| τελεία , ποτὲ δὲ τούτων | [ ποτὲ ] καὶ ἄτακτος ἀπόκρισις καὶ παραποδισμὸς πρὸς τοὺς περιπάτους ὡς ἀλλοτρίου τινὸς | ||
| , ὅπερ μᾶλλον λέγεσθαι δοκεῖ ὑπ ' αὐτοῦ , ἡ ἄτακτος κίνησις τῶν ὄντων ἐστὶν ἡ ὕλη , πρῶτον μὲν |
| ἀρετῶν εἰσὶν ἔρωτες : μηδ ' ἄρρυθμος ἔλθοις : μηδὲ ἄμετρός τις καὶ ἄτακτος ἔλθοις . ῥυθμὸς γάρ ἐστιν ἡ | ||
| ἀρετῶν εἰσὶν ἔρωτες : μηδ ' ἄρρυθμος ἔλθοις : μηδὲ ἄμετρός τις καὶ ἄτακτος ἔλθοις . ῥυθμὸς γάρ ἐστιν ἡ |
| καὶ καθαρὰ καὶ ἀγαθοειδὴς ὑπάρχει πρὸς θεῶν ὑποδοχήν ἐστιν οὐκ ἀνάρμοστος : ἐπεὶ γὰρ ἔδει καὶ τὰ ἐν γῇ μηδαμῶς | ||
| . πάραρος δὲ ὁ παρηρμένος τὴν γνώμην . πάραρος : ἀνάρμοστος , ὁ ἀχρήσιμος καὶ μάταιος ἐκ μεταφορᾶς τῶν παρηόρων |
| γεγραμμένος οὐκ οὐσία ἀλλὰ συμβεβηκός , οὐκ ἔμψυχος ἀλλ ' ἄψυχος , οὐκ αἰσθητικὸς ἀλλ ' ἀναίσθητος , ἀλλὰ ζῷον | ||
| . νόμων δὲ ὁ μὲν ἔμψυχος βασιλεύς , ὁ δὲ ἄψυχος γράμμα . πρᾶτος ὦν ὁ νόμος : τούτῳ γὰρ |
| φωνὴ μόνον ἀνωφελής , καὶ πρὸς ἔπαινον καὶ πρὸς ὀργὴν εὐχερής . τοῦτ ' ἔστι τὸ μετ ' ἐνδόξου προπηλακισμοῦ | ||
| Θήβας χρυσαρμάτους καὶ εὐαρμάτους καὶ λευκίππους καὶ κυανάμπυκας : τέλεον εὐχερής τις ὤν . καὶ γὰρ καὶ ἄλλας πλείους λιπαρὰς |
| εὑρεθέντων σιτίων ἀνεχώρησαν τῷ στρατῷ : σὺν παντὶ δηλονότι . μανιώδης . . . : σημείωσαι μανιώδης ὑπόσχεσις ʃ ἀντὶ | ||
| αὐτούς . καὶ ἀπὸ τοῦδε ἦν οἶστρος ἄλογός τε καὶ μανιώδης , οἷον ἐν τοῖς βακχείοις πάθεσί φασι τὰς μαινάδας |
| τὸ στρατόπεδον , καὶ ἦν ἄλλη φυγὴ τῶν Ἀντιοχείων ἐκεῖθεν ἄκοσμος . ὁ δὲ Μάνιος μέχρι μὲν ἐπὶ Σκάρφειαν ἐδίωκεν | ||
| δεδομένην , δανεισταί τε χρέα καὶ ταύτης ἐπεδείκνυον , καὶ ἄκοσμος ἦν ὅλως οἰμωγὴ καὶ ἀγανάκτησις . οἱ δ ' |
| ὁ ἐσθίων ἀνθράκων καὶ γῆς : ἐξ ἔθους δὲ γίνεται θηριώδης ὁ ταῖς παρὰ φύσιν ἡδοναῖς ἐκ προοιμίων τοῦ βίου | ||
| , φαύλως ἠγμένος , ἀπρόθυμος , ἀπαίδευτος , ἄτακτος , θηριώδης , δύσφορος , ἀκάθεκτος , ἀκόλαστος τὴν γνάθον , |
| πολλάκις ἤδη καὶ ἐπ ' Ἀρχίππου δι ' ἐτῶν τετταράκοντα σφοδρός . Πονοῦσι δὲ μάλιστα τῶν τόπων οἱ κοῖλοι καὶ | ||
| φαρμάκου καθαίρονται δαψιλῶς . ὅταν οὖν ὁ πυρετὸς ᾖ μὴ σφοδρός , ἔμπειρός τε ᾖς τῆς φύσεως τοῦ κάμνοντος , |
| πλεονέκτης κακονομώτατος ἄφιλος ἄοικος ἄπολις στασιώδης ἄτακτος ἀσεβὴς ἀνίερος ἀνίδρυτος ἄστατος ἀνοργίαστος βέβηλος ἐναγὴς βωμολόχος ἀλάστωρ παλαμναῖος ἀνελεύθερος ἀπότομος θηριώδης | ||
| ἀλλ ' ἡ φύσις ἡ ἔνυλος καὶ διὰ τὸ ἔνυλον ἄστατος , καὶ δῆλον ὅτι τοῖς ὀρθῶς κρίνουσιν οὐχ ὁ |
| ἣν ἥψατό τις διαστολήν , σῴζει τὴν αὐτὴν διάστασιν ὁ σφυγμὸς ἢ μεταβέβληκε , καὶ μάλιστα τῶν ἀνωμάλων καὶ ἀτάκτων | ||
| ἐντὸς αὐτῆς μεστότερόν τε καὶ σωματωδέστερον καταλαμβάνεσθαι . Κενός ἐστι σφυγμὸς καθ ' ὃν αὐτῆς τε τῆς ἀρτηρίας ἡ περιοχὴ |
| ὁ Αἰγύπτιος ἦν μὲν συνεῖναι δεινότατος , ἀγωνιστὴς δὲ οὐκ ἰσχυρὸς ὑπὲρ τῆς ἀληθείας , οὐδὲ τὰς ἔξω φερούσας ἀπὸ | ||
| . Ὁ δὲ Ξιφίας τῷ τοῦ Ἑρμοῦ προσήκων φαίνεται δὲ ἰσχυρὸς καὶ χλωρότερος , παραμήκεις μᾶλλον ἀκτῖνας ἔχων περὶ αὑτόν |
| κλῆρος ὁ μυθευόμενος ἐν Σικυῶνι ταῦτα καὶ διαίρεσις ἀδελφῶν οὕτως ἀνώμαλος , ὡς οὐρανὸν ἀντιθεῖναι θαλάττῃ καὶ ταρτάρῳ . Πᾶς | ||
| δοκεῖ δὲ αὐτοῖς καὶ κατὰ λόγον τοῦτο γεγονέναι , διότι ἀνώμαλος ἡ τῶν ἐπιδέσμων γίνεται πρόσπτωσις διὰ τὴν ποικιλίαν δυναμένη |
| οἵων ἐγώ ποθ ' ἁ ταλαίφρων ἔφυν : πρὸς οὓς ἀραῖος , ἄγαμος , ἅδ ' ἐγὼ μέτοικος ἔρχομαι . | ||
| εἰς γῆν , καὶ ταῖς ἡνίαις ἐμπλακεὶς ἑλκόμενος θνήσκει . ἀραῖος . βλαβερός . ἐν εὐχαῖς . ἀλλαχοῦ : δίχα |
| δὲ οἱ μὲν ἄλλοι πάντες κατεκοιμήθησαν , ἡσυχία δὲ ἦν ἀκριβής , περιλαβοῦσα ἡ Ἀνθία τὸν Ἁβροκόμην ἔκλαεν ἄνερ λέγουσα | ||
| μίαν . Τὸ δὲ τρίτον γένος τῶν διαλειπόντων πυρετῶν ὁ ἀκριβής ἐστι τεταρταῖος , πολυχρονιώτερος καὶ ἐπὶ μόνῳ γινόμενος τῷ |
| τῶν ἀδυνάτων . Ἄχρι κόρου : ὅτι ἄχρι κόρου ἐκεῖνος ἀναίσθητός ἐστι : καί : οὗτος ἄχρι κόρου φενακίζει . | ||
| . ὁ δὲ θεὸς οὐχ , ὥσπερ ἐνίοις δόξει , ἀναίσθητός ἐστι καὶ ἀνόητος : ὑπὸ γὰρ δεισιδαιμονίας βλασφημοῦσι : |
| φλεγμονὴ συναναμίγνυται τῇ ψυχρᾷ δυσκρασίᾳ καὶ γίνεται μικτὴ διάθεσις καὶ ποικίλη . λέγωμεν οὖν οὕτως , ὅπως ἕκαστον αὐτῶν χρὴ | ||
| εἴρηται , μία μὲν καὶ ἁπλῆ τῇ οὐσίᾳ τελοῦσα , ποικίλη δὲ καὶ διάφορος τῇ δυνάμει , τισὶ τῶν ἐξ |
| : τὸ δὲ πέρας , οὐ πόλιν ὅλην φυλὴν δὲ μαλακὸς ἀνατρέπει : ἐπεὶ κατὰ μέρος τὰς πόλεις , ὦ | ||
| καὶ τὸ τυρῶδες τοῦ γάλακτος ἐμπλαστικόν ἐστι , καὶ ὁ μαλακὸς καὶ νεοπαγὴς τυρός . καὶ ἡ τοῦ ὑὸς πιμελή |
| κακοσπλάγχναις ἤτοι ὀργίλαις πλάναις , ἃς Ἰοῖ περιέβαλλε . . ὁμαλὸς ] ἥσυχος , κακῶν ἄπειρος . . ἄφοβος ] | ||
| . ἔστι δ ' ὁ προειρημένος † λειμὼν ἄνωθεν μὲν ὁμαλὸς καὶ παντελῶς εὔυδρος , κύκλωι δὲ ὑψηλὸς καὶ πανταχόθεν |
| τῶν ἄλλων μερῶν τοῦ σώματος ὡς προείρηται , ὁ σκιρρώδης ὄγκος ἀνώδυνός ἐστιν , ἐπὶ δὲ μαστοῦ γίνεται ὀδύνη οὐ | ||
| περὶ τὸν βρόγχον γινόμενος ὄγκος βρογχοκήλη ὠνόμασται : πᾶς γὰρ ὄγκος παρὰ τοῖς ἀρχαίοις κήλη ὠνόμασται : τὸ μὲν οὖν |
| ἡ διὰ τῶν χειρῶν τρῖψις συμβάλλεται ἥσυχος καὶ θερμὴ καὶ πραεῖα , προσέτι καὶ ἡ ἐπίδεσις τῶν ἄκρων . καὶ | ||
| Ὑδροχόῳ : ὁ γήμας ὠφεληθήσεται : ἔσται γὰρ ἡ γυνὴ πραεῖα καὶ φρονίμη . Σελήνης Κριῷ : ὁ γήμας βλαβήσεται |
| κατὰ μέν τινας τὸ αὐτό : κατὰ δέ τινας ἡ ἄλογος καὶ καθ ' ὑπερβολὴν δαπάνη . ἔστι γὰρ λάπτω | ||
| οὕτως τὸ μεῖζον πρὸς τὸ ἔλαττον . αὕτη δέ ἐστιν ἄλογος : οὐχ ὑποπίπτει γὰρ ἀριθμῷ . Τοῦτό ἐστι τὸ |
| συνόντων , τῶν εἰς αὐτὸν ἰόντων ὄνειδος , ἀνδραποδώδης , εἰκαῖος , συρφετός , εὐωνότερος τῶν ἀποκεκηρυγμένων ὠνίων , τῶν | ||
| ἡ πόλις . . . Βοῦς Κύπριος : κοπροφάγος , εἰκαῖος , ἀκάθαρτος . Σημαίνει δὲ ἀτοπίαν τῶν Κυπρίων . |
| ἄν τις τὰ πολλὰ λέγοι ; ἔτι γὰρ καὶ νῦν ἐναργὴς ἡ κίνησις τοῦ θεοῦ . τοῦτο μὲν , ὡς | ||
| καὶ τρυφῇ δεδωκὼς καὶ βραχὺ φροντίζων εὐκλείας , ἦν ἀπόδειξις ἐναργὴς τοῦ μεστὸν αἰσχύνης εἶναι πρᾶγμα τοὺς μίμους . οἷος |
| ἡ νῆσος ὅσα ἐργάζεται θάνατον : ἡ πόα δὲ ἡ ὀλέθριος σελίνῳ μέν ἐστιν ἐμφερής , τοῖς φαγοῦσι δὲ γελῶσιν | ||
| οὐρανιώνων τῶν ὑπὸ τὴν Οὐρανοῦ ἀρχὴν τεταγμένων . οὔλιος ἀστήρ ὀλέθριος καὶ χαλεπός . λέγει δὲ τὸν κύνα . οὐρῆας |
| εὐθὺς τὴν φωνήν , ὅτι λεπτὴ ἢ μέγεθος ἔχουσα ἢ ἐμμελὴς καὶ εὔρυθμος καὶ πάλιν εἰ ἐκμελής τε καὶ οὐκ | ||
| μεταβολαῖς πέσωσιν ὅμοιοι φθόγγοι κατὰ τὴν τοῦ πυκνοῦ μετοχήν , ἐμμελὴς γίνεται ἡ μεταβολή , ὅταν δὲ ἀνόμοιοι , ἐκμελής |
| τῶν αἰδοίων ἔπαρσις γίνεται . καὶ περὶ τὸν καιρὸν τοῦτον ψυχική τις αὐτοῖς λύπη ἐντρέχει . περὶ δὲ τὸν αὐτὸν | ||
| μὲν ἔχῃ κατὰ δῆμον ἅπαντα . Ἡ δ ' εὐφροσύνη ψυχική τίς ἐστι διάθεσις , ἣν ἄν τις ἐξηγήσαιτο καλὴν |
| λόγος εὑρέθη , καθ ' ὃν ἄφεσις ψυχῇ δουλείας καὶ παντελὴς ἐλευθερία προκηρύττεται , ἤ τις τῶν μετ ' αὐτὸν | ||
| ὁρίζεται δὲ αὐτὸν Μινουκιανὸς μὲν οὕτως : στοχασμός ἐστιν ἄρνησις παντελὴς τοῦ ἐπιφερομένου ἐγκλήματος , οὐκ εὖ δὲ ἔχει ὁ |
| ἵππους : ἡ διπλῆ , ὅτι Ζηνόδοτος γράφει κρατερωνύχεσι . βίαιος δ ' ἡ συναλοιφή . τὸ δὲ ἑξῆς ἐστίν | ||
| ἐστιν , ἀντίθεσις , μετάληψις , πρός τι , ὅρος βίαιος , ἡ θέσις , ἑτέρα μετάληψις , ἀντίληψις , |
| : καὶ ἐν συνκοπῇ αἰσχρός : ἀνία ἡ λύπη , ἀνίατος τὶς οὖσα , ἡ δυσχέρως ἰωμένη : ἀκριβὴς παρὰ | ||
| τις ἀποδέξαιτο , ὅτι τὸ γῆρας , ἡ μακρὰ καὶ ἀνίατος νόσος , τοὺς τῶν ὀρέξεων ἐχάλασέ τε καὶ ἔλυσε |
| , πολυαρμόνιον , ἀνάρμοστον , ἀναρμοστία , ἀναρμοστεῖν . ῥυθμὸς ἄρρυθμος , ἀρρυθμεῖν : Πλάτων γάρ ἐστιν ὁ ὀνομάζειν οὕτω | ||
| : λεία γὰρ οὖσα καὶ ὁμαλὴς ἐμμελής , τραχυνθεῖσα δὲ ἄρρυθμος : καὶ στενωτέρα μὲν ὀξύν , εὐρυτέρα δὲ βαρὺν |
| τὸν σίδηρον εὐχερῶς ἕλκων , καὶ τὴν χρόαν κυανίζων : πυκνὸς δὲ καὶ οὐκ ἄγαν βαρύς : εὐεργεῖ δὲ εἰς | ||
| , καὶ ἀντὶ ἀραιοῦ τε καὶ μαλθακοῦ σκληρός τε καὶ πυκνὸς ἐγένετο , καὶ οὔτ ' ἐκπέσσει οὔτ ' ἀφίησι |
| ἔδωκαεἰ . τὰ τέλη τῶν συνθέτων ἐπικρατεῖ , καὶ τὸ εὔτακτος ὄνομα καὶ τὸ χειρογραφῶ ῥῆμα , πῶς οὐχὶ γέλοιον | ||
| δράματι καὶ σκώπτοντας τοὺς φαλακρούς . σώφρων ] ἐπαινετή , εὔτακτος , κοσμία . . σκέψασθ ' ] ἴδετε . |
| καὶ τὸ πνεῦμα ἐπέχει . Διὰ τί ἡ λευκὴ γῆ ἄφορος κατὰ τὸ πλεῖστον ; ὅτι κατάψυχρός ἐστιν , ἡ | ||
| θεραπηΐης ὅκως τὰ ἕλκεα μὴ μυδήσει καὶ κάκοδμα ἔσται : ἄφορος δὲ ἔσται καὶ ἢν ῥαΐσῃ , ἢν μεγάλα ᾖ |
| οἷον ῥίζῃ τῆς ἀπάτης : μία γὰρ ὁμολογουμένως αὕτη καὶ ὡρισμένη : ἀπατώμεθα μὲν γὰρ τὸ ἀγαθὸν καὶ βλαβερὸν ἢ | ||
| αἴτιον ὡς ἀρχή : θέλει γὰρ ἡ ἀρχὴ τοῦ πράγματος ὡρισμένη εἶναι , τὸ δ ' ὡρίσθαι πέρατός ἐστι . |
| ἀλήθειαν πολεμήσων . οἷς μὲν οὖν ἦθος ἀστεῖον καὶ χάρις ἔμφυτος ἐπανθεῖ , τούτοις ἔστω μοι συνηγορία ἠθῶν ὁ λόγος | ||
| συντέτηκεν ἡδονῇ : φιλεῖ δὲ θοὑμόφυλον ἀνθρώπους ἄγειν . ὡς ἔμφυτος μὲν πᾶσιν ἀνθρώποις κάκη : ὅστις δὲ πλεῖστον μισθὸν |
| τῷ τρίτῳ τὰ πλείω φαντάζεται , διόπερ καὶ ἡ τῶνδε ἕνωσις ἐν αὐτῷ πρώτῳ , τὸ δὲ πρὸ πάντων ἡνωμένον | ||
| δὲ οὐδὲν ἑαυτῷ ἐσεῖται χρήσιμον . τίς δὲ κοινωνία ἢ ἕνωσις γένοιτο τῶν ἄκρως ἐναντίων , μὴ ὄντος τοῦ μεσιτεύοντος |
| πάντα τῷ αὐτῷ παρεῖναι κἂν καθ ' ὑπόθεσιν παρῇ , ἀφόρητος ἔσται ἡ κακία . καλεῖται μὲν οὖν ἡ κακία | ||
| οὐ δυνάμενα κατασχεθῆναι . Αἰσχύλος Σεμέληι . ‖ ἄστεκτος : ἀφόρητος , ἀβάστακτος . ‖ ἀστέκτως : ἀνυπομονήτως , ἀνυποστάτως |
| . πῶς οὖν δυνήσηι ; μῶν ἄπειρος εἶ ξένου ; ἄπειρος : οὔπω Βιστόνων ἦλθον χθόνα . οὐκ ἔστιν ἵππων | ||
| νωθής , βραδύς , μισοστρατιώτης , ἀνεπιστήμων , ὀκνηρός , ἄπειρος , ἀμαθὴς τῶν στρατιωτικῶν , ὑπνώδης , μέθυσος , |
| μόνον ἐναντίον ὄνομα ὀνόματι , ἀλλ ' ἔργον ἔργῳ . σύγχυσις μὲν γάρ , ὡς ἔφην , ἐστὶ φθορὰ τῶν | ||
| καὶ τὸν πύργον . διὰ τοῦτο ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ σύγχυσις , ὅτι ἐκεῖ συνέχεε κύριος τὰ χείλη πάσης τῆς |
| δόντες τὸ λοιπὸν εὐτυχῆ με θήσετε . Φοίνισσα Σιδωνιὰς ὦ ταχεῖα κώπα , ῥοθίοισι Νηρέως εἰρεσία φίλα , χοραγὲ τῶν | ||
| στρατιὰν τὸν ἕτερον τῶν ὑπάτων Σερούιον Φούριον : καὶ ἐγίνετο ταχεῖα ἀμφοῖν ἡ ἔξοδος . οἱ δ ' Αἰκανοὶ μαθόντες |
| δ ' ὄντως τῶν θεῶν τυγχάνουσα , τά τε ἄλλα εἰλικρινὴς καὶ καθαρὰ ἄτρεπτος ἀληθής , καὶ δὴ καὶ ὑπὸ | ||
| καὶ σφόδρα εὐώδης καὶ τῇ γεύσει πυρροτέρα τήν τε ὀσμὴν εἰλικρινὴς καὶ μὴ νοτίζουσα πταρμούς τε ἐν τῷ κόπτεσθαι κινοῦσα |
| ? ? ? ´βε ? ἀναβακχεύει . κινεῖ * οὐ μόνιμος ὁ μέγας ὄλβος : κατέκλυσε γὰρ αὐτὸν δαίμων τις | ||
| γὰρ ἡγεμὼν καὶ ἄρχων ἁπάντων εἷς ἀεὶ ὢν θεός , μόνιμος ἀκίνητος αὐτὸς ἑαυτῷ ὅμοιος . „ . . § |
| αἱ ἀποκρίσεις , διψῶσι γλῶσσα τραχεῖα , σφυγμὸς μικρὸς καὶ ἀμυδρός : ἅτε ἔστω νενευκότος τοῦ θερμοῦ . ρϞαʹ . | ||
| μετὰ παλμῶν καὶ ἐξαναστάσεων ἀλόγων , καὶ σφυγμὸς ἀνώμαλος , ἀμυδρός , ἐκλείπων καὶ παλινδρομῶν , ἐνίοις δὲ καὶ ἀνορεξία |
| φερόντων . Ἐν νυκτὶ λαμπρός , ἐν φάει δ ' ἀνωφελής . Ἐν τῷ σκάφει τῷ δ ' ἔνεστιν ἀγύρτης | ||
| εἰς ἐμέ . πέπονθα δεινά . τότε γὰρ ἦσθ ' ἀνωφελής . ἔχεις με . σαυτὸν σύ γ ' ἔλαβες |
| καὶ ταχὺς μᾶλλον ἤπερ πυκνός . Βραδύς , ἀραιός , ὑπόσομφος , ἀνώμαλος , ἄτακτος : ἐπιτεινομένου δὲ τοῦ πάθους | ||
| βαθεῖα καταφορὰ ᾖ , μέγας ἐστὶ καὶ ἀραιὸς καὶ οἷον ὑπόσομφος , τὴν ἐν τῇ πληγῇ σφοδρότητα οὐκ ἔχωνδοκεῖ μὲν |
| καὶ ἀνώλεθρον ἂν εἴη : ἀσώματος γάρ ἐστιν οὐσία , ἀμετάβλητος κατὰ τὴν ὑπόστασιν καὶ νοητὴ καὶ ἀειδὴς καὶ μονοειδής | ||
| ταῦτα ὁ νοῦς ὁ πρακτικὸς γινώσκει , ἀδιαίρετός τε καὶ ἀμετάβλητος . ὅταν δὲ αὐτὸς πρὸς ἑαυτὸν ἐπιστρεφόμενος καὶ κατὰ |
| μὲν γὰρ εἰς τὰ πλάγια παρεγκλίσει τοῦ καταλλήλου μηροῦ γίνεται τάσις καὶ πόνος καὶ νάρκη , ποτὲ δὲ καὶ ἀτροφία | ||
| γενικῶν ἐν τῷ περὶ πτώσεων εἴρηται . Προσῳδία ἐστὶ ποιὰ τάσις ἐγγραμμάτου φωνῆς ὑγιοῦς κατὰ τὸ ἀπαγγελτικὸν τῆς λέξεως ἐκφερομένης |
| ἀκήν , . , . , . Ἀκή : ἡ ὀξύτης : παρὰ τὸ ἥκω γίνεται ἠκή , ὃ σημαίνει | ||
| ἑπτὰ τῆς κατὰ τὸ λογιστικὸν ἀρετῆς εἴδη γένοιτ ' ἂν ὀξύτης μὲν ἡ περὶ τὸ εὐκίνητον , εὐφυΐα δὲ ἡ |
| διὰ τοῦτο εἶπεν ὅτι ὁ μετατεθεὶς ” οὐχ εὑρίσκετο ” δυσεύρετος καὶ δυσθήρατος ὤν . μεθορμίζεται οὖν εἰς παιδείαν ἐξ | ||
| [ ἄπιστος ] ἀπειθὴς ἀφηνιαστὴς γόης εἴρων κέρκωψ δυσυπονόητος δυσώνυμος δυσεύρετος δυσέφικτος ἐξώλης κακόνους ἀσύμμετρος ἀκαιρολόγος μακρήγορος ἀδολέσχης ἀερόμυθος κόλαξ |
| Ἐμπορίαν αἰτεῖς ; ἣν δίδωσιν ναῦς καὶ θάλαττα καὶ πνευμάτων φορά : ἀγορὰ πρόκειται : ὤνιον τὸ χρῆμα . Τί | ||
| πάλιν ἠρεμεῖν : οὐ ταὐτὸν δέ ἐστιν περιφορά τε καὶ φορά . δοκεῖ δέ τι μέγα εἶναι καὶ χαλεπὸν γνωσθῆναι |
| στρατευμάτων : ἐφάνη δὲ καὶ ἄλλοτε , ὅτε Νέρων ἐκεῖνος ἀβέβαιος καὶ δόλιος ἤρχετο τῆς μανίας . Πρὸς τούτου ἀνατέλλουσιν | ||
| ἀδελφιδοῦς αὐτῷ , τῆς πατρίδος ὅτε μετανίστατο , συνεξεληλυθώς , ἀβέβαιος , ὑπαμφίβολος , ἀντιρρέπων ὧδε κἀκεῖσε , τοτὲ μὲν |
| . ἀσφαλής : ἑδραῖος : ἀπὸ τοῦ σφάλλω σφαλὴς καὶ ἀσφαλής ' . . . . ἀσφάλαξ : παρὰ τὸ | ||
| συνάπτοντας αὐχένας τῶν ὀρῶν ἀπολείπειν τοὺς παραφυλάττοντας , ἵν ' ἀσφαλής σφισιν ἡ ἀνακομιδὴ γίγνηται . ταῦτα δ ' εἰρήσθω |
| γίνεται διὰ τὸν ξανθοχολικὸν χυμόν . κολάζεται μὲν τούτου ἡ σφοδρότης διὰ τὴν τοῦ φλέγματος ἐπιμιξίαν . ἔστι δ ' | ||
| μέν τινα αἱ τρεῖς ἀρεταὶ τοῦ λόγου , ἥ τε σφοδρότης καὶ ἡ ἔμφασις καὶ ἡ τραχύτης , εἰ καὶ |
| . ὁ δὲ ἐπὶ τοῦ τρίτου γεννώμενος ἔσται σχέτλιος , εὐσχήμων , πλουσιόψυχος , πολύφιλος καὶ ἐν δημοσίαις ἀσχολίαις : | ||
| σοφίαν . , . . τετράγωνος σεμνὸς δὲ ἦν καὶ εὐσχήμων τὰ πάντα καὶ τετράγωνος ἄνευ ψόγου τεταγμένος , ὡς |
| , ἄρα σύμφωνόν ἐστιν . Ἔτι πᾶς παρακείμενος ἀπαθήςλέγω δὲ ἀπαθής διὰ τὸ ἑώρακα πᾶς παρακείμενος ἀπαθὴς ἀρχόμενον ἀπὸ τοῦ | ||
| τιμῶν ; οὔτ ' οὖν ἐλεύθερος ἔσῃ οὔτε αὐτάρκης οὔτε ἀπαθής : ἀνάγκη γὰρ φθονεῖν , ζηλοτυπεῖν , ὑφορᾶσθαι τοὺς |
| ' ἴσον . γεγραμμένων δὲ τῶν νόμων ὅ τ ' ἀσθενὴς ὁ πλούσιός τε τὴν δίκην ἴσην ἔχει , ἔστιν | ||
| σφαλερώτερος : καὶ ὁ μὲν θρασὺς ἰταμώτερος , ὁ δὲ ἀσθενὴς θρασύτερος , ὁ δὲ φιλήδονος ἀκολαστότερος . Γεωργῶν ἀνήρ |
| . ἀλαθής τέ μοι : ἀληθὴς δὲ περὶ τούτων καὶ ἐξαίρετος ὅρκος ἔσται . ὀμνύειν δὲ βούλεται ὡς ἀληθεύων ἐν | ||
| τουτέων δὲ ἡ μὲν Ἄνθυλλα ἐοῦσα λογίμη πόλις ἐς ὑποδήματα ἐξαίρετος ” . τὸ ἐθνικὸν Ἀνθυλλαῖος , ὡς Ἄβολλα Ἀβολλαῖος |
| σμικρὰ , οἷον κρίμνα , γονοειδέα . Τρίτῃ , πυρετὸς ὀξύς : διαχωρήματα μέλανα , λεπτὰ , ἔπαφρα : ὑπόστασις | ||
| κατέβη . Ἐν Λαρίσσῃ παρθένον πυρετὸς ἔλαβε , καυσώδης , ὀξύς : ἄγρυπνος : διψώδης : γλῶσσα λιγνυώδης , ξηρή |
| καὶ ἀντιπεπονθέναι τοῖς αὐτῶ μερέεσσιν : οὗτος γὰρ ἰσχυρὸς καὶ βέβαιος : τὸ δ ' ἀντιπεπονθέναι λέγω αὐτῶ καὶ ἄρχεν | ||
| κακοτεχνίας ὑγιῶς προστιθεμένου : ἐπιστήμης δέ : κατάληψις ἀσφαλὴς καὶ βέβαιος , ἀμετάπτωτος ὑπὸ λόγου . μουσικὴν μὲν οὖν καὶ |
| τουτέστιν , ὁμοῦ προσεγένετό μοι καὶ ἡ ἡδονὴ καὶ ἡ θλίψις διὰ σέ . Ἄλλως . τὸ δισσὸν μέλος ἐπῆλθε | ||
| . . ταῦτά τοι πλανωμένη ] οὐκέτι ἡ ὑποκειμένη μοι θλίψις περὶ ἓν ἵσταται , ἤτοι οὐκ ἐφ ' ἑνὶ |
| ' ἀλλοτρίοις κακοῖς . Τοῦ φόβου πάλιν εἴδη ἕξ , ὄκνος , αἰδώς , αἰσχύνη , κατάπληξις , ἔκπληξις , | ||
| : ἐπεὶ καὶ τὸ μέγιστον ἀγαθὸν ὃ δωρεῖται λέγειν μὲν ὄκνος εἰς τοὺς πολλοὺς διὰ τὸ κακῶς τοὺς ἀνθρώπους αὐτὸ |
| δὲ αὐθημερόν . Ἐν τοῖσι καύσοισιν ἢν ἑβδομαίῳ ὕστερον ἐπιγένηται ἴκτερος , δῆλον ἀνίδρωτος : τὸ γὰρ νόσημα οὐ φιλέει | ||
| μὲν τοῦ ἀνθρώπου ἐπανθεῖ τοῖς μέλεσι καὶ δυσαλθὴς χροιά , ἴκτερος δὲ ἐπινέμεται παντὶ τῷ προσώπῳ , τηκόμεναι δὲ κατ |
| σχεδὸν μέν τι ἤδη ὁ Κρίτων . ” Ἠΐθεος . ἄφθαρτος πρὸς γυναῖκας . Ἥκιστα . οὐ πάνυ . Ἠλύγη | ||
| φησὶ γὰρ ἐν τοῖς Περὶ ψυχῆς ἀκροαματικοῖς ὅτι ἡ ψυχὴ ἄφθαρτος : εἰ γὰρ ἦν φθαρτή , ἔδει μάλιστα αὐτὴν |
| , ταχύς ταχύ , ἥμισυς ἥμισυ , μέγας μέγα , εὔχαρις εὔχαρι : τοιοῦτον οὖν καὶ τὸ τίΑἱ . ἀντωνυμίαι | ||
| μῆτις πολύμητις , ἴδρις ἄϊδρις , πόλις φιλόπολις , χάρις εὔχαρις . Τὰ εἰς ΙΣ ὀξύτονα πὴ μὲν ἐν τῇ |
| ἐκνοσηλεῦσαι , νοσοκομῆσαι , νοσοτροφία . ἀρρωστεῖν , ἀρρώστημα , ἀρρωστία : ὑγίεια , ὑγιαίνειν , ὑγιής . δίαιτα , | ||
| ἀπομιμούμενος κίνησιν . οὗτος ἕπεται μὲν ἀρτηριῶν μαλακότησι καὶ ἱκανῶς ἀρρωστία δυνάμεως . συμβαίνει δὲ ἐπὶ λαύραις κενώσεσιν , αἱμορραγίαις |
| . οὐκ ἐπὶ τῆς τοῦ σώματος κινήσεως παρείληφε τὸ “ βραδύς ” , ἀλλ ' ἐπὶ τῆς διανοίας . νῦν | ||
| μὲν τοῖς λόγοις ἐστὶν ὀξύς , ἐν δὲ τοῖς ἔργοις βραδύς . ὁ δὲ Φαρνάβαζος ἀπεκρίθη , διότι τῶν μὲν |
| . ἀναπαύσεως , ἀπραξίας . σχολή . ἡ ἡσυχία καὶ ἠρεμία , ὡς φαμὲν ἐπὶ σχολῆς ποιῶ τόδε , τουτέστι | ||
| μεταβολῆς οὐκ ὀλίγον μέρος ὑφίησιν . Ἔτι τοίνυν τάξις καὶ ἠρεμία τοῖς θεοῖς προσήκει , τοῖς δὲ τῶν ἀρχαγγέλων δραστήριον |
| ἐξ ἀριστεροῦ : ἦν γὰρ καὶ ὁ σπλὴν κυρτὸς καὶ σκληρὸς , καὶ ἄνω : περιεγένετο : ὑποστροφή . Ἦν | ||
| ὄρνις ἀπὸ ζέματος ἡ ἁπλουστέρῳ γειναμένη ζωμῷ καὶ ἰσικὸς ὁμοίως σκληρὸς , οἷός ἐστιν ὁ ἀπὸ τῆς κηρίδος καὶ ὁ |
| κεφαλὴν ἐρείδει , καὶ ὑπὸ τῆς ὀδύνης , ὅταν ὁ πόνος ἔχῃ , οὐ δύναται ἀνορῇν : τὸ δὲ σῶμα | ||
| γὰρ καὶ ἡδὺν πόνον καὶ ἐνσεσαγμένον φησί , ποῖος δὲ πόνος ἡδὺς καὶ ἐνσεσαγμένος οὐκ οἴδαμεν . τί δαὶ ἀπὸ |
| ἐπιστερήσεις . . . . ἄναλτος : ἀηδής , ἢ ἀναυξὴς καὶ ἀτελής : παρὰ τὸ † ἄλλω , τὸ | ||
| ἀηδῶν ὄντων : σημαίνει δὲ καὶ τὸν ἀχρεῖον . ἢ ἀναυξὴς καὶ ἀτελής : παρὰ τὸ † ἄλλω , τὸ |
| νοσημάτων ἐγένετο θεραπεία , ἴσως τις εἶχεν εἰπεῖν , ὅτι ἄχρηστός μοί ἐστιν ἡ θεραπεία , μὴ προηγησαμένης διαγνώσεως . | ||
| καρποῦται ἀφόβως τὰ ἑαυτοῦ . οὐ μάν : οὐ μὴν ἄχρηστός ἐστιν αὐτῷ ὁ χρυσὸς σεσωρευμένος , καθάπερ ἐπὶ τῶν |
| ἐὰν δὲ ἀπὸ τῆς ☍ ἐπὶ τὸ μεῖζον τραπῇ ἡ νόσος καὶ κατὰ τὴν κοιλίαν λεπταὶ ἀνενεχθῶσι , ἀπαραβάτως ἀναιροῦνται | ||
| λεύκανσις , εὔνοια δὲ θάττων οὐκ ἔστιν , ὥσπερ οὐδὲ νόσος ἢ μελανία , οὐκ ἂν εἴη ἡ εὔνοια φίλησις |
| καρδίᾳ αὑτοῦ ὀργὴν ἀμείλιχον καὶ ἰταμωτάτην , τουτέστιν ἐάν τις ταραχώδης καὶ ὑβριστής ἐστιν , ὑπαντιάξασα αὐτῷ σύ , ὦ | ||
| : διψώδης , ἀσώδης τὸ πουλύ : κοιλίη πεπλανημένως , ταραχώδης , καὶ πάλιν ξυνισταμένη . Ἕκτῃ , ἐς νύκτα |
| ἐπιστήμῃ χορηγήσει , φύσις δεξιά , μάθησις ἀκριβής , ἄσκησις ἐπίπονος , ἅπερ καὶ τὸν Παιανιέα τοιοῦτον ἀπειργάσατο . πῶς | ||
| ἡ κατὰ τὰς ὁμοίας , ἡ δὲ κατὰ τὴν ἀνδρείαν ἐπίπονος : πλὴν κατὰ τοσοῦτον ἡδεῖα , ὅσον ἡ ἀναφορὰ |
| κἂν μελανθῆναι φθάσῃ γυμνωθείσης δὲ τῆς σαρκὸς τοῦ δέρματος , δύσκολος ἡ ἐπούλωσις γίνεται , δακνομένου καὶ ῥυπουμένου τοῦ ἕλκους | ||
| τῶν ὅρων λήψει . παρὰ γὰρ τοῦτο πολλάκις χαλεπὴ καὶ δύσκολος ἡ ἀγωγὴ γίνεται τῷ μὴ εὑρίσκεσθαι τῶν ὅρων ὀνόματα |
| αὐτοῦ οὐχ ὡς τὸ κινητικὸν ληπτέον , ἀτελὴς γὰρ ἡ κίνησις , ἀλλ ' ὡς ἐνέργειαν . Καὶ προϊών φησι | ||
| ἐστιν , τὸ δὲ φαίνεται : καὶ ἐπὶ ταῦτα ἡ κίνησις κατὰ φύσιν τοῖς τε κούφοις καὶ τοῖς βάρος ἔχουσιν |
| συναμφότερος χρόνος ἑκάστου κύκλου ὅ τε ὑπὲρ γῆς καὶ ὁ συνεχὴς ὑπὸ γῆν ἴσος φαίνεται . ἔτι δὲ ὁ τοῦ | ||
| ἔπαισεν , πὺξ ἐπάταξεν , πὺξ ἔπληξεν : ἡ δὲ συνεχὴς τῶν χειρῶν συναγωγή , πυκνῶς εἰς πλῆθος ἐπιφερομένη , |
| τι ἄλλο κώλυμα γένηται πρὸς τῶν ὑπάτων . ἦν δὲ τοιόσδε ὁ νόμος : Δημάρχου γνώμην ἀγορεύοντος ἐν δήμῳ μηδεὶς | ||
| τοῦ Αἴαντος θανάτῳ , ὁ Ἀγαπήνωρ δὲ ὁ τοιόσδε καὶ τοιόσδε ἐλθὼν εἰς τὴν Κύπρον χαλκωρυχήσει , οὗ τὸν πατέρα |
| ὑπερδισύλλαβα παραληγόμενα τῷ Α προσηγορικὰ ἢ ἐπιθετικὰ ὀξύνεται : λιθακός μαλθακός ψιττακός ἀστακός φυλακός φαρμακός . σεσημείωται τὸ θύλακος ὕσσακος | ||
| ἅπαν γλυκύ , ὅταν ἡ δίψα πορίσῃ , καὶ ὕπνος μαλθακός , ὅταν ἡγήσηται κόπος , ἐσθής τε ἡ παρέχουσα |
| , προχωροῦσα ἐπὶ τὰ παρακείμενα πάντα πλησίον , οὐ μόνον ἐπιπόλαιος , ἀλλὰ καὶ διὰ βάθους : αἰμάσσεται δὲ αὐτοῖς | ||
| ἐπιπολαιοτέραν τὴν δὲ ἑτέραν πραγματειωδεστέραν . Ἔστιν οὖν ἡ μὲν ἐπιπόλαιος αὕτη : εἰ θεριεῖς πάντως θεριεῖς , καὶ οὐ |
| ἐπίληπτον φρίξας εἰς κόλπον πτύσαι . Ἔστι δὲ ἡ μεμψιμοιρία ἐπιτίμησις παρὰ τὸ προσῆκον τῶν δεδομένων , ὁ δὲ μεμψίμοιρος | ||
| λόγου δεῖ προηγεῖσθαι . Ἔστι δὲ ταῦτα : εἰρωνεία , ἐπιτίμησις , παράλειψις , διαπόρησις , ἀποστροφή , προδιόρθωσις , |
| τὸ εἶδος , ἐπὶ γραμμῆς δὲ οὐκέτι . ἄλλη δὲ ἀκίνητος , καὶ ταύτην φασί τινες εἶναι χωριστήν , οἱ | ||
| ἐστὶ πρώτη φιλοσοφία : εἰ δὲ καὶ ἔστι τις οὐσία ἀκίνητος , ὥσπερ καὶ ἔστιν , αὕτη ἐστὶ προτέρα φιλοσοφία |
| ἡ αἴσθησις ἀντιλάβηται . εἰ τοίνυν ὅτι μὲν ἔστιν ἡ φανταστικὴ δύναμις τῆς ψυχῆς , ἅπασι φανερόν , οὐδεμίαν δὲ | ||
| οὐσία οὐχ οἵα τέ ἐστιν ἀποτελεῖσθαι . Πόθεν δὲ καὶ φανταστικὴ τοῦ μέλλοντος γίγνεται ; παρὰ τίνος λαβοῦσα τὸ μαντικόν |
| ἔχοι καὶ περὶ τούτων εἰπεῖν . ἡ μὲν οὖν προτέρα διάθεσις εἰ μὲν ἅπαξ συσταίη , δι ' ἐμέτων καθαρθεῖσα | ||
| εἶδος τῆς ποιότητος ἐνεργείᾳ θεωρεῖται ἥ τε ἕξις καὶ ἡ διάθεσις , τὸ δὲ δεύτερον δυνάμει : οἱ γὰρ δυνάμει |
| γόμφοισιν ἐμπρίων † μιμούμενος † λυμεῶνι σώματος θαλάσσαι : ἤδη θρασεῖα καὶ πάρος λάβρον αὐχέν ' ἔσχες ἐμ πέδαι καταζευχθεῖσα | ||
| . ἡ δὲ ἑρμηνεία καὶ πάνυ πως ἁρμόζει , εἰ θρασεῖα εἴη καὶ τετολμημένη , καὶ ἥ τε λέξις πολλὴν |
| εἶναι κατάληψιν τῷ λόγῳ τούτῳ χρώμενοι : εἰ μέλλοι εἶναι κατάληψις , δεῖ τὸ γινῶσκον ἐφαρμόζειν τῷ γινωσκομένῳ : εἰ | ||
| λόγος τυπωδῶς ἐμφανίζων τὰ πράγματα . ζʹ . Ἐπιστήμη ἐστὶ κατάληψις ἀσφαλὴς καὶ ἀμετάπτωτος ὑπὸ λόγου . δυνατὸν δὲ καὶ |
| νόμιμον παραβεβασμένον ὁμοίως καὶ φανερώτερον ἐνδείκνυται λέγων ἡ μὲν οὖν ἀσέλγεια καὶ πλεονεξία , ᾗ πρὸς ἅπαντας ἀνθρώπους Φίλιππος χρῆται | ||
| ὤτων ἀρξάμεναι τῆς διαφθορᾶς ἀπολώλασιν αἱ πλείους . ἡ γὰρ ἀσέλγεια [ καὶ δι ' ὤτων καὶ δι ' ὀφθαλμῶν |
| ὅτ ' ἐστρατήγει τῆς πόλεως : τοῦτο δέ ἐστι τρόπος ἄδολος . . . Εἰ δὲ τοῦτον ἴδοις δικαστικῶν θρόνων | ||
| δοκιμάζεται δ ' ὕδατι διατριβόμενος τοῖς δακτύλοις : ὁ γὰρ ἄδολος ἀνίεται καὶ γαλακτοῦται . Πάνακες Ἀσκλήπιον καὶ Χειρώνειον ἀνίησιν |
| καὶ μειδιασμὸς καὶ μειδίαμα καὶ μειδίασις , φαιδρότης ὀφθαλμῶν , ἄνεσις προσώπου , καγχασμός : καὶ ἑτέρας χρείας χλευασμός χλευασία | ||
| . ] τῶν τε ζῴων καὶ τῶν φυτῶν καὶ νούσων ἄνεσις ὁμοίως , ἢν ἔν [ τε ] τῇσι [ |
| εἰ μὴ μετὰ ἀνάγκης ταῦθ ' ἡμῖν παρασχόντας . Εἰ ῥᾴδιος ὁ πορισμὸς ἦν , οὐκ ἂν περιεμείναμεν βραδυτῆτι διαβαλεῖν | ||
| τὸ ῥᾳδίως , καθὰ καὶ ἐν ὀνόμασι τὸ ῥαΐδιος καὶ ῥᾴδιος καὶ ῥάϊος καὶ ῥᾷος , καὶ Λάϊος καὶ Λᾷος |
| ⌋ δέ , ἐν ὧι [ ἡ καταβολή ] , ἀμέτοχός ψυχροῦ , δῆλον [ ὅτι καὶ τὸ ] κατασκευαζόμενον | ||
| καὶ ὁ τόπος δέ , ἐν ὧι ἡ καταβολή , ἀμέτοχός ἐστιν ψυχροῦ , δῆλον ὅτι καὶ τὸ κατασκευαζόμενον ζῶιον |
| τὰ ἔργα ἢ ἐπὶ λόγους τοιούτους , εἴ τις οὖν εὔπορος οὕτω γένηται καὶ τὴν αἰδῶ ἡ ἀναίδεια νικήσῃτοῦτο γὰρ | ||
| λεία , ὁμαλή , ἄλιθος , ἱππόκροτος , ἱππόδρομος , εὔπορος . χωρία ἄφιππα , δύσιππα , ἄβατα , δύσβατα |
| πρὸς αὐτόν , ὅτι ἡ λογικότης αὐτὴ καθ ' αὑτὴν ἀνυπόστατος ὑπάρχει : ἀμέλει τοι καὶ ὁ λόγος ὁ παρὰ | ||
| περὶ δὲ τοὺς ἐντυγχάνοντας ἡ διάκρισις ἐλέγχεται ἤτοι ἀληθὴς ἢ ἀνυπόστατος ἢ δυσκατάληπτος . ὅνπερ μὲν οὖν τρόπον οὐσίαν μίαν |
| ἂν ἀμφότερα κατὰ τοῦ αὐτοῦ : εἰ γὰρ ἦν ταὐτὸν ἕξις καὶ ἕξιν ἔχειν , κατηγορεῖτο ἂν ἀμφότερα κατὰ τοῦ | ||
| τὸν ἄνθρωπον τῇ φυσικῇ ἐπιτηδειότητι μόνον . ἡ δ ' ἕξις ὁμοία οὖσα , τότ ' ἔσται κυρίως ἀρετή . |
| ὁπωσοῦν ; Καὶ τίς ἡ νόησις καὶ τῆς διανοίας ἡ ἐπιβολή ; Ἢ ἀοριστία : εἰ γὰρ τῷ ὁμοίῳ τὸ | ||
| ἐπιζήμιον , τίμημα προστίμημα ἐπιτίμημα καὶ ὡς Ἀντιφῶν ἐπιτίμιον , ἐπιβολή , εὔθυνα , ὄφλημα , καταδίκη , κατάγνωσις . |
| ὑποκρίσει τὸ σῶμα : καὶ μαλθακία ἡ μεθ ' ὑπεροψίας ὁμιλία . παίζων ποτὲ μὲν λέγει ἄνδρα , ποτὲ δὲ | ||
| καὶ εἰς ἔθος ἕκαστον κατακεχωρισμένον δεῖν εἶναι , ὅπως μήτε ὁμιλία μηδεμία ὀλιγώρως τε καὶ εἰκῆ γίνηται , ἀλλὰ μετ |
| ἐστι τὸ πᾶν , † ὁ δὲ πατὴρ αὐτὸς ἑαυτοῦ ἀΐδιος : ὁ δὲ κόσμος ὑπὸ τοῦ πατρὸς † ἀΐδιος | ||
| ἴδῃς , ἐπισκοτεῖς τῷ τεθνηκότι , οὐκ εἰδὼς ὅτι μόνος ἀΐδιος ὁ ἀγένητος θεός . ἢ γὰρ ἄπιστοι οἱ ὑπὸ |
| οὐ πᾶσα κίνησις χωριστή ἐστιν : ἰδοὺ γὰρ ἡ οὐρανία ἀχώριστος ὑπάρχει : ἀεὶ γὰρ ὁ πόλος κινεῖται . ἔστι | ||
| σιμότης ἐν ῥινὶ ἔχει τὸ εἶναι , οὗ καὶ νοουμένη ἀχώριστος , ὡς δὲ κοιλότης κεχωρισμένη καὶ οὐδὲν δεῖ τῷ |
| οὐκ ἔσται τι ζῶον ἐξ ἀνάγκης κινούμενον : καὶ ἡ ἐγρήγορσις γὰρ κίνησις ἐλήφθη ἐξ ἀνάγκης ὑπάρχουσα τῷ ἐγρηγορότι : | ||
| χυμῶν λεπτῦναί τε τὸ πάχος ἢ τὴν γλισχρότητα δεόμεθα χρήσιμος ἐγρήγορσις , οὐ μὴν ἄμετρος : χρὴ γὰρ ἐν μέρει |
| , λέγων οὕτως : τάδ ' ἐστὶ κνισμὸς καὶ φιλημάτων ψόφος : τῷ καλλικοτταβοῦντι νικητήρια τίθημι καὶ βαλόντι χάλκειον κάρα | ||
| πλεονασμῷ τοῦ β βόλβιτον . . . . βόμβος : ψόφος τις ἐξ αὐτοῦ . . . . Βομβύκη : |