σε , οὕτω καὶ πανόδυρτον νῦν μέλος πέμψω πενθητῆρος , σεβίζων καὶ διὰ θρήνου τιμῶν τὰ λαοπαθῆ καὶ ἁλίτυπα βάρη
εὐφήμουν σε , οὕτως νῦν πανόδυρτον μέλος πέμψω πενθητῆρος . σεβίζων καὶ διὰ θρήνου τιθεὶς τὰ λαοπαθῆ καὶ ἁλίτυπα βάρη
8484660 λαοπαθη
μέλος πέμψω πενθητῆρος , σεβίζων καὶ διὰ θρήνου τιμῶν τὰ λαοπαθῆ καὶ ἁλίτυπα βάρη τῆς γέννας τῆς πόλεως , ἤγουν
ἔχοντες πρὸς θρήνους . δαίμων ] ἡ τύχη μεταβέβληται . λαοπαθῆ ] τὰ πάθη τῶν λαῶν σέβων . ἁλίτυπά τε
8278559 πανοδυρτον
μέλος , ἤγουν ὡς πρώην εὐφήμουν σε , οὕτως νῦν πανόδυρτον μέλος πέμψω πενθητῆρος . σεβίζων καὶ διὰ θρήνου τιθεὶς
τὰ σώματα τῶν Περσῶν . . ἥσω ] πέμψω . πανόδυρτον ] πάγκλαυτον μέλος , ἤγουν ὡς πρώην εὐφήμουν σε
8246314 πενθητηρος
. βάρη ] δυστυχήματα . γέννας ] τῆς γενεᾶς . πενθητῆρος ] † τῆς πολυπενθοῦς . κλάγξω ] ἠχήσω .
ὡς πρώην εὐφήμουν σε , οὕτως νῦν πανόδυρτον μέλος πέμψω πενθητῆρος . σεβίζων καὶ διὰ θρήνου τιθεὶς τὰ λαοπαθῆ καὶ
7946168 ἁλιτυπα
πενθητῆρος , σεβίζων καὶ διὰ θρήνου τιμῶν τὰ λαοπαθῆ καὶ ἁλίτυπα βάρη τῆς γέννας τῆς πόλεως , ἤγουν τὰ ἐν
πενθητῆρος . σεβίζων καὶ διὰ θρήνου τιθεὶς τὰ λαοπαθῆ καὶ ἁλίτυπα βάρη τῇ γέννᾳ τῆς πόλεως , ἤγουν τὰ ἐν
7807454 οὐρανι
: παραγώγως ἀντὶ τοῦ δάκνου . βαρὺ δ ' ἀμβόασον οὐράνι ' ἄχη ] ἀντὶ τοῦ ὀξέως κώκυσον οὐράνια ἄχη
στέμβονται : στένε καὶ δακνάζου , βαρὺ δ ' ἀμβόασον οὐράνι ' ἄχη , ὀᾶ : τεῖνε δὲ δυσβάυκτον βοᾶτιν
7740229 αἰανη
τὰ παναίολ ' ] τὰ ποικίλα τῷ θρήνῳ . . αἰανῆ ] ἀχλύος γέμοντα . βάγματα ] φωνήματα . .
πέμποντος . παναίολ ' ] τὰ ποικίλα τῷ θρήνῳ . αἰανῆ ] σκοτεινά , ἀχλύος γέμοντα . δύσθροα ] δύσφημα
7731267 θρεομαι
τοῖς κοινοῖς θροοῦμαι , τοῦτο παρὰ τοῖς ποιηταῖς θρεῦμαι καὶ θρέομαι . Ξ ἄχη ] λύπας . ἄχη ] τὰ
παρθένων ἡλικία πρὸς φόβον , μάλιστα δὲ πρὸς πολιορκίαν . θρέομαι : θρηνῶ , βοῶ διὰ τὰ φοβερὰ καὶ ἐκπληκτικά
7714067 ἀχεα
Μελανιππίδης ἐν Περσεφόνῃ . Καλεῖται δ ' ἐν κόλποισι Γαίας ἄχεα προχέων Ἀχέρων . Ἔτι καὶ Λικύμνιός φησι : Μυρίαις
Ἐρινὺς ἄχεα ἦς τῇ πατρίδι . ἢ καὶ Ἐρινὺν καὶ ἄχεα [ φόνου λέγει ταῖς Θήβαις ] , ἀντὶ τοῦ
7711630 Λυκει
. . πελαζόμεθα ] τῷ σῷ βωμῷ πλησιάζομεν . . Λύκει ' ἄναξ , λύκειος γενοῦ ] Λύκειόν φασι τὸν
γενοῦ , οἷον ἐπὶ τοῦ πολέμου . παρήχησιν ἐνταῦθα ποιεῖ Λύκει ' ἄναξ λύκειος γενοῦ εἰπών , ἤτοι πολέμιος αὐτοῖς
7686579 στεφη
γῆ , χόρευε Ῥωμαίων ὅση , ὡς ηὐτύχησας εἰς ἀνακτόρων στέφη , ὡς ἐπλάτυνας εἰς τὰ πατρῷα πλάτη , ὡς
ὡς νόμος βροτοῖς , ἴς ' ἀντιδοῦναι τοῖσι πέμπουσιν τάδε στέφη , δόσιν γε τῶν κακῶν ἐπαξίαν ; ἢ σῖγ
7675753 γᾳ
] κατά . πρῶν ' ] ἐξοχήν . . τᾷδε γᾷ ] τῇ περὶ τὸν Ἑλλήσποντον . προσήμεναι ] προσκαθήμεναι
ἀνδρῶν , εἰ θεοὶ θεοί , τούσδ ' ὀλέσειαν ἐν γᾷ . ἕκτον λέγοιμ ' ἂν ἄνδρα σωφρονέστατον ἀλκήν τ
7649969 κορα
Ἀλκαῖος ἐν πρώτῳ : τὸ δ ' ἔργον ἀγήσαιτο τέα κόρα : καὶ οἴκω τε περ σῶ καίπερ ἀτιμίαις ,
κατ ' ἄνδρ ' ἰών : τὰ δ ' οὖν κόρα τάδ ' οὐκ ἀπαλλάξει μόρου . Ἄμφω γὰρ αὐτὰ
7639324 Δημητερ
πόπανον , ὅπως λαβοῦσα θύσω τοῖν θεοῖν . Δέσποινα πολυτίμητε Δήμητερ φίλη καὶ Φερρέφαττα , πολλὰ πολλάκις μέ σοι θύειν
ὁ ἀναιρῶν τοὺς καταδίκους , δημόκοινος δὲ ὁ βασανίζων . Δήμητερ καὶ Δάματερ διαφέρει παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς , φησὶ Τρύφων
7637108 μολε
κρατέεις μούνη καὶ πᾶσιν ἀνάσσεις . ἀλλά , θεά , μόλε μυστιπόλοις ἐπιτάρροθος αἰεὶ ῥυομένη νούσων χαλεπῶν κακόποτμον ἀνίην .
ὁ Διὸς παῖς . ἰὼ ἰώ , δέσποτα δέσποτα , μόλε νυν ἁμέτερον ἐς θίασον , ὦ Βρόμιε Βρόμιε .
7625195 εὐγματων
, ἢ ποντίοις δάκεσι δὸς βοράν , μηδέ μοι φθονήσῃς εὐγμάτων , ἄναξ . ἄδην με πολύπλανοι πλάναι γεγυμνάκασιν ,
λόγων ἐπῃσθόμην πρὸς ἔξοδον στείχουσα , Παλλάδος θεᾶς ὅπως ἱκοίμην εὐγμάτων προσήγορος . Καὶ τυγχάνω τε κλῇθρ ' ἀνασπαστοῦ πύλης
7621687 ἱκου
τὴν διάλεκτον . φησὶν οὖν : ὦ ἀρχαῖε βασιλεῦ , ἱκοῦ καὶ παραγενοῦ καὶ ἐλθὲ ἐπ ' ἄκρον κόρυμβον ὄχθου
ἐμβατεύων Ἄπολλον , ὦ Δία κεφαλά , μόλε τοξήρης , ἱκοῦ ἐννύχιος καὶ γενοῦ σωτήριος ἀνέρι πομπᾶς ἁγεμὼν καὶ ξύλλαβε
7604862 εἰσοραις
, ἠισθόμην γάρ , Ἀγάμεμνον , σέθεν φωνῆς ἀκούσας , εἰσορᾶις ἃ πάσχομεν ; ἔα : Πολυμῆστορ ὦ δύστηνε ,
' Ἀργείων δορὶ πλείστους διώλες ' Ἕκτορος , τάδ ' εἰσορᾶις ; ὁρῶ τὰ τῶν θεῶν , ὡς τὰ μὲν
7558834 οια
διὰ τῆς οι διφθόγγου γραφὴν ἐφύλαξεν . Τὰ διὰ τοῦ οια παρώνυμα διὰ τῆς αι διφθόγγου γράφονται : σεληναῖα :
τοῦ ποῖα γέγονεν ἀποβολῇ τοῦ ι . Τὰ διὰ τοῦ οια δισύλλαβα βαρύτονά τε καὶ ὀξύτονα διὰ τῆς οι διφθόγγου
7555945 ηε
Μο δ # ʂ η : καὶ γίνεται ὁ ʂ ηε / . ἔσται ὁ μὲν αος ηιγ / ,
θο ἴση τῇ ηε : ἴση ἄρα ἡ ηπ τῇ ηε . ὁ ἄρα κέντρῳ μὲν τῷ η , διαστήματι
7544891 χθονιε
ἐγὼ καὶ σὺ θήσομεν κρατοῦντε τῶνδε δωμάτων καλῶς . Ἑρμῆ χθόνιε , πατρῷ ' ἐποπτεύων κράτη , σωτὴρ γενοῦ μοι
μ ' ἁμαρτεῖν ; Αὖθις ἐξ ἀρχῆς λέγε . Ἑρμῆ χθόνιε , πατρῷ ' ἐποπτεύων κράτη . Οὔκουν Ὀρέστης τοῦτ
7525944 θρονοισι
Πριαμίδαις ] : ὦ τάλαινα συμφορᾶς . ἁ δὲ χρυσέοις θρόνοισι Διὸς ὑπαγκάλισμα σεμνὸν Ἥρα τὸν ὠκύπουν ἔπεμψε Μαιάδος γόνον
Μέρφις . : πέμπτος δὲ Μάρδος ἦρξεν , αἰσχύνη πάτραι θρόνοισι τ ' ἀρχαίοισι : τὸν δὲ σὺν δόλωι Ἀρταφρένης
7503074 Ἀτρειδαν
. Ὤμοι , ἀναλγήτων δισσῶν ἐθρόησας ἄναυδ ' ἔργ ' Ἀτρειδᾶν τῷδ ' ἄχει . Ἀλλ ' ἀπείργοι θεός .
πότνι ' , ἐπηυδώμαν , ὅτ ' ἐς τόνδ ' Ἀτρειδᾶν ὕβρις πᾶς ' ἐχώρει , ὅτε τὰ πάτρια τεύχεα
7483093 κλεινα
ἐνεργητικὸν ἀντὶ τοῦ παθητικοῦ . τοιοῦτόν ἐστι καὶ τὸ ὦ κλεινὰ Σαλαμίς , σὺ μέν που ναίεις ἀντὶ τοῦ κατοικῇ
γάνυται : φέρε δ ' ἶνιν ἀπὸ δειράδος εἰναλίας λοχεῖα κλεινὰ λιποῦσα μάτηρ τὰν ἀστάκτων ὑδάτων συμβακχεύουσαν Διονύσωι Παρνάσιον κορυφάν
7461456 ἐπισχες
ἔνθεν ῥυῇ , καὶ ἠσθένησε τὰ τῆς δυνάμεως , ἐκεῖ ἐπίσχες . οὐ γὰρ πᾶν τὸ σῶμα ἠσθένησεν , ἀλλὰ
, τῶι δὲ πεῖσαι τὸν τρόπον . μικρὸν δ ' ἐπίσχες : οὐ μάτην γὰρ ἥκομεν , ἀλλ ' ὥσπερ
7461125 ἀκλαυτος
Ἰσαῖος , κλαυθμός : παρὰ δὲ Πλάτωνι καὶ κλαυθμονή . ἄκλαυτος δὲ παρ ' Ὁμήρῳ καὶ Σοφοκλεῖ . δακρύων ,
' ἐν πόντου σάλωι , πολλοῖς διαύλοις κυμάτων φορούμενος , ἄκλαυτος ἄταφος : νῦν δ ' ὑπὲρ μητρὸς φίλης Ἑκάβης
7457451 ἀναβιβαζω
αὐτὰ λεπτά : καὶ γίνονται δεύτερα λεπτὰ ἐννακόσια . ταῦτα ἀναβιβάζω ἤτοι μοιράζω : γίνονται δέκα καὶ πέντε πρῶτα λεπτά
λ παρὰ μ , καὶ γίνονται ͵ασ δεύτερα λεπτά . ἀναβιβάζω ταῦτα : γίνονται πρῶτα λεπτὰ κ . τὰ κ
7457256 στεναζω
συνεχῶς κινοῦμαι . ἐξ οὗ παράγωγον σκαρίζω , ὡς στένω στενάζω . καὶ ὡς σκαλίζω ἀσκαλίζω κατὰ πρόσθεσιν τοῦ α
πλησιάζοντα καὶ ἐγγὺς ὄντα τοῦ τάφου καὶ τοῦ θανάτου ὁρῶσα στενάζω . ἢ οὕτως : πρὶν ἢ ἐν τῷ τάφῳ
7439591 κλαιω
ἐρέω τυραννίδος : ἀπόπροθεν γάρ ἐστιν ὀφθαλμῶν ἐμῶν . ” κλαίω τὰ Θασίων , οὐ τὰ Μαγνήτων κακά . ἥδε
: „ ἀλλ ' ἔγωγε οὐ τοσοῦτον ἐπὶ τοῖς τέκνοις κλαίω , ὅσον ὅτι ἐν τούτῳ τῷ τόπῳ ἠδίκημαι ,
7427762 πιτνοντα
πρέσβυ τῶν Ἰάσονος , χρηστοῖσι δούλοις ξυμφορὰ τὰ δεσποτῶν κακῶς πίτνοντα καὶ φρενῶν ἀνθάπτεται . ἐγὼ γὰρ ἐς τοῦτ '
σεισθῆναι σάλωι , φεύγειν δὲ κἄξω στᾶσα θριγκὸν εἰσιδεῖν δόμων πίτνοντα , πᾶν δ ' ἐρείψιμον στέγος βεβλημένον πρὸς οὖδας
7426817 ναιω
. . . . μετὰ δὴ πατρικὰς διανοίας ψυχὴ ἐγὼ ναίω θέρμῃ ψυχοῦσα τὰ πάντα . Νώτοις δ ' ἀμφὶ
τὴν μηδὲν εἰς τὸ μηδέν , ὡς σὺν σοὶ κάτω ναίω τὸ λοιπόν : καὶ γάρ , ἡνίκ ' ἦσθ
7422804 ωρ
σεσημείωται τὸ γῆρας διὰ τοῦ η γραφόμενον . Τὰ εἰς ωρ οὐδέτερα μονογενῆ διὰ τοῦ ω μεγάλου γράφονται : οἷον
ε κλίνεται . Ὁ Νέστωρ τοῦ Νέστορος . Τὰ εἰς ωρ ὀξύτονα , εἴτε μονοσύλλαβα εἴτε ὑπὲρ μίαν συλλαβήν ,
7420351 ἐμολες
κατασχήσει . Ὦ Πέλοπος ἁ πρόσθεν πολύπονος ἱππεία , ὡς ἔμολες αἰανὴς τᾷδε γᾷ . Εὖτε γὰρ ὁ ποντισθεὶς Μυρτίλος
πάλλων δέρας [ ] ἐνθέοις [ σὺν οἴστροις - ] ἔμολες μυχοὺς [ Ἐλευσῖνος ] ἀν ' [ ἀνθεμώδεις ]
7420176 μεγασθενης
τ ' Οἰδίπου σκιά : μέλαιν ' Ἐρινύς , ἦ μεγασθενής τις εἶ . ἠέ . ἠέ . δυσθέατα πήματα
καὶ πολισσοῦχοι θεοί , Ἀρά τ ' Ἐρινὺς πατρὸς ἡ μεγασθενής , μή μοι πόλιν γε πρυμνόθεν πανώλεθρον ἐκθαμνίσητε δῃάλωτον
7417689 τρεμω
. ὄρνυται ] ὁρμᾶται . ὄρνυται ] ὁρμᾷ . θ τρέμω δ ' αἱματοφόρους : τρέμω δὲ ἰδέσθαι καὶ ἰδεῖν
, ἤγουν ἀκούουσα τὸν Παρθενοπαῖον τοιαῦτα καθ ' ἡμῶν φρονοῦντα τρέμω καί μοι δέος εἰσέρχεται . θΞ διὰ στηθέων ]
7413941 ὀλβια
γυνὴ δὲ μήτηρ ἥδε τῶν κείνου τέκνων . Ἀλλ ' ὀλβία τε καὶ ξὺν ὀλβίοις ἀεὶ γένοιτ ' , ἐκείνου
πλησίον κακοῦ . χαίρουσα καὶ σὺ στεῖχε , παρθέν ' ὀλβία : μακρὰν δὲ λείπεις ῥαιδίως ὁμιλίαν . λύω δὲ
7412265 κυριευω
γενική , οὐ συνούσης τῆς ὑπό προθέσεως , ὡς τὸ κυριεύω σοῦ , καὶ δοτική , ὡς τὸ παλαίω σοί
τοῦ ἄνασσε σύνταξις τὴν γενικὴν ἀπῄτησεν . οὕτως ἔχει τὸ κυριεύω , δεσπόζω , κρατῶ , ἄλλα πλεῖστα τῆς ἴσης
7411996 μουσοποιος
τοῖς παισὶν εἶπε χρήσιμα . μεγάλα χάρις αὐτῷ . Ὁ μουσοποιὸς ἐνθάδ ' Ἱππῶναξ κεῖται . εἰ μὲν πονηρός ,
' αἰῶνος μακροῦ πένθη μέγιστα δακρύων καρπουμένωι : ἀεὶ δὲ μουσοποιὸς ἐς σὲ παρθένων ἔσται μέριμνα , κοὐκ ἀνώνυμος πεσὼν
7411677 πολισσουχων
, ὡς ἂν τῶν πολισσούχων θεῶν βωμοὺς προνάους καὶ † πολισσούχων ἕδρας εὕρωμεν , ἀσφάλεια δ ' ᾖ δι '
, στρατῷ τε θάρσος τῷδε πυργηρουμένῳ , βρέτη πεσούσας πρὸς πολισσούχων θεῶν αὔειν , λακάζειν , σωφρόνων μισήματα ; μήτ
7383800 στεναγματων
τοῦ Ἅιδου , ὅθεν καὶ τὸ ὄνομα εἴληπται ἀπὸ τῶν στεναγμάτων τῶν ἐν αὐτῇ . οὕτως Ἡρωδιανός . . .
κατὰ χθονὸς νεκρῶν ἀπύσατ ' ἀπύσατ ' ἀντίφων ' ἐμῶν στεναγμάτων κλύουσαι . ὦ παῖδες , ὦ πικρὸν φίλων προσηγόρημα
7383106 νυχια
, φερέκαρπε , ἠλεκτρίς , βαρύθυμε , καταυγάστειρα , † νυχία , πανδερκής , φιλάγρυπνε , καλοῖς ἄστροισι βρύουσα ,
, φερέκαρπε , ἠλεκτρίς , βαρύθυμε , καταυγάστειρα , † νυχία , πανδερκής , φιλάγρυπνε , καλοῖς ἄστροισι βρύουσα ,
7372019 ὠναξ
ὤνθρωπον λέγοντες καὶ τὰ ὅμοια . οὕτω καὶ τὸ ἄναξ ὤναξ . εἰ δέ ἐστιν ἀττικὴ συναλοιφὴ ἀντὶ τοῦ ὦ
τοῦ κλῦθι ἀττικῶς , τὸ εὐκτικὸν ἀντὶ προστακτικοῦ . * ὤναξ ἀντὶ τοῦ * ἄναξ δωρικῶς ὀξύνεται : τὸ γὰρ
7371216 Κλυταιμηστρας
' ἔτλη κακά . βρέφος γὰρ ἦν τότ ' ἐν Κλυταιμήστρας χεροῖν ὅτ ' ἐξέλειπον μέλαθρον ἐς Τροίαν ἰών ,
γ ' ἔθρεψεν Ἑρμιόνην μήτηρ ἐμή . αὕτη βέβηκε πρὸς Κλυταιμήστρας τάφον . . . τί χρῆμα δράσους ' ;
7356645 διᾳ
, ὅθεν νῦν ὁ τόπος Τραπεζεὺς Τ ἐν Ἀρκα - δίᾳ καλεῖται , Λυκάονα δὲ καὶ τοὺς υἱοὺς κεραυνοῖ πλὴν
ὁμιλεῖ Ἐρεχθέος ἀστῶν , Ἄπολλον , οἳ τεόν δόμον Πυθῶνι δίᾳ θαητὸν ἔτευξαν . ἄγοντι δέ με πέντε μὲν Ἰσθμοῖ
7348885 ἀνακτορα
δὲ ἀπειθοῦντι καὶ παρακούσαντι κρύψω τὸ πῦρ καὶ κλείσω λόγων ἀνάκτορα . κοινὸν μὲν πάντων τὸ κήρυγμα , μάλιστα δὲ
† ἄνακτος , ἐξ οὗ ἀναγκάζω . . . . ἀνάκτορα : οὐ πεποίηται , τῶν † ῥημάτων παράκειται οὐδετέρου
7347402 δοτης
οἷον κᾰλός κᾱλός , Ἀ̆πόλλων Ἀ̄πόλλων , τιθέμενος τιθήμενος , δότης δώτης , Κόρα Κώρα , Τυνδάρεος Τυνδάρεως , μήστορα
: τὰ εἰς ΤΗΣ δισύλλαβα βαρύνεσθαι θέλουσιν , οἷον πλύτης δότης θύτης , χωρὶς τοῦ κριτής . τοῦτο δὲ ἐν
7345757 κλυθ
ἔλπομαι , πολλοὺς μὲν αὐτῶν Σείριος καθαυανεῖ ὀξὺς ἐλλάμπων : κλῦθ ' ἄναξ Ἥφαιστε , καί μοι σύμμαχος γουνουμένωι ἵλαος
, ὦ μᾶτερ Νύξ , ἀλαοῖσι καὶ δεδορκόσιν ποινάν , κλῦθ ' . ὁ Λατοῦς γὰρ ἶνίς μ ' ἄτιμον
7344708 θαλασση
. ἀλιζῶνες οἱ βιθυνοί : διότι ἡ γῆ αὐτῶν , θαλάσση διεξῶσθαι : καὶ οἱονεὶ , χερόνησός ἐστιν ὑπὸ τοῦ
? [ ! ] ! ! ? νηὶ ? ? θαλάσση [ ! ! ! ! ! ! ! !
7342902 συνιζησις
εἴκοσι κώπας ἐχούσαις . Πλαγχθέντα : πλανηθέντα . ᾐόνος : συνίζησις . Ἀγχιβαθεῖς : πολυβαθεῖς . ἐπί σφισιν : κατ
φίλην . Ξ ἔθου ] ἐποίησας . Ξ θεοὶ ] συνίζησις . πολισσοῦχοι ] οἱ συνέχοντες τὴν πόλιν . πολισσοῦχοι
7340464 μηχανωμαι
Δί ' , ἔφη ἡ Θεοδότη , ἐγὼ τούτων οὐδὲν μηχανῶμαι . Καὶ μήν , ἔφη , πολὺ διαφέρει τὸ
παλάμη καὶ ἡ μηχανή : ἀπὸ τούτου καὶ παλαμῶμαι τὸ μηχανῶμαι . ἐπαλαμήσατο ] ἐπανουργεύσατο , εἰργάσατο . μεταφορικῶς ὡς
7334654 ἡσω
δαίμων γὰρ ὅδ ' αὖ μετάτροπος ἐπ ' ἐμοί . ἥσω τοι τὰν πάνδυρτον , ζαπαθέα τε σέβων ἁλίτυπά τε
. . ἀφῆκα : ἐκ τοῦ ἵημι , ὁ μέλλων ἥσω , ὁ ἀόριστος ἦκα καὶ ἀφῆκα ' . .
7331501 μογερα
πάσχεις . σήμηνον ὅπη ] εἰπὲ ποῦ . . ἡ μογερὰ ] ἡ ἀθλία . . ἂ ἄ , ἔα
τὰ κῶλα . βαρυδότειρα ] βαρέα καὶ δυστυχῆ διδοῦσα . μογερὰ ] ἀθλία . πότνια ] σεβασμία . πότνια ]
7331457 μαντι
Ἄμμων κερατηφόρε κέκλυθι μάντι . Ζεῦ Λιβύηϲ Ἄμμων κερατηφόρε κέκλυθι μάντι . , : Περὶ δὲ τῆς γενέσεως αὐτῶν Φανόδημος
ἄγος ἐπαίροντα . στροφὴ ἑτέρα κώλων εʹ . ἴαμβος . μάντι ] ὦ . αὐτὸς ἑαυτὸν καλέσας ἐπὶ τῶι μιᾶναι
7329001 ἀλαινων
δ ' ὁ σὸς πρόπολος Κύκλωπι θητεύω τῶι μονοδέρκται δοῦλος ἀλαίνων σὺν τᾶιδε τράγου χλαίναι μελέαι σᾶς χωρὶς φιλίας .
τε ζῶντος ἀλάτα , ὅς που γᾶν ἄλλαν κατέχει μέλεος ἀλαίνων ποτὶ θῆσσαν ἑστίαν , τοῦ κλεινοῦ πατρὸς ἐκφύς .
7328609 Δαναϊδαις
ἰώ , μεγάλα πάθεα , μεγάλα δ ' ἄχεα , Δαναΐδαις τιθεῖσα Τυνδαρὶς κόρα . ἐγὼ μὲν οἰκτίρω σε συμφορᾶς
οἷς ἦλθον ἐς μέλαθρον Ἕκτορός ποτε , οὐ σφάγιον υἱὸν Δαναΐδαις τέξους ' ἐμόν , ἀλλ ' ὡς τύραννον Ἀσιάδος
7324570 παμβασιληος
! ! ! ! ! ! ] Αβαδιος ἐπὶ χθονὶ παμβασιλῆος ἔπλετο δωρσιεω ? ? ? ! ! ! !
? ? ? ὔμμι ? ? γενέθλῃ . ἐν χθονὶ παμβασιλῆος ? ? ? ? ? ? ? ? ?
7321837 ὑμνω
ταύτην εἶναι φύσιν αὐτῶν . κἀγὼ οὖν , φησὶν , ὑμνῶ ταῦτα ἅπερ αἱ Μοῦσαι . ἐὰν οὖν σοι δοκῇ
. καὶ τὰν πατρὸς ἀντία Μήδειαν : καὶ τὴν Μήδειαν ὑμνῶ τὴν παρὰ γνώμην τοῦ πατρὸς αὐτῆς γαμηθεῖσαν : ἐγαμήθη
7315939 ψα
, διψάσω . Ταῦτα γὰρ μακρὸν ἔχουσι τὸ να καὶ ψα , ἀλλ ' ὅμως κατὰ τὸν ἐνεστῶτα οὐκ ἔχουσι
! ! [ [ ] πολ ? [ [ ] ψα ? [ . . . . . . [
7313712 ὀτοτοτοι
πόσις σός , παῖδ ' ἔδωκ ' αὐτῶι θεός . ὀτοτοτοῖ : τὸν ἐμὸν ἄτεκνον ἄτεκνον ἔλακ ' ἄρα βίοτον
ἐρημώσας ' ] ἤγουν ἀφεῖσα . στροφή . ἡμέτερον + ὀτοτοτοῖ : αἱ περίοδοι αὗται πᾶσαι καλοῦνται ὡς εἴρηται ἀλλοιόστροφοι
7312532 εὐωχουμαι
τέσσαρα : δαίω , τὸ κόπτω : δαίω , τὸ εὐωχοῦμαι : δαίω , τὸ καίω : δαίω , τὸ
καὶ ὁ μισθός . ἔνθου ἀπὸ τοῦ θῶ , τὸ εὐωχοῦμαι . ὁ μέλλων θώσω . τὸ ἔνθω ἀφ '
7310745 τιμησω
οὐκ ἐπιτρέψω κατά τε ἐμαυτὸν καὶ μετὰ πάντων , καὶ τιμήσω ἱερὰ τὰ πάτρια . ἵστορεςο 〚 〛 θεοὶ Ἄγλαυρος
καθηγοῦ , ἕψομαι δὲ ἐγώ : τιμώμενος γὰρ ὑπὸ σοῦ τιμήσω σέ , μὴ τιμώμενος δὲ ἡσυχίαν ἕξω . ἔτι
7308039 βραβευς
. καὶ ἐμοὶ μὲν παρεσκεύαστο ἐλεγεῖον τοιονδὶ Ποιητὴς ἀέθλων τε βραβεὺς αὐτός τε χορηγὸς , σοὶ τόδ ' ἔθηκεν ἄναξ
αὐτὸν τεθνάναι . Ἀρτεμβάρης δὲ : ὁ Ἀρτεμβάρης δὲ ὁ βραβεὺς καὶ ὁ ἡγεμὼν καὶ ὁ διοικητὴς τῆς μυρίας καὶ
7304301 ἐδαην
ὦ Γαῖ ' , ἔτεκές ποτε , βάρβαρον ὡς ἀκοὰν ἐδάην ἐδάην ποτ ' ἐν οἴκοις , τὰν ἀπὸ θηροτρόφου
τε θῆρες ὠμησταὶ τετράπεζοι ἐνί σφισιν ὠρύονται . Ἔνθεν ἐγὼν ἐδάην καὶ Βακχικὰ νεβρίταο δῶρα λίθου Βρομίῳ κεχαρισμένα : τόν
7300244 ωνα
[ οιμ ? [ φρ [ ου [ κα [ ωνα ? [ κτει ? [ εἰ γαρ [ ἁνηρ
! ! ! ] [ ! ! ! ] ‖ ωνα καὶ η [ ! ! ! ! ! !
7296238 ἐρεισματα
ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων . ” ἕρματα τὰ ἐρείσματα : “ ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις , ὑπὸ δ '
ἀθυμητέον : ἐλπὶς γάρ , ἐλπὶς τὰ βέβαια τῆς κακίας ἐρείσματα κράτει θεοῦ διακοπῆναι . τοιγαροῦν ὁ δίκαιος καὶ ἐν
7292768 ἐνταφια
δὲ κατέλαβε πάντας , καί τις εἶπεν ἐνεστὼς “ τὰ ἐντάφια σεσύληται , τυμβωρύχων τὸ ἔργον : ἡ νεκρὰ δὲ
παιδίον ἐξέθηκα , οὐ γνωρίσματα ταῦτα συνεκθείς , ἀλλ ' ἐντάφια . Τὰ δὲ τῆς Τύχης ἄλλα βουλεύματα . Ὁ
7288949 θεο
? ? ? [ ] [ ! ! ! ] θεο [ ] [ ! ! ! ] ! σσα
δὲ πρὸς τὰς διαθέσεις , ὡς τὰ νάρδινα καὶ τὰ θεο - δότια καλούμενα . τὰ δὲ πρὸς ῥεύματα ,
7287210 συριζω
ἐκλαλῶ , ἀλλοτριοῦμαι , ἐκπαλαίω , μυθολογῶ , λαλῶ , συρίζω , ἀπατῶ , μωραίνω , κλέπτω , κατασκευάζω ,
τ τρέπουσι , τύ λέγοντες ἀντὶ τοῦ σύ . Τὸ συρίζω τυρίσδω λέγουσιν : ἐπὶ δὲ τοῦ δευτέρου καὶ τρίτου
7285808 Εὐβουλευ
[ χθονίων ] καθαρά , χθονίων βασίλεια , Εὖκλε καὶ Εὐβουλεῦ καὶ ὅσοι θεοὶ δαίμονες ἄλλοι : καὶ γὰρ ἐγὼν
ἄριστε , ἁβροκόμη , φιλέρημε , βρύων ὠιδαῖσι ποθειναῖς , Εὐβουλεῦ , πολύμορφε , τροφεῦ πάντων ἀρίδηλε , κούρη καὶ
7284037 δων
Λυ - ” ὅμοιον τῷ εʹ : τὸ Ϙʹ “ δῶν μεγάλως σέβουσιν ” ὅμοιον τῷ Ϙʹ : τὸ ζʹ
Ἐραστεϊδῶν : ὁ νοῦς : σὺν ταῖς τῶν Ἐραστι - δῶν χάρισι καὶ ἡδοναῖς ἡ πόλις κοινωνεῖ . ὁ δὲ
7271609 παναοιδιμον
] ἠδὲ γυναῖξιν [ . ] [ λώιόν ἐστιν ἑὸν παναοίδιμον οὔνομα μέλψαι ] , [ ὅττι χάρις καὶ ]
? ? ? ? ? ἀειρομένοισι , λαμπετόοντα ? βίον παναοίδιμον ? ? [ ] ? εἰρήναισιν ? ? ?
7270238 ἐρευνω
διφθόγγῳ , μὴ τῇ ΑΙ ἢ ΕΙ , περισπᾶται : ἐρευνῶ θοινῶ χαυνῶ κοινῶ οἰνῶ , χωρὶς τοῦ ἐλαύνω .
ἐπένθεσιν ἐρεύω ὡς χέω χεύω , ἀφ ' οὗ τὸ ἐρευνῶ , ὡς οἴχω οἰχνῶ , ἵκω ἱκνῶ . .
7267973 κυανοχαιτα
Ἄστρα τε πάντα : καὶ σύ , Ποσείδαον γαιήοχε , κυανοχαῖτα , Φερσεφόνη θ ' ἁγνὴ Δημήτηρ τ ' ἀγλαόκαρπε
νωτιαίαν φλέβα καὶ μηκέτι εἶναι τὸ ἀντέχον νεῦρον . . κυανοχαῖτα Ποσειδάων : ἡ διπλῆ ὅτι ἀντὶ τοῦ κυανοχαίτης .
7261925 ἱξομαι
πέπρωται Εὐβοίας ἄκρον ἱκέσθαι καὶ ἱερὰν χώραν κτίζειν , καὶ ἵξομαι καὶ κτίσω , εἴτε λέγοις , εἴτε μή ,
ἐπείγομαι : οὐ γὰρ ἄτιμοι ἱκεσίου Ζηνὸς κοῦραι Λιταί : ἵξομαι ἤδη ὁπλοτέροις βασιλεῦσι καὶ ἡμιθέοις ἐνάριθμος . Καὶ τότε
7260786 Δικα
ἡμᾶς , λέγουσα τάδε : σὺ δὲ στεφάνοις , ὦ Δίκα , περθέσθ ' ἐραταῖς φόβαισιν ὅρπακας ἀνήτοιο συνερραις ἁπαλαῖσι
κώλων ιβʹ . φιλεῖ ] στροφὴ ἑτέρα κώλων ιʹ . Δίκα ] ἀντιστροφὴ κώλων ιʹ . ἄγε δὴ βασιλεῦ ]
7256440 τλημονος
καὶ τὰς Ἐρεμβῶν ναυβάταις ἠχθημένας προβλῆτας ἀκτάς . ὄψεται δὲ τλήμονος Μύρρας ἐρυμνὸν ἄστυ , τῆς μογοστόκους ὠδῖνας ἐξέλυσε δενδρώδης
ῥείθρων Ἑλώρου πρόσθεν ἐκτερισμένης : ὃς δὴ παρ ' ἀκταῖς τλήμονος ῥανεῖ χοάς , τριαύχενος μήνιμα δειμαίνων θεᾶς , λευστῆρα
7254348 προσπολον
ὁ τῆς φιλίππου παῖς Ἀμαζόνος βοᾶι Ἱππόλυτος , αὐδῶν δεινὰ πρόσπολον κακά . ἰὰν μὲν κλύω , σαφὲς δ '
] ὑπ ? ' αὐτὴν ? ζεῦγλαν ἀνάγκης [ , πρόσπολον ] οἰκτρᾶς μετὰ παρθενικῶν ? [ παίδων ἰαχῆς ]
7251933 ἁμος
ἀπὸ τοῦ ὑμέτερος ὑμός , οὕτως καὶ ἀπὸ τοῦ ἁμέτερος ἁμός Δωρικῶς . ἢ θέμα ἐστὶ τῆς Δωρίδος διαλέκτου .
ἁμῶς , καὶ ἐν συνθέσει ἁμωσγέπως . ἀπὸ δὲ τοῦ ἁμός γίνεται ἁμόθεν ἐπίρρημα : καὶ ὥσπερ ἀπὸ τοῦ καλός
7248247 ἐπεκρανεν
δειχθέντας οὐκ ἐλεοῦμεν . τοιαῦτ ' ἀκούων ] ταῖς χερσὶν ἐπέκρανεν , πρὶν εἰπεῖν τὸν κήρυκα : ἀράτω τὰς χεῖρας
ἀρὰς κατὰ τῶν παίδων . ἐπέκρανε ] ἐτελείωσεν . θ ἐπέκρανεν ] ἐπλήρωσεν . ἐπέκρανεν ] εἰς τέλος ἦλθε .
7247669 βοω
φεύγειν ἠτυχηκότα φίλον . ταῦτα δὲ τρὶς ἤδη πρὸς σὲ βοῶ : τὸ μὲν πρῶτον ἐν γράμμασιν , ἔπειτα πρὸς
ὡς διπλόος διπλόη , ὄγδοος ὀγδόη , ὡς ἔχει τὸ βοῶ βοήσω , γοῶ γοήσω : ἀκροῶ δὲ ἀκροάσω καὶ
7247357 Δαλου
ἐκάλεσσε Ποσειδᾶν ' εὐρυβίαν , ὃν πρόγονον , καὶ τοξοφόρον Δάλου θεοδˈμάτας σκοπόν , αἰτέων λαοτˈρόφον τιμάν τιν ' ἑᾷ
[ ] ! φόρμιγγι ? ? [ Φοίβωι ] : Δάλου ? [ ] ε μεσόχθονος ? ? [ [
7244937 Υἱος
φρενός . Δίκας γραφόμενος πρὸς γονεῖς μαίνει , τάλαν . Υἱὸς δ ' ἀμείνων ἐστὶν εὐνοίᾳ πατρός . Ἡδύ γ
ἔνθεν ἀυτὴν ἀγχεμάχων ἀνδρῶν : κύδαινε δὲ πολλὸν Ἀχαιούς . Υἱὸς δ ' αὖτ ' Ἀχιλῆος ἔχεν πολὺ φέρτατον ἄλλων
7243717 ἀγειρω
ἀντὶ τοῦ γάρ . γένος ] τὸ τῶν Λημνιάδων . ἀγείρω . . . σοῦται ] συνάξασα κατηγορῶ : νύσσει
ἀερῶ : οἰκτείρω , οἰκτερῶ : ἐγείρω , ἐγερῶ : ἀγείρω , ἀγερῶ . Τὰ διὰ τοῦ ενω δισύλλαβα βαρύτονα
7242123 λυκειος
σύ , ὦ ἄναξ Λύκιε , γενοῦ τῷ πολεμικῷ στρατῷ λύκειος , ἤγουν ἐφόρμησον ἐν αὐτοῖς ὡς λύκος , ἕνεκα
τῆς ἀυτῆς τῶν στόνων , ἤγουν ἐπὶ τοῦ πολέμου . λύκειος ] ἀναιρέτης . Ξ λύκειος ] ἄγριος , ἀφανιστής
7241971 ἐμμι
πλῆον ἐπασχαλλ ! [ ! ! ] δ ' αἴματός ἐμμι τὼ σκ [ ! ! ] ιν οὐδὲν ἐπαίτιος
βασιλῆα καὶ ἄγριον : ἁ δὲ τάλαινα ζώω καὶ θεός ἐμμι καὶ οὐ δύναμαί σε διώκειν . λάμβανε , Περσεφόνα
7241666 ὑμεναιων
οὐκ ἔμειν ' ἐλθεῖν τράπεζαν νυμφίαν , οὐδὲ παμφώνων ἰαχὰν ὑμεναίων , ἅλικες οἷα παρθένοι φιλέοισιν ἑταῖραι ἑσπερίαις ὑποκουρίζεσθ '
. . . . . . . [ καλῶν ] ὑμεναίων [ ] θιασείαις ? [ ἀνδράσι ] ? τερπνοῖς
7240003 φερομαι
μηδέν τι τολμῶν , ἀλλὰ τὴν τόλμαν φράσων . Πῆι φέρομαι ; πτερόεις με δι ' ἠέρος ἔμφρονι ῥοίζωι Σειρήνων
περὶ τοῖν σφυροῖν κατὰ τοὺς Περσικοὺς σατράπας . ἀλλὰ καὶ φέρομαι συνεχῶς ἐφ ' ἵππου , τὰ πρὸ τοῦ δὲ
7239808 φαρεων
ἀκούσας μικρὰ τιττυβιζούσης “ τί μοι περισσῶν ” εἶπε “ φαρέων χρείη ; ἰδοὺ χελιδὼν ἥδε : καῦμα σημαίνει .
ἤγουν τῆς κεφαλῆς . Ξ φαρέων ] ἱματίων . θ φαρέων ] ἢ ἀπὸ τοῦ φαρῶ ἢ τὸ ἀροῦν καὶ
7238958 παντοιης
ἁλιήων αὐτός , ἄναξ , πρώτιστος ἐμήσαο καὶ τέλος ἄγρης παντοίης ἀνέφηνας , ἐπ ' ἰχθύσι κῆρας ὑφαίνων . Πανὶ
ἀπ ' ἀνθρώπων ἐδάην , τοῖσιν τὰ μέμηλεν , αἰόλα παντοίης ἐρατῆς μυστήρια τέχνης , ἱμείρων τάδε πάντα Σεουήρου Διὸς
7238412 θυμ
πτωχικοῦ βακτηρίου . Τουτὶ λαβὼν ἄπελθε λαΐνων σταθμῶν . Ὦ θύμ ' , ὁρᾷς γὰρ ὡς ἀπωθοῦμαι δόμων , πολλῶν
ὁρᾶν τινὰ δύνασθαι τὰ ἔνδον ὥσπερ ἀπὸ τῶν κιγκλίδων . θύμ ' ] θυμέ . γραμμὴ δ ' αὑτηΐ :
7232448 ὠη
καὶ θαυμαστικόν : ὠή , ἔστι δὲ κλητικὸν ἐπίρρημα : ὠή , τίς ἐν πύλαις δωμάτων κυρεῖ , σημαίνει δὲ
: ἰή , ἔστι δὲ σχετλιαστικὸν ἐπίρρημα καὶ θαυμαστικόν : ὠή , ἔστι δὲ κλητικὸν ἐπίρρημα : ὠή , τίς
7230749 πολυπλαγκτον
γραψάμενος σελίδας : ὑμνεῖ δ ' ἡ μὲν νόστον Ὀδυσσῆος πολύπλαγκτον , ἡ δὲ τὸν Ἰλιακὸν Δαρδανιδῶν πόλεμον . ἄξιον
γραψάμενος σελίδας . ὑμνεῖ δ ' ἡ μὲν νόστον Ὀδυσσῆος πολύπλαγκτον , ἡ δὲ τὸν Ἰλιακὸν Δαρδανιδῶν πόλεμον . θεῖος
7229393 ἐκπραξας
μαντικήν . ἐπώπτευσας ] εἶδες . φοιτὰς ] μανική . ἐκπράξας ] ἤγουν φονεύσας . ἀντεπίξηνον ] ἐναντίον , διάδοχον
ὀφειλέτω : πραττέσθω δὲ ὁ ταμίας τῆς θεοῦ , μὴ ἐκπράξας δὲ αὐτὸς ὀφειλέτω καὶ ἐν ταῖς εὐθύναις τοῦ τοιούτου
7229136 ἁμετερων
σὺ δὲ θεῖον Ὅμηρον ἄειδέ μοι κλέος ἀνέρων , κλέος ἁμετέρων πόνων , δι ' ὃν οὐ θάνον , δι
. ἄλλως : σημειωτέον ὅτι τὰς κενὰς οὕτως εἶπεν . ἁμετέρων ἀποσυλᾶσαι : Χαῖρις γράφει ἁμετέρων , καὶ περισπᾷ τὸ
7227392 δυστανος
πάρα νυμφοκομήσει . τοῖον εἰς ἕρκος πεσεῖται καὶ μοῖραν θανάτου δύστανος : ἄταν δ ' οὐχ ὑπεκφεύξεται . σὺ δ
οὐ γὰρ ἔχω χεροῖν τὰν πρόσθεν βελέων ἀλκάν , ὦ δύστανος ἐγὼ τανῦν , ἀλλ ' ἀνέδην ὅδε χῶρος ἐρύκεται
7226609 κλεπτω
βλεπόντων ] οἷον ὁρώντων ὅτι κλέπτω , ἐπιορκῶ ὅτι οὐ κλέπτω ὀμνύων . ἀλλότρια τοίνυν σοφίζῃ : τεχνάζει : σοφίας
καὶ ἀνέδην , τὸ μὴ ἐφεκτικῶς τι πράττειν , ὡς κλέπτω κλέβδην . Μεθόδιος . , . , . .
7226148 εὐιππου
Θήρῃ , ” τοτὲ δὲ τῆς Θήρας μνησθείς ” μήτηρ εὐίππου πατρίδος ἡμετέρης „ . „ ἔστι δὲ μακρὰ ἡ
τοῦ σώματος ἐπαρκοῦμεν , ὅταν ὦμεν ἀνώδυνοι . τὸν μὲν εὐίππου θυγάτηρ : τὸν Ἀσκληπιὸν οἱ μὲν Ἀρσινόης , οἱ
7225929 μεθεισα
τόδε ψυχὴν διέφθαρκ ' : οἴχομαι δὲ καὶ βίου χάριν μεθεῖσα κατθανεῖν χρήιζω , φίλαι . ἐν ὧι γὰρ ἦν
Ὑφ ' ἡδονῆς τοι , φιλτάτη , διώκομαι τὸ κόσμιον μεθεῖσα σὺν τάχει μολεῖν : φέρω γὰρ ἡδονάς τε κἀνάπαυλαν
7220769 φονω
, μονή : φένω , φονή : ἐξ οὗ τὸ φονῶ , φονᾶς : γείνω , γονή : πρόσκειται ἁπλᾶ
ἡ ἀπὸ Σκυθῶν λεγομένη ἀπόκρισις αὕτη . ἐγὼ μαίνομαι καὶ φονῶ καὶ μισῶ τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος . ἔνθεν τοι
7212555 μολπαι
καὶ μολπαὶ γινώσκουσιν αὐτόν , ἀντὶ τοῦ λύραι δὲ καὶ μολπαὶ δι ' ἡδέων λόγων ὑμνοῦσιν αὐτόν , ἤγουν τὸν
τ ' ἀνθεῦσι - ] [ ] [ ] καὶ μολπαὶ λίγειαι [ ] [ ] ονες ? , ὦ
7207228 ἀεισατε
γείναντο θεοῖς ἐπιείκελα τέκνα . [ νῦν δὲ γυναικῶν φῦλον ἀείσατε , ἡδυέπειαι Μοῦσαι Ὀλυμπιάδες , κοῦραι Διὸς αἰγιόχοιο .
ἄναξ Ἄπολλον φείδεο κούρων φείδεο [ [ Παιᾶνα κλυτόμητιν ] ἀείσατε [ κοῦροι Λατοΐδαν Ἕκατον ] , ἰὲ Παιάν ,

Back