Δί ' οὐ πολλοί με φθάσουσιν , ἀλλὰ πρῶτος ἀναστὰς κελεύσω τοῖς Θηβαίοις ἀνταίρειν , ἂν μὴ πείθωνται λόγῳ μηδ | ||
ἀποφήνω πάνυ ἀδικοῦντας αὐτούς , οὐ διὰ τοῦτο καὶ ἀποκτεῖναι κελεύσω , εἰ μὴ ξυμφέρον , ἤν τε καὶ ἔχοντάς |
δὲ κάρη κομόωντας Ἀχαιούς , ὄφρ ' ἔτι καὶ Τρώων πειρήσομαι ἀντίον ἐλθὼν αἴ κ ' ἐθέλως ' ἐπὶ νηυσὶν | ||
' ἐμῇ καὶ ἐμοῖς ' ἑτάροισιν ἐλθὼν τῶνδ ' ἀνδρῶν πειρήσομαι , οἵ τινές εἰσιν , ἤ ῥ ' οἵ |
χεῖρα . ἐροῦσι πολλοί : πολλὰ σαυτὸν ἀσπάζου , ἐπὴν ἔχηις τι : πάντα σοι φίλων πλήρη : πλουτοῦντα γάρ | ||
, μὴ τὰ μαλακὰ μῶσο , μὴ τὰ σκλήρ ' ἔχηις . καὶ πιεῖν ὕδωρ διπλάσιον χλιαρόν , ἡμίνας δύο |
ἀνῄρηκας , ἵνα μή με ἀναλάβῃ , μηδὲ τῆς οὐσίας σχῇς κοινωνόν : καὶ τὰ τοιαῦτα : ὁ δὲ ἐπὶ | ||
, ἀλλὰ δέδοικας μὴ οὐ σχῇς μάγειρον , μὴ οὐ σχῇς ἄλλον ὀψωνητήν , ἄλλον τὸν ὑποδήσοντα , ἄλλον τὸν |
ῥ ' ἔβαλον ῥινούς , σὺν δ ' ἔγχεα καὶ μένε ' ἀνδρῶν χαλκεοθωρήκων : ἀτὰρ ἀσπίδες ὀμφαλόεσσαι ἔπληντ ' | ||
σχέσιν καὶ τὴν ἐν τόπῳ , ἄνω ἔρχομαι , ἄνω μένε : ἄττα , πρόσω φέρε τόξα : καὶ ἐπὶ |
τε καὶ πράττοντας καὶ περὶ αὐτόν , ὅπως ἂν μὴ πεισθῇ , καὶ περὶ τὸν πείθοντα , ὅπως ἂν μὴ | ||
ὦ καὶ σὺ τὴν ποικίλην κοσμήσας , ἀκούσῃ , τίσι πεισθῇ , εἰ κρείττων ὁ μαθών ἐστι τοῦ τὸ πρῶτον |
: ἀλλὰ πῶς λέγεις ; Ὧδ ' , εἶπον , ἐξευρήσω , σοῦ ἀποκρινομένου ζητῶν ἅμα . Ἐρώτα δή , | ||
ἡμῖν λέξει ; Ἐγὼ μὲν γὰρ ἀπορῶ , εἴ τινα ἐξευρήσω δεινὸν τὴν τέχνην κατὰ τὸν Χείρωνα κεῖνον , ἵνα |
] εἴπερ , ἐπεί . ἐς κόρακας ] ἀπελεύσῃ , ἀπέλθῃς , εἰς τὴν ἀπώλειαν . , φθαρῇ . ἰδοὺ | ||
καὶ ἠφανισμένος . εἰ ] ἐπειδή . ἐς κόρακας ] ἀπέλθῃς . ὡς ] ὄντως . ἠλίθιον ] μωρόν . |
δ ' ὅμως . γραῦ , τὴν θύραν κλείσας ' ἄνοιγε μηδενί , ἕως ἂν ἔλθω δεῦρ ' ἐγὼ πάλιν | ||
τάχιστά μοι τὸν Σωκράτη . μαθητιῶ γάρ . ἀλλ ' ἄνοιγε τὴν θύραν . ὦ Ἡράκλεις , ταυτὶ ποδαπὰ τὰ |
λαβών , τὸν Ἑλένης φόνον διώκων , κἀμὲ μὴ σώιζειν θέληι σύγγονόν τ ' ἐμὴν Πυλάδην τε τὸν τάδε ξυνδρῶντά | ||
σπάσας ; οὐ δῆτα : θυγατρὶ δ ' , ἢν θέληι , δώσω κτανεῖν . οἴμοι : τί δῆτά ς |
φθέγγεσθαι ; Τέλος γοῦν ἂν ἀπορίας ὁ λόγος ἔχοι . Μήπω μέγ ' εἴπῃς : ἔτι γάρ , ὦ μακάριε | ||
' ἐστί σοι τοῦτ ' , Οἰδίπους , ἐνθύμιον ; Μήπω μ ' ἐρώτα : τὸν δὲ Λάϊον φύσιν τίν |
. Κἀγὼ βαρυνθεὶς τὴν μὲν οὖσαν ἡμέραν μόλις κατέσχον , θἀτέρᾳ δ ' ἰὼν πέλας μητρὸς πατρός τ ' ἤλεγχον | ||
Λυσιστράτη ; Ὡς ἅνδρες ἡμεῖς οὑτοιὶ τοιουτοιί . Χαὔτη ξυνᾴδει θἀτέρᾳ ταύτῃ νόσος . Ἦ που πρὸς ὄρθρον σπασμὸς ὑμᾶς |
. οὔκουν τοῦτο κρεῖσσον ἢ μένειν ; ἀλλὰ δῆτ ' ἔλθω ; θανὼν γοῦν ὧδε κάλλιον θανῆι . εὖ λέγεις | ||
δόρυ δὲ πρὸς τεῖχος ἐρείσας αὐτὸς ἰὼν Ἀχιλῆος ἀμύμονος ἀντίος ἔλθω καί οἱ ὑπόσχωμαι Ἑλένην καὶ κτήμαθ ' ἅμ ' |
τῶνδ ' ἃ λέγω πεπράξεται . Ἐγὼ δ ' ἵνα θύσω τοῖσι καινοῖσιν θεοῖς , τὸν ἱερέα πέμψοντα τὴν πομπὴν | ||
μᾶλλον ἢ θυμούμενος πρὸς κέντρα λακτίζοιμι θνητὸς ὢν θεῶι . θύσω , φόνον γε θῆλυν , ὥσπερ ἄξιαι , πολὺν |
μακρὸν γενήσεσθαι μελλόντων . Πολλοί σε μισήσουσιν , ἂν σαυτὸν φιλῇς : τοῦτό φασι Νύμφας πρὸς Νάρκισσον εἰπεῖν , ἀποβλέποντα | ||
ὁπότερος νῷν ἐστί σοι εὐνούστερος , διάκρινον , ἵνα τοῦτον φιλῇς . Ναί , ναί , διάκρινον δῆτα , πλὴν |
αὐτοῖς τὰ ἔπεα τάδε ἃ καλέεται Κάμινος : εἰ μὲν δώσετε μισθὸν ἀείσω ὦ κεραμῆες : δεῦρ ' ἄγ ' | ||
εὖ καὶ κακῶς ποιεῖν . ἢν οὖν σωφρονῆτε , τούτῳ δώσετε ὅ τι ἄγετε : καὶ ἄμεινον ὑμῖν διακείσεται ἢ |
τὸ συμπέρασμα , εἰ καὶ ἄμφω ψευδῆ εἰσιν , ἢ ὦδε , ἤγουν τὰς προτάσεις μόνον , εἰ τὸ συμπέρασμά | ||
μὴ καλῶς γένοιτο τἠμέρηι κείνηι ἤτις ς ' ἐσήγαγ ' ὦδε . Πυρρίη , κλαύσηι : ὀρῶ σε δήκου πάντα |
ποταμοῦ ῥίπτειν ἐπιφωνούσας : ” ἀλλ ' ὑμεῖς γε οὐ δουλεύσετε , πρὶν δ ' ἄρξασθαι βίου βαρυδαίμονος , τὸ | ||
ἐν τῇ τοῦ ποτέροις δεῖ συμπολεμεῖν αἱρέσει πείσεσθε καὶ πρότερον δουλεύσετε πρὶν πότεροι κρατήσουσι γιγνώσκειν ; δύο γὰρ δή που |
πέντε μνῶν καταλιμπάνειν . ἢν οὖν ἐμοὶ μὲν τὰ χρήματα ἐάσῃ , ἐκείνοις δὲ τὴν ἀρχήν . προπερισπωμένως δὲ ἀναγνωστέον | ||
ἐπισκιάσῃ καὶ κατασχῇ καὶ μηδὲν αὐτῆς ἄφετον μηδὲ ἐλεύθερον μέρος ἐάσῃ , οὐ μόνον ὅσα τῶν ἁμαρτημάτων ἰάσιμα δρᾶν ἀναγκάζει |
μᾶλλον ἀλγῇς . Λῆρος : οὐ γὰρ παύσομαι πρὶν ἂν φράσῃς μοι τίς ποτ ' ἐστὶν οὑτοσί . Εὔνους γὰρ | ||
. Ἐπεὶ γὰρ ἔσχε μοῖρ ' Ἀχιλλέα θανεῖν Οἴμοι : φράσῃς μοι μὴ πέρα , πρὶν ἂν μάθω πρῶτον τόδ |
οὐδ ' ὁ Ζεὺς νικῆσαι δύναται . εἰς φυλακήν σε βαλῶ . τὸ σωμάτιον . ἀποκεφαλίσω σε . πότε οὖν | ||
' ὅταν κεκαυμένον ἴδω νιν , ἄρας θερμὸν ἐς μέσην βαλῶ Κύκλωπος ὄψιν ὄμμα τ ' ἐκτήξω πυρί . ναυπηγίαν |
τοὺς ‖ [ ! ! ! ! ! ! ] ιτ [ ! ! ! ! ! ! ] [ | ||
! ουσαν ? [ [ ] ροχ [ [ ] ιτ ? ? [ [ ] ! ! ! αρρ |
ἀρκέσει ἢ δύ ' ἐπὶ τὴν τράπεζαν . ἐγχελύδια Θήβηθεν ἐνίοτ ' ἔρχεται : τούτων λαβέ , ἀλεκτρυόνιον , φάττιον | ||
δὶς τῆς ἡμέρας καὶ σῦκα βαιά , καὶ μύκης τις ἐνίοτ ' ἂν ὠπτᾶτο , καὶ κοχλίας γενομένου ψακαδίου ἠγρεύετ |
Δωδωναῖον ἄν τις χαλκίον , ὃ λέγουσιν ἠχεῖν , ἂν παράψηθ ' ὁ παριών , τὴν ἡμέραν ὅλην , καταπαύσαι | ||
Δωδωναῖον ἄν τις χαλκίον , ὃ λέγουσιν ἠχεῖν , ἂν παράψηθ ' ὁ παριών , τὴν ἡμέραν ὅλην , καταπαύσαι |
, πόροι δέ τις Οὐρανιώνων νίκην εὐχομένοισι καὶ Ἑλλάδα γαῖαν ἵκωμαι , δώσω οἱ παράκοιτιν ἐμὴν ἐρικυδέα κούρην Ἑρμιόνην καὶ | ||
ἀντὶ τοῦ προσδέξεται ὡς ἱκέτην : μή μιν ἐγὼ μὲν ἵκωμαι ἰών . . . . γεινομένῳ ἐπένησε λίνῳ , |
ἀνδρὶ μαχεσσάμενον τόν γ ' ἐλθεῖν , ἀλλὰ χορὸν δὲ ἔρχεσθ ' , ἠὲ χοροῖο νέον λήγοντα καθίζειν . Ὣς | ||
' εἴρηαι ἐπελθὼν Λαέρτην ἥρωα , τὸν οὐκέτι φασὶ πόλινδε ἔρχεσθ ' , ἀλλ ' ἀπάνευθεν ἐπ ' ἀγροῦ πήματα |
καὶ καλῶς βιώσῃ καὶ εὐδαιμόνως τεθνήξῃ τῆς ψυχῆς σου μὴ ἀγνοούσης ποῦ αὐτὴν δεῖ ἀναπτῆναι . αὕτη γὰρ μόνη ἐστίν | ||
τις τὸ αἷμα αὐτῆς κροκύδι δεξάμενος ἀποθῆται πρὸς κεφαλὴν γυναικὸς ἀγνοούσης καὶ συγγένηται αὐτῇ , εὐθέως συλλήψεται . Ἔχει δὲ |
κυβερνήτην κακόν . τύχην ἔχεις , ἄνθρωπε , μὴ μάτην τρέχε . εἰ δ ' οὐκ ἔχεις , κάθευδε , | ||
, ἄνδρες φίλοι : ἄρτους ἐπιλελήσμεθ ' ἀρκοῦντας πρίασθαι . τρέχε δή , παῖ . καὶ τοῦτο ἔλεγεν αὐτὸς γελῶν |
στρατηγήσουσιν . ἐκείνους μὲν γὰρ ὁμοῦ φαύλους τε ἡγήσονται καὶ μισήσουσιν ἅπαντες , ἡμῖν δὲ μετ ' εὐφημίας ὅ τι | ||
. Πλίνθον πλύνεις : ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων . Πολλοί σε μισήσουσιν , ἂν σαυτὸν φιλῇς : τοῦτό φασι Νύμφας πρὸς |
δεξαμενὰς ἐπαινοῦσι , καὶ δεῦρ ' ἄγ ' ἰὼν νῆα κατάστησον , καὶ τοῖς καταίρουσι τοιαῦτ ' ἐπαγγέλλουσι καὶ τοιαῦτα | ||
, πολύαιν ' Ὀδυσεῦ , μέγα κῦδος Ἀχαιῶν , νῆα κατάστησον , ἵνα νωιτέρην ὄπ ' ἀκούσῃς . οὐ γάρ |
ἀλλ ' ἵνα μὴ πολλὰ τοιαῦτα λέγων πόρρω τοῦ καιροῦ γένωμαι , παρεὶς ἅπαν τὸ μέσον καὶ προσχρησάμενος καὶ πρὸς | ||
ἀγωνίων θεῶν , λευκοστεφεῖς ἔχουσα νεοδρέπτους κλάδους ; ὡς μὴ γένωμαι δμωὶς Αἰγύπτου γένει . πότερα κατ ' ἔχθραν , |
γὰρ διὰ τοὺς ἐλέγους καὶ τοὺς θρήνους : Μοῦσα δὲ καὐτή : καὶ αὐτὴ δὲ , φησὶ , παραμυθία ἐστὶ | ||
] : τῆς σῆς γὰρ ὡς χρῆν καρδίας ἀνθηψάμην . καὐτή γε λυπῆι καὶ κακῶν κοινωνὸς εἶ . σάφ ' |
δέ μοι κοίλανον ὅ μευ κρύψει τὸν ἔρωτα , κἢν ἀπίῃς , τόδε μοι τρὶς ἐπάυσον : “ ὦ φίλε | ||
ἄμεινον ἔσται . ἀλλὰ νῦν μὲν ἠδικημένος ἄπει , ἐὰν ἀπίῃς , οὐχ ὑφ ' ἡμῶν τῶν νόμων ἀλλὰ ὑπ |
' ἀνδρῶν ἐκ χερῶν μιαιφόνων [ καὶ τὴν τάλαιναν ἀθλίαν δάμαρτ ' ἐμὴν λάβωμεν , ἧι δεῖ ξυνθανεῖν ἐμῆι χερὶ | ||
ὄντι δοὺς πόσει τάδε πάλιν πρὸς οἴκους σπεῦδ ' ἐμὴν δάμαρτ ' ἔχων , ὡς τοὺς γάμους τοὺς τῆσδε συνδαίσας |
βασιλεῖς τῆς Ἑλλάδος : πολλῆς δὲ καὶ βαρβάρου γῆς ἐπικρατήσαντας καταπαῦσαι τὸν πόλεμον καὶ τὰς εἰς αὐτὸν παρασκευὰς καὶ ἐν | ||
, οἳ δὴ ἐν τῷ τότε ἐκράτουν , τὴν ἐκδρομὴν καταπαῦσαι τοῦ λόγου . Χιλδίβερτος μὲν γὰρ καὶ Χλωθάριος , |
Θουκυδίδῃ . Βαδίζει , βαδίζων , βάδην , βάδισις , βαδιεῖ . βαδιστικὸς παρ ' Ἀριστοφάνει , παρὰ δὲ Κρατίνῳ | ||
, ἐν μονοπλεύρῳ ἢ διπλεύρῳ ἢ τριπλεύρῳ ἢ τετραπλεύρῳ τάγματι βαδιεῖ : μονοπλεύρῳ μέν , ὅτ ' ἂν ἕνα φοβῇ |
ζάψ . Πτωκὰς κύπειρος Μᾶτερ ὦ ποντία κλῦθι Νυμφᾶν ἁβρᾶν Δῶρι , κυμοκτύπων τ ' ἤραν ' ἁλίων μυχῶν . | ||
δ ' ἐν Μνηματίῳ φησίν : ψῦξον τὸν οἶνον , Δῶρι . Πρωταγορίδης δ ' ἐν βʹ τῶν κωμικῶν ἱστοριῶν |
μὲν δὴ ταῦτα : θαλάσσης δ ' ἐς τέκν ' ἄνειμι * * * * οὐδὲ λοπὰς κακόν ἐστιν : | ||
Νέστορ ' ἀγορητὴν ἄν , οὐδὲ τοὺς σοφοὺς ἅπαντας . ἄνειμι δῆτ ' ἐντεῦθεν εἰς τὴν γλῶτταν , ἣν ὁδὶ |
φόβον , πήλας ἀκούσει κεῖθι πεμφίδων ὄπα λεπτὴν ἀμαυρᾶς μάστακος προσφθέγμασιν . ὅθεν Γιγάντων νῆσος ἡ μετάφρενον θλάσασα καὶ Τυφῶνος | ||
τερπνὸν δὲ τἀναγκαῖον ἐκφυγεῖν ἅπαν . τοιοῖσδέ τοί νιν ἀξιῶ προσφθέγμασιν . φθόνος δ ' ἀπέστω . πολλὰ γὰρ τὰ |
κατὰ παρεμβολὴν κεῖται διὰ μέσου . Ποί τινος ] . Ποί τινος ἀντὶ ἔργων ] * Τί βούλεται τὸ ποί | ||
χάρις μέχρι τοῦ ὀπιζομένα κατὰ παρεμβολὴν κεῖται διὰ μέσου . Ποί τινος ] . Ποί τινος ἀντὶ ἔργων ] * |
δίδωμι δ ' αὐτὰ τῇ παιδὶ ταύτῃ κἀκείνῳ ὃς ἂν γήμῃ αὐτήν . ἓν δὲ δῶρον ἄπειμι ἔχων παρὰ σοῦ | ||
ἀσυνήθεις δάκνουσιν . Ὁ αὐτὸς ἐρωτηθεὶς ὑπό τινος , εἰ γήμῃ , εἶπεν : „ εἰ μὲν καλήν , κοινὴν |
τοιοῦτον δὲ εἶναι καὶ τὸ Ὁμηρικόν φασιν “ ἢ ὁδὸν ἐλθέμεναι . ” εἰ δὲ ψιλωθείη ἡ προτέρα , σημαίνει | ||
: ὣς Ἀχιλῆ ' ὄτρυνε μένος καὶ θυμὸς ἀγήνωρ ἀντίον ἐλθέμεναι μεγαλήτορος Αἰνείαο . οἳ δ ' ὅτε δὴ σχεδὸν |
, μηδέποτε ἐπιδῷς τὴν φαντασίαν εἰς ἅπαν μηδὲ τὴν διάχυσιν ἐάσῃς προελθεῖν ἐφ ' ὅσον αὐτὴ θέλει , ἀλλ ' | ||
: εἰ δὲ εὔπνοιαν ποιῆσαι θέλεις τῇ κεφαλῇ , μὴ ἐάσῃς πολλὰς τρίχας : εἰ δὲ πλήττεταί σοι ἐκ τοῦ |
εἰ δοίης γέ μοι τοὺς Φασιανοὺς οὓς τρέφει Λεωγόρας . ἴθ ' , ἀντιβολῶ ς ' , ὦ φίλτατ ' | ||
' ἔασον κἀποκλαύσασθαι κακά . Ἴθ ' , ὦναξ , ἴθ ' , ὦ γονῇ γενναῖε : χερσί τἂν θιγὼν |
πάντα τοῦ κόρου παίγνια . κόρον γεννᾷ ἡ συνήθεια . φεύγωμεν τὸν κόρον , ὦ παῖδες : τοξεύει πολλάκις δι | ||
' ἄγεθ ' ὡς ἂν ἐγὼ εἴπω πειθώμεθα πάντες : φεύγωμεν σὺν νηυσὶ φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν : οὐ γὰρ |
ὅτι , εἰ μὴ πάνυ θαρσεῖ ὁ ῥήτωρ ὡς οὐκ ἀποκρινεῖταί τις εἰ μὴ ὃ βούλεται , οὐ χρῆται τῷ | ||
παρ ' ὑμῖν πεποιήκαμεν τὰς συνθήκας ” ; καὶ ὃς ἀποκρινεῖταί σοι , ὡς ὡμολόγησας τὴν θάλατταν ἐκπιεῖν . στραφεὶς |
γεγῶτ ' ἀδελφῆς ὁμογενοῦς ἀφ ' αἵματος † . καὶ χαίρεθ ' Ἑλένης οὕνεκ ' εὐγενεστάτης γνώμης , ὃ πολλαῖς | ||
τὴν τύχην κεκτημένοις πόλει παρασχεῖν φάρμακον σωτηρίας , ἄπειμι . χαίρεθ ' : εἷς γὰρ ὢν πολλῶν μέτα τὸ μέλλον |
ὅτι γίνεται ὅμοια τὰ ΑΒΓ ΔΕΖ τρίγωνα . ἐὰν γὰρ λάβω τὰ κέντρα τὰ Μ Ν , καὶ ἐπιζεύξω τὰς | ||
μὲν οὐ προσιέμην δανείσασθαι , εἰδὼς ὅτι ἀναλώσας ὃ ἂν λάβω οὐχ ἕξω ἀποδοῦναι , νῦν δέ μοι δοκῶ εἰς |
ἐστιν . οὐκ ἔστιν ; ἀλλ ' ἀκήκοας μυριάκις . ἀποτρέχω δή . ὢ δυστυχὴς ἐγώ . τίνα τρόπον ἐνθαδὶ | ||
ἀπολέσει αὐτοὺς ἕως γενεῶν . Ἐγὼ εἰς τὴν ἀνάπαυσίν μου ἀποτρέχω , ὡς οἱ πατέρες μου : ὑμεῖς δὲ φοβεῖσθε |
, Δημέα , βοᾶις ; τί βοᾶις , ἀνόητε ; κάτεχε σαυτόν , καρτέρει . οὐδὲν γὰρ ἀδικεῖ Μοσχίων σε | ||
τὸ παρακατέχω , ὡς τό : φύλασσε ἀκακίαν , ἢ κάτεχε . φυλάσσω τὸ ἀσφαλίζω , καὶ τὸ ἀπέχω : |
, ἄν τις ἀδικῇ ἢ τοῦτον ἢ ἐκείνους καὶ σὺ αἴσθῃ , μὴ ἐπιτρέψειν . καὶ περὶ Λυσικλείδου τἀληθὲς εἰπεῖν | ||
τοῦ σώματος ἀνέλπιστός ἐστιν ὁ κάμνων . ἐὰν δ ' αἴσθῃ ποτὲ παχεῖς εἶναι ἱκανῶς τοὺς χυμούς , ὀξύμελι δίδου |
. τὸ δεύτερόν σοι , Πυρρίη , πάλιν φωνέω , ὄκως ἐρεῖς Ἔρμωνι χιλίας ὦδε καὶ χιλίας ὦδ ' ἐμβαλεῖν | ||
τις οὐχὶ σύνδουλον αὐτὸν σπαράσσειν ἀλλὰ σημάτων φῶρα . ὀρῆις ὄκως νῦν τοῦτον ἐκ βίης ἔλκεις ἐς τὰς ἀνάγκας , |
δαΐδας : τοὶ δὲ τρείουσιν ἰδόντες ἔλλοπες , οὐδὲ μένουσιν ἑλισσομένην ἀμαρυγήν : ὣς καὶ θῆρες ἄνακτες ἐπιμύουσιν ὀπωπάς . | ||
Νεῖλός σε . ἀντίστροφον ] τὴν ἐξ ἀμφοτέρων τῶν μερῶν ἑλισσομένην , ὅ ἐστιν ἀμφιέλισσαν . βροτιοσα ροσαται ] ἡ |
ἀοσσητήρ τε κασίγνητός τε τέτυκται , οὐδ ' ἂν ἐγὼ Κόλχοισιν ὑπείξαιμι πτολεμίζων ἀντιβίην , ὅτε μή με διὲξ εἰῶσι | ||
δὲ δὴ Μινύαισι τοίην ἀνενείκατο φωνήν : Εἰ μὲν δὴ Κόλχοισιν ἀρηιφάτοισιν ἐσάντα μαρναμένοις ἐπιθεῖσθον , ἀποφθίσειν μένος ἀνδρῶν ἔλπεσθ |
ὄφρα ζωοῖσι μετείω . ἀλλ ' ἤτοι νῦν μὲν στυγερῇ πειθώμεθα δαιτί : ἠῶθεν δ ' ὄτρυνον ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγάμεμνον | ||
ὄρσῃ . ἀλλ ' ἄγεθ ' ὡς ἂν ἐγὼ εἴπω πειθώμεθα πάντες : νῦν μὲν κοιμήσασθε τεταρπόμενοι φίλον ἦτορ σίτου |
τούτοις συζῆν ἄχρι παντὸς καὶ πολλάκις ὑβριζομένην ὕβρεις δεινὰς παραμένειν ἀνδραπόδῳ μηδενὸς ἀξίῳ . παρὰ γὰρ τῶν πλουσίων εἰς μὲν | ||
εὖ χρῆσθαι καὶ κακῶς χρῆσθαι ἀργυρίῳ : ὁμοίως δὲ καὶ ἀνδραπόδῳ οἰκίᾳ ἐπίπλῳ , πᾶσι τοῖς τοιούτοις . τάχα δ |
καιρὸν πραττομένων καὶ τῶν παραλελειμμένων τὰς ζημίας . καὶ τὸ οἴσεις δ ' ἐν φορμῷ , παῦροι δέ σε θηήσονται | ||
πρόελε τῶν πεφωγμένων . * * * * Οὐκ ἰσχάδας οἴσεις τῶν μελαινῶν ; μανθάνεις ; ἐν τοῖς Μαριανδυνοῖς ἐκείνοις |
Ἀπίων διὰ τὸ ἐκ πολλῶν ἱματίων τὰ στρώματα συντίθεσθαι . πυλάρταο Θ . Ν . λ . . , : | ||
πυλάρταο Θ . Ν . λ . . , : πυλάρταο κρατεροῖο : μίαν διάνοιαν αἱρετέον διὰ τῶν δύο λέξεων |
στρατηλατῶν στείχει φίλος σοι σύμμαχός τε τῆιδε γῆι . ποίας πατρώιας γῆς ἐρημώσας πέδον ; Θρήικης : πατρὸς δὲ Στρυμόνος | ||
τί δῆτα Νείλου τούσδ ' ἐπιστρέφηι γύας ; ] φυγὰς πατρώιας ἐξελήλαμαι χθονός . τλήμων ἂν εἴης : τίς δέ |
ὅστις φακῆν ἥδιστον ὄψων λοιδορεῖς πόθεν ἂν λάβοιμι βύσμα τῷ πρωκτῷ φλέων ; ταυτὶ τὰ κρέ ' αὐτῷ παρὰ γυναικός | ||
μόριον ἐπισείειν : σφόδρα δὲ ἄσημον τὸ βαδίζουσαν ἐγκρούειν τῷ πρωκτῷ . ὅτι ἀρσενικῶς καὶ θηλυκῶς ὁ πόρνος : ζητείσθω |
πρόφαινε δὴ σὺ μοῦσαν ἔτι νέαν . Ταΰγετον αὖτ ' ἐραννὸν ἐκλιπῶἁ , Μῶἁ μόλε , μόλε , Λάκαινα , | ||
ἐρύκεν ὕβριν : οὐ γὰρ ἂν θέλοιμ ' ἀμβρότοι ' ἐραννὸν Ἀοῦς [ ] ἰδεῖν φάος , ἐπεί τιν ' |
οὐδ ' ἀλύοντα κερδαίνειν . ὅταν καμὼν δὲ τοῦθ ' ἕλῃς ὅπερ βούλει , τὸ κερτομεῖν σοι καιρός ἐστι καὶ | ||
δαιμονίαισι τύχαις βροτοὶ ἄλγε ' ἔχουσιν , ἣν ἂν μοῖραν ἕλῃς , ταύτην φέρε μὴ δ ' ἀγανάκτει . καὶ |
καταπροδοῦναί τι τῶν κοινῶν , ἀλλ ' ἵνα τοῖς πραττομένοις χαρίσωμαι , καὶ τὴν ἐλευθερίαν φυλάξω τοῖς πολίταις ἀκέραιον , | ||
καὶ τὸ κυριώτατον ἄλλο λέγειν εἶναι , ἵν ' ὑμῖν χαρίσωμαι . Εἰπόντος αὐτῷ τινος ὅτι Πολλάκις ἐπιθυμῶν σου ἀκοῦσαι |
πονηρίαν οὔσας τοιαύτας ὀλίγον ὕστερον ἐροῦμεν , ἂν ἔτι δοκῇ νῷν : τὰς δὲ ψευδεῖς κατ ' ἄλλον τρόπον ἐν | ||
κατ ' εἰρωνείαν χ ' ἅτεροι ] ἔκθλιψις καὶ κρᾶσις νῷν ] ἡμῖν ἄλφιτα ] ἄλευρα πονήρους ] ἐπιπόνους , |
ἐς πατρίδα γαῖαν . Ἀτρεΐδης δ ' ἐβόησεν ἰδὲ ζώννυσθαι ἄνωγεν Ἀργείους : ἐν δ ' αὐτὸς ἐδύσετο νώροπα χαλκόν | ||
κε κακὸς ὣς νόσφιν ἀλυσκάζω πολέμοιο : οὐδέ με θυμὸς ἄνωγεν , ἐπεὶ μάθον ἔμμεναι ἐσθλὸς αἰεὶ καὶ πρώτοισι μετὰ |
κακήν , ἣν οὐδεὶς ζηλώσει ὀχήσω ] ἤγουν βαστάσω , φυλάξω , : ὀχεω ῶ . ἐκ μεταφορᾶς τῶν φρουρούντων | ||
θρηνῶ καὶ οὐχ εὑρίσκω τινὰ μηχανήν , δι ' ἧς φυλάξω τὴν μέχρι νῦν σωφροσύνην τετηρημένην ; Ταῦτα λέγουσα ἤγετο |
συσκευάζοιτο ὡς ἐμβαλῶν εἰς τὴν αὑτοῦ χώραν . ἐὰν οὖν ἀφῇς με , ὦ Κῦρε , τὰ τείχη ἂν πειραθείην | ||
, αὕτη ἐγγύς ἐστι τῷ μὴ ἀνθρωπικὴ εἶναι . Ὅταν ἀφῇς πρὸς ὀλίγον τὴν προσοχήν , μὴ τοῦτο φαντάζου , |
ἔχοι τηκτὸς μόλυβδος , ἐξαναστήσω ς ' ἐγὼ πρὶν ὧι πέποιθας παῖδ ' Ἀχιλλέως μολεῖν . πέποιθα . δεινὸν δ | ||
σε ἀσφαλῶς ἐπὶ τὴν ἀπολογίαν . εἰ δὲ μηδὲν ἀδικεῖν πέποιθας , ἴθι καὶ λέγε τὰ δίκαια περὶ σαυτοῦ πρὸς |
? ! [ Λυκουργ [ γυνὴ δ [ οὐκ ἐν ξεν ? [ πρὸς δ ' ἀ [ ἥκιστα [ | ||
ον πᾱ [ ˘˘˘˘ – – – ] ων : ξεν [ – ˘˘˘ – – ] έμμεν ἁλίῳ ? |
τὰ πρῶτα , μέϲφι ἂν ἡ φλεγμαϲίη [ ἢ ] πιέζῃ , εὖτε καὶ πόνοι μέζονεϲ καὶ ῥίγεα , καὶ | ||
ἂν ἡ σανὶς , ᾗ μάλιστα ἐξέστηκε , ταύτῃ μάλιστα πιέζῃ ἐπιτεθεῖσα . Ὅταν δὲ ἐπιτεθῇ , τὸν μέν τινα |
προσπίπτει τοῖς γόνασιν ἡμῶν γυνή , χοίνιξι παχείαις δεδεμένη , δίκελλαν κρατοῦσα , τὴν κεφαλὴν κεκαρμένη , ἐρρυπωμένη τὸ σῶμα | ||
ὥστε τί οὐκ ἐπὶ τὴν πέτραν ταύτην ἀνελθὼν τὴν μὲν δίκελλαν ὀλίγον ἀναπαύω πάλαι πεπονηκυῖαν , αὐτὸς δὲ ὅτι πλείστους |
' ἐπ ' ἀνθρακιῆς φλόγα τούτοις μὴ προσενεγκὼν καὶ κίνει πυκινῶς , μὴ προσκαυθέντα λάθῃ σε . ἀλλ ' οὐ | ||
κ ' ἐς τεῖχος ἀναπνεύσωσιν ἀλέντες , αὖτις ἐπανθέμεναι σανίδας πυκινῶς ἀραρυίας : δείδια γὰρ μὴ οὖλος ἀνὴρ ἐς τεῖχος |
: ἀπὸ τοῦ ἀλοῶ , τὸ συντρίβω , ἀλοιῶ ὡς ποῶ ποιῶ ἀλοιήσω ἠλοίησα , ὅθεν καὶ πατραλοίας . . | ||
, ὀκνῶ δὲ δεῖξαι : πατέρα γὰρ τοῦ παιδίου αὐτὸν ποῶ σχεδόν τι τοῦτον προσφέρων μεθ ' οὗ συνεξέκειτο . |
τοὺς μὲν τείνειν , τοὺς δ ' ἀντισπᾶν ; Πληγὰς λήψεσθ ' , Ἁργεῖοι . Εἶά νυν . Εἶα ὤ | ||
. ἐὰν οὖν ταῦτα λέγῃ , ἐνθυμεῖσθ ' ᾧ ῥᾳδίως λήψεσθ ' αὐτὸν ψευδόμενον . πρῶτον μὲν γὰρ οὐκ ἐκ |
τάχιστα ᾐσθόμην τῆς νυκτὸς περιτρέχειν , οὐκ εἰδὼς ὅντινα οἴκοι καταλήψομαι καὶ ὅντινα ἔξω ; καὶ ὡς Ἁρμόδιον μὲν καὶ | ||
δὲ καὶ ταύτην κατασβέσῃς σωφροσύνῃ τὴν φλόγα , αὐτῷ σε καταλήψομαι τῷ πτερῷ . ” Ταῦτα διαλεγόμενος ἔλαθον ἐπιστὰς ἀπροοράτως |
Κῶ εἶχε ὁ Πέρσης . Ὁ δὲ ἀμείβεται τοῖσδε : Γύναι , θάρσεε : καὶ ὡς ἱκέτις καὶ εἰ δὴ | ||
πρός με βαί ' , ἀεὶ δ ' ὑμνούμενα : Γύναι , γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει . Κἀγὼ μαθοῦς |
' ἔσομαι τοιοῦτος γενέσθαι οἷοίπερ καὶ ἐκεῖνοι . Οὔκ , ὠγαθέ , ἀλλά σε λέληθεν οἷον τοῦτ ' ἔστιν , | ||
βιωσόμεθα ἀγνοοῦντες ὃ σὺ φῂς εἰδέναι . ἀλλ ' , ὠγαθέ , προθυμοῦ καὶ ἡμῖν ἐνδείξασθαιοὔτοι κακῶς σοι κείσεται ὅτι |
πρὸς ἄγραν τ ' εὐτυχῆ θείης [ μολεῖν ] ὅπως ἕλωμεν ] ἄνδρα δυσσεβέστατον . [ ὅδ ' αὐτός ] | ||
ταύτην τὰ ἐφεξῆς ἅπαντα συνείρειν . ἵνα δὴ τοῦτο διηρθρωμένως ἕλωμεν , ἀναμνησθῆναι χρὴ τῶν εἰρημένων ἐν τοῖς προλαμβανομένοις τῆς |
ὦ ἄνδρες δικασταὶ ? ? τῷ τε πατρὶ [ τῶι ἐμῶι καὶ τοῖς ἄλλοις ἐπιτηδείοις ] ἔλεγεν [ , ὡς | ||
' ἄλλον ἄνδρα σωφρονέστερον ὄψεσθε , κεἰ μὴ ταῦτ ' ἐμῶι δοκεῖ πατρί . ἦ μέγα μοι τὰ θεῶν μελεδήμαθ |
εἰς τὰς χεῖράς σου , μέχρις ἂν γνῷς , τίνι δῷς . Δευτέρα δὲ ἐντολὴ τῆς διδαχῆς : ] οὐ | ||
τὰ τῆς γλώσσης σημήϊα ἠπιώτερα γένηται , καὶ μήτε φάρμακον δῷς μήτε κλύσῃς ἐς κάθαρσιν , πρὶν αἱ κρίσιες παρέλθωσιν |
ἂν ἐκμάθω εἴ τίς με λύειν τῆσδε κωλύσει χέρας . ἔπαιρε σαυτήν : ὡς ἐγὼ καίπερ τρέμων πλεκτὰς ἱμάντων στροφίδας | ||
ἵνα καταισχύνωσιν αὐτὴν οἱ Ἕλληνες : ὀρθρεύου σὰν ψυχάν : ἔπαιρε τὴν σεαυτοῦ ψυχὴν , ὦ χορέ . ἀπὸ μεταφορᾶς |
μὲν βορεάδας ἥξεις πρὸς πνοάς , ἵν ' εὐλαβοῦ βρόμον καταιγίζοντα , μή ς ' ἀναρπάσηι δυσχειμέρωι πέμφιγγι συστρέψας ἄφνω | ||
Καλλιμέδοντ ' εἰς τοὔψον , εἰ φιλεῖς ἐμέ , παύσῃς καταιγίζοντα δι ' ὅλης ἡμέρας . ἔργον τυράννων , οὐκ |
: τὸ ἀνέχω , οἷον : δὴ τότ ' , ἀνοχλίζων τετρηχότος οἴδματος ὁλκούς : τετρηχότος σημαίνει τεταραγμένους , ὁλκοὺς | ||
, διὰ τὸ πάνυ πλησιάζειν . παρεμέτρεον : παρέπλεον . ἀνοχλίζων : ἀνακινῶν ἐν τῷ κωπηλατεῖν καὶ ἀνακόπτων τὰ κύματα |
δρᾶι φράσον . πάντ ' οἶδ ' , ἐρεῖ τε συγγόνωι παρόντα σε . θνήισκοιμεν ἄν : λαθεῖν γὰρ οὐχ | ||
ὧδ ' ἔχειν . σοὶ μὲν τάδ ' αὐδῶ , συγγόνωι δ ' ἐμῆι λέγω : πλεῖ ξὺν πόσει σῶι |
καὶ καῦμα ἡ θερινὴ θερμασία . Παρὰ τὸ λάβ : λὰβ δὲ τὸ διὰ μέσου τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς | ||
καὶ καῦμα ἡ θερινὴ θερμασία . Παρὰ τὸ λάβ : λὰβ δὲ τὸ διὰ μέσου τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς |
ἀνὴρ χρηστός . τί πρῶτον ἐννοήσω καὶ διὰ τί πρῶτον ὀδύρωμαι ; ὡς ἓν ἡμᾶς οἴκημα εἶχεν Ἀθήνησιν ; ὡς | ||
ἢ ποῦ : ἔξεισί τις ἀγγέλλων αὐτὴν ζῆν ἢ θανοῦσαν ὀδύρωμαι : πόριζε : ἀπὸ κοινοῦ τὸ μηχανάν : καὶ |
πάρεστι λῆψις ὧν ἐρᾷ καθ ' ἡμέραν ἄπελθ ' , ἄπελθε , παῖ : τάδ ' οὐκ ἀκουστά σοι ἀνέκτημαι | ||
λέγεται καὶ ἡ συμπλεκομένη φωνὴ τῷ διανοήματι , οἷον τὸ ἄπελθε : τοῦτο γὰρ καὶ λέξεις , ὃ τετύχηκεν , |
τὴν ὁμώνυμόν σοι πόλιν φύλασσε καὶ περίεπε σὺν ἐλευθερίᾳ , φύλασσε δὲ σὺν τῷ Διῒ καὶ τῷ βασιλεῖ Αἰακῷ καὶ | ||
συμφορᾶς ἐκ τοσῆσδε εὐδαιμονίας κατέβαλεν . σοὶ δὲ παραινῶ : φύλασσε Σοφωνίβαν , μὴ Μασσανάσσην ἐς ἃ βούλεται , μεταγάγῃ |
, καὶ ἐν ῥήμασιν ἑτερόκλιτα , ἔσθω ἔφαγον , φέρω οἴσω . Εἰ αἱ σύνθετοι τῶν λέξεων διηνεκὲς ἔχουσι τὸ | ||
οὗ φέρεται ἡ ναῦς . οἴω , τὸ φέρω , οἴσω * * * . . . , : ὀρρωδῶ |
εἶναι . Νῦν δ ' ἴομεν ποτὶ κοῖτον , ἐπεὶ χατέοντι μάχεσθαι βέλτερον ὑπνώειν ἢ ἐπὶ πλέον εἰλαπινάζειν . Ὣς | ||
τοῖσδ ' ἐπέεσσιν : “ Οὐκ ἂν δὴ ξείνῳ τλαίης χατέοντι καὶ αὐτῷ ἢ δόλον ἤ τινα μῆτιν ἐπιφράσσασθαι ἀέθλου |
' ἑστιοῦχον ὄψομαι μόνον , μίαν παρείρας πλεκτάνην χειμάρροον στέγην πυρώσω καὶ κατανθρακώσομαι : νῦν δ ' οὐ κέκραγά πω | ||
' ἑστιοῦχον ὄψομαι μόνον , μίαν παρείρας πλεκτάνην χειμάρροον στέγην πυρώσω καὶ κατανθρακώσομαι . νῦν δ ' οὐ κέκραγά πω |
Τί με καλεῖτε ; Δεῦρ ' ἔλθ ' , ἵνα πύθῃ ὡς εὐτυχὴς εἶ καὶ μεγάλως εὐδαιμονεῖς . Ἴθι δή | ||
οἴκοι τελῶν , Σὺ δ ' ἀλλά , ἕως ἂν πύθῃ τὰ παρὰ τῆς πόλεως , μεταχώρησον , ἔφη , |
, ὥστε λήσεις τῷ χρόνῳ . κατεσκέδασέ μου τὴν ἁμίδα κεχηνότος . ἀνήσεις κροκύδα μαστιγουμένη . ἐγὼ δ ' ὑπερῶ | ||
ἔχων , καὶ ὁ Ἀριστοφάνης : κατεσκέδασέ μου τὴν ἁμίδα κεχηνότος . λέγουσι δὲ καὶ ἅμαξαν δασέως καὶ καθημαξευμένα καὶ |
] ος ἔφυς , αἰεὶ μερόπεσσιν ἀρήγεις : [ νῦν ἀπόνοσφι ] μένεις , πατρὶς δ ' ἔτι σεῖο χατίζει | ||
] ος ἔφυς , αἰεὶ μερόπεσσιν ἀρήγεις : [ νῦν ἀπόνοσφι ] μένεις , πατρὶς δ ' ἔτι σεῖο χατίζει |
εἰπόντες , οὐ κατὰ ταὐτὰ πορεύονται αὐτοῖς ὡς οὐκ εἰδόσιν ὅπηι ἔρχονται , αὐτοὶ δὲ ἡγούμενοι οὐ δεῖν ἐναντία τῆι | ||
τόν γε νοῦν κοσμοῦντα πάντα κοσμεῖν καὶ ἕκαστον τιθέναι ταύτηι ὅπηι ἂν βέλτιστα ἔχηι . . . εὑρηκέναι ὤιμην διδάσκαλον |
πεπρωμένη , ὅποι ποθ ' ὑμῖν εἰμὶ διατεταγμένος , ὡς ἕψομαί γ ' ἄοκνος : ἢν δέ γε μὴ θέλω | ||
σοί , βασιλεῦ , ἐς μέσον φέρω , αὐτὸς μέντοι ἕψομαί τοι καὶ οὐκ ἂν λειφθείην . Κάρτα τε ἥσθη |
οὐ καθ ' ἓν ἀποκρινόμενος ἐφ ' ἑκάστου τὰ συμβαίνοντα ἐσκέψω ; Καλῶς λέγεις . Καὶ τιθῶμέν γε αὐτοὺς λέγειν | ||
τρίχας , οὐ πρότερον ἂν καταβεβήκεις πρὶν ἢ τὴν ἄνοδον ἐσκέψω . ” οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων τοὺς φρονίμους δεῖ |
μὴ σὺ μὲν ἀντιβίην κείνου , τέκος , εἰς ἔριν ἔλθῃς , ἀλλ ' ἑτέρους ὄτρυνε μετὰ σφίσι νείκεα βάλλειν | ||
πολλὰ δὴ πρῴ . . μή μοι τότε γ ' ἔλθῃς : Παροιμία ἐπὶ τῶν μὴ συνερχομένων τοῖς φίλοις ἐν |
ὁμιλέομεν , ὁμοῦ τὰς ἴλας συμβάλλομεν . . . . κεῖς ' ἵππους τε καὶ ἅρμ ' ἰθύνομεν : ἡ | ||
Πουλυδάμα σὺ μὲν αὐτοῦ ἐρύκακε πάντας ἀρίστους , αὐτὰρ ἐγὼ κεῖς ' εἶμι καὶ ἀντιόω πολέμοιο : αἶψα δ ' |
' εὐδαιμονεῖν . σπάνιον δὲ θήρευμ ' ἀνδρὶ τοιαύτην λαβεῖν δάμαρτα : φλαύραν δ ' οὐ σπάνις γυναῖκ ' ἔχειν | ||
θαυμάσαντ ] ' ἀνιστορεῖ [ [ καὶ ] ? ? δάμαρτα καὶ τέκνα [ ] ος ? , ἀλλὰ τἀγάθ |
] ; καὶ τόνδε φέρεις ἡγήτορα φύτλης [ ] . αὐδήσω [ σε ] Πλάτωνα ; Πλατωνίδος ἐσσὶ γενέθλης [ | ||
η ἔχει , ἡβῶ ἡβήσω , σιγῶ σιγήσω , αὐδῶ αὐδήσω , θῶ θήσω : τὸ μυκῶ μυκήσω , τιμῶ |