Ἑρμοῦ στάσιν ἐπὶ τοῦ μεσουρανήματος , ἀμφοτέρων ὄντων ὑπαύγων , περιφανὴς δὲ διὰ τὸ τοὺς δ ἀστέρας ἐν τῷ μεσουρανήματι
πλείστου πειρῴμην . αὐτὰ γὰρ ταῦτ ' ἐστὶ καὶ συκοφαντία περιφανὴς καὶ ἀπόδειξις ἐναργὴς τοῦ μηδὲν συκοφαντίας ἐλλείπειν . ἃ
6986458 ἐπισημος
[ ] ἑορτὴ ἡμέρας [ ] ιαʹ ιβʹ ιγʹ , ἐπίσημός [ ἐστι ] δὲ ἡ ιβʹ , [ ὡς
. ” τοσοῦτον ἄρα καθίκετο αὐτοῦ ἡ μίμησις τῆς ὀρχήσεως ἐπίσημός τε καὶ σαφὴς φανεῖσα . Ἡ δὲ πλείστη διατριβὴ
6885900 περιβοητος
αὐτὴν συνταχθέντας ὑπόθεσιν παρέλαβεν ὡς ἀναγκαίους . Ὁ δὲ δὴ περιβόητος ἐπιτάφιος , ὃν ἐν τῇ δευτέρᾳ βύβλῳ διελήλυθε ,
δι ' εὔνοιαν , οἱ δὲ τοῦ κατορθώσειν ἐλπίδι : περιβόητος γὰρ ἦν ἤδη ὁ ἀνήρ , καὶ δέος αὐτοῦ
6876328 περιβλεπτος
γὰρ οὖσα παιδίον τῆς ἡλικίας αὐτὴν οὔπω κρυπτούσης ἐπεὶ προϊοῦσα περίβλεπτος ἦν καὶ τοὺς ἁπάντων ἐφείλκετο πρὸς αὑτὴν ὀφθαλμούς ,
Ἑρμοκράτους πλησίον τῆς θαλάσσης , ὥστε καὶ τοῖς πόρρωθεν πλέουσι περίβλεπτος εἶναι : τοῦτον ὥσπερ θησαυρὸν ἐπλήρωσεν ἡ τῶν ἐνταφίων
6815671 ἐνδοξος
γαμετὴν παρ ' ἧς τοσαῦτα εἴληφεν καὶ δι ' ἣν ἔνδοξός ἐστιν οὕτως ἀτίμως ἀπέλιπεν , καινῶν δὲ ὠρέχθη πραγμάτων
, ὁ μετὰ τοῦτον Νάευ , Τουβίου δὲ ὁ τρίτατος ἔνδοξός τε καὶ μέγας . Καὶ γὰρ εἰ λάχῃ πρώτιστος
6813051 ἀκοσμος
τὸ στρατόπεδον , καὶ ἦν ἄλλη φυγὴ τῶν Ἀντιοχείων ἐκεῖθεν ἄκοσμος . ὁ δὲ Μάνιος μέχρι μὲν ἐπὶ Σκάρφειαν ἐδίωκεν
δεδομένην , δανεισταί τε χρέα καὶ ταύτης ἐπεδείκνυον , καὶ ἄκοσμος ἦν ὅλως οἰμωγὴ καὶ ἀγανάκτησις . οἱ δ '
6786042 λυπηρος
πρώραν „ , ἔφη : „ ἀλλ ' ἔμοιγε οὐκέτι λυπηρὸς ὁ θάνατός ἐστι , εἴγε ὁρᾶν μέλλω τὸν ἐχθρόν
ἄν ; Οὐδ ' ἄρα ὁ μέσος βίος ἡδὺς ἢ λυπηρὸς λεγόμενος ὀρθῶς ἄν ποτε οὔτ ' εἰ δοξάζοι τις
6767926 θηριωδης
ὁ ἐσθίων ἀνθράκων καὶ γῆς : ἐξ ἔθους δὲ γίνεται θηριώδης ὁ ταῖς παρὰ φύσιν ἡδοναῖς ἐκ προοιμίων τοῦ βίου
, φαύλως ἠγμένος , ἀπρόθυμος , ἀπαίδευτος , ἄτακτος , θηριώδης , δύσφορος , ἀκάθεκτος , ἀκόλαστος τὴν γνάθον ,
6741887 ἐξαιρετος
. ἀλαθής τέ μοι : ἀληθὴς δὲ περὶ τούτων καὶ ἐξαίρετος ὅρκος ἔσται . ὀμνύειν δὲ βούλεται ὡς ἀληθεύων ἐν
τουτέων δὲ ἡ μὲν Ἄνθυλλα ἐοῦσα λογίμη πόλις ἐς ὑποδήματα ἐξαίρετος ” . τὸ ἐθνικὸν Ἀνθυλλαῖος , ὡς Ἄβολλα Ἀβολλαῖος
6727649 χαλεπος
Ἀφροδίτης κʹ , οὐ κακός . ρβʹ Κρόνου λδʹ , χαλεπός . ρεʹ Κρόνου λεʹ , Ἀφροδίτης καʹ Ἄρεως ιεʹ
τυχὼν ἦν πυρετός . ὀξὺς γὰρ ἦν καὶ δακνώδης καὶ χαλεπός . εἴρηται δὲ ἐν τῷ περὶ διαφορᾶς πυρετῶν ,
6655859 προσφιλης
πᾶσαν . θ ' ἐξὀρῶν ? ? ἀντὶ τοῦ πραεῖα προσφιλής εἶδος ὑποδήματος γυναικείου κοίλου : . ποιητικῶς : ἀντὶ
μὴν τὸν πόθον Ἀθηνᾶς ἀφείλοντο , ἀλλὰ προσμένει τῇ θεῷ προσφιλής , καθάπερ καὶ ἡ ἐλαία , καὶ μεταθεῖσα τὸν
6601652 δυνατωτερος
ὁ λόγος ἦν τοῦ κατὰ τὸν μῦθον ἰοῦ τῶν διψάδων δυνατώτερος . [ . . . . , . ]
ὥσπερ οὖν οἱ παλαιοί φασιν Ἀρχίδαμον , εἰ Περικλέους εἴη δυνατώτερος ἐρωτώμενον “ ἀλλὰ κἂν καταβάλω Περικλέα , ” φάναι
6573244 ὑπερογκος
λόγοι , πολιτικὸς μὲν ἥκιστά ἐστι , σεμνὸς δὲ καὶ ὑπέρογκος τοῖς τε ἄλλοις καὶ τῷ δι ' ἀποφάνσεων περαίνειν
Σωτίων ἐν Διαδοχαῖς . οὗτος ἐσθῆτί τε μαλακῇ ἐχρῆτο καὶ ὑπέρογκος ἦν τὸ σῶμα , ὥστ ' αὐτὸν ὑπὸ τῶν
6556892 εὐσχημων
. ὁ δὲ ἐπὶ τοῦ τρίτου γεννώμενος ἔσται σχέτλιος , εὐσχήμων , πλουσιόψυχος , πολύφιλος καὶ ἐν δημοσίαις ἀσχολίαις :
σοφίαν . , . . τετράγωνος σεμνὸς δὲ ἦν καὶ εὐσχήμων τὰ πάντα καὶ τετράγωνος ἄνευ ψόγου τεταγμένος , ὡς
6552382 τιμιος
δ ' ἐν τυμβήρει θαλάμῳ κατεζεύχθη : καίτοι καὶ γενεᾷ τίμιος , ὦ παῖ , παῖ , καὶ Ζηνὸς ταμιεύεσκε
καὶ συμμάχους , καὶ σὺν ὑμῖν μὲν ἂν οἶμαι εἶναι τίμιος ὅπου ἂν ὦ , ὑμῶν δὲ ἔρημος ὢν οὐκ
6550755 περισπουδαστος
, βαρύς , φορτικός , ἐπαχθής , κομπαστής κομπώδης , περισπούδαστος περίσπουδος ὑπέρσπουδος κατεσπουδασμένος , ἐπισκυθρωπάζων , πεπλασμένος καταπεπλασμένος ,
αὐτῷ καὶ ἱππασία καὶ ὁπλομαχία συνήθη γυμνάσματα . Ἦν δὲ περισπούδαστος ἅπασιν Ἐφεσίοις , ἅμα καὶ τοῖς τὴν ἄλλην Ἀσίαν
6530996 φαρμακευς
παθεῖν ὑποπτεύειν τὸ δρᾶσαι δύνασθαι . τί τοίνυν ; ὁ φαρμακεύς ἐστι λῃστὴς ὡμολογημένος προτείνων τέχνην ἀδικημάτων , ἄσκησις ἐπιβουλῆς
μοιχός μου κρατεῖ πανταχοῦ : δοκῶ , ὁ λῃστὴς καὶ φαρμακεύς ἐστι . Μελίτη φιλεῖ , Λευκίππη φιλεῖ . ὄφελον
6520948 ἐπιμελης
πάνυ σφοδρός τε καὶ τραχύς ἐστι : διὸ καὶ ἧττον ἐπιμελὴς ὁ λόγος αὐτῷ , γοργὸς μέντοι καὶ δεινὸς οὐ
: καὶ ἔδοξεν ἀπὸ τοῦ λόγου εἰκάζοντί μοι τὴν πρώτην ἐπιμελὴς μὲν εἶναι σφόδρα , τὴν δὲ φύσιν ἀγεννέστερος .
6499969 διαφανης
Μυκάλῃ καταντικρὺ Σάμου . ἔγραψεν ἰατρικὰ βιβλία θʹ . Ἐρασίστρατος διαφανὴς ἰατρὸς ἐπὶ Σελεύκου ἐγνωρίζετο , ὃς διαγνοὺς Ἀντίοχον τὸν
τῶν θηρίων καὶ διὰ τὰ τοπάζια . λίθος δέ ἐστι διαφανὴς χρυσοειδὲς ἀποστίλβων φέγγος , ὅσον μεθ ' ἡμέραν μὲν
6492885 τοιοσδε
τι ἄλλο κώλυμα γένηται πρὸς τῶν ὑπάτων . ἦν δὲ τοιόσδε ὁ νόμος : Δημάρχου γνώμην ἀγορεύοντος ἐν δήμῳ μηδεὶς
τοῦ Αἴαντος θανάτῳ , ὁ Ἀγαπήνωρ δὲ ὁ τοιόσδε καὶ τοιόσδε ἐλθὼν εἰς τὴν Κύπρον χαλκωρυχήσει , οὗ τὸν πατέρα
6478456 βεβαιος
καὶ ἀντιπεπονθέναι τοῖς αὐτῶ μερέεσσιν : οὗτος γὰρ ἰσχυρὸς καὶ βέβαιος : τὸ δ ' ἀντιπεπονθέναι λέγω αὐτῶ καὶ ἄρχεν
κακοτεχνίας ὑγιῶς προστιθεμένου : ἐπιστήμης δέ : κατάληψις ἀσφαλὴς καὶ βέβαιος , ἀμετάπτωτος ὑπὸ λόγου . μουσικὴν μὲν οὖν καὶ
6466786 θεοφιλης
μάλιστα καὶ εὐτυχὴς καὶ μακάριος καὶ ὄλβιος καὶ εὐσεβὴς καὶ θεοφιλὴς καὶ ἀξιωματικός , βασιλικός τε καὶ στρατηγικὸς καὶ πολιτικὸς
πράξεων . τοιγαροῦν μετ ' ὀλίγων ἄλλων φιλόθεός τε καὶ θεοφιλὴς ἐγένετο , καταπνευσθεὶς ὑπ ' ἔρωτος οὐρανίου καὶ διαφερόντως
6409242 φονικος
αὐτήν . οὕτως ἀχάριστον ἡ πονηρία , συγγνώμης τυγχάνουσα . φονικὸς δὲ καὶ ὠμὸς ἐς πάντας ἦν καὶ τὴν μητέρα
κακίᾳ τὸν πρὸ αὐτοῦ βασιλεύσαντα . βίαιος γὰρ ὢν καὶ φονικὸς πολλοὺς μὲν τῶν πολιτῶν ἀνῄρει παρὰ τὸ δίκαιον ,
6393283 διαπρεπης
μὴ ἡμῖν προσέχειν , ὦ μῶρε . γυνὴ τὴν ὥραν διαπρεπής , σώφρων τὸν τρόπον . ὃ δὲ ὁρᾷ τὴν
ἥρωας . Οὐ μόνον δὲ τοιούτους ἥρωας ἔθρεψεν , ἀλλὰ διαπρεπής ἐστι καὶ τὰ ἐν ἀνδράσι , τουτέστι καὶ ἄνδρας
6390586 βιαιος
ἵππους : ἡ διπλῆ , ὅτι Ζηνόδοτος γράφει κρατερωνύχεσι . βίαιος δ ' ἡ συναλοιφή . τὸ δὲ ἑξῆς ἐστίν
ἐστιν , ἀντίθεσις , μετάληψις , πρός τι , ὅρος βίαιος , ἡ θέσις , ἑτέρα μετάληψις , ἀντίληψις ,
6367927 Πολυς
Σκύθας τε κατεπολέμησε σπονδάς τε κατ ' ἐξουσίαν ἐποιήσατο . Πολύς τε ἦν αὐτοῦ παρὰ τοῖς βαρβάροις λόγος , ὥςτε
Θ . ἦν : Ὑπῆρχε . Θ . ὑπερφυὴς : Πολύς . Θ . . ὑπ . ὅσος : Ὑπερφυῶς
6358010 εὐτελης
κτημάτων πολυτελῶν καὶ βίου τραγῳδουμένου , καὶ . . . εὐτελὴς εἶναι τὴν ψυχὴν ὑπολαμβανέσθω . ὁ γὰρ μεγαλόψυχος προδιανοεῖται
οὐκ ἄλλως ἐρῶ . ὁ σηματουργὸς δ ' οὔ τις εὐτελὴς ἄρ ' ἦν ὅστις τόδ ' ἔργον ὤπασεν πρὸς
6356508 συνηθης
ἅτε βαρύτεραι καὶ μείζους ἐμόχθουν . ὡς δ ' ὁ συνήθης τοῦ πορθμοῦ κλύδων ἐπεγίγνετο καὶ διεσπᾶτο ἡ θάλασσα ἐφ
ἤγουν ἡ Ἀθηνᾶ . . ἐπιχώριος ] ἐντόπιος . , συνήθης , τοπική . τὸ “ θεὸς ” ἀντὶ τοῦ
6352464 ἀσελγης
πόρνη ἡ κατωφερής . δοκεῖ δὲ ἡ τοῦ Νηλέως θυγάτηρ ἀσελγὴς γενέσθαι καὶ ὑπό τινος τῶν βαρβάρων φθαρῆναι . τῷ
τὴν μητρυιὰν προσηυκαίρει κυνηγίαις . Ἀποτυχοῦσα δὲ τῆς προαιρέσεως ἡ ἀσελγὴς κατεψεύσατο τοῦ σώφρονος , ὡς βιάσασθαι αὐτὴν θελήσαντος .
6330531 πρεπων
ὅσον , αὐτὸς δὲ ὡς γενναῖός τε καὶ σώφρων καὶ πρέπων κατασχεῖν ἃ διανοεῖται , πέμπωμεν ἐφ ' ἃ ὥρμηκεν
ὅτι τοῖς μεγάλοις πράγμασι καὶ περὶ τηλικούτων λόγοις ἁρμόδιος καὶ πρέπων ὁ ὑψηλὸς χαρακτήρ . Ϙγʹ Ἀλλὰ τῶν προτέρων συγγνώμην
6297457 ἀνετος
τὸ ἵημι τὸ σημαῖνον τὸ πέμπω ἑτός καὶ ἄφετος καὶ ἄνετος . . . . ἀνέγναμψαν : αὐτὰρ ἐμοὶ δεσμὸν
ἄνω . τὰ δὲ ἔχοντα Α ὁμοίως : ἄργετος ἄρετος ἄνετος πάγετος , ὅπερ ὀξύνει ἡ συνήθεια . ἔτι ὀξύνεται
6296697 ἀπιστος
ηὐξημένον . Ὁ μὲν λόγος θαυμαστὸς , ὁ δὲ λέγων ἄπιστος : ἐπὶ τῶν ἐπαγγελλομένων μείζω ἢ δύνανται . Ὁ
ἢ πλῆθός τι τοιαύταις ψυχαῖς κεχρημένον , οὐδεὶς οὕτως ἦν ἄπιστος , ὡς μὴ πιστεύειν τὸ τῆς ψυχῆς αὐτοῖς πάντη
6259970 ἐναργης
ἄν τις τὰ πολλὰ λέγοι ; ἔτι γὰρ καὶ νῦν ἐναργὴς ἡ κίνησις τοῦ θεοῦ . τοῦτο μὲν , ὡς
καὶ τρυφῇ δεδωκὼς καὶ βραχὺ φροντίζων εὐκλείας , ἦν ἀπόδειξις ἐναργὴς τοῦ μεστὸν αἰσχύνης εἶναι πρᾶγμα τοὺς μίμους . οἷος
6243977 ἐπιφθονος
ἄλλως : ἐμοὶ λόγος , φησὶ , λεπτὸς μὲν , ἐπίφθονος δὲ , τουτέστι : φθονηθησόμενος μὲν , δυνάμενος δὲ
λευκοῦ ζεύγους , ἐξυπτιάζων , περίβλεπτος ἅπασι τοῖς ὁρῶσι καὶ ἐπίφθονος . καὶ προέθεον πολλοὶ καὶ παρίππευον καὶ εἵποντο πλείους
6234564 ἐκπρεπης
αὐτοῦ ἐκφαίνεται , καὶ ἡ ἐπιμέλεια καὶ ὁ κόσμος ἐνταῦθα ἐκπρεπής . διόπερ δεῖ μάλιστα , καλὸν ὅτε ποιοῖμεν λόγον
φιλτάται βάλοιμεν χρόνωι , φυγάδα μέλεον . ὡς ὅπλοισι χρυσέοισιν ἐκπρεπής , γέρον , ἑώιοις ὅμοια φλεγέθων βολαῖς . ἥξει
6232313 ἀναρμοστος
καὶ καθαρὰ καὶ ἀγαθοειδὴς ὑπάρχει πρὸς θεῶν ὑποδοχήν ἐστιν οὐκ ἀνάρμοστος : ἐπεὶ γὰρ ἔδει καὶ τὰ ἐν γῇ μηδαμῶς
. πάραρος δὲ ὁ παρηρμένος τὴν γνώμην . πάραρος : ἀνάρμοστος , ὁ ἀχρήσιμος καὶ μάταιος ἐκ μεταφορᾶς τῶν παρηόρων
6216919 γνωστος
ἀπὸ ὡροσκόπου ἄφεσις ἐπὶ τὸν Ἥλιον , ὅθεν καὶ βασιλεῖ γνωστὸς ἐγένετο κατ ' ἐκεῖνον τὸν χρόνον . ἐν δὲ
λόγῳ , σώφρων , πολλὰ δι ' ἑαυτοῦ κτώμενος , γνωστὸς πολλοῖς καὶ ὑπὸ ἐλευθέρων δουλευθήσεται , πολλῶν τεχνῶν καὶ
6216394 ἀφοβος
: ἁπαλὸν κακοπάθειαν ' . . . . ἀτάρβητος : ἄφοβος : παρὰ τὸ τάρβος . ἢ ἀθάρβητός τίς ἐστιν
τῶν ἀληθῶν , χρωμένους ὑποκινδύνοις βέλεσιν , ὅπως μὴ παντάπασιν ἄφοβος ἡ πρὸς ἀλλήλους γίγνηται παιδιά , δείματα δὲ παρέχῃ
6214372 καταδηλος
παρ ' αὐτοῖς : τῷ γὰρ ἱστορήσαντι περὶ τοῦ ποταμοῦ κατάδηλος καὶ ἡ χώρα γίνεται πᾶσα ὁποία τίς ἐστιν :
τοίνυν ἐγὼ ἄνδρα ὅστις ἐρᾷ , εἴ τι αἰσχρὸν ποιῶν κατάδηλος γίγνοιτο ἢ πάσχων ὑπό του δι ' ἀνανδρίαν μὴ
6213128 διαβοητος
ἔνιοι τῶν ποιητῶν ἐπίσφατον καλοῦσιν . διαβόητος περιβοήτου διαφέρει . διαβόητος μὲν γάρ ἐστιν ὁ ἐπ ' ἀρετῇ πολυθρύλλητος ,
Χαύονα τῆς Μηδίας . . . , : Σεμίραμις ἡ διαβόητος , ἣ πολλαχοῦ τῆς γῆς ἤγειρε χώματα προφάσει μὲν
6212073 ἀψευδης
: περὶ δὲ τὸν τῶν ἀνθρώπων βίον καὶ τὰς πράξεις ἀψευδής τις ἀπὸ ταὐτομάτου πλανᾶται φήμη κατὰ τὴν πόλιν ,
. τῷ ἀσέμνως τὸ ἄσεμνος παράκειται , τῷ ἀψευδῶς τὸ ἀψευδής , τῷ ἀκλαυτί τὸ ἄκλαυτος , τῷ ἀθεωρητί τὸ
6209248 εὐπρεπεια
: τοῦ θείου γὰρ κάλλους ἅπασαν ὥραν νικῶντος ἡ μείζων εὐπρέπεια τῶν ἀγαλμάτων ἐγγυτέρω γίνεται τῆς ἀληθείας καὶ πλείονα φέρει
καὶ κρᾶσις ἀέρων μεριζομένων ἐξ ἴσου τὸ ἔτος , οἰκοδομημάτων εὐπρέπεια , τρόπος οἰκητόρων ἐπιεικής . ταῦτα δὴ σοῦ τῆς
6208591 ἀδοξος
ἀνεπιτήδειος , μάταιος εἰς τὸ ἀνεπιτήδειος διαλέγεσθαι , ἄκαιρος , ἄδοξος . καταπύγων ] πορνευόμενος , φλύαρος , μιαρός .
νικητήρια φέροντες ; Σωκράτης πένης , Σωκράτης αἰσχρός , Σωκράτης ἄδοξος , Σωκράτης δυσγενής , Σωκράτης ἄτιμος . Πῶς γὰρ
6203707 δυσκολος
κἂν μελανθῆναι φθάσῃ γυμνωθείσης δὲ τῆς σαρκὸς τοῦ δέρματος , δύσκολος ἡ ἐπούλωσις γίνεται , δακνομένου καὶ ῥυπουμένου τοῦ ἕλκους
τῶν ὅρων λήψει . παρὰ γὰρ τοῦτο πολλάκις χαλεπὴ καὶ δύσκολος ἡ ἀγωγὴ γίνεται τῷ μὴ εὑρίσκεσθαι τῶν ὅρων ὀνόματα
6201284 ἀφανης
ὁ δὲ χειμερινὸς τροπικός , ὁ δὲ ἀνταρκτικός τε καὶ ἀφανής . λοξὸς δὲ τοῖς τρισὶ μέσοις ὁ καλούμενος ζωιδιακὸς
καὶ ὅτε μὲν ἔστρεφε τὴν σφενδόνην τοῦ δακτυλίου , ἐγίνετο ἀφανής , ὅτε δὲ ἀντέστρεφε πάλιν , ἐγίνετο ἐμφανὴς τοῖς
6184016 δημευσις
ἑάλω . καὶ πάντων φυγὴ κατέγνωστο , Γαβινίου δὲ καὶ δήμευσις ἦν ἐπὶ τῇ φυγῇ . καὶ τάδε ἡ βουλὴ
ἀπὸ αἰτίας , ὅτε τιμωρία κατὰ τοῦ πράγματος ἑτοίμη καὶ δήμευσις , ἀλλ ' οὐκ ἐμὴ αἰσχύνη : εἶτα ἀπὸ
6181916 γοης
ἡγεῖτο εἶναι , ὡς μὴ αἰσχύνοιτο καὶ αὐτὸς λαμβάνων : γόης , ὦ Διόγενες , ἅνθρωπος καὶ τεχνίτης . πλὴν
. ὀνόματα δὲ ἀπὸ τῶν εἰρημένων ἀπατεών , φέναξ , γόης , ἐπίβουλος : τὰ δ ' ἀπὸ τῶν ἄλλων
6178688 ἐπιφανης
γὰρ οὗτοι . τοῦτο δὲ πρὸς τὸν Ἀγαμέμνονα , ὅτι ἐπιφανὴς ὢν ἐφθονήθη . ἢ οὕτως : ἔχει γὰρ ἡ
Μηφύλης Ὀρουΐνιον , εἰ καί τις ἄλλη τῶν αὐτόθι πόλεων ἐπιφανὴς καὶ μεγάλη : δῆλοι γάρ εἰσιν αὐτῆς οἵ τε
6172135 Ὁρκος
διαπεπραγμένῳ , πῶς τόν γε μηδὲν εἰδότ ' αἰσχυνθήσεται ; Ὅρκος δ ' ἑταίρας ταὐτὸ καὶ δημηγόρου : ἑκάτερος αὐτῶν
, . Κατὰ τὴν ἱστορίαν τοῦ Ἀρριανοῦ καὶ Βιθυνίας ποταμὸς Ὅρκος ὄνομα , ὃς φρικωδέστατος ὅρκων τοῖς ἐκεῖ ἐνομίζετο πρὸς
6162974 ζηλος
ὑπὸ τῶν πολιτῶν δημοσίας ἕνεκα χρείας ἐπιδιδόμενον τῇ πόλει . ζῆλος μίμησις καλοῦ , οἷον ζηλοῖ τὸν καθηγητὴν ὁ παῖς
εἶναι : μία γὰρ ἐπὶ πολλῶν οὐ τηρεῖται τάξις : ζῆλος δὲ τοῖς πολλοῖς παρέπεται τοῦ κρείττονος . καὶ ἐρῶ
6161559 συγγενης
πατρωνύμιον ] τὸ πατρωνύμιον γένος , ἤτοι ὁ κατὰ πατέρα συγγενὴς ἡμῖν , τουτέστιν ὁ ἐκ προγόνων ἰθαγενής . .
κείμεθα . φιλήδονος δ ' ἦν καὶ Σπεύσιππος ὁ Πλάτωνος συγγενὴς καὶ διάδοχος τῆς σχολῆς . Διονύσιος γοῦν ἐπιστείλας αὐτῷ
6157834 ἀδοκιμος
ὁ γεγωνὼς λόγος : οὗτος δὲ ἢ ἀκριτόμυθός ἐστι καὶ ἀδόκιμος ἢ κεκριμένος καὶ δόκιμος : εἰς ἔννοιαν δ '
δόξα ἔπαινος : καὶ ἐμὲ ἀλᾶσθαι ἥτις ἔσωσά σε : ἀδόκιμος φαῦλος : σημεῖα γάρ ἐστι τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ
6156683 θερμοτατος
χρὴ εἰδέναι , ὅτι ὁ ἄνθρωπος τῇ πρώτῃ τῶν ἡμερέων θερμότατός ἐστιν αὐτὸς ἑωυτοῦ , τῇ δὲ ὑστάτῃ ψυχρότατος :
κιρρὸς θερμό - τερος τοῦ μέλανος : ὁ δὲ ξανθὸς θερμότατός ἐστιν ἄκρως , εἶθ ' ὁ κιρρός , εἶθ
6138963 ἐπιχαρις
. διαλλακτῆρι δ ' οὐκ ἀμεμφεία φίλοις , οὐδ ' ἐπίχαρις Ἄρης . σιδηρόπληκτοι μὲν ὧδ ' ἔχουσιν σιδηρόπληκτοι δὲ
γελοίῳ τὸν ἔλεγχον . , , , . . σεμνόν ἐπίχαρις ὁ αὐτὸς σεμνότατος ὢν καὶ σπουδαστικώτατος , ὅμως ἐπίχαρις
6137063 εὐπρεπης
λίθους : ἡ ἑτέρα δὲ μάλα εὐπρόσωπος καὶ τὸ σχῆμα εὐπρεπὴς καὶ κόσμιος τὴν ἀναβολήν . Τέλος δ ' οὖν
κακοδαίμων , ψιλὸς οὖν στρατεύσομαι . Μὴ φροντίσῃς : ὡς εὐπρεπὴς φανεῖ πάνυ . Βούλει θεᾶσθαι σαυτόν ; Εἰ δοκεῖ
6134939 ἰσοψηφος
, ὅταν ἴσαι γένωνται , νικᾶι ὁ κατηγορούμενος . κἂν ἰσόψηφος κριθῆι ] κἂν ἴσαι δὲ γένωνται αἱ ψῆφοι ,
ἐπεὶ διεφύλαξεν αὐτὴν ἁγνὴν παρθένον ὁ Λυγκεὺς , οὐκ ἐφαίνετο ἰσόψηφος ταῖς ἀδελφαῖς , ἀλλὰ μονόψηφος ἐγένετο , ψῆφον ἤνεγκε
6130540 μειλιχιος
ὁ Ζεὺς οὐ καταιβάτης μόνον , ἀλλὰ καὶ ἱκέσιος καὶ μειλίχιος . ποιήσας τοίνυν τὸ τοῦ καταιβάτου πρὸς τοὺς βαρβάρους
ἐπιμε - λείας ὁπόσης ἔτυχον πρὸς αὐτοῦ , ὅτι τε μειλίχιος καὶ εὐόμιλος καὶ τὸ μεγαλουργὸν ἔχοι τῷ δικαίῳ ἀνακεκραμένον
6123465 μαχιμος
, ὡς ἔφη Κλεομένης . ὅτι ὁ κύκνος εὔτεκνος καὶ μάχιμος . ἀλληλοκτονεῖ γοῦν ὁ μάχιμος , εἰσὶ δ '
. κἀστὶν φίλος γενναῖος ἀσφαλής θ ' ἅμα , οὐ μάχιμος , οὐ πάροξυς , οὐχὶ βάσκανος , ὀργὴν ἐνεγκεῖν
6122160 ἀγαστος
. , . . , . ἀγαστά : ἀγαστά καὶ ἀγαστός ἐρεῖς καὶ ἐπιρρηματικῶς ἀγαστῶς , ὡς Ξενοφῶν . ,
γὰρ τὸ ἄγαν γέγονεν ἀγάζω τὸ θαυμάζω , καὶ ἐκεῖθεν ἀγαστός καὶ ἀγαθός , οἱονεὶ θαυμαστός : εἰ γὰρ ἦν
6121858 πολυχρονιος
. ὥσπερ Εὔηνος ὁ ποιητὴς εἶπεν , ὅτι τὸ ἔθος πολυχρόνιος μελέτη ἐστιν , αὕτη δὲ ἡ μελέτη τελευτῶσα ,
φύσιν καταλύων , συντόμως ἀναλυθήσεται : οἷον γὰρ τρόπος ὁ πολυχρόνιος ἐθισμὸς ἰσχυρός . οὕτως ὁ αἰφνίδιος ἐξεθισμὸς μεγάλας ἔχει
6120514 ἐχθιστος
τῶι ποιητῆι τὸν Δία παρεισάγεσθαι δυσαρεστούμενον τῶι Ἄρει καὶ λέγοντα ἔχθιστος δέ μοί ἐσσι θεῶν , οἳ Ὄλυμπον ἔχουσιν :
παρὰ τὸ ἐχθρὸς ἐχθρότατος ἐχθρίων καὶ ἀποβολῇ τοῦ ρ ἐχθίων ἔχθιστος . . . . . ζαὴν ἄνεμον : ζαὴν
6111526 φοβερος
κατωρθωκέναι τὸ προσταχθὲν τῆς τυραννίδος αὐτὸν οὕτω φρονεῖν ἀπαιτούσης : φοβερὸς γάρ , οὐ δίκαιος ἐθέλει δοκεῖν . ὥστε τῆς
, ὡς ἐν τῷδε μόνῳ τὸ ἀσφαλὲς ἕξων , εἰ φοβερὸς αὐτοῖς εἴη καὶ δι ' αὐτὸ καὶ δυσεπιχείρητος .
6106893 πραοτερος
μικρὰ τῆς κακίας ὑπανεῖτε , κἀγὼ τάχα μειδιάσω . καίτοι πραότερος ἐν τῇ νόσῳ νῦν ἐγενόμην , ὅτι οὐκ ἐντυγχάνω
αὐτίκ ' αὐτῶι ταῦτ ' ἐροῦμεν ; πρῶτον ἀριστησάτω : πραότερος ἔσται . τί τοῦτο , Σώστρατ ' ; ἠριστήκατε
6103956 φιλοδωρος
στέφανον ὑπισχνούμενος φιλοτιμίας μισθόνεἰ τοίνυν πάνδημον εἰσφορὰν τῆς χρείας εἰσπραττομένης φιλόδωρός τις ἀνὴρ καὶ πλούτῳ πολὺς ἧκεν οἴκοθεν ἄγων τὸν
αἰδοῦς τε σοβαρωτέραις . , . . Θεαγένης ἦν γὰρ φιλόδωρός τε καὶ μεγαλόδωρος εἰς ὑπερβολήν . ἀναλοῦτο δὲ αὐτῷ
6099150 ὑπερηφανος
τῶν συνεργουμένων ὑφ ' ἑνὸς καὶ πλειόνων . ὁ γὰρ ὑπερήφανος οὔτε συνπαραληπτικὸς ἑτέρων , ἅμα μὲν ὑπ ' οἰήσεως
' ἐναντία μισόπολις , μισόδημος , ὑπερόπτης , μεγάλαυχος , ὑπερήφανος , τυραννικός , ὀλιγαρχικός , μικροπρεπής , δύσνους ,
6076402 ἀβεβαιος
στρατευμάτων : ἐφάνη δὲ καὶ ἄλλοτε , ὅτε Νέρων ἐκεῖνος ἀβέβαιος καὶ δόλιος ἤρχετο τῆς μανίας . Πρὸς τούτου ἀνατέλλουσιν
ἀδελφιδοῦς αὐτῷ , τῆς πατρίδος ὅτε μετανίστατο , συνεξεληλυθώς , ἀβέβαιος , ὑπαμφίβολος , ἀντιρρέπων ὧδε κἀκεῖσε , τοτὲ μὲν
6070850 ἀπειθης
τὸ μέντοι μυθῶ καὶ ἀπειθῶ περισπῶνται , ὅτι μῦθος καὶ ἀπειθής . Τὰ εἰς ΘΩ δισύλλαβα ἔχοντα τὴν πρὸ τέλους
ἄρχεσθαι ὑπό τινος . ἀναρχίαν ] ἤγουν ἄναρχος δοκοῦσα καὶ ἀπειθής . δεινὸν τὸ κοινόν : χαλεπὴ καὶ βίαιος ἡ
6067898 πιστος
τὸ φαινόμενον πιστός ἐστιν ἢ οὔ . εἰ μὲν οὖν πιστός ἐστιν , οὐδὲν ἕξει λέγειν πρὸς τὸν ᾧ φαίνεται
λέγει γὰρ Μωυσῆς ἐν ᾠδῇ τῇ μείζονι : ” θεὸς πιστός , καὶ οὐκ ἔστιν ἀδικία ἐν αὐτῷ ” .
6066876 αἰσχρος
ἐμέλαινε τὰς ἑαυτοῦ τρίχας , σιμὸς ὢν καὶ μέλας , αἰσχρὸς καὶ κλέπτης . Λυσιστράτου πλοῦτον πλουτεῖς : ἐπὶ τῶν
κύρι ' εἶναι σκοποῦμεν ; ἀλλ ' ὁ λόγος πρῶτον αἰσχρὸς [ τοῖς σκοπουμένοις ] , εἴ τις ἀκούσειεν ὡς
6062100 ἀνελπιστος
ἤδη κατὰ κράτος ἁλισκομένης κατέπλευσε τοῖς Καρχηδονίοις δύναμις ἐκ Λιβύης ἀνέλπιστος . διὸ καὶ ταῖς ψυχαῖς πάλιν θαρρήσαντες οἱ μὲν
. Ἀλλ ' ἐμὲ μὲν ὁ πολὺς ἀπολέλοιπεν ἤδη βίοτος ἀνέλπιστος , οὐδ ' ἔτ ' ἀρκῶ : ἅτις ἄνευ
6061535 Τοιουτος
ἄνδρ ' ὁ φιτύσας πατὴρ ἐφῆκεν ἐλλοῖς ἰχθύσιν διαφθοράν . Τοιοῦτος ὢν τοιῷδ ' ὀνειδίζεις σποράν ; ὃς ἐκ πατρὸς
δυνάμεσι καὶ ταῖς οὐσίαις : διὸ περικρατεῖται τοῖς σώμασι . Τοιοῦτος μὲν οὖν καὶ ὁ τῆς διαίτης τρόπος . Δεῖ
6058225 χαλεπωτατος
καὶ αὕτη τις ἰδιότης . Ὁ δὲ τῆς γῆς πάγος χαλεπώτατος , ὅταν περιβεβοθρωμένα καὶ γυμνὰ λάβῃ τὰ δένδρα ,
λογιζόμενοι ὅτι αὐτῶν οὐ φείσεται , φύσει μὲν ὢν ἐχθρὸς χαλεπώτατος καὶ μικρᾶς προφάσεως δεόμενος ἐς τὸ ἀδικῆσαι , τότε
6053665 πολεμικος
ἂν ὑπὸ ἀκόντων ἢ παρὰ μισούντων φιλίας τυγχάνειν . καὶ πολεμικὸς μὲν οὕτως ἐστὶν ὥστ ' ἐπ ' αὐτῷ εἶναι
ἐπὶ τῷ χώρας ἐνεργοὺς ποιεῖν καὶ κατασκευάζειν ἢ ἐπὶ τῷ πολεμικὸς εἶναι . Καὶ ναὶ μὰ Δί ' , ἔφη
6050489 παρρησια
λοιδορία . Δημοσθένης : τῆς δὲ πομπείας ταύτης ὕστερον . παρρησία καὶ παρουσία διαφέρει . παρρησία μὲν γὰρ ἡ διὰ
. τῆι κόρηι δ ' ἐν ὁμοίοις πάθεσιν οὐχ ὁμοία παρρησία τῶν λόγων ἦν πρὸς τὴν Θάμβην . ἡ γὰρ
6042485 ἀνωνυμος
' ἂν ἔννοιαν λαβεῖν . ἦ τἄρ ' ὀλοίμην ἀκλεὴς ἀνώνυμος [ ἄπολις ἄοικος , φυγὰς ἀλητεύων χθόνα , ]
ὥσπερ εἶδος ὕλῃ : ὥστε καθ ' ἑαυτὴν ἡ ὕλη ἀνώνυμος . Καὶ τί θαυμαστόν , ὅτε καὶ τῶν εἰδῶν
6036722 ὁμοδιαιτος
. καλοὺς κούρους ἔχον . ἀδελφαὶ αὐτῆς . στήριγμα . ὁμοδίαιτος τῇ δικαιοσύνῃ , ἧς παρούσης καὶ εἰρήνη ἐστί :
μυῖαν ὕστερον . σύντροφος δὲ ἀνθρώποις ὑπάρ - χουσα καὶ ὁμοδίαιτος καὶ ὁμοτράπεζος ἁπάντων γεύεται πλὴν ἐλαίου : θάνατος γὰρ
6033156 ἐπιδοξος
Λακεδαιμονίων μισθοφόροι . . Κόρραγον ] στρατηγὸς Ἀλεξάνδρου . . ἐπίδοξος ] προσδοκήσιμος . . . ἔξω τῆς ἄρκτου ]
τῆς βάσεως τόπῳ συμπαρόντος καὶ τοῦ οἰκοδεσπότου , λαμπρὰ καὶ ἐπίδοξος ἡ γένεσις ἔσται . ὁμοίως δὲ καὶ ἐὰν ὁ
6020884 αἱρετος
τοὺς ἐπαινοῦντας . Εἰ δὲ ὁ ἔπαινος δι ' ἑαυτὸν αἱρετός , καὶ ἡ εὐδοξία : καὶ γὰρ οὐδὲν ἕτερον
: πλοῦτος δὲ ἧττον ἀγαθὸν ὢν ὑγείας δι ' αὑτὸν αἱρετός ἐστι : πάλιν γὰρ τὸ μεταλαμβανόμενον καὶ δεόμενον δείξεως
6018973 αἱρετωτερος
ταῖς τῶν ψυχῶν καρτερίαις ὑπομένοντες πολυχρόνιον ἔχουσι τὴν ταλαιπωρίαν : αἱρετώτερος γὰρ αὐτοῖς ὁ θάνατός ἐστι τοῦ ζῆν διὰ τὸ
εἶχε πώλους τέσσαρας ζυγηφόρους φιμοῖσιν αὐλωτοῖσιν ἐστομωμένας ζόης πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος : τὸ μὴ γενέσθαι δ ' ἐστὶν ἢ πεφυκέναι
6013896 ὑπηκοος
ἐν τῇ λιβανοφόρῳ χώρᾳ βασιλεὺς αὐτόνομός τέ ἐστι καὶ οὐδενὸς ὑπήκοος : οὗτος ὑπερβάλλει τρυφῇ καὶ ῥᾳθυμίᾳ . διατρίβει γὰρ
Ὅμηρος μνήμην ἐποιήσατο ἐν Ἀγαμέμνονος ὑποσχέσεσι δώρων , Λακεδαιμονίων ἐστὶν ὑπήκοος τῶν ἐν Σπάρτῃ , βασιλέως Αὐγούστου τῆς Μεσσηνίας ἀποτεμομένου
6013728 προχειρος
τό τε γνήσιον καὶ τὸ μή . καὶ ἵνα γε πρόχειρος ἡμῖν ἡ παραβολὴ ᾖ τῶν τε καθ ' ἡμᾶς
πρὸς τὰς κατὰ μέρος τοῦ πλάτους παρόδους , αὐτόθεν ἡμῖν πρόχειρος γέγονεν ἐν τοῖς ἐκκειμένοις δʹ σελιδίοις τῶν κανονίων τοῦ
6006500 ἀπιθανος
πως τὰ τῆς ἐλλείψεως ἐγένετο . ὃν γὰρ τρόπον οὐκ ἀπίθανος ἀφορμὴ ἐγένετο τῆς ἐν τρίτοις συνθέσεως , λέγω κατὰ
τὴν ὑμετέραν ὀργὴν ἐκκαλέσασθαι βεβούληται . Καὶ κατηγόρηκε δωροδοκίας , ἀπίθανος ὢν πρὸς τὴν ὑποψίαν ταύτην : τὸν γὰρ ἐπὶ
6002924 ἀτακτος
τελεία , ποτὲ δὲ τούτων | [ ποτὲ ] καὶ ἄτακτος ἀπόκρισις καὶ παραποδισμὸς πρὸς τοὺς περιπάτους ὡς ἀλλοτρίου τινὸς
, ὅπερ μᾶλλον λέγεσθαι δοκεῖ ὑπ ' αὐτοῦ , ἡ ἄτακτος κίνησις τῶν ὄντων ἐστὶν ἡ ὕλη , πρῶτον μὲν
6002700 ἐρωτικος
μὲν δὴ φιλόσοφος τὴν φύσιν καὶ ὁ μουσικὸς καὶ ὁ ἐρωτικὸς ἀνακτέοι . Τίς οὖν ὁ τρόπος ; Ἆρά γε
εἰς τὴν τῶν καλῶν τε κἀγαθῶν θήραν ἔχοιμι διὰ τὸ ἐρωτικὸς εἶναι : δεινῶς γάρ , ὧν ἂν ἐπιθυμήσω ἀνθρώπων
6001803 ἐπιβουλη
τῷ σύμπαντι οἴκῳ , ὡς μήτις ἐπ ' αὐτὸν ἔξωθεν ἐπιβουλὴ συσταίη παῖδα Καίσαρος ἀναδεδειγμένον . Ἐδήλου δ ' ὅμοια
καὶ τελευτήσαντος εὐθὺς Ἡφαιστίωνος ὁ Ἀπολλόδωρος ἔδεισε , μή τις ἐπιβουλὴ γένοιτο κατὰ τοῦ βασιλέως , καὶ ἐξήνεγκεν αὐτῷ τὰ
5999920 μεγαλοφρων
πλουσίων , εἷς που τάχα ἐν μυρίοις , δαψιλὴς καὶ μεγαλόφρων τὸν τρόπον εὑρεθείη , τοῦτο ἱκανῶς δείκνυσι τὸ μὴ
τοῦτο αἰεὶ γίγνεται . Ἡράκλειτος † Βαθέωνος , Ἐφέσιος , μεγαλόφρων γεγονὼς καὶ ὑπερόπτης παρ ' ὅντιν ' οὖν .
5996488 μετριωτερος
φιλοσοφία καὶ ἡ πρὸς ταύτην αἰδώς , καὶ διὰ τοῦτο μετριώτερός ἐστιν ὑμῖν καὶ φορητὸς ἔτι . φέρει γάρ τινα
τέκτων ἢ κάπηλός τις συμπερινοστῶν τῇ στρατιᾷ . πλὴν ἀλλὰ μετριώτερός γε ὁ ἰδιώτης οὗτος ἦν , αὐτὸς μὲν αὐτίκα
5995573 φιλοπονος
ἐμαυτὸν οὐδὲ φυσῶμαι καὶ μετεωρίζομαι , ἀλλὰ φιλόλογος μὲν καὶ φιλόπονος οἶδά τις ὤν , οὔπω γε μὴν τοσοῦτον ὅσον
Θέων οὐ μάλα ἀγχίνους οὐδὲ ὀξύς , φιλομαθὴς δὲ καὶ φιλόπονος εἰς ὑπερβολήν . ταῦτά τοι καὶ ἐγεγόνει πολυμαθέστατος ἐν
5990260 γαμος
γαμηλίων τε καὶ γενεθλίων οὕτως ὀνομαζομένων : καὶ ὅτι ὁ γάμος αἴτιος τοῦ τε ὀνομασθῆναι τούτους τοὺς θεοὺς καὶ τιμᾶσθαι
τὴν κοινωνίαν . ἀμέλει καὶ ταύτῃ χωρεῖ τοῖς πολλοῖς ὁ γάμος . οὐ γὰρ ἐπὶ παίδων γενέσει καὶ βίου κοινωνίᾳ
5987713 ἀπορρητος
καὶ νῦν κολάζονται , ἄβατος δὲ τῷ θνητῷ γένει καὶ ἀπόρρητος ὁ οὐρανός . Τοιοῦτος ὁ βίος τῶν θεῶν .
ποταμῷ δὲ Εὐφράτῃ τέμνεται ξὺν ὁμοιότητι τοῦ εἴδους , ὃν ἀπόρρητος ὑποστείχει γέφυρα τὰ βασίλεια τὰ ἐπὶ ταῖς ὄχθαις ἀφανῶς
5986601 ὁρκος
' ἠνιάθην , ὅτι ὄνειρος ἦν ἄρα . ἀβαρὲς γὰρ ὅρκος χρῆμα σοί γ ' εἶναι δοκεῖ , ὃ παντὸς
τελευτῶν ἐπέθηκας ὡς κατασύραις ἡμᾶς ἐν τοῖς γράμμασι , καὶ ὅρκος ἐπῆν . ἐσκόπουν οὖν , ὅπως ἄν σοι τοῦτο
5986401 θησαυρος
ἀληθέϊ δὲ λόγῳ χρεωμένῳ οὐ Κορινθίων τοῦ δημοσίου ἐστὶ ὁ θησαυρός , ἀλλὰ Κυψέλου τοῦ Ἠετίωνος . Οὗτος δὲ ὁ
, προπαροξύνεται : Πίσαυρος Ἐπίδαυρος Κένταυρος Ἄναυρος . τὸ δὲ θησαυρός ὡς περιεκτικὸν ὀξύνεται , ὥσπερ καὶ τὰ τριγενῆ ἀμαυρός
5984946 ἀσπονδος
τὰς ἐρωτήσεις τῶν προσιόντων συνετὰς καὶ πεπαιδευμένας ; Ὅλως δὲ ἄσπονδος καὶ ἀκήρυκτος αὐτῷ ὁ πόλεμος πρὸς Ἐπίκουρον ἦν :
τὸ κήρυγμα ἐλθεῖν , εἴσω τὴν ἐκεχειρίαν : ἕως δὲ ἄσπονδος καὶ ἀκήρυκτος ὁ ἐν ψυχῇ πόλεμος , ἄφιλος ἡ
5978849 αὐθαδης
ἄψ γέγονεν ἐκβολῇ τοῦ ψ ' . . . . αὐθάδης : αὐτάρεσκος , θυμώδης : εἴρηται ὁ ἑαυτῷ ἁδῶν
ἐνδείξασθαι τὸ παραστάν . ἡ δὲ τῶν ποιητῶν τέχνη μάλα αὐθάδης καὶ ἀνεπίληπτος , ἄλλως τε Ὁμήρου , τοῦ πλείστην
5978241 ὀνειροκριτης
, ταῦτα γὰρ ἐν τῇ συνθέσει βαρύνονται , οἷον δικαιοκρίτης ὀνειροκρίτης φιλαλήθης μισαλήθης : ἰδοὺ ταῦτα ἐν τῇ συνθέσει ἐβαρύνθησαν
φυγῆς ] φυγῇ κατεδικάσθη Ξενοφῶν . . . . οὗτος ὀνειροκρίτης ἦν , καὶ ὡς ἔκρινεν εἴ τι ἀπέβαινεν ,
5973716 ἐπισκιος
ἥ τε προσεχὴς τῷ κρημνῷ νάπη πυκνοῖς καὶ μεγάλοις δένδρεσιν ἐπίσκιος . ἔνθα βωμὸν ἱδρυσάμενοι τῷ θεῷ τὴν πάτριον θυσίαν
εἶπον ἐγώ , δύσβατός γέ τις ὁ τόπος φαίνεται καὶ ἐπίσκιος : ἔστι γοῦν σκοτεινὸς καὶ δυσδιερεύνητος . ἀλλὰ γὰρ
5966554 ἀσυμφωνος
τοιούτων ἀνθρώπων ὅ γε μουσικὸς ἐρῴη ἄν : εἰ δὲ ἀσύμφωνος εἴη , οὐκ ἂν ἐρῴη . Οὐκ ἄν ,
τρίγωνος πλευρὰ σύμφωνος καὶ ἀβλαβής ἐστιν , ἡ δὲ τετράγωνος ἀσύμφωνος καὶ ἀνώμαλος πρὸς τὴν τῶν ἀποτελεσμάτων ἔκβασιν γίνεται .
5966329 ἀστατος
πλεονέκτης κακονομώτατος ἄφιλος ἄοικος ἄπολις στασιώδης ἄτακτος ἀσεβὴς ἀνίερος ἀνίδρυτος ἄστατος ἀνοργίαστος βέβηλος ἐναγὴς βωμολόχος ἀλάστωρ παλαμναῖος ἀνελεύθερος ἀπότομος θηριώδης
ἀλλ ' ἡ φύσις ἡ ἔνυλος καὶ διὰ τὸ ἔνυλον ἄστατος , καὶ δῆλον ὅτι τοῖς ὀρθῶς κρίνουσιν οὐχ ὁ
5960572 δυσευρετος
διὰ τοῦτο εἶπεν ὅτι ὁ μετατεθεὶς ” οὐχ εὑρίσκετο ” δυσεύρετος καὶ δυσθήρατος ὤν . μεθορμίζεται οὖν εἰς παιδείαν ἐξ
[ ἄπιστος ] ἀπειθὴς ἀφηνιαστὴς γόης εἴρων κέρκωψ δυσυπονόητος δυσώνυμος δυσεύρετος δυσέφικτος ἐξώλης κακόνους ἀσύμμετρος ἀκαιρολόγος μακρήγορος ἀδολέσχης ἀερόμυθος κόλαξ
5954825 εὐκαταφρονητος
καὶ ἀεικέλιον τὸν μηκέτι τῷ πρόσθεν φαινομένῳ ἐοικότα . ἀείκαστος εὐκαταφρόνητος , ἐν τῇ Τ ῥαψῳδίᾳ . ἀεικίας τὰς ἁμαρτίας
ποῖος γὰρ οὕτω σοι δοκεῖ βασιλεὺς καὶ ταῦτά γε τύραννος εὐκαταφρόνητος εἶναι τοῖς ἀρχομένοις , ὡς ἄχρι τοῦ παρεῖναι τιμᾶσθαι
5953897 γνωσθεις
τὸ ἕτερος εἶναι παρὰ τοῦ γενομένου ὑπ ' αὐτοῦ αἰσθητοῦ γνωσθείς . Αἱ μὲν οὖν ἐν τοῖς σπέρμασι δυνάμεις ἑκάστη
σκευῇ καὶ τῇ τῆς φωνῆς ὁμοιότητι , ὡς δὲ εἶδε γνωσθείς τε καὶ διωκόμενος , ῥιπτεῖ ἑαυτὸν εὐθὺς κατὰ τοῦ

Back