ἔχειν , οἷον Ἕκτορος ὠφέλετ ' ἀντὶ θοῇς ἐπὶ νηυσὶ πεφάσθαι . ἡ γὰρ ἀντὶ πρόθεσις οὐκέτι μιᾷ ὑποτάσσεται , | ||
γὰρ τὸ φονεῦσαι , ὡς Ὅμηρος : τρεῖς ἑνὸς ἀντὶ πεφάσθαι . ὁ οὖν λέγων νεαρὸν τὸ κρέας καὶ πρόσφατον |
, καὶ Ἀτραδάτην πολλὰ τραύματα ἔχοντα ἀναπέμπουσιν ἐπὶ βασιλέα . Γενναίως δὲ καὶ οἱ Κύρου ἀγωνισάμενοι φεύγουσιν εἰς Πασαργάδας , | ||
αἱ εʹ πρὸς μειράκια . . . . . . Γενναίως γὰρ αἱ γυναῖκες πώμαλα ἔφασαν ὠρχῆσθαι αὐτάς , δέον |
γενικῆς ἑνικῶς παρελαμβάνετο ἡ ἐμός , καὶ ἔτι νῶιν νωίτερος δυϊκῶς κατὰ τὸν κτήτορα , καὶ ἔτι πληθυντικῶς ἡμῶν ἡμέτερος | ||
ἀναβαλοῦ τὴν ταφὴν αὐτῆς : ὡς τώδ ' ἀδελφώ : δυϊκῶς τοὺς ἀδελφούς : ὅπως τοὺς ἐμοὺς παῖδας εἰς μίαν |
ἀπαλλάσσου καὶ ἀναχώρει : ἀπὸ τοῦ στείχω , δευτέρου ἀορίστου προστακτικοῦ , . , . . . . Ἀπόερσε : | ||
πουσαν . διώκοι : διωκέτω : τὸ εὐκτικὸν ἀντὶ ἐνεργητικοῦ προστακτικοῦ . Κραδίης : ἀπὸ τῆς ψυχῆς καὶ καρδίας . |
γὰρ δύο εὐθεῖαι νοοῦνται , λέγω τοῦ ὀνόματος καὶ τοῦ ὑποτακτικοῦ ἄρθρου , ὅταν τὸ αὐτὸ πρόσωπον τὰς δύο διαθέσεις | ||
Ὅμηρος οὐδέποτε τίθησι : τοὔμπαλιν δ ' ἀντὶ τοῦ ὃς ὑποτακτικοῦ παραλαμβάνει τὸ προτακτικὸν ὅ : Σίσυφος ἔσκεν , ὃ |
τὸ μέτρον , οὐχὶ διὰ τὸ πληθυντικόν : ” ἤνις ἠκέστας ” : καὶ γὰρ πόλῑς λέγουσι καὶ πόλῐν καὶ | ||
εἶναι . ἦδος : τὸ ὄφελος καὶ τὸ ὄξος . ἠκέστας βόας : φορβάδας , ἀδαμάστους , νομάδας . ἡ |
: ἅδε σοι δεξιᾶς καὶ ποδὸς διαρριφά : θριαμβοδιθύραμβε , κισσόχαιτ ' ἄναξ , ἄκου ' ἄκουε τὰν ἐμὰν Δώριον | ||
: ἅδε σοι δεξιὰ καὶ ποδὸς διαρριφά , θριαμβοδιθύραμβε , κισσόχαιτ ' ἄναξ , ἄκουε τὰν ἐμὰν Δώριον χορείαν . |
οὕτω δὲ καὶ τὸ ἕζω , ὅθεν τὸ καθέζομαι , ἵζω λέγουσι διὰ τὸ φύσει ἑπόμενον σ τὸ ἀρκτικὸν τῆς | ||
λεπυθέντα σύκα ἐν τῷ ξηραίνεσθαι . Ἱστία . παρὰ τὸ ἵζω . ἡ δὲ ἑστία παρὰ τὸ ἕζω . τὸ |
, ὅπερ κατ ' Αἰολέας γίνεται βλέπω . ὡς ὄπτω ὄσσω : ὀσσόμενος πατέρ ' ἐσθλόν . καὶ ἀποβολῇ τοῦ | ||
δύο σσ τρεπόντων . . . . : πόθεν τὸ ὄσσω καὶ πέσσω ; παρὰ τὸ ὄπτω καὶ πέπτω . |
καὶ δάπης , δάπηδος : οἱ μὲν Ἀττικοὶ τάπης , τάπητος γράφουσιν . . ὑφαίνειν : Ὑφαντὴς εἶναι . . | ||
τῇ παραληγούσῃ τὸ ι , οἷον Λάχητος λέβητος Δάρητος πένητος τάπητος : πρόσκειται ἀρσενική διὰ τὰ παρὰ τοῖς Δωριεῦσι θηλυκά |
χορὸν ἡδὺν ἑταίρων : σὺν δέ σφιν καὶ τώδε δρακοντοφόνω κύνε βήτην αὐτομάτω : γλυκερὴ δὲ πέλει περὶ βωμὸν ἄνακτος | ||
δ ' ὠκύποδας λαγὸς ᾕρευν ἄνδρες θηρευταί , καὶ καρχαρόδοντε κύνε πρό , ἱέμενοι μαπέειν , οἳ δ ' ἱέμενοι |
δόμεναι πάλιν , ὄφρα πυρός με Τρῶες καὶ Τρώων ἄλοχοι λελάχωσι θανόντα . ἡ διπλῆ ὅτι οἱ ἐπὶ τῆς ἰδίας | ||
ἐν τοῖς ῥήμασι καὶ ταῖς μετοχαῖς εἰώθασιν ἀναδιπλασιάζειν : λάχωσι λελάχωσι , λάθῃ λελάθῃ , οἷον : λελάθῃ δ ' |
λιηω ? ! [ ] χρυσο [ ] ! ! αψ ? [ . . , . ! ! ! | ||
: ταῦτα ἐπὶ τὰ ιγ τετράγωνα , γίνονται α˙ . αψ : ταῦτα μέριζε παρὰ τὰ λ τρίγωνα , γίνονται |
: ἠῶθεν δ ' Ἰδαῖος ἴτω κοίλας ἐπὶ νῆας εἰπέμεν Ἀτρεΐδῃς Ἀγαμέμνονι καὶ Μενελάῳ μῦθον Ἀλεξάνδροιο , τοῦ εἵνεκα νεῖκος | ||
ὦ φίλοι Ἀργείων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες οἵ τε παρ ' Ἀτρεΐδῃς Ἀγαμέμνονι καὶ Μενελάῳ δήμια πίνουσιν καὶ σημαίνουσιν ἕκαστος λαοῖς |
τὸ ω ἐπὶ τῆς γενικῆς , οἷον Ἀτρείων Ἀτρείωνος , Πηλείων Πηλείωνος : ὅθεν τὸ Κρονίων ἀναλογώτερόν ἐστι κλινόμενον διὰ | ||
τὸ μὲν γὰρ Ἀτρείων πατρωνυμικόν ἐστι , ὡσαύτως καὶ τὸ Πηλείων , τὸ δὲ Καδμείων ἐθνικόν . πρόσκειται βαρύτονα διὰ |
τῶν οὐδετέρων , τῶν μετοχῶν μὲν διὰ τὸ τυφθείς δαρείς νυγείς , ταῦτα γὰρ τὴν αὐτὴν ἔχουσιν ὀρθὴν καὶ κλητικὴν | ||
διὰ τὸ τυφθείς τυφθέντος τυφθέν , δαρείς δαρέντος δαρέν , νυγείς νυγέντος νυγέν , ταῦτα γὰρ ὀξύνονται : πρόσκειται κοινολεκτούμενα |
Ἠετίωνος , ἐπεὶ πόρε μυρία ἕδνα . ἀμφὶ δέ μιν γαλόῳ τε καὶ εἰνατέρες ἅλις ἔσταν , αἵ ἑ μετὰ | ||
Λαέρτιος γεγονός . . . . : Βαρύνειν δεῖ τὸ γαλόῳ : τὰ γὰρ εἰς ως θηλυκὰ ὑπὲρ μίαν συλλαβήν |
εἰσοιχνεῦσι ] εἰσπορεύονται , κατοικοῦσι . . ἀπὸ τοῦ οἴχω οἰχνῶ , ὥσπερ καὶ ἵκω ἱκνῶ . . σχῆμα τὸ | ||
χεύω , ἀφ ' οὗ τὸ ἐρευνῶ , ὡς οἴχω οἰχνῶ , ἵκω ἱκνῶ . . . , : τὸ |
τόφρα δὲ ῥηΐτεροι πολεμίζειν ἦσαν Ἀχαιοί : χαίρεσκον γὰρ ἔγωγε θοῇς ἐπὶ νηυσὶν ἰαύων ἐλπόμενος νῆας αἱρησέμεν ἀμφιελίσσας . νῦν | ||
βῆμεν καὶ ἀφυσσάμεθ ' ὕδωρ : αἶψα δὲ δεῖπνον ἕλοντο θοῇς παρὰ νηυσὶν ἑταῖροι . αὐτὰρ ἐπεὶ σίτοιό τ ' |
ἀλλὰ ποδάρκη καὶ ποδώκη . . , πτολίπορθος Ἀχιλλεύς . πτ . Ἀχ . Θ Ο Φ Ω . Θ | ||
καὶ τὸ ἔτυπτον ὁ παρατατικὸς ἐπειδὴ ἀμφότεροι [ εἰς ] πτ ἐν ταῖς τελευταίαις συλλαβαῖς ἔχουσι , διὰ τοῦτο συγγενεῖς |
. . . οὕτως ἐν τῶι πρώτωι τῶν Φυσικῶν παραδίδωσι δίπλ ' . . . ὁμοῖα . . . . | ||
συγκριτικήν τινα ἀγάπην νοῶν ἣν . . . τεθηπώς . δίπλ ' ἐρέω : τοτὲ μὲν γὰρ ἓν ηὐξήθη μόνον |
' ἐγχείῃ πειρήσομαι αἴ κε τύχωμι . Ἦ ῥα καὶ ἀμπεπαλὼν προΐει δολιχόσκιον ἔγχος καὶ βάλε Τυδεΐδαο κατ ' ἀσπίδα | ||
πεπαλών καὶ ἀμπεπαλών : Ὅμηρος : ἦ ῥα , καὶ ἀμπεπαλὼν προΐει δολιχόσκιον ἔγχος . . . α . ἀμύνειν |
καὶ τὸ ὁ Λάαος τοῦ Λαάου καὶ ὁ Λάας τοῦ Λάα εἰ καὶ μὴ τὴν αὐτὴν κατάληξιν ἐφύλαξεν ἀλλ ' | ||
τοῦ ς ποιεῖ τὴν γενικήν , οἷον ὁ Λάας τοῦ Λάα : Λάα περὶ λίθων γλυφῆς : οὗτος γὰρ λιθογλύφος |
ἱπποδάμων καὶ Ἀχαιῶν χαλκοχιτώνων , ἕλκε δὲ μέσσα λαβών : ῥέπε δ ' αἴσιμον ἦμαρ Ἀχαιῶν . αἳ μὲν Ἀχαιῶν | ||
μεων ? ? ? ? ἴδηι [ ] του ? ῥέπε ? ? ? [ [ ] δικηρίλην ? ? |
ἔστε φίλοι , μνήσασθε δὲ θούριδος ἀλκῆς , ὡς ἂν Πηλεΐδην τιμήσομεν , ὃς μέγ ' ἄριστος Ἀργείων παρὰ νηυσὶ | ||
Ἀχαιοί , εἰ μὴ ἄρ ' Ἀντίλοχος μεγαθύμου Νέστορος υἱὸς Πηλεΐδην Ἀχιλῆα δίκῃ ἠμείψατ ' ἀναστάς : ὦ Ἀχιλεῦ μάλα |
Ὕαντες δὲ λέγονται οἱ κατοικοῦντες τὴν Βοιωτίαν . Σεσημείωται τὸ Λάας : τοῦτο γὰρ ὅτε μέν ἐστι κύριον ἀντίκειται τῷ | ||
ἀπὸ τοῦ Λᾶς τοῦ μονοσυλλάβου γέγονε κατὰ πλεονασμὸν τοῦ α Λάας καὶ λοιπὸν τὴν αὐτὴν ἐφύλαξε κλίσιν , φημὶ δὴ |
ποίης τέχνης ἑκάστη ἐπιστατεῖ καὶ τίς ὁ ταύτης ἐν βίῳ ἐφευρέτης ; Κλειὼ δ ' ἱστορίας Ἡρόδοτος , Θάλεια κωμῳδίας | ||
ποίης τέχνης ἑκάστη ἐπιστατεῖ καὶ τίς ὁ ταύτης ἐν βίῳ ἐφευρέτης ; Κλειὼ δ ' ἱστορίας Ἡρόδοτος , Θάλεια κωμῳδίας |
ἐκ τῆς ἀσπίδος ἤρυσε τὸ δόρυ ; . λεύσσω τῷ ἐφέηκα κατακτάμεναι μενεαίνων : ἡ διπλῆ ὅτι βέβληκε τὸ δόρυ | ||
χειρὸς ἔτρωσεν , ὡς Ζηνόδοτος γράφει . λέγει γοῦν ῥητῶς ἐφέηκα . . . . ἀλλὰ μάλα στιχὸς εἶμι διαμπερές |
] μοι ? νυμφίος ? ? ἄλλος [ ] ! Δηΐφοβος ? λης ! ! ! ? ? [ ] | ||
καὶ Ἀλκάθοος καὶ Ἀγήνωρ , τῶν δὲ τρίτων Ἕλενος καὶ Δηΐφοβος θεοειδὴς υἷε δύω Πριάμοιο : τρίτος δ ' ἦν |
οἱ Δωριεῖς τὸ η εἰς α καὶ λέγουσιν Ἀτρείδας καὶ Ὀρέστας , οὐ τρέπουσιν οἱ Βοιωτοὶ εἰς τὴν ει δίφθογγον | ||
ἀμειλίκτοιο κατήλυθεν εἰς Ἀΐδαο : ὄλβιος ἦν χαλεποῖσιν ἐν Ἀξείνοισιν Ὀρέστας ὥνεκά οἱ ξυνὰς Πυλάδας ᾅρητο κελεύθως : ἦν μάκαρ |
πέμπω , ἰάλλω , οὕτως παρὰ τὸ εἴδω , τὸ ὁμοιῶ , γίνεται ἰδάλλω καὶ πλεονασμῷ τοῦ ν ἰνδάλλω , | ||
πυκτεύω , πυκταλεύω . Ἐναλίγκιος . παρὰ τὸ εἴκω τὸ ὁμοιῶ : ὥσπερ παρὰ τὸ πήσσω πάγιος , ἁρμόζω ἁρμόδιος |
Δημοσθένεε Δημοσθένη , Διομήδεε Διομήδη , βασιλέε βασιλῆ , Πηλέε Πηλῆ . Τοῖν Πηλέοιν . Ἰστέον ὅτι ἡ γενικὴ καὶ | ||
πληθυντικῶν συναιροῦνται , οἷον Πηλέοιν Πηλέων . Ὦ Πηλέε ὦ Πηλῆ : εἴρηται . Οἱ Πηλέες καὶ οἱ Πηλεῖς . |
: ἡ γὰρ δυϊκὴ εὐθεῖα ἀπέστραπται τὴν περισπωμένην : σοφώ ἀγαθώ , ἡ δὲ γενικὴ καὶ δοτικὴ ἐπὶ τέλους μακροκατάληκτος | ||
τίκτε Διὶ φίλος ἱππότα Φυλεύς . Φυλεύς . ἰητῆρ ' ἀγαθώ , Ποδαλείριος ἠδὲ Μαχάων . Ἴων εἰσὶ καὶ ἄλλοι |
σταφίς ἀσταφίς . εἰρῆσθαι ὁ καταβάλλων . . . . βλήτροισι : βλῶ βλήσω βέβληται βλῆτρον , ὡς πέπληκται πλῆκτρον | ||
γόμφοις . ὁ δὲ Ἀπίων * * * „ κολλητὸν βλήτροισι , δυωκαιεικοσίπηχυ „ . βοάγρια Μ . π . |
] μάρτυρες . τελευταῖος τῶν τριμέτρων ἰάμβων . # . βοάσομαι : μέλος καὶ κομμάτιον . εἴσθεσις διπλῆς κώλων κʹ | ||
ἐδανειζόμην ; πολλῷ γε μᾶλλον , κἂν παρῶσι χίλιοι . βοάσομαι τἄρα τὰν ὑπέρτονον βοάν . ἰώ , κλάετ ' |
βάζει . οὔτω τί σοι δοίησαν αἰ φίλαι Μοῦσαι , Λαμπρίσκε , τερπνὸν τῆς ζοῆς τ ' ἐπαυρέσθαι , τοῦτον | ||
πρήσσων . οὐκέτ ' οὐκέτι πρήξω , ὄμνυμί σοι , Λαμπρίσκε , τὰς φίλας Μούσας . ὄσσην δὲ καὶ τὴν |
ἆρα σιμὸς καὶ πολυγένειός σοι καταφαίνομαι , ὦ νύμφη ; ἡνὶ δέ τοι : ἀντὶ τοῦ ἰδού . δασύνεται τὸ | ||
ἆρα σιμὸς καὶ πολυγένειός σοι καταφαίνομαι , ὦ νύμφη ; ἡνὶ δέ τοι : ἀντὶ τοῦ ἰδού . δασύνεται τὸ |
ψυχήν . ἀμβολίη : βραδυτής . ἀφαυροτέρη : ἐλάσσων . μείλια : τὰ παίγνια , δι ' ὧν οἱ παῖδες | ||
, τῷ δ ' ἀσπαστὸν ἔπος γένετ ' εἰσαΐοντι : μείλια δ ' ἔκβαλε πάντα καὶ ἀμφοτέρῃσι χιτῶνος νωλεμὲς ἔνθα |
, τὸ χωρῶ . . . . . . : λάζετο : . . . δύναται δὲ καὶ ἀπὸ τοῦ | ||
φίλον ἦτορ , πὰρ δέ οἱ Ἶρις ἔβαινε καὶ ἡνία λάζετο χερσί , μάστιξεν δ ' ἐλάαν , τὼ δ |
προπαροξύνονται , οἷον Ἀγαμέμνων Ἀγάμεμνον , κακοδαίμων κακόδαιμον , ὀλβιοδαίμων ὀλβιόδαιμον . Ἔστιν οὖν εἰπεῖν , ὅτι ὁ λόγος ἐπὶ | ||
πεπρωμένης τινός . ὡς καὶ παρ ' Ὁμήρῳ : μοιρηγενὲς ὀλβιόδαιμον . γνησίαις : ἰδίαις . γνήσια γὰρ τὰ ἴδια |
ἀλλοτρίως ἡ παραγωγὴ τοῦ ι παραδεδέχθαι : ἦν γὰρ τοῦτο θεματικὸν ἐν τρίτῳ προσώπῳ τῆς εὐθείας . . Πῶς οὖν | ||
τὸ ἐφίλησαν , ὅπερ οὐκ ἔστι θεματικόν . Τὸ γὰρ θεματικὸν φιλῶ ποιεῖ : ἁπλῆ εἴπομεν διὰ τὸ Γεώργιος : |
ἑλικτάν : ἦ γὰρ ἐγὼν ὑπ ' Ἔρωτος ἐς Ἅιδαν ἕλκομαι ἤδη . λήγετε βουκολικᾶς , Μοῖσαι , ἴτε λήγετ | ||
ὡς ἀπὸ φαρμάκου , φησί , καὶ ἴυγγος τὴν ψυχὴν ἕλκομαι τῇ ἐπιθυμίᾳ , ᾗ ὑπεσχόμην ἐπιδείξασθαι τὸν ἐπίνικον συντελέσας |
βουληφόρε χαλκοχιτώνων ἵππω τώδ ' ἐνόησα ποδώκεος Αἰακίδαο ἐς πόλεμον προφανέντε σὺν ἡνιόχοισι κακοῖσι : τώ κεν ἐελποίμην αἱρησέμεν , | ||
, ὄφρα ἴδωμαι ἢ νῶϊ Πριάμοιο πάϊς κορυθαίολος Ἕκτωρ γηθήσει προφανέντε ἀνὰ πτολέμοιο γεφύρας , ἦ τις καὶ Τρώων κορέει |
ὅτε κατὰ τῶν Ἀθηναίων ἐστράτευε τὸν μὲν Ἑλλήσποντον ἔχωσε ἤτοι βατὴν γῆν ἐποίησε τὸν δὲ Ἄθω τὸ ὄρος διακόψας ἐποίησε | ||
. Ἡ μέντοι θήλεια δεῆσαν τεκεῖν φεύγει μὲν ὁδὸν ἀνθρώποις βατὴν , ὑποτρέχει δὲ δρυμὸν τὸ ἀσφαλὲς αὐτῇ παρεχόμενον . |
βωμῷ οἶκτον ἀπωσάμενος πατρώιον : οὐδὲ λιτάων ἔκλυεν , οὐ Πηλῆος ὁρώμενος ἥλικα χαίτην ᾐδέσαθ ' , ἧς ὕπο θυμὸν | ||
Εἰδοθεείης . τὴν δὲ μετ ' ἀντολίηνδε παραὶ Κασιώτιδα πέτρην Πηλῆος πτολίεθρον ἐπώνυμον ἄνδρες ἔχουσιν ἔξοχα ναυτιλίης δεδαημένοι . οὐ |
οἷον , σπείρω , σπορά : φθείρω , φθορά : δείρω , δορά : θέρω , Θορὰ δῆμος Ἀττικός : | ||
τὸ ι εἰς ρ προφέρονται , οἷον σπείρω σπέρρω , δείρω δέρρω . . . , : πεποίηται δὲ ἡ |
σᾶμα κινύρατο Μέμνονος ὄρνις , ὅσσον ἀποφθιμένοιο κατωδύραντο Βίωνος ἄρχετε Σικελικαί , τῶ πένθεος ἄρχετε , Μοῖσαι ἀδονίδες πᾶσαί τε | ||
ἐρεῖσαι τὸ στόμα δειμαίνοι μὴ δεύτερα σεῖο φέρηται . ἄρχετε Σικελικαί , τῶ πένθεος ἄρχετε , Μοῖσαι . κλαίει καὶ |
, ἃ οὐ πάντως ἐτυμολογοῦμεν , ὡς οὐδὲ τοῦτο . σκῶλος πυρίκαυστος Ν ; Σκῶλον Β . . , : | ||
μεγήρας . καὶ τὸ μὲν αὐτοῦ μεῖν ' ὥς τε σκῶλος πυρίκαυστος ἐν σάκει Ἀντιλόχοιο , τὸ δ ' ἥμισυ |
τὸ ἄντεσθαι . Π : κεῖται Σαρπηδών , Λυκίων ἀγὸς ἀσπιστάων , ὃς Λυκίην εἴρυτο δίκῃσί τε καὶ σθένεϊ ᾧ | ||
κρατερόν τε ἑσταότ ' : ἀμφὶ δέ μιν κρατεραὶ στίχες ἀσπιστάων λαῶν , οἵ οἱ ἕποντο ἀπ ' Αἰσήποιο ῥοάων |
αἱ ἄλλαι : ἐκφέρεται δὲ διὰ τοῦ Ζ ἢ δύο ΣΣ , οἷον παίζω , πλήσσω : ἔχει δὲ αὐτῆς | ||
Χ . Δ . Θ . Τ . Ζ . ΣΣ . τὰ δὲ χαρακτηριστικά εἰσι τῶν μελλόντων οἷον τὸ |
δὲ οἷον καταφρονῶ , παραϲύνθετον δὲ οἷον ἀντιγονίζω φιλιππίζω . Ἀριθμοὶ τρεῖϲ , ἑνικόϲ , δυϊκόϲ , πληθυντικόϲ : ἑνικὸϲ | ||
ἢ σύνθετος καὶ δίλεξος , ἢ παρασύνθετος καὶ πολύλεξος . Ἀριθμοὶ δέ εἰσι τρεῖς : ὁ ἑνικός , ὁ δυϊκὸς |
: εἴμ ' Ὀδυσεὺς Λαερτιάδης , ὃς πᾶσι δόλοισιν ἀνθρώποισι μέλω , καί μευ κλέος οὐρανὸν ἵκει . οἱ δ | ||
σαφὲς ὅτι ἐκ πρώτου καὶ δευτέρου γεγενημένον , λέγω τοῦ μέλω , μέλεις . καὶ εἰ δίδοται τὰ τῆς συντάξεως |
μετὰ τὸν ἆθλον Αὐγέου τήνελλα ὦ καλλίνικε , χαῖρε ἄναξ Ἡράκλεες , αὐτός τε κἰόλαος , αἰχμητὰ δύω . δοκεῖ | ||
εἰς τὴν ει δίφθογγον , τὸ δὲ Ἥρακλες ἀπὸ τοῦ Ἡράκλεες γέγονε κατὰ συγκοπὴν τοῦ ε , τὸ δὲ ὦ |
ὁ ῥιγοπύρετος . Ἡράκλεις : ἐπίφθεγμα θαυμαστικόν . τὸ δὲ Ἥρακλες κλητικὴ πτῶσις , ὥσπερ τὸ ὦ Δάματερ τοῦ Δήμητερ | ||
: Ἡρακλῆος δὲ ἰωνικῶς : ἡ κλητικὴ Ἡράκλεες Ἡράκλεις : Ἥρακλες δὲ κατὰ συγκοπήν : ἡ μέντοι συνῃρημένη Ἡρακλοῦς ἐν |
τυχῶ : σίνω , σινῶ : οἷς ἀκόλουθον καὶ τὸ λούω , λοῶ : πείρω , περῶ : κείρω : | ||
ξύω , σμῶ , βρέχω , τύπτω , παίω , λούω , δεσμεύω , λύω , πλήσσω , φονεύω , |
τὸ μὲν τῷ ἀθροισμῷ καὶ τῇ λεπτότητι διαδυόμενον εἰς τὸ ἔκκαυμα δύναται καίειν , τὸ δ ' οὐδ ' ἕτερον | ||
, φλεγμαϲίηϲ δὲ τροφή , ταράχου δὲ γνώμηϲ καὶ ἀταξίηϲ ἔκκαυμα . καθαίρειν δὲ καὶ τὸ ξύμπαν ϲκῆνοϲ φαρμάκῳ τῇ |
ἔβαινον , [ ἐκ δ ' ἔλασαν προθύροιο καὶ αἰθούσης ἐριδούπου : ] μάστιξεν δ ' ἐλάαν , τὼ δ | ||
' ἔβαινον , ἐκ δ ' ἔλασαν προθύροιο καὶ αἰθούσης ἐριδούπου . τοὺς δὲ μετ ' Ἀτρεΐδης ἔκιε ξανθὸς Μενέλαος |
κακόποδα καὶ ἐπιμωμητὸν ἀπέδοσαν . σίφλος δὲ ὁ μῶμος . σιφλός : χωλός . ὅ : ἀντὶ τοῦ διό . | ||
. Ὅμηρος : οἳ Πλευρῶν ' ἐνέμοντο καὶ Ὤλενον . σιφλός : ἀντὶ τοῦ κεκακωμένος : οἱ δὲ τὸν κακόποδα |
καὶ τῇ σεμνότητι καὶ δὴ νὴ Δία καὶ μακαριότητι . Ὀκτὼ γὰρ πρὸς τοῖς ἐνενήκοντα βιοὺς ἔτη κατέστρεψεν , ἄνοσος | ||
ἐπενόησας . Ἀλλά μοι συνεργήσαις ταῖς οὐρανοδρόμοις σου ἐντεύξεσιν . Ὀκτὼ δεῖ λαμβάνειν τὰ μέρη τοῦ λόγου ὁμολογουμένως : τινῶν |
? τετελεσμένος φύσει [ ἄκριτος ] ἔφυς τὰ διπλᾶ τῶν ἀρετάων , [ νεώτερος ] πανέντιμος [ ] τύχης [ | ||
ἀμφεβόησε καὶ ὤμοσε καρτερὸν ὅρκον παντοίης μεθέπεις ὁτ ' ἀμετρήτων ἀρετάων ἀτρεκέως Φαέθοντος ἐράσσατο , τίκτε σε μήτηρ . τούνομά |
εθ ? ' ὕδωρ [ ] πλαζομέναις ἵνα λύσσαν ἀχύνετον ἧκα βαλοῦσα . [ ] ! ! [ ] [ | ||
ὤφειλεν εἶναι ἤνεγξα , οἱ δὲ λοιποί , ἔθηκα ἔδωκα ἧκα , ἐπεὶ πάντῃ τὸ στοιχεῖον ἀπέβαλον , οὐκ ἐκλίθησαν |
θεῶν . ὅπως δ ' ἔρωμαι , μή τι σὴν δάκω φρένα , δέδοιχ ' , ἃ χρήιζω : διὰ | ||
. ὀδάξ : ὀδάξ : τοῖς ὀδοῦσι . παρὰ τὸ δάκω δάξω κατὰ ἀποβολὴν τοῦ ω δὰξ καὶ πλεονασμῷ τοῦ |
τοὺς παρῳχημένους παρεδέξαντο αἱ προθέσεις , ὡς ἔχει παρὰ τὸ ἐνέπω τὸ ἤνεπον : ὅμοιον γάρ ἐστι τῷ ἤλαυνον : | ||
τώνεκν [ ! ! ! ! ! ! ! ] ἐνέπω τ ' ἀτρέκιαν [ ] [ χρεισμολόγον ] : |
εἴητε , εἴηϲαν Ἀορίϲτου αʹ Ἑν . τυφθείην τυφθείηϲ τυφθείη Δυ . τυφθείητον τυφθειήτην Πληθ . τυφθείημεν τυφθείητε τυφθείηϲαν Μέϲου | ||
. τύπτετε τυπτέτωϲαν Παρακειμένου καὶ ὑπερϲυντελίκου Ἑν . τέτυφε τετυφέτω Δυ . τετύφετον τετυφέτων Πληθ . τετύφετε τετυφέτωϲαν Μέϲου παρακειμένου |
ἠγρηγόρειν καὶ ἐγρηγόρειν ἡμίγραφον , ἡμιλάσταυρον , ἡμιφυές ἡμιώριον Ἰκόνιον κάθου καλαθίσκος κατάστικτον κατεγνυπωμένως κνύειν κοιτών κολλυβιστής κουρίδα κύμινον Κυραννή | ||
ἐμβολήν . οὐχ ὅτι γ ' ἐκεῖνος ἔλαχεν . οἰμώζων κάθου . σὺ δ ' οὐκ ἀνεῖχες σαυτὸν ὥσπερ εἰκὸς |
. νεοχμὸν ] νέον . ἐμβριθὲς ] μέγα . . σέβομαι ] ὑποστέλλομαι . προσιδέσθαι ] σέ . . ἀρχαίῳ | ||
περιέσχε πάντας . ξένιον ] τὸν φίλιον . αἰδοῦμαι ] σέβομαι . πράξαντ ' ] ἐπαγαγόντα . ἐπ ' Ἀλεξάνδρωι |
πεδάασκον ἐμῆς ἀπὸ πατρίδος αἴης . νῦν δ ' ἐπεὶ ἀμφοτέρω πολυήρατον ἱκόμεθ ' εὐνήν , κτήματα μέν , τά | ||
τούτοιν τοῖν ἀνδροῖν ἀμείνων πεποίηται τῷ ποιητῇ , καὶ ἡγούμενος ἀμφοτέρω ἀρίστω εἶναι καὶ δύσκριτον ὁπότερος ἀμείνων εἴη καὶ περὶ |
. ἀλλ ' οὗτος τοιοῦτος ἐὼν βοτὰ χίλια βόσκω , κἠκ τούτων τὸ κράτιστον ἀμελγόμενος γάλα πίνω : τυρὸς δ | ||
, ὅμοιός ἐστι διὰ τὸ ἀδελφὰς εἶναι αὐτάς . Γ κἠκ τωὐτοῦ ] ἐκ τοῦ αὐτοῦ . Γ κἀναχνοιανθῇ : |
, τῶν Δωριέων εἰς α βραχὺ τρεπόντων , ὡς Ἄρτεμις Ἄρταμις : κατιὼν δὲ καὶ συστέλλει . αἴκα : ἀντὶ | ||
μὲν ἀντὶ τοῦ Ε λαμβάνεται , οἷον Ἄρτεμις κοινῶς καὶ Ἄρταμις δωρικῶς : καὶ ἀντὶ τοῦ Η , μῆνις κοινῶς |
. Γ ἁλουργίδα ] πεποικιλμένην περικεφαλαίαν . Γ κατάπαστον ] κατάχρυσον . Γ χρυσοῦ διώξεις : τῷ “ διώξεις ” | ||
τοῦ ὑποδήματος , ἐὰν ὑπὲρ τὸν πόδα ὑπερβῇς , γίνεται κατάχρυσον ὑπόδημα , εἶτα πορφυροῦν , κεντητόν . τοῦ γὰρ |
Ἰθάκην κάτα κοιρανέουσιν ; ἦ ἰθὺς σῆς μητρὸς ἴω καὶ σοῖο δόμοιο ; ” τὸν δ ' αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος | ||
συνετὸς πάντως , ὁ δὲ συνετὸς οὐ πάντως σοφός . σοῖο καὶ σεῖο παρὰ τοῖς ποιηταῖς κατὰ τοὺς ἀκριβῶς ἀναγινώσκοντας |
σεσημείωται τὸ γῆρας διὰ τοῦ η γραφόμενον . Τὰ εἰς ωρ οὐδέτερα μονογενῆ διὰ τοῦ ω μεγάλου γράφονται : οἷον | ||
ε κλίνεται . Ὁ Νέστωρ τοῦ Νέστορος . Τὰ εἰς ωρ ὀξύτονα , εἴτε μονοσύλλαβα εἴτε ὑπὲρ μίαν συλλαβήν , |
συμφέρεται πολλαχῆ . ἃ γὰρ Πλάτων ὁ θεσπέσιος ὑπὲρ ἀρχῆς διωρίζετο , ταῦτα ἄντικρυς ἐπιγινώσκω ἐν τοῖς ὑπὸ σοῦ λεγομένοις | ||
διπλῆ ὅτι κατὰ διαίρεσιν . καὶ τὸ στεῦτο ἀντὶ τοῦ διωρίζετο . ἀναφέρεται δὲ πρὸς τὸ στεῦτο δὲ διψάων ἐν |
Δαμάσου παῖδα † Νεστορίδην , καὶ παρ ' Ὁμήρῳ : ἤνις ἠκέστας , τουτέστιν ἐνιαυσιέως : ἐκ τούτου γίνεται σύνθετον | ||
γούνασιν ἠϋκόμοιο , καί οἱ ὑποσχέσθαι δυοκαίδεκα βοῦς ἐνὶ νηῷ ἤνις ἠκέστας ἱερευσέμεν , αἴ κ ' ἐλεήσῃ ἄστύ τε |
τέσσαρα : δαίω , τὸ κόπτω : δαίω , τὸ εὐωχοῦμαι : δαίω , τὸ καίω : δαίω , τὸ | ||
καὶ ὁ μισθός . ἔνθου ἀπὸ τοῦ θῶ , τὸ εὐωχοῦμαι . ὁ μέλλων θώσω . τὸ ἔνθω ἀφ ' |
, σὸν τὸ νικητήριον . Ὦ χαῖρε καλλίνικε : καὶ μέμνης ' ὅτι ἀνὴρ γεγένησαι δι ' ἐμέ : καί | ||
τοῦτο καρπὸν τὸ δάκρυον . χαλκοῦς ὀφείλεις πέντε μοι . μέμνης ' ; ἐγὼ σοὶ πέντε χαλκοῦς , σὺ δέ |
Ἡρακλεέων Ἡρακλεῶν , Ἡρακλέεσι Ἡρακλῆσι , Ἡρακλέεας Ἡρακλέας , Ἡρακλέεες Ἡρακλέεις . Ἑνικά . Ἡρακλῆς , Ἡρακλέος Ἡρακλοῦς , Ἡρακλέϊ | ||
Ἡρακλήοιν , Ἡρακλέεε Ἡρακλέη καὶ Ἡρακλῆε . Πληθυντικά . Ἡρακλέεες Ἡρακλέεις Ἡρακλῆες , Ἡρακλεέων Ἡρακλεῶν Ἡρακλήων : ἰστέον ὅτι διὰ |
τῇ 〛 περὶ ἀντωνυμιῶν διδασκαλίᾳ εἰ θεῷ φίλον μαθησόμεθα . Τὼ χαρίεντε , τοῖν χαριέντοιν , ὦ χαρίεντε . Οἱ | ||
ὁ Αἴας ὦ Αἴας , ὁ κοχλίας ὦ κοχλίας . Τὼ Πάριδε , τοῖν Παρίδοιν , ὦ Πάριδε . Οἱ |
ὅπως ἂν ἔχοιμεν ὀϊζύος ἀτρεκὲς ἄλκαρ . Γηθόσυνοι δέχνυσθε βροτοίπινυτοῖσιν ἐνίσπω , οἷς ἀγαθὴ κραδίη καὶ πείθεται ἀθανάτοισι : νηπυτίοισι | ||
ποιεῖ : τέκω , τίκτω : ἔπω , ἴσπω , ἐνίσπω : βλάβω βλάπτω : ἐπεισόδῳ τοῦ τ , καὶ |
εἰσορόωσαι θάμβεον ὄβριμον ἔργον ὃ δή σφισιν ἔκρυφε πῆμα . Λαοκόων δ ' ἔτ ' ἔμιμνεν ἐποτρύνων ἑτάροισιν ἵππον ἀμαλδῦναι | ||
ἀνεῖλον ἐν τῷ τοῦ Θυμβραίου Ἀπόλλωνος ναῷ . ὁ δὲ Λαοκόων Ποσειδῶνος ἦν ἱερεὺς υἱὸς δὲ τοῦ Ἀντήνορος . τοῦτο |
κεκράανται , ἔργον δ ' Ἡφαίστοιο : πόρεν δέ ἑ Φαίδιμος ἥρως , Σιδονίων βασιλεύς , ὅθ ' ἑὸς δόμος | ||
κεκράανται , ἔργον δ ' Ἡφαίστοιο : πόρεν δέ ἑ Φαίδιμος ἥρως , Σιδονίων βασιλεύς , ὅθ ' ἑὸς δόμος |
Τ κρέαος κλίνοντες : οἱ δὲ ἀλοζόνες καὶ μεγαλόφωνοι Ἀττικοὶ συναιροῦντες τὸ τῶν Ἰώνων Α καὶ Ο μικρὸν εἰς τὸ | ||
. σᾶ : τὰ σῶα λέγουσι μονοσυλλάβως ἀπὸ τοῦ σῶα συναιροῦντες . Εὐριπίδης ἐν Ὑψιπύλῃ : εὔφημα καὶ σᾶ καὶ |
τί δὴ χρυσοῦ μὲν ὃς κίβδηλος ἦι τεκμήρι ' ἀνθρώποισιν ὤπασας σαφῆ , ἀνδρῶν δ ' ὅτωι χρὴ τὸν κακὸν | ||
δῶκας δὲ πυρὸς δριμεῖαν ἐρωήν , δεξιτερῇ δὲ φέρειν ἀδαμάντινον ὤπασας ἆορ . οὐ παῖδας τήρησε φίλους γλυκεροῖσι τοκεῦσιν , |
ἐγκωμιάζων αυ [ * * * ] τὸ “ μάκαρ Στρεψίαδες ” ; ὦ Στρεψίαδες ] ἐγκωμιάζων αὐτὸς ἑαυτόν . | ||
φίλοι καὶ οἱ δημόται , τὸ ” ὦ μάκαρ ὦ Στρεψίαδες “ . εἶτ ' ἄνδρα τῶν αὐτοῦ : διπλῆ |
γλωχῖνα , σημαίνει τὴν ἀγωνίαν , παρὰ τὸ γλάπτω τὸ κοιλαίνω : ἢ παρὰ τὸ γλάχω γίνεται γλωχίν . γήπαιδες | ||
γλυκύ . γλαφυρῆς : τὸ βαθὺ ἀπὸ τοῦ γλάφω τὸ κοιλαίνω , κυρίως δὲ τὸ λίαν γλυκύ : γλαφυρῆς : |
καινὸν εὐρίσκει ? [ ] , πρόσω πιεῦσα τὴν προκυκλίην θαν ! ! ! . ἀλλ ' οὖν γ ' | ||
ῥηθῇναι ἐν ταῖς μετὰ ταῦτα διέξιμεν . . π . θαν . . , . . . : ατην μνήμην |
οἶδας ὅσον σέο φέρτερος Ἕκτωρ ἔπλετ ' ἐνὶ πτολέμοισι ; Μένος δ ' ἀλέεινε καὶ ἔγχος ἡμέτερον : πινυτὸν γὰρ | ||
τειρόμενον : περὶ γὰρ κακὰ μυρία Κῆρες ἀνδρὶ περιστήσαντο . Μένος δ ' ἐνέπνευσεν ἀνάγκη : φῆ δέ , καὶ |
τέχνης . οὕτω καὶ Φειδίαν ἐνθουσιῶντα δημιουργεῖν , οὕτω καὶ Ζεῦξιν εἰκάζειν τὰ ἀγάλματα . , . . συντυχία ὑπολαβὼν | ||
τι ὄν . ἄμεινον δὲ οἶμαι ἀναγεγραφέναι τοὺς περὶ τὸν Ζεῦξιν , εἶτα καὶ Ζήνωνα . εἰκὸς γὰρ τὸ κάμμορον |
' οὗ τὸ ἐρευνῶ , ὡς οἴχω οἰχνῶ , ἵκω ἱκνῶ . . . , : τὸ δὲ ἐρέων ἐστὶ | ||
εἰς ΝΩ μετ ' ἐπιπλοκῆς συμφώνου περισπᾶται : ὑπνῶ πυκνῶ ἱκνῶ τεχνῶ σκιδνῶ ἰδνῶ . σεσημείωται τὸ δάκνω βαρύτονον , |
καλῶ . Ἐγὼ δ ' ἐμαυτῷ τόδε λαβὼν τὸ φορτίον εἴσειμ ' ὑπαὶ πτερύγων κιχλᾶν καὶ κοψίχων . Εἶδες , | ||
ἀριθμεῖν θεατὰς ψαμμακοσίους εἰ μή τις αὐτὴν κατακλιεῖ ἔπειτ ' εἴσειμ ' , ἐνθάδε μείνας εἰς ὤμιλλαν , κἂν μὴ |
δ ' , αἴ κ ' ἐθέλω , ποιήσομαι ἠὲ μεθήσω . ἄφρων δ ' , ὅς κ ' ἐθέλῃ | ||
ὦ παῖδε Λήδας καὶ Διός , τὰ μὲν πάρος νείκη μεθήσω σφῶιν κασιγνήτης πέρι : κείνη δ ' ἴτω πρὸς |
γὰρ ταχὺ καὶ θερμὸν λέγομεν , ὡς εἴρηται : ὡς φθίνω φθείρω , καὶ θέω θέρω . Θρώσκω . ἀπὸ | ||
τὸ ἠερέθω ὡς τὸ φλέγω φλεγέθω , νέμω νεμέθω , φθίνω φθινύθω . Ἄκρων πόρων , τουτέστι τῆς ἐπιφανείας . |
. εὗρον δὲ ψυχὴν Πηληϊάδεω Ἀχιλῆος καὶ Πατροκλῆος καὶ ἀμύμονος Ἀντιλόχοιο Αἴαντός θ ' , ὃς ἄριστος ἔην εἶδός τε | ||
δ ' ἐπὶ ψυχὴ Πηληϊάδεω Ἀχιλῆος καὶ Πατροκλῆος καὶ ἀμύμονος Ἀντιλόχοιο Αἴαντός θ ' , ὃς ἄριστος ἔην εἶδός τε |
πυρίβολοι πλαγαὶ λέχεά θ ' Ἁλίου . ὦ δυστάλαινα τῶν ἀμετρήτων κακῶν Ὠκεανοῦ κόρα , πατρὸς ἴθι πρόσπεσε γόνυ λιταῖς | ||
μερόπεσσι καὶ ἐν χθονὶ παμβασιλῆος . ἔμπλεος εἰς πλόον ἦλθον ἀμετρήτων [ ] ἀρετάων : οὐ πέλεν , οὐ πέλεν |
παρ ' αὐχένα , πᾶν δέ οἱ εἴσω δῦ ξίφος ἄμφηκες : ὃ δ ' ἄρα πρηνὴς ἐπὶ γαίῃ κεῖτο | ||
χλαῖνάν τε χιτῶνά τε εἵματα καλά , δώσω δὲ ξίφος ἄμφηκες καὶ ποσσὶ πέδιλα , πέμψω δ ' , ὅππῃ |
ἑκαστέρω ὁρμηθεῖσαν χήτεϊ κηδεμόνων ὀνοτὴν καὶ ἀεικέα θείης . ” Ἴσκεν ἀκηχεμένη : μέγα δὲ φρένες Αἰσονίδαο γήθεον . αἶψα | ||
μύθους ἡμετέρους , μηδ ' ἔκτοθι μίμνε πόληος . ” Ἴσκεν , ἀμαλδύνουσα φόνου τέλος οἷον ἐτύχθη ἀνδράσιν : αὐτὰρ |
ἂν τὴν διπλοΐδα , ἣν Ὅμηρός φησι δίπλακα μαρμαρέην . κατέβα τοι : ἀντὶ τοῦ : διὰ πόσου σοι ἀπὸ | ||
ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις . ἐς δ ' Ἰαολκὸν ἐπεὶ κατέβα ναυτᾶν ἄωτος , λέξατο πάντας ἐπαινήσαις Ἰάσων . καί |
. ἔνθεν , οὐδ ' ὄθομαι τοῦ κοτέοντος : καὶ ψεδνὴ δ ' ἐπενήνοθε λάχνη : ἐνόθω ἔνοθεν ἐνήνοθεν , | ||
ἐπὶ στῆθος συνοχωκότε : αὐτὰρ ὕπερθε φοξὸς ἔην κεφαλήν , ψεδνὴ δ ' ἐπενήνοθε λάχνη . ἔχθιστος δ ' Ἀχιλῆϊ |
, τὴν ἐμὴν αἰδῶ μεθείς . δίομαι μὲν χαρίσασθαι , δίομαι δ ' ἀντία φάσθαι , λέξας δύσλεκτα φίλοισιν . | ||
χαρίσασθαι ] τὰ πρὸς χάριν εἰπεῖν δέδια μέν σοι . δίομαι ] δέδια . ἀντία ] ἀληθεῦσαι : λυπηθήσῃ γάρ |
σεῖστρον : παρὰ τὸ σείω . . . . . σείω : σείω : . . . ἢ ἔστι σῶ | ||
παρὰ τὸ σείω . . . . . σείω : σείω : . . . ἢ ἔστι σῶ σείω , |
; Ἀθήνηθεν ἐπρέσβευσάν τινες ὡς Φίλιππον τουτονί , Φιλο - κράτης , Αἰσχίνης , Φρύνων , Δημοσθένης . τί οὖν | ||
, κακότης : μὴ ὄντα σύνθετα παρὰ τὸ κρατῶ ἢ κράτης διὰ τὸ Ἱπποκράτης Ἱπποκράτους , Σωκράτης Σωκράτους : πρόσκειται |