| παραϲύνθετον : ἁπλοῦν μὲν οἷον φρονῶ , ϲύνθετον δὲ οἷον καταφρονῶ , παραϲύνθετον δὲ οἷον ἀντιγονίζω φιλιππίζω . Ἀριθμοὶ τρεῖϲ | ||
| , στεφάνους ἔχειν οὐκ ἀγωνίζομαι , δοξομανίας ἀπήλλαγμαι , θανάτου καταφρονῶ , νόσου παντοδαπῆς ἀνώτερος γίνομαι , λύπη μου τὴν |
| οὗ καὶ Χαρισίου πόρτα . Ἀφροδίσιος : ὄνομα κύριον . Ἀρκείσιος : ὄνομα ποταμοῦ . Σιμοείσιος : ὄνομα κύριον : | ||
| . ὧδε γὰρ ἡμετέρην γενεὴν μούνωσε Κρονίων : μοῦνον Λαέρτην Ἀρκείσιος υἱὸν ἔτικτε , μοῦνον δ ' αὖτ ' Ὀδυσῆα |
| ἐνταῦθα , ἐν αὐτῷ τῷ τόπῳ . κακκᾶν ] τὸ χέσειν : ἤγουν ἐνταῦθα ἔχεσα . πηδᾶν ] κινεῖσθαι . | ||
| ' ] καὶ κράζοντα , φωνοῦντα . χεζητιῴην ] ὀρέγομαι χέσειν , ἐπιθυμῶ . βούλομαι χέσαι . , χέσαι θέλω |
| μὲν παρὰ νηυσὶ κορωνίσι θωρήσσοντο ἀμφὶ σὲ Πηλέος υἱὲ μάχης ἀκόρητον Ἀχαιοί , Τρῶες δ ' αὖθ ' ἑτέρωθεν ἐπὶ | ||
| τι κῖκυς οἵηπερ πάρος ἔσκεν ἐπὶ γναμπτοῖσι μέλεσσιν . ” ἀκόρητον ἀπλήρωτον : “ ἀμφὶ σὲ Πηλέως υἱὲ μάχης ἀκόρητον |
| τεθραμμένος , ὃν οἱ πολλοὶ μαμμόθρεπτον λέγουσιν . τήθη : μάμμη , ἡ πατρὸς ἢ μητρὸς μήτηρ . τηθίς : | ||
| τοῦ μέμφονται , κατ ' εὐφημισμόν . τήθη . ἡ μάμμη . τίτθη ἡ τροφός . κορυζῶντα . μωραίνοντα , |
| : ἐπὶ τῶν τὰ μικρὰ ἐπαιρόντων τῷ λόγῳ . Ἐμαυτῷ βαλανεύσω : ἀντὶ τοῦ , ἐμαυτῷ διακονήσω . Εἰς ἀσθενοῦντας | ||
| . Ἀλλ ' εἰ ταῦτα δοκεῖ , κἀγὼ ' μαυτῷ βαλανεύσω . Σπονδὴ σπονδή . Ἔγχει δὴ κἀμοὶ καὶ σπλάγχνων |
| Ζεῦ : καὶ παρακούων δεσποτῶν ἅττ ' ἂν λαλῶσι ; Μἀλλὰ πλεῖν ἢ μαίνομαι . Τί δὲ τοῖς θύραζε ταῦτα | ||
| ; Αὖθις εἰς τὸ πρόσθεν οἴχεται . Οὐκ ἐγγεταυθί . Μἀλλὰ δεῦρ ' ἥκει πάλιν . Ἰσθμόν τιν ' ἔχεις |
| ἠκούσαμεν : Πυλάδη , θανούμεθ ' , ἀλλ ' ὅπως θανούμεθα κάλλισθ ' : ἕπου μοι , φάσγανον σπάσας χερί | ||
| ἐλεύθεροι γὰρ κοὐδὲν ἠδικηκότες τῆς σῆς ἕκατι ζημίας [ ] θανούμεθα . [ ] πολλοῖσι δῆλον [ ὡς θεήλατον ] |
| τῷδε ; ὥστε ματαία ἡ παρατήρησις τῷ Συμμάχῳ . ἐγὼ πρίωμαι τῷδε : ἴσον τῷ ὠνήσωμαι . θοαῖσιν ἵπποις : | ||
| βάκχαριν . ὦ λακκόπρωκτε , βάκχαριν τοῖς σοῖς ποσὶν ἐγὼ πρίωμαι ; λαικάσομἄρα βάκχαριν ; Ἀναξανδρίδης Πρωτεσιλάῳ : μύρον τε |
| σκόπει γ ' αὐτὴν σφόδρα : μόνην γὰρ αὐτήν , ὦνερ , οὐ γιγνώσκομεν . Πολύν γε χρόνον οὐρεῖς σύ | ||
| εἶτ ' ἠρόμεθ ' ἄν : Πῶς ταῦτ ' , ὦνερ , διαπράττεσθ ' ὧδ ' ἀνοήτως ; Ὁ δέ |
| πολλοῦ γε καὶ δέω . . ἐγκόνει πάλιν ] σπεύδων ἀπέρχου . . ἂν ἱστορῇς ] ζητῇς . . τοιοῖσδε | ||
| οὗ δέομαι ; Ἐγὼ δέ σοι λέγω ὅτι ὡς τευξόμενος ἀπέρχου ; οὐχὶ δὲ μόνον , ἵνα πράξῃς τὸ σαυτῷ |
| ιβʹ , καὶ διέστηκεν Ἀλεξανδρείας πρὸς δύσεις μιᾶς ὥρας τὸ γιεʹ . Ἡ δὲ Προκόννησος [ ] ἔχει τὴν μεγίστην | ||
| ∠ ʹγ , καὶ διέστηκεν Ἀλεξανδρείας πρὸς ἀνατολὰς ὥρᾳ μιᾷ γιεʹ . Τῶν δὲ τῆς Καρμανίας διασήμων πόλεων : ἡ |
| κἀπιτρέψαι Λαμάχῳ , πότερον ἀκρίδες ἥδιόν ἐστιν ἢ κίχλαι ; Οἴμ ' ὡς ὑβρίζεις . Τὰς ἀκρίδας κρίνει πολύ . | ||
| . Τί ὑποτεκμαίρει καὶ κακῶς ἄνδρας λέγεις καλοκαγαθεῖν ἀσκοῦντας ; Οἴμ ' , ὦ Θρασύμαχε , τίς τοῦτο τῶν ξυνηγόρων |
| αὐτὸ περὶ τοῦ πρότερος εἰπεῖν πρῶτα διαμαχοῦμαι . Οἴμοι , διαρραγήσομαι . Καὶ μὴν ἐγὼ οὐ παρήσω . Πάρες πάρες | ||
| ἢ πρῶτον εἰπεῖν . πάρες : τοῦ Κλέωνος εἰπόντος “ διαρραγήσομαι ” καὶ τοῦ ἀλλαντοπώλου εἰπόντος “ οὐ παρήσω ” |
| καρτέρησον , ἀνάμεινον , κράτησον . τὸν σὸν λόγον , πρόσμεινον . σχέω , σχῶ καὶ ῥῆμα εἰς μι σχῆμι | ||
| χάλα καὶ δεῖξον : ἐν ταύτηι περιφέρεις γάρ . βραχὺ πρόσμεινον , ἱκετεύω ς ' , ἵν ' ἀποδῶι . |
| , ὅπερ πάσχουσιν οἱ μεθύοντες καὶ οἱ ὑπτίως ἀνακείμενοι . ἐγκάναξον : ἔγχεε , ἐκκένωσον . λέγεται δὲ ἐπὶ τῶν | ||
| ἐκκένωσον . λέγεται δὲ ἐπὶ τῶν ἀθρόως πινόντων . ΓΘ ἐγκάναξον : προσένεγκε , ἔκχεον . ἐγκάναξον ] ἔγχεε . |
| . πατὴρ δέ ς ' οὐχ ὧδ ' ὡς σὺ δειμαίνεις , τέκνον , προδοὺς ἐάσει δωμάτων τῶνδ ' ἐκπεσεῖν | ||
| οἷόν τε ] πῶς οἷόν τε τοῦτο ] τὸ παρακούειν δειμαίνεις ] φοβῇ πλέον ] τῆς συγγενείας νηλὴς ] ἀπηνής |
| βραδύνω ἀπὸ τοῦ δὴν ἐπιτατικοῦ μορίου καὶ τοῦ θύνω τὸ βραδύνω . Φιλοφροσύνῃσιν : ἀγάπαις , δεξιώσεσι , φιλίαις . | ||
| , πιέζομαι δυσχεραίνων , θλίβομαι , διαλογίζομαι , καταπιέζομαι , βραδύνω . , ξέομαι ταῖς φροντίσι . ἤτοι στρέφων ταῦτα |
| , ἐπειδὰν δέ τις περὶ Ὁμήρου μνησθῇ , εὐθύς τε ἐγρήγορα καὶ προσέχω τὸν νοῦν καὶ εὐπορῶ ὅτι λέγω ; | ||
| ] τάλαντα πένθ ' ἅμα [ ] κόσμον . οὐκ ἐγρήγορα . [ τοὺς γάμους ] γ ' ἤδη ποεῖ |
| , μᾶλλον ἐπικρούεις σύ γε . Ἔτι μᾶλλο βοῦλις ; Ἀτταταῖ ἰατταταῖ : κακῶς ἀπόλοιο . Σῖγα , κακόδαιμον γέρον | ||
| κέκραγας ; Ἐμβαλῶ σοι πάτταλον , ἢν μὴ σιωπᾷς . Ἀτταταῖ ἰατταταῖ . Οὗτος σύ , ποῖ θεῖς ; Εἰς |
| . παραφρονῶ ] μαίνομαι . παραφρονῶ ] παράνους γίνομαι . παραφρονῶ ] τῶν φρενῶν ἐξίσταμαι : εἰπὼν γὰρ ταῦτα εἰς | ||
| φησιν αὐτὸν εἰπεῖν , Εἰ μὲν εἰμὶ Σοφοκλῆς , οὐ παραφρονῶ : εἰ δὲ παραφρονῶ , οὐκ εἰμὶ Σοφοκλῆς , |
| νόσος πρὸς ὑγίειαν , καὶ ἡ κακία πρὸς ἀρετήν . Σφόδρα δυσπείστως εἶχεν καὶ πρὸς τούτους τοὺς λόγους , εἰ | ||
| χρόνον ἐστίν , περὶ δὲ τὸν μέλλοντα οὐκ ἔστιν ; Σφόδρα γε . Ἆρα σφόδρα λέγεις , ὅτι πάντ ' |
| κάθηται καὶ ἄλλη πάλιν προχειρίζεται ἡ λέγουσα ὅτι Σωκράτης , ἀναστάντος αὐτοῦ , οὐ κάθηται . εἰ δὲ καὶ δῶμεν | ||
| ἵνα προθείη τὴν δοκιμασίαν τῶν νόμων . θορύβου δ ' ἀναστάντος οἱ παρεσκευασμένοι τὰ ξιφίδια ἐπεσπάσαντο καὶ τοὺς ὑπάτους ἀντιλέγοντας |
| πεποιθὼς τῷ σεαυτοῦ γένει . Ἑρμαΐσκος εἶπεν : τί αὐθάδως ἀποκρίνομαι , μέγιστε αὐτοκράτωρ ; δίδαξόν με . Καῖσαρ εἶπεν | ||
| ' , ὦ Σώκρατες , οὐκέτι μὲν ἔγωγε πιστεύω οἷς ἀποκρίνομαι : καὶ γὰρ τὰ πρόσθεν πάντα νῦν ἄλλως ἔχειν |
| ' ὅλως ; τοιοῦτόν ἐστι τοῦτο ; πάνυ γε , βάρβαρε . τοῦ θηριώδους καὶ παρασπόνδου βίου ἡμᾶς γὰρ ἀπολύσασα | ||
| ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι . . ἐγώ σε προσκυνήσω , βάρβαρε ; κρείττων Ζώπυρος ἑκατὸν Βαβυλώνων . . . . |
| λέγεις „ ; „ ἔφη ” ἤδη γὰρ ὁ κώδων ἐψόφηκεν ; ” εἰπόντος δέ „ εὖ σοι εἴη „ | ||
| δαιμόνων ? [ ] ; τάλαιν ' ἐγώ , τίς ἐψόφηκεν ; ἆρ ' ὁ πάππας ἔρχεται ; ἔπειτα πληγὰς |
| δέ τι καὶ ὑπουργῆσαι καὶ σὲ δεῖ . Πρόσταττε : ὑπουργήσω γὰρ ὅσα δυνατά . Ὅμηρος ὁ ποιητής φησι τοὺς | ||
| . . . , . : ἀοζήσω : διακονήσω , ὑπουργήσω . Αἰσχύλος Ἐλευσινίοις . Κατάλογ . : Νιόβη . |
| , οὐ περισσοτέραν . δίκαιον ] εὔλογον . κακόδαιμον ] δυστυχέστατε , κακότυχε . , ἄθλιε . τὸ ” οὐδὲν | ||
| οὐ κέκλοφα . οὐκ : Ὄψει ἐμὲ οὕτως ἔχοντα , δυστυχέστατε . Θ . . . χρηστοὺς : Ἀγαθούς . |
| Ἀφροδίτης καὶ Ἄρεως ὁρώντων . Παρατηρεῖν δὲ ἐν ταῖς κτίσεσι κενοδρομοῦσαν τὴν Σελήνην , καὶ ἐν ταῖς ἄλλαις καταρχαῖς καὶ | ||
| Ἄρεως καὶ Ἑρμοῦ ὁρώντων . Παρατηρεῖν δὲ ἐν ταῖς κτίσεσι κενοδρομοῦσαν τὴν Σελήνην καὶ ἐν ταῖς ἄλλαις καταρχαῖς , καὶ |
| . Τί κέκραγας ; Ἐμβαλῶ σοι πάτταλον , ἢν μὴ σιωπᾷς . Ἀτταταῖ ἰατταταῖ . Οὗτος σύ , ποῖ θεῖς | ||
| ; γελοῖον , ὃς κόρης ἐλευθέρας εἰς ἔρωθ ' ἥκων σιωπᾷς καὶ μάτην ποθουμένους περιορᾷς γάμους σεαυτῷ . Βουβὼν ἐπήρθη |
| τὰ μόρια τῶν γυναικῶν . . . ἤτοι οἱ Πέρσαι τρυφηλοὶ καὶ ἁβρῶς καὶ τεθρυμμένως βαίνοντες ὀδύρεσθε . . δύσβατόν | ||
| ἐπὶ τῶν σφόδρα τιμίων . Ἁπαλοὶ θερμολουσίαις : ἀντὶ τοῦ τρυφηλοὶ καὶ τὴν σάρκα διαῤῥέοντες . Ἅπαντα τόλμης καὶ ἀναισχυντίας |
| μὴ λέγ ' , ὦ πόνηρε , ταῦτ ' . Ἔχ ' ἥσυχος . Ἐγὼ γὰρ ἀποδείξω σε τοῦ Διὸς | ||
| χορδὴν φέρε . Φέρε , τοῦ δόρατος ἀφελκύσωμαι τοὔλυτρον . Ἔχ ' , ἀντέχου , παῖ . Καὶ σύ , |
| Φιλόχορος , Φύλαρχος . . . . , , : Μελησαγόρου γὰρ ἔκλεψεν . . . καὶ Ἀνδροτίων καὶ Φιλόχορος | ||
| . . . . , . , ̈ . : Μελησαγόρου γὰρ ἔκλεψεν Γοργίας . . . καὶ Εὔδημος . |
| ἐστιν : εὐφημοτέρῳ δὲ τῷ ὀνόματι χρήσασθαι οὐ λυπεῖ . Σαφέστατα , ὦ πάτερ , τὸν λόγον ἀποδέδωκας . Κἀκεῖνο | ||
| γίγνεσθαι , σύμπασαν δὲ γένεσιν οὐσίας ἕνεκα γίγνεσθαι συμπάσης . Σαφέστατα μὲν οὖν . Οὐκοῦν ἡδονή γε , εἴπερ γένεσίς |
| ἀπαλλαγῶμεν ἀνδρὸς ἁρπαγιστάτου . ἀλλ ' αὐτὸς ἀπαρτὶ τἀλλότρι ' οἰχήσει φέρων . ἐψάθαλλε λεῖος ὤν ἀργύρια μάραγναν οὐχ ὁρᾷς | ||
| ὡς ἐγᾦμαι , σαυτόν . ἀλλὰ καθελκύσας τὰς ναῦς ἀποπλέων οἰχήσει ; εἶτ ' οὐκ αἰσχύνει τὰς Νηρηίδας τὰς πρὸς |
| Γαγγητικοῦ κόλπου στάδιοι ͵εχξʹ . Οἱ δὲ σύμπαντες ἀπὸ τοῦ Ναυστάθμου λιμένος ἕως τοῦ πέμπτου στόματος τοῦ Γάγγου ποταμοῦ , | ||
| ἐστὶν ἀνατείνων : ὕδωρ ἔχει ἐν τῇ ἄμμῳ . Ἀπὸ Ναυστάθμου εἰς Ἀπολλωνίαν στάδιοι ρκʹ . Πάντες ὁμοῦ ἀπὸ Παραιτονίου |
| καὶ εἰς μερίμνας ἐμβάλλεσθαι . . ΑΛΛ ' ΕΜΠΗΣ ΚΑΙ ΤΟΙΣΙ ΜΕΜΙΞΕΤΑΙ . Τοῦτο δέ φησι , πρὸς τὸ μὴ | ||
| ἤτοι ἐν τοῖς κοιλώμασι τῶν στελεχῶν , μελίσσας . . ΤΟΙΣΙ ΦΕΡΕΙ ΜΕΝ . Τούτοις τοῖς κατὰ δίκην ζῶσιν , |
| αὐτῶν ἐναντίως διατιθεμένων ὥσπερ εἴπομεν οὐκ ἄλογος ἡ τεραμότης . Ὥστ ' εἰ ὁ ἀὴρ καὶ τὰ ὕδατα καὶ τὰ | ||
| . . εἰσίν τινες νῦν οὓς τὸ βασκαίνειν τρέφει . Ὥστ ' ἐνίοτ ' ἂν τούτοισι ποιῶν ματτύην σπεύδων ἅμ |
| λεγόμενον ἐτήτυμον : τὸ ἀληθές ἄχθομαι : λυποῦμαι γράψομαι : κατηγορήσω κατωκάρα : κατακέφαλα ὦ γλίσχρων : ὦ γουλάριε , | ||
| [ ἐπιτάξαντος ] . καὶ σὺ λέγε τίνος θέλεις [ κατηγορήσω ] . Κλαύδιος Καῖσαρ : ἀσφαλῶς [ ἐκ ] |
| ἔσχον τιμὴν βασιλικὴν , ἤγουν βασιλεῦσι πρέπουσαν . . ΔΕΥΤΕΡΟΝ ΑΥΤΕ ΓΕΝΟΣ . Ὁ μὲν Ὀρφεὺς τοῦ ἀργυροῦ γένους βασιλεύειν | ||
| καὶ καταστεῖλαι τὸ θυμοειδὲς αὐτῶν . . ΠΑΥΡΟΙ Δ ' ΑΥΤΕ ΜΕΤΕΙΚΑΔΑ ΜΗΝΟΣ ΑΡΙΣΤΗΝ . Τὴν καʹ οἱ Ἀθηναῖοι μετεικάδα |
| ] ὑπερεῖδον , κατεφρόνησα , εἰς οὐδὲν ἡγησάμην . Γ ἀπεπυδάρισα ] ἀπελάκτισα ἢ ἀπέπαρδον . ἵπποι γὰρ καὶ ὄνοι | ||
| ἔστι δὲ εἶδος ὀρχήσεως . τινὲς δὲ τὸ μὲν “ ἀπεπυδάρισα ” ἀπέπαρδον . ἄλλοι δὲ ἀπεσκίρτησα καὶ ὠρχησάμην . |
| ἡμέρας ιʹ . γίνεται οὖν ὁ χρόνος τῶν Καισάρων μέχρι Οὐήρου αὐτοκράτορος τελευτῆς ἔτη σκεʹ . ἀπὸ οὖν τῆς Κύρου | ||
| ιʹ . ἀπὸ δὲ τῆς Κύρου ἀρχῆς μέχρι αὐτοκράτορος Αὐρηλίου Οὐήρου τελευτῆς ἔτη ψμαʹ . Ὁμοῦ ἀπὸ κτίσεως κόσμου συνάγονται |
| [ ] ν ἀρύστηρ ' ἐς κέραμον μέγαν [ ] μόχθεις τοῦτ ' ἔμεθεν σύνεις [ ] μητωξαυος ἀλλως [ | ||
| [ ] ν ἀρύστηρ ' ἐς κέραμον μέγαν [ ] μόχθεις τοῦτ ' ἔμεθεν σύνεις [ ] μητωξαυος ἀλλως [ |
| σκόπει τὰ πρόσωφ ' , ἵνα γνῷς τὰς τέχνας . Αἰβοῖ τάλας . Ἐκεινονὶ γοῦν τὸν λοφοποιὸν οὐχ ὁρᾷς τίλλονθ | ||
| ; Σὺ μέντοι νὴ Δί ' . Υἱὸς Λαμάχου . Αἰβοῖ . Ἦ γὰρ ἐγὼ θαύμαζον ἀκούων , εἰ σὺ |
| σὺ γράμματα ; Ναί , ἔφη . Οὐκοῦν ἅπαντα ; Ὡμολόγει . Ὅταν οὖν τις ἀποστοματίζῃ ὁτιοῦν , οὐ γράμματα | ||
| ; ἢ οὐκ ἔστι κρεῖττον αἰδήμονα εἶναι ἢ πλούσιον ; Ὡμολόγει . Τί οὖν ἀγανακτεῖς , ἄνθρωπε , ἔχων τὸ |
| ὅτι ποτ ' εἴη τὸ κυβερνώμενον ὑπ ' αὐτοῦ ; Παντάπασιν τοῦτό γε ἀληθὲς εἴρηκας , ὦ ξένε : τοὐπὶ | ||
| ἐφαπτομένη : καὶ τοῦτο αὐτῆς τὸ πάθημα φρόνησις κέκληται ; Παντάπασιν , ἔφη , καλῶς καὶ ἀληθῆ λέγεις , ὦ |
| ποιεῖς : ἐπὶ τῶν τὰ μικρὰ ἐπαιρόντων τῷ λόγῳ . Ἐμαυτῷ βαλανεύσω : ἐμαυτῷ διακονήσω . Εἰς ἀσθενοῦντας ἀσθενῶν ἐλήλυθας | ||
| ποιεῖς : ἐπὶ τῶν τὰ μικρὰ ἐπαιρόντων τῷ λόγῳ . Ἐμαυτῷ βαλανεύσω : ἀντὶ τοῦ , ἐμαυτῷ διακονήσω . Εἰς |
| ὀστέα κατεηγότα ἰητρεύεται , κατάψυχρον δὲ κάρτα μηδὲν προσφέρειν . Ἥκιστα μὲν οὖν τὰ πρῶτα ἄρθρα κινδυνώδεά ἐστι , τὰ | ||
| εἰσπεμπόντων , ποιητὴς τῶν λόγων οἷς οἱ ῥήτορες ἀγωνίζονται ; Ἥκιστα νὴ τὸν Δία ῥήτωρ , οὐδὲ οἶμαι πώποτ ' |
| ἐπιτιμήσεως ἀναγνωστέον . ὁ Ἐτεοκλῆς ἀκούσας τῶν παρθένων ὀδυρομένων καὶ παρακαλουμένων τοὺς θεούς , φησὶ πρὸς αὐτάς : ἐρωτῶ ὑμᾶς | ||
| . Ἡ Λύσις ὅτι ἐφοβήθην ἀποτυχεῖν , καὶ τὰς τῶν παρακαλουμένων εἶδον ἀνατάσεις , καὶ ἐνενόησα ὅτι παρακαλέσας καὶ ἀποτυχὼν |
| . Μεθόδιος , . , . . Ἁμαρτῶ : τὸ ἀποτυγχάνω : ἀπὸ τοῦ μάρπτω , τὸ καταλαμβάνω , ὅθεν | ||
| , , . . α . . Ἁμαρτάνω : τὸ ἀποτυγχάνω : ἀπὸ τοῦ ἁμάρτω ἁμαρτάνω , ὡς ἥδω ἁνδάνω |
| τὰ δὲ πολύαιμα διὰ τὸ πλῆθος τοῦ αἵματος πολὺ γενόμενον ἀτρεμέει . χασμῶνται δὲ πρὸ τῶν πυρετῶν , ὅτι πολὺς | ||
| τῇ ἄλλῃ χρήσει τοῦ στόματος , ἡ μὲν ἄνω γνάθος ἀτρεμέει : ξυνήρτηται γὰρ τῇ κεφαλῇ , καὶ οὐ διήρθρωται |
| ἀλθήεντος : ἰατρικοῦ καὶ ἀλθήεντος ἀκάνθου : τὸν ἄκανθον καὶ μελάμφυλλον καὶ παιδέρωτα λέγουσι . καλῶς δὲ ἀλθήεντα λέγει : | ||
| ὃ καὶ πρὸϲ ϲυνουϲίαν παρορμᾷ . Ἄκανθοϲ , οἱ δὲ μελάμφυλλον , οἱ δὲ παιδέρωτα , διαφορητικῆϲ ἐϲτι καὶ ξηραντικῆϲ |
| καὶ χορταρίοις . ἔοικε δὲ τῇ χρόᾳ τῷ ἄνθει τοῦ Ἀσσίου λίθου , τῷ δ ' ὅλῳ τύπῳ ἀλκυονίῳ τῷ | ||
| μορίων , καὶ ἀνώδυνοι ταχέως ἐγένοντο . Πευκεδάνου ῥίζης , Ἀσσίου λίθου ἄνθους , προπόλεως λιπαρᾶς ἀνὰ # β , |
| τῶιδε , τἄλλα γ ' εὐτυχῶς πεπραγότες . μή νυν τρέσηις ἔτ ' ἐχθρὸν Ἀργείων δόρυ : ἐγὼ γὰρ αὐτὴ | ||
| χρήσωνται τύχηι ; οἵδ ' οὐ προδώσουσίν σε , μὴ τρέσηις , ξένοι . τοσόνδε γάρ τοι θάρσος , οὐδὲν |
| τῶν προειρημένων δῆθεν οἰκετῶν ἀποδυρόμενος πρὸς τὸν ἕτερον . ΓΘ Ἰατταταιάξ : σχετλιαστικόν ἐστι τὸ ἐπίρρημα . παρεπιγραφὴ δὲ λέγεται | ||
| κρείττονα ὀδυνηροῦ βίου τὸν καθ ' ἡδονὴν θάνατον ἡγησάμενος . Ἰατταταιάξ , τίς ἦν ἡ χθὲς ἡμέρα ; ἢ τίς |
| εἶναι περιεκτικόν , σὲ δὲ τὸν μόνον πλούσιον ἐκχύτην . Σκώπτεις , ὦ οὗτος . ἀλλ ' ὅρα μή σε | ||
| καὶ ἐμοί , ἵνα αὐτῷ φοιτητὴν προξενήσῃς καὶ ἐμέ . Σκώπτεις , ὦ Σώκρατες . Οὐ μὰ τὸν Φίλιον τὸν |
| ὄντι ὡς ἂν δύνωμαι βέλτιστος ὢν καὶ ζῆν καὶ ἐπειδὰν ἀποθνῄσκω ἀποθνῄσκειν . παρακαλῶ δὲ καὶ τοὺς ἄλλους πάντας ἀνθρώπους | ||
| ἐποχοῦμαι , ὀργίζομαι , ὀλισθαίνω , λαλῶ , τήκομαι , ἀποθνῄσκω , ἐν φόβῳ ἐγώ , πρὸς φόβου σύ , |
| κοσμοῦσα τὸν ναόν , τέκνον . ὁρᾷς ; ἀκαρὴς γὰρ παραπόλωλας ἀρτίως . δαιμόνων ἀλαστόρων οὐδὲ λόγον ὑμῶν οὐδ ' | ||
| κυρίως ἐπὶ οἱουδήποτε ἐλαχίστου : Μένανδρος : ὁρᾷς ; ἀκαρὴς παραπόλωλας ἀρτίως . παρὰ τὸν καιρὸν καὶ τὴν στέρησιν ἀκαίραιόν |
| ἐβου - λόμην : πλὴν ὅσῳ πικρότερον ὑπὸ τῆς ἀθυμίας πιέζομαι , τοσούτῳ μᾶλλον εἰκότως οὐ φέρω τὴν σιωπήν , | ||
| . ἔχων ] ἐνθυμούμενος , διαλογιζόμενος . στραγγεύομαι ] ἀργῶν πιέζομαι , συνθλίβομαι ) . ⌈ στράγξ ἐστιν . . |
| τὴν σάρκα καὶ διὰ τοῦτο δύσπεπτον : εἴ γε μὴν πεφθείη , τροφιμωτάτην . ὑπάρχει δ ' αὐτοῖς , ὥσπερ | ||
| βραχὺν ἐν ἑαυτοῖϲ ἔχοντα τὸν ἁλυκὸν χυμόν . εἰ μέντοι πεφθείη , τροφὴν οὐκ ὀλίγην δίδωϲι τῷ ϲώματι . πλεῖϲτον |
| καὶ ἡ φροντίς . Ξ τἀξευρήματα ] αἱ μηχαναί . τἀξευρήματα ] τὰ μηχανήματα . θ τἀξευρήματα ] αὐθάδη . | ||
| ] αἱ μηχαναί . τἀξευρήματα ] τὰ μηχανήματα . θ τἀξευρήματα ] αὐθάδη . Ξ γνῶθι ] νόησον . γνῶθι |
| οὓς ἤσθιεν οὐδ ' ἐλέαιρεν : ἠδ ' ὡς Αἴολον ἵκεθ ' , ὅ μιν πρόφρων ὑπέδεκτο καὶ πέμπ ' | ||
| , ὡς ἔφασκεν , ἐκδημῶν πάλιν πρὸς οἶκον οὐκέθ ' ἵκεθ ' , ὡς ἀπεστάλη . Οὐδ ' ἄγγελός τις |
| δωροῦμαι , εἰς δῶρον αἱρῶ καὶ εἰς δῶρον αἱροῦμαι , ἀποτρέπομαι , εὐωχοῦμαι , καταρῶμαι , ἐκλαλῶ , ἀλλοτριοῦμαι , | ||
| ἀθυμίαν παρέσχεν , ἅπαντ ' ἐρῶ πρὸς ὑμᾶς καὶ οὐκ ἀποτρέπομαι , ὅτι πολλῶν καὶ μεγάλων καὶ καλῶν ὄντων ὧν |
| . αὐτοδάικτοι ] αὐτοφόνευτοι . αὐτοδάικτοι ] αὐτοσφαγεῖς . θ αὐτοδάικτοι ] αὐτοδαΐκτως . Ξ χθονία κόνις ] ἡ γῆ | ||
| τῶν μεγάλων πεδίων ἀμοίρους . ἐπεὶ δ ' ἂν αὐτοκτόνως αὐτοδάικτοι θάνωσι , καὶ γαΐα κόνις πίῃ μελαμπαγὲς αἷμα φοίνιον |
| . ἀλλ ' ἤδη αὐτὰ ἀφαιροῦμαι : οἷον , οὐ διστάζω . ἐπεὶ εἶπε σπουδάσεις , λέγει οὐ σπουδάσω λόγοις | ||
| ' εἰκών : φέρ ' ἰδώμεθα , μὴ Βερενίκας : διστάζω , ποτέρᾳ φῇ τις ὁμοιοτέραν . Λύσιππε , πλάστα |
| . ὦ ἀδελφέ μου , πατάξας τὸν πατάξαντα ἀδελφόν . παισθεὶς ἔπαισας ] παταχθεὶς ἐπάταξας . παισθεὶς ] ὦ Πολύνεικες | ||
| παισθεὶς ] ὦ Πολύνεικες . θ παισθεὶς ] τυφθείς . παισθεὶς ] πληγείς . ἔπαισας ] ἔτυψας . σὺ δ |
| , τὸν δὲ θυγατριδοῦν λαβὼν ἔνδον πρόσειπε . θυγατριδοῦν , μαστιγία ; παχύδερμος ἦσθα καὶ σύ , νοῦν ἔχειν δοκῶν | ||
| ἵν ' ἐγὼ τουτῳὶ αὐτὸν περιθῶ . Κατάθου ταχέως , μαστιγία . Οὐ δῆτ ' , ἐπεί μοι χρησμός ἐστι |
| τέθνηκας ζητῶν ἐμὲ , ἐγὼ δὲ ζῶ καὶ τρυφῶ , κατάκειμαι δὲ ἐπὶ χρυσηλάτου κλίνης μετὰ ἀνδρὸς ἑτέρου . πλὴν | ||
| ἔστιν , ἡ δ ' οὐ φαίνεται . ἐγὼ δὲ κατάκειμαι πάλαι χεζητιῶν , τὰς ἐμβάδας ζητῶν λαβεῖν ἐν τῷ |
| ὀξύτης τοῦ δόρατος καὶ τοῦ ἔγχους τὸ κοντάριον : ἀκαχῶ ἀκαχήσω ἠκήχηκα ἠκηχημένος . οὔτι : ὡς μηδέ . σιδήρου | ||
| . πρόσκειται „ ὑπὲρ τρεῖς συλλαβὰς „ διὰ τὸ ἀκαχῶ ἀκαχήσω ἠκάχημαι ἀκαχημένος . . . . Αἱ εἰς Η |
| . τὸ γὰρ ᾔομεν ἀχνύμενοι καὶ τὸ ἤμβροτες οὐδ ' ἔτυχες καὶ σχεδὸν ὅλη ἡ χρῆσις τοῦ βίου , πλήρης | ||
| . . πικροῦ ] λυπηροῦ , ἀηδοῦς . ἔκυρσας ] ἔτυχες . . μνηστῆρος ] ἀνδρός . . σοὶ μηδέπω |
| ἀκούσαθ ' οἷος κέλαδος ἐν δόμοις πίτνει . σὺ παρὰ κλῆιθρα , σοὶ μέλει πομπίμα φάτις δωμάτων : ἔνεπε δ | ||
| ἕδρας ἡ Τυνδαρὶς παῖς ἐκπεπόρθμευται χθονός . ὠή , χαλᾶτε κλῆιθρα , λύεθ ' ἱππικὰς φάτνας , ὀπαδοί , κἀκκομίζεθ |
| , ἔξοιδα , πολλὴ τοῦδε τοῦ φορήματος : ὅμως δὲ τλῆθι : τοῖσι γενναίοισί τοι τό τ ' αἰσχρὸν ἐχθρὸν | ||
| ; πρῶτον μὲν οὖν μοι δεῦρ ' ἐπίστρεψον κάρα καὶ τλῆθι τοὺς σοὺς προσβλέπειν ἐναντίον ἐχθρούς : κρατῆι γὰρ νῦν |
| ὀδόντας αὐτοῦ ὁρᾷς ; αἱ μὲν γὰρ χάριτες , ὦ Διοσκόρω , πολλαί , καὶ μάλιστα ὁπόταν ᾄδῃ καὶ ἁβρὸς | ||
| . Εὖ γ ' , εὖ γε ποιήσαντες , ὦ Διοσκόρω . Ἴσως ἂν εὖ γένοιτο : θαρρεῖτ ' , |
| καὶ Ἄρεως καὶ Ἑρμοῦ ὁρώντων . Παρατηρεῖν δὲ ἐν ταῖς κτίσεσι τὴν Σελήνην κενοδρομοῦσαν καὶ ἐν ταῖς ἄλλαις καταρχαῖς καὶ | ||
| καὶ Ἄρεως καὶ Ἑρμοῦ ὁρώντων . Παρατηρεῖν δὲ ἐν ταῖς κτίσεσι κενοδρομοῦσαν τὴν Σελήνην καὶ ἐν ταῖς ἄλλαις καταρχαῖς , |
| οὐχ , ὡς νῦν , δύο . Ἡ συκάμινος συκαμίνῳ ῥύπτεται : πρὸς τοὺς ἑαυτοῖς τὰ ὠφέλιμα λαμβάνοντας * * | ||
| καὶ πατουμένων . καὶ γὰρ οὔροις καὶ τοῖς ἄλλοις ταῦτα ῥύπτεται , καὶ πλυνόμενα περιυβρίζεται καὶ πατούμενα . πέλαγος ἡ |
| εἰς τοὺς γείτονας . Γύμναζε παῖδας : ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις . Γονεῖς δὲ τίμα καὶ φίλους εὐεργέτει . Γυνὴ | ||
| . τί ληρεῖς ; οὐκ οἴκαδ ' ἐλθὼν τὴν σεαυτοῦ γυμνάσεις δάμαρτα ; Φοροῦσιν ἁρπάζουσιν ἐκ τῆς οἰκίας τὸ χρυσίον |
| ἀνδράσιν , δι ' ἅπερ ἔφην τὸ πρότερον . . ΑΥΤΑΡ ΕΠΕΙ ΔΟΛΟΝ . Ἐπεὶ δὲ νεύσει τῆς Εἱμαρμένης ἀπηρτίσθησαν | ||
| ἤσθιον , ἢ ἔνεμον , καὶ διεμέριζον ἀλλήλοις . . ΑΥΤΑΡ ΕΠΕΙ ΚΕΝ . Τὶς μὲν ἡ ζωὴ τῶν ἐκ |
| ὑποπίνων , ἐκ μιμήσεως τῆς τῶν παίδων φωνῆς . ΓΘ βρύλλων ] πίνων , κερδαίνων . βρύλλων ] ἐξαπατώμενος ὑπό | ||
| ἠλιθιάζω ] προσποιοῦμαι ἠλίθιος εἶναι , ἤγουν ἑκὼν ἀνοηταίνω . βρύλλων : ἐξαπατώμενος , ὑποπίνων καὶ μεθύων . Σύμμαχος δὲ |
| , καὶ αὖ ὅτι καὶ δύο ἀντιθέσεις ὁμοίως , οἷον ἀντιλέγω : δεῖ γὰρ ἐφ ' οἷς ἁμαρτάνουσιν οἱ λέγοντες | ||
| εἰ γὰρ ὅτι μάλιστα οὕτω διενοεῖτο , ὥσπερ ἔγωγε οὐκ ἀντιλέγω , ἀλλ ' ὑπεξήρηται τὴν καθαρὰν καὶ τῷ ὄντι |
| τάλαιναν καὶ τληπαθῆ , δυσβάϋκτον καὶ θρηνητικὴν , βοᾶτιν καὶ βοητικήν . . τεῖνε ] εἰς ὕψος αἶρε . δυσβάϋκτον | ||
| εἰς ὕψος αἶρε . δυσβάυκτον ] δύσφημον . βοᾶτιν ] βοητικήν . τάλαιναν ] ἀθλίαν . αὐδὰν ] η . |
| . αὐτόσιτον δ ' εἴρηκε Κρώβυλος ἐν Ἀπαγχομένῳ : παράσιτον αὐτόσιτον . αὑτὸν γοῦν τρέφων τὰ πλεῖστα συνερανιστὸς εἶ τῷ | ||
| σιτόκουρον , ἄθλιον , ἄχρηστον εἰς τὴν οἰκίαν εἰλήφαμεν . αὐτόσιτον δ ' εἴρηκε Κρώβυλος ἐν Ἀπαγχομένῳ : παράσιτον αὐτόσιτον |
| ὁ Θέρσανδρος μικρὸν ἀναχωρήσας λέγει πρὸς τὸν Σωσθένην : “ Ἤκουσας ἀπίστων ῥημάτων , γεμόντων ἔρωτος ; ὅσα εἶπεν : | ||
| . Οὐ καταβαλεῖς τὰ κῴδι ' , ὦ θυηπόλε ; Ἤκουσας ; Ὁ κόραξ οἷος ἦλθ ' ἐξ Ὠρεοῦ . |
| υἱόν . Μείλιχα : ἵλεως . μυθεῖσθαι : βουλεῦσαι . λισσομένην : παρακαλοῦσαν : ἀγορεύειν : λέγειν Τρηχύνονται : μελαίνονται | ||
| κεν πανάποτμον , ἑὸν πάϊν ἀμφιβεβῶσαν , μείλιχα μυθεῖσθαι καὶ λισσομένην ἀγορεύειν : ἆνερ , ἄνερ , τί νυ σεῖο |
| Ἀσσυρίοις . Οἱ δὲ ὅτι βηρύτου τὴν ἰσχύν φασι . Βοστρηνὸς ποταμὸς Σιδῶνος , ἀφ ' οὗ καὶ πόλις Βόστρα | ||
| Ἀσσυρίοις . Οἱ δὲ ὅτι βηρύτου τὴν ἰσχύν φασι . Βοστρηνὸς ποταμὸς Σιδῶνος , ἀφ ' οὗ καὶ πόλις Βόστρα |
| λόγους . σὺ δ ' ἐκτὸς ὤν γε συμφορᾶς με νουθετεῖς . ὁ πολλὰ δὴ τλὰς Ἡρακλῆς λέγει τάδε ; | ||
| ὢν καὶ ταῖς ἄλλαις ἁπάσαις ὡς ἀνεπίληπτος εἰς πονηρίαν οὕτω νουθετεῖς . Ἀχθομένῳ σοι βαρέως ἐπὶ τῇ τοῦ παιδὸς τελευτῇ |
| ' ἀνδρὸς ἄνδρα Κερκίδας ἀπέκτεινεν . × – ˘ “ βαύ βαύ ” καὶ κυνὸς φωνὴν ἱείς . ἀνὴρ ὅδ | ||
| ἀνδρὸς ἄνδρα Κερκίδας ἀπέκτεινεν . × – ˘ “ βαύ βαύ ” καὶ κυνὸς φωνὴν ἱείς . ἀνὴρ ὅδ ' |
| . καὶ Κύπρις , ἅτ ' εἶ γένους προμάτωρ , ἄλευσον : σέθεν γὰρ ἐξ αἵματος γεγόναμεν : λιταῖς [ | ||
| ἄλευσον ] φύλαξον , ἀποδίωξον καὶ ἀποσόβησον τοὺς ἐχθρούς . ἄλευσον ] καὶ δίωξον τοὺς ἐχθρούς . ἄλευσον ] βοήθησον |
| . ἀνοήμονες οὐδέν ' ἁνδάνουσιν ἐν ὅληι τῆι βιοτῆι . ἀνοήμονες ζωῆς ὀρέγονται [ γήραος ] θάνατον δεδοικότες . ἀνοήμονες | ||
| ἀνοήμονες τὸ ζῆν ὡς στυγέοντες ζῆν ἐθέλουσι δείματι ἀίδεω . ἀνοήμονες βιοῦσιν οὐ τερπόμενοι βιοτῆι . ἀνοήμονες δηναιότητος ὀρέγονται οὐ |
| ! αις ξιφοκτον [ ὥσπερ ? καὶ Τελαμων ? [ αὐτοκτόνος ] ? ? ὤλετο [ [ ] ! ! | ||
| καθαρὸς καὶ ἄμεμπτος ὑπάρχει . Ξ ὁμαίμοιν ] ἀδελφοῖν . αὐτοκτόνος ] αὐτοχειρίᾳ γενόμενος . Ξ διαπαντὸς αἰσθήσεται τὸ μίασμα |
| ' ἤματα ] δέκα ἡμέρας . στιχηγοροίην ] κατὰ τάξιν διηγοίμην . οὐκ ἂν ] ἐκ παραλλήλου τὸ οὐδ ' | ||
| Πέρσας . ἡμέρας . κατὰ τάξιν λέγοιμι . κατὰ τάξιν διηγοίμην . ἐκπληρώσαιμι . τοσοῦτ ' ἀριθμὸν ] γρʹ τοσουτάριθμον |
| ἐγκρατέςτερον | . πτωχεῦσαί με [ θέλεις ; οὐκ ] ἀναίνομαι : | πτωχεύσω δὲ Ἴρου [ μετριώτερον ] . | ||
| ὁμολογήσουσι καὶ τῷ Διῒ χάριν τῷ τάδε διαπραξαμένῳ . οὐκ ἀναίνομαι ] χαίρω ἐν τῷ μὴ ἀντιλογεῖν . ἡβᾷ τοῖς |
| σε τοῦ γνησίου γάμου : θαρρήσασα : ἀποδιώκω ἐκβάλω : ἐρωτηματικῶς μετὰ ὑποκρίσεως . τούτῳ δὲ ὑπακουστέον τὸ οὐ δήπου | ||
| ” : οἱ δὲ τοῦ Κλέωνος , ἵν ' ᾖ ἐρωτηματικῶς . ΓΘ ἐάσεις ] λείπει “ ἐπιφοιτῆσαι ” . |
| αἰαῖ : καὶ νῦν ὀδύνα μ ' ὀδύνα βαίνει : μέθετέ με τάλανα , καί μοι θάνατος παιὰν ἔλθοι . | ||
| , ὃν δ ' ἔχω δραμεῖν οὐκ οἶδα . † μέθετέ με φροντίδες : † μηδέν μοι χὔμιν ἔστω . |
| διεβάλλετο . Λάρισα : πόλις ἀπὸ Λαρίσης τινὸς κληθεῖσα . Λαρόν : τὸ ἡδὺ πόμα . παρὰ τὸ ἱλαρὸν λαρὸν | ||
| ἐκτυφλοῖ . Ἔνθα : ὅπου . Μένουσι : καρτεροῦσιν . Λαρόν : ἡδὺ , τὸ γλυκὺ ἢ τὸ θερμόν . |
| ἤδη ἃ ἀκούεις γενήσεται . θ ὄκνῳ ] ἀναβολῇ . χρονίζεται ] βραδύνεται . χρονίζεται ] ἀργεῖ . κληρουμένους δ | ||
| ὄκνῳ χρονίζεται ] οὐ βραδύνει χάριν ὄκνου . οὐκ ὄκνῳ χρονίζεται ] οὐχὶ βραδύνει εἰς ἐπέκτασιν πολλοῦ χρόνου . οὐκ |
| πόλις Λιβύης καὶ Κίνυψ ποταμὸς Λιβύης πλησίον Αὐσίγδης . * Αὐσίγδα πόλις Λιβύης ἣν παραρρεῖ ὁ Κίνυφος ποταμός . * | ||
| δ ' ἀνεστήλωσαν ; περὶ τὴν Αὐσίγδα πόλιν Λιβύης ἥντινα Αὐσίγδα παραρρεῖ ὁ Κίννυφος ποταμός . Τιταιρώνειον : ὁ Μόψος |
| . καὶ ἐν τῷ βίῳ τρύχειν ἑαυτὸν λέγεται , οἷον καταπονεῖν . τρύφος κλάσμα : “ τὸ δὲ τρύφος ἔμπεσε | ||
| ' . οὐ μαλακιστέον δ ' ὅμως , ἐπείπερ ἦργμαι καταπονεῖν τὸ πρᾶγμ ' ἅπαξ . τουτὶ τὸ πρόβατόν ἐστιν |
| . ἀπολολύξω ] εὔξομαι . ἀπολολύξω ] παιανίσω . θ ἀπολολύξω ] καὶ θαυμάσω καὶ ᾄσω . Ξ ἀσινεῖ ] | ||
| + ποῖον ἕτερον ποιήσω δηλονότι . ἀπολολύξω ] ὑμνήσω . ἀπολολύξω ] εὔξομαι . ἀπολολύξω ] παιανίσω . θ ἀπολολύξω |
| ' ἢ μίαν , τί σοὶ διαφέρει τοῦτο ; παράθες σημίαν . οὐκ ἔστι κανδύλους ποιεῖν , οὐδ ' οἷα | ||
| ἢ μίαν , τί σοι διαφέρει τοῦτο ; παράθες [ σημίαν . ] οὐκ ἔστι κανδύλους ποιεῖν οὐδ ' οἷα |
| οὐδὲν ἐξέφερον τῆς θυσίας . ὁμοία τῇ : Αὐτῷ κανῷ κατέφαγες πάντα . Ἔσχατος Μυσῶν πλεῖν : οἱ δὲ τὸ | ||
| ὁ Ἀναγυράσιος οὗτος . Ἀποτίσεις χοῖρε γίγαρτα : οἷον ὧν κατέφαγες , ἀποδώσεις πλείονα . Ἀρότρῳ ἀκοντίζεις : ἐπὶ τῶν |
| καὶ τῷ διαβαλλομένῳ καὶ τῷ πρὸς ὃν διαβάλλουσιν . διαβολιᾶν ὑποφάτιες : ἑρμηνευταὶ καὶ διάβολοι , παρὰ τὸ φατίζειν καὶ | ||
| πάλιν κατ ' ἐκείνων πρὸς αὐτοὺς διεξέρχονται . Τὸ δὲ ὑποφάτιες ἀντὶ τοῦ ὑποβολεῖς διαβολιῶν . Ὀργαῖς ἀτενὲς ἀλωπέκων ἴκελοι |