ποτέ
δίκαιον ἐμοὶ τοῦτο φρονεῖν ὑπὲρ πάντων ὑμῶν , διὰ τὸ ἔχειν με ἐν τῇ καρδίᾳ ὑμᾶς , ἔν τε τοῖς
6960708 ὠδε
τὸ συμπέρασμα , εἰ καὶ ἄμφω ψευδῆ εἰσιν , ἢ ὦδε , ἤγουν τὰς προτάσεις μόνον , εἰ τὸ συμπέρασμά
ὁ παῖς μου . καὶ γὰρ ἐγὼ ἄνθρωπός εἰμι ὑπὸ ἐξουσίαν τασσόμενος , ἔχων ὑπ ' ἐμαυτὸν στρατιώτας , καὶ
μὴ καλῶς γένοιτο τἠμέρηι κείνηι ἤτις ς ' ἐσήγαγ ' ὦδε . Πυρρίη , κλαύσηι : ὀρῶ σε δήκου πάντα
τὸ μὴ ἐπιβαρῆσαί τινα ὑμῶν : οὐχ ὅτι οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν , ἀλλ ' ἵνα ἑαυτοὺς τύπον δῶμεν ὑμῖν εἰς
6955629 φραζ
. Γ καὶ ἐν ἐκθέσει στίχοι ἐπικοὶ ιʹ . Γ φράζ ' Ἐρεχθεΐδη : οἱ ἑξῆς οὗτοι στίχοι δακτυλικοί εἰσιν
πάντες τέκνα , ἀλλ ' , Ἐν Ἰσαὰκ κληθήσεταί σοι σπέρμα . τοῦτ ' ἔστιν , οὐ τὰ τέκνα τῆς
' ἐκείνῳ τἀνδρὶ τῆς ἐμῆς χερός . Διδοὺς δὲ τόνδε φράζ ' ὅπως μηδεὶς βροτῶν κείνου πάροιθεν ἀμφιδύσεται χροΐ ,
ὁ γεγεννημένος ἐκ τοῦ θεοῦ ἁμαρτίαν οὐ ποιεῖ , ὅτι σπέρμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ μένει : καὶ οὐ δύναται ἁμαρτάνειν
6953643 δοτε
προῆχθαι . ἐὰν δὲ ἐπισημήνῃ ὥσπερ ὁ Αἰσχίνης , οἷον δότε μοι εἰπεῖν κίναιδον αὐτόν , οὔτε ὁμοίως ἔσῃ πιθανὸς
: γέγραπται γὰρ ὅτι Ἄρχοντα τοῦ λαοῦ σου οὐκ ἐρεῖς κακῶς . Γνοὺς δὲ ὁ Παῦλος ὅτι τὸ ἓν μέρος
δότε ἡμῖν ” ἐφώνουν „ λίθους , δότε κονίαν , δότε ξύλα , καὶ τἄλλα τῶν πρὸς οἰκοδομὴν ἐπιτηδείων .
ὅλην τὴν περίχωρον ἐκείνην , καὶ προσήνεγκαν αὐτῷ πάντας τοὺς κακῶς ἔχοντας , καὶ παρεκάλουν αὐτὸν ἵνα μόνον ἅψωνται τοῦ
6949734 ὑπεστης
τίνος κόσμου μέρος εἶ καὶ τίνος διοικοῦντος τὸν κόσμον ἀπόρροια ὑπέστης καὶ ὅτι ὅρος ἐστί σοι περιγεγραμμένος τοῦ χρόνου ,
, καὶ τὴν δέησιν τοῖς ἐν οὐρανοῖς . Ὁ δὲ Ἰωάννης εἶπεν : Ὁ τιμῶν τὸν ἰἐρέα τὶ μισθὸν ἔχει
τ ' Αἰσωνίδα ναίων ἡμετέροιο τοκῆος ἐπώνυμον , ὅς μοι ὑπέστης Πυθοῖ χρειομένῳ ἄνυσιν καὶ πείραθ ' ὁδοῖο σημανέειν ,
προάγουσιν ὑμᾶς εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ θεοῦ . ἦλθεν γὰρ Ἰωάννης πρὸς ὑμᾶς ἐν ὁδῷ δικαιοσύνης , καὶ οὐκ ἐπιστεύσατε
6937149 μαντι
Ἄμμων κερατηφόρε κέκλυθι μάντι . Ζεῦ Λιβύηϲ Ἄμμων κερατηφόρε κέκλυθι μάντι . , : Περὶ δὲ τῆς γενέσεως αὐτῶν Φανόδημος
Ἰησοῦ τὰ πρὸς τὸν θεόν : οὐ γὰρ τολμήσω τι λαλεῖν ὧν οὐ κατειργάσατο Χριστὸς δι ' ἐμοῦ εἰς ὑπακοὴν
ἄγος ἐπαίροντα . στροφὴ ἑτέρα κώλων εʹ . ἴαμβος . μάντι ] ὦ . αὐτὸς ἑαυτὸν καλέσας ἐπὶ τῶι μιᾶναι
οἴκῳ τοὺς ἰδίους ἄνδρας ἐπερωτάτωσαν , αἰσχρὸν γάρ ἐστιν γυναικὶ λαλεῖν ἐν ἐκκλησίᾳ . ἢ ἀφ ' ὑμῶν ὁ λόγος
6932071 πεμψατε
ὡς ὁ ποιητής : εἰλύσω ψαμάθοις τόσην οἱ ἄσιν . πέμψατε . . . ὄλοιντο ] τὸ ἑξῆς οὕτως :
καὶ εἶπεν αὐτῷ , Ἀκολούθει μοι . καὶ καταλιπὼν πάντα ἀναστὰς ἠκολούθει αὐτῷ . Καὶ ἐποίησεν δοχὴν μεγάλην Λευὶς αὐτῷ
πέμψατε . . . ὄλοιντο ] τὸ ἑξῆς οὕτως : πέμψατε πόντονδε , ἔνθα ἀντήσαντες λαίλαπι χειμωνοτύπωι , βροντῆι ,
τελώνιον , καὶ λέγει αὐτῷ , Ἀκολούθει μοι . καὶ ἀναστὰς ἠκολούθησεν αὐτῷ . Καὶ γίνεται κατακεῖσθαι αὐτὸν ἐν τῇ
6931603 ἐρρωσο
διενυκτέρευσαν . σὺ δ ' ὡς ἐπὶ μήκιστον εὐτυχοίης . ἔρρωσο . καὶ τὸ μὲν μηδὲν παθεῖν τοιοῦτον οὐκ ἂν
υἱόν ; αὐτὸς γὰρ Δαυὶδ λέγει ἐν βίβλῳ ψαλμῶν , Εἶπεν κύριος τῷ κυρίῳ μου , Κάθου ἐκ δεξιῶν μου
τις οὕτως ἄθλιος ὡς τὸ αἰσχρὸν τοῦ καλοῦ προτιθέναι . ἔρρωσο . Ὅστις ἀρχαίως καὶ δοκίμως ἐθέλει διαλέγεσθαι , τάδε
ἰδοὺ γὰρ ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστιν . Εἶπεν δὲ πρὸς τοὺς μαθητάς , Ἐλεύσονται ἡμέραι ὅτε ἐπιθυμήσετε
6923450 βεβακες
Κοῦρε , χαῖρέ μοι , Κρόνειε , παγκρατὲς γάνος , βέβακες δαιμόνων ἁγώμενος : Δίκταν εἰς ἐνιαυτὸν ἕρπε καὶ γέγαθι
μεγάλη . καὶ εἶπεν αὐτοῖς , Τί δειλοί ἐστε ; οὔπω ἔχετε πίστιν ; καὶ ἐφοβήθησαν φόβον μέγαν , καὶ
μέγιστε Κοῦρε , χαῖρέ μοι Κρόνειε , παγκρατὲς γάνος , βέβακες δαιμόνων ἁγώμενος : Δίκταν εἰς ἐνιαυτὸν ἕρπε καὶ γέγαθι
πολέμων , μὴ θροεῖσθε : δεῖ γενέσθαι , ἀλλ ' οὔπω τὸ τέλος . ἐγερθήσεται γὰρ ἔθνος ἐπ ' ἔθνος
6914127 Κρονειε
ἀγρός . Ἰώ , μέγιστε Κοῦρε , χαῖρέ μοι , Κρόνειε , παγκρατὲς γάνος , βέβακες δαιμόνων ἁγώμενος : Δίκταν
μνήματι λαξευτῷ οὗ οὐκ ἦν οὐδεὶς οὔπω κείμενος . καὶ ἡμέρα ἦν παρασκευῆς , καὶ σάββατον ἐπέφωσκεν . Κατακολουθήσασαι δὲ
ἀντάχον . ] Ἰώ , μέγιστε Κοῦρε , χαῖρέ μοι Κρόνειε , παγκρατὲς γάνος , βέβακες δαιμόνων ἁγώμενος : Δίκταν
ἡμῶν , ὅτι πρὸς ἑσπέραν ἐστὶν καὶ κέκλικεν ἤδη ἡ ἡμέρα . καὶ εἰσῆλθεν τοῦ μεῖναι σὺν αὐτοῖς . καὶ
6908781 ἐννεπω
τοῦ νοῦ κενόν . Εἶπον μὲν οὖν καὶ πρόσθεν , ἐννέπω δὲ νῦν , τὰς παῖδας ὡς τάχιστα δεῦρ '
γρηγορῇ . γρηγορεῖτε οὖν , οὐκ οἴδατε γὰρ πότε ὁ κύριος τῆς οἰκίας ἔρχεται , ἢ ὀψὲ ἢ μεσονύκτιον ἢ
αν . . . Παῖδες , ἄφωνος ἐοῖσα τότ ' ἐννέπω , αἴ τις ἔρηται , φωνὰν ἀκαμάταν κατθεμένα πρὸ
ἀφιέναι . Τοῖς δὲ λοιποῖς λέγω ἐγώ , οὐχ ὁ κύριος : εἴ τις ἀδελφὸς γυναῖκα ἔχει ἄπιστον , καὶ
6908684 μιμνετε
καὶ σὺ κακοῖσι δόλοισι κεκασμένε κερδαλεόφρον τίπτε καταπτώσσοντες ἀφέστατε , μίμνετε δ ' ἄλλους ; σφῶϊν μέν τ ' ἐπέοικε
, καὶ παρ ' αὐτῷ ἔμειναν τὴν ἡμέραν ἐκείνην : ὥρα ἦν ὡς δεκάτη . Ἦν Ἀνδρέας ὁ ἀδελφὸς Σίμωνος
: οἱ δ ' ἄλλοι Τενέδοιο πρὸς ἱερὸν ἄστυ μολόντες μίμνετε , εἰς ὅ κεν ἄμμε ποτὶ πτόλιν εἰρύσσωσι δήιοι
μὴ σκανδαλισθῆτε . ἀποσυναγώγους ποιήσουσιν ὑμᾶς : ἀλλ ' ἔρχεται ὥρα ἵνα πᾶς ὁ ἀποκτείνας ὑμᾶς δόξῃ λατρείαν προσφέρειν τῷ
6904456 ἐσπετε
Ἐνταῦθα δὴ τοῦ λόγου γενόμενος Ὅμηρος μὲν ἂν εἶπεν : ἔσπετε νῦν μοι Μοῦσαι Ὀλύμπια δώματ ' ἔχουσαι , ἐγὼ
ὅτι ὁ παῖς αὐτοῦ ζῇ . ἐπύθετο οὖν τὴν ὥραν παρ ' αὐτῶν ἐν ᾗ κομψότερον ἔσχεν : εἶπαν οὖν
. . Τρωιάδων βαθυκόλπων : ἡ διπλῆ πρὸς τοὺς γράφοντας ἔσπετε νῦν μοι Μοῦσαι Ὀλυμπιάδες βαθύκολποι , ὅτι ἐπὶ βαρβάρων
ὃν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε : ἐγὼ οἶδα αὐτόν , ὅτι παρ ' αὐτοῦ εἰμι κἀκεῖνός με ἀπέστειλεν . Ἐζήτουν οὖν
6901446 ἀκουσατ
? ? [ ] ? μοι τ [ [ ] ἀκούσατ [ ] ? [ ' ] ἄκραν ? [
ἢ προφητεύων κατὰ κεφαλῆς ἔχων καταισχύνει τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ : πᾶσα δὲ γυνὴ προσευχομένη ἢ προφητεύουσα ἀκατακαλύπτῳ τῇ κεφαλῇ καταισχύνει
δικάζειν δίκας . ὦ ' γαθοί , τὸ πρᾶγμ ' ἀκούσατ ' , ἀλλὰ μὴ κεκράγατε . νὴ Δί '
δὲ ἐξελθόντες ἀπῆλθον εἰς τοὺς χοίρους : καὶ ἰδοὺ ὥρμησεν πᾶσα ἡ ἀγέλη κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν θάλασσαν ,
6900691 Δικταν
μοι Κρόνειε , παγκρατὲς γάνος , βέβακες δαιμόνων ἁγώμενος : Δίκταν εἰς ἐνιαυτὸν ἕρπε καὶ γέγαθι μολπᾷ . Ἔνθα γὰρ
. καὶ ἐδίδουν αὐτῷ ἐσμυρνισμένον οἶνον , ὃς δὲ οὐκ ἔλαβεν . καὶ σταυροῦσιν αὐτὸν καὶ διαμερίζονται τὰ ἱμάτια αὐτοῦ
μοι Κρόνειε , παγκρατὲς γάνος , βέβακες δαιμόνων ἁγώμενος : Δίκταν εἰς ἐνιαυτὸν ἕρπε καὶ γέγαθι μολπᾷ . [ Ὧραι
ὄξους ὑσσώπῳ περιθέντες προσήνεγκαν αὐτοῦ τῷ στόματι . ὅτε οὖν ἔλαβεν τὸ ὄξος [ ὁ ] Ἰησοῦς εἶπεν , Τετέλεσται
6879867 ὑμνειουσαι
πρόσωπα ἐν ἀντωνυμίαις : δεῦτε δὴ ἐννέπετε σφέτερον πατέρ ' ὑμνείουσαι , ἀντὶ τοῦ ὑμέτερον . χρόνοι ἐν ῥήμασιν :
ὅτι οὐδὲ Σολομὼν ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ αὐτοῦ περιεβάλετο ὡς ἓν τούτων . εἰ δὲ τὸν χόρτον τοῦ ἀγροῦ σήμερον
' Ἡσιόδῳ , Δεῦτε Δί ' ἐννέπετε σφέτερον πατέρ ' ὑμνείουσαι . ἀντὶ τοῦ , ὑμέτερον . Περὶ δὲ τὰς
ὁ τὰ δύο ἐκέρδησεν ἄλλα δύο . ὁ δὲ τὸ ἓν λαβὼν ἀπελθὼν ὤρυξεν γῆν καὶ ἔκρυψεν τὸ ἀργύριον τοῦ
6874562 εὐμενεοντες
Φινῆος ὀισσάμενος τελέεσθαι : “ Ταῦτα μὲν αὐτίκα πάντα παρέξομεν εὐμενέοντες : ἀλλ ' ἄγε μοι κατάλεξον ἐτήτυμον ὁππόθι γαίης
ἦλθεν εἰς πᾶσαν [ τὴν ] περίχωρον τοῦ Ἰορδάνου κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν , ὡς γέγραπται ἐν βίβλῳ
Μεσσάνας Ἀμυθάν : ταχέως δ ' Ἄδˈματος ἷκεν καὶ Μέλαμπος εὐμενέοντες ἀνεψιόν . ἐν δαιτὸς δὲ μοίρᾳ μειλιχίοισι λόγοις αὐτοὺς
. Καὶ πάλιν εἶπον : κύριε , καὶ οἱ τὸ βάπτισμα λαβόντες τί ; καὶ ἤκουσα φωνῆς λεγούσης μοι :
6873838 Δευρ
τοῦ νόμου τοῦ ἀκινήτου ἐπὶ τὸν ἔμπνουν καὶ ζῶντα . Δεῦρ ' ἴτε οὖν , ὦ φίλαι Μοῦσαι , αἳ
. ἐρεῖς οὖν , Ἐξεκλάσθησαν κλάδοι ἵνα ἐγὼ ἐγκεντρισθῶ . καλῶς : τῇ ἀπιστίᾳ ἐξεκλάσθησαν , σὺ δὲ τῇ πίστει
. Πλάτων δὲ τὸ Δεσποτοῦν ἀντὶ τοῦ δεσπόζον εἴρηκε . Δεῦρ ' ἀεί , ἀντὶ τοῦ ἕως τούτου . Πλάτων
ἐν πᾶσιν . διάκονοι ἔστωσαν μιᾶς γυναικὸς ἄνδρες , τέκνων καλῶς προϊστάμενοι καὶ τῶν ἰδίων οἴκων : οἱ γὰρ καλῶς
6861913 ἀμυνεμεν
οἴκου ἀμῦναι . ἡμεῖς δ ' οὔ νύ τι τοῖοι ἀμυνέμεν : ἦ καὶ ἔπειτα λευγαλέοι τ ' ἐσόμεσθα καὶ
. ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται καὶ ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται . Ἔλεγεν δὲ καὶ τῷ κεκληκότι αὐτόν ,
μιν λείπουσιν ἐν ἄλγεσιν ἰχθύες ἄλλοι ἀνθίαι ἀλλ ' ἐθέλουσιν ἀμυνέμεν , ἐν δέ οἱ αὐτῷ νῶτα βίῃ χρίμπτουσι καὶ
, ἔπειτα τῶν τοῦ λαοῦ : τοῦτο γὰρ ἐποίησεν ἐφάπαξ ἑαυτὸν ἀνενέγκας . ὁ νόμος γὰρ ἀνθρώπους καθίστησιν ἀρχιερεῖς ἔχοντας
6861700 ἀμειβετο
τι αἱρήσεσθε ; Ἀρισταγόρης μὲν ταῦτα ἔλεξε , Κλεομένης δὲ ἀμείβετο τοῖσδε : Ὦ ξεῖνε Μιλήσιε , ἀναβάλλομαί τοι ἐς
σαββάτῳ : ἔσται γὰρ τότε θλῖψις μεγάλη οἵα οὐ γέγονεν ἀπ ' ἀρχῆς κόσμου ἕως τοῦ νῦν οὐδ ' οὐ
γυναῖκας . Ὁ μὲν δὴ τοιαῦτα ἔλεγε , ἡ δὲ ἀμείβετο τοῖσδε : Ὦ παῖ , ἐπείτε με λιτῇσι μετέρχεαι
ἀδελφὸν αὐτοῦ . Ὅτι αὕτη ἐστὶν ἡ ἀγγελία ἣν ἠκούσατε ἀπ ' ἀρχῆς , ἵνα ἀγαπῶμεν ἀλλήλους : οὐ καθὼς
6857336 νωϊ
: ἔστι γὰρ ἥμιν σήμαθ ' , ἃ δὴ καὶ νῶϊ κεκρυμμένα ἴδμεν ἀπ ' ἄλλων . ” ὣς φάτο
Εἶπεν δὲ καὶ ἕτερος , Ἀκολουθήσω σοι , κύριε : πρῶτον δὲ ἐπίτρεψόν μοι ἀποτάξασθαι τοῖς εἰς τὸν οἶκόν μου
κεν ἐμὸν κατὰ θυμὸν ἀμύμονα μερμηρίξας φράσσομαι , ἤ κεν νῶϊ δυνησόμεθ ' ἀντιφέρεσθαι μούνω ἄνευθ ' ἄλλων , ἦ
τῶν ἀποστόλων ὑμῶν ἐντολῆς τοῦ κυρίου καὶ σωτῆρος : τοῦτο πρῶτον γινώσκοντες , ὅτι ἐλεύσονται ἐπ ' ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν
6856337 Ἀρτεμι
. αἴθ ' αὐτὰν δυνάμαν καὶ τὰν ψυχὰν ἐπιβάλλειν . Ἄρτεμι , μὴ νεμέσα σέο ῥήμασιν οὐκέτι πιστῇ . ῥέξω
νεφέλην . καὶ φωνὴ ἐγένετο ἐκ τῆς νεφέλης λέγουσα , Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἐκλελεγμένος , αὐτοῦ ἀκούετε
δυρομένα σὸν εὐνέταν . ὦ μεγάλα Θέμι καὶ πότνι ' Ἄρτεμι , λεύσσεθ ' ἃ πάσχω , μεγάλοις ὅρκοις ἐνδησαμένα
ἐπισκιάζουσα αὐτοῖς , καὶ ἐγένετο φωνὴ ἐκ τῆς νεφέλης , Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός , ἀκούετε αὐτοῦ
6851885 εἰπαν
Ὁ δὲ Ξέρξης εἴρετο αὐτοὺς ὅκῃ πλέοιεν : οἱ δὲ εἶπαν : Ἐς τοὺς σοὺς πολεμίους , ὦ δέσποτα ,
τὰ μὲν ὑποδείγματα τῶν ἐν τοῖς οὐρανοῖς τούτοις καθαρίζεσθαι , αὐτὰ δὲ τὰ ἐπουράνια κρείττοσιν θυσίαις παρὰ ταύτας . οὐ
τὴν κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον [ ] . Καὶ εἶπαν [ ] τῷ κυρίῳ Σὺ εἶ κύριος τῶν κυρίων
ὅταν ὑμᾶς καλῶς εἴπωσιν πάντες οἱ ἄνθρωποι , κατὰ τὰ αὐτὰ γὰρ ἐποίουν τοῖς ψευδοπροφήταις οἱ πατέρες αὐτῶν . Ἀλλὰ
6850542 Τοξαρι
ἔγωγε οὐ μετρίως δέδοικα ὑπὲρ αὐτῶν . Θάρρει , ὦ Τόξαρι , ἐσώθησαν , καὶ ἔτι καὶ νῦν εἰσιν Ἀθήνησιν
καὶ ἐδίδοσαν αὐτῷ ῥαπίσματα . Καὶ ἐξῆλθεν πάλιν ἔξω ὁ Πιλᾶτος καὶ λέγει αὐτοῖς , Ἴδε ἄγω ὑμῖν αὐτὸν ἔξω
ποιεῖν Σκύθαι ὑπὲρ τῶν φίλων . Πάνυ τραγικά , ὦ Τόξαρι , καὶ μύθοις ὅμοια : καὶ ἵλεως μὲν ὁ
ἵνα ἄρῃ τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ : καὶ ἐπέτρεψεν ὁ Πιλᾶτος . ἦλθεν οὖν καὶ ἦρεν τὸ σῶμα αὐτοῦ .
6844196 χρηιζω
φίλα . [ καὶ δή ς ' ἐρωτῶ πρῶτον ὧν χρήιζω τυχεῖν : ] τί τὸ στέρεσθαι πατρίδος ; ἦ
καὶ προσελθὼν ἤγειρεν αὐτὴν κρατήσας τῆς χειρός : καὶ ἀφῆκεν αὐτὴν ὁ πυρετός , καὶ διηκόνει αὐτοῖς . Ὀψίας δὲ
εἰδέναι , κἀγὼ λέγειν τὰ μὴ φίλ ' οὐ ] χρήιζω δόμοις . μή νύν με κρύψηις , εἴ τι
ψυχήν μου , ἵνα πάλιν λάβω αὐτήν . οὐδεὶς αἴρει αὐτὴν ἀπ ' ἐμοῦ , ἀλλ ' ἐγὼ τίθημι αὐτὴν
6836337 ξεν
? ! [ Λυκουργ [ γυνὴ δ [ οὐκ ἐν ξεν ? [ πρὸς δ ' ἀ [ ἥκιστα [
Μωϋσῆς ἔγραψεν ἡμῖν ὅτι ἐάν τινος ἀδελφὸς ἀποθάνῃ καὶ καταλίπῃ γυναῖκα καὶ μὴ ἀφῇ τέκνον , ἵνα λάβῃ ὁ ἀδελφὸς
ον πᾱ [ ˘˘˘˘ – – – ] ων : ξεν [ – ˘˘˘ – – ] έμμεν ἁλίῳ ?
. ἑπτὰ οὖν ἀδελφοὶ ἦσαν : καὶ ὁ πρῶτος λαβὼν γυναῖκα ἀπέθανεν ἄτεκνος : καὶ ὁ δεύτερος καὶ ὁ τρίτος
6834488 πεμπετ
ὑμῖν , πρόσθε δ ' ἄνασσαν , [ λάβετε φέρετε πέμπετ ' ἀείρετέ μου ] γεραιᾶς χειρὸς προσλαζύμεναι : κἀγὼ
. ἀσθενοῦντας θεραπεύετε , νεκροὺς ἐγείρετε , λεπροὺς καθαρίζετε , δαιμόνια ἐκβάλλετε : δωρεὰν ἐλάβετε , δωρεὰν δότε . Μὴ
ὕμνος . ἀλλὰ κλύοντες , μάκαρες χθόνιοι , τῆσδε κατευχῆς πέμπετ ' ἀρωγὴν παισὶν προφρόνως ἐπὶ νίκῃ . πάτερ ,
ἐκείνους εἰσελθεῖν : καὶ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς . ἐξελθόντα δὲ τὰ δαιμόνια ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου εἰσῆλθον εἰς τοὺς χοίρους , καὶ
6831948 Σικελα
ἄμαξαν ἤδη , ἀπὸ δὲ ἰάμβου φιλωτέρα ἄρτι γάρ οἱ Σικελὰ μὲν Ἔννα . τοὺς δὲ μετὰ τὸν πρῶτον πόδα
πνεῦμα κυρίου ἥρπασεν τὸν Φίλιππον , καὶ οὐκ εἶδεν αὐτὸν οὐκέτι ὁ εὐνοῦχος : ἐπορεύετο γὰρ τὴν ὁδὸν αὐτοῦ χαίρων
τρώγειν ἀνάγκαζ ' αὐτὸν ἐξ οἴνου συχνούς . Καὶ πνικτὰ Σικελὰ πατανίων σωρεύματα . Ἀλλ ' εἰσὶ φιάλαι πέντε ,
οὐδέν ; ἴδε πόσα σου κατηγοροῦσιν . ὁ δὲ Ἰησοῦς οὐκέτι οὐδὲν ἀπεκρίθη , ὥστε θαυμάζειν τὸν Πιλᾶτον . Κατὰ
6831262 Κουρε
στάντες ἀείδομεν τεὸν ἀμφὶ βωμὸν οὐερκῆ . Ἰώ , μέγιστε Κοῦρε , χαῖρέ μοι Κρόνειε , παγκρατὲς γάνος , βέβακες
με εἰς τὴν κολυμβήθραν : ἐν ᾧ δὲ ἔρχομαι ἐγὼ ἄλλος πρὸ ἐμοῦ καταβαίνει . λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς ,
, θόρε κἐς Θέμιν κλειτάν [ . Ἰώ , μέγιστε Κοῦρε , χαῖρέ μοι Κρόνειε , παγκρατὲς γάνος , βέβακες
ἐγὼ ἔχων πεποίθησιν καὶ ἐν σαρκί . εἴ τις δοκεῖ ἄλλος πεποιθέναι ἐν σαρκί , ἐγὼ μᾶλλον : περιτομῇ ὀκταήμερος
6802871 Βουλεσθε
κρίνεται , ὅτι ταῦτα πράξας παρὰ τοὺς νόμους ἐδημηγόρει . Βούλεσθε οὖν τὸ ὅλον πρᾶγμα ἀφῶμεν καὶ μὴ ζητῶμεν ;
βλαστᾷ καὶ μηκύνηται ὡς οὐκ οἶδεν αὐτός . αὐτομάτη ἡ γῆ καρποφορεῖ , πρῶτον χόρτον , εἶτεν στάχυν , εἶτεν
ἡμῶν ; Πάνυ μὲν οὖν , ἔφη ὁ Πρωταγόρας . Βούλεσθε οὖν , ὁ Καλλίας ἔφη , συνέδριον κατασκευάσωμεν ,
τὸ δρέπανον αὐτοῦ ἐπὶ τὴν γῆν , καὶ ἐθερίσθη ἡ γῆ . Καὶ ἄλλος ἄγγελος ἐξῆλθεν ἐκ τοῦ ναοῦ τοῦ
6802260 Ἑρμη
τῶν σῶν δορυφόρων . Τί οὖν οὐκ ἀπαλλαττόμεθα , ὦ Ἑρμῆ , τὴν ταχίστην ; οὐ γὰρ ἄν τι ἡμεῖς
τὰς ἐπαγγελίας . Τῷ γὰρ Ἀβραὰμ ἐπαγγειλάμενος ὁ θεός , ἐπεὶ κατ ' οὐδενὸς εἶχεν μείζονος ὀμόσαι , ὤμοσεν καθ
. τὸ πλῆρες δὲ Ἑρμᾶ . Ἑρμ ' ἐμπολαῖε ] Ἑρμῆ ἐμπορικέ . ὡς εὐτυχῶς πωλήσας τὰς ἑαυτοῦ θυγατέρας εὔχεται
καὶ ἡγίασται ἡ γυνὴ ἡ ἄπιστος ἐν τῷ ἀδελφῷ : ἐπεὶ ἄρα τὰ τέκνα ὑμῶν ἀκάθαρτά ἐστιν , νῦν δὲ
6794526 σφω
ἐς παῖδε σώ . σῶιζ ' οὖν σὺ τέκνα , σφὼ δὲ τήνδε μητέρα , καὶ χαίρεθ ' : ἡμεῖς
περὶ μιᾶς ταύτης φωνῆς ἧς ἐκέκραξα ἐν αὐτοῖς ἑστὼς ὅτι Περὶ ἀναστάσεως νεκρῶν ἐγὼ κρίνομαι σήμερον ἐφ ' ὑμῶν .
, προσλάβεσθ ' , ὦ φίλοι . Ἐμοῦ δέ γε σφὼ τοῦ πέους ἄμφω μέσου προσλάβεσθ ' , ὦ φίλαι
ἐκλήθη , ἀδελφοί , ἐν τούτῳ μενέτω παρὰ θεῷ . Περὶ δὲ τῶν παρθένων ἐπιταγὴν κυρίου οὐκ ἔχω , γνώμην
6792820 δωσετε
αὐτοῖς τὰ ἔπεα τάδε ἃ καλέεται Κάμινος : εἰ μὲν δώσετε μισθὸν ἀείσω ὦ κεραμῆες : δεῦρ ' ἄγ '
, οὐκ ἔχεις μέρος μετ ' ἐμοῦ . λέγει αὐτῷ Σίμων Πέτρος , Κύριε , μὴ τοὺς πόδας μου μόνον
εὖ καὶ κακῶς ποιεῖν . ἢν οὖν σωφρονῆτε , τούτῳ δώσετε ὅ τι ἄγετε : καὶ ἄμεινον ὑμῖν διακείσεται ἢ
ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς τῷ Πέτρῳ , Ὁ κύριός ἐστιν . Σίμων οὖν Πέτρος , ἀκούσας ὅτι ὁ κύριός ἐστιν ,
6791128 Μενελαε
ἡ τοῦ Πρωτέως θυγάτηρ ἐν Φάρῳ φησὶ πρὸς αὐτόν : Μενέλαε , εἴπερ βούλει μαθεῖν τὸ περὶ σὲ πᾶν ,
με παρῃτημένον . καὶ ἕτερος εἶπεν , Ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτά : ἐρωτῶ σε , ἔχε
Ὣς φάμενον προσέειπεν ἐυμμελίης Ἀγαμέμνων : Μὴ νῦν , ὦ Μενέλαε , μέγ ' ἀχνύμενος περὶ θυμῷ σκύζεο μητιόωντι Κεφαλλήνων
ὁ ἀδελφὸς Σίμωνος Πέτρου , Ἔστιν παιδάριον ὧδε ὃς ἔχει πέντε ἄρτους κριθίνους καὶ δύο ὀψάρια : ἀλλὰ ταῦτα τί
6786680 βασκε
ὥστε δῆλον ἐν παραθέσει δεῖ αὐτὸ ἀναγινώσκειν . τὸ δὲ βάσκε ἀπὸ τοῦ βάσκω , τοῦτο δὲ παρὰ τὸ βῶ
καὶ φυλάξει ἀπὸ τοῦ πονηροῦ . πεποίθαμεν δὲ ἐν κυρίῳ ἐφ ' ὑμᾶς , ὅτι ἃ παραγγέλλομεν [ καὶ ]
νέα ἄχη τοῦ Ξέρξου . ὡς ἐπῳδῇ δὲ κέχρηται τῷ βάσκε πάτερ Δαρειάν . ἐπιτετάνυσται γὰρ καὶ ἐξήπλωται στυγερὰ καὶ
, καὶ κατέστησεν αὐτὸν ἡγούμενον ἐπ ' Αἴγυπτον καὶ [ ἐφ ' ] ὅλον τὸν οἶκον αὐτοῦ . ἦλθεν δὲ
6785660 ἁγωμενος
, χαῖρέ μοι Κρόνειε , παγκρατὲς γάνος , βέβακες δαιμόνων ἁγώμενος : Δίκταν εἰς ἐνιαυτὸν ἕρπε καὶ γέγαθι μολπᾷ .
καὶ ἐσπλαγχνίσθη ἐπ ' αὐτοὺς ὅτι ἦσαν ὡς πρόβατα μὴ ἔχοντα ποιμένα , καὶ ἤρξατο διδάσκειν αὐτοὺς πολλά . Καὶ
, χαῖρέ μοι Κρόνειε , παγκρατὲς γάνος , βέβακες δαιμόνων ἁγώμενος : Δίκταν εἰς ἐνιαυτὸν ἕρπε καὶ γέγαθι μολπᾷ .
τὸν βίον τοῦ κόσμου καὶ θεωρῇ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ χρείαν ἔχοντα καὶ κλείσῃ τὰ σπλάγχνα αὐτοῦ ἀπ ' αὐτοῦ ,
6783389 ιτ
τοὺς ‖ [ ! ! ! ! ! ! ] ιτ [ ! ! ! ! ! ! ] [
ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς , Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ ποιῶν τὴν ἁμαρτίαν δοῦλός ἐστιν [ τῆς ἁμαρτίας
! ουσαν ? [ [ ] ροχ [ [ ] ιτ ? ? [ [ ] ! ! ! αρρ
ἀντίχριστος , ὁ ἀρνούμενος τὸν πατέρα καὶ τὸν υἱόν . πᾶς ὁ ἀρνούμενος τὸν υἱὸν οὐδὲ τὸν πατέρα ἔχει :
6776220 γεγαθι
] ! ατώανεκόσμιον ! μάκαρες ] : τῶ δὲ νόος γεγάθι : ὁ δὲ λούπησι ] κάθεκτος [ ] χαλεπῆσιν
προσεφώνει αὐτοῖς μᾶλλον παρέσχον ἡσυχίαν . καὶ φησίν Ἐγώ εἰμι ἀνὴρ Ἰουδαῖος , γεγεννημένος ἐν Ταρσῷ τῆς Κιλικίας , ἀνατεθραμμένος
] ! ατώανεκόσμιον ! μάκαρες ] : τῶ δὲ νόος γεγάθι : ὁ δὲ λούπησι ] κάθεκτος [ ] χαλεπῆσιν
δὲ ἐμβὰς εἰς πλοῖον ὑπέστρεψεν . ἐδεῖτο δὲ αὐτοῦ ὁ ἀνὴρ ἀφ ' οὗ ἐξεληλύθει τὰ δαιμόνια εἶναι σὺν αὐτῷ
6774158 τιπτ
' ὑπὲρ κεφαλῆς καί μιν πρὸς μῦθον ἔειπε : “ τίπτ ' αὖτ ' ἐγρήσσεις , πάντων περὶ κάμμορε φωτῶν
, καὶ ὁ μισθός μου μετ ' ἐμοῦ , ἀποδοῦναι ἑκάστῳ ὡς τὸ ἔργον ἐστὶν αὐτοῦ . ἐγὼ τὸ Ἄλφα
ἐπήνεγκεν ἔχων , οὐκ ἔχουσα . , τίπτ ' αὔτως τίπτ ' αὖτ ' ὦ . . αἴ κ '
πατρὸς αὐτοῦ μετὰ τῶν ἀγγέλων αὐτοῦ , καὶ τότε ἀποδώσει ἑκάστῳ κατὰ τὴν πρᾶξιν αὐτοῦ . ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι
6773952 ἰδηαι
κ ' ἐθέλῃσθα . Οὔθατα γὰρ μήλων ὅτε κεν μινύθοντα ἴδηαι , πῶς ἔρξεις , φίλε τέκνον , ἐπὴν ἐρίφοισι
θέλεις ὃν τρόπον ἀνεῖλες ἐχθὲς τὸν Αἰγύπτιον ; ἔφυγεν δὲ Μωϋσῆς ἐν τῷ λόγῳ τούτῳ , καὶ ἐγένετο πάροικος ἐν
βοὴν ἀγαθὸν Μενέλαον : σκέπτεο νῦν Μενέλαε διοτρεφὲς αἴ κεν ἴδηαι ζωὸν ἔτ ' Ἀντίλοχον μεγαθύμου Νέστορος υἱόν , ὄτρυνον
Τί ὑμῖν ἐνετείλατο Μωϋσῆς ; οἱ δὲ εἶπαν , Ἐπέτρεψεν Μωϋσῆς βιβλίον ἀποστασίου γράψαι καὶ ἀπολῦσαι . ὁ δὲ Ἰησοῦς
6772389 περσεπολιν
Παλλάδα περσέπολιν κλήιζω πολεμαδόκον ἁγνάν παῖδα Διὸς μεγάλου δαμάσιππον Παλλάδα περσέπολιν δεινὰν θεὸν ἐγρεκύδοιμον αἵ τε ποταναῖς ὁμώνυμοι πελειάσιν αἰθέρι
διακριθῆτε , οὐ μόνον τὸ τῆς συκῆς ποιήσετε , ἀλλὰ κἂν τῷ ὄρει τούτῳ εἴπητε , Ἄρθητι καὶ βλήθητι εἰς
' ἐδίδασκεν τὼ μηρὼ μὴ ξυνέχοντας , ἢ “ Παλλάδα περσέπολιν δεινάν ” ἢ “ τηλέπορόν τι βόαμα ” ,
σώσει τὸν κάμνοντα , καὶ ἐγερεῖ αὐτὸν ὁ κύριος : κἂν ἁμαρτίας ᾖ πεποιηκώς , ἀφεθήσεται αὐτῷ . ἐξομολογεῖσθε οὖν
6770508 κακοτητι
νῦν μευ , Ἰθακήσιοι , ὅττι κεν εἴπω . ὑμετέρῃ κακότητι , φίλοι , τάδε ἔργα γένοντο : οὐ γὰρ
ἀλλὰ ἄλλη μὲν ἀνθρώπων , ἄλλη δὲ σὰρξ κτηνῶν , ἄλλη δὲ σὰρξ πτηνῶν , ἄλλη δὲ ἰχθύων . καὶ
μὴ λύσιν ἐν τρισὶν ἕξει ἤμασι τοῖς πρώτοις τετρύσεται ἐν κακότητι . Καρκίνος αὖτ ' ἐπὶ δηρὸν ἀεικείῃ μιν ἐρύξει
ἀπῆλθεν . ἦν δὲ ἐκεῖ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ ἄλλη Μαρία καθήμεναι ἀπέναντι τοῦ τάφου . Τῇ δὲ ἐπαύριον
6764997 Ὑμεις
τιμωρίας οὐχ εὑρίσκεται ἐν αὐτῷ δυνατὸν ὂν ἅμα γίγνεσθαι . Ὑμεῖς δὲ γνόντες ἀμείνω τάδε εἶναι καὶ μήτε οἴκτῳ πλέον
εἶπεν ὅτι Προφήτης ἐστίν . Οὐκ ἐπίστευσαν οὖν οἱ Ἰουδαῖοι περὶ αὐτοῦ ὅτι ἦν τυφλὸς καὶ ἀνέβλεψεν , ἕως ὅτου
, μηδέ σε κινησάτω τις , ἀλλὰ προσπεσὼν ἔχου . Ὑμεῖς τε μὴ γυναῖκες ἀντ ' ἀνδρῶν πέλας παρέστατ '
. Τούτων δὲ πορευομένων ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς λέγειν τοῖς ὄχλοις περὶ Ἰωάννου , Τί ἐξήλθατε εἰς τὴν ἔρημον θεάσασθαι ;
6762021 ἱκετευω
κεν κεχολώσεται ὅν κεν ἵκωμαι , ” ἐπὶ δὲ τοῦ ἱκετεύω “ μή μιν ἐγὼ μὲν ἵκωμαι ἰών , ὁ
δὲ ἔλεγον ὅτι Ἠλίας ἐστίν : ἄλλοι δὲ ἔλεγον ὅτι προφήτης ὡς εἷς τῶν προφητῶν . ἀκούσας δὲ ὁ Ἡρῴδης
δοῦσι τίνα λόγον ἐρῶ , Λάχης ; γενοῦ γάρ , ἱκετεύω [ ς ' ] ἐγώ ? ? οἴμοι ,
σὺ ἐκ τῆς Γαλιλαίας εἶ ; ἐραύνησον καὶ ἴδε ὅτι προφήτης ἐκ τῆς Γαλιλαίας οὐκ ἐγείρεται . Πάλιν οὖν αὐτοῖς
6760273 προσπολοι
παρελθουσῶν ὁδῶν ; παιδός με σαίνει φθόγγος . Ἀλλά , πρόσπολοι , ἴτ ' ἆσσον ὠκεῖς , καὶ παραστάντες τάφῳ
καὶ λέγει τοῖς μαθηταῖς , Καθίσατε αὐτοῦ ἕως ἂν ἀπελθὼν ἐκεῖ προσεύξωμαι . καὶ παραλαβὼν τὸν Πέτρον καὶ τοὺς δύο
ἐξ ἐπισπαστῶν βρόχων ; τί δ ' ; οὐ πάρεισι πρόσπολοι νεανίαι ; τὸ πολλὰ πράσσειν οὐκ ἐν ἀσφαλεῖ βίου
περὶ τούτου ἀληθῆ ἦν . καὶ πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτὸν ἐκεῖ . Ἦν δέ τις ἀσθενῶν , Λάζαρος ἀπὸ Βηθανίας
6752278 ποτνι
καὶ εὐμενίδα φαμέν , ἢ ὡς θεὸν οὖσαν . θ πότνι ' ] ἣν δι ' ἀρᾶς ἐπήγαγε τοῖς παισίν
τοῦτο αὐτὸ ἵνα μὴ ἐλθὼν λύπην σχῶ ἀφ ' ὧν ἔδει με χαίρειν , πεποιθὼς ἐπὶ πάντας ὑμᾶς ὅτι ἡ
ἀληθῆ ] τὰς ἀράς . ἀληθῆ ] τὰ πράγματα . πότνι ' ] σεβασμία . πότνι ' ] ἡ μεγάλη
τὴν κρίσιν καὶ τὴν ἀγάπην τοῦ θεοῦ : ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι κἀκεῖνα μὴ παρεῖναι . οὐαὶ ὑμῖν τοῖς Φαρισαίοις
6750113 σπεισαντες
οἷς ἀνδρείως παραταξάμενοι οὐδέν τι ἡττήμεθα , καὶ ἐν οἷς σπείσαντες μετὰ πολλῆς δυνάμεως ἐλθόντα μέγαν βασιλέα πιστὸν φίλον ἀντ
βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν , Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν , καλῶς ποιεῖτε : εἰ δὲ προσωπολημπτεῖτε , ἁμαρτίαν
μέγα ποτήριον πληρώσαντες οἴνου , ὃ καλοῦσιν οἰνιστηρίαν , καὶ σπείσαντες τοῖς συνελθοῦσι διδόασι πιεῖν . ΟΛΛΙΞ . Πάμφιλος ἐν
οἱ πνευματικοὶ καταρτίζετε τὸν τοιοῦτον ἐν πνεύματι πραΰτητος , σκοπῶν σεαυτόν , μὴ καὶ σὺ πειρασθῇς . Ἀλλήλων τὰ βάρη
6742598 Ἀτρεϊδη
ἠελίοιο εἰ μὴ Ἀχιλλεὺς αἶψ ' Ἀγαμέμνονι εἶπε παραστάς : Ἀτρεΐδη , σοὶ γάρ τε μάλιστά γε λαὸς Ἀχαιῶν πείσονται
καθὼς σὺ ἐν ἀληθείᾳ περιπατεῖς . μειζοτέραν τούτων οὐκ ἔχω χαράν , ἵνα ἀκούω τὰ ἐμὰ τέκνα ἐν τῇ ἀληθείᾳ
δ ' ἄρ ' ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς : Ἀτρεΐδη ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων ; πῶς δὴ
φῶς , δέχου τὸ σκότος . οὐκ ἠθέλησας παραδείσου τὴν χαράν , δέχου τῶν κολάσεων . Καὶ τότε θρηνεῖ ἡ
6740060 ἐννεπετε
πως : Μοῦσαι Πιερίηθεν ἀοιδῇσι κλείουσαι , δεῦτε Δί ' ἐννέπετε σφέτερον πατέρ ' ὑμνείουσαι , ὅντε διὰ βροτοὶ ἄνδρες
τὸ ἔνδυμα αὐτοῦ λευκὸν ὡς χιών . ἀπὸ δὲ τοῦ φόβου αὐτοῦ ἐσείσθησαν οἱ τηροῦντες καὶ ἐγενήθησαν ὡς νεκροί .
. ] Μοῦσαι Πιερίηθεν ἀοιδῇσι κλείουσαι , δεῦτε Δί ' ἐννέπετε , σφέτερον πατέρ ' ὑμνείουσαι . ὅν τε διὰ
, ὑπέ μει τεῖ ἐστὶν στόμεν καλὸς , στομὲν μετὰ φόβου , καὶ περὶ τοῦ μεγάλου τρισαγίου , καὶ τὰ
6738765 Θησευ
? ? [ ] προσεφώνεε μειλιχίοισι : [ ] [ Θησεῦ Ἀθηναίων ] ? ? βουληφόρε θωρηκτάων ? ? ,
νεκρῶν . σπείρεται ἐν φθορᾷ , ἐγείρεται ἐν ἀφθαρσίᾳ : σπείρεται ἐν ἀτιμίᾳ , ἐγείρεται ἐν δόξῃ : σπείρεται ἐν
ἀμειβόμενος ? ? [ ] προσεφώνει μειλιχίοισι : [ ” Θησεῦ Ἀθηναίων ] ? ? βουληφόρε θωρηκτάων ? ? ,
ἀφθαρσίᾳ : σπείρεται ἐν ἀτιμίᾳ , ἐγείρεται ἐν δόξῃ : σπείρεται ἐν ἀσθενείᾳ , ἐγείρεται ἐν δυνάμει : σπείρεται σῶμα
6737085 Κριτια
φρόνιμος τὸν τὰ αὑτοῦ πράττοντα τοῦτον σώφρονα καλεῖν . Ὦ Κριτία , ἦν δ ' ἐγώ , καὶ εὐθὺς ἀρχομένου
ἔκκοψον αὐτὸν καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ : καλόν σοί ἐστιν εἰσελθεῖν εἰς τὴν ζωὴν κυλλὸν ἢ χωλόν , ἢ δύο
εὐδαιμονοῖμεν , τοῦτο δὲ οὔπω δυνάμεθα μαθεῖν , ὦ φίλε Κριτία . Ἀλλὰ μέντοι , ἦ δ ' ὅς ,
τὸν λόγον , ὥστε μηκέτι αὐτὸν δύνασθαι φανερῶς εἰς πόλιν εἰσελθεῖν , ἀλλ ' ἔξω ἐπ ' ἐρήμοις τόποις ἦν
6731422 Λαμπρισκε
βάζει . οὔτω τί σοι δοίησαν αἰ φίλαι Μοῦσαι , Λαμπρίσκε , τερπνὸν τῆς ζοῆς τ ' ἐπαυρέσθαι , τοῦτον
εἰς τὸν κόσμον . οὐκ ἔγνωσαν ὅτι τὸν πατέρα αὐτοῖς ἔλεγεν . εἶπεν οὖν [ αὐτοῖς ] ὁ Ἰησοῦς ,
πρήσσων . οὐκέτ ' οὐκέτι πρήξω , ὄμνυμί σοι , Λαμπρίσκε , τὰς φίλας Μούσας . ὄσσην δὲ καὶ τὴν
οἱ περὶ αὐτὸν σὺν τοῖς δώδεκα τὰς παραβολάς . καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς , Ὑμῖν τὸ μυστήριον δέδοται τῆς βασιλείας τοῦ
6728661 Δρομων
πραότητι : τ [ δεῖ ] ϲυμπονεῖν [ ] ὁ Δρόμων : δε [ τὴν ] μὲν φυλακὴν ὁρῶ γὰρ
διότι παράστάσι ἀγγελικὴ ἐστῆ , ὃν εὐλογοῦσιν οι ἱἐρεῖς : δίο φοστίρες προσκυνοῦσιν τῶ ἄχραντο σῶμα σου , καὶ τὸ
ἀθλία ἔστρεφον . ἤδη δὲ περὶ δείλην ὀψίαν ἧκέ μοι Δρόμων τὸ γραμμάτιον τουτὶ παρ ' αὐτοῦ κομίζων . ἀνάγνωθι
διότι παράστάσι ἀγγελικὴ ἐστῆ , ὃν εὐλογοῦσιν οι ἱἐρεῖς : δίο φοστίρες προσκυνοῦσιν τῶ ἄχραντο σῶμα σου , καὶ τὸ
6725020 ἐκτρεφω
ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός . ὑπεδεξάμην , ἔτικτον , ἐκτρέφω , φιλῶ . Κορινθίῳ πίστευε καὶ μὴ χρῶ φίλῳ
αὐτῶν λέγοντες αὐτῷ : ποῦ ἔστιν ἡ δύναμίς σου ; πῶς ἡμᾶς ἐπλάνησας ; καὶ ἐξεφύγομεν καὶ ἐξεπέσαμεν ἐκ τῆς
, παράδειγμα ἓν κείσθω τόδε : ἐδεξάμην , ἔτικτον , ἐκτρέφω , φίλε . οὕτως γὰρ λελυμένον ἀναγκάσει καὶ τὸν
Οὐχ ἰδοὺ ἅπαντες οὗτοί εἰσιν οἱ λαλοῦντες Γαλιλαῖοι ; καὶ πῶς ἡμεῖς ἀκούομεν ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ ἡμῶν ἐν ᾗ
6720412 ἐϋ
. καί μοι τοῦτ ' ἀγόρευσον ἐτήτυμον , ὄφρ ' ἐῢ εἰδῶ , ἠὲ νέον μεθέπεις , ἦ καὶ πατρώϊός
ἔχει ἐπὶ τὸ ἱμάτιον καὶ ἐπὶ τὸν μηρὸν αὐτοῦ ὄνομα γεγραμμένον : Βασιλεὺς βασιλέων καὶ κύριος κυρίων . Καὶ εἶδον
, / ἶν ' ἀπέλεθρον ἔχοντε , ὁ μὲν τόξων ἐῢ εἰδώς ” ἀντὶ τοῦ τὸν μέν . Τῶν δὲ
ἔχουσαι τὸ ὄνομα αὐτοῦ καὶ τὸ ὄνομα τοῦ πατρὸς αὐτοῦ γεγραμμένον ἐπὶ τῶν μετώπων αὐτῶν . καὶ ἤκουσα φωνὴν ἐκ
6716869 ἀοιδῃσι
Δία ὡς προνοητὴν τοῦ παρόντος . Μοῦσαι : γνώσεις . ἀοιδῇσι : χρώμεναι . * Δί ' : πατέρα δὲ
. Ταῦτα δὲ αὐτοῦ ἀπολογουμένου ὁ Φῆστος μεγάλῃ τῇ φωνῇ φησιν , Μαίνῃ , Παῦλε : τὰ πολλά σε γράμματα
ἐμοῦ λογιστικοῦ αἰσθητηρίου . Ἐννέπετε καὶ εἴπατε ὑμνοῦσαι , ἐν ἀοιδῇσι καὶ ἔπεσι καὶ ποιήμασι , διὰ ὅντινα , λείπει
λυθήσονται οἱ οὐρανοὶ καὶ ἔσται ὁ ἀὴρ ἀκατασκεύαστος , καθώς φησιν ὁ προφήτης : καὶ ἔργα τῶν χειρῶν σου εἰσὶν
6714880 βηταρμονες
οὓς καὶ βητάρμονας λέγει ὁ ποιητής δεῦτ ' ἄγε Φαιήκων βητάρμονες ὅσσοι ἄριστοι . τῶν δὲ Κορυβάντων ὀρχηστικῶν καὶ ἐνθουσιαστικῶν
τὰς κοπιώσας ἐν κυρίῳ . ἀσπάσασθε Περσίδα τὴν ἀγαπητήν , ἥτις πολλὰ ἐκοπίασεν ἐν κυρίῳ . ἀσπάσασθε Ῥοῦφον τὸν ἐκλεκτὸν
τε θερμὰ καὶ εὐναί . ἀλλ ' ἄγε , Φαιήκων βητάρμονες ὅσσοι ἄριστοι , παίσατε , ὥς χ ' ὁ
Γαλιλαίας ἐκ πόλεως Ναζαρὲθ εἰς τὴν Ἰουδαίαν εἰς πόλιν Δαυὶδ ἥτις καλεῖται Βηθλέεμ , διὰ τὸ εἶναι αὐτὸν ἐξ οἴκου
6714414 τοισιδ
δαίμονές τ ' ἀντήλιοι , εἴ που πάλαι , φαιδροῖσι τοισίδ ' ὄμμασι δέξασθε κόσμῳ βασιλέα πολλῷ χρόνῳ . ἥκει
ἐν τῷ οὐρανῷ , καὶ ἡ φωνὴ ἡ πρώτη ἣν ἤκουσα ὡς σάλπιγγος λαλούσης μετ ' ἐμοῦ λέγων , Ἀνάβα
: ἐμοὶ γὰρ τοῦτο πρόσκειται , ξένε , μηδένα πελάζειν τοισίδ ' Ἑλλήνων δόμοις . ἆ , μὴ πρόσειε χεῖρα
κύριε , καὶ οἱ τὸ βάπτισμα λαβόντες τί ; καὶ ἤκουσα φωνῆς λεγούσης μοι : τότε ἐρωτηθήσεται τὸ γένος τῶν
6713177 χαιρε
Ὣς φάτ ' Ἀθηναίη , ὃ δ ' ἐπείθετο , χαῖρε δὲ θυμῷ , στῆ δ ' ἄρ ' ἐπὶ
πάλιν ἐρῶ , χαίρετε . τὸ ἐπιεικὲς ὑμῶν γνωσθήτω πᾶσιν ἀνθρώποις . ὁ κύριος ἐγγύς . μηδὲν μεριμνᾶτε , ἀλλ
συμπλέξαντα τὸν Ἰλιάδος καὶ Ὀδυσσείας στέφανον . Δήλι ' Ἄπολλον χαῖρε καὶ Ἄρτεμι , παῖδε κλεεινώ . Αἴσωπός ποτ '
πρὸς αὐτούς , Ἄνδρες Ἰσραηλῖται , προσέχετε ἑαυτοῖς ἐπὶ τοῖς ἀνθρώποις τούτοις τί μέλλετε πράσσειν . πρὸ γὰρ τούτων τῶν
6710740 μαρτυρομαι
ὑμῶν ἀποθανεῖν . καταρῶμαι οὖν ὑμῶν τὴν πατρίδα καὶ θεοὺς μαρτύρομαι , οἳ ἐπακούσουσί μου ἀδίκως ἀπολλυμένου καὶ ἐκδικήσουσί με
; καὶ ἤκουσα φωνῆς λεγούσης μοι : ἄκουσον , δίκαιε Ἰωάννη : καθὼς προεῖπεν ὁ προφήτης Δαυίδ , ἡ ὑπομονὴ
τέκνα τοῦ θαλασσίου θεοῦ νόσῳ βιασθεὶς ἢ φίλων ἀχηνίᾳ ; μαρτύρομαι δὲ Ζηνὸς ἑρκείου . . ἐς Οἰδίπου δὲ παῖδε
; καὶ ἤκουσα φωνῆς λεγούσης μοι : θεώρησον , δίκαιε Ἰωάννη . καὶ ἀτενίσας εἶδον ἀρνίον ἑπτὰ ὀφθαλμοὺς ἔχοντα καὶ
6708882 κηρυσσω
, τὸ δὲ ἐπὶ τοῦ λαμβανομένου . Λιγαίνω : τὸ κηρύσσω . Λιγυφθόγγοις : ἡδυφώνοις , ὀξυφώνοις . Λιπαροκρήδεμνος :
κατέναντι τοῦ ἱεροῦ ἐπηρώτα αὐτὸν κατ ' ἰδίαν Πέτρος καὶ Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης καὶ Ἀνδρέας , Εἰπὸν ἡμῖν πότε ταῦτα
διψῶσιν οἴονται κἀμέ . τί οὖν αὐτοῖς ποιήσω ; περιερχόμενος κηρύσσω καὶ λέγω μὴ πλανᾶσθε , ἄνδρες , ἐμοὶ καλῶς
φίλε θεοῦ , ἁμαρτωλῶν ἀμετανοήτων θεὸς οὐκ εἰσακούει . Ὁ Ἰάκωβος λέγει πρὸς αὐτόν : Θεολόγε Ἰωάννη , ἀνάγγειλόν μοι
6708208 Καλλιοπεια
, αὐτίκα μοι σπεύδοντι πολὺν διὰ μῦθον ἀνεῖσα ἔννεπε , Καλλιόπεια , καὶ ἀρχαίην ἔριν ἀνδρῶν κεκριμένου πολέμοιο ταχείῃ λῦσον
πεπίστευκεν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ μονογενοῦς υἱοῦ τοῦ θεοῦ . αὕτη δέ ἐστιν ἡ κρίσις , ὅτι τὸ φῶς ἐλήλυθεν
Κυανέαις πέτραις , ἅς μοι ποτὲ μήτηρ ἡμετέρη κατέλεξε περίφρων Καλλιόπεια . Οὐ γάρ οἱ ἐξυπάλυξις ὀϊζυροῖο πόνοιο , ἀλλὰ
κύριος : εἴ τις ἀδελφὸς γυναῖκα ἔχει ἄπιστον , καὶ αὕτη συνευδοκεῖ οἰκεῖν μετ ' αὐτοῦ , μὴ ἀφιέτω αὐτήν
6705890 τιη
ἐπεὶ ὠφελήσει ὑμᾶς , εὐνοῶν ὑμῖν κελεύω κατέχειν . ἀλλὰ τίη με : ταῦτά φησιν , ἐπεὶ ἔλαθεν ἑαυτὸν τὰ
τῆς ἐπισκοπῆς ἐδέξατο . Ἐὰν μάγος ᾖν καὶ φονεύς , ἰδὲ τὸν Κυπριανὸν ὅτι καὶ αὐτὸς ἐκ γένους δαιμόνων ἐγέννατον
ὡς ἔστιν ᾗ ἂν τὸν ἄνδρα ἀμειβοίμην . Οἶδα . τίη μοι ἐπισταμένῳ πάντ ' ἀγορεύεις ; μὴ γὰρ οἴου
ἐγίνετον διὰ τῆς θερμῆς μετανοίας . Ἐὰν ᾖ πόρνος , ἰδὲ τὴν Μαρίαν τὴν πόρνην ὅτι ἥμαρτεν εἰς ἄνδρας χιλίους
6704702 ἀπονεεσθαι
ἐκτελέουσιν ὑπόσχεσιν ἥν περ ὑπέσταν , Ἴλιον ἐκπέρσαντ ' εὐτείχεον ἀπονέεσθαι . Τοῦτο γὰρ ποιήσας προσέκρουσε μὲν οὐδαμῶς τοῖς Ἀχαιοῖς
τῶν Ἰουδαίων ; ὁ δὲ ἀποκριθεὶς αὐτῷ ἔφη , Σὺ λέγεις . ὁ δὲ Πιλᾶτος εἶπεν πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ
πρῶτος δὲ ῥοὰς ποταμῶν ἀφικάνεις , πρῶτος δὲ σταθμόνδε λιλαίεαι ἀπονέεσθαι ἑσπέριος , νῦν αὖτε πανύστατος . ἦ σύ γ
εἶπεν δὲ ὁ Πέτρος , Ἄνθρωπε , οὐκ οἶδα ὃ λέγεις . καὶ παραχρῆμα ἔτι λαλοῦντος αὐτοῦ ἐφώνησεν ἀλέκτωρ .
6693119 Σε
παρίει : ὡς οὗτος ἤδη καικίας ἢ συκοφαντίας πνεῖ . Σὲ δ ' ἐκ Ποτειδαίας ἔχοντ ' εὖ οἶδα δέκα
δοῦλον , ἀδελφὸν ἀγαπητόν , μάλιστα ἐμοί , πόσῳ δὲ μᾶλλον σοὶ καὶ ἐν σαρκὶ καὶ ἐν κυρίῳ . Εἰ
ὅτι καὶ ἑτέρωθι μεμνημένος περὶ αὐτῶν ἐν διθυράμβῳ τινὶ ” Σὲ δ ' ἐγὼ παρ ' ἁμὶν ” φησὶν „
οἱ ἀρχιερεῖς . οἱ δὲ ἀρχιερεῖς ἀνέσεισαν τὸν ὄχλον ἵνα μᾶλλον τὸν Βαραββᾶν ἀπολύσῃ αὐτοῖς . ὁ δὲ Πιλᾶτος πάλιν
6687444 γινεσθε
συνέπεσεν : περιφραστικῶς , εἰς τὰ δίκτυα : ἐν καταστάσει γίνεσθε καὶ μὴ θορυβεῖσθε : πάλιν κατάστηθ ' : ἀναδράμετε
Χριστὸν καὶ εἰς τὴν ἐκκλησίαν . πλὴν καὶ ὑμεῖς οἱ καθ ' ἕνα ἕκαστος τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα οὕτως ἀγαπάτω ὡς
ἵνα ταῖς ὑμετέραις ὄψεσί τε καὶ διανοίαις τἀκεῖ θεασώμεθα : γίνεσθε δὴ τῶν τοσούτων μυριάδων ὦτα καὶ ὀφθαλμοὶ πρὸς τὴν
τις ἦν πλούσιος , καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον εὐφραινόμενος καθ ' ἡμέραν λαμπρῶς . πτωχὸς δέ τις ὀνόματι Λάζαρος
6684952 δευτ
συνέθυσαν . διόπερ ἔφη : ὦ Κύπρου δέσποινα , τεὸν δεῦτ ' ἐς ἄλσος φορβάδων κορᾶν ἀγέλαν ἑκατόγγυιον Ξενοφῶν τελέαις
πάντα ἐλάλησεν ὁ Ἰησοῦς ἐν παραβολαῖς τοῖς ὄχλοις , καὶ χωρὶς παραβολῆς οὐδὲν ἐλάλει αὐτοῖς : ὅπως πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν
βαίνειν ὀρχηστικῶς , οὓς καὶ βητάρμονας λέγει ὁ ποιητής „ δεῦτ ' ἄγε Φαιήκων βητάρμονες , ὅσσοι ἄριστοι . „
τοῦ θεοῦ περὶ ἡμῶν κρεῖττόν τι προβλεψαμένου , ἵνα μὴ χωρὶς ἡμῶν τελειωθῶσιν . Τοιγαροῦν καὶ ἡμεῖς , τοσοῦτον ἔχοντες
6681827 τὠμωι
γάμων Ἑλένης τε ; πόθεν ἦλθ ' ἐπ ' ὀλέθρωι τὠμῶι , πάτερ ; βλέψον πρὸς ἡμᾶς , ὄμμα δὸς
σώματος θανατοῦτε ζήσεσθε . ὅσοι γὰρ πνεύματι θεοῦ ἄγονται , οὗτοι υἱοὶ θεοῦ εἰσιν . οὐ γὰρ ἐλάβετε πνεῦμα δουλείας
μέν , Ἡράκλεις , οὐδ ' ἐγκεχείρηκ ' , ἀλλὰ τὠμῶι δεσπότηι εἴρηχ ' , ὑπέσχηταί τ ' ἐμοὶ ?
καὶ Ἰησοῦς ὁ λεγόμενος Ἰοῦστος , οἱ ὄντες ἐκ περιτομῆς οὗτοι μόνοι συνεργοὶ εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ θεοῦ , οἵτινες
6680615 ἑκατηβολε
καὶ νῦν ἀτρεκέως μάλα τοι λέξαντος ἕκαστα ἡμετέροις , ἥρως ἑκατηβόλε , πείθεο μύθοις . Ὣς ἄρ ' ἔφη Πριάμοιο
λέγω , πᾶσιν λέγω , γρηγορεῖτε . Ἦν δὲ τὸ πάσχα καὶ τὰ ἄζυμα μετὰ δύο ἡμέρας . καὶ ἐζήτουν
ἐπισσείων φοβέειν ἥρωας Ἀχαιούς : σοὶ δ ' αὐτῷ μελέτω ἑκατηβόλε φαίδιμος Ἕκτωρ : τόφρα γὰρ οὖν οἱ ἔγειρε μένος
ἀπελθόντες δὲ εὗρον καθὼς εἰρήκει αὐτοῖς , καὶ ἡτοίμασαν τὸ πάσχα . Καὶ ὅτε ἐγένετο ἡ ὥρα , ἀνέπεσεν καὶ
6666620 τιπτε
ἔπος τ ' ἔφατ ' ἔκ τ ' ὀνόμαζε : τίπτε Θέτι τανύπεπλε ἱκάνεις ἡμέτερον δῶ αἰδοίη τε φίλη τε
ἀπεκρίθησαν αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ὅτι Πόθεν τούτους δυνήσεταί τις ὧδε χορτάσαι ἄρτων ἐπ ' ἐρημίας ; καὶ ἠρώτα αὐτούς
, καί μιν φωνήσας ' ἔπεα πτερόεντα προσηύδα : Ἥρη τίπτε βέβηκας ; ἀτυζομένῃ δὲ ἔοικας : ἦ μάλα δή
Ἰούδα καὶ Σίμωνος ; καὶ οὐκ εἰσὶν αἱ ἀδελφαὶ αὐτοῦ ὧδε πρὸς ἡμᾶς ; καὶ ἐσκανδαλίζοντο ἐν αὐτῷ . καὶ

Back