ὀρῶν καταφέρουσαι πλησίον τοῦ τάφου τοῦ Ἀγαμέμνονος κομίσουσί με . φονεύσασα γὰρ ἡ Κλυταιμνήστρα τὸν Ἀγαμέμνονα καὶ τὴν Κασάνδραν εἰς | ||
αἰτία : καὶ ἢν φονεύσῃ τις , ἐκείνη ἐστὶν ἡ φονεύσασα , καὶ ἢν ἱεροσυλῇ , προστεταγ - μένον αὐτὸ |
τὸ β ἀμορβός καὶ ἀμορβής , . . . . ἀμόργινος : χιτῶνα σημαίνειν ἐκδέχονται , καθὼς καὶ Θηραῖον τὸν | ||
δ ' οὖν καὶ ταύτας εἶναι λέγουσιν . ὁ δὲ ἀμόργινος χιτὼν καὶ ἀμοργὶς ἐκαλεῖτο . καὶ μὴν καὶ τὰ |
ἐπὶ τὴν ΕΔ : καὶ ἡ ΖΔ ἄρα τῷ τοῦ ΒΓΖ τριγώνου ἐπιπέδῳ ἐστὶ πρὸς ὀρθάς . ὥστε καὶ πρὸς | ||
γωνίᾳ , καὶ πάντα πᾶσιν : ὥστε καὶ ἡ ὑπὸ ΒΓΖ ἴση τῇ ὑπὸ ΖΓΕ . ἐπεὶ οὖν ὅλη ἡ |
καὶ νῦν ὅσον εἰς ἀνάμνησιν . Ἀμίλχαρ , ᾧ Βάρκας ἐπίκλησις ἦν , Ἀννίβου τοῦδε πατήρ , ἐστρατήγει Καρχηδονίων ἐν | ||
οἶδα μόνῳ τούτῳ καὶ ὑπερῷον ἄλλο ἐπῳκοδόμηται Μορφοῦς ἱερόν . ἐπίκλησις μὲν δὴ τῆς Ἀφροδίτης ἐστὶν ἡ Μορφώ , κάθηται |
αὐτὴν ὡς τὴν ἀρχὴν ἀπολελωκότα διαφθαρείη τε καὶ μαρανθείη . Ὁδ ' ἐφ ' ἥπατι κακῶς διατεθέντι λεγόμενος τεταρταῖος κατ | ||
αὐτὴν ὡς τὴν ἀρχὴν ἀπολελωκότα διαφθαρείη τε καὶ μαρανθείη . Ὁδ ' ἐφ ' ἥπατι κακῶς διατεθέντι λεγόμενος τεταρταῖος κατ |
εἰς Κρότωνα ἐπεδήμησε , τίνα τε ἔπραξεν ἐν τῇ πρώτῃ ἐπιφοιτήσει , καὶ τίνας λόγους εἶπεν εἰς τοὺς νεανίσκους . | ||
ἐπιφοιτήσει , τοῦτο ἤδη μαθητέον ἐστί : εἰ γὰρ δὴ ἐπιφοιτήσει γε συνεχέως , φαίην ἂν καὶ αὐτὸς θεῖον εἶναι |
τεῖχος καὶ πύργος καὶ φρυκτώριον καὶ διστεγία καὶ κεραυνοσκοπεῖον καὶ βροντεῖον καὶ θεολογεῖον καὶ γέρανος καὶ αἰῶραι καὶ καταβλήματα καὶ | ||
κατοπτεύουσιν ἢ γρᾴδια ἢ γύναια καταβλέπει . κεραυνοσκοπεῖον δὲ καὶ βροντεῖον , τὸ μέν ἐστι περίακτος ὑψηλή : τὸ δὲ |
, ὡς Στράβων ἑβδόμῃ . οὗτοι λέγονται καὶ Τετράκωμοι . Τευθίς , πόλις Ἀρκαδίας . τὸ ἐθνικὸν πατρωνυμικῶς Τευθίδης . | ||
, ὡς Στράβων ἑβδόμῃ . οὗτοι λέγονται καὶ Τετράκωμοι . Τευθίς , πόλις Ἀρκαδίας . τὸ ἐθνικὸν πατρωνυμικῶς Τευθίδης . |
ξυνὼν κακὸς μὲν ἢν τύχῃ γεγώς , τοιούσδε τοὺς ξυνόντας ἐκπαιδεύεται , χρηστοὺς δὲ χρηστός : ἀλλὰ τὰς ὁμιλίας ἐσθλὰς | ||
ποιεῖ , δοκιμάζει , καλλωπίζεται , μετασχηματίζει . ἐπασκεῖ ] ἐκπαιδεύεται , παιδεύεται , μετέρχεται . . . παράβασις . |
φημί φησί . καὶ ὃν τρόπον παρὰ Ἀνακρέοντι τὸ φησίν ἀποκοπὲν φή ἐγένετο , σὲ γάρ φη ταργήλιος , τὸν | ||
θεά ἀπεκόπη τοῦ ὅλου στίχου . ὥστε οὐ πᾶν τὸ ἀποκοπὲν ἀπό τινος ἤδη διὰ τοῦτο καὶ πολύσημον ἔσται . |
δὲ Βάτειαν αὐτήν φησιν . ἔστιν ἑτέρα ἐν Λέσβωι ἀπὸ Ἀρίσβης τῆς Μάκαρος θυγατρός . Ἔφορος δὲ Μέροπος αὐτὴν γενεαλογεῖ | ||
καθ ' Ἑλλάνικον εὑρεθέντι πυρί . Αἴσακος ἦν Πριάμου καὶ Ἀρίσβης τῆς Μέροπος θυγατρὸς μάντις ἄριστος ὃς ὕστερον ἀπωρνεώθη θρηνῶν |
τοῦ εὔρους ὠνομάσθη : Λιβύη δὲ ὑφ ' Ἑλλήνων ἦν ἄγνωστος πάνυ , ἀπὸ δὲ ἔθνους ἐπισήμου Φοινικῶς ὠνομάσθησαν [ | ||
ἄδοξος , ἀκλεής δυσκλεής , ἀνώνυμος , ἀφανής , ἀγνώριστος ἄγνωστος , ἀδόκιμος , ἀζήλωτος : ἐπιβόητος δὲ καὶ ἐπίρρητος |
φύγε . Ἰδών ποτ ' αἰσχρὸν πρᾶγμα μὴ συνεκδράμῃς . Ἰσχυρὸν ὁ νόμος ἐστίν , ἂν ἄρχοντ ' ἔχῃ . | ||
πνεύματος . Ὥσθ ' ὅταν ἐκραγῇ καθάπερ πληγὴν ἐποίησεν . Ἰσχυρὸν γὰρ τὸ ἀθρόον καὶ συνεχὲς ὥσπερ καὶ ἐπὶ τῶν |
λύχνον . ἔχω γὰρ ἐπιτήδειον ἄνδρ ' αὐτῇ πάνυ . πεφυτευμένη δ ' αὕτη ' στὶν ἢ ψιλὴ μόνον ; | ||
ἐγὼ καὶ τοῦτο σημανέω : ἡμῖν οὔτε ἄστεα οὔτε γῆ πεφυτευμένη ἔστι , τῶν πέρι δείσαντες μὴ ἁλῷ ἢ καρῇ |
ἡ βασιλεία τούτῳ μάλιστα ἦν ἡ Ἀργείων προσήκουσα . τοσαῦτα Τροιζηνίοις ἐχόμενα ἱστορίας ἦν , παρὲξ ἢ ὅσαι πόλεις παρ | ||
καὶ αὐταὶ καὶ οἱ παῖδες . εἰσὶ δὲ ἃς Ἀθηναῖοι Τροιζηνίοις γυναῖκας καὶ τέκνα ἔδωκαν σώζειν , ἐκλιπεῖν σφισιν ἀρέσαν |
κοινολεκτούμενα ἀποστρέφονται τὴν ει δίφθογγον , κρηπίς ῥανίς σανίς βολίς θυρίς ἁψίς . πρόσκειται ὀξύτονα διὰ τὸ κατάκλεις καὶ ἀντήρεις | ||
δὲ τὴν θυρίδα τὴν δέσποιναν . ὅπου δὲ μὴ ἔστι θυρίς , ὁ μὲν μέσος τὸν δεσπότην ὁ δὲ δεξιὸς |
νιφόεντι , Ὕδης ἐν πίονι δήμῳ , ” ἡ δὲ Βοιωτιακή : ἐπιφέρει γοῦν τῷ „ λίμνῃ κεκλιμένος Κηφισσίδι „ | ||
ὄχ ' ἄριστος Ὕλῃ ἔνι οἰκία ναίων , ” ἔστι Βοιωτιακή . καὶ προσῆκον Ἕλληνα τὸν Τύχιον Ἕλληνι τῷ Αἴαντι |
. καὶ ἐκ τούτων δὲ ἐδηλώθη ὅτι [ ὁ ] ποδαγρός : ἀρκετὸν μὲν ἦν ἀπὸ τοῦ κλήρου καὶ τοῦ | ||
. καὶ ἐκ τούτων δὲ ἐδηλώθη ὅτι [ ὁ ] ποδαγρός : ἀρκετὸν μὲν ἦν ἀπὸ τοῦ κλήρου καὶ τοῦ |
τὸ ψυχικὸν πνεῦμα ὑγρότητος ἅμα καὶ ψύξεως . ἐὰν οὖν φλεγματικὸς ᾖ μόνον ὁ τὸν λήθαργον ἐργαζόμενος χυμὸς , ὁ | ||
ἡλικίας καὶ ἀπὸ τῆς ἄλλης διαγωγῆς τῷ τοιούτῳ μειρακίῳ ὁ φλεγματικὸς ἐπλεόναζε χυμός . καὶ ἀποροῦσί τινες λέγοντες , τί |
ἀλλὰ πρὸς τὸν καρπὸν ἀπέκλινε . ὅρπηκα : λέγει τὸ βούκεντρον . ἔνδρυον ἑλκόντων μεσάβων : διὰ τὸ εἶναι τὸ | ||
ὁ βουνός ; ἵνα σαφῶς σου μανθάνω . βουπλήξ : βούκεντρον . βούπρῳρος : θυσία τις ἐξ ἑκατὸν προβάτων καὶ |
ἔνιοι τῶν ποιητῶν ἐπίσφατον καλοῦσιν . διαβόητος περιβοήτου διαφέρει . διαβόητος μὲν γάρ ἐστιν ὁ ἐπ ' ἀρετῇ πολυθρύλλητος , | ||
Χαύονα τῆς Μηδίας . . . , : Σεμίραμις ἡ διαβόητος , ἣ πολλαχοῦ τῆς γῆς ἤγειρε χώματα προφάσει μὲν |
. Οἴμοι τάλας , ὡς ὠχρίας ' αὐτὴν ἰδών . Ὁδὶ δὲ δείσας ὑπερεπυρρίασέ σου . Οἴμοι , πόθεν μοι | ||
Νοεῖ μὲν ἕτερ ' ἕτερα δὲ τῇ γλώττῃ λέγει . Ὁδὶ μὲν Ἀναγυράσιος ὀρφώς ἐστί σοι . τούτῳ φίλος Μυνίσκος |
, τὸ δὲ δέρας ἔδωκε τῇ Ἀταλάντῃ . Ἀλθαία δὲ λυπηθεῖσα ἐπὶ τῇ τῶν ἀδελφῶν ἀπωλείᾳ τὸν δαλὸν ἧψε , | ||
Γλαύκην διὰ τὸ εἶναι αὐτὴν εὐειδῆ : δι ' ἣν λυπηθεῖσα ἀνῄρηκε τὰ τέκνα αὐτῆς Μέρμερον καὶ Φέρητα . τὴν |
τυγχάνει οὖσα ; ” Φερεφάττα Πλάτων μόνος : Φερσεφόνη καὶ Περσεφόνη οἱ λοικοί . Περσέφασσα δὲ ποιητικώτερον . Φηγοί . | ||
Δαείραι . . . . . : Δάειρα : ἡ Περσεφόνη παρὰ Ἀθηναίοις , παρὰ τὴν δᾶιδα , ἐπειδὴ μετὰ |
ἀμφότερα οὖν λυπηρά ἐστι τῷ πνεύματι τῷ ἁγίῳ , ἡ διψυχία καὶ ἡ ὀχυξολία . ἆρον οὖν ἀπὸ σεαυτοῦ τὴν | ||
γὰρ πίστις πάντα ἐπαγγέλλεται , πάντα τελειοῖ , ἡ δὲ διψυχία μὴ καταπιστεύουσα ἑαυτῇ πάντων ἀποτυγχάνει τῶν ἔργων αὐτῆς ὧν |
ἀνώτερον ὑπεδείξαμεν , ἄγνωστος ὀφείλει τυγχάνειν καὶ ὁ ἐλλιπής : ἀνεύρετος δέ γέ ἐστιν ὁ ἀπηρτισμένος , ὡς παρεστήσαμεν : | ||
ὑπερβολὴν τῆς εὐδαιμονίας . κατὰ μὲν οὖν τοὺς παλαιοὺς χρόνους ἀνεύρετος ἦν διὰ τὸν ἀπὸ τῆς ὅλης οἰκουμένης ἐκτοπισμόν , |
κατέχουσι , καθοπλίζονται . Πόρος : τὸ αἰδοῖον , καὶ ὀπὴ , ὁ αὐλίσκος : πόρος ἄρσενος τὸ αἰδοῖον , | ||
κλίμακα αὐτῷ κομίζουσι στενὴν καὶ ἐλαφράν . καταβάντι δέ ἐστιν ὀπὴ μεταξὺ τοῦ τε ἐδάφους καὶ τοῦ οἰκοδομήματος : σπιθαμῶν |
ἑαυτοῖς καὶ τοῖς φαινομένοις . ἢ οὕτως . αἵρεσίς ἐστι πρόσκλησις ἐπὶ πλήθει δογμάτων ἀκολουθίαν ἐχόντων πρὸς ἄλληλα ἐφ ' | ||
, μὴ οὖσα δίκη , ἐρήμην ὀφλεῖν , ἐνεπισκήψασθαι , πρόσκλησις , ἔφεσις , ἔκκλητοι δίκαι , ἀπὸ συμβόλων δικάζεσθαι |
τοῦ ν γύννις , τὸ δὲ λάτρις λάτριδος παρὰ τὸ λάτρον ἐστί , τὸ δὲ εὖνις εὔνιδος παρὰ τὸ εὐνή | ||
: Καλλίμαχος , οἷον : δέκα δ ' ἄστριας αἴνυτο λάτρον . εἴρηται δὲ ὑποκοριστικῶς : ὡς γὰρ ὁ Παρθένιος |
τοῖς οἰκείοις καὶ φίλοις , ὡς ἂν εἴποι τις , καταλείπουσα τοῖς ἀγαπῶσι μνημεῖον . ὁ δὲ κόσμος ἦν περὶ | ||
τε καὶ σύζευξιν ποιεῖσθαι χρεών . ἐὰν δὲ τελευτᾷ γυνὴ καταλείπουσα παῖδας θηλείας τε καὶ ἄρρενας , συμβουλευτικὸς ἂν εἴη |
, καὶ μᾶλλον ἐπήρατος ἱπποβότοιο . οὐ γάρ τις νήσων ἱππήλατος οὐδ ' εὐλείμων , αἵ θ ' ἁλὶ κεκλίαται | ||
ἤδη ἑτοῖμοι . πολλή τοι Σπάρτη , πολλὴ δ ' ἱππήλατος Ἦλις Ἀρκαδίη τ ' εὔμηλος Ἀχαιῶν τε πτολίεθρα Μεσσήνη |
νικήσετε , ἐκ μεταφορᾶς τῶν τρεχόντων . ἀγοραίου Διός : Ἀγοραῖος Ζεὺς ἵδρυται ἐν τῇ ἀγορᾷ καὶ ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ | ||
: Λύσιππος ἐποίησεν αὐτὸν Σικυώνιος , καὶ πλησίον Ἑρμῆς ἕστηκεν Ἀγοραῖος . ἐν δὲ τῷ γυμνασίῳ τῆς ἀγορᾶς ὄντι οὐ |
τοῦ Μακεδόνος . Πύδνα ] τὸ Κίτρος . Ποτίδαια ] Κασάνδρεια . πολιορκούμενα ] ὑπὸ Φιλίππου . ἑνὶ τῷ πρώτῳ | ||
ἡ πρότερον μὲν Ποτίδαια , Κορινθίων κτίσμα , ὕστερον δὲ Κασάνδρεια ἀπὸ τοῦ αὐτοῦ βασιλέως Κασάνδρου ἀναλαβόντος αὐτὴν ἀνατετραμμένην : |
ὁ δὲ χειμερινὸς τροπικός , ὁ δὲ ἀνταρκτικός τε καὶ ἀφανής . λοξὸς δὲ τοῖς τρισὶ μέσοις ὁ καλούμενος ζωιδιακὸς | ||
καὶ ὅτε μὲν ἔστρεφε τὴν σφενδόνην τοῦ δακτυλίου , ἐγίνετο ἀφανής , ὅτε δὲ ἀντέστρεφε πάλιν , ἐγίνετο ἐμφανὴς τοῖς |
. ἀλλ ' ἐπεὶ καὶ τῶν ἐν τοῖς σώμασι διαστημάτων τριττή τις ἡ φύσις , ἡ μὲν ἀρχηγέτις ἐφ ' | ||
λόγον τῶν εἰσιόντων [ . . ] . Μεμαθήκαμεν ὅτι τριττή ἐστιν ἡ πέψις : ἔστι γὰρ πρώτη ἡ χυλοποίησις |
τοιῷδ ' ἀπαμείβετο μύθῳ : ποιμὴν εἰροπόκων ὀίων , συρικτὰ Μενάλκα , οὔποκα νικασεῖς μ ' , οὐδ ' εἴ | ||
νόμιον , ἐν ᾧ ἐστι : μακραὶ δρύες , ὦ Μενάλκα . Ἀριστόξενος δέ φησιν : ᾖδον αἱ ἀρχαῖαι καλύκην |
λάβεν , αἶψα δ ' ἀναστὰς ἠπείλησεν μῦθον ὃ δὴ τετελεσμένος ἐστί : τὴν μὲν γὰρ σὺν νηῒ θοῇ ἑλίκωπες | ||
? σωφροσύνης . [ μεδων ! ! ] ἔπαινον ? τετελεσμένος φύσει [ ἄκριτος ] ἔφυς τὰ διπλᾶ τῶν ἀρετάων |
' ὅσον τάχος φυγάς , καὶ μήτ ' Ἀθήνας τὰς θεοδμήτους μόληις μήτ ' εἰς ὅρους γῆς ἧς ἐμὸν κρατεῖ | ||
ἄγαλμα σύγγονόν τε σήν . ὅταν δ ' Ἀθήνας τὰς θεοδμήτους μόληις , χῶρός τις ἔστιν Ἀτθίδος πρὸς ἐσχάτοις ὅροισι |
] ἡ γυνή . περὶ γυναικὸς λέγει . ἀλλ ' ἐσπάθα : κατανήλισκε καὶ κατήσθιεν . διὰ τοῦτο οὐκ ἀργὸς | ||
Δημοσθένης ” ταῦτ ' ἤδη ἐσπαθᾶτο καὶ ἐδημηγορεῖτο “ . ἐσπάθα ] ἐσπατάλα , κατέκοπτε . ἂν ] ἴσως . |
' ἕκαστον κινήσεις μεταφέρεσθαι , οἷον οἰκοδόμησιν αὔξησιν ἰάτρευσιν . δήλη δὲ ἡ μετάθεσις μεταλαμβανομένου τοῦ δυνάμει καθ ' ἕκαστον | ||
' ὀξὺν καὶ διακαῆ πυρετὸν ταῦτα ποιεῖ : τότε γὰρ δήλη ἐστὶν ἡ αἰτία καθ ' ἣν τοῦτο ποιεῖ , |
. Βαθυκόλπου ] Ὅτι ἐν Ἐλευσῖνι Δήμητρός ἐστιν ἀγὼν τὰ Δημήτρια , ἃ καὶ Ἐλευσίνια λέγεται . Ἐμὲ δ ' | ||
καὶ Πάνδια , Ἀθηνᾶς Παναθήναια , Ἥρας Ἥραια , Δήμητρος Δημήτρια καὶ θεσμοφόρια καὶ Ἐλευσίνια , Κόρης παρὰ Σικελιώταις θεογάμια |
διὰ τὸ νυμφεύω νυμφίος . . . . ἀμφίπολος : θεραπαινίς : παρὰ τὴν ἀμφί πρόθεσιν καὶ τὸ πολῶ , | ||
κεκλεισμένον , ἤρασσε μετὰ σπουδῆς . ἐπεὶ δὲ ἀνέῳξεν ἡ θεραπαινίς , ἐπιπεσὼν τῇ Καλλιρόῃ τὴν ὀργὴν μετέβαλεν εἰς λύπην |
ἥκουσιν Μεγα - ρόθεν , εἰσὶ δέ / Κορίνθιαι : Λαὶς μὲν ἡδὶ Μεγακλέους . Τίμαιος δ ' ἐν τῆι | ||
; νυνὶ μὲν ἥκουσιν Μεγαρόθεν , εἰσὶ δὲ Κορίνθιαι : Λαὶς μὲν ἡδὶ Μεγακλέους . Τίμαιος δ ' ἐν τῇ |
. ὅθεν καὶ κώδιον , ἐφ ' ᾧ κοιμώμεθα . Κορυφή . τὸ μέσον τῆς κεφαλῆς . ὅτι τοῦ κέρατος | ||
χώρα πολυώνυμος , ὡς πολυίστωρ „ γῆ Ὀλυμπία Ὠκεανία Ἐσχατιά Κορυφή Ἑσπερία Ὀρτυγία Ἀμμωνίς Αἰθιοπία Κυρήνη Ὀφιοῦσσα Λιβύη Κηφηνία Ἀερία |
ὀσφραντῶν αἰσθητήριον , ἀλλ ' ἡ ἐντὸς μαστοειδὴς τοῦ ἐγκεφάλου ἀπόφυσις , οὐδὲ τὸ οὖς ἀκουστικὸν πρῶτον , ἀλλ ' | ||
κεφαλὴ διαρθροῦται . ἔστι δὲ καὶ ἄλλη τις ταύτης ἔσωθεν ἀπόφυσις ὀξεῖα καὶ σμικρά : καλοῦσι δ ' αὐτὴν οἱ |
ξυμβαλόντας ἀλλήλοις εἰς μάχην οὐκ ἂν ἅπερ ἔπαθον ἐμαντεύσατο ; ξυναυλίαν δὲ δορὸς λέγει τὴν ἕνωσιν καὶ τὴν συμβολὴ τοῦ | ||
Ἴαινα ἱερόλας ἱκτορεύσομεν ἐν στερνομάντεσι ὡς ἐπιψάλλειν βίδην τε καὶ ξυναυλίαν ˘ – βοᾷ τις , ὤ : ἀκούετ ' |
. διαλλακτῆρι δ ' οὐκ ἀμεμφεία φίλοις , οὐδ ' ἐπίχαρις Ἄρης . σιδηρόπληκτοι μὲν ὧδ ' ἔχουσιν σιδηρόπληκτοι δὲ | ||
γελοίῳ τὸν ἔλεγχον . , , , . . σεμνόν ἐπίχαρις ὁ αὐτὸς σεμνότατος ὢν καὶ σπουδαστικώτατος , ὅμως ἐπίχαρις |
νεμέτωρ ἐπίδοι κοταίνων . τέταρτος ἄλλος , γείτονας πύλας ἔχων Ὄγκας Ἀθάνας , ξὺν βοῇ παρίσταται , Ἱππομέδοντος σχῆμα καὶ | ||
Ὄγκας ὀνομαζομένης , καὶ τάδε ἐπ ' αὐτῷ ἐπεγέγραπτο : Ὄγκας τῆς Διός ἐστιν Ἀθήνης ὅν ποτε Κάδμος εἵσατο βοῦν |
? ἡ αὐτή . ἐκλήθη δὲ Γῆ μὲν νόμωι , Μήτηρ ? δ ' ὅτι ἐκ ταύτης πάντα γίνεται [ | ||
Μητέρα ἀπολιπὼν τῇ Νύμφῃ συνῆν . Καὶ διὰ τοῦτο ἡ Μήτηρ τῶν Θεῶν ποιεῖ μανῆναι τὸν Ἄττιν , καὶ τὰ |
, ὅταν ἴσαι γένωνται , νικᾶι ὁ κατηγορούμενος . κἂν ἰσόψηφος κριθῆι ] κἂν ἴσαι δὲ γένωνται αἱ ψῆφοι , | ||
ἐπεὶ διεφύλαξεν αὐτὴν ἁγνὴν παρθένον ὁ Λυγκεὺς , οὐκ ἐφαίνετο ἰσόψηφος ταῖς ἀδελφαῖς , ἀλλὰ μονόψηφος ἐγένετο , ψῆφον ἤνεγκε |
ὁ μὲν γὰρ πλασθεὶς νοῦς ἐστι γεωδέστερος , ὁ δὲ ποιηθεὶς ἀυλότερος , φθαρτῆς ὕλης ἀμέτοχος , καθαρωτέρας καὶ εἱλικρινεστέρας | ||
δὲ ἀληθῆ λέγουσιν οὗτοι , δῆλός ἐστιν ἐξ ἀρχῆς Ἰφιγενείᾳ ποιηθεὶς ὁ ναός . ἔστι καὶ Ἀπόλλωνος ἱερὸν ἐς τὰ |
τῆς τε λευκῆς τοῖς φύλλοις καὶ τῆς μελαίνης ἡ ῥίζα στρυφνὴ τυγχάνει τὰ δὲ φύλλα διαφορεῖ . οὕτω δὲ καὶ | ||
ἔστι δὲ κἀν τοῖς βλαστοῖς αὐτοῦ κἀν τοῖς φύλλοις ἡ στρυφνὴ ποιότης οὐκ ὀλίγη . Μηδίου ἡ μὲν ῥίζα αὐστηρά |
αὐτόν : καὶ σύ , ὦ Ἑρμῆ , συνανάσπασον . Ποῦ νῦν καθεδεῖται ; μεστὰ γὰρ πάντα , ὡς ὁρᾷς | ||
ἀνὴρ τρέφει ; Καὶ ποῦ πέος ; Ποῦ χλαῖνα ; Ποῦ Λακωνικαί ; Ἀλλ ' ὡς γυνὴ δῆτ ' ; |
αἵματι καὶ τὸ μέλαν ἐν τῷ τῆς σηπίας χυμῷ . Ποιότης ἐστὶ καθ ' ἣν ποιοί τινες λέγονται : εἰ | ||
θάτερον παρὰ θατέρου , οὕτω καὶ ἐπὶ τοῦ μεγέθους ; Ποιότης μὲν γὰρ ποιότητι συνελθοῦσα οὐκ ἐκείνη οὖσα , ἀλλὰ |
Ὁπλοσμίας ἤτοι τῆς Ἥρας ηὐτρεπισμένον καὶ ἑτοιμασθέντα ταῖς σφαγαῖς . θουρὰς ἡ ὁρμητικὴ πόρνη λέγεται ἡ κατωφερὴς ἀπὸ τοῦ θουρᾶσθαι | ||
φοιτάδος πλάνης τῶν κακῶν τε πημάτων , ὅταν ἡ θρασεῖα θουρὰς καὶ ὁρμητικὴ κύων ἤγουν ἡ γυνὴ Διομήδους Αἰγιάλεια οἰστρήσῃ |
ἠρεμία . ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τῆς ἀναπνοῆς ἐστιν εἰσπνοὴ καὶ ἐκπνοή , καὶ μεταξυλαβεῖται ἠρεμία . ἐν ταύταις οὖν ταῖς | ||
' ὃν ἤτοι κόπρος ἐμεῖται , ἢ δυσώδης ἐστὶν ἡ ἐκπνοή , πολλάκις δ ' ἡ ἐρυγὴ τοιαύτη γίνεται , |
οὐ δυνάμεθα . Βιοῖ γὰρ οὐδεὶς ὃν προαιρεῖται βίον . Βίος κέκληται δ ' ὡς βίᾳ πορίζεται . Βροτοῖς ἅπασιν | ||
τοῖς πατρίοις ὕμνοις ὑπὸ Ῥωμαίων ἔτι καὶ νῦν ᾄδεται . Βίος δ ' αὐτοῖς ἦν βουκολικὸς καὶ δίαιτα αὐτουργὸς , |
ἀτραπὸν μέσην τε καὶ λεωφόρον βαδίζειν . ” Ὁ δὲ Ἰουβὰλ οὗτος ” φησίν „ ἐστὶ πατὴρ ὁ καταδείξας ψαλτήριον | ||
. τῷ γὰρ Λάμεχ ἐγένοντο τρεῖς υἱοί , Ὠβὴλ , Ἰουβὰλ , Θοβέλ . καὶ ὁ μὲν Ὠβὴλ , ἐγένετο |
, τούτοις δέδοται ἔργα ἄνομα , ἅπερ αὐτῶν ἡ ψυχὴ μαινομένη ποιήσει κακαῖς βουλαῖς ὥσπερ ἐλαυνομένη δαίμονι οὐκ ἀγαθῷ , | ||
ἡ δὲ γυνὴ ἐκείνη τίς ἐστιν ἡ ὥσπερ τυφλὴ καὶ μαινομένη τις εἶναι δοκοῦσα καὶ ἑστηκυῖα ἐπὶ λίθου τινὸς στρογγύλου |
μὴ ἡμῖν προσέχειν , ὦ μῶρε . γυνὴ τὴν ὥραν διαπρεπής , σώφρων τὸν τρόπον . ὃ δὲ ὁρᾷ τὴν | ||
ἥρωας . Οὐ μόνον δὲ τοιούτους ἥρωας ἔθρεψεν , ἀλλὰ διαπρεπής ἐστι καὶ τὰ ἐν ἀνδράσι , τουτέστι καὶ ἄνδρας |
δορκάς , βούβαλος , τραγέλαφος , πύγαργος , ὄρυξ , καμηλοπάρδαλις . ἀεὶ γὰρ τῆς ἀριθμητικῆς θεωρίας περιεχόμενος , ἣν | ||
, πάνθηρες ἑκκαίδεκα , λυγκία τέσσαρα , ἄρκηλοι τρεῖς , καμηλοπάρδαλις μία , ῥινόκερως Αἰθιοπικὸς εἷς . Ἑξῆς ἐπὶ τετρακύκλου |
καὶ Ἀπολλώνιος δέ φησιν ὁ Τύριος ὅτι ἰσχνὸς ἦν , ὑπομήκης , μελάγχρωςὅθεν τις αὐτὸν εἶπεν Αἰγυπτίαν κληματίδα , καθά | ||
παλαιστιαίων δὲ τῶν διαπηγμάτων , ἐγένετο συμπηγία τοῦ τονίου τετράγωνος ὑπομήκης . ἐξέσται δὲ τῷ βουλομένῳ καὶ τὰ πλευρὰ κολοβώτερα |
πόλιν . πάντα τὰ τοιαῦτα οἱ κωμικοὶ ποιοῦσι παρῳδοῦντες . ἀμβλύτερος : Θουκυδίδης . ἄμβωνες : οἱ λόφοι τῶν ὀρῶν | ||
ἤθελεν : ἐν δ ' αὖ πλήθει πραγμάτων καὶ ἐραστὴς ἀμβλύτερος εἰς ἐρώμενον ἂν εἴη . δεῖ δὴ τοῦ γε |
δὲ δύναται μέν , κωλύειν δὲ οὐ βούλεται , τοῦτο φθονεροῦ καὶ κακοποιοῦ . λέγομεν τοίνυν πρὸς τοῦτο ὅτι τὸ | ||
οὕτως , ἡ προαίρεσις καὶ ἡ φύσις τοῦ ἀγῶνος ἀνδρὸς φθονεροῦ τυγχάνει καὶ πονηροῦ καὶ βασκάνου . ἐπὶ τὸ ἕτερον |
ἐπτηχότων καθάπερ ἐν προσδοκίᾳ βροντῆς ἢ σεισμῷ πάντα κινοῦντι ἔρχεται Φήμη , ἡ θεὸς ἧς πόρρω τὸ ψεῦδος , τὸν | ||
γενεαῖς ὕμνησεν Ἡσίοδος ποιήσας τὰ ἔπη ταῦτα ἃ πάντες ᾄδουσι Φήμη δ ' οὔτις πάμπαν ἀπόλλυται ἥντινα πολλοὶ λαοὶ φημίξωσι |
. Φιλομήλα μὲν δὴ Τηρεὺς ἦν βοῶσα τῷ φόβῳ , Πρόκνη δὲ τὸν Ἴτυν θρηνοῦσα Ἴτυ Ἴτυ ἐλεεινῶς ἐφθέγγετο . | ||
ἀνήρ : αἱ δύο γυναῖκες , Φιλομήλα χελιδών , καὶ Πρόκνη ἀηδών . πόλις αὐταῖς Ἀθῆναι . Τηρεὺς ὁ ἀνήρ |
ἔνι δ ' ἵμερος , ἐν δ ' ὀαριστύς , πάρφασις , ἥτ ' ἔκλεψε νόον πύκα περ φρονεόντων , | ||
ἢ πληθυντικῶς πάρεισιν . παρηέρθη παρηνέχθη . παραρητοῖσι παραμυθητικοῖς . πάρφασις παραμυθία . παρελεύσεται παραδράμει , παραλογιεῖται . μετενήνεκται δὲ |
τε καὶ προσθυμίας , καίτοι ὀλίγα ἀποκρίνηται . σοαʹ . Λειεντερία ἐστὶ πάθος ἐπὶ δυσεντερίᾳ τὰ πολλὰ γινόμενον , ὥστε | ||
μὴ κακόηθες , ἢ μή , τὸ νόσημα διασημαίνεται . Λειεντερία δ ' ἐκ μεταπτώσεως τὸ πλέον γινομένη , χρονισάσης |
ἔχει καὶ κόρον , καὶ παρίσταται ταχὺ καὶ παύεται . ὀλιγοχρόνιος γὰρ ὁ καιρός ἐστι πρὸς ἑταίραν ἀνδρὶ μὴ σφόδρα | ||
ἄλλου λόγου φησίν : εἴρηται δὲ ὅτι ὁ μὲν τριταῖος ὀλιγοχρόνιος μὲν , ἀκίνδυνος δὲ , ὁ δὲ ἀμφημερινὸς καὶ |
τὸ ἵημι τὸ σημαῖνον τὸ πέμπω ἑτός καὶ ἄφετος καὶ ἄνετος . . . . ἀνέγναμψαν : αὐτὰρ ἐμοὶ δεσμὸν | ||
ἄνω . τὰ δὲ ἔχοντα Α ὁμοίως : ἄργετος ἄρετος ἄνετος πάγετος , ὅπερ ὀξύνει ἡ συνήθεια . ἔτι ὀξύνεται |
, εἰ μὴ παραβληθείημεν τῇ Ἑλένῃ . ἥ γε μὴν νεολαία ἐστὶ κυρίως ὁ ἐκ νέων λαός . ὅτι δὲ | ||
στυγερὰ καὶ μισητή τις ἀχλὺς καὶ θλίψις . πᾶσα γὰρ νεολαία καὶ ἡ τῶν Περσῶν ἡλικία καὶ νεότης ἐξαπόλωλε καὶ |
Ἑρμοῦ στάσιν ἐπὶ τοῦ μεσουρανήματος , ἀμφοτέρων ὄντων ὑπαύγων , περιφανὴς δὲ διὰ τὸ τοὺς δ ἀστέρας ἐν τῷ μεσουρανήματι | ||
πλείστου πειρῴμην . αὐτὰ γὰρ ταῦτ ' ἐστὶ καὶ συκοφαντία περιφανὴς καὶ ἀπόδειξις ἐναργὴς τοῦ μηδὲν συκοφαντίας ἐλλείπειν . ἃ |
φυτῷ λεγομένη . λέγεται δὲ ἀπὸ τοῦ φυτοῦ Θρυόεις καὶ Θρυόεσσα . κεῖται δ ' ἡ πόλις περὶ τὸν Ἀλφειόν | ||
ὅτι Θρύον εἶπε τὴν ἐν ἄλλοις Θρυόεσσαν ἔστι δέ τις Θρυόεσσα πόλις . . . . Οἰχαλίηθεν : ὅτι Θεσσαλίας |
ἀραιός ἐστι : σομφός : ἔστι δὲ καὶ ψυχρὸς καὶ ὀξώδης ὑπὸ τῆς φύσεως πρὸς τὸ διεγείρειν τὸν στόμαχον εἰς | ||
ὑπονοεῖν δεῖ ψυχρὰν λέγειν τὴν δυσκρασίαν : πολλάκις γὰρ καὶ ὀξώδης τροφὴ καὶ στρυφνὴ τὴν ὀξώδη παρεσκεύασεν ἐρυγὴν φανῆναι : |
ἐρυθρότερα διεσπασμένα περὶ δυσμάς , ἀνομβρίαν δηλοῦσι . καὶ γλαὺξ ᾄδουσα συνεχῶς ἐν νυκτί , καὶ κορώνη πρᾳέως ἐν ἡμέρᾳ | ||
ματτομένων : Τῶν προσοψημάτων . μινυρομένη : Ἀντὶ τοῦ ἠρέμα ᾄδουσα . τῶν Ἰωνικῶν : Τῶν τρυφηλῶν . Ἴωνες τρυφηλοί |
ὅντινα τὸν Ὑψέα ποτὲ ἐν ταῖς ἐξοχαῖς τῆς Πίνδου ἡ Ναῒς εὐφρανθεῖσα τῇ τοῦ Πηνειοῦ μίξει ἐγέννησε Κρέουσα Γῆς οὖσα | ||
' ἔλακεν – – ˘ αἰάγμασι στένουσα νύμφα τις οἷα Ναῒς ὄρεσι † φυγάδα γάμων † ἱεῖσα γοερόν , ὑπὸ |
λέγειν ὅτι οὐκ οἴδαμεν , εἰ ἔστι τις Δημήτηρ ἢ Κόρη ἢ Πλούτων : ἵνα μὴ λέγω , ὅτι νυκτὸς | ||
μὲν ἡ γῆ καλεῖται , ὅτι πάντων ἡ γῆ μήτηρ Κόρη δὲ νῦν καὶ Περσεφόνη , τὰ ἐκ τῆς γῆς |
. . † τῆς μεταξὺ Ἀταρνέως τε καὶ Περγάμου πολίχνη ἐρήμη ἐκμεμεταλλευμένα ἔχουσα τὰ χωρία . . . : ὑπονοεῖ | ||
, ἵνα τὸ μαντεῖον ἦν τοῦ Ἄμμωνος . ἔστι δὲ ἐρήμη τε ἡ ὁδὸς καὶ ψάμμος ἡ πολλὴ αὐτῆς καὶ |
. Αἰγυπιὸς δ ' οὐδὲν ἐπιλεξάμενος ὧν εἰς αὐτὸν ἐμηχανᾶτο Νεόφρων μίγνυται τῇ μητρὶ δοκῶν εἶναι Τιμάνδρην : καὶ ἐπεὶ | ||
καὶ μέγεθος οὐχ ὅμοιοι , ἀλλὰ ἐλάττων ὄρνις αἰγυπιὸς ἐγένετο Νεόφρων , ἡ δὲ Βουλὶς ἐγένετο πῶυγξ καὶ αὐτῇ τροφὴν |
καὶ τὰ κατεστωμυλμένα κόβαλα ἔλεγον , ὡς Ἀριστοφάνης ἐν Βατράχοις κόβαλά γ ' ἐστὶν , ὡς καὶ σοὶ δοκεῖ : | ||
καὶ δημοκόπος καὶ κόβαλος , ὁ κομψός : καὶ μὴν κόβαλά γ ' ἐστὶν ὡς καὶ σοὶ δοκεῖ [ . |
ἐσθ ' ἕδρα , ἐπείπερ ἐστὶ Θεσμοφορίων ἡ μέση . Τοῦτ ' αὐτὸ γάρ τοι κἀπολεῖν με προσδοκῶ . Αἱ | ||
ἄλλα πολλὰ τοιαῦτα μυθολογῶ , οὐδέν τι μᾶλλον μεταθήσῃ ; Τοῦτ ' ἀληθέστερον εἴρηκας , ὦ Σώκρατες . Φέρε δή |
ᾧ μάντις ἦν τις ἐγκαθημένηἢ ἡ λάλος σίβυλλα ἡ θυγάτηρ Νησοῦς ἢ ἡ Σφὶγξ ἡ ἐν τῷ Φικίῳ τῶν Βοιωτίων | ||
Σειρῆνος ἐστέναξε λοίσθιον μέλος , Κλάρου Μιμαλλὼν ἢ Μελαγκραίρας κόπις Νησοῦς θυγατρός , ἤ τι Φίκιον τέρας , ἑλικτὰ κωτίλλουσα |
οὐκ ἄκλητος , ἀλλ ' ὑπάγγελος : νέαν φάτιν δὲ πεύθομαι λέγειν τινὰς ξένους μολόντας οὐδαμῶς ἐφίμερον , μόρον γ | ||
ὑμᾶς ἀποδέχομαι , ὡς ἴστε αὐτοί , ὅτι δαμοτικώτατα . πεύθομαι ὡς πέρυτι ἐγένετο ὑμῶν ἁλία παρὰ τὸν Λυδὸν ἐς |
καὶ τὰ θέατρα ἐκβεβαρβάρωται καὶ εἰς μεγάλην διαφθορὰν προελήλυθεν ἡ πάνδημος αὕτη μουσική , καθ ' αὑτοὺς γενόμενοι ὀλίγοι ἀναμιμνησκόμεθα | ||
καὶ γάρ ἐστιν ἐκεῖ Ἀφροδίτη οὐρανία , ἐνταῦθα δὲ γίγνεται πάνδημος οἷον ἑταιρισθεῖσα . Καὶ ἔστι πᾶσα ψυχὴ Ἀφροδίτη : |
τῆς ὅλης πράξεως : ταχεῖα δὲ διὰ τὸ κέρδος ἐγένετο μετάνοια καὶ πρὸς αὑτὸν εἶπεν “ ἔστω καὶ αὐτὴ τῶν | ||
καὶ βασανίζει , ὅτι ἥμαρτεν . βλέπεις οὖν ὅτι ἡ μετάνοια σύνεσίς ἐστιν μεγάλη , Διὰ τοῦτο οὖν , φημί |
εὐχερῶς εὑρισκόμενα , καὶ εἰς τὰς ἐπικρίσεις τῶν συνθέτων δυνάμεων εὔχρηστος ἡ γνῶσις : ἔτι δ ' εἰς τὰς εὑρέσεις | ||
ἐνεργήματος [ αἵματος ] , ὥστε οὐδὲ πρὸς σύλληψίν ἐστιν εὔχρηστος . ἀμέλει τινὲς μὲν ἐξ ὅλου μὴ κεκαθαρμέναι συλλαμβάνουσιν |
τοῦδε τοῦ χωρίου τὸν ἵππον ἐξήνυσεν . πολὺ δὲ τούτου ἐνδικώτερον ἐπαινοῖτο ἂν ὅστις καὶ ἐς τὰ εἴκοσι προύβη . | ||
πιστὸν οὐδὲν μᾶλλον ἢ καπνοῦ σκιά γῆρας γὰρ ἥβης ἐστὶν ἐνδικώτερον × – ἀφ ' οὗ δὴ Ῥήγιον κικλήσκεται Κύπρου |
. κήρυκες κεκαυμένοι καὶ πορφύραι καὶ ὄστρεα ἐπὶ τῶν ἤδη σκιρρουμένων καὶ χρονιζουσῶν παρωτίδων ἐπιτήδεια : γίνεται γὰρ ἄλυπόν τε | ||
ὑγρότης ἐν αὐτοῖς ᾖ παρὰ φύσιν , ὡς ἐπὶ τῶν σκιρρουμένων . Ὁποίαν ἄν σοι τὸ ἀποιότατον ὕδωρ αἴσθησιν γευομένῳ |
ἡ Σελήνη κατὰ τὸ Λάτμιον ὄρος τῆς Καρίας κυνηγετοῦντος . φιλοκύνηγος δὲ ὢν ἡμέρας ὕπνωττε , κατὰ τὰς νύκτας δὲ | ||
παρὰ τῶν πατέρων αἰτησάμενος αὐτὴν ἠγάγετο γυναῖκα . ἦν δὲ φιλοκύνηγος : μεθ ' ἡμέραν μὲν ἐπί τε λέοντας καὶ |
. ἐν δὲ τῷ ὑπομνήματι καὶ ταῦτα τῆς Ἠλέκτρας : ἔκανες ἔθανες : ἐφόνευσας . ὅθεν τὸ κανοῦν λέγεται , | ||
μητρί γε , σοὶ δ ' οὔ . κἄπειτ ' ἔκανες ; σέ γε πημαίνους ' . ὤμοι , φιλίου |
ἦν ἡμῖν ἡ σπουδὴ τὸν ἄνδρα ἀρέσαι λόγοιςτούτου τοίνυν ἀδελφὸς Ἀκόντιος ὢν κηδεστὴς Εὐτροπίου γίνεται , τοῦ Κέλσου ἀδελφοῦ , | ||
οἷς ἐπίστανται μεγάλους ὄψεταί τις καὶ τοῖς ἄλλοις μεγάλους . Ἀκόντιος ἀδελφὸς Ἀντωνίνου τοῦ Ἀρμενίουτὸν δὲ Ἀντωνῖνον αὐτὸς μὲν ἔτι |
ῥοθίοις μελαινόμενον καὶ σφοδρὰ κύματα ἔχοντα . ἔστι δέ τις αἰπεῖα : Προποντίς ἐστι τὸ μετὰ τὸν Ἑλλήσποντον πέλαγος , | ||
„ . τοπικῶς δὲ ” ἔστι δέ τις προπάροιθε πόλιος αἰπεῖα Κολωνή ” . . . . . . Χ |
τοῖς τιμίοις τὴν εὐδαιμονίαν συνταττομένην . ἀρχὴ γάρ ἐστιν ὡς τελικὴ αἰτία . διὰ γὰρ τὴν εὐδαιμονίαν τὰ λοιπὰ πάντα | ||
Διονῦ , ἃ παρῄτηται τὸ ι , ὅτι ἡ υι τελικὴ οὐ γίνεται . Φησὶ δὲ ὅταν ἔχῃ τὴν αἰτιατικὴν |
ἄγραν πορεύονται καὶ τὰ ληφθέντα θέντες ὁμοῦ διαιροῦσιν ἀλλήλοις . Ἀργυρίππα δὲ πόλις ἐστὶν ἐν Ἰταλίᾳ ἣν ἔκτισε Διομήδης καὶ | ||
ἐκ τῶν περιβόλων δῆλον , τό τε Κανύσιον καὶ ἡ Ἀργυρίππα , ἀλλὰ νῦν ἐλάττων ἐστίν . ἐκαλεῖτο δ ' |
ῥέοντα Ἰδαῖόν τε σεμνὸν ἄντρον , ἱκέτας σέθεν ἔρχομαι Λυδίοις ἀπύων ἐν αὐλοῖς , αἰτήσων πόλιν εὐανορίαισι τάνδε κˈλυταῖς δαιδάλλειν | ||
φέρειν σε ἐπὶ τελευτὴν υἱῶν παρισταμένων . ἄλλως : Λυδίοις ἀπύων ἐν αὐλοῖς : βοῶν . ᾄδων . ἢ ὅτι |
: οὐ κατὰ τὴν ἐμὴν προαίρεσιν , φησίν , ἡ ὄρχησις γίνεται , ἀλλ ' ἤδη διὰ τὴν ἄσχετον ἡδονὴν | ||
καὶ Βακχικὰ οἶμαί σε μὴ περιμένειν ἐμοῦ ἀκοῦσαι , ὅτι ὄρχησις ἐκεῖνα πάντα ἦν . τριῶν γοῦν οὐσῶν τῶν γενικωτάτων |
ὑπατείας ἦσαν παραγγελίαι , καὶ ἔδει τὸν παραγγέλλοντα παρεῖναι , ἐσελθόντι δὲ οὐκ ἦν ἔτι ἐπὶ τὸν θρίαμβον ἐπανελθεῖν . | ||
ἀλλ ' ἐνθάδε πόλλ ' ἀγορεύεις . ἐς τοῦτο οὖν ἐσελθόντι τὸ οἴκημα τὸ μὲν σύμπαν τὸ ἐν δεξιᾷ τῆς |
Νύσσαν τῆς Θρᾴκης , κἀκεῖ παρὰ τῶν Νυμφῶν γαλακτοτροφεῖται . Χωλὸς ἦν ὁ Ἥφαιστος , διὸ καὶ ἀμφιγύης : ἦν | ||
πάντα πράττεσθαι . διὰ τὸ ἀνήρ . . Αἴσιμος : Χωλὸς ἄτιμος καὶ ἀμαθής . ἄτιμος οὗτος καὶ χωλός . |
Σώκρατες , οἱ δοῦλοι τοὺς δεσπότας θεραπεύουσιν . Μανθάνω : ὑπηρετική τις ἄν , ὡς ἔοικεν , εἴη θεοῖς . | ||
Τί δὲ ἡ ναυπηγοῖς ὑπηρετική ; εἰς τίνος ἔργου ἀπεργασίαν ὑπηρετική ἐστιν ; Δῆλον ὅτι , ὦ Σώκρατες , εἰς |
λειότατα ποιήσα , ἐπίπασσε , καὶ ἑνώσας πάντα χρῶ . Αὕτη ἄνευ τρήσεως ἀφίστησι λεπίδας , ἀνάγει ὀστᾶ διεφθορότα : | ||
νυκτὸς μάλιστα : ἡ δὲ χροιὴ αὐτοῦ ἰκτερώδης δείκνυται . Αὕτη ἡ νοῦσος τῆς προτέρης ἧσσον μικρῷ θανατώδης . Τοῦτον |
ἄν , ἔφη , πολυτελεστέρα ὀψοποιία ἢ μᾶλλον τὰ ὄψα λυμαινομένη , ἢ ἣν ὀψοποιεῖται ὁ ἅμα πολλὰ ἐσθίων καὶ | ||
ἑταίραν δὲ λυσάμενος ἔνδον ἔχει , καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ λυμαινομένη ἅπαντας ἡμᾶς καὶ ποιοῦσα τουτονὶ περαιτέρω μαίνεσθαι . πῶς |