, φησί , λίαν στρογγύλους ὄντας ; καὶ ἐὰν αὐτοὺς θελήσω τετραγώνους ποιῆσαι , πολὺ δεῖ ἀπ ' αὐτῶν ἀποκοπῆναι | ||
στήσεται : κἂν σελήνῃ κελεύσω , καταβήσεται : κἂν κωλῦσαι θελήσω [ ] τὴν ἡμέραν , ἡ νύξ μοι μενεῖ |
] εἴπερ , ἐπεί . ἐς κόρακας ] ἀπελεύσῃ , ἀπέλθῃς , εἰς τὴν ἀπώλειαν . , φθαρῇ . ἰδοὺ | ||
καὶ ἠφανισμένος . εἰ ] ἐπειδή . ἐς κόρακας ] ἀπέλθῃς . ὡς ] ὄντως . ἠλίθιον ] μωρόν . |
καλὰ καλὰ πέφανται : μὴ θαύμαζε , φησίν , ὦ Πολύφημε , εἰ ἐρᾷ σου ἡ Γαλάτεια ἀμόρφου ὄντος . | ||
. ὁ νοῦς : καὶ ἐπειδὰν αἴσθηταί σε , ὦ Πολύφημε , φιλοῦντα , φεύγει καὶ οὐ προσδέχεται , μισοῦντα |
, ἢ ποντίοις δάκεσι δὸς βοράν , μηδέ μοι φθονήσῃς εὐγμάτων , ἄναξ . ἄδην με πολύπλανοι πλάναι γεγυμνάκασιν , | ||
λόγων ἐπῃσθόμην πρὸς ἔξοδον στείχουσα , Παλλάδος θεᾶς ὅπως ἱκοίμην εὐγμάτων προσήγορος . Καὶ τυγχάνω τε κλῇθρ ' ἀνασπαστοῦ πύλης |
; Ἡμεῖς φράσομεν . Λέγε δὴ ταχέως , ἵνα μὴ κλάῃς . Ἀκροῶ δή , καὶ τὰς χεῖρας πειρῶ κατέχειν | ||
λύχνος παρ ' Ἀττικοῖς ὁ πολὺ ἔλαιον ἀναλίσκων . ἵνα κλάῃς : καλεῖ τὸν παῖδα πλησίον ἐλθεῖν τῆς κλίνης , |
ἂν τὴν ναῦν ἀποστείλω . ὁ δὲ ῥᾳδίως μοι καὶ ἀκάκως ἀποκρίνεται : οὐδὲν κωλύει , ἔφη : ἀλλ ' | ||
, ὑπούλως , ἐπισκίως , τοῦ δ ' ἁπλῶς , ἀκάκως , ἀπλάστως , ἐκφανῶς , ἐλευθέρως , εὐθυρρημόνως , |
, οὐ μὴν κατασπάσειν γε , σὺ δέ , ὁπόταν ἐθελήσῃς , ῥᾳδίως ἅπαντας αὐτῇ κεν γαίῃ ἐρύσαι αὐτῇ τε | ||
οὖν πρὸς αὐτόν : “ Οὐκ ἀπιστοῦσά σοι μὴ οὐκ ἐθελήσῃς ἀφεῖναι Κλειτοφῶντα ταύτης ἐδεήθην τῆς κλοπῆς , ἀλλ ' |
δόμοι , ὦ πλεῖστ ' ἔχων μάλιστά τ ' εὐτεκνώτατε Πρίαμε , γεραιά θ ' ἥδ ' ἐγὼ μήτηρ τέκνων | ||
[ × – ˘ × × – ˘ – × Πρίαμε ] ⋮ συμ [ × – ˘ × × |
πέπυσμαι τῶν παίδων τῶν Καλλίππου . σὺ οὖν , ἐὰν σωφρονῇς , οὐδένα τῶν φευγόντων ἐάσεις ἐπὶ τὴν ναῦν ἀναβαίνειν | ||
ἀρχόντων δοκιμασίαις . σὺ οὖν , ὦ παῖ , ἐὰν σωφρονῇς , τοὺς μὲν θεοὺς παραιτήσῃ συγγνώμονάς σοι εἶναι , |
γέλως σημεῖον ἀπροσεξίας . σεαυτῷ διαχεῖσθαι πέρα τοῦ μειδιᾶν μὴ ἐπιτρέψῃς . σπουδῇ πλείονι ἢ διαχύσει χρῶ . ἀγὼν ὁ | ||
τὸ πᾶν ἢ καὶ συνεπωθεῖν αὐτόν . ὅταν δ ' ἐπιτρέψῃς τοῖς μυσί , μὴ καταλίπῃς τὴν κάτω χώραν ἀφρούρητον |
, μηδέποτε ἐπιδῷς τὴν φαντασίαν εἰς ἅπαν μηδὲ τὴν διάχυσιν ἐάσῃς προελθεῖν ἐφ ' ὅσον αὐτὴ θέλει , ἀλλ ' | ||
: εἰ δὲ εὔπνοιαν ποιῆσαι θέλεις τῇ κεφαλῇ , μὴ ἐάσῃς πολλὰς τρίχας : εἰ δὲ πλήττεταί σοι ἐκ τοῦ |
τῷ πάθει . οὐχ ὁ τρόφιμός σου πρὸς θεῶν , Ὀνήσιμε , ὁ νῦν ἔχων Ἁβροτόνιον τὴν ψάλτριαν , ἔγημ | ||
γὰρ ὀργῆς χάριν ἀπείληφεν , πάτερ . φιλῶ σε , Ὀνήσιμε , καὶ σὺ περίεργος εἶ . οὐδὲν γὰρ γλυκύτερον |
: εἶτα καὶ τὴν σεαυτοῦ φύσιν κατάμαθε , εἰ δύνασαι βαστάσαι . πένταθλος εἶναι βούλει ἢ παλαιστής ; ἴδε σεαυτοῦ | ||
Ἄττιν . „ αὖτις καὶ αὖθις : ἑκατέρως λέγουσιν . βαστάσαι : οὐ τὸ ἆραι δηλοῖ παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς , |
. . . ἀφίκου : ἥκω ἵκομαι ἱκόμην ἵκου καὶ ἀφίκου . ἔστι δὲ τὸ ἱκόμην δεύτερος ἀόριστος : ἥκω | ||
ὦ θεοῖς ἐχθρά , σὺ δεῦρ ' ὕδωρ ἔχους ' ἀφίκου ; Τί δ ' αὖ σὺ πῦρ , ὦ |
μὴ γρύζῃς ] μηδὲ μικρόν τι λαλῇς ] δίμετροι . πείσῃς ] ἡμᾶς : ἀκούσομέν σου ] μονόμετρος . μέλλειν | ||
. . μηδ ' ὅλως . . οὐδ ' ἢν πείσῃς : Ἐν ὑπερβολῇ λέγει , ὅτι κἂν πείσῃς , |
μᾶλλον ἀλγῇς . Λῆρος : οὐ γὰρ παύσομαι πρὶν ἂν φράσῃς μοι τίς ποτ ' ἐστὶν οὑτοσί . Εὔνους γὰρ | ||
. Ἐπεὶ γὰρ ἔσχε μοῖρ ' Ἀχιλλέα θανεῖν Οἴμοι : φράσῃς μοι μὴ πέρα , πρὶν ἂν μάθω πρῶτον τόδ |
κατὰ στέρησιν τοῦ μέλανος . Καὶ ὅρα ἀκρίβειαν , ὦ σοφέ . Ὧδε γὰρ ἔχεις πάντα τὸν μόχθον αἰχμαλώτου : | ||
ἔδωκεν οἴμην : τὸ δὲ γῆρας οὔ σε τείρει . σοφέ , γηγενής , φίλυμνε , ἀπαθής , ἀναιμόσαρκε : |
ἂν ἐγὼ ἀποσπάσαι παράσχω καὶ ἔχειν , ἐς ὅσον ἂν βούλωμαι ἀνοίγειν τε ὁ τοιοῦτος πᾶσαν θύραν δύναται καὶ ὁρᾶν | ||
ἐμοὶ δὲ μὴ λαμβάνοντι οὐκ ἀνάγκη διαλέγεσθαι ὧι ἂν μὴ βούλωμαι ; ἢ τὴν δίαιτάν μου φαυλίζεις ὡς ἧττον μὲν |
κοσμικῶν πραγμάτων , τουτέστιν ἠρεμίαν σχών . σχολάζω καὶ τὸ προσμένω , ὅπερ συντάσσεται μετὰ δοτικῆς , ὡς τὸ σχολάζει | ||
κοσμικῶν πραγμάτων , τουτέστιν ἠρεμίαν σχών . σχολάζω καὶ τὸ προσμένω , ὅπερ συντάσσεται μετὰ δοτικῆς , ὡς τὸ σχολάζει |
Ϛ οὐ κοινωνεῖς ἄρτι τῷ πράγματι ζ ἐὰν στρατεύσῃ , μετανοήσεις η μετὰ φόβου ἐρώτησον καὶ ἀκούεις ἀλήθειαν θ ἐὰν | ||
ἀπολαύσεις τῆς ἡδονῆς , καὶ καθ ' ὃν ἀπολαύσας ὕστερον μετανοήσεις καὶ αὐτὸς σεαυτῷ λοιδορήσῃ : καὶ τούτοις ἀντίθες ὅπως |
σαυτοῦ λέγοντος 〚 μὴ 〛 ἀκούσῃς , ἄλλου λέγοντος μὴ πεισθῇς : πῶς οὖν ἐφεκτικὸν τὸ τοιοῦτον λογισόμεθα ; Ἐπειδὴ | ||
ψυχὴ καθαίρεται λόγῳ θεοῦ ὑπὸ σοφοῦ . ἀναίσθητον οὐσίαν μὴ πεισθῇς εἶναί ποτε θεοῦ . ὁ θεὸς καθὸ νοῦς ἐστιν |
γὰρ φιλαίτιος λεώς . καὶ γὰρ τάχ ' ἄν τις οἰκτίσας ἰδὼν τάδε ὕβριν μὲν ἐχθήρειεν ἄρσενος στόλου , ὑμῖν | ||
τῶν ἐμῶν πόνων , σήμαινε μοι . μηδέ μ ' οἰκτίσας ξύνθαλπε λόγοις ψευδέσιν : οἱονεί , μή με αἰδούμενος |
γὰρ οἱ κωμῳδοποιοὶ τοὺς βατράχους διὰ τοῦ “ βρεκεκεκὲξ κοὰξ κοάξ ” καὶ τοὺς χοίρους διὰ τοῦ “ κοῒ κοΐ | ||
ὅ ἐστιν ἀντὶ τοῦ ἀφαιροῦμαι , ἵνα μὴ λέγητε τὸ κοάξ . . 〚 δεινά γ ' ἄρα πεισόμεσθα : |
εἰ δοίης γέ μοι τοὺς Φασιανοὺς οὓς τρέφει Λεωγόρας . ἴθ ' , ἀντιβολῶ ς ' , ὦ φίλτατ ' | ||
' ἔασον κἀποκλαύσασθαι κακά . Ἴθ ' , ὦναξ , ἴθ ' , ὦ γονῇ γενναῖε : χερσί τἂν θιγὼν |
δεινά . ὀλοὰ ] τὰ δεινά , τὰ ὀλέθρια . ὀλοὰ ] ὀλέθρια . θ ὀλοὰ ] + ἀντὶ μιᾶς | ||
ὀλέθρια . ὀλοὰ ] θρηνητικά . ὀλοὰ ] ὀλέθρια . ὀλοὰ ] θρηνητικά . ὁρᾶν ] ὁρᾶσθαι . ὁρᾶν ] |
τούσγε Ἄργου φραδμοσύνῃσιν ἀριστῆες μεθέηκαν : τὼ δὲ δι ' ἀτραπιτοῖο μεθ ' ἱερὸν ἄλσος ἵκοντο , φηγὸν ἀπειρεσίην διζημένω | ||
κρατεροῖσι λίθων φέρει αἰόλον ὕλην . Νῦν δ ' ἐπεὶ ἀτραπιτοῖο πολὺ πλέον ἄμμι λέλειπται , σεῖο δ ' ἔτι |
τὴν λοιδορίαν , τὸν κωλακρέτην , τὰ τριώβολα . Ἅπαντα τἄρ ' αὐτῷ ταμιεύει ; Φήμ ' ἐγώ . Ἥν | ||
μὲν αὑτὴν χὤστις Αἴγισθον στυγεῖ . ἐμοί τε καὶ σοί τἄρ ' ἐπεύξομαι τάδε . αὐτὴ σὺ ταῦτα μανθάνους ' |
ἰατρικὸς εἶναι καὶ ἄλλον ποιεῖν ᾧ ἂν τὴν τούτων ἐπιστήμην παραδῶ , “ τί ἂν οἴει ἀκούσαντας εἰπεῖν ; Τί | ||
καθίσταμαι . Φήσεις γ ' , ἐπειδὰν τὰς τριακοντούτιδας σπονδὰς παραδῶ σοι . Δεῦρ ' ἴθ ' , αἱ Σπονδαί |
πλόος πλέω πλέεις , ῥόος ῥέω ῥέεις , νόος νοῶ νοεῖς , θρόος θροῶ θροεῖς : ἐπειδὴ οὖν τὸ γόος | ||
Τροίας πεδία πορθῆσαι μολών . Καὶ ταῦτ ' ἀληθῆ δρᾶν νοεῖς ; Πολλὴ κρατεῖ τούτων ἀνάγκη : καὶ σὺ μὴ |
, ἠισθόμην γάρ , Ἀγάμεμνον , σέθεν φωνῆς ἀκούσας , εἰσορᾶις ἃ πάσχομεν ; ἔα : Πολυμῆστορ ὦ δύστηνε , | ||
' Ἀργείων δορὶ πλείστους διώλες ' Ἕκτορος , τάδ ' εἰσορᾶις ; ὁρῶ τὰ τῶν θεῶν , ὡς τὰ μὲν |
, τῆς ἐμαυτῆς πόρτης . ἄπειμι ] ἀπέρχομαι . , ἀπελεύσομαι . καίτοι ] γρ . ” καὶ τοῦτο “ | ||
ἐκ θείας δοκιμασίας ἐλεούμενος ὕστερον ἐν ἑαυτῷ λέγει μικροψυχήσας : ἀπελεύσομαι εἰς Ἱερουσαλὴμ καὶ διακρινοῦμαι τῷ θεῷ μου , ὅτι |
παραϲύνθετον : ἁπλοῦν μὲν οἷον φρονῶ , ϲύνθετον δὲ οἷον καταφρονῶ , παραϲύνθετον δὲ οἷον ἀντιγονίζω φιλιππίζω . Ἀριθμοὶ τρεῖϲ | ||
, στεφάνους ἔχειν οὐκ ἀγωνίζομαι , δοξομανίας ἀπήλλαγμαι , θανάτου καταφρονῶ , νόσου παντοδαπῆς ἀνώτερος γίνομαι , λύπη μου τὴν |
, ὡς ἂν τῶν πολισσούχων θεῶν βωμοὺς προνάους καὶ † πολισσούχων ἕδρας εὕρωμεν , ἀσφάλεια δ ' ᾖ δι ' | ||
, στρατῷ τε θάρσος τῷδε πυργηρουμένῳ , βρέτη πεσούσας πρὸς πολισσούχων θεῶν αὔειν , λακάζειν , σωφρόνων μισήματα ; μήτ |
γε μὴ λάχῃς . Λάζυσθε πᾶσαι τῆς κύλικος , ὦ Λαμπιτοῖ : λεγέτω δ ' ὑπὲρ ὑμῶν μί ' ἅπερ | ||
δὴ Λαμπιτὼ προσέρχεται . Ὦ φιλτάτη Λάκαινα , χαῖρε , Λαμπιτοῖ . Οἷον τὸ κάλλος , γλυκυτάτη , σου φαίνεται |
γυναικῶν . ἐξήμβλωκας ] ἀπὸ τοῦ ἀμελέω , - ῶ ἀμελήσω , ἠμέληκα , καὶ κατὰ συγκοπὴν καὶ τροπῇ τοῦ | ||
δυνηθῇ , ἀνέξομαι , ἡδόμενος τὸν πάντα χρόνον , καὶ ἀμελήσω τῆς ἀρετῆς , ἐάν μοι δείξῃς ἡδονὴν ἀσφαλῆ καὶ |
κατάβηθι καὶ κατάβα , καὶ ἀνάστηθι καὶ ἀνάστα , καὶ ἀνίστω καὶ ἀνίστασο , καὶ τὰ ὅμοια . ἀνάδοχον : | ||
κύων μέριμναν οὔποτ ' ἐκλείπων πόνου . τί δρᾷς ; ἀνίστω , μή σε νικάτω πόνος , μηδ ' ἀγνοήσῃς |
πεπρωμένη , ὅποι ποθ ' ὑμῖν εἰμὶ διατεταγμένος , ὡς ἕψομαί γ ' ἄοκνος : ἢν δέ γε μὴ θέλω | ||
σοί , βασιλεῦ , ἐς μέσον φέρω , αὐτὸς μέντοι ἕψομαί τοι καὶ οὐκ ἂν λειφθείην . Κάρτα τε ἥσθη |
: ἀπὸ τῶν : βλέφαρον παρὰ τὸ φάρος εἶναι τοῦ βλέπους , ἤτοι τοῦ ὀφθαλμοῦ : βλὲψ γὰρ ὁ ὀφθαλμός | ||
πατήρ ; ἔξειπ ' : ἐπεί νιν τῶνδε πλεῖστον ᾤκτισα βλέπους ' , ὅσῳπερ καὶ φρονεῖν οἶδεν μόνη . Τί |
τὸ ὄνομα [ . ] : ἕσπερε πάντα φέρων ὅσα φαινολὶς ἐσκέδας ' αὔως : οἷον : περίφερέ σου καὶ | ||
τὸ ὄνομα [ . ] : ἕσπερε πάντα φέρων ὅσα φαινολὶς ἐσκέδας ' αὔως : οἷον : περίφερέ σου καὶ |
ἤτε κλεπίαν [ ] | ἀτῶντι . | οὐκ ἐτὸς ἁγὼ μέτρα χέω [ Λίνον ] οὐκ ἐξίκει [ : | ||
αὐτῆς θέλω τόνδ ' , ἐκβαλοῦσα λέκτρα τἀκείνης βίαι : ἁγὼ τὸ πρῶτον οὐχ ἑκοῦς ' ἐδεξάμην , νῦν δ |
, ἢ ἡ τοῦ ἓν εἶναι , εἴ τις ἱκανῶς ἐπεξίοι . διὰ τοιαύτην δὴ φιλονικίαν ὑπὸ νέου ὄντος ἐμοῦ | ||
ἐστιν ἤπερ ἡ τοῦ ἓν εἶναι , εἴ τις ἱκανῶς ἐπεξίοι . [ . ] . Ζ . δὲ ὁ |
εἴπηις τὰ θέληις , ἀκούσαις καί κεν τά κεν οὐ θέλοις : καὶ Ὅμηρος . ὁπποῖόν κ ' εἴπῃσθα ἔπος | ||
ἂν οὐχ ὑπήκοος , τάσσειν δὲ μᾶλλον ἢ ' πιτάσσεσθαι θέλοις . ” ἐπεὶ δὲ καὶ πριαμένου Συλέως εἰς ἀγρὸν |
ἡ τύχη λέγεται δαιμόνων κατάστασις . ὁ δὲ νοῦς : ἔξελθε τῶν οἴκων : οὐ γὰρ ἐν χορείαις καὶ παρθενῶσιν | ||
ὁμοίως : ἴθ ' ὦ ἄνα , πρὸς γονάτων , ἔξελθε καὶ σύγγνωθι τῇ τραπέζῃ . Φασὶν ἀλλήλαις ξυνελθεῖν τὰς |
κἀπεκροφήσας : πλέον τι προσέθηκεν ὑπερβολῇ τῆς ἀπειλῆς , τῷ ἐκπίω ἐπενεγκὼν τὸ ἐκροφήσας . Γ οἷον ὄψομαί ς ' | ||
τῷ ἀπολλύναι τὸν οἶνον ἔφησεν : „ ἐὰν γὰρ αὐτὸν ἐκπίω , οὐ μόνον αὐτὸς ἀπόλλυται , ἀλλὰ κἀμὲ προσαπόλλυσιν |
, ὁποῖον δὲ ἔστι τῇ φύσει διὰ τὰ προειρημένα ἐπέχειν ἀναγκασθήσομαι . Καὶ ὁ μὲν πρῶτος τῆς ἐποχῆς τρόπος τοιοῦτός | ||
' ἃ καὶ πεποίηκα καὶ πεπολίτευμαι βαδίζω , πολλάκις λέγειν ἀναγκασθήσομαι περὶ ἐμαυτοῦ . πειράσομαι μὲν οὖν ὡς μετριώτατα τοῦτο |
κυβερνήτην κακόν . τύχην ἔχεις , ἄνθρωπε , μὴ μάτην τρέχε . εἰ δ ' οὐκ ἔχεις , κάθευδε , | ||
, ἄνδρες φίλοι : ἄρτους ἐπιλελήσμεθ ' ἀρκοῦντας πρίασθαι . τρέχε δή , παῖ . καὶ τοῦτο ἔλεγεν αὐτὸς γελῶν |
χρυσίον ἔλθοι , οἶδ ' ὅτι τηνικαῦτα ἐμὲ τὴν Τύχην μέμψῃ . ” ὁ μῦθος δηλοῖ , ὅτι χρὴ τὸν | ||
τὰ ἀλλότρια ἴδια , ἐμποδισθήσῃ , πενθήσεις , ταραχθήσῃ , μέμψῃ καὶ θεοὺς καὶ ἀνθρώπους , ἐὰν δὲ τὸ σὸν |
μὴ ἐπιλανθάνωμαι τῶν πρώτων , εἰ τὰ μετὰ ταῦτα πολλὰ ἐπιρρέοι . Σὺ τοῦτο , ὦ Ἀνάχαρσι , ταμιεύσῃ ἄμεινον | ||
γένεσιν ἐπὶ τὰ μόρια φερόμενον συνίστησιν : εἰ δὲ μηδέποτε ἐπιρρέοι τοῦτο , δῆλον ὡς οὐδὲ τὰ πάθη συστήσεταί ποτε |
σκότιον Ἀγαμέμνων λέχος . ἀλλ ' , ὦ ποτ ' εὐτυχοῦσα , χαῖρέ μοι , πόλις ξεστόν τε πύργωμ ' | ||
ὅδ ' οἶδ ' , ἐγὼ δ ' ἄπειρος , εὐτυχοῦσα πρίν . ὦ ξένε , λόγων μὲν κληδόν ' |
ὑποσκίοισιν ἐν ψυκτηρίοις . Εὐριπίδης Φαέθοντι : ψυκτήρια δένδρεα φίλαισιν ὠλέναισι δέξεται . καὶ ὁ τὸν Αἰγίμιον δὲ ποιήσας εἴθ | ||
ἐν φάραγξι σήπεται νέκυς . χρυσέαν βῶλον ψυκτήρια δένδρη φίλαισιν ὠλέναισι δέξεται . κρήνης πάροιθεν ἀνθεμόστρωτον λέχος ἀνθρωποκτόνος ἄγωνον ⌊ |
ζάψ . Πτωκὰς κύπειρος Μᾶτερ ὦ ποντία κλῦθι Νυμφᾶν ἁβρᾶν Δῶρι , κυμοκτύπων τ ' ἤραν ' ἁλίων μυχῶν . | ||
δ ' ἐν Μνηματίῳ φησίν : ψῦξον τὸν οἶνον , Δῶρι . Πρωταγορίδης δ ' ἐν βʹ τῶν κωμικῶν ἱστοριῶν |
ὡς ἐλάττων σοι δύναμις ἧς αἰτοῦμεν χάριτος ; καὶ μὴν ἐγέλας οὐδὲν σπουδῆς ἀνιέντος τοῦ Κυρίνου καὶ παρεδήλους ὡς τά | ||
ἐν ταῖς πλευραῖς μὴ τοιαῦτα κερδαίνειν , σὺ μὲν ἴσως ἐγέλας ἐπιβουλευόμενος , ἡμεῖς δὲ ἐφροντίζομεν , εἰ καὶ θαρρεῖν |
προῖκα ἔδωκεν ὁ Τυνδάρεως : στεῖχ ' ὡς ἀθορύβως : πορεύου , ὅπως ὁ προσελθών μοι λόγος τοῦ γήρως τοῦ | ||
παράγραφος , ἐπὶ δὲ τῶι τέλει κορωνίς . κομίζου ] πορεύου . Κασάνδραν ] τήν . ἀμηνίτως ] ἀοργήτως . |
πόπανον , ὅπως λαβοῦσα θύσω τοῖν θεοῖν . Δέσποινα πολυτίμητε Δήμητερ φίλη καὶ Φερρέφαττα , πολλὰ πολλάκις μέ σοι θύειν | ||
ὁ ἀναιρῶν τοὺς καταδίκους , δημόκοινος δὲ ὁ βασανίζων . Δήμητερ καὶ Δάματερ διαφέρει παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς , φησὶ Τρύφων |
μὲν βορεάδας ἥξεις πρὸς πνοάς , ἵν ' εὐλαβοῦ βρόμον καταιγίζοντα , μή ς ' ἀναρπάσηι δυσχειμέρωι πέμφιγγι συστρέψας ἄφνω | ||
Καλλιμέδοντ ' εἰς τοὔψον , εἰ φιλεῖς ἐμέ , παύσῃς καταιγίζοντα δι ' ὅλης ἡμέρας . ἔργον τυράννων , οὐκ |
καὶ πότους ἑωθινοὺς πίνει διὰ σὲ νῦν , πρότερον οὐκ εἰθισμένος . εἶτ ' εἰ μεμάθηκε , δέσποτα , ζῆν | ||
δὲ μὴ ἐλάττων : λούσεις δὲ τὸ τρίτον , ἐὰν εἰθισμένος ᾖ λουτροῖς χρῆσθαι πλείοσι : καὶ μὲν δὴ καὶ |
φωνῇ μεγάλῃ λέγουσα : Ἀδὰμ Ἀδάμ , ποῦ εἶ ; ἀνάστα ἐλθὲ πρός με , καὶ δείξω σοι μέγα μυστήριον | ||
ἐκοιμᾶτο . ἐπιστᾶσα δὲ αὐτῷ ἡ Τύχη ἐβόα : ” ἀνάστα καὶ ἄπελθε ἐντεῦθεν , μήπως κάτωθεν τοῦ φρέατος πεσὼν |
τὴν ὥραν σκοπεῖν χρὴ ἐν τίνι μάλιστα καιρῷ τοῦ παροξυσμοῦ βαρύνοιτο μεγάλως ὁ κάμνων . εἰ μὲν γὰρ κατὰ τὴν | ||
παρ ' οὐδέτερα ᾖ : ἐπίθετα δέ , εἰ μὲν βαρύνοιτο , εἰς ου ἔχει τὴν γενικήν , εἰ δὲ |
τι περιπίτνει κρύος . ἔτευξα τύμβῳ μέλος θυιὰς αἱματοσταγεῖς νεκροὺς κλύουσα δυσμόρως θανόντας : ἦ δύσορνις ἅδε ξυναυλία δορός . | ||
, γύναι , ἥτις , τυράννων ἑστίαν ἠικισμένη , χαίρεις κλύουσα κοὐ φοβῆι τὰ τοιάδε ; ἔχω τι κἀγὼ τοῖσι |
ὀλίγον ἰσχύει χρόνον . τίνι δεδούλωνταί ποτε ; ὄψει ; φλύαρος : τῆς γὰρ αὐτῆς πάντες ἂν ἤρων : κρίσιν | ||
λῆρος καθ ' ἑαυτὸν , οὕτως εἴποις : λῆρος καὶ φλύαρος εἶ ταῦτα λέγων . 〛 τινὲς δέ φασιν ἐσχηματισμένως |
[ ] πάρεστιν Ἰνάχῳ λόγ ? [ [ ] ὀλίγον ἰσχύεις ? ὅμως ? [ [ ] ! ! ! | ||
ἐπιτιθέμενον Στρατηγίῳ τῷ σοφιστῇ παῦσον ἢ πείθων ἢ ἀναγκάζων . ἰσχύεις δὲ ἀμφότερα : καὶ γὰρ λέγειν σὺ δεινὸς καὶ |
κοὐ πρόσειμ ' ἔτι : εἰς τὸ σπυρίδιον ἰσχνά μοι φυλλεῖα δός . Ἀπολεῖς μ ' . Ἰδού σοι . | ||
φύλλα τῶν λαχάνων . τοιαῦτα γὰρ οἱ πτωχοὶ ἐσθίουσιν . φυλλεῖα καλεῖται καὶ τὰ τῆς θριδακίνης φύλλα . ἢ πάντων |
. . πελαζόμεθα ] τῷ σῷ βωμῷ πλησιάζομεν . . Λύκει ' ἄναξ , λύκειος γενοῦ ] Λύκειόν φασι τὸν | ||
γενοῦ , οἷον ἐπὶ τοῦ πολέμου . παρήχησιν ἐνταῦθα ποιεῖ Λύκει ' ἄναξ λύκειος γενοῦ εἰπών , ἤτοι πολέμιος αὐτοῖς |
οὐ γὰρ ἔνι τούτοις ἡδονὴ τοῖς πρὸς βίαν . Κἄλλως ὀδυνᾶν χρή : κἀμέλει ταχέως πάνυ ἀπεροῦσιν . Οὐ γὰρ | ||
πατρωΐων : σὺν δ ' ἐλαίῳ φαρμακώσαις ' ἀντίτομα στερεᾶν ὀδυνᾶν δῶκε χρίεσθαι . καταίνησάν τε κοινὸν γάμον γλυκὺν ἐν |
τοῖσιν δ ' αὐτίκ ' ἔπειτα θεοὶ τέραα προὔφαινον : εἷρπον μὲν ῥινοί , κρέα δ ' ἀμφ ' ὀβελοῖς | ||
ε θέματα προσλαμβάνει τὸ ι ἐν τῇ κινήσει οἷον ἕρπω εἷρπον , ἕλκω εἷλκον , ἕπομαι εἱπόμην , ἐπιφέρει καὶ |
τηρήσῃς αὐτὰς κατὰ τὴν ἐμὴν ἐντολήν . λέγω αὐτῷ : Κύριε , ὃ ἐάν μοι ἐντείλῃ , φυλάξω αὐτό : | ||
γενομένην διὰ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ σωθῆναι . λέγω αὐτῷ : Κύριε , ἐλπίζω ὅτι πάντες ἀκούσαντες αὐτὰ μετανοήσουσιν . πείθομαι |
φησίν , ἴσθι τοῦ κέρδους , ἀλλὰ καὶ ἑκὼν ζημίαν ὑπόμεινον , ἵνα καὶ τὴν ἀκούσιον βλάβην , εἴ ποτε | ||
ᾖ τὸ σὲ μὴ ταραχθῆναι . Εἰ προκόψαι θέλεις , ὑπόμεινον ἕνεκα τῶν ἐκτὸς ἀνόητος δόξας καὶ ἠλίθιος , μηδὲν |
ἀλλ ' ἵνα μὴ πολλὰ τοιαῦτα λέγων πόρρω τοῦ καιροῦ γένωμαι , παρεὶς ἅπαν τὸ μέσον καὶ προσχρησάμενος καὶ πρὸς | ||
ἀγωνίων θεῶν , λευκοστεφεῖς ἔχουσα νεοδρέπτους κλάδους ; ὡς μὴ γένωμαι δμωὶς Αἰγύπτου γένει . πότερα κατ ' ἔχθραν , |
εἰ μὴ ἀντιλέγοι τὰ μείζω σημεῖα . εἰ δὲ ἑκὼν βραδύνει , ἐφιστάμενος δὲ ἐν ταῖς ὁδοῖς περιβλέπει , ὑψαύχενα | ||
καὶ πλεονασμῷ τοῦ μ . Δηθύνει : ἡ μύραινα , βραδύνει . θαλάμης : ἀπὸ , διὰ τοῦ σπήλου . |
λέξον . ἀμφιπύλου γὰρ ἔσω μελάθρου γόον ἔκλυον , οὐδὲ συνήδομαι , ὦ γύναι , ἄλγεσι δώματος , ἐπεί μοι | ||
τὸν ποτούμενον παρ ' ἐλπίδα θηρεύει . Νῦν τῇ τύχῃ συνήδομαι . Καὶ οὐκ ἄρα σκαιὸς ἦν ὁ ἄνεμος , |
ἄλλ ' ἂν ἀπολαύσαιμι τοῦ μαθήματος ; καὶ ταῦτ ' ἐθελήσεις ἀπομόσαι μοι τοὺς θεοὺς ἵν ' ἂν κελεύσω ' | ||
ἐπιτύχοιμι . . ταῦτ ' ] διά , κατά . ἐθελήσεις ] νεύσειας . ἀπομόσαι ] ἐπομόσαι . ἀπομόσαι ] |
Ἀπίων διὰ τὸ ἐκ πολλῶν ἱματίων τὰ στρώματα συντίθεσθαι . πυλάρταο Θ . Ν . λ . . , : | ||
πυλάρταο Θ . Ν . λ . . , : πυλάρταο κρατεροῖο : μίαν διάνοιαν αἱρετέον διὰ τῶν δύο λέξεων |
. Ἐκ τοῦ Θυέστου : Θεοῦ θέλοντος κἂν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις . Ἐκ τοῦ αὐτοῦ : Οὐκ ἔστιν οὐδὲν χωρὶς | ||
Θετταλικαὶ χλαμύδες πτερὰ εἶχον . Θεοῦ θέλοντος κἂν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις . Θρᾷκες ὅρκια οὐκ ἐπίστανται : ἐπὶ τῶν τοῖς |
τί δῆτά μοι κακὸν γενήσεται ἰδόντι τοιοῦτον ἐνύπνιον ; μὴ φροντίσῃς : οὐδὲν γὰρ ἔσται δεινόν , οὐ μὰ τοὺς | ||
τὸν γῆς τε ἄνακτα καὶ τὸν οὐρανὸν ἄλλῃ ἑδράσαντα μηδὲ φροντίσῃς , εἰ τηλικόσδε ὢν τελείου ἔργα ποιῶ ἢ εἰ |
ποιήσῃς τὸ ἐμὸν θέλημα , ἀβαρές σοί ἐστιν . εἰ παράσχοις ἐμοὶ αἰτουμένῳ τι κοῦφον καὶ ἀβαρές σοι τέλος μοι | ||
θ δίδου ] ἡμῖν . θ δίδου ] δίδοις καὶ παράσχοις . Ξ Ἄρης ] ὦ Ἀττικῶς . Ἄρης ] |
τλητὸν ἔμοιγε . Σιώπα . Σοί γ ' , ὦ κατάρατε , σιωπῶ ' γώ , καὶ ταῦτα κάλυμμα φορούσῃ | ||
ἀπένεγκον παρ ' ἐμοῦ τοὺς λόγους . Ἀπόδος , ὦ κατάρατε , τὰ πορθμεῖα . Βόα , εἰ τοῦτό σοι |
αὐτῷ μοι , ἔφη , ἐγγίγνεται εὔνοια πρὸς οὓς ἂν ὑπολάβω εὐνοϊκῶς ἔχειν πρὸς ἐμέ . Ταῦτα μὲν δή , | ||
τὰ ἐμαυτοῦ ἐξεῖπον . ἄφες οὖν , ἵνα κἀγὼ ταὐτὰ ὑπολάβω . δεῖξόν μοι , ὅτι , ἄν τις τινὶ |
οὔτε διάβολος γραῦς ἔνδον ἀλλὰ καὶ χαμαιτύπη κρίζει τις . τηρῶ τὸν Δία ὕοντα πολλῷ . ἡμέραν τρίτην ἐπεκώμας ' | ||
πάθους . οὐχ οὗτος ἱππόκαμπός ἐστ ' ἐν αἰθέρι ; τηρῶ τὸν Δία ὕοντα πολλῷ δέσποτα , τί σύννους κατὰ |
καὶ φόνου συνεργάτιν λαβὼν τά γ ' εἴσω τειχέων σαφῶς μάθω . νῦν οὖν ἔξω τρίβου τοῦδ ' ἴχνος ἀλλαξώμεθα | ||
τινές φασιν εἶναι τοῦ δαγκάνω , ἐπάγει ὡς τὸ δάκω μάθω λάχω ἅδω φύγω καὶ ὅσα τοιαῦτα ὑποτακτικὰ τρισὶ γράμμασι |
τοῦ πυλῶνος εἰ οἰωνός τίς ἐστι δύσκολος . ἐὰν ἴδῃς δικόρωνον ἑστὸς πρὸ τοῦ πυλῶνος κάλει με : εὐφροσύνην γὰρ | ||
ἰδὼν ἔφη “ οὐκ εἶπάς μοι , κατάρατε , ὅτι δικόρωνον εἱστήκει πρὸ τοῦ πυλῶνος ; ” Αἴσωπος ἔφη “ |
, δέσποτα Δημήτριε , ὅταν μὲν ἔξω σε θεάσωμαι καὶ ἀκούσω μετὰ τῶν δορυφόρων καὶ τῶν στρατοπέδων καὶ τῶν πρέσβεων | ||
σήμερον διαλεγομένου ἐν τῇ οἰκίᾳ τῇ Κοδράτου . τί σου ἀκούσω ; ἐπιδεῖξαί μοι θέλεις , ὅτι κομψῶς συντιθεῖς τὰ |
Δί ' , ἔφη ἡ Θεοδότη , ἐγὼ τούτων οὐδὲν μηχανῶμαι . Καὶ μήν , ἔφη , πολὺ διαφέρει τὸ | ||
παλάμη καὶ ἡ μηχανή : ἀπὸ τούτου καὶ παλαμῶμαι τὸ μηχανῶμαι . ἐπαλαμήσατο ] ἐπανουργεύσατο , εἰργάσατο . μεταφορικῶς ὡς |
Δί ' οὐ πολλοί με φθάσουσιν , ἀλλὰ πρῶτος ἀναστὰς κελεύσω τοῖς Θηβαίοις ἀνταίρειν , ἂν μὴ πείθωνται λόγῳ μηδ | ||
ἀποφήνω πάνυ ἀδικοῦντας αὐτούς , οὐ διὰ τοῦτο καὶ ἀποκτεῖναι κελεύσω , εἰ μὴ ξυμφέρον , ἤν τε καὶ ἔχοντάς |
. τούτου μνημονεύει Ἀριστοφάνης ἐν Γήρᾳ : ποιεῖ δὲ λέγουσαν ἀρτόπωλιν διηρπασμένων αὐτῆς τῶν ἄρτων ὑπὸ τῶν τὸ γῆρας ἀποβαλλόντων | ||
εἰμί σοι , καὶ εἰ βούλει , ἕπου πρὸς τὴν ἀρτόπωλιν καὶ ὄψει με διὰ μιᾶς ἐπῳδῆς καὶ μικροῦ τοῦ |
; Ἐγένετο δὲ μετὰ τὰς ἑπτὰ ἡμέρας οὕτως διαλογιζομένους , ἀποκριθεὶς Ελιους εἶπεν τοῖς συμβασιλεῦσιν Προσεγγιοῦμεν αὐτῷ καὶ ἐξετάσωμεν αὐτὸν | ||
καὶ λέγει κύριος πρὸς Μιχαήλ : Ἀνάγγειλον ὅπερ βούλῃ . ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἀρχάγγελος εἶπε : Κύριε , σύ με |
ἔθηκα τὴν συνθήκην ; καὶ ἐρεῖ σοι ἵνα τὴν θάλασσαν ἐκπίῃς . σὺ δὲ εἰπέ μή τι ἕτερον ; καὶ | ||
τεθείκαμεν τὰς συνθήκας ; καὶ ἐρεῖ σοι ἵνα τὴν θάλασσαν ἐκπίῃς . εἰπὲ οὖν μή τι πλέον ; ἐρεῖ οὔ |
μὲν δι ' ἐμὲ ἐσώθης , ἐγὼ δὲ διὰ σὲ ἀπωλόμην . . . . : / [ ! ] | ||
ζῶς ' ἥδ ' ἀνίης ' ἀτμὸν ἐμφανῆ . . ἀπωλόμην : οὐκ οἴσετ ' εἰς δόμους νέκυν ; νοεῖς |
⌉ ὁ πατὴρ αὐτῆς τῇ χειρὶ αὐτοῦ τῇ δεξιᾷ τὴν χείραν τὴν δεξιὰν αὐτῆς καὶ εἶπεν αὐτῇ : τέκνον . | ||
πολὺ εὐκέλαδον , εὖ ἠχοῦντα . ὠλεσίκαρπον : ὀλλύων τὴν χείραν . Παταγεῖ : ἠχεῖ . εὔθροα : εὔηχον . |
ὑμῖν , πρόσθε δ ' ἄνασσαν , [ λάβετε φέρετε πέμπετ ' ἀείρετέ μου ] γεραιᾶς χειρὸς προσλαζύμεναι : κἀγὼ | ||
ὕμνος . ἀλλὰ κλύοντες , μάκαρες χθόνιοι , τῆσδε κατευχῆς πέμπετ ' ἀρωγὴν παισὶν προφρόνως ἐπὶ νίκῃ . πάτερ , |
λαβών , τὸν Ἑλένης φόνον διώκων , κἀμὲ μὴ σώιζειν θέληι σύγγονόν τ ' ἐμὴν Πυλάδην τε τὸν τάδε ξυνδρῶντά | ||
σπάσας ; οὐ δῆτα : θυγατρὶ δ ' , ἢν θέληι , δώσω κτανεῖν . οἴμοι : τί δῆτά ς |
ἐκλαλῶ , ἀλλοτριοῦμαι , ἐκπαλαίω , μυθολογῶ , λαλῶ , συρίζω , ἀπατῶ , μωραίνω , κλέπτω , κατασκευάζω , | ||
τ τρέπουσι , τύ λέγοντες ἀντὶ τοῦ σύ . Τὸ συρίζω τυρίσδω λέγουσιν : ἐπὶ δὲ τοῦ δευτέρου καὶ τρίτου |
τοῦ δος κλίνεται , καὶ σημαίνει τὰ μικρὰ τῶν φθειρῶν κυήματα . Τὰ εἰς ρις καὶ αὐτὰ διὰ τοῦ δος | ||
. Τοιαῦτα ἄττα λιτανεύειν ἄν τις ὑποτοπάσειε τὰ τῆς ἑαλωκυίας κυήματα . Ἐπειδὰν οὖν αἴσθηται οὐκ ἀνύοντα οὐδὲν οὐδὲ καρδίαν |
κἀμπιπλάμενος κάθευδε τῆς μεσημβρίας , κᾆτα σφακέλιζε καὶ πέπρησο καὶ βόα . λήψει δ ' ἐν Ἅιδου κραπάταλον τριωβόλου καὶ | ||
κἀμπιμπλάμενος κάθευδε τῆς μεσημβρίας : κᾆτα σφακέλιζε καὶ πέπρησο καὶ βόα . Τηλεκλείδης δ ' ἐν Ἀμφικτύοσι : ὡς καλοὶ |
ὁ πατήρ , φησίν , ὁ Ποσειδῶν ἰάσεται σε . Θάρρει , ὦ τέκνον : ἀμυνοῦμαι γὰρ αὐτόν , ὡς | ||
ἤδη ἀκροάσασθαι αὐτοῦ , μὴ καὶ λάθω τελέως ἀπολειφθείς . Θάρρει , ὦγαθέ . τὸ τήμερον γὰρ ἐκεχειρία ἐπήγγελται . |
καὶ σὺ τοῦτο συγχωρήσαις ἄν , ὡς ἐπειδάν τι ὅσιον ποιῇς , βελτίω τινὰ τῶν θεῶν ἀπεργάζῃ ; Μὰ Δί | ||
, μὴ αἰσχρὸς φανῇς , ἐὰν πρότερος τὸν ἀδελφὸν εὖ ποιῇς ; καὶ μὴν πλείστου γε δοκεῖ ἀνὴρ ἐπαίνου ἄξιος |
τὸν Δία ἐκλῦσαι ] ἐλευθερῶσαι οὐδαμῆ ] οὐδαμῶς λήξω ] παύσομαι ποτέ ] ἐπαινῶν προθυμίας ] τῆς ὑπὲρ ἐμοῦ ἐλλείπεις | ||
τῆς ἐκείνου φύσεως δεῖγμα γεγενῆσθαι , τοῦτο οὐ πρὶν εἰπεῖν παύσομαι . Φιλοσοφίαν τοίνυν , ὦ βασιλεῦ , ἅπαντες μὲν |
ἀντὶ δίας ψακάδος Αἰγύπτου πέδον λευκῆς νοτίζει μελανοσυρμαίῳ λεῷ . Πανοῦργος εἶ νὴ τὴν Ἑκάτην τὴν φωσφόρον . Ἐμοὶ δὲ | ||
οἱ Ὀλύνθιοι ὑπὲρ ἀναστάσεως καὶ ἀνδραποδισμοῦ τῆς πατρίδος πολεμοῦσι . Πανοῦργος λέγεται ὁ εἰς πᾶν ἔργον ἐπιβάλλων , ἤγουν ὁ |
καὶ ἔτι γε συνάγω , ἕως ἂν κτήσωμαι ὡς ἂν δύνωμαι πλεῖστα . Νὴ τὴν Ἥραν , ἔφη ὁ Σωκράτης | ||
Ὅθεν δὲ καὶ ὅπως ταῦτ ' ἐγένετο , ὡς ἂν δύνωμαι διὰ βραχυτάτων δηλώσω . Ἀπελευθέρα ἦν αὐτοῦ , ὦ |
διενυκτέρευσαν . σὺ δ ' ὡς ἐπὶ μήκιστον εὐτυχοίης . ἔρρωσο . καὶ τὸ μὲν μηδὲν παθεῖν τοιοῦτον οὐκ ἂν | ||
τις οὕτως ἄθλιος ὡς τὸ αἰσχρὸν τοῦ καλοῦ προτιθέναι . ἔρρωσο . Ὅστις ἀρχαίως καὶ δοκίμως ἐθέλει διαλέγεσθαι , τάδε |
οὖν λῃστὰς εἶναι δοκῶν , ὡς ἂν ὑπ ' αὐτῶν ἀποθάνοιμι . ἐν τούτῳ δὲ ἐγγὺς ἐγένοντο καὶ ἀναβοῶσιν ἄμφω | ||
δυστυχῶμεν ἡμεῖς : ἀντὶ τοῦ : εἴθε γὰρ τοῦτο ἰδὼν ἀποθάνοιμι : μήπω σφάξῃς σαυτόν : σίγα νῦν : ὡς |
ὅπλοις πρίν γ ' Ἀχαϊκὸς μολὼν στρατὸς τὰ Μυσῶν [ πεδί ] ' ἐπιστρωφᾶι [ ] ποδί . πτώχ ' | ||
ἐξαίρετον . Φθίας δὲ τῆσδε καὶ πόλεως Φαρσαλίας σύγχορτα ναίω πεδί ' , ἵν ' ἡ θαλασσία Πηλεῖ ξυνώικει χωρὶς |