; Ἡμεῖς φράσομεν . Λέγε δὴ ταχέως , ἵνα μὴ κλάῃς . Ἀκροῶ δή , καὶ τὰς χεῖρας πειρῶ κατέχειν
λύχνος παρ ' Ἀττικοῖς ὁ πολὺ ἔλαιον ἀναλίσκων . ἵνα κλάῃς : καλεῖ τὸν παῖδα πλησίον ἐλθεῖν τῆς κλίνης ,
7764380 ἐξαγῃ
τὴν πομπὴν καὶ τὴν πανήγυριν εἶτα , ὅταν ς ' ἐξάγῃ , πορεύεσθαι προσκυνήσας καὶ εὐχαριστήσας ὑπὲρ ὧν ἤκουσας καὶ
αὔριον δ ' ἀντὶ ῥαφάνων ἑψήσομεν βαλάνιον , ἵνα νῷν ἐξάγῃ τὴν κραιπάλην . Εἰ πεύσομαι τὸν ἀηδόνειον ὕπνον ἀποδαρθόντα
7749301 πιστευσωσιν
φησί τις προφητεία δυστυχήσειν τὰ τῇδε πράγματα , ὅταν ἀνδριᾶσι πιστεύσωσιν . λέγει δὲ καὶ ἕτερος προφήτης : συνάξει πᾶσαν
συγγραφάς , τούτου ἕνεκα σημηνάμενοι τίθενται παρ ' οἷς ἂν πιστεύσωσιν , ἵνα , ἐάν τι ἀντιλέγωσιν , ᾖ αὐτοῖς
7622162 θυσῃς
. τούτου γε ἕνεκεν ἧκες εἰς ἀγρὸν ἵνα μελανείμων γάμους θύσῃς , καὶ γάμους δούλης , τάχα δὲ καὶ ἀλλοτρίας
κἂν ἓν αἰτήσῃς . πρὸς ταῦτα λοιπὸν αὐτὸς οἶδας ἢν θύσῃς . ” Ἤριζον ἐλάτη καὶ βάτος πρὸς ἀλλήλας .
7502291 κομισωνται
εἶεν : ἀλλ ' ἵνα πᾶσι δοκῶσι συμπράττειν ὅπως ἕκαστοι κομίσωνται ταῦθ ' ἅ φασιν αὑτῶν εἶναι , ἐπειδὰν δ
ὁ δὲ περιαλγὴς γενόμενος προσέταξεν ἀκολουθεῖν , ὅπως τὰ ἴδια κομίσωνται , αὐτὸς δὲ τῷ Φιμβρίᾳ διαπειλησάμενος προσέταξεν τὰ διαφορηθέντα
7393536 ἀναστησῃ
περὶ τίνος σκοπῶνται , τότε σὺ ἀνιστάμενος ὡς συμβουλεύσων ὀρθῶς ἀναστήσῃ ; Ὅταν περὶ τῶν ἑαυτῶν πραγμάτων , ὦ Σώκρατες
προστρίψεται ἐκ τῆς τῶν δεσποτῶν ἀνάγκης , εἰ μὴ γνωσιμαχήσασα ἀναστήσῃ ἀπὸ τοῦ βωμοῦ καὶ ἐπὶ τὸ κολακεύειν τραπήσῃ :
7350910 προσληφθειη
καὶ λεπτύνει καὶ ἀποξύει . κἄν πού τις τροφὴ παχυμερὴς προσληφθείη , λεπτύνεταί τε καὶ κατεργάζεται περιουσίᾳ τῆς τοῦ ὄξους
τὸ κατ ' ἄθροισιν προσλαμβανόμενον ἔξωθεν , εἰ καὶ μὴ προσληφθείη τὸ ἀόριστον , ὅμως περιβολήν τινα , οἷον δύο
7319766 διδωται
ἀποθανεῖν μήτε ζῆν θέλων ἐξ ἅπαντος ἀλλ ' ὡς ἂν διδῶται , προσέρχηται αὐτῷ , τί κωλύει μὴ δεδοικότα προσέρχεσθαι
τὰ πρόβατα : οὕτω καὶ ἐν τῷ βίῳ , ἐὰν διδῶται ἀντὶ βολβαρίου καὶ κοχλιδίου γυναικάριον καὶ παιδίον , οὐδὲν
7221268 πλεοις
. Ἐκ τοῦ Θυέστου : Θεοῦ θέλοντος κἂν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις . Ἐκ τοῦ αὐτοῦ : Οὐκ ἔστιν οὐδὲν χωρὶς
Θετταλικαὶ χλαμύδες πτερὰ εἶχον . Θεοῦ θέλοντος κἂν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις . Θρᾷκες ὅρκια οὐκ ἐπίστανται : ἐπὶ τῶν τοῖς
7170532 Φαιεν
δέ ; οὐ σοφὰ καὶ περὶ σοφῶν ἥκουσιν ἀκουσόμενοι ; Φαῖεν ἄν , ὥς μοι δοκοῦσιν . Ἀλλὰ μὴ τὸν
, ὅτι ταῦτα ἀγαθὰ μέν ἐστιν , ἀνιαρὰ δέ ; Φαῖεν ἄν ; Συνεδόκει . Πότερον οὖν κατὰ τόδε ἀγαθὰ
7127064 προσπολους
οὐκ ἂν δυναίμην μητρὸς ἐσβλέψαι τάφον . αἰσχρόν γε μέντοι προσπόλους φέρειν τάδε . τί δ ' οὐχὶ θυγατρὸς Ἑρμιόνης
ὃν μῆνα ἔτεκεν αὐτήν , πέμπουσα ἀμφιπόλους , ἀντὶ τοῦ προσπόλους , ἤγουν δούλους , ἐκέλευσεν αὐτοῖς δηλονότι δοῦναι τὸ
7099286 προλειωθεντα
ἄρας ἀπὸ τοῦ πυρὸς καὶ ποσῶς ψύξας ἐπίβαλλε τὰ λοιπὰ προλειωθέντα μετ ' ὄξους : κατὰ σταγόνα δ ' ἐπίβαλλε
, διάλυε τὴν ζύμην τῷ χυλῷ καὶ ἐπίβαλλε αὐτῇ τὰ προλειωθέντα , καὶ ἑνώσας τῆκε πιτυΐνην καὶ ἔλαιον , καὶ
7097369 κουφισον
καὶ ὡριαῖον , καὶ τὰς γινομένας ἡμέρας τε καὶ ὥρας κούφισον ἀπὸ τῶν τῆς μέσης ἀποκυή - σεως ἡμερῶν σογ
στοιχεῖ χρόνῳ . Ἔπαιρε σαυτόν , ὦ τέκνον , καὶ κούφισον . μή πώς με πίπτων καταβάλῃς σὺ χωλὸς ὤν
7093374 καταφαγῃ
οὖν φησι : τῶν Φαρσαλίων ἥκει τις ἵνα τὰς τραπέζας καταφάγῃ ; οὐδεὶς πάρεστι . εὖ γε δρῶντες . ἆρά
. Τῶν Φαρσαλίων ἥκει τις , ἵνα καὶ τὰς τραπέζας καταφάγῃ ; οὐδεὶς πάρεστιν . εὖ γε δρῶντες : ἆρά
7071968 εὐφραινῃ
ἀνεῖναί σε , τὸ ταπεινοῦν : ὅταν θέλω , πάλιν εὐφραίνῃ καὶ μετέωρος πορεύῃ εἰς Ἀθήνας . τί λέγεις πρὸς
ὧν πάλαι τε θαυμάζῃ καὶ οὓς ἐκ μικρῶν μεγάλους ποιῶν εὐφραίνῃ . Ὅταν συνέλθωσιν ἀγαθὴ γνώμη καὶ τύχη καὶ ὁ
7059375 κατελθωμεν
μύες συνεχῶς ἀναλισκόμενοι πρὸς ἑαυτοὺς εἶπον ὅτι : ” μὴ κατέλθωμεν κάτω , ἵνα μὴ παντελῶς ἀπολώμεθα καὶ ὁ αἴλουρος
δὲ τὰ περὶ φυτῶν καὶ οὐσίας ἐπὶ τὴν ἀνθρώπειον γένναν κατέλθωμεν καὶ σκοπήσωμεν . ἀπὸ δύο φύσεων , ἀπὸ τοῦ
7052407 φλυαρεις
τρυφαίνειν ἀλλοτρίοις πόνοις δοκεῖ , συλλεξάμενον δ ' αὐτόν . φλυαρεῖς , Γοργία . οὐκ ἄξιον κρίνεις σεαυτὸν τοῦ γάμου
δεῖνα , Μοσχίων : ἐγὼ τότε μικρὸν ἔτι μεῖνον . φλυαρεῖς πρός με . μὰ τὸν Ἀσκληπιόν , οὐκ ἔγωγ
7046633 ξυλω
. φῦ φῦ : Φυσᾷ πάλιν . εἰ τὼ μὲν ξύλω : Δυϊκῶς πάλιν τὼ ξύλω . λέγει δὲ ἃ
Νικόλαοι : πρόσκειται χωρὶς τῶν οὐδετέρων , ἐπειδή ἐστι τὼ ξύλω καὶ τὼ δένδρω ἡ εὐθεῖα τῶν δυϊκῶν , καὶ
7026240 τυπῃ
' ἐνὶ τριόδοισι τύχοις ὅτε δάχμα πεφυζώς περκνὸς ἔχις θυίῃσι τυπῇ ψολόεντος ἐχίδνης , ἡνίκα θορνυμένου ἔχιος θολερῷ κυνόδοντι θουρὰς
τοῦ ποιοῦμαι καὶ τῶν ὁμοίων τῆς πρώτης τῶν περισπωμένων . τυπῇ , τυπεῖται . Δυϊκά . Τυπούμεθον , τυπεῖσθον ,
7014229 παρατιθῃς
. καὶ παρατίθει γ ' αὐτά , παῖ , ὅταν παρατιθῇς , μανθάνεις ; ἐψυγμένα . ἀτμὸς γὰρ οὕτως οὐχὶ
σιλουρισμός . ἂν Βυζαντίους , ἀψινθίῳ σπόδησον ἅττ ' ἂν παρατιθῇς , κάθαλα ποιήσας πάντα κἀσκοροδισμένα . διὰ γὰρ τὸ
7013655 πνιγουσιν
ποιέειν . Ὅταν δὲ ὡς πρὸς τὰ ὑποχόνδρια προσπέσωσι , πνίγουσιν : ἐπὴν ἐνθάδε τὸ τέρθρον ᾖ τοῦ πάθεος ,
οὐδὲ θυμιᾷ οὐδὲ σπένδει , οὐδὲ σφάττουσι τὸ ἱερεῖον ἀλλὰ πνίγουσιν , ἵνα μὴ λελωβημένον ἀλλ ' ὁλόκληρον διδῶται τῷ
7013162 ὁμολογησεις
ὦ Σώκρατες . Οὐκ ἄρα τήν γε τοιαύτην καρτερίαν ἀνδρείαν ὁμολογήσεις εἶναι , ἐπειδήπερ οὐ καλή ἐστιν , ἡ δὲ
ὁμολογήσῃς . διαείσομαι : διακριθήσομαι καὶ τραγῳδήσω , ἕως οὗ ὁμολογήσεις . ἕστε κατείπῃς : γράφεται ἀπείπῃς . ὗς ποτ
7010890 Θρᾳκικα
: ὕδωρ δηλονότι . Σιτάλκης ὁ Τήρεω : ἐντεῦθεν τὰ Θρᾳκικά : Σιτάλκου ἐπιστρατεία δύο ὑποσχέσεις : λείπει ἡ διά
ἐν δωδεκάτῃ ” καλεῖται δὲ τὰ ἀριστερὰ τοῦ Πόντου [ Θρᾳκικά ] , τὰ δ ' ἐν δεξιᾷ Χαλκηδονίς „
7010226 ἐλπιδαϲ
παῖ , ] ηται ? καιρόϲ : ὡϲ παρ ' ἐλπίδαϲ ] ημι λαμπαδηφόρου ? ? ? ? ? ?
? ἀλλὰ ] ? γνωρίϲηι ] λλων τέκνα παρ ' ἐλπίδαϲ ] ? φανεὶϲ ] λαβεῖν ? [ . }
7010175 μεταλαμβανομενης
θάτερα τοῦ ἰσημερινοῦ καὶ πρὸς μεσημβρίαν ἀποκλίνουσα θέσις ἐκ τῆς μεταλαμβανομένης ἐπιστροφῆς , ὡς ἔχουσιν αἱ ΡΦ καὶ ΤΧ γραμμαί
, ὅπως ἂν ληφθῶσιν , ἀνομοιοσχήμονας εἶναι ἀεὶ τῆς ἀποφατικῆς μεταλαμβανομένης εἰς τὴν καταφατικήν . ὑποκείσθω γὰρ συζυγία ἐκ τῆς
7007279 εἰρεσιωνη
' ἐκπλήξεως φαίνεται καὶ μεγάλης τινὸς ἐμφάσεως χρῆσθαι τούτῳ . εἰρεσιώνη κλάδος ἦν ἐλαίας ἐρίοις πεπλεγμένος : ἐξήρτηται δὲ αὐτοῦ
μῆνα Πυανεψιῶνα : πύανα γὰρ ἕψουσιν ἐν αὐτοῖς καὶ ἡ εἰρεσιώνη ἄγεται . Πύγελα : Λυσίας ἐν τῷ ὑπὲρ Βακχίου
7005132 χεσαι
ἀπάρτι . χεσείω ] ὀρέγομαι χεσεῖν : αἰολικῶς , ἐπιθυμῶ χέσαι . , παίζω . . ⌈ χεσείω ⌈ αἰολικὸν
. καὶ εἰ εὐσεβές ἐστι καὶ εἰ μὴ εὐσεβές , χέσαι ἔχω . ὡς ὑπὸ τοῦ φόβου προειλημμένος καὶ μὴ
6995360 ἐφορμησασα
στήθεα χειρὶ παχείῃ ἤλασεἡ διπλῆ ὅτι ἐπιεισαμένη ἐστὶν ἐπελθοῦσα , ἐφορμήσασα , ἀπὸ τοῦ εἶμι , ὡς τὸ ἢ τάχα
] οὕτως ἄλγησον ὡς μαστιζόμενος . ὡραῖον . Ἐπουρίσασα : ἐφορμήσασα τῶι Ὀρέστηι . τὸ δὲ ἀτμῶι κατισχαίνουσα ἀντὶ τοῦ
6987530 κεις
ὁμιλέομεν , ὁμοῦ τὰς ἴλας συμβάλλομεν . . . . κεῖς ' ἵππους τε καὶ ἅρμ ' ἰθύνομεν : ἡ
Πουλυδάμα σὺ μὲν αὐτοῦ ἐρύκακε πάντας ἀρίστους , αὐτὰρ ἐγὼ κεῖς ' εἶμι καὶ ἀντιόω πολέμοιο : αἶψα δ '
6986205 ἀναστω
. Σχολαστικῷ τις ἰατρῷ προσελθὼν εἶπεν : Ἰατρέ , ὅταν ἀναστῶ ἐκ τοῦ ὕπνου , ἡμιώριον ἐσκότωμαι καὶ εἶθ '
αἰτιολογικὴν σύνταξιν , ἡνίκα φαμὲν ἵνα ἀναγνῶ ἐτιμήθην , ἵνα ἀναστῶ ἠνιάθη Τρύφων . ὑγιῶς ἄρα ἀπὸ ἑνὸς τοῦ παρακολουθοῦντος
6985226 πυθῃ
Τί με καλεῖτε ; Δεῦρ ' ἔλθ ' , ἵνα πύθῃ ὡς εὐτυχὴς εἶ καὶ μεγάλως εὐδαιμονεῖς . Ἴθι δή
οἴκοι τελῶν , Σὺ δ ' ἀλλά , ἕως ἂν πύθῃ τὰ παρὰ τῆς πόλεως , μεταχώρησον , ἔφη ,
6967162 κελευσον
δὲ οὔπω μοι ὅσιον προσφθέγξασθαι τὸν ἐν τῷ αἵματι , κέλευσον αὐτόν , ὦ μειράκιον , θαρρεῖν , ὡς αὐτίκα
: Κύριε , κύριε , εἰσάκουσον τῆς φωνῆς μου καὶ κέλευσον ἵνα ἐξέλθωσιν θηρία ἐκ τοῦ δρυμοῦ καὶ καταφάγωσιν αὐτούς
6962705 ἐνδυσῃς
πήχεώς γε τῷ θανάτῳ παρίσταται . } Ἐὰν πένητα γυμνὸν ἐνδύσῃς ποτέ , οὐδὲν ἐποίησας , ἂν λόγοις ὀνειδίσῃς .
, προσδόκα καὶ μὴ φυγεῖν . ἐὰν ὁρῶν πένητα γυμνὸν ἐνδύσῃς , μᾶλλον ἀπέδυσας αὐτόν , ἂν ὀνειδίσῃς . ἀνὴρ
6962349 κατεφαγες
οὐδὲν ἐξέφερον τῆς θυσίας . ὁμοία τῇ : Αὐτῷ κανῷ κατέφαγες πάντα . Ἔσχατος Μυσῶν πλεῖν : οἱ δὲ τὸ
ὁ Ἀναγυράσιος οὗτος . Ἀποτίσεις χοῖρε γίγαρτα : οἷον ὧν κατέφαγες , ἀποδώσεις πλείονα . Ἀρότρῳ ἀκοντίζεις : ἐπὶ τῶν
6956044 Πληθ
αʹ Ἑν . τύψοιμι τύψοιϲ τύψοι Δυ . τύψοιτον τυψοίτην Πληθ . τύψοιμεν τύψοιτε τύψοιεν Μέλλοντοϲ βʹ Ἑν . τυποῖμι
, τὸ τετυπόϲ Δυ . τὼ τετυπότε , τὰ τετυπυία Πληθ . οἱ τετυπότεϲ , αἱ τετυπυῖαι , τὰ τετυπότα
6952703 μεθυουσα
ἐν Γαδέρ , πλησίον Ἐφραθὰ οἴκου Βηθλεέμ , Βάλλα ἦν μεθύουσα καὶ κοιμωμένη ἀκάλυφος κατέκειτο ἐν τῷ κοιτῶνι : κἀγὼ
ἔλαιον ἀναψήσασθαι , καὶ κύλικ ' εὔζωρον , ὡς ἂν μεθύουσα καθεύδῃ . ΓΘ ἄλλως : Πυανεψίοις καὶ Θαργηλίοις Ἡλίῳ
6952370 κατακλινω
κατακλιθείς “ λέγεται , ἰωνικῶς δὲ ” κατακλινθείς “ . κατακλίνω ἕτερον ἤτοι κατακλίνεσθαι ποιῶ , κατακλίνομαι δὲ ἐγώ .
κατακλιθείς “ λέγεται , ἰωνικῶς δὲ ” κατακλινθείς “ . κατακλίνω ἕτερον ἤτοι κατακλίνεσθαι ποιῶ , κατακλίνομαι δὲ ἐγώ .
6944413 ἀκουητε
ζητεῖτε τὸν ὑπομνήσοντα ὑμᾶς , ἀλλ ' ἄχθεσθε , ἐὰν ἀκούητε τούτων . εἶτα λέγετε ἀφιλόστοργος γέρων : ἐξερχομένου μου
ἐν κωκυτοῖς , μὴ ἁρπάζετε τὸ θρηνεῖν , ἐάν τινας ἀκούητε ἢ σφαττομένους ἢ ἡττημένους : ἐν τούτῳ γὰρ τῷ
6944056 θανηις
ἀλλ ' εἴ ς ' ἀφείην μὴ φρονοῦσαν , ὡς θάνηις ; οἴμοι πότμου . ποῦ μοι πυρὸς φίλα φλόξ
γέροντα βαστάζων νεκρόν . θανῆι γε μέντοι δυσκλεής , ὅταν θάνηις . κακῶς ἀκούειν οὐ μέλει θανόντι μοι . φεῦ
6939234 τηρησω
καὶ τὴν ἐμαυτοῦ προαίρεσιν κατὰ φύσιν ἔχουσαν τηρῆσαι : οὐ τηρήσω δέ , ἐὰν ἀγανακτῶ πρὸς τὰ γινόμενα . Ταράσσει
ἅλμα : ὅμως εἰ καὶ κινδυνεύω τελειῶσαι τὸ ποίημα , τηρήσω γε τὴν ὑπόσχεσιν , ὥσπερ καὶ ἡμεῖς λέγομεν :
6923767 ἐκπιῃς
ἔθηκα τὴν συνθήκην ; καὶ ἐρεῖ σοι ἵνα τὴν θάλασσαν ἐκπίῃς . σὺ δὲ εἰπέ μή τι ἕτερον ; καὶ
τεθείκαμεν τὰς συνθήκας ; καὶ ἐρεῖ σοι ἵνα τὴν θάλασσαν ἐκπίῃς . εἰπὲ οὖν μή τι πλέον ; ἐρεῖ οὔ
6923735 καρτ
οὐκοῦν προθύμως ⋮ εἶ σὺ δεκτέα ] στρατῶι . καὶ κάρτ ' ὄναιτ ' ἄν , ⋮ εἰ δέχοιτό ]
' αὐτῷ τὰν σύριγγ ' ὤρεξα , καλόν τί με κάρτ ' ἐφίλησεν . οὐ θεμιτόν , Λάκων , ποτ
6920950 διωξον
δούλων , κλαίων ἀναχωρήσει : ἐὰν δὲ θέλῃς , σὺ δίωξόν με ἐκ τῆς γῆς σαυτοῦ : ἄραρεν : ἀντὶ
δούλων , κλαίων ἀναχωρήσει : ἐὰν δὲ θέλῃς , σὺ δίωξόν με ἐκ τῆς γῆς σαυτοῦ : ἄραρεν : ἀντὶ
6918791 ταραχθησῃ
στέργῃς , ὅτι χύτραν στέργω . κατεαγείσης γὰρ αὐτῆς οὐ ταραχθήσῃ : ἂν παιδίον σαυτοῦ καταφιλῇς ἢ γυναῖκα , ὅτι
ἢ γυναῖκα , ὅτι ἄνθρωπον καταφιλεῖς : ἀποθανόντος γὰρ οὐ ταραχθήσῃ . Ὅταν ἅπτεσθαί τινος ἔργου μέλλῃς , ὑπομίμνῃσκε σεαυτόν
6918030 δυνηθῃς
διάρροια ἐπιγίνεται αὐτῷ : ταῦτα πάντα ἀνερέσθαι χρή , ὅπως δυνηθῇς ὀρθῶς βουλεύεσθαι . αἰσχρὰ γὰρ ἡ ξυμφορὰ φάρμακον δόντα
ἵνα μὴ πάντοτε πονῇς , ἀλλὰ καὶ τῶν πονηθέντων ἀπόνασθαι δυνηθῇς . τοῦτο δὲ ἐνταυθοῖ καταμένων οὐδέποτε εὑρήσεις τοῖς αἰσθητοῖς
6917968 ἀναγνω
ὑπομνήματα ἐρωτήσεως ἵνα γένηται αὐτοῖς ἄφεσις , καὶ ἵνα ἐγὼ ἀναγνῶ αὐτοῖς τὸ ὑπόμνημα τῆς ἐρωτήσεως ἐνώπιον Κυρίου τοῦ οὐρανοῦ
. ἐν γὰρ αἰτία τοῦ ἀναγνῶναί φαμεν οὕτως , ἵνα ἀναγνῶ ἐτιμήθην , ἵνα λοιδορήσω ἐπεπλήχθην : οὐκέτι δὲ τὸ
6914902 πεπρακας
σοῦ πριάμενοι μηδέπω ἐκτετίκαμεν διάφορον . καίτοι ἃ μὲν ἡμῖν πέπρακας , ἔχεις ἔτι καὶ αὐτὸς καὶ οὐδὲν ἔλαττον γέγονέ
σε μή , μαστιγία [ ! ! ! ! ! πέπρακας ] πλεὸν ἔχοντι χρυσίον ? ? ? [ [
6911681 δωρακινα
καὶ εἰς πλάτανον , ἀφ ' ἧς γίνεται ἐρυθρὰ τὰ δωρακινά . Τὰ μῆλα ἐν διτταῖς ὥραις τοῦ ἔτους φυτευτέον
. Ὀπώρα λέγεται ἡ χλοώδη τὸν καρπὸν ἔχουσα , οἷον δωρακινά , μῆλα , ἀππίδια , δαμασκηνά , καὶ ὅσα
6909842 κελευετ
θεράπων “ ὑμῶν κελευόντων βαδιεῖται ” φησί , καὶ “ κελεύετ ' , ἄνδρες . ” “ ναί , βάδιζ
καὶ βοᾶτε , καὶ Κλέωνι ταῦτ ' ἀγγέλλετε , καὶ κελεύετ ' αὐτὸν ἥκειν ὡς ἐπ ' ἄνδρα μισόπολιν ὄντα
6902485 γνοιητε
ἵν ' εἰδῆτε . Οὐ τοίνυν μόνον ἐκ τούτων ἂν γνοίητε , ὅτι δεινὸν οὐδ ' ὁτιοῦν πέπονθεν τὸν ἄνθρωπον
συμβουλεύω ἐγὼ γνῶναι ὑμᾶς αὐτούς . μάλιστα δ ' ἂν γνοίητε , εἰ ἀναλογίσαισθε ἐπὶ τίνι ὑμῖν μέγα φρονητέον ἐστίν
6895673 Νωνακρις
τὸ ἐθνικὸν Νωμεντανός . Διονύσιος ἐν δευτέρῳ Ῥωμαϊκῆς ἀρχαιολογίας . Νώνακρις , πόλις Ἀρκαδίας . Ῥιανὸς ἐν Ἠλιακῶν πρώτῳ .
προσεγένετο δὲ καὶ Τρίπολις ὀνομαζομένη , Καλλία καὶ Δίποινα καὶ Νώνακρις . τὸ μὲν δὴ ἄλλο Ἀρκαδικὸν οὔτε τι παρέλυε
6893430 ἀντακουσον
Οἶσθ ' ὡς πόησον ; ἀντὶ τῶν εἰρημένων ἴς ' ἀντάκουσον , κᾆτα κρῖν ' αὐτὸς μαθών . Λέγειν σὺ
τοιαύτης δ ' οὔτις εὐφιλὴς θεῶν . ἄναξ Ἄπολλον , ἀντάκουσον ἐν μέρει . αὐτὸς σὺ τούτων οὐ μεταίτιος πέλῃ
6891472 ῥυπτεται
οὐχ , ὡς νῦν , δύο . Ἡ συκάμινος συκαμίνῳ ῥύπτεται : πρὸς τοὺς ἑαυτοῖς τὰ ὠφέλιμα λαμβάνοντας * *
καὶ πατουμένων . καὶ γὰρ οὔροις καὶ τοῖς ἄλλοις ταῦτα ῥύπτεται , καὶ πλυνόμενα περιυβρίζεται καὶ πατούμενα . πέλαγος ἡ
6889474 αὐτοκτονως
ἂν λούσειεν αὐτοὺς ὡς νόμος ποιεῖν εἰς νεκρούς ; . αὐτοκτόνως ] ἀλληλοφόνως . . αὐτοδάϊκτοι ] αὐτοφόνευτοι . .
ἀποθανοῦσι . . μεγάλων πεδίων ] τῆς Βοιωτίας . . αὐτοκτόνως ] ὅταν μὲν οὖν αὑτοὺς κτάνωσι καὶ ἡ πατρῴα
6887182 ἐπλανησε
περὶ τοῦ ὀφθαλμοῦ ἔγραψε . φησὶ δὲ ὁ Φιλόξενος ὅτι ἐπλάνησε τὸν Ἡσίοδον τὸ τὸν ἕνα ὀφθαλμὸν τυφλωθέντα μηκέτι ὁρᾶν
γὰρ ἀνάψας καὶ λαμπάδας ποιήσας περὶ τὰ Κοῖλα τῆς Εὐβοίας ἐπλάνησε τοὺς Ἕλληνας καὶ διέφθειρεν αὐτοὺς καὶ τὰς ναῦς αὐτῶν
6886139 εὐκολωϲ
τῶν ᾠῶν τὰϲ λεκίθουϲ . ὅπωϲ δ ' ἄν τιϲ εὐκόλωϲ ἐμοίη , κατὰ τὸ πρῶτον εἴρηται βιβλίον . εἰ
ὑϲτέραϲ ἔχον ἐξημμένην κροκύδα ἐπιμήκη πρὸϲ τὸ ἐπιϲπᾶϲθαι τὸν πεϲϲὸν εὐκόλωϲ , ὁπότε δοκοίη . Κηροῦ τρακτοῦ , μυελοῦ μοϲχείου
6884366 διιστηται
οὕτως . ὅταν ἅπτηται τὰ σώματα ἀλλήλων καὶ πάλιν ὅταν διιστῆται , ποτὲ μὲν μία ἡ ἐπιφάνεια καὶ ἡ γραμμὴ
ὄντα πῆξιν λάβηι . ἀστραπὴν δ ' ὅταν τὰ νέφη διιστῆται βίαι πνευμάτων : τούτων γὰρ διισταμένων λαμπρὰν καὶ πυρώδη
6878148 σανδαρακην
ξηρῇ , ἐπαλείφειν τὴν ἕδρην . Τὰ πεπωρωμένα διαχεῖ : σανδαράκην ἐν σταιτί . Θρίδακος τῆς ἐρυθρῆς ὀπὸς ὀδύνην λύει
. Μαλθάσσειν δὲ ἀπὸ τουτέων τὸ στόμα τῆς μήτρης : σανδαράκην , στέαρ αἰγὸς , ὀπὸν συκέης , ὀπὸν σιλφίου
6872120 διατταν
ἐπιρρήδην . . . . . διαττᾶν , , : διαττᾶν : διασήθειν . ἀπὸ τοῦ σῶ ῥήματος , ἔνθεν
κνῶ κνήθω καὶ νῶ νήθω . διασσᾶν οὖν ἦν καὶ διαττᾶν Ἀττικῶς . . . . . διαφρῶ : διαφρῶ
6868538 θρεψῃ
τηνικαῦτα θερμὸν οἶνον παρέχειν , ἵνα τῷ τάχει τῆς ἀναδόσεως θρέψῃ τε καὶ ῥώσῃ τὰς δυνάμεις ἁπάσας . προσπλέξομεν δὲ
ἡμετέρας οἰκήσεως , ἵνα πάντα μὲν φύσῃ , πάντα δὲ θρέψῃ , πάντα δὲ τελειώσῃ , θείαν δὲ καὶ θαυμαστὴν
6867745 ἑψηθῃ
Πρὸς κοιλιακούς . ] Βάλλε καρδαμοσπόρον εἰς καινὸν τζουκάλιον ἕως ἑψηθῇ , καὶ λαβὼν ὠὸν ἔκζεσον χωρὶς καὶ ἐκλέπισον καὶ
ἑψηθέντι καὶ ἀποθεμένῳ τὸ φυσῶδες : ἐὰν γὰρ μὴ καλῶς ἑψηθῇ , φυσᾷ τὰ ὑποχόνδρια καὶ αὐτὴ , καθάπερ καὶ
6864578 πορευθῃς
Ζήσῃ , φησίν , ἐὰν τὰς ἐντολάς μου φυλάξῃς καὶ πορευθῇς ἐν αὐταῖς : καὶ ὃς ἂν ἀκούσας τὰς ἐντολὰς
μὴ ἔλθῃς , μὴ πορευθῇς . μὴ ἔλθῃς ] μὴ πορευθῇς . ὁδοὺς ] τὰς ἀγούσας . ἐφ ' ἑβδόμαις
6863025 ἀναστα
φωνῇ μεγάλῃ λέγουσα : Ἀδὰμ Ἀδάμ , ποῦ εἶ ; ἀνάστα ἐλθὲ πρός με , καὶ δείξω σοι μέγα μυστήριον
ἐκοιμᾶτο . ἐπιστᾶσα δὲ αὐτῷ ἡ Τύχη ἐβόα : ” ἀνάστα καὶ ἄπελθε ἐντεῦθεν , μήπως κάτωθεν τοῦ φρέατος πεσὼν
6861946 αὐξανηται
ἕως ἂν αὔξηται τὸ σῶμα ἔτι . Ὅταν δὲ μηκέτι αὐξάνηται , αὐτέῳ τῷ ὀφθαλμῷ σκεψάμενος τὰ βλέφαρα λεπτύνειν ,
τόπον , ὅταν δ ' ἠρεμῇ μὲν κατὰ τόπον , αὐξάνηται δὲ ἢ φθίνῃ ἢ ἀλλοιούμενον τυγχάνῃ , κατά τι
6857139 θαυμασωμεν
? ? ? ὄναρ ? [ . μηδὲ ] [ θαυμάσωμεν ] τοῦτο γείνεσθαι ? [ ] καὶ καθευδόντων [
καὶ τὸν νομοθετοῦντα πρὸς ταῦτα βλέποντα δεῖ νομοθετεῖν . μὴ θαυμάσωμεν δὲ εἰ πολλάκις ἤδη προθέμενοι ἄττα , εἰρήκαμεν ὅτι
6856536 παρανοησαντος
. συγγνώμην ] συγχώρησιν , συμπάθειαν . , ἄφεσιν . παρανοήσαντος ] γρ . παρανομήσαντος . ἐμοῦ παρανοήσαντος ] ἐνταῦθα
παρανομήσαντος . ἐμοῦ παρανοήσαντος ] ἐνταῦθα διδασκάλου τοῦ Σωκράτους . παρανοήσαντος ] μωροῦ φανέντος . ἀδολεσχίᾳ ] ὀλιγωρίᾳ . ,
6856486 ἀκανθοβολος
δὲ ὁμοίως ἡ ἐξάνθησις τῶν ῥοιῶν ὀρόβακχος . τὸ δὲ ἀκανθοβόλος , ἄδηλον εἰ ἐπὶ τῆς παλιούρου ἢ ἐπὶ τῶν
μάσημα ἐπέθηκε τῷ ἕλκει . * περιφράζεο : σκόπει * ἀκανθοβόλος : ἀκανθώδης * περιτέτροφε : περίκειται παράκειται * χαίτη
6849789 ὠνησο
δὲ ὁ πένης τὴν Δελφικήν . πλὴν τοῦτό γε μόνον ὤνησο τῆς σκευῆς , ὅτι μηδὲ ἐλεούμενος ἐπὶ τῇ ἥττῃ
Προμηθεῦ , πρὸς οὕτω γενναῖον σοφιστὴν ἁμιλλᾶσθαι : πλὴν ἀλλὰ ὤνησο , διότι μὴ καὶ ὁ Ζεὺς ταῦτα ἐπήκουσέ σου
6849075 παραλιπῃς
ἐρωτῶμεν , ἄνωθεν ἄρξαι , πάντα ἡμῖν λέγε , μηδὲν παραλίπῃς . “ ὤκνει Χαιρέας , ὡς ἂν ἐπὶ πολλοῖς
συχνά γε ἀπολείπω . Μηδὲ σμικρὸν τοίνυν , ἔφη , παραλίπῃς . Οἶμαι μέν , ἦν δ ' ἐγώ ,
6847694 σιωπᾳς
. Τί κέκραγας ; Ἐμβαλῶ σοι πάτταλον , ἢν μὴ σιωπᾷς . Ἀτταταῖ ἰατταταῖ . Οὗτος σύ , ποῖ θεῖς
; γελοῖον , ὃς κόρης ἐλευθέρας εἰς ἔρωθ ' ἥκων σιωπᾷς καὶ μάτην ποθουμένους περιορᾷς γάμους σεαυτῷ . Βουβὼν ἐπήρθη
6846642 κληιθρα
ἀκούσαθ ' οἷος κέλαδος ἐν δόμοις πίτνει . σὺ παρὰ κλῆιθρα , σοὶ μέλει πομπίμα φάτις δωμάτων : ἔνεπε δ
ἕδρας ἡ Τυνδαρὶς παῖς ἐκπεπόρθμευται χθονός . ὠή , χαλᾶτε κλῆιθρα , λύεθ ' ἱππικὰς φάτνας , ὀπαδοί , κἀκκομίζεθ
6842578 Συνεφη
παρ ' ἃ ἂν ἐκεῖνα ἢ ποιῇ ἢ πάσχῃ ; Συνέφη . Οὐκ ἄρα ἡγεῖσθαί γε προσήκει ἁρμονίαν τούτων ἐξ
εἰσὶν οἱ μανθάνοντες , ἀλλ ' οὐ τῶν ἐχόντων ; Συνέφη . Οἱ μὴ ἐπιστάμενοι ἄρα , ἔφη , μανθάνουσιν
6840700 σημιαν
' ἢ μίαν , τί σοὶ διαφέρει τοῦτο ; παράθες σημίαν . οὐκ ἔστι κανδύλους ποιεῖν , οὐδ ' οἷα
ἢ μίαν , τί σοι διαφέρει τοῦτο ; παράθες [ σημίαν . ] οὐκ ἔστι κανδύλους ποιεῖν οὐδ ' οἷα
6837923 δεδεσθω
αὐτὸν ἢ ἀποτεῖσαι . ἐὰν δ ' ἀργυρίου τιμηθῇ , δεδέσθω τέως ἂν ἐκτείσῃ . Ὅμοιός γ ' , οὐ
μὲν τὰ ὀθόνιά νυν ἐπ ' ἀριστερὰ ἢ ἐπὶ δεξιὰ δεδέσθω Ὀθόνας τοὺς ἐπιδέσμους καλεῖ . “ ἐπ ' ἀριστερὰ
6837252 βραζει
εἰ καὶ τὰ μέγιστα νῦν χαλεπαίνει . . ζεῖ ] βράζει . . ἐκμαίνεται , ἀκμάζει . . ἐξέζεσε ]
, ἀπὸ τοῦ ἐπὶ καχλήκων ξηρῶν ἠχεῖν . παφλάζει ] βράζει καὶ τετάρακται . πεποίηται δὲ παρὰ τὸ πάφλα .
6833573 ἀπορῃ
δὲ ὡς ὢν τῶν αὑτοῦ κύριος , ὁ δὲ ὑὸς ἀπορῇ καὶ ὀκνῇ τὴν τῆς παρανοίας γράφεσθαι δίκην , νόμος
λέγει μοι ὁ ποιμήν : Τί ἐν σεαυτῷ διαλογίζῃ καὶ ἀπορῇ καὶ σεαυτῷ λύπην ἐπισπᾶσαι ; ὅσα γὰρ οὐ δύνῃ
6830695 εὐοδῃ
ὅταν εὐοδῇ μὲν τὰ ἐκτὸς πρὸς εὐπορίαν καὶ εὐδοξίαν , εὐοδῇ δὲ τὰ σώματος πρὸς ὑγίειάν τε καὶ ἰσχύν ,
γειτόνων βοηθοῦσι καὶ συμπράττουσιν , ὅπως ὁ τῆς φύσεως σπόρος εὐοδῇ , μηδενὸς τῶν πλησίον ἐμποδίζοντοςαὐτοὶ μὲν γὰρ αἱμοειδεῖς εἰσι
6830510 Φησεις
: ὅταν δὲ χρῆσθαι , ἡ ἀμπελουργική ; Φαίνεται . Φήσεις δὲ καὶ ἀσπίδα καὶ λύραν ὅταν δέῃ φυλάττειν καὶ
τοῦτον ὀκλαδίαν πόει . Μακάριος εἰς τἀρχαῖα δὴ καθίσταμαι . Φήσεις γ ' , ἐπειδὰν τὰς τριακοντούτιδας σπονδὰς παραδῶ σοι
6828088 βλεψον
, ἢ ἐκείνη ἡ θεὸς ἡ Ἀθηνᾶ λέγει : Ἐκεῖσε βλέψον : ὁρᾷς τουτὶ τὸ ὑπὲρ κεφαλῆς θέαμα , τὸ
χρυσοπήληξ ] χρυσῆν περικεφαλαίαν ἔχων . ἔπιδε ] ἤτοι εὐμενῶς βλέψον . . εὐφιλήταν ] ἀγαπητήν . . πολισσοῦχοι χθονὸς
6825310 θαυμασῃ
ψυχῇ καὶ μὴ ὡς ἐν σχολῇ μηδὲ ἵνα ἄλλος παραστὰς θαυμάσῃ , ἀλλ ' ᾗ τοι πρὸς μόνον καὶ ἐὰν
“ ; λέγει , ἵνα μεταστραφεὶς ἀλλοίας αὐτὰς ἴδῃ καὶ θαυμάσῃ τὴν τούτων μεταβολήν . εἴξασι ] ⌈ ὡμοιώθησαν .
6823768 ἐπιτυχῃς
, λέγει , εἰ μὴ ἠλειμμένος τῷ φαρμάκῳ ταῖς ἀσπίσιν ἐπιτύχῃς , ταχέως ἂν ταῖς ἡμετέραις προστάξεσιν ὑποχωρήσαις καὶ ἐκφύγοις
φαίνεται , καὶ ἀκούει οὐκ ὀξέα . Ὅταν οὕτως ἔχοντι ἐπιτύχῃς ἀρχομένῳ τῆς νούσου πρόσθεν ἢ ῥαγῆναι κατὰ τὰς ῥῖνας
6821019 ψηφισηται
θέσφατα . χρῶνται δ ' αὐτοῖς , ὅταν ἡ βουλὴ ψηφίσηται , στάσεως καταλαβούσης τὴν πόλιν ἢ δυστυχίας τινὸς μεγάλης
σαφῶς , πλὴν ἐάν τινας ὁ δῆμος ἢ ἡ βουλὴ ψηφίσηται : τούτους δ ' ἀναγορευέτω . τί οὖν ,
6820933 τρεχε
κυβερνήτην κακόν . τύχην ἔχεις , ἄνθρωπε , μὴ μάτην τρέχε . εἰ δ ' οὐκ ἔχεις , κάθευδε ,
, ἄνδρες φίλοι : ἄρτους ἐπιλελήσμεθ ' ἀρκοῦντας πρίασθαι . τρέχε δή , παῖ . καὶ τοῦτο ἔλεγεν αὐτὸς γελῶν
6818873 κημον
. ὁ δὲ σιτοποιὸς χειρῖδας ἔχων καὶ περὶ τῶι στόματι κημὸν ἔτριβε τὸ σταῖς , ἵνα μήτε ἵδρως ἐπιρρέοι μήτε
εἴρηκε διὰ τούτων “ καὶ τούσδε κημοὺς στομάτων ” . κημὸν ] φιμόν . καταμηλῶν ] εἰσάγων ἐν τῷ στόματι
6816726 καταλαμβανοιτο
καὶ ἡ ἀντιτυπία . αὕτη γὰρ εἴπερ καταλαμβάνεται , ἁφῇ καταλαμβάνοιτο ἄν . ἐὰν οὖν δείξωμεν , ὅτι ἀκατάληπτός ἐστιν
πέφυκε καταλαμβάνεσθαι : δῆλον ὅτι οὐδὲ ἡ ῥύσις αὐτόθεν ἂν καταλαμβάνοιτο . ἵνα μὲν γὰρ τὴν ῥύσιν ἐπιγνῶμεν , δεῖ
6815620 κατακεισο
, ἐσχαρίς , τράγημα δοτέον ἔτι , πλακοῦντος ἁπτέον . κατάκεισο κἀκείνας κάλει . συναγώγιμον ποιῶμεν . ἀλλ ' εὖ
' , ἔφη φάναι , Σώκρατες , παρ ' ἐμὲ κατάκεισο , ἵνα καὶ τοῦ σοφοῦ ἁπτόμενός σου ἀπολαύσω ,
6814205 εἰδηις
Ἀχαιῶν ἀπόδος ἐν σμικρῶι μακροὺς θανοῦς ' , ἵν ' εἰδῆις μὴ καταισχύνειν ἐμέ . μή , πρός σε γονάτων
πέσοι . [ ! ! ! ! ! ! ! εἰδῆις ] γ ' ὅτι [ κρατεῖ ] τῶν σῶν
6812619 θυη
. . , / : Μοιράων δ ' ἔτι κεῖσε θύη ἐπέτεια δέχονται / καὶ νυμφέων Νομίοιο καθ ' ἱερὸν
σεμνότιμος καὶ ξυνοικήτωρ ἐμοί : πολλῆς δὲ χώρας τῆσδε τἀκροθίνια θύη πρὸ παίδων καὶ γαμηλίου τέλους ἔχους ' ἐς αἰεὶ
6811861 σελαγοιντ
Νίκαρχον . Γ σελαγοῖντ ' ] ἀντὶ τοῦ καίοιντο . σελαγοῖντ ' ] καιόμεναι λάμποιεν . ἐκπληττόμενος ὁ Δικαιόπολις ἐν
ἅψηται , φησί , μόνον , εὐθὺς καίονται . Γ σελαγοῖντ ' ἄν : αἱ ναῦς δηλονότι . ταῦτα δὲ
6808705 φυλλεια
κοὐ πρόσειμ ' ἔτι : εἰς τὸ σπυρίδιον ἰσχνά μοι φυλλεῖα δός . Ἀπολεῖς μ ' . Ἰδού σοι .
φύλλα τῶν λαχάνων . τοιαῦτα γὰρ οἱ πτωχοὶ ἐσθίουσιν . φυλλεῖα καλεῖται καὶ τὰ τῆς θριδακίνης φύλλα . ἢ πάντων
6807929 Βακχιος
Παρνασοῦ πέτρας ἔχουσαι σκόπελον οὐράνιόν θ ' ἕδραν , ἵνα Βάκχιος ἀμφιπύρους ἀνέχων πεύκας λαιψηρὰ πηδᾶι νυκτιπόλοις ἅμα σὺν Βάκχαις
παινῆις μόνον . βαβαί : χορεῦσαι παρακαλεῖ μ ' ὁ Βάκχιος . ἆ ἆ ἆ . μῶν τὸν λάρυγγα διεκάναξέ
6807585 νουθετεις
λόγους . σὺ δ ' ἐκτὸς ὤν γε συμφορᾶς με νουθετεῖς . ὁ πολλὰ δὴ τλὰς Ἡρακλῆς λέγει τάδε ;
ὢν καὶ ταῖς ἄλλαις ἁπάσαις ὡς ἀνεπίληπτος εἰς πονηρίαν οὕτω νουθετεῖς . Ἀχθομένῳ σοι βαρέως ἐπὶ τῇ τοῦ παιδὸς τελευτῇ
6803663 κυνουχος
ὅτῳ ἔσονται αἱ ἄρκυς καὶ τὰ ἐνόδια καὶ τὰ δίκτυα κυνοῦχος μόσχειος , καὶ τὰ δρέπανα , ἵνα ᾖ τῆς
. καὶ κυνίζειν καὶ κυνισμὸς καὶ κυνικὸς καὶ κυνώδης καὶ κυνοῦχος , καὶ κυνήποδες ἵππων . χρῶμα δὲ κυνῶν οὔτε
6802779 καταχει
δίκην . ἡ δὲ δίκη , ἀμφορέα τις ὕδατος κομίσας καταχεῖ τῆς τοῦ παιδὸς κεφαλῆς , ἢν παῖς οὗτος ᾖ
δὲ βουκόλια , ὁ μὲν κιθάραν πονεῖ , ὁ δὲ καταχεῖ μέλος τῆς σύριγγος , ἄλλος δρεπάνῃ κείρει τὰ δράγματα
6802605 μεινωσιν
πέτρα . ὁ μητροφόντης δ ' , ἢν δορυξένων ἐμῶν μείνωσιν ὅρκοι Πυθικὴν ἀνὰ χθόνα , δείξω γαμεῖν σφε μηδέν
εἰς τὴν πόλιν παρεμπεσεῖν , ἢ βραχύν τινα χρόνον ἐπὰν μείνωσιν , ὑπὸ τῶν βελῶν τυπτόμενοι ἀπολοῦνται . τινὰ δὲ
6799385 ἀποψηφισησθε
. ἔτι δέ , ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι , ἐὰν αὐτῶν ἀποψηφίσησθε , οὐδεμίαν ὑμῖν εἴσονται χάριν , ἀλλὰ τοῖς ἀνηλωμένοις
δικαία , πρὸς ἅπαντας ἀψευδὴς φανήσεται . ἐὰν δ ' ἀποψηφίσησθε , ὃ μὴ ποιήσαιτε , οἱ μὲν χρηστοὶ διὰ
6798414 λεπτοφυλλου
τὴν δὲ αὐτὴν καὶ ἀγρίαν καλεῖσθαι . ἀραιοτέρης οὖν τῆς λεπτοφύλλου . χραισμήεις : πάνυ δὲ ἂν καὶ ἀμάρακος εἴη
κεφαλαί * κορίοιο : τοῦ κορίου λεπτοθρίοιο δέ , ἤτοι λεπτοφύλλου . καὶ πολύθρονα ἤγουν πολυφάρμακα . γράφεται δὲ καὶ
6791364 ὑπολαβω
αὐτῷ μοι , ἔφη , ἐγγίγνεται εὔνοια πρὸς οὓς ἂν ὑπολάβω εὐνοϊκῶς ἔχειν πρὸς ἐμέ . Ταῦτα μὲν δή ,
τὰ ἐμαυτοῦ ἐξεῖπον . ἄφες οὖν , ἵνα κἀγὼ ταὐτὰ ὑπολάβω . δεῖξόν μοι , ὅτι , ἄν τις τινὶ
6788736 συνελθῃ
: ὅταν γὰρ μιγάδων καὶ συγκλύδων πλῆθος ἀνθρώπων εἰς ταὐτὸν συνέλθῃ , λέγει μὲν τὰ δέοντα , φρονεῖ δὲ καὶ
ἔχον ζέσιν καὶ φλόγωσιν . τὰ δὲ ἐναντία τούτων ἐὰν συνέλθῃ , κάκιστόν ἐστι , τυχὸν ἐὰν συντεταμένον ἐστὶ τὸ
6785775 ἐπραξατ
σοι ποταπῶν . ἔπειτ ' ἂν τἀργύριον αὐτῷ καταβάλῃς , ἐπράξατ ' Αἰγιναῖον . Ξέναρχος : οἱ ποιηταὶ λῆρός εἰσιν
ἐβοῶμεν ; τὸ κύβιον τριωβόλου . ονεῖν κεχειρῶν γε οὐκ ἐπράξατ ' οὐδὲ ἕν . οὐκ οἶσθας , ὦ μακάριε
6785442 Ἀρεοπαγιτης
ψῆφον . ἐπὶ τούτοις οὖν ἤδη λέγε , καὶ ὁ Ἀρεοπαγίτης ἐγὼτοῦτο γὰρ ἔθου μεκατὰ σχῆμα τῆς βουλῆς ἀκούσομαί σου
δηλοῖ δ ' ἐπὶ τούτοις , ὡς καὶ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης ὑπὸ τοῦ ἀποστόλου Παύλου προτραπεὶς ἐπὶ τὴν πίστιν κατὰ

Back