ὀθονίων μετὰ πίττης , ἦν δὲ ἡ ναῦς τῇ κατασκεύῃ εἰκόσορος , τριπάροδος δὲ τὴν μὲν κατωτάτω ἔχουσα ἐπὶ τὸν
δὲ μυριαγωγὸς εὐτελές . ἑκατόντορος , πεντηκόντορος , τριακόντορος , εἰκόσορος . ἐννήρης , ἑπτήρης , τριήρης , διήρης ,
5867921 χαλκηρη
ναῦς : τηνικαῦτα δὲ ναῦς Ἀθηναϊκὴ ἔπαισε καὶ ἔτυψε τὸν χαλκήρη στόλον , ἤτοι τὸ ἔμβολον , ἐν νηῒ Περσικῇ
. ὑπηντίαζε ] συνήντα . ἀκμὴ ] καιρός . . χαλκήρη στόλον ] τὸ ἔμβολον λέγει . στόλος δὲ λέγεται
5816927 βροντειον
τεῖχος καὶ πύργος καὶ φρυκτώριον καὶ διστεγία καὶ κεραυνοσκοπεῖον καὶ βροντεῖον καὶ θεολογεῖον καὶ γέρανος καὶ αἰῶραι καὶ καταβλήματα καὶ
κατοπτεύουσιν ἢ γρᾴδια ἢ γύναια καταβλέπει . κεραυνοσκοπεῖον δὲ καὶ βροντεῖον , τὸ μέν ἐστι περίακτος ὑψηλή : τὸ δὲ
5740181 εἰσπλους
καὶ ἡ θάλαττα τῇ τοῦ βασιλέως ὁρμῇ καὶ ὁ χειμέριος εἴσπλους τοῦ θερινοῦ ἀκυμαντότερος ταῖς ὁλκάσιν . οὔκουν αἱ σιτοθῆκαι
καὶ καθωρμίσθη πλησίον τῆς πόλεως τῶν Μιτυληναίων . ὁ γὰρ εἴσπλους ὑπὲρ οὗ διηγωνίζοντο λιμένα μὲν εἶχε καλόν , ἐκτὸς
5610041 ὀρσοθυρη
εἴρηται δὲ ἀπὸ τοῦ ἐξορούειν τοῦ γάλακτος . . . ὀρσοθύρη χ . . . . , : ὀρσοθύρη :
μέσος Αἰολικὸς , ὄρσω : καὶ τὸ θύρα γίνεται , ὀρσοθύρη . ὀθνεῖον , μάταιον : ξένον : ἀλλότριον τὸ
5330954 καταβασις
ἦχος ἐφέρετο ἄνευ ὀργάνων ἐμπνεόμενος ; ἐκείνη γὰρ ἡ λεγομένη κατάβασις ἐπὶ τὸ ὄρος θεοῦ ἐπίφασίς ἐστι θείας δυνάμεως ἐπὶ
: Ἐνταῦθα ὅτε πρῶτον [ ὡς ] παρῄειν ὁδεύων , κατάβασις ἦν : καὶ πῶς νῦν ταχέως ἠλλάγη καὶ ἀνάβασις
5317491 δυσεισβολος
καὶ τὴν Ἀζωτίων χώραν . Περιέχεται δὲ ἀσφαλείαις αὐτοφυέσι , δυσείσβολος οὖσα καὶ πλήθεσιν ἀπραγμάτευτος , διὰ τὸ στενὰς εἶναι
βοηθῇ , ἄν τι δέωνται ἀλλήλων . Ἂν δὲ μὴ δυσείσβολος ᾖ ἡ χώρα , ᾖ δὲ πολλαχῇ πολλοὺς εἰσβάλλειν
5275360 θεωρις
τὸ Ε ἔχοντα . τότε γὰρ ὀξύνεται : Μεγαρίς βλεφαρίς θεωρίς ἐαρίς . Τὰ εἰς ΕΡΙΣ ὑπὲρ δύο συλλαβὰς θηλυκὰ
τὸ τοιόνδε ἤτοι τὸ εἶδος . ὥσπερ οὖν φαμεν ὅτι θεωρίς ἐστιν ξύλον τοιῶσδε κατεσκευασμένον , ἐκ τῆς ὕλης καὶ
5272695 οἰκουμενα
τὰ λοιπὰ τῶν ὀρῶν ἄβατα ἐποίει : εἰς γὰρ τὰ οἰκούμενα κατιόντες οἱ ταῦροι ἔσινον τὰ δένδρα καὶ τοὺς καρποὺς
δαιμονίου , ἀλλ ' ἔστιν ἅπαντα τὰ περὶ τὴν πόλιν οἰκούμενα χωρία , πολλὰ ὄντα καὶ μεγάλα , γυμνὰ καὶ
5236384 κρημνωδης
αἰὲν ἄμορφος ὑπέστρωται καὶ ἀειδής , ἀμφικνεφὴς ῥυπόων εἰδωλοχαρὴς ἀνόητος κρημνώδης σκολιὸς πηρὸν βάθος αἰὲν ἑλίσσων , αἰεὶ νυμφεύων ἀφανὲς
ἧς ἄνθρωπος οὐκ ἐδύνατο ὁδεῦσαι : ἦν δὲ ὁ τόπος κρημνώδης καὶ ἀπερρηγὼς ἀπὸ τῶν ὑδάτων . διαβὰς οὖν τὸν
5145593 Βυρσαν
ἔργον ἐτράποντο . Σκιπίωνι δ ' ἦν μὲν ἐπὶ τὴν Βύρσαν ἡ σπουδή : τὸ γὰρ ὀχυρώτατον τῆς πόλεως ἦν
. κατὰ μέσην δὲ τὴν πόλιν ἡ ἀκρόπολις ἣν ἐκάλουν Βύρσαν , ὀφρὺς ἱκανῶς ὀρθία , κύκλῳ περιοικουμένη , κατὰ
5136542 παροδος
φλεβὸς καὶ ἐμφράττει αὐτούς , καὶ ἐντεῦθεν οὐ γίνεται ἡ πάροδος τοῦ πνεύματος , ἀλλὰ πνιγμωδῶς κινδυνεύουσι . τὰ δὲ
τῷ μέσῳ μηνὶ ἡ μὲν κατὰ μῆκος ἑκατέρου τῶν φώτων πάροδος ἐπιλαμβάνει μέσως μοίρας κθ Ϛ , ἡ δὲ κατὰ
5126230 πλατεια
ἀριστερῶν . ἔστι δ ' ἡ ἔκφυσις αὐτῶν ἰσχνὴ καὶ πλατεῖα , κατὰ γραμμὴν ἐγκαρσίαν ἐπ ' ὦτα φερομένη :
σεμνότητος καὶ ἔννοιαι . Λέξις δὲ σεμνὴ πᾶσα μὲν ἡ πλατεῖα καὶ διογκοῦσα κατὰ τὴν προφορὰν τὸ στόμα , ὥστε
5087873 φαραγγας
παρὰ τὰς ῥαχίας , αἳ καὶ κοιλάδας βαθείας ἔχουσι καὶ φάραγγας ἀνωμάλους καὶ στενοὺς αὐλῶνας καὶ σκολιὰς ἐκτροπάς . Ὧν
ἐπὶ Ἀσρούβαν ἐδυσχέραινεν ὁ Σκιπίων , ὁρῶν πάντα ἀπόκρημνα καὶ φάραγγας καὶ λόχμας καὶ τὰ ὑψηλὰ προειλημμένα . ὡς δ
5083243 καταντης
νοεῖται , ἀνάντης μὲν τοῖς ἀνιοῦσι δι ' αὐτῆς , κατάντης δὲ τοῖς κατιοῦσιν , οὕτως ἡ αὐτὴ δύναμις κατ
ἀλλήλοις ἀφίκωνται , δέχεταί τις ἀμφοτέρους χώρα κοινὴ κοίλη καὶ κατάντης . καὶ κύκλος μὲν ἀκριβής ἐστιν αὐτῆς τὸ ἄνω
5081679 στενη
, ἀργὴν τὴν ὁμιλίαν καὶ ἄναρθρον ποιεῖ : ἡ δὲ στενὴ καὶ μικρά , ἐπερείδεσθαι πρὸς τοὺς ὀδόντας μὴ σώζουσα
ὑπὲρ τῆς γῆς . κατὰ τοῦτο ἥ τε ὁδὸς μάλιστα στενὴ γίνεται καὶ τὸ μνῆμα Ἀρηιθόου λέγουσιν εἶναι , Κορυνήτου
5070060 εἰσοδος
αἳ λαμβάνονται ἀπὸ τῆς εἰσόδου τοῦ ἰατροῦ . ἡ δὲ εἴσοδος ἢ ἀπὸ τοῦ πλήθους ἢ ἀπὸ τοῦ καιροῦ ἢ
ἔχει : μία γάρ τις ἐν αὐτοῖς ἡ τῆς τροφῆς εἴσοδος , ἔχει δέ τι καὶ ὃ ἀναλογεῖ κοιλίᾳ καὶ
5039341 ᾐρετο
τοὔδαφος ἐκάλυπτεν , ἔπειτα οὐκ ἐπιπολῆς ἀλλ ' εἰς ὕψος ᾔρετο τῆς νιφάδος χύμα πάμπολυ , ὡς ἀγαπητὸν εἶναι τὸ
δόμους , εὐθὺς ἀνεκλίνετο : παρῆν στέφανος ἐν τάχει , ᾔρετο τράπεζα , παρέκειθ ' ἅμα τετριμμένη μᾶζα χαριτοβλέφαρος .
5027410 ἀβροτη
τοῦτο παρὰ τὸ βρέμω . . . . , . ἀβρότη : ἡ νύξ : ἐν ᾗ βροτὸς οὐ φαίνεται
τοῦ μ ἀντὶ τοῦ ἀμβρότη , οἷον ἀθάνατος : ἢ ἀβρότη , καθ ' ἣν βροτοὶ οὐ φοιτῶσιν . .
5014900 βαθεια
καὶ ἡσυχίας : περιγράφει δ ' αὐτοῦ τὸ μέγεθος ᾐὼν βαθεῖα καὶ μαλθακή . Τὰ δ ' ὑπὲρ τῆς θαλάσσης
, καὶ ἡ στρωμνὴ μήτε ὀλίγη μήτε σκληρά μήτε οὖν βαθεῖα πάλιν ἢ ὑπὲρ τὸ δέον μαλακή : πρὸς γὰρ
5011089 πρανους
γίνεται καὶ καταφερὴς ἡ ῥύσις τῆς λέξεως , ὥσπερ κατὰ πρανοῦς φερόμενα χωρίου νάματα μηδενὸς αὐτοῖς ἀντικρούοντος , καὶ διαρρεῖ
σχῆμα δύναται μὲν ὑπτίας τῆς χειρός , δύναται δὲ καὶ πρανοῦς οὔσης ὑπάρχειν : ὅρος δ ' ἐκείνου τοῦ σχήματός
5002676 νευρωδης
. ἡ δ ' ὅλη μήτρα κατὰ τὸ πλειστοδυναμοῦν ἐστι νευρώδης : σύγκειται γὰρ οὐκ ἐκ νεύρων μόνον , ἀλλὰ
ἀποτικτομένων . ἡ δὲ ὅλη μήτρα κατὰ τὸ πλειστοδυναμοῦν ἐστιν νευρώδης . συγκέκριται γὰρ οὐκ ἐκ νεύρων μόνον , ἀλλὰ
4999473 ἀποκαμφθεισα
δεξιῶν δὲ ἐπί τι αὐτὴ χωρίον . Ἄλλη δὲ ἑκατέρωθεν ἀποκαμφθεῖσα , ἄλλη δὲ σμικρὸν κατωτέρω ἀποκαμφθεῖσα , ὅθεν μὲν
' αὐτέης τῆς καρδίης προστύχῃ ἐπικαμπτομένη ἐς τὰ ἀριστερά : ἀποκαμφθεῖσα δὲ κάτω ἐπὶ σφονδύλους καταβαίνει , ἔστ ' ἂν
4992679 δικεφαλος
τερατώδης , ἐκβόλιμος οἷον σατυρίσκος ἢ ἑρμαφρόδιτος , δίδυμος ἢ δικέφαλος . Τὸ δ ' ἐφεξῆς τούτῳ δωδεκατημόριον , ὃ
σφοδρῶς πλήττουσα . * ὀλίγη : λεπτή ἀμφικαρὴς δὲ ἤγουν δικέφαλος : ψευδῶς δέ φησιν : οὐ γάρ ἐστιν ,
4981525 ληφθωμεν
σοι καιρός ἐστιν ἐπιδείξασθαι τὴν παιδείαν , καὶ φυλάξασθαι μὴ ληφθῶμεν κλέπτοντες τοῦ ὄρους , ὡς μὴ πληγὰς λάβωμεν .
Σικελίαν οἰκοῦντες . ἢ μένομεν ἕως ἂν ἕκαστοι κατὰ πόλεις ληφθῶμεν , εἰδότες ὅτι ταύτῃ μόνον ἁλωτοί ἐσμεν καὶ ὁρῶντες
4968945 εἰσιουσης
ἐπισκιάζειν , ἀλλὰ καὶ τὴν παχύτητα τοῦ ἀέρος καὶ τῆς εἰσιούσης ἀπορροῆς αἰτιᾶται καὶ τὴν ταραχὴν τοῦ ὀφθαλμοῦ . πότερον
φόβον ὁ θόρυβος πολλῆς μὲν νεότητος , πολλῆς δὲ πολιᾶς εἰσιούσης ὑποζυγίων τε καὶ θρεμμάτων ἐφεπομένων . τῆς δὲ ταραχῆς
4966313 οἰκοδομιαν
, οὐ μὴν ἀλλὰ ταχὺ διασήπεται . δρῦς δὲ πρὸς οἰκοδομίαν καὶ πρὸς ναυπηγίαν ἔτι τε πρὸς τὰ κατὰ γῆς
λιθοκολλήτοις καὶ πυκναῖς διειληφότες ἅπασαν τὴν τῶν οἰκιῶν κατὰ μέρος οἰκοδομίαν πεποίηνται θαυμαστὴν ταῖς πολυτελείαις : τὰ μὲν γὰρ ἐξ
4965366 ἀπεδιωξε
, ἔξω ὤσας . ἐξελήλακ ' ] ἐξέβαλε . , ἀπεδίωξε , ἐξεδίωξε , ἐδίωξε . τὸν δῖνον ] τὸν
ἐπιθυμίαν αὐτῆς ἐνέπεσε , καὶ μὴ στέγων τοὺς ἔρωτας , ἀπεδίωξε τὴν προειρημένην βιάσασθαι βουλόμενος : ἡ δὲ περικατάληπτος γενομένη
4944602 πορεια
αὐτοῦ . πολλὴν γάρ φαμεν τὴν ὁδόν , ἐὰν ἡ πορεία πολλή , καὶ πολλὴν τὴν πορείαν , ἐὰν ἡ
κατηγορούμενον ὁμώνυμον , ὡς τὸ κύων πορεύεται : ἡ γὰρ πορεία καὶ ἐπὶ ἕρψεως καὶ βαδίσεως καὶ νεύσεως λέγεται .
4942509 ὁμαλας
τοῖς ἴσοις χρόνοις τὰ αὐτὰ γίνεται πάντα περί τε τὰς ὁμαλὰς καὶ τὰς φαινομένας κινήσεις καὶ ἔτι τὰς ὑπεροχὰς αὐτῶν
δυνατὸν ἔσται ποτὲ τὴν σελήνην ἀφεστάναι τοῦ ἡλίου κατὰ τὰς ὁμαλὰς συζυγίας ἀκριβῶς ἐπὶ τοῦ ζῳδιακοῦ μοίρας ζ κδ .
4926262 ἀξιομαχος
τὸν χάρακα ἀποβάλωσιν . οὔτε γὰρ ἡ φυλάττουσα αὐτὸν δύναμις ἀξιόμαχός ἐστιν , ὡς εἰκάσειεν ἄν τις , ἐπὶ τῷ
ὁμαλωτέρου δέονται τόπου ἐν ταῖς μάχαις . Εἰ δὲ οὐκ ἀξιόμαχός ἐστιν ὁ στρατός , οὐ δεῖ δημοσίοις πολέμοις συμπλέκεσθαι
4918433 πηχυαια
ἐστιν , ἅπτεσθαι δὲ οὐ πρὸς ἅπαντα , οἷον ἡ πηχυαία γραμμὴ πεπέραται μὲν πρὸς ἅπαντα τὰ ἄλλα θεωρουμένη :
δακτύλου . ἔσονται δὲ τῇ προτεθείσῃ ῥητῇ εὐθείᾳ , εἴτε πηχυαία ἐστὶν εἴτε ποδιαία εἴτε παλαιστιαία ἢ δακτυλιαία , ἄπειροι
4917581 ὀπτας
ξυλίνων εἰς τὴν δίνην ἐμβαλλομένων ἐχόντων ἐφ ' ἑκατέρῳ σάρκας ὀπτὰς ἀριθμῷ δέκα . ὅτι Δαρείῳ Σκῦθαι ἐπερχομένῳ αὐτῶν τῇ
μάστιξ . . . ἐξ ὑείων τριχῶν μάστιγι . . ὀπτὰς πλίνθους . . πλὴν πράσῳ μὴ τύπτε τοῦτον :
4908259 δελφινοφορος
. δελφίς : ὄργανον πολεμιστήριον πρὸς ναυμαχίαν , ὅθεν καὶ δελφινοφόρος ναῦς παρὰ Θουκυδίδῃ . δενδρυάζειν : κυρίως εἰς τὰς
τοῖσι Λυκούργου πατριώταις . Ὁ δὲ δὴ δελφίς ἐστι μολιβδοῦς δελφινοφόρος τε κεροῦχος , ὃς διακόψει τοὔδαφος αὐτῶν ἐμπίπτων καὶ
4878989 ἐκπνοην
ὅθεν οὐδὲ ἐπὶ πλέον ἐκφυσῆσαι δυνατόν ἐστι συνεχῶς κατὰ μίαν ἐκπνοήν : τάχιστα μὲν γὰρ ἐπιλείπει τὸ πνεῦμα τοῖς ἐκφυσῶσι
θερμοῦ τῆι πρὸς τὸ ἐκτὸς ὁρμῆι τὸ ἀερῶδες ὑπαναθλίβοντος τὴν ἐκπνοήν , τῆι δ ' εἰς τὸ ἐντὸς ἀνθυποχωρήσει τῶι
4874793 ἐρημη
. . † τῆς μεταξὺ Ἀταρνέως τε καὶ Περγάμου πολίχνη ἐρήμη ἐκμεμεταλλευμένα ἔχουσα τὰ χωρία . . . : ὑπονοεῖ
, ἵνα τὸ μαντεῖον ἦν τοῦ Ἄμμωνος . ἔστι δὲ ἐρήμη τε ἡ ὁδὸς καὶ ψάμμος ἡ πολλὴ αὐτῆς καὶ
4869197 ὁδος
χωρίου τοῦ τ ' ἐμοῦ καὶ τοῦ τούτων τὸ μέσον ὁδός ἐστιν , ὄρους δὲ περιέχοντος κύκλῳ τοῖς χωρίοις τὸ
ἥλιον ἰόντι ἀνίσχοντα ὄρους ἐστὶν ἄκρα Γερόντειον καὶ κατὰ ταύτην ὁδός : Φενεάταις δὲ ὅροι πρὸς Στυμφαλίους τῆς γῆς τοῦτό
4860549 θαλαττουργοι
οὐκ ἀσήμων πόλεων , ἧς τὴν παραλίαν ἔχουσιν Ἁλιεῖς λεγόμενοι θαλαττουργοί τινες ἄνδρες . παρ ' Ἑρμιονεῦσι δὲ τεθρύληται τὴν
πεντήκοντα ἁλιάδας πολλάκις ἐπλήρωσεν εἷς βόλος , ὥς φασιν οἱ θαλαττουργοί . Ἡ ὗς γνωρίζει τοῦ συβώτου τὴν φωνήν ,
4856058 τοὐμπροσθεν
στοιχεῖν , ἀλλ ' ἐν τῷ μεταξὺ αὐτῶν κεῖσθαι εἰς τοὔμπροσθεν , ὡς αὔτως δὲ καὶ τῶν βγ τὸ ι
εἰς τοὐπίσω μόνον ἀφαλλόμενον , ἔστιν ὅτε δὲ καὶ εἰς τοὔμπροσθεν , ἀναφέροντα τῶν σκελῶν ἑκάτερον ἐν μέρει . καὶ
4855772 εὐεργετις
βεβαιοῦντες . ἀλλ ' ἐπειδὴ τῶν δυεῖν δυνάμεων ἡ μὲν εὐεργέτις ἐστίν , ἡ δὲ κολαστήριος , ἑκατέρα κατὰ τὸ
ἥ τε εὐεργέτις καὶ κολαστήριος ; καὶ προσηγόρευται ἡ μὲν εὐεργέτις θεός , ἐπειδὴ κατὰ ταύτην ἔθηκε καὶ διεκόσμησε τὸ
4836552 φερομενη
καὶ οἰστρουμένη , τὰς πτέρυγας ἁπλώσασα ὡς ἱστίον , δρόμῳ φερομένη συντόνῳ καὶ ῥοίζῳ ἐσήλατο ἐς τὴν ἑαυτῆς καλιὰν καὶ
, καὶ ἡ δυστυχία ἄλλοτε πρὸς ἄλλον προσιζάνει πλανωμένη καὶ φερομένη ἤγουν ἄστατός ἐστι καὶ οὐκ ἀεὶ τοῦ αὐτοῦ καταφέρεται
4827640 ἐνηρμοσται
. Ἔναρα . κυρίως ἐν οἷς ἀρήρεται τὸ σῶμα καὶ ἐνήρμοσται : ὡς ἐπὶ θώρακος , καὶ κυνέας , καὶ
Ἡρακλῆς : ἕστηκε γὰρ τοξεύων τοῦ Προμηθέως τὸν δήμιον : ἐνήρμοσται τῷ τόξῳ βέλος , τῇ λαιᾷ προβέβληται τὸ κέρας
4819800 ἀμαθον
παῖδες οἱ δὲ Κορύβαντες Θαλείας καὶ Ἀπόλλωνος . ἠμάθυνεν * ἄμαθον * ἄμμον ἐποίησε , κατέκλυσεν . ἄμαθος δὲ δι
ἀφανίζειν 〚 καὶ κόνιν ποιεῖν 〛 , τουτέστιν τὸ εἰς ἄμαθον διαλύειν καὶ λεπτύνειν καὶ κόνιν ποιεῖν : παρὰ τὴν
4818292 ἐμβιβασας
ὁδεύσας πέντε στάδια , ἑσπέρας ἐς πλοῖα χιλίους διακοσίους στρατιώτας ἐμβιβάσας σύνθημα ἔδωκεν , ὅταν ἀποβάντες ἐς τὴν ἀκρόπολιν παρέλθωσιν
. Ἐπειδὴ δ ' οὐκέτι χρεία ἦν αὐτῷ τριήρων , ἐμβιβάσας μοι Λυκῖνον τὸν Παλληνέα ἄρχοντα εἰς τὴν ναῦν ,
4818206 ὀρουειν
μὲν βόες ὀρέχθεον . ” τινὲς οὖν εἶπον ἀπὸ τοῦ ὀρούειν συνεσχηματίσθαι , ὅ φασιν εἶναι τὸ μετὰ θορύβου τὴν
ἐκ πάντων ἔχων τὴν κρᾶσιν , καὶ ὠνόμασται παρὰ τὸ ὀρούειν , ὅ ἐστιν ὁρμᾶν : προώρμησε γὰρ ὁ οὐρανὸς
4814544 κινηθεισα
μὲν ἐκείνου ὑπ ' αὐτοῦ ἐξ ἀρχῆς εἰς τὸ ἐρᾶν κινηθεῖσα . Καὶ ἡ πρόχειρον ἔχουσα τὸν ἔρωτα ὑπόμνησιν οὐ
τούτοις τε ὅτι ἀφ ' ἑαυτῆς καὶ περὶ ἑαυτὴν ὡσανεὶ κινηθεῖσα εἰς ἑαυτὴν ἀποκαθίσταται , καθὰ καὶ ὁ κύκλος ἀπό
4811292 ὑπερῳαν
τῆς δὲ φαύλως κατεσκευασμένης κεφαλῆς καὶ προσεπίσκεψαι τὸ καθ ' ὑπερῴαν ἐν τῷ στόματι χωρίον : εὑρήσεις γὰρ καὶ τοῦτο
καὶ καταφέρεται ὑγρότης διαβρωτική . αὕτη οὖν φέρεται εἰς τὴν ὑπερῴαν , καὶ ποιεῖ τὸν κατάῤῥουν : αὕτη ἡ ὑγρότης
4810503 Κοπτον
τῆς Ἰνδικῆς εἰς Μυὸς ὅρμον : εἶθ ' ὑπέρθεσις εἰς Κοπτὸν τῆς Θηβαΐδος καμήλοις ἐν διώρυγι τοῦ Νείλου κειμένην :
ἰατρόν , τούτους μὲν ἀνεῖλεν , αὐτὴν δὲ ἐξέπεμψεν εἰς Κοπτὸν τῆς Θηβαΐδος καὶ τὴν οἰκείαν ἀδελφὴν Ἀρσινόην ἔγημε καὶ
4809532 ἀσυντακτους
πολλὰ τῶν Περσῶν ἐπλεονέκτει . ἐπέβαλε γὰρ συντεταγμέναις ναυσὶν ἐπὶ ἀσυντάκτους , καὶ προβεβουλευμένοις ἀνδράσι πρὸς ἀπροσδοκήτους ἀγωνιζόμενος εὐθὺς ἐν
ἓν παρακέλευσμα συναλαλάξαντος κατεπλάγησαν . ἐμβαλόντων οὖν τῶν βαρβάρων εἰς ἀσυντάκτους καὶ πεφοβημένους διὰ τὸ παράδοξον , ταχὺ τροπὴν συνέβη
4797339 κοντους
μὴν οὐδὲ ἐπὶ τοῖσδε λήγει αὐτοῖς τὰ γυμνάσιν , ἀλλὰ κοντοὺς γὰρ τὰ μὲν πρῶτα ὀρθοὺς ὡς εἰς προβολὴν φέροντες
αὐτοὶ καλοῦνται ἐλαφροί . Ῥωμαίοις δὲ οἱ ἱππεῖς οἳ μὲν κοντοὺς φέρουσιν , καὶ ἐπελαύνουσιν ἐς τὸν τρόπον τὸν Ἀλανικὸν
4790502 πλατειας
. ἔμαθον ] οἱ Πέρσαι . εὐρυπόροιο ] † τῆς πλατείας . θαλάσσας ] η . πολιαινομένας ] η .
ἕλκεσθαι αὐτὰς εἰς γῆν παρατριβομένας : εἶναι δὲ ἄλλας ὄϊς πλατείας ἐχούσας οὐρὰς καὶ ἐς πῆχυν . Ὁ δὲ κριὸς
4783196 κεκινημενη
: ὁρμῶσι καὶ ταράσσονται : ὅθεν καὶ θυμός , ἡ κεκινημένη ψυχή , καὶ θύϊα ἡ ἴγδις . χείμαρον ἐξερύσας
προσωτέρω χωρεῖν τὴν Αἰκανῶν καταφρόνησιν , καὶ Τυρρηνία πᾶσα ἠγγέλλετο κεκινημένη καὶ οὐ διὰ μακροῦ χωρήσουσα εἰς πόλεμον . συνήχθη
4778235 πρῳραν
πέτρας : οἷον ἀλέξησιν τῆς πέτρας , ὅπως σώσῃ τὴν πρῴραν ἀπὸ τῆς πέτρας . ἄλλως : ἐπιτιμᾷ ἑαυτῷ ὁ
τὴν χώραν . τοῦ πατριάρχου τὸ βιβλίον : πρὸς τὴν πρῴραν : ἀπ ' ὀρθώσεως . τέγγων . βρέχων ,
4765175 συρρυσιν
. συνεζεύχθη μὲν γὰρ τὰ τέως διεστῶτα πελάγη κατὰ τὴν σύρρυσιν ἑνωθέντα , ἡ δ ' ἡνωμένη γῆ τῷ μεθορίῳ
περὶ δὲ Δεῖμός τε Φόβος τε . ποταμῶν δέ γε σύρρυσιν εἰς χωρίον ἓν καὶ πάταγον ὑδάτων ἀναμισγομένων ἐκμιμήσασθαι τῇ
4760612 ἀλεαν
ὁ ἐργάτης ἀμύνηται τὰς ἐκ τοῦ ὑε - τοῦ προσβολὰς ἀλέαν ἔχων καὶ τὴν ἀπ ' ἐκείνου ψῦξιν διαφεύγων .
ἀλδήσκω . ἀλεωρὴ , ἡ φυλακή : παρὰ τὸ τὴν ἀλέαν : ὃ σημαίνει τὴν θερμασίαν καὶ τὸ ὠρεῖν ὁ
4757938 πλει
, περιπατεῖ Τρύφων , ζῇ Πλάτων , ἀναπνεῖ Διονύσιος , πλεῖ , τρέχει , χωρὶς εἰ μὴ ἐπὶ τῶν αὐτοπαθῶν
μὲν εὖρος πλεθριαῖαι , βαθεῖαι δὲ ἰσχυρῶς , καὶ πλοῖα πλεῖ ἐν αὐταῖς σιταγωγά : εἰσβάλλουσι δὲ εἰς τὸν Εὐφράτην
4749052 ὑπαιθρον
θαυμαστούς , ἔργα τῶν ἐπιφανῶν τεχνιτῶν , τὸ δ ' ὕπαιθρον ἀνδριάντας . κατέσπασται δὲ καὶ τὰ μακρὰ τείχη ,
ποικιλίᾳ καὶ τοῖς μεγέθεσιν ἐκρέμαντο . τὸ δὲ περιέχον αὐτὴν ὕπαιθρον μυρρίναις καὶ δάφναις ἄλλοις τε ἐπιτηδείοις ἔρνεσιν ἐγεγόνει συνηρεφές
4747865 προσβολη
τὴν πέτραν : ἀλλὰ γὰρ ἔτι ἄπορος ἦν αὐτῇ ἡ προσβολή , ταύτῃ μὲν δὴ τῇ ἡμέρᾳ τοῦτο τὸ τέλος
οἰκεῖον περιφράττουσι . Καὶ ὅτε μὲν ἡ πρώτη τῶν βαρβάρων προσβολή , ὃ νῦν ἔμπετον καλοῦσι , κατενεχθήσεται , δῆλον
4743901 συρομενη
εἰς τὸ πηδάλιον καὶ ἐν τῇ θαλάσσῃ καθῆκεν καὶ ἔμεινε συρομένη ἐν αὐτῇ καὶ διὰ τοῦτο ἐκλήθη Σαρωνικὸν τὸ πέλαγος
δύσιν κατὰ τοῦ Ἀδριατικοῦ ἐστι πελάγους , ἥ τε Σαρωνικὴ συρομένη ἐστὶ πρὸς ἀνατολάς . Καὶ ταύτην τὴν Κορινθίαν Σαρωνίδα
4741343 αἱμοῤῥους
τοῦ ὑπὸ τὴν ἐπωμίδα ἡ ἐπωμιδίη ὀνομαζομένη . Αὐτὴ δὲ αἱμόῤῥους καὶ αἱματώδης καὶ δυσίητος , ἢν ῥαγῇ ἢ σπασθῇ
κατὰ μὲν ὀσφὺν ἄνω ἡ ἀρτηρίη , ὑποκάτω δὲ ἡ αἱμόῤῥους ἡ ἀπὸ τοῦ ἥπατος διὰ φρενῶν ἐλθοῦσα μετέωρος ,
4740663 φονευσασα
ὀρῶν καταφέρουσαι πλησίον τοῦ τάφου τοῦ Ἀγαμέμνονος κομίσουσί με . φονεύσασα γὰρ ἡ Κλυταιμνήστρα τὸν Ἀγαμέμνονα καὶ τὴν Κασάνδραν εἰς
αἰτία : καὶ ἢν φονεύσῃ τις , ἐκείνη ἐστὶν ἡ φονεύσασα , καὶ ἢν ἱεροσυλῇ , προστεταγ - μένον αὐτὸ
4735274 ἀναχθεντας
τὴν θάλασσαν ἐρρίπτουν . καὶ τάδε μὲν ἦν ἀμφὶ τοὺς ἀναχθέντας , ἕτερα δ ' ἐν τῇ γῇ , νυκτὸς
ὁποίᾳ μηχανῇ τοῦ Θεαγένους τὴν εἰκόνα ἀνασώσωνται , φασὶν ἁλιέας ἀναχθέντας ἐς τὸ πέλαγος ἐπὶ ἰχθύων θήραν περισχεῖν τῷ δικτύῳ
4721235 ἑσπερα
ἐπὶ τῷ κωλῦσαι δηλονότι ὀψέ : οὐ λέγει ὅτι ἦν ἑσπέρα , ἀλλ ' ὡς ὥρα ἐνάτη ἢ δεκάτη :
ὅσα ἐποίησεν , καὶ ἰδοὺ καλὰ λίαν . καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωΐ , ἡμέρα ἕκτη . καὶ συνετελέσθησαν
4717314 δασεια
ἡ χώρη ἐκείνη ἑλώδης ἐστὶ καὶ θερμὴ καὶ ὑδατεινὴ καὶ δασεῖα : ὄμβροι τε αὐτόθι γίγνονται πᾶσαν ὥρην πολλοί τε
τῇ νήσῳ Λευκή , περίπλους δὲ αὐτῇ σταδίων εἴκοσι , δασεῖα δὲ ὕλῃ πᾶσα καὶ πλήρης ζῴων ἀγρίων καὶ ἡμέρων
4714170 μοχλους
ἢν δὲ ὑποκύψας ἴδῃς τά γ ' ἔνδον , ὄψει μοχλούς τινας καὶ γόμφους καὶ ἥλους διαμπὰξ πεπερονημένους καὶ κορμοὺς
παρακλεῖδας βαλανάγρας , ἁλύσεις , βαλάνους , ὕπερα σιδηρᾶ , μοχλούς , γιγγλύμους κορώνας , κλῇθρα , ζυγά . πρὸ
4706920 εὐκρατος
τοῦ Ἑρμοῦ , ὁ χειμὼν ἀρχόμενος μὲν ἔσται ψυχρός , εὔκρατος δὲ μεσάζων , καὶ λήγων χειμεριώδης , πάγους ἔχων
λιβυκόν . ὁ δὲ χειμὼν ἀρχόμενος μὲν ἔσται ἀνεμώδης , εὔκρατος δὲ μεσάζων , καὶ λήγων παγώδης καὶ ἀνεμώδης :
4704073 ἀφετηριαν
βαλβίδος μέχρι καμπτῆρος ἀνῄεσαν κἀκ τοῦ καμπτῆρος πάλιν εἰς τὴν ἀφετηρίαν κατέθεον . οἱ δολιχοδρομοῦντες δὲ ψιλῶς ἑπτάδρομον ἐποιοῦντο τὸν
τὸν κανόνα τοῦ δρομέως . Σημαίνει δὲ καὶ ἀρχὴν καὶ ἀφετηρίαν . Ἔστι δὲ οἷον γραμμῇ τινι καὶ διαιρέσει .
4703816 σκεπην
, ὅτι μίτοις καὶ στημονίοις σὺν ὕφει ἐσθήματα ἐργασάμενος , σκέπην ὁμοῦ ποριεῖ καὶ εὐσχημοσύνην τοῖς σώμασιν : τέκτων δὲ
τὸ πολὺ οἱ ψιλοὶ τάττονται , ὡς αὐτοῖς μὲν τὴν σκέπην ἐκ τῶν ὅπλων εἶναι , τοῖς δὲ ὁπλίταις αὖ
4702442 πυλη
ἀπωλλύμεσθα σωθείημεν ἄν ; εἰς τὰ καθάρεια λιμὸς εἰσοικίζεται . πύλη τίς ἐστι Ταινάρου πρὸς ἐσχάτοις . πικροῦ γέροντος ,
ὅμαδος δ ' ἀλίαστος ἐτύχθη . ἡ διπλῆ ὅτι μία πύλη , πληθυντικῶς δὲ εἴρηται . . καὶ ὅτι ἔφευγον
4697812 τοὐπισω
ποιέεσθαι , ὥσπερ καὶ πρόσθεν γέγραπται . Ἢν δὲ ἐς τοὐπίσω βραχίων ἐκπέσῃ , οἱ τοιοῦτοι ἐκτανύειν οὐ δύνανται .
πολεμικά . . ἐκτρέποντες ] ἀπορρίπτοντες , ἀποβάλλοντες , εἰς τοὐπίσω τρέποντες . . ἐκτοπίζοντες , ἀποφέροντες . . γᾶς
4689940 τεταγμενη
δὲ ἕνεκα εἴλη ἡ Γαλατικὴ παριππευέτω ἐπὶ ἕνα στοῖχον ἑκατέρωθεν τεταγμένη καὶ οἱ τῶν Ἰταλῶν ἱππεῖς . ὁ δὲ εἰλάρχης
ἑκατοντάρχαι . ἐπὶ δ ὡσαύτως καὶ ἥδε ἡ φάλαγξ ἴτω τεταγμένη . ἐπὶ δὲ τῶι ὁπλιτικῶι τετάχθω τὸ συμμαχικόν ,
4682552 βραχη
συμβῇ τὴν σταφυλὴν ἔτι οὔσαν ἐν τῇ ἀμπέλῳ ἐπὶ πλέον βραχῆ - ναι , ἢ μετὰ τὸ τρυγηθῆναι τύχῃ ταύτην
συμβῇ τὴν σταφυλὴν ἔτι οὔσαν ἐν τῇ ἀμπέλῳ ἐπὶ πλέον βραχῆ - ναι , ἢ μετὰ τὸ τρυγηθῆναι τύχῃ ταύτην
4675122 τετραμμενη
σταδίους μὲν εἴκοσιν Ἤλιδος καὶ ἑκατὸν ἀφέστηκε , κεῖται δὲ τετραμμένη τε πρὸς Σικελίαν καὶ ὅρμον παρεχομένη ναυσὶν ἐπιτήδειον :
ἀντὶ παθητικοῦ . αὐλὴ πρόσειλος : ἡ πρὸς τὸν ἥλιον τετραμμένη . καὶ τέγος πρόσειλον . ἀλλόκοτον : σημαίνει μὲν
4670472 δυσβατος
, τοῖς ταχινοῖς οἰωνοῖς , δηλονότι τοῖς ταχέσιν ὀρνέοις , δύσβατος οὖσα : διὰ τοῦτο καὶ οἱ ἄνδρες ἐπιδοξάζουσιν αὐτὴν
ᾧ τὰ ἄπληκτα ἐν τοῖς τοιούτοις ποταμοῖς καθίστασθαι , εἴπερ δύσβατος εὑρεθείη ἐν οἱῳδήποτε μέρει τῆς τοῦ τοιούτου ποταμοῦ ὄχθης
4667904 χειροποιητος
ἰσθμὸν ἀναχωρήσεις : αὐτοφυὴς μὲν ὁ πρὸς ἑσπέραν ἀφορῶν , χειροποίητος δ ' ὁ πρὸς τὴν ἕω καὶ Βυζάντιον :
Σύβαριν οὖσαν τὸ ἀρχαῖον : ὁ δὲ ὅρμος ταῖς ναυσὶ χειροποίητος καὶ Ἀδριανοῦ βασιλέως ἐστὶν ἔργον . πρὸς δὲ τῷ
4664090 ἐσχισθη
τὴν κάτω γένυν ὀδόντων σχίζεται κατὰ τὴν αὐτὴν ἀναλογίαν ἣν ἐσχίσθη τὸ πρότερον εἰς τοὺς ἄνω . καὶ τοῖς οὔλοις
, ἐς τὰ ἀρχαῖα ἐσβάλλοι , ὥστε , ἐπείτε καὶ ἐσχίσθη τάχιστα ὁ ποταμός , ἀμφοτέρῃ διαβατὸς ἐγένετο . Οἱ
4657102 θαλασσαις
θάλασσαν : μετὰ δὲ τὴν Ναρβωνησίαν ἡ Ἰταλία περιεχομένη δύο θαλάσσαις . Ὁρίζεται δὲ ἡ μὲν Γερμανία τῷ Ῥήνῳ ποταμῷ
: ἁλίζωνον εἶπε | τὴν Κόρινθον | διὰ τὸ δυσὶ θαλάσσαις ? ? | διεζῶσθαι | , τῇ τε πρὸς
4656318 ὀδον
ἡμῖν πᾶσιν ἐξηγούμενος : ἐπεὶ δ ' ἀφῖκτο τὸν καταρράκτην ὀδὸν χαλκοῖς βάθροισι γῆθεν ἐρριζωμένον , ἔστη κελεύθων ἐν πολυσχίστων
ι ψιλῶς Γ : καὶ † εἰρκτὸν καὶ ἐπὶ τοῦ ὀδὸν † καὶ “ οὐδόν ” . γράφεται δὲ καὶ
4652884 Μακεδονιην
Ἔστι δὲ ἐκ τῆς Πρασιάδος λίμνης σύντομος κάρτα ἐς τὴν Μακεδονίην : πρῶτον μὲν γὰρ ἔχεται τῆς λίμνης τὸ μέταλλον
δὲ ἐς Ἠιόνα τὴν ἐπὶ Στρυμόνι , οἱ δὲ ἐς Μακεδονίην διατεταγμένοι . Ἐν ᾧ δὲ οὗτοι τὸν προκείμενον πόνον
4645534 Μεναλκα
τοιῷδ ' ἀπαμείβετο μύθῳ : ποιμὴν εἰροπόκων ὀίων , συρικτὰ Μενάλκα , οὔποκα νικασεῖς μ ' , οὐδ ' εἴ
νόμιον , ἐν ᾧ ἐστι : μακραὶ δρύες , ὦ Μενάλκα . Ἀριστόξενος δέ φησιν : ᾖδον αἱ ἀρχαῖαι καλύκην
4640659 λαυρην
ἀκρότατον δὲ παρ ' οὐδὸν ἐϋσταθέος μεγάροιο ἦν ὁδὸς ἐς λαύρην , σανίδες δ ' ἔχον εὖ ἀραρυῖαι : τὴν
Λαύρα : ἡ πλατεῖα ῥύμη . οἷον : οὐδῷ ἐς λαύρην . παρὰ τὸ λίαν ἔχειν αὔραν . ἢ δι
4627093 λιθοβολος
καταστρώματα διὰ νεὼς ἐπὶ κιλλιβάντων κατεσκεύαστο : ἐφ ' οὗ λιθοβόλος ἐφειστήκει , τριτάλαντον λίθον ἀφ ' αὑτοῦ ἀφιεὶς καὶ
τάσει ἀναλύεσθαι εἰς πάθος , ὡς ἐπὶ τοῦ λιθόβολος καὶ λιθοβόλος : λιθόβολος ἐστὶν ὁ λίθοις βαλλόμενος , λιθοβόλος δὲ
4625395 ἀναδρομη
οἱ μαλακτικοὶ δὲ τῶν πεϲϲῶν ἐπιτήδειοι . Ἡ ὑϲτερικὴ πνὶξ ἀναδρομὴ τῆϲ ὑϲτέραϲ ἐϲτὶν εἰϲ ϲυμπάθειαν ἀγούϲηϲ τὰ κυριώτατα τῶν
* ? Βλωθρή : μακρά , μεγάλη . ἢ ἡ ἀναδρομὴ καὶ αὔξησις . εἴρηται δὲ παρὰ τὸν αἰθέρα καὶ
4622901 ὀρθιος
ὅθεν ἦν , Αἰόλιος καὶ Βοιώτιος , ἀπὸ δὲ ῥυθμῶν ὄρθιος καὶ τροχαῖος , ἀπὸ δὲ τρόπων ὀξὺς καὶ τετραοίδιος
τῶν εὐφώνων . Ὁ γὰρ Χαῖρις αὐλητὴς Θηβαῖος ἦν , ὄρθιος δὲ αὐλητικὸς νόμος οὕτω καλούμενος εὔτονος καὶ ἀνάτασιν ἔχων
4613369 ἀνατεινουσα
στάδια σʹ . Ὁδὸς ἡσυχῆ μὲν ἔρημος καὶ λιθώδης , ἀνατείνουσα δὲ πρὸς τὸν Κιθαιρῶνα , οὐ λίαν δὲ ἐπισφαλής
καὶ Ἰδαῖον λέγουσιν : ἡ γὰρ ἀπὸ τοῦ Λεκτοῦ ῥάχις ἀνατείνουσα πρὸς τὴν Ἴδην ὑπέρκειται τῶν πρώτων τοῦ κόλπου μερῶν
4607441 εὐβοτος
, Διὸς μεγάλοιο τιθήνη , πολλή τε λιπαρή τε καὶ εὔβοτος , ἧς ὕπερ Ἴδη , Ἴδη , καλλικόμοισιν ὑπαὶ
νομή νομεῖς , νέμειν κατανέμειν ἐπινέμειν . μηλόβοτος γῆ , εὔβοτος καὶ εὔνομος καὶ εὔχιλος , καὶ εὔχορτα πεδία ,
4603707 ἱππευει
, κελητίζει , καβαλικεύει . , ἐν ἵππῳ ὀχεῖται , ἱππεύει , κέλλητι ἵππῳ χρῆται . ξυνωρικεύεται ] ἐπὶ ξυνωρίδος
καὶ ζητούντων τὰ ἀφανῆ . Ὁ ἔχων ἵππου χρήματα ταχύτατα ἱππεύει : καὶ αὕτη δημώδης . Ὁ ἔχων πολὺ πέπερι
4601687 ὑπεροριαν
; οὔτε γὰρ αὐτόθι σήπεται φυλάττοντι οὔτ ' εἰς τὴν ὑπερορίαν ἐκκομισθέν . ἀλλ ' αἱ ὁλκάδες αἱ εἰς Ἰταλίαν
ἀρχή , ἀγρονόμοι δὲ ἐκ τῆς ἄλλης χώρας εἰς τὴν ὑπερορίαν ἐκπεμπόντων , ὅπως ἡ χώρα τοῦ τοιούτου ζῴου καθαρὰ
4597403 ἀνοιγεται
καλεῖται Βόσπορος Θρᾴκιος . Ἐντεῦθεν δὲ ἤδη ὁ Πόντος αὐτὸς ἀνοίγεται διθάλασσος ὢν τρόπῳ τινί : κατὰ μέσον γὰρ αὐτοῦ
ἄνωθεν . Ἀπολυθέντος οὖν τοῦ σφηνὸς , διὰ τοῦ ὕδατος ἀνοίγεται ὑπὸ τοῦ ῥεύματος αὐτοῦ ὥσπερ θύρα , πλήρης τοῦ
4593587 ἐκτραπομενος
στρατόπεδον ἱδρυμένον κατὰ νώτου λάβοι , ταύτῃ κατὰ τὴν διώρυχα ἐκτραπόμενος ἐκ τῶν ἀρχαίων ῥεέθρων , καὶ αὖτις , παραμειβόμενος
ὑπενδοὺς ὀκλάσαι , μήτε ῥᾳθυμήσῃ , ὡς παρ ' ἑκάτερα ἐκτραπόμενος πλανᾶσθαι τῆς μέσης καὶ εὐθυτενοῦς διαμαρτὼν ὁδοῦ , μιμησάμενος
4592923 ἐμβαλλει
τὸ λοιπὸν τοῦ ταρσοῦ μέρος ἥμισυ τὸ καθ ' ἑαυτὸν ἐμβάλλει . καὶ τοίνυν ὅταν μὲν ὁ πρότερος εἰρημένος ἐνεργῇ
δὲ Χαδισίου εἰς Ἀγκῶνος λιμένα , ἐν ᾧ καὶ Ἶρις ἐμβάλλει , στάδια ρʹ , μίλια ιϚʹ . Ἀπὸ δὲ
4591356 ἀρχηγετις
τὴν γοργότητα καθιερώσει δὲ ἀντὶ τοῦ θεὸν ποιήσει πημάτων δὲ ἀρχηγέτις ἐπειδὴ παραιτία τῷ Ἡρακλεῖ τῶν ἄθλων ἐγένετο . ἄλλοι
θεοὺς οὔτε πρὸς τὴν Ἀθηνᾶν εἶναι , ἣ κοινὴ μὲν ἀρχηγέτις ἀμφοῖν ταῖν πόλεοιν , τῆς δ ' ἐκείνων τὴν
4586348 δισσας
, μακρότερον τὸ σκέλος φαίνεται παραβαλλόμενον πρὸς τὸ ἕτερον διὰ δισσὰς προφάσιας εἰκότως . ἐπί τε γὰρ τὸ ἀπὸ τοῦ
τὸν ὀφθαλμὸν ὡς ὑπὸ δυεῖν κινεῖται , ὁ δὲ μεμηνὼς δισσὰς ὁρᾷ τὰς Θήβας καὶ δισσὸν φαντάζεται τὸν ἥλιον ,
4585405 ἑωυτην
τῶν ἐν τῷ πλεύμονι , καὶ θερμασίην ἐπάγει ἐφ ' ἑωυτήν : ἢν δὲ ῥηγματίης ἔῃ ὁ τὴν νοῦσον ἔχων
τὸ μὲν παχύτατον ἐμέει , τὸ δὲ λεπτότατον ἕλκει ἐς ἑωυτήν : οὐρέει δὲ καὶ ἐν ταύτῃ ὑπὸ τῶν αὐτῶν
4580084 συριγξ
νόμον ] ἑσπέρα , φησὶν , ἐστὶν ἤδη καὶ ἡ σῦριγξ ἠχεῖ . τοῦτο γὰρ δηλοῖ τὸ δόναξ . τὸ
ἀπέθανεν ; Οἷον ᾄδουσιν αἱ ἀηδόνες , ἡ δὲ ἐμὴ σῦριγξ σιωπᾷ : οἷον σκιρτῶσιν οἱ ἔριφοι , κἀγὼ κάθημαι
4579595 κενωθειη
τοῦτο πράξαντας πολλάκις : εἰ [ δὲ ? ] μὴ κενωθείη , καθιέναι σύμμετρον καθετῆρα πρὸς τὴν ἡλικίαν τοῦ κάμνοντος
τὴν τῆς παχύτητος ἀντιτυπίαν , ἀόρατον δέ ἐστιν , εἰ κενωθείη διὰ λεπτότητα τῆς ὕλης βίᾳ περιχυθείσης ἐκρυείσης τε τοῦ
4579570 ὑδρειαν
εὔρους ἐντεῦθεν ἅτε ἐπὶ κάταντες ἡ ἐπίχυσις γιγνομένη παρέχοι τὴν ὑδρείαν ὁμαλήν . μετὰ δὲ ταῦτα σχίσαντες περὶ τὴν κεφαλὴν
Ἡρακλέους ἑταίρων συμπλεύσαντα ἐπὶ τῆς Ἀργοῦς αὐτῷ ἐξιόντα δὲ ἐπὶ ὑδρείαν ὑπὸ νυμφῶν ἁρπαγῆναι : Κίον δὲ καὶ τοῦτον Ἡρακλέους
4579344 ὑφορμον
, ἐν ὧι Ἡράκλεια ἡ ὑπὸ Λάτμωι λεγομένη , πολίχνιον ὕφορμον ἔχον . ἐκαλεῖτο δὲ πρότερον Λάτμος ὁμωνύμως τῶι ὑπερκειμένωι
στάδιοι λʹ . ἀκρωτήριόν ἐστιν ὑψηλόν : ἔχει ὕδωρ καὶ ὕφορμον . Ἀπὸ Κριοῦ Μετώπου περίπλους εἰς Βίεννον στάδιοι ιβʹ
4577596 βυσσον
: βιαζόμενον , καταπονούμενον . κατεπειγόμενον , σπουδάζοντα . ποτὶ βυσσόν : πρὸς τὸν βυθόν . ὑποβρυχίοισι : βυθίοις ,
Ἰκάρῳ . κνῆ τυρὸν κνήστι . ἔκοπτε τυρὸν κοπίδι . βυσσόν . πυθμένα . ἐξ ὑπογύου . παρ ' αὐτά
4576635 σκληρη
ποσὶν , ὀσφύϊ , κνήμῃ : βραχὺ βουβῶνες , γαστὴρ σκληρὴ , καὶ ἔντασις ἤτρου ἡ πᾶσα , καὶ ὀδυνώδης
ἄγνοια , παραληρήσεις συχναὶ καὶ ὑποστροφαί : ἡ δὲ γλῶσσα σκληρὴ , καὶ εἰ μὴ διακλύσαιτο , λαλεῖν οὐχ οἷός
4575696 διωρισμενη
τὸ εἶδος , καὶ ἀγαθὸν καὶ καλόν : ἡ γὰρ διωρισμένη ἔννοια τοῦ διωρισμένου ἐστὶ πράγματος : τὸ δὲ ἓν
ἡ περὶ τὰ στρατιωτικὰ , καὶ αὕτη ταῖς πεντάσιν ἑξαχῇ διωρισμένη : ὧν τὴν μὲν μετὰ τοῦ ναυάρχου τάττουσι ,

Back