| τε καὶ προσθυμίας , καίτοι ὀλίγα ἀποκρίνηται . σοαʹ . Λειεντερία ἐστὶ πάθος ἐπὶ δυσεντερίᾳ τὰ πολλὰ γινόμενον , ὥστε | ||
| μὴ κακόηθες , ἢ μή , τὸ νόσημα διασημαίνεται . Λειεντερία δ ' ἐκ μεταπτώσεως τὸ πλέον γινομένη , χρονισάσης |
| . Γ μισθούς ] ⌈ τοὺς Γ φόρους . Γ δημιόπρατα : ἐδήμευον γάρ τινας καὶ τὰς οὐσίας αὐτῶν κοινὰς | ||
| . τρία δὲ παρ ' ἑαυτῶν ἀπεστείλαμεν , ἵνα τὰ δημιόπρατα τῆς οὐσίας ἀναλάβῃς . παραινῶ δὲ τοῦ λοιποῦ τῷ |
| διδόντων . Ἀγαθώνειος αὔλησις : ἡ ἡδίστη καὶ εὐφραντή . Ἀνδριὰς σφυρήλατος : ἐπὶ τῶν ἀναισθήτων . Ἀγέλαστος πέτρα : | ||
| ἐπὶ Αἰθιοπίας , ὅπου καὶ Μέμνων ἑὴν ἀσπάζεται Ἠῶ . Ἀνδριὰς γὰρ ἵστατο ἐν Θήβαις ταῖς Αἰγυπτίαις Μέμνονος , διά |
| ἀλλὰ πρὸς τὸν καρπὸν ἀπέκλινε . ὅρπηκα : λέγει τὸ βούκεντρον . ἔνδρυον ἑλκόντων μεσάβων : διὰ τὸ εἶναι τὸ | ||
| ὁ βουνός ; ἵνα σαφῶς σου μανθάνω . βουπλήξ : βούκεντρον . βούπρῳρος : θυσία τις ἐξ ἑκατὸν προβάτων καὶ |
| ἀφ ' ἧς ἦν Διοσκουρίδης ὁ διασημότατος ἰατρός , χρηματίζων Ἀναζαρβεύς , καὶ Ἀσκληπιάδης ὁ Ἀναζαρβεύς , ὁ πολλά τε | ||
| προκειμένου ὄρους ἢ ἀπὸ Ἀναζάρβα τοῦ κτίσαντος . τὸ ἐθνικὸν Ἀναζαρβεύς ὡς Καρυανδεύς . ἀφ ' ἧς ἦν Διοσκουρίδης ὁ |
| οὗ ἡ παροιμία Βοιωτία ὗς , καὶ Βοιωτίς . καὶ Βοιωτίδιον ἐκ Βοιώτιος . Ἀριστοφάνης Ἀχαρνεῦσιν ” ὦ χαῖρε κολλικοφάγε | ||
| . Ἀριστοφάνης δ ' ἐν Ἀχαρνεῦσιν : ὦ χαῖρε κολλικοφάγε Βοιωτίδιον . τούτων οὕτω λεχθέντων ἔφη τις τῶν παρόντων γραμματικῶν |
| . ἐπῳδικὰ καλεῖται , ἐὰν δὲ ἐν τῇ πρώτῃ , προῳδικά , ἐὰν δὲ ἐν μέσῳ , μεσῳδικά . Ταῦτα | ||
| στροφῇ , ἐπῳδῷ , ἀντιστροφῇ , ἐπῳδῷ : ἅτινα ἐλέγετο προῳδικά , ἐπῳδικά , μεσῳδικὰ καὶ παλινῳδικά . Σύγκειται δὲ |
| καλεῖται , Ἑλικὼν , καὶ ἡ ἐσχάρα τοῦ Ποσειδῶνος τοῦ Ἑλικωνίου ἐπ ' ἄκρου . Καὶ ἐν τῷ δʹ : | ||
| ἐνταῦθα ᾤκητο Ἑλίκη πόλις καὶ Ἴωσιν ἱερὸν ἁγιώτατον Ποσειδῶνος ἦν Ἑλικωνίου . διαμεμένηκε δέ σφισι , καὶ ὡς ὑπὸ Ἀχαιῶν |
| δὲ ἄλλον τρόπον καὶ ἔκ τινος τῶν παραληφθέντων ταῦτα . Λογισμὸς δὲ καὶ νοῦς ; οὐκέτι ταῦτα σώματι δίδωσιν αὑτά | ||
| δὲ ἄλλον τρόπον καὶ ἔκ τινος τῶν παραληφθέντων ταῦτα . Λογισμὸς δὲ καὶ νοῦς ; οὐκέτι ταῦτα σώματι δίδωσιν αὑτά |
| διδασκαλία καὶ μάθησις διανοητική ἐστι , πᾶσα διδασκαλία καὶ μάθησις διανοητικὴ ἐκ προϋπαρχούσης γίνεται γνώσεως : ἡ ἀποδεικτικὴ ἄρα ἐκ | ||
| μὲν γάρ . Εἰπὼν ὅτι πᾶσα διδασκαλία καὶ πᾶσα μάθησις διανοητικὴ ἐκ προϋπαρχούσης γίνεται γνώσεως , καὶ πιστωσάμενος τοῦτο καὶ |
| Ἀκάμαντος διὰ τῆς ει διφθόγγου . λέγεται καὶ Ἀκαμαντίς ὡς Βυζαντίς . Παρθένιος δ ' ἐν Ἀφροδίτῃ Ἀκαμαντίδα αὐτήν φησι | ||
| . τὸ δὲ κτητικὸν Βυζαντιακός . λέγεται καὶ Βυζαντιάς καὶ Βυζαντίς . ἔστι καὶ ἐπὶ τῆς χώρας Βυζάντεια διὰ διφθόγγου |
| Ἀπολλόδωρος δ ' ἐν δευτέρῳ Χρονικῶν πόλιν λέγει αὐτὴν τὰ Ὕκκαρα . Μέμνηται τῆς λέξεως καὶ Θουκυδίδης . Ὕκκαρα δὲ | ||
| στρατηγοὶ μετὰ τῆς τῶν Ἀθηναίων δυνάμεως παραπλεύσαντες εἰς Αἴγεσταν , Ὕκκαρα μὲν Σικελικὸν πολισμάτιον ἑλόντες ἐκ τῶν λαφύρων συνήγαγον ἑκατὸν |
| φύγε . Ἰδών ποτ ' αἰσχρὸν πρᾶγμα μὴ συνεκδράμῃς . Ἰσχυρὸν ὁ νόμος ἐστίν , ἂν ἄρχοντ ' ἔχῃ . | ||
| πνεύματος . Ὥσθ ' ὅταν ἐκραγῇ καθάπερ πληγὴν ἐποίησεν . Ἰσχυρὸν γὰρ τὸ ἀθρόον καὶ συνεχὲς ὥσπερ καὶ ἐπὶ τῶν |
| ἀτάκτως γελᾶν διιπολιώδη : τὰ λεγόμενα Διάσια , ταῦτα καὶ Διιπόλεια . οὕτως δὲ ἐλέγετο ἃ τῷ πολιεῖ Διὶ ἐθύετο | ||
| ἦρξα Λυσίας ἐν τῇ πρὸς τὴν Μιξιδήμου γραφὴν ἀπολογίᾳ . Διιπόλεια : ἑορτή τις Ἀθήνησι τὰ Διιπόλεια : Ἀντιφῶν ἐν |
| , ὡς ὁ μῦθος ἀνθρώπων ἔχει , Λακεδαίμον ' , ἀνθηρὸς μὲν εἱμάτων στολῆι χρυσῶι τε λαμπρός , βαρβάρωι χλιδήματι | ||
| : Εὐφραίνεσθαι ὁμοῦ . . τρέφεσθαι . . ἀντὶ τοῦ ἀνθηρὸς , παρὰ τὸ λίπος : στίλβει γὰρ τὸ ἔλαιον |
| παραδείγματα τῶν παρωνύμων , ἱερός Ἱέρων Ἱέρωνος , ἁβρός Ἅβρων Ἅβρωνος , πλατύς Πλάτων Πλάτωνος , κράτος , Κράτων Κράτωνος | ||
| . καὶ αὐτὸς γάρ εἰμι τοῦ γένους τοῦ Βουσέλου . Ἅβρωνος γὰρ τοῦ Βουσέλου υἱέος ἔλαβεν τὴν θυγατριδῆν Καλλίστρατος , |
| καὶ ἐν Νεφέλαις τοῦ φελλέως . οἱ δὲ ὅτι ὄρος Φελλεὺς οὕτω καλούμενον . Γ τὴν Στρυμοδώρου Θρᾷτταν ] δούλην | ||
| τῇ Ἀττικῇ κισσηρώδης , τραχὺς καὶ λιθώδης , ὅθεν καὶ Φελλεὺς ἐπεκλήθη : Δωριεῖς γὰρ φελλεάτας καλοῦσι τοὺς τραχυτάτους τόπους |
| τινὰς ἐκφερομυθεῖν τὰ τῆς φιλοσοφίας ἀπόρρητα . , . . Αἰδεσία ταύτης δὲ παῖδες ἀπὸ τοῦ Ἑρμείου νεώτερος μὲν Ἡλιόδωρος | ||
| φάναι θεοφιλής , ὥστε πολλῶν ἐπιφανειῶν ἀξιοῦσθαι . ἡ δὲ Αἰδεσία τοιαύτη ἦν καὶ διεβίω πάντα τὸν βίον ὑπὸ θεῶν |
| . πεντεσυρίγγῳ ξύλῳ ] τῇ ποδοκάκῃ φησίν . Γ τὰ λόγι ' : ἀντὶ τοῦ ἤδη δεσμεύσω αὐτόν . ΓΓΘ | ||
| : ταῦτα πρὸς ἑαυτὸν τοῦ υἱοῦ εἰσελθόντος . Γ τὰ λόγι ' κτλ . ] οἱ χρησμοὶ τοῦ Ἀπόλλωνος . |
| Εὐπόλιδι προπόσεως σχῆμα ὅταν δὲ δὴ πίνωσι τὴν ἐπιδέξια . ἀμφιδέξιος , περιδέξιος . δεξιώσασθαι : Ξενοφῶν δὲ εἴρηκε καὶ | ||
| μᾶλλον ἢ ἐπὶ τἄρσενα ; ὅπου προσῇ τὸ κάλλος , ἀμφιδέξιος . φόβος τὰ θεῖα τοῖσι σώφροσιν βροτῶν . τῆς |
| Μέμνηται αὐτῆς Σοφοκλῆς . Ἄειδε τὰ Τέλληνος : οὗτος ὁ Τέλλην ἐγένετο αὐλητὴς καὶ μελῶν ἀνυποτάκτων ποιητής . Μέμνηται αὐτοῦ | ||
| φυλάξει . . : Ἄειδε τὰ Τέλληνος : οὗτος ὁ Τέλλην ἐγένετο αὐλητὴς καὶ μελῶν ἀνυποτάκτων ποιητής . μέμνηται αὐτοῦ |
| δόκιμον , τὸ δὲ μαγειρεῖον οὐκέτι . ἀντὶ δὲ τούτου ὀπτάνιον λέγουσιν , τῆς μὲν δευτέρας συλλαβῆς ὀξυτονουμένης , τῆς | ||
| ' , ἀλλὰ τὰ κρέα . παῖδες , παράγετε . ὀπτάνιον ἔστιν ; ἔστι . καὶ κάπνην ἔχει ; δηλονότι |
| φρόνημα καὶ γνώμην , πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ . ἐμοὶ γὰρ ὅστις πᾶσαν εὐθύνων πόλιν μὴ | ||
| . εὑρησιεπής ] ἐπῶν ἐφευρετὴς ψευδῶν . περίτριμμα δικῶν ] ἐντριβὴς τῶν κρίσεων . περίτριμμα ] περίεργος , ὃν οὐκ |
| ἐναντιώθη . ξυστήσεται ] ἐναντιωθήσεται . ξυστήσεται ] ξυμμαχήσεται . ξυστήσεται ] συμπαρατάξεται . θ ξυστήσεται ] συστάδην μαχήσεται καὶ | ||
| δ ' εὐλόγως ξυνήγαγεν . ἐχθρὸς γὰρ ἁνὴρ ἀνδρὶ τῷ ξυστήσεται , ξυνοίσετον δὲ πολεμίους ἐπ ' ἀσπίδων θεούς : |
| ὅπερ Ἀττικοὶ φιλοῦσι . παρ ' αὐτοῖς γὰρ οὐ λέγεται Ἀγνόεις ἢ Φηγόεις ἢ Μυρρινόεις . ὅθεν οὐδὲ διὰ τοῦ | ||
| ὅπερ Ἀττικοὶ φιλοῦσι . παρ ' αὐτοῖς γὰρ οὐ λέγεται Ἀγνόεις ἢ Φηγόεις ἢ Μυρρινόεις . ὅθεν οὐδὲ διὰ τοῦ |
| , ζωμήρυσιν . Συνεχῶς γὰρ ἐμπιπλάμενος ἀμελὴς γίγνεται ἄνθρωπος , ὑποπίνων δὲ πάνυ φροντιστικός . Συναγαγών τρεῖς ὄντας εἰς τρίκλινον | ||
| λύπας μακράς . συνεχῶς γὰρ ἐμπιμπλάμενος ἀμελὴς γίνεται ἄνθρωπος , ὑποπίνων δὲ πάνυ φροντιστικός . στεφάνους ἐνεγκεῖν δεῦρο τῶν χρηστῶν |
| ἐξ ἕω πρόεισιν ἐπὶ δυσμὰς ἰθυτενής , δίδυμον στοῶν ὕψος ἐκτείνουσα . διίστησι δὲ αὐτὰς ἀπ ' ἀλλήλων ὁδὸς ὕπαιθρος | ||
| κατά τινα χρόνον καὶ ἀπολελοῦσθαι . Ἀπὸ δὲ τοῦ Κομαρεὶ ἐκτείνουσα χώρα μέχρι Κόλχων , ἐν ᾗ κολύμβησις τοῦ πινικοῦ |
| ἐστὶν ὡς Εὐριπίδην . Παῖ παῖ . Τίς οὗτος ; Ἔνδον ἔστ ' Εὐριπίδης ; Οὐκ ἔνδον ἔνδον ἐστίν , | ||
| δῆτ ' ἂν εἶεν οἱ ξένοι ; δίδασκέ με . Ἔνδον : φίλης γὰρ προξένου κατήνυσαν . Ἦ καὶ θανόντ |
| παρ ' αὐτά , ἀπερισκέπτως , ἐκ τοῦ σύνεγγυς . αὐτοσχεδιάζειν . αὐτομάτως , ἀσκέπτως εἰπεῖν . Ἀσπασίαν . Ἀσπασία | ||
| Ἡρώδης τότε καὶ ὑπὸ τῷ πατρὶ ἔτι , τοῦ δὲ αὐτοσχεδιάζειν ἤρα μόνου , οὐ μὴν ἐθάρρει γε αὐτό , |
| τῶν ἐν Ὀλυμπίᾳ ἀγώνων : ἐκ γὰρ τοῦ κοτίνου ὁ Ὀλυμπιονίκης δηλοῦται : καὶ φύτευμα σκιαρὸν τῷ πανδόκῳ καὶ πάντας | ||
| ης : πρόσκειται παρ ' οὐδετέρων συντεθειμένα διὰ τὸ νίκη Ὀλυμπιονίκης Ὀλυμπιονίκου : τοῦτο γὰρ καὶ εἰς ης ἐστὶ καὶ |
| . λέγεται γὰρ τοὺς πελαργοὺς γεγηρακότας τοὺς γονεῖς τρέφειν . Ἄπληστος πίθος : ἐπὶ τῶν γαστριμάργων . Ἀνέμους γεωργεῖς : | ||
| αὐτὸς ἐλθὼν ἐπρίατο : ἐπὶ τῶν κακὰ ἑαυτοῖς ἐπισπωμένων . Ἄπληστος πίθος . Ἀνέμους γεωργεῖν : ἐπὶ τῶν πονούντων καὶ |
| Ἀκούετε λεῴ : Σουσαρίων λέγει τάδε , υἱὸς Φιλίνου Μεγαρόθεν Τριποδίσκιος : κακὸν γυναῖκες , ἀλλ ' ὅμως , ὦ | ||
| . ἀκούετε λεώι : Σουσαρίων λέγει τάδε υἱὸς Φιλίνου Μεγαρόθεν Τριποδίσκιος . κακὸν γυναῖκες : ἀλλ ' ὅμως ὦ δημόται |
| Μαιανδρίου . : Ὅμηρος γοῦν φησιν ἐπ ' Ἀχιλλέως : Ἄειδε δ ' ἄρα κλέα ἀνδρῶν ἡρώων : καὶ τὸν | ||
| οὐκέτι τῶν νεοθηρεύτων ἰχθύων ἥπτετο . Μέμνηται αὐτῆς Σοφοκλῆς . Ἄειδε τὰ Τέλληνος : οὗτος ὁ Τέλλην ἐγένετο αὐλητὴς καὶ |
| – – × ] Διός [ ] φει [ ] ονος [ ] ! ! ν τότε [ ] η | ||
| Ὄρδυνος , ὄνομα ποταμοῦ : Κόρυνος . Τὰ διὰ τοῦ ονος ὑπὲρ δύο συλλαβὰς διὰ τοῦ ὁ μικροῦ γραφόμενα δύο |
| ἀνθρώπων ἀπαλλαγῆναι . καὶ αὐτήν φασι γενέσθαι τὸ δένδρον τὸ ἐπικληθὲν ἀπ ' ἐκείνης δάφνην . . : τὴν φιλοχρημοσύνην | ||
| διὰ πασῶν καλούμενον ὅπερ ἐξ ἀμφοτέρων ἐκείνων σύνθετόν ἐστιν , ἐπικληθὲν καὶ αὐτὸ οὕτως , ὅτι πάσας ἐμπεριέχει τὰς τὰ |
| ἐπίκλησίν ἐστιν Ὑψίστου . τὰς δὲ ἐπὶ ταύταις πύλας ὀνομάζουσιν Ὠγυγίας , τελευταῖαι δέ εἰσιν Ὁμολωίδες : ἐφαίνετο δὲ εἶναί | ||
| καὶ ἐπὶ τῶν παλαιῶν σῳζόμενον . προτιμᾷ μὲν Ὀδυσσεὺς αὐτῆς Ὠγυγίας καὶ Καλυψοῦς τὴν μικρὰν Ἰθάκην [ καὶ νῆσον ] |
| παρά τε τὰ ἐπικίνδυνα χωρία καὶ ἐρυμνὰ καὶ στενόπορα καὶ πεδινὰ καὶ ὑπερδέξια καὶ ἐνεδρευτικά , καὶ τὰς τῶν ποταμῶν | ||
| καὶ κατάῤῥοι , καὶ βῆχες . τῶν δὲ τόπων τὰ πεδινὰ μᾶλλον οἴσει καρπόν : εὔχεσθαι δὲ δεῖ , ἵνα |
| μάριες . ῥαφανίδων ἑψανῶν , γογγυλίδων ἐσκευασμένων ἐν ἅλμῃ πέντε μάριες : καππάρεως ἐσκευασμένης ἐν ἅλμῃ , ἐξ ἧς τὰς | ||
| ἐν ἅλμῃ , ἐξ ἧς τὰς ἀβυρτάκας ποιοῦσι , πέντε μάριες : ἁλῶν δέκα ἀρτάβαι . Αἰθιοπικοῦ κυμίνου ἓξ καπέζιεςἡ |
| καὶ διὰ τοῦ π καὶ διὰ τοῦ β . καὶ Ἀλβία ἡ χώρα διὰ τοῦ β . Ἀλπηνοί , κώμη | ||
| καὶ Ἄλπεις . καὶ Ἄλπεια ὄρη , καὶ Ἄλβαια καὶ Ἀλβία ἡ χώρα . . . † ἀλπηνός : κώμη |
| τόπος δηλῶν τὴν ἐν τῇ πόλει πορευτὴν ὁδόν . ὁ τοπίτης ἀγυιεύς , καὶ κίων ἀγυιεύς , καὶ ἀγυιάτης , | ||
| ἀγροιῶτις καὶ ἀγρωστῖνος καὶ ἀγρεῖος καὶ ἀγρίτης , ὡς τόπος τοπίτης , καὶ ἀγρείη διὰ διφθόγγου . Ἀγυιά , τόπος |
| εἴρηται τοίνυν ἐν Αἰσχύλου Σισύφωι : σὺ δ ' ὁ σταθμοῦχος εὖ κατιλλώψας ἄθρει . Ἐκλογ . διαφ . λέξ | ||
| Ἀντιφάνης δὲ ἐν Ὀβρίμῳ φησὶν ἂν κελεύῃ με σταθμοῦχοςἡ . σταθμοῦχος δ ' ἔστι τίς ; ἀποπνίξεις γάρ με καινὴν |
| Πισατῶν . ὁ πολίτης Ληναῖος . Φλέγων μηʹ ὀλυμπιάδι . Λητή , πόλις Μακεδονίας , ἀπὸ τοῦ πλησίον ἱδρυμένου Λητοῦς | ||
| λαχεῖν δίκην : Ἰσαῖος ἐν τῇ πρὸς Βοιωτὸν ἐφέσει . Λητή : Ὑπερείδης κατὰ Δημάδου . Λητὴ πόλις ἐστὶ τῆς |
| ἔνι δὲ φιλόπολις ἀρετὴ φρόνιμος . Ἀλλ ' , ὦ τηθῶν ἀνδρειοτάτη καὶ μητριδίων ἀκαληφῶν , χωρεῖτ ' ὀργῇ καὶ | ||
| . τὸ δ ' Ἀριστοφάνῃ ἐν Λυσιστράτῃ πέπαικται : ὦ τηθῶν ἀνδρειοτάτη καὶ μητριδίων ἀκαληφῶν . ἐπεὶ τήθεα τὰ ὄστρεια |
| κεφάλαια ἐν ἑνὶ συλλέξαντες τῆς κατὰ μέρος διηγήσεως ὑπετάξαμεν . Κεφάλαια τοῦ περὶ πεζικῆς τάξεως . Αʹ . Ποῖα δεῖ | ||
| ἡ ἐπίδεσις , ὡς ἐν τῷ αὐτῷ σχήματι διαφυλάσσειν . Κεφάλαια σχημάτων , ἔθεα , φύσιες ἑκάστου τῶν μελέων : |
| ὄντας ἡμᾶς ὁ τρισκατάρατος οὑτοσὶ Παρρησιάδης ὕβρικεν ἤδη ἐρῶ . Ῥήτωρ γάρ τις , ὥς φασιν , ὤν , ἀπολιπὼν | ||
| ' εἶναι φλυαρίαν πρὸς ἐκεῖνον . φησὶ γοῦν οὑτωσὶ δυσχεραίνων Ῥήτωρ γάρ ἐστι νῦν τις ὧν γ ' ἐστὶν λέγειν |
| προσθείης , ὅτι φόνος ἐγένετο ἐν πόλει καὶ εὕρηταί τις ᾑμαγμένος , καὶ κρίνεται , περίστασίς ἐστι τὸ ᾑμαγμένος : | ||
| . αἱμάσσων : ἀδημονῶν , ὁ ἔλαφος αἷμα καταπέμπων , ᾑμαγμένος . Βεβρυχώς : βοῶν , ὠρυόμενος . ἠχῶν . |
| χρὴ ἄνεϲιν διδόναι τῇ φύϲει . ἔοικε γὰρ ϲυνταλαιπωρεῖϲθαι ταῖϲ θεραπείαιϲ , ἰϲχύειν δὲ ἐν τῇ ἀναπαύϲει καὶ κρατεῖν τῶν | ||
| φανταϲίαιϲ , ὡϲ καὶ διὰ τοῦτο δυϲιάτουϲ εἶναι ἐν ταῖϲ θεραπείαιϲ , ϲπανίωϲ δὲ καὶ ϲώζεϲθαί τιναϲ τῶν πεπωκότων . |
| , κάδοι , ὁλκεῖα , κρουνεῖ ' . ἔστι γὰρ κρουνεῖα ; ναί . ΚΥΑΘΙΣ , κοτυλῶδες ἀγγεῖον . Σώφρων | ||
| , κάδοι , ὁλκεῖα , κρουνεῖ ' . ἔστι γὰρ κρουνεῖα ; ναί . λουτήριἀλλὰ ' τί καθ ' ἕκαστα |
| . τὸ ἐθνικὸν Πρυμνησιεύς ὡς Θεοδοσιεύς . Πρώανα , πόλις Θεσσαλική , οὐδετέρως λεγομένη . τὸ ἐθνικὸν Πρωανεύς ὡς Τυανεύς | ||
| : βαθεῖα ἢ μέλαινα . καὶ ποικίλη . καὶ πόλις Θεσσαλική . γλήνη γʹ : κόρη . καὶ ἡ κόρη |
| ' ἐν τῆι α τῆς Ἀλεξανδρειάδος . . . Σωτήριχος Ὀασίτης : ἐποποιός , γεγονὼς ἐπὶ Διοκλητιανοῦ . Ἐγκώμιον εἰς | ||
| , πόλις Αἰγύπτου . τὸ ἐθνικὸν Ἀνυσίτης , ὡς Ὄασις Ὀασίτης . Ἄνωλος , πόλις Λυδίας . ἐκλήθη ἀπὸ Ἀνώλου |
| ἢ ἀσθένειαν . τί δὲ δή κτλ . . τύπος θεολογικὸς ὅτι ὁ θεὸς ἀμετάβλητος . εἱλήσεων . τῶν ὑπὸ | ||
| ἢ οὐδὲ ὅλως . τοιοίδε που κτλ . . τύπος θεολογικὸς ὅτι πάντων ἀγαθῶν ὁ θεὸς αἴτιος : τῶν κακῶν |
| περικαλλὴς εἵπετο , φέρουσα τῇ μὲν μίᾳ τῶν χειρῶν στέφανον περσέας , τῇ δ ' ἑτέρᾳ ῥάβδον φοίνικος : ἐκαλεῖτο | ||
| ἐστὶ περσέα , ἢ ῥοδακινέα κάρυα ] ὁ καρπὸς τῆς περσέας κάρυα ] πάντα τὰ κελύφη τῶν ἀκροδρύων κάρυα λέγεται |
| θεῖος ποιητὴς τά τε ἄλλα ἡμᾶς ἐπαίδευσε καὶ τὸ τῆς μονῳδίας εἶδος οὐ παραλέλοιπε : καὶ γὰρ Ἀνδρομάχῃ καὶ Πριάμῳ | ||
| τέρψεως . : πολλοὺς δ ' ὀδυρμοὺς ] Προαναφωνεῖ τὰς μονῳδίας αὐτοῦ . Διὸς γὰρ δυσπαραίτητοι φρένες : Χαλεπαί εἰσι |
| τοῖς Αἰγυπτίοις γίνεσθαι . ὅτι τρεῖς Θῆβαί εἰσιν : αἱ ἑκατοντάπυλοι ἐν Αἰγύπτῳ , αἱ ἑπτάπυλοι ἐν Βοιωτίᾳ καὶ αἱ | ||
| ἑπτάπυλοι πρὸ τῆς Πελοποννήσου , ἃς Κάδμος ἔκτισεν . Αἱ ἑκατοντάπυλοι ἐν Αἰγύπτῳ , ἐξ ὧν καὶ Ὅμηρος . Καὶ |
| οὐδὲν δὲ ἀνυόντων . Σικυώνιος δραπέτης : ὁμοία . Σικελὸς ὀμφακίζεται : ἐπὶ τῶν μηδενὸς ἄξια κλεπτόντων . Σικελὸς στρατιώτης | ||
| ὁ Σώφρονος υἱὸς εἰς δειλίαν ἐκωμῴδησε τοὺς Ῥηγίνους . Σικελὸς ὀμφακίζεται : ἐπὶ τῶν τὰ μηδενὸς ἄξια κλεπτόντων λέγεται ἡ |
| καὶ περὶ σῶμα ὡσαύτως . Ἀλλὰ πῶς δυνάμεις πᾶσαι ; Κάλλος μὲν γὰρ ἔστω καὶ ὑγίεια ἑκατέρα , αἶσχος δὲ | ||
| δέ ἐστιν ἡ ἰδιοπραγία τῶν τῆς ψυχῆς μορίων . θʹ Κάλλος δὲ τότ ' ἦν ἰδεῖν λαμπρόν Πανταχοῦ ὁ Πλάτων |
| συνῆγε στρατόπεδον , τὸ δ ' ἐσόμενον ἄδηλον ἦν . Ἐνταῦθ ' ἡμῖν ἀπόδειξιν ποίησαι , Δημόσθενες , τί ποτ | ||
| τοῦτο εὐθέως λέγων . Ἀντιδιαπλέκει : ἀντὶ τοῦ ἀντιλέγει . Ἐνταῦθ ' εἰσέρχεται βουλευτὴς εἰς τὸ βουλευτήριον Δημοσθένης , οὔτε |
| κομπάσματα : πόλις δ ' ἐν εὐδίᾳ τε καὶ κλυδωνίου πολλαῖσι πληγαῖς ἄντλον οὐκ ἐδέξατο . στέγει δὲ πύργος , | ||
| ὅπως ἀστὴρ ἀπέσβη , πνεῦμ ' ἀφεὶς ἐς αἰθέρα . πολλαῖσι μορφαῖς οἱ θεοὶ σοφισμάτων σφάλλουσιν ἡμᾶς κρείσσονες πεφυκότες . |
| τὰ μέγιστα . προωιδὸς κώλων ηʹ . ἡμέτερον + νῦν καταστροφαί : τὰ τοιαῦτα εἴδη τῶν χορῶν καλεῖται προωιδικά , | ||
| . τὰ μέγιστα . . . ἡμέτερον : † νῦν καταστροφαί : τὰ τοιαῦτα εἴδη τῶν χορῶν καλεῖται προῳδικά , |
| ἄχρι κόρου ἐφενάκισεν . Ἄειδε τὰ Τέλληνος : ἐπὶ τῶν σκωπτικῶν τίθεται ἡ παροιμία . Τέλλην γὰρ αὐλητὴς ἐγένετο καὶ | ||
| Ἑλλάδα φρέατα ὤρυξεν . Ἆιδε τὰ Τέλληδος : ἐπὶ τῶν σκωπτικῶν . Τέλλης γὰρ αὐλητὴς ἐγένετο , ὃς παίγνια κατέλιπε |
| ψιθύρισμα δὲ ἢ τὸ μέλισμα ἢ τὸ σύριγμα ἢ τὸ κροῦμα . ψιθυρίζειν τινὲς ὀνοματοποιεῖσθαί φασιν , ὡς τὸ κρίκε | ||
| λέγεται τὸ ἐκ τῶν συναφιεμένων ἀλλήλοις φθόγγων , ὃ καλεῖται κροῦμα . τῆς οὖν μουσικῆς ἐκ τριῶν τῶν συνεκτικωτάτων τελειουμένης |
| αὐτῶν οἱ μετέχοντες λέγονται . καὶ εἰσὶ ποιότητες μὲν τὰ μεθεκτά , ποιὰ δὲ τὰ μετέχοντα . τετάρτην δὲ ἀπὸ | ||
| τῶν ἀγαθῶν ἄρα τὰ μέν ἐστιν ἑκτά , τὰ δὲ μεθεκτά , τὰ δὲ ὑπαρκτά . Ἡ συμβουλία διαιρεῖται εἰς |
| καὶ Ἀφροδίτης ] ὁρίοις σὺν Ἑρμῇ καὶ Σελήνῃ συγγενικῷ γάμῳ ζευγνύουσιν ἀπὸ μητρός . Ἀφροδίτη ἐν τῷ ὑπογείῳ κέντρῳ τυχοῦσα | ||
| ἢ ὑψώματι μετὰ Διὸς καὶ Ἀφρο - δίτης συγγενικῷ γάμῳ ζευγνύουσιν ἀπὸ πατρός : Ἀφροδίτη ἐν ἰδίῳ οἴκῳ ἢ ὑψώματι |
| εἴρηνται τοῖς ἄλλοις . ἐν τῇ Σικελίᾳ δὲ γίνεται ἡ θάψος . ταύτης δὲ τῷ χυλῷ χρῶνται πρὸς ὄφεις . | ||
| , διεξελεύσομαι . Ἔστι τις νῆσος Σικελία , ἐν ᾗ θάψος τις λεγομένη γίγνεται βοτάνη . Ταύτης τῆς θάψου τὴν |
| ἡ δικαιοσύνη καὶ ἀνδρεία , καὶ αὐτὴ ἡ φρόνησις μὴ καθαρμός τις ᾖ . καὶ κινδυνεύουσι καὶ οἱ τὰς τελετὰς | ||
| παράδοσιν . μυήσεως δὲ μέρη πέντε . τὸ μὲν προηγούμενον καθαρμός : οὔτε γὰρ ἅπασι τοῖς βουλομένοις μετουσία μυστηρίων ἐστίν |
| . γνωριμώταται δὲ τῶν ὁδῶν ἥ τε Ἀππία καὶ ἡ Λατίνη καὶ ἡ Ὀυαλερία , ἡ μὲν τὰ πρὸς θάλατταν | ||
| τῇ Σαβίνῃ μέχρι Μαρσῶν , μέση δ ' αὐτῶν ἡ Λατίνη ἡ συμπίπτουσα τῇ Ἀππίᾳ κατὰ Κασιλῖνον , πόλιν διέχουσαν |
| καὶ ἡ ἑκάστου αὐτῶν ἑρμηνεία , οἷον ἥ τ ' αὔλησις καὶ ἡ ᾠδὴ καὶ τὰ λοιπὰ τῶν τοιούτων : | ||
| ξένους : ἔνθεν Ἀριστοφάνης τὸν συκοφάντην Ἀβυδοκόμην εἶπεν . Ἀγαθώνιος αὔλησις : ἡ μαλακὴ , καὶ μήτε πικρὰ μήτε χαλαρὰ |
| δὲ καὶ ὁ μεταξὺ χρόνος τῆς μὲν πρώτης διαστάσεως ἐνιαυτοῦ Αἰγυπτιακοῦ ἑνὸς καὶ ἡμερῶν ρξϚ καὶ ὡρῶν ἰσημερινῶν ἁπλῶς μὲν | ||
| νθ λ . πάλιν τὰ ἡμερήσια πολυπλασιάσαντες ἐπὶ τὰς τοῦ Αἰγυπτιακοῦ ἐνιαυτοῦ ἡμέρας τξε καὶ ἀφελόντες ὅλους κύκλους ἕξομεν ἐνιαύσιον |
| Ἅβρωνος βίος : ἐπὶ τῶν πολυτελῶν : τοιοῦτος γὰρ ὁ Ἅβρων , ἐξ οὗ καὶ τὸ ἁβρὸς καὶ ἁβροδίαιτος . | ||
| Ἅβρωνος βίος : ἐπὶ τῶν πολυτελῶν εἴρηται ἡ παροιμία . Ἅβρων γάρ τις ἐγένετο πλούσιος καὶ ἁβροδίαιτος . Δύναται δὲ |
| πιπράσκω : τὸ πυρπολῶ δὲ ἀπὸ τοῦ πολῶ τοῦ ἀναστρέφομαι προαχθέν . Τὰ παρὰ τὸ ἀγορῶ συγκείμενα τὴν μὲν παραλήγουσαν | ||
| Πυθαγορικὸν τὸ τῆς κόμης ἔδοξαν εἶναί τινες ἀπὸ τοῦ Διοδώρου προαχθέν , ὥς φησιν Ἕρμιππος . Τίμαιος δ ' ὁ |
| Κύφος Κυφαῖος . καὶ ἀπὸ τοῦ Ἐχιναῖος Ἐχιναιεύς , ὡς Κρηταῖος Κρηταιεύς . τινὲς δὲ καὶ Ἐχινοῦντα φασὶ τὴν αὐτήν | ||
| . καὶ ἑνικῶς Σίφη . ἔστι δὲ ὡς ἀπὸ τῆς Κρηταῖος Κρηταιεύς οὕτω Σιφαῖος Σιφαιεύς . Σίφνος , περὶ τὴν |
| ἐν ἑβδόμῃ ἡμέρᾳ . ἑβδομαγέτας ] ἤγουν ὁ Ἀπόλλων . ἑβδομαγέτας ] διὰ τὸ ἐν ἑβδόμῃ ἡμέρᾳ γεννηθῆναι . ἑβδομαγέτας | ||
| ἑβδομαγέτας ] ὁ Ἀπόλλων ὅτι ἐγεννήθη ἐν ἑβδόμῃ ἡμέρᾳ . ἑβδομαγέτας ] ἤγουν ὁ Ἀπόλλων . ἑβδομαγέτας ] διὰ τὸ |
| φιλοῦσιν ἀποθνῄσκει νέος . οὐ Μεγάβυζος ἦν , ὅστις γένοιτο ζάκορος . περιττὸν ἄχθος ὄντα γῆς , ὡς εἶπέ τις | ||
| ἦτορ . κατέπεσεν οὖν σκοτοδινιάσας : θεασαμένη δὲ αὐτὸν ἡ ζάκορος ὕδωρ προσήνεγκε καὶ ἀνακτωμένη τὸν ἄνθρωπον εἶπε “ θάρρει |
| γὰρ ἀοριστούμενα ἐγκλιτικά ἐστι , τὰ δὲ ἐγκλιτικά , ἵνα ἐγκλινόμενα γένηται , ὑποτακτικά ἐστιν . ἐπεκράτησεν ἄρα ἡ φωνή | ||
| τὰ μὴ ὀξυνόμενα ῥήματα οὐκ ἐγκλίνονται , καὶ ὅτι τὰ ἐγκλινόμενα κατὰ τὸν ἐνεστῶτα οὐ πάντως κατὰ τὰ λοιπὰ ἐγκλίνονται |
| , ἀντιβολῶ σε , τοῦτο τί ; Φιλοξένου καινή τις ὀψαρτυσία . ἐπίδειξον αὐτὴν ἥτις ἔστ ' . ἄκουε δή | ||
| , ἀντιβολῶ σε , τοῦτο τί ; Φιλοξένου καινή τις ὀψαρτυσία . ἐπίδειξον αὐτὴν ἥτις ἔστ ' . ἄκουε δή |
| πού τι χαλεπόν ἐστι τὸ ψευδῆ λέγειν . Πικρόν ἐστι θρέμμ ' ἐν οἰκίᾳ γέρων . Οὐδεὶς πονηρὸν πρᾶγμα χρηστὸς | ||
| . . . τραγῳδὸς ἦν ἀγὼν Διονύσια . πικρόν ἐστι θρέμμ ' ἐν οἰκίᾳ γέρων . . ἀλλ ' ἀλαζὼν |
| ἄρα ὁ ζθ τῷ κξ ἐστιν ἴσος . ὁ δὲ κξ ἀπεδείχθη τῷ ε ἴσος : καὶ ὁ ζθ ἄρα | ||
| δγ ἑκάτερος τῶν λμ , μν : ὅλος ἄρα ὁ κξ ἴσος ἐστὶ τῷ ε . καὶ ἐπεὶ ὁ βδ |
| δὲ τοῦ πολυ τάδε σύνθετα . πολυπράγμων , πολυλόγος , πολυήκοος , πολυθεάμων , πολύφωνος , πολυμελής , πολύχειρ , | ||
| ἐπιστομίζων δὲ τοὺς ἀποροῦντας . , ; , . . πολυήκοος ἀγχίσποροι οὐδὲ ἦν τῶν βιβλίων πολυήκοος , ἀλλὰ ῥώμῃ |
| τὰ Ε Ζ μὴ διάμετρος καὶ προκείσθω διάμετρον ἀγαγεῖν τοῦ ΑΚΔ κύκλου παράλληλον τῇ ἐπὶ τὰ Ε Ζ . Κείσθω | ||
| ΕΔ . μαʹ . Ἔστωσαν ἐν σφαίρᾳ παράλληλοι κύκλοι οἱ ΑΚΔ ΒΕΖΓ , ἡ δὲ διὰ τῶν Β Γ ἀγομένη |
| Αἰγύπτῳ ἐπενοήσατο τῇ ῥάβδῳ γεωμετρεῖν τὴν γῆν : ἔνθεν καὶ Πελασγίδι [ εἶπεν ἀντὶ τοῦ Θεσσαλικῇ ] , . , | ||
| . : 〚 ὁ γεωργός 〛 ἐργατίνης ὥς τίς τε Πελασγίδι † νύσεν ἀκαίνῃ : ἀκαίνη δέ ἐστι Θεσσαλικὴ ῥάβδος |
| τῶν θεῶν μέγαν καὶ θαυμαστὸν Δα - ρεῖος ἐποίησε . σωματοποιεῖ δὲ ἐνταῦθα τὸν πλοῦτον : ὃ δὲ λέγει τοιοῦτόν | ||
| εὐπραξίας μητέρα ὠνόμασε , ἐμφαίνων ὡς καλὸν τὸ πειθαρχεῖν . σωματοποιεῖ δὲ τὰ πράγματα . πειθαρχία γάρ ἐστι : πάνυ |
| . Ζήνων ἔφασκε τὸ πῦρ κατ ' εὐθεῖαν κινεῖσθαι . Χρῶμά ἐστι ποιότης σώματος ὁρατὴ προηγουμένως . Οἱ Πυθαγόρειοι χροιὰν | ||
| ἐλάχιστα . Ἡράκλειτος δὲ εἰσάγει ταῦτα νοήσει μόνον ληπτά . Χρῶμά ἐστι ποιότης σώματος ὁρατή . Οἱ Πυθαγόρειοι δὲ χροιὰν |
| , καρτεροῦσιν . Φωλειῇς : ἐν ταῖς φωλειοῖς , ἐν φωλεαῖς . Φωλεὰ παρὰ τὸ ἀπολωλεκέναι τὸ φῶς . πρόβατοί | ||
| . χαράδραις : κοιλώμασι , βόθροις , σχίσμασι πετρῶν , φωλεαῖς . Καί τιν ' : ἐάν τινα . εἰλυμένον |
| ὁ Φαληρεὺς Δημήτριος γράφει . . , : ἐκ τῆς Ἑρμίππου συναγωγῆς τῶν καλῶς ἀναφωνηθέντων ἐξ Ὁμήρου . Δημήτριος ὁ | ||
| εἰς Ἕλληνας ἀγαγεῖν . . . : Ἡρακλείδου Ἐπιτομὴ τῶν Ἑρμίππου Περὶ νομοθετῶν . Ι [ ! ! ! ! |
| περὶ ὀνείρατος ὁ παρὼν λόγος , ἀλλὰ περὶ πραγμάτων ἐοικότων ἐνυπνίοις : ἃ τοῖς μὴ λίαν κεκαθαρμένοις μεγάλα καὶ λαμπρὰ | ||
| , ἀχρήστους δὲ τῷ βίῳ ὁμοίους ἔφησεν εἶναι τοῖς ἀγαθοῖς ἐνυπνίοις . Ἐρασίστρατος ὁ ἰατρὸς καταλαβών τινα πυρέττοντα καὶ ἐσθίοντα |
| νομός . Μήδαβα , πόλις τῶν Ναβαταίων . ὁ πολίτης Μηδαβηνός , ὡς Οὐράνιος ἐν Ἀραβικῶν δευτέρῳ . Μηδία , | ||
| τῶν νόμων ἐπιτηδεύων . τὸ ἐθνικὸν Γερασηνός , ὡς Μήδαβα Μηδαβηνός . Γέργις , πόλις Τροίας . καὶ κλίνεται Γέργιθος |
| Ἑλένης εἰδώλου . ἀπὸ τοῦ ὀλιγαρχικοῦ κτλ . ►βασιλικός αʹ τιμοκρατικός βʹ ὀλιγαρχικός γʹ δημοκρατικός θʹ τυραννος Ϛʹ◄ τριπλασίου ἄρα | ||
| Ἑλένης εἰδώλου . ἀπὸ τοῦ ὀλιγαρχικοῦ κτλ . ►βασιλικός αʹ τιμοκρατικός βʹ ὀλιγαρχικός γʹ δημοκρατικός θʹ τυραννος Ϛʹ◄ τριπλασίου ἄρα |
| φησί , ] [ προεῖπεν , ἐπερωτηθεὶς ] [ ὑπὸ δρομέως ἤδη ] μέλλοντος [ Ὀλυμπίασιν ] ἀγωνιεῖσθαι , ὅτι | ||
| . , : γρίσων ὁ χοῖρος : Ἀριστοφάνης δέ φησι δρομέως ὄνομα . . . . : γρίσων ὁ χοῖρος |
| συνέδραμεν . : Φιλοκτήτου δ ' ἐστὶ καὶ ἡ παλαιὰ Κρίμισα περὶ τοὺς αὐτοὺς τόπους . Ἀπολλόδωρος δὲ ἐν τοῖς | ||
| ἐθνικὸν Κριθώσιος ὡς Περκώσιος . ἔστι καὶ ἄκρα Ἀκαρνανίας . Κρίμισα , πόλις Ἰταλίας πλησίον Κρότωνος καὶ Θουρίου . Λυκόφρων |
| ὦ Σώκρατες , τρίβομεν ὅσον οἰόμεθα μέτριον εἶναι πιεῖν . Μανθάνω , ἦ δ ' ὅς : ἀλλ ' εὔχεσθαί | ||
| Οὐκοῦν καὶ κάκιον , εἴπερ αἴσχιον . Ἥκιστά γε . Μανθάνω : οὐ ταὐτὸν ἡγῇ σύ , ὡς ἔοικας , |
| . ἔστι καὶ Μαιναλία πόλις Γαλατίας . Μαινόβωρα , πόλις Μαστιηνῶν . Ἑκαταῖος Εὐρώπῃ . τὸ ἐθνικὸν Μαινοβωραῖος . Μαιονία | ||
| εἴρηται δὲ ἀπὸ Μαστίας πόλεως . . Μαινοβώρα : πόλις Μαστιηνῶν . Ἑκαταῖος Εὐρώπηι . τὸ ἐθνικὸν Μαινοβωραῖος . . |
| διδόναι ς ' ὁ Λοξίας . Πῶς δὴ τριήρης ἐστὶ κυναλώπηξ ; Ὅπως ; ὅτι ἡ τριήρης τ ' ἐστὶ | ||
| κακεμφάτως δὲ καὶ ἐπὶ τοῦ αἰδοίου δύναται ἀκούεσθαι . ποῦ κυναλώπηξ : καὶ ἀλλαχοῦ [ . ] Φιλόστρατος ἡ κυναλώπηξ |
| οὑν νεκροῖς , γέρον ; ἐμὸς ἐμὸς ὅδε γόνος ὁ πολύπονος , ὃς ἐπὶ δόρυ γιγαντοφόνον ἦλθεν σὺν θεοῖσι Φλεγραῖον | ||
| χαλᾷς , αὔδασον , τίς ἔφυς βροτῶν ; τίς ὁ πολύπονος ἄγῃ ; τίν ' ἂν σοῦ πατρίδ ' ἐκπυθοίμαν |
| δὲ ἄρκτων ἀγνώστῳ γῇ . Τῶν δὲ ὀνομαζομένων ἐν τῇ Σαρματίᾳ πόλεων ἡ μὲν Ἑρμώνασσα τὴν μεγίστην ἡμέραν ἔχει ὡρῶν | ||
| ἀγνώστῳ γῇ παρακειμένῃ ταῖς ἀρκτικωτάταις χώραις τῆς Μεγάλης Ἀσίας , Σαρματίᾳ καὶ Σκυθίᾳ , καὶ Σηρικῇ . Τῶν δὲ περιλαμβανομένων |
| εἷς τις ἀνεδίδοτο συριγμός : εὐμενίᾳ . ἤγουν εὐμενῶς . ἰωνικὴ συστολή . [ . ] Τότε , φησίν , | ||
| . ἀμηχανίῃσι : ἀπορίαις . Ἀνόρουσε : ὥρμησε , συστολὴ ἰωνικὴ , καὶ ἀνώρμησεν : ἐκ τοῦ ὀρούω ὀρύω ὡς |
| ἓν ποιεῦνται , καὶ τοῦτο διὰ τῆς τρόπιος διαβυνέεται : ἱστῷ δὲ ἀκανθίνῳ χρέωνται , ἱστίοισι δὲ βυβλίνοισι . Ταῦτα | ||
| πανίσδεται ἔργα τοιαῦτα , οὐδ ' ἐνὶ δαιδαλέῳ πυκινώτερον ἄτριον ἱστῷ κερκίδι συμπλέξασα μακρῶν ἔταμ ' ἐκ κελεόντων . οὐ |
| αὐτὴν ὡς τὴν ἀρχὴν ἀπολελωκότα διαφθαρείη τε καὶ μαρανθείη . Ὁδ ' ἐφ ' ἥπατι κακῶς διατεθέντι λεγόμενος τεταρταῖος κατ | ||
| αὐτὴν ὡς τὴν ἀρχὴν ἀπολελωκότα διαφθαρείη τε καὶ μαρανθείη . Ὁδ ' ἐφ ' ἥπατι κακῶς διατεθέντι λεγόμενος τεταρταῖος κατ |
| καί τι τοιοῦτον μέμνημαι ἰδὼν περὶ τὸ ἰατρεῖον θαμίζων . Ἧκέ τις ἀμίδα κομίζων , ἐν ᾗ φαιόν τε καὶ | ||
| ἁνύσας τι ; Ταῦτ ' , ὦ δέσποθ ' . Ἧκέ νυν ταχύ . Ὦνδρες , τι πεισόμεσθα ; Νῦν |
| Ὅτι ὥσπερ ἀπὸ τοῦ καλὸς καὶ ἀγαθὸς σύνθετον ὄνομα γίνεται καλοκαγαθία , καὶ ἀπὸ τοῦ θεὸς καὶ τοῦ ἐχθρὸς θεοεχθρία | ||
| Ἀνημιοβολαία : ἀπὸ συντάξεως ὄνομα γίνεται : καλὸς καὶ ἀγαθὸς καλοκαγαθία , θεοῖς ἐχθρός θεοεχθρία . οὕτως οὖν ἀνημιοβόλιον ἀνημιοβολαία |
| πύργον ἄγουσα . . τὸ θηρευτικὸν δίκτυον , ὃ καὶ σαργάνη καλεῖται . . ποτὶ πτόλιν ] ἐστίν . ὁρκάνα | ||
| ἢ ἀφανισμός . θ ὁρκάνη ] εἶδος δικτύου ὃ καλεῖται σαργάνη . ὁρκάνη ] κλῖμαξ . Ξ πυργῶτις ] ὑψηλὴ |
| ἀδαγμός ἀκάτια ἀκρόσφυρα ἀμφαξονεῖν ἀναδοιδυκίζειν ἀνακωνᾶν ἀναμυλλᾶναι ἀνασεσυρμένη ἀνασκυζᾶν καὶ σκυζᾶν ἀνδροκόβαλος ἀνδροσάθης , ἀνδροσάθων ἀνεκαλαμήσατο ἀνεκνάδαλλον ἀνεπικόρριστος ἀνερριχῶντο ἀνισῶσαι | ||
| , ἀλλὰ τὴν τῆς σκυζήσεως . ὅταν δ ' ἄρχηται σκυζᾶν , ἡ μὲν φύσις αὐτῇ διοιδεῖ , τὰ δὲ |