| τὰς ἐρωτήσεις τῶν προσιόντων συνετὰς καὶ πεπαιδευμένας ; Ὅλως δὲ ἄσπονδος καὶ ἀκήρυκτος αὐτῷ ὁ πόλεμος πρὸς Ἐπίκουρον ἦν : | ||
| τὸ κήρυγμα ἐλθεῖν , εἴσω τὴν ἐκεχειρίαν : ἕως δὲ ἄσπονδος καὶ ἀκήρυκτος ὁ ἐν ψυχῇ πόλεμος , ἄφιλος ἡ |
| ἐλθεῖν , εἴσω τὴν ἐκεχειρίαν : ἕως δὲ ἄσπονδος καὶ ἀκήρυκτος ὁ ἐν ψυχῇ πόλεμος , ἄφιλος ἡ ψυχὴ μένει | ||
| κακίας πόλεμος διηνεκὴς ἅπασι πρὸς ἅπαντας , ἄσπονδος ὢν καὶ ἀκήρυκτος : μάλιστα δὲ οὗτος συνέστηκε τοῖς ἐγγὺς πρὸς ἀλλήλους |
| ὅτι οἱ Κορίνθιοι οὐ μέντοι ὅ γε πόλεμος : ὁ Πελοποννησιακός , φησί , πόλεμος οὔπω συνεκροτήθη ξυνερρώγει : συνεπεπτώκει | ||
| ἐπὶ δὲ τούτων Ἀθηναίοις καὶ Λακεδαιμονίοις ἐνέστη πόλεμος ὁ κληθεὶς Πελοποννησιακός , μακρότατος τῶν ἱστορημένων πολέμων . ἀναγκαῖον δ ' |
| ἀνάρμοστος ἄμικτος δύσχρηστος ἔκθεσμος ἀργαλέος ἀκρόχολος ἀνεπίσχετος φορτικὸς ἀνουθέτητος εὐχερὴς κακότεχνος ἀδιάγωγος ἄδικος ἄνισος ἀκοινώνητος ἀσύμβατος ἄσπονδος πλεονέκτης κακονομώτατος ἄφιλος | ||
| ὑπόδρα ἰδὼν Ἥρην πρὸς μῦθον ἔειπεν : ἦ μάλα δὴ κακότεχνος ἀμήχανε σὸς δόλος Ἥρη Ἕκτορα δῖον ἔπαυσε μάχης , |
| βαρύθυμος βαρυπενθὴς δυσόργητος ψοφοδεὴς ὑπερθετικὸς μελλητὴς ὕποπτος ἄπιστος δύσλυτος καχυπόνους δύσελπις ἀρίδακρυς ἐπιχαιρέκακος λελυττηκὼς παρακεκομμένος ἀδιατύπωτος κακομήχανος αἰσχροκερδὴς φίλαυτος ἐθελόδουλος | ||
| μετιὼν ἀθρόα δυσελπιστίαν καὶ ἀπιστίαν μετὰ πολλῆς ἀνοίας κτᾶται : δύσελπις μὲν γίνεται , εἰ νῦν μόνον ἀλλὰ μὴ καὶ |
| δ ' ἄρα οὔ , οὐδὲ πολεμική , ἡ δὲ ἀπόλεμος καὶ οὐ φιλογυμναστική ; Οἶμαι ἔγωγε . Τί δέ | ||
| κρεισσόνων [ θεῶν ] ἔρως ἄφυκτον ὄμμα προσδράκοι με . ἀπόλεμος ὅδε γ ' ὁ πόλεμος , ἄπορα πόριμος : |
| , θηριώδης , ἀνήμερος , δύσθυμος , δυσόργητος , μηνιῶν βαρύμηνις , ἰοῦ γέμων , σκορπιώδης , σκορπίος ζητῶν ὅτῳ | ||
| , αὐξητά , φαεσφόρε , κάρπιμε Παιάν , ἀντροχαρές , βαρύμηνις , ἀληθὴς Ζεὺς ὁ κεράστης . σοὶ γὰρ ἀπειρέσιον |
| ἄμετρος ὀργήν , τραχὺς ὀργήν , ἔκμετρος , χολώδης ἐπίχολος ἀκρόχολος μελάγχολος , ὀξύθυμος , ὀξυθυμίας , πικρός , δύσκολος | ||
| ἵνα μὴ κοιμηθῶσιν . ὅθεν [ . ] κυαμοτρὼξ , ἀκρόχολος . αἰετὸν τίκτοντα : Λείπει τὸ ὡς . παροιμία |
| , καταβολή , ἐκβολή . βίαιος ὄμβρος , πολύς , ῥόθιος , ἐλαυνόμενος , ἐπειγόμενος , πυκνός , συνεχής , | ||
| τοῖς ὀδοῦσιν , ἀνοίγων , ἀναρρηγνύς , ῥύμῃ ἐπιών , ῥόθιος συμπροσχωρῶν , βίαιος τὴν ὁρμήν , δυσνίκητος , δυσκαταγώνιστος |
| περιφορᾷ συνεχεῖ τε καὶ ἀδιαλείπτῳ τοῦ ἡλίου τίς ἂν εἴη καταστροφή ; τό τε τάχος τῆς παραλλαγῆς πανταχοῦ ἴσον . | ||
| ἀρετὴν πρώτη τε μηνύουσα καὶ τελευταία βεβαιοῦσα ἡ νῦν τῶνδε καταστροφή . καὶ γὰρ τοῖς τἆλλα χείροσι δίκαιον τὴν ἐς |
| τὸ στρατόπεδον , καὶ ἦν ἄλλη φυγὴ τῶν Ἀντιοχείων ἐκεῖθεν ἄκοσμος . ὁ δὲ Μάνιος μέχρι μὲν ἐπὶ Σκάρφειαν ἐδίωκεν | ||
| δεδομένην , δανεισταί τε χρέα καὶ ταύτης ἐπεδείκνυον , καὶ ἄκοσμος ἦν ὅλως οἰμωγὴ καὶ ἀγανάκτησις . οἱ δ ' |
| ' ἀναπτυχαί : πῶς ποτε ἐκφύγω τὰς παρούσας τύχας : ἀρωγός : φανείη δηλονότι : τοῦτο γὰρ ἀπὸ κοινοῦ : | ||
| ἐν συνθέσει ἀποφήλιος , καὶ τροπῇ ἀποφώλιος , ὡς ἀρήγω ἀρωγός καὶ ῥήσσω ῥωγμός . : ῥωχμὸς ἔην γαίης , |
| ; Οὐκ ἂν ποήσαιμ ' , ἀλλ ' ὁ πόλεμος ἑρπέτω . Μὰ Δί ' οὐδ ' ἔγωγ ' ἄν | ||
| ' ἡμῖν ἀξίας . Οὐ δεόμεθα σπονδῶν : ὁ πόλεμος ἑρπέτω . Ἐκεκράγεσάν τε τοὺς πρυτάνεις ἀφιέναι : εἶθ ' |
| κήρυκα . . ᾑρημένην : κεχειροτονημένην . . κατωνάκη : δουλικὸς καὶ ἀνελεύθερος χιτών . προχειριοῦμαι : Εὐτρεπίσω . κἀξετάσω | ||
| περὶ ΔΑΜΟΦΙΛΟΥ λέγων τοῦ Σικελιώτου , δι ' ὃν ὁ δουλικὸς ἐκινήθη πόλεμος , ὅτι τρυφῆς ἦν οἰκεῖος , γράφει |
| εἰ μὴ αὐτοὺς ἔχει καταμύειν τῷ ὕπνῳ . τυφθεῖσα δὲ δυσόργητός ἐστι , καὶ οὐ λήθην ἕξει τῆς βλάβης , | ||
| εἰ μὴ αὐτοὺς ἔχει καταμύειν τῷ ὕπνῳ . τυφθεῖσα δὲ δυσόργητός ἐστι , καὶ οὐ λήθην ἕξει τῆς βλάβης , |
| τὸ ψυχοπομπὸς νενομίσθαι . Ἑρμῆς ὁ τετρά - γωνος καὶ σφηνοπώγων φιλολόγοις μόνοις συμφέρει , ὁ δὲ τετράγωνος καὶ ἀγένειος | ||
| ἀνατέταται τὰς ὀφρῦς , τὸ βλέμμα δριμύς . ὁ δὲ σφηνοπώγων ἀναφαλαντίας , ὀφρῦς ἀνατεταμένος , ὀξυγένειος , ὑποδύστροπος . |
| τῷ γὰρ ἀνδρί μου χαλεπαίνει Διονύσιος : φύσει δέ ἐστι βαρύθυμος , ὥσπερ καὶ φιλάνθρωπος . οὐδεὶς ἂν ῥύσαιτο ἡμᾶς | ||
| Ἐκ δὴ τούτων μισοῦσα τὴν Στάτειραν ἡ Παρύσατις καὶ φύσει βαρύθυμος οὖσα καὶ βάρβαρος ἐν ὀργαῖς καὶ μνησικακίαις ἐπεβούλευεν αὐτὴν |
| , ὅταν ἴσαι γένωνται , νικᾶι ὁ κατηγορούμενος . κἂν ἰσόψηφος κριθῆι ] κἂν ἴσαι δὲ γένωνται αἱ ψῆφοι , | ||
| ἐπεὶ διεφύλαξεν αὐτὴν ἁγνὴν παρθένον ὁ Λυγκεὺς , οὐκ ἐφαίνετο ἰσόψηφος ταῖς ἀδελφαῖς , ἀλλὰ μονόψηφος ἐγένετο , ψῆφον ἤνεγκε |
| δ ' οὐκ ἔστιν ὅτι μὴ στασιαστικός : ὁ γὰρ στασιώδης καὶ στασιαστὴς ὑπόφαυλα , καὶ τὸ ταραχῶδες εὐτελές , | ||
| γὰρ ἂν εἴη τῷ χρωμένῳ . Τί δέ ; ὅστις στασιώδης τέ ἐστι καὶ θέλων πολλοὺς τοῖς φίλοις ἐχθροὺς παρέχειν |
| , τυχὸν δὲ ὅτι , εἰ καὶ μὴ ξυμμετέσχε , σφαλερὸς ἤδη ἦν περιὼν Παρμενίων τοῦ παιδὸς αὐτοῦ ἀνῃρημένου , | ||
| καὶ περὶ τὰς πράξεις ἐπιφθόνους καὶ ἐγκοπτικούς . Ἄρης Σελήνῃ σφαλερὸς καὶ ἐπικίνδυνος ἀκαταστασίας καὶ συνοχὰς καὶ δίκας καὶ φόβους |
| , εἰ μὴ παραβληθείημεν τῇ Ἑλένῃ . ἥ γε μὴν νεολαία ἐστὶ κυρίως ὁ ἐκ νέων λαός . ὅτι δὲ | ||
| στυγερὰ καὶ μισητή τις ἀχλὺς καὶ θλίψις . πᾶσα γὰρ νεολαία καὶ ἡ τῶν Περσῶν ἡλικία καὶ νεότης ἐξαπόλωλε καὶ |
| τὸν Ἡρακλέα νομίζουσι . καὶ αὐτοῖς ἕστηκεν Ἡρακλῆς ἐκ θεοπροπίου ἐπηρμένος τῷ νώτῳ τὸ ῥόπαλον ὡς κύριος ὢν καὶ τὸν | ||
| οὖν ὅτι ὄντως δὴ ὁ Ζεὺς , καίπερ αὐθάδης καὶ ἐπηρμένος ὢν καὶ ὑπέρογκος , ἔσται ταπεινός . ἑτοιμάζεται γὰρ |
| ἀπὸ τῆς ἔχθρας τῆς ἐσομένης φέρειν . ὅτι μὲν γὰρ δυσμενὴς ἐπὶ τούτοις ἐκεῖνος καὶ πάντα ἐπιβουλεύσει τρόπον καὶ συνεργῶν | ||
| ἐπιστολῆς εἰς Βαβυλῶνα ἡκούσης , ὑφ ' ἧς ἂν αὐτοῖς δυσμενὴς ἐπανῆκεν ἐκεῖνος , ψηφίζονται παρὰ συγγενῆ με γυναῖκα εἰσιόντα |
| Ἀθήνας τε καὶ Θήβας χρήματα ἀποστείλας : ὅ τε ὀνομαζόμενος Κορινθιακὸς πόλεμος ἀπὸ τούτων ἐξήφθη τῶν χρημάτων , ὡς ἀπολείπειν | ||
| τούτων τοῦτό ἐστι τὸ αἴτιον : μετὰ δὲ ταῦτα ὁ Κορινθιακὸς πόλεμος ἐγένετο , ἐν ᾧ ἐγὼ κἀκεῖνος στρατεύεσθαι ἠναγκαζόμεθα |
| τὸν φίλιον , ὦ Κράτων , Δία . Μυσῶν ἔσχατος πολέμιος φύσει γάρ ἐστ ' ἔρως τοῦ νουθετοῦντος κωφόν : | ||
| θηρίων λέγεται παλαμναῖα : καλεῖται δὲ καὶ ὁ ἐχθρὸς καὶ πολέμιος : παλαμναῖος δὲ κυρίως καλεῖται ὁ διὰ χειρῶν καταγωνιζόμενος |
| . ” ὣς ἔφατ ' Ἀλκίνοος , τοῖσιν δ ' ἐπιήνδανε μῦθος . οἱ μὲν κακκείοντες ἔβαν οἶκόνδε ἕκαστος : | ||
| . ” ὣς ἔφατ ' Ἀμφίνομος , τοῖσιν δ ' ἐπιήνδανε μῦθος . ἐλθόντες δ ' ἐς δώματ ' Ὀδυσσῆος |
| καὶ αὕτη τις ἰδιότης . Ὁ δὲ τῆς γῆς πάγος χαλεπώτατος , ὅταν περιβεβοθρωμένα καὶ γυμνὰ λάβῃ τὰ δένδρα , | ||
| λογιζόμενοι ὅτι αὐτῶν οὐ φείσεται , φύσει μὲν ὢν ἐχθρὸς χαλεπώτατος καὶ μικρᾶς προφάσεως δεόμενος ἐς τὸ ἀδικῆσαι , τότε |
| : ὦ Γῆ [ . . . οὕτω ποθεινόν ἐστιν ὁμότροπος φίλος . ὅμως δ ' ἀπόδειξον ταῦτα τῆι γυναικὶ | ||
| συνακολούθει μεθ ' ἡμῶν . θύραν ἔξελε οὕτω ποθεινόν ἐστιν ὁμότροπος φίλος . ὅμως δ ' ἀπόδειξον ταῦτα τῇ γυναικί |
| οἵγε οὐδὲ αὐτοὶ ἑαυτοῖς ἀρέσκονται . Μήτε ἀκούσιος ἐνέργει μήτε ἀκοινώνητος μήτε ἀνεξέταστος μήτε ἀνθελκόμενος : μήτε κομψεία τὴν διάνοιάν | ||
| τῶν ἰδίων δικῶν κοινωνεῖν κατὰ δύναμιν ἅπαντας : ὁ γὰρ ἀκοινώνητος ὢν ἐξουσίας τοῦ συνδικάζειν ἡγεῖται τὸ παράπαν τῆς πόλεως |
| παλαιὰς καὶ ἀρχαίας , περὶ ἧς ἔφασαν ἔκπαλαι μύθους . παλαμναῖος : φονεὺς ἢ μιαρός . παλαμναῖοι γὰρ λέγονται οἱ | ||
| ξενικόν . παιδίσκην : νεανίδα Ἀττικοί , θεράπαιναν Ἴωνες . παλαμναῖος : φονεὺς ἢ μιαρός . παλαμναῖοι γὰρ λέγονται οἱ |
| : φόνον θανάτῳ πρὸς τέκνων ἀπηύρα : ἀλλ ' οὐκ ἀτιμώρητος , φησὶν , ἔμεινεν ἡ Κλυταιμνήστρα , ὑπὸ τῶν | ||
| ὅτι δικαιότατος ὢν καὶ ὁσιώτατος ἔζη τε ζῶν καὶ τελευτήσας ἀτιμώρητος ἂν κακῶν ἁμαρτημάτων ἐγίγνετο τὸν μετὰ τὸν ἐνθάδε βίον |
| ὁ Ζεὺς οὐ καταιβάτης μόνον , ἀλλὰ καὶ ἱκέσιος καὶ μειλίχιος . ποιήσας τοίνυν τὸ τοῦ καταιβάτου πρὸς τοὺς βαρβάρους | ||
| ἐπιμε - λείας ὁπόσης ἔτυχον πρὸς αὐτοῦ , ὅτι τε μειλίχιος καὶ εὐόμιλος καὶ τὸ μεγαλουργὸν ἔχοι τῷ δικαίῳ ἀνακεκραμένον |
| ἡσυχία , πλουσίων ἐπιτήδευμα , [ πενήτων ἀδολεσχία ] , καθημερινὴ μελέτη . Αἰώνιος ὕπνος , ἀνάλυσις σώματος , ταλαιπωρούντων | ||
| ] μείζονα χρημάτων αὐτοῖς εὐπορίαν ὑποτίθεται : ὁ γὰρ μισθὸς καθημερινὴ δόσις ἐστὶ χρημάτων , τὰ δὲ θεωρικὰ ταῖς ἱερομηνίαις |
| γ εἰς χ , καὶ τοῦ η εἰς ω , ῥωχμός . Ῥῆσις . παρὰ τὸ ῥῶ τὸ λέγω , | ||
| : ἀρήγω οὖν ἀρηγός καὶ ἀρωγός , ὥσπερ καὶ ῥηχμός ῥωχμός : ῥωχμὸς 〚 γὰρ 〛 ἔην γαίης : παρώχηκε |
| ἐν τῇ λιβανοφόρῳ χώρᾳ βασιλεὺς αὐτόνομός τέ ἐστι καὶ οὐδενὸς ὑπήκοος : οὗτος ὑπερβάλλει τρυφῇ καὶ ῥᾳθυμίᾳ . διατρίβει γὰρ | ||
| Ὅμηρος μνήμην ἐποιήσατο ἐν Ἀγαμέμνονος ὑποσχέσεσι δώρων , Λακεδαιμονίων ἐστὶν ὑπήκοος τῶν ἐν Σπάρτῃ , βασιλέως Αὐγούστου τῆς Μεσσηνίας ἀποτεμομένου |
| μετέωρος , εὐθαρσής , πομπικός , γοργούμενος , σοβαρός , εὔτολμος , πολεμικός , στρατιωτικός , ποδώκης , ἥμερος , | ||
| διδούς : καὶ γὰρ αὐτὸς οὐκ ὀκνηρός , ἀλλ ' εὔτολμος περὶ γάμους ὁ θεός . “ οὕτω καὶ Αἰακὸς |
| ἁπλᾶ ὄντα ὀξύνεται : τορνευτός στρατευτός βουλευτός . τὸ δὲ ἀστράτευτος σύνθετον . Τὰ διὰ τοῦ ΟΥΤΟΣ προπερισπᾶται : τηλικοῦτος | ||
| . . πρὸς τίνας ] πολέμους , ἐν οἷς ἤμην ἀστράτευτος . . . . Ἄλλως . οἷον πολεμίους , |
| ἐξώλης κακόνους ἀσύμμετρος ἀκαιρολόγος μακρήγορος ἀδολέσχης ἀερόμυθος κόλαξ νωθὴς ἀπερίσκεπτος ἀπροόρατος ἀπρονόητος ὀλίγωρος ἀπαράσκευος ἀπειρόκαλος | πλημμελὴς σφαλλόμενος διαπίπτων ἀδιοίκητος | ||
| . Οὕτω Πλούταρχος . . ΚΡΟΝΙΩΝ . Ἡ ἀφανὴς καὶ ἀπροόρατος Εἱμαρμένη , ἡ κοροῦσα καὶ μελαίνουσα τὸν νοῦν , |
| , φιλοφροσύνη , τάχα καὶ φιλόφρων ἀπ ' αὐτῆς καὶ φιλοχωρία , ἴσως καὶ φιλόχωρος , φιλοτεχνία φιλότεχνος . Ἀριστοφάνης | ||
| χωρικῶς , καὶ κατὰ χώραν ἔμεινεν , καὶ φιλοχωρεῖν καὶ φιλοχωρία , καὶ χωροφιλεῖν παρὰ Ἀντιφῶντι , ἦ που δὲ |
| φρικώδης : θαρραλέος θαρσαλέος εὐθαρσής , γενναῖος , ἀνδρεῖος , ἄοκνος , ἀνέκπληκτος ἀκατάπληκτος , ἀδεής , ἐρρωμένος , εὔθυμος | ||
| ἡλίου θερμαινόμενος . Μένανδρος : “ ἀλέας Ἀθάνας ” . ἄοκνος ἀνὴρ μέγα οἶκον ὀφέλλει : οὐχὶ διὰ τὴν γεωργίαν |
| τε ἀφανῶς ἀδώρητος γενόμενος . Πλάτων μέντοι γε ἐν Συμποσίῳ ἄδωρος εἶπεν . καὶ γάρ φησιν ἄδωρος δυσμενείας ἀντὶ τοῦ | ||
| : σημαίνει τὸ τὰ μαντευθέντα ἅπαξ πειρᾶσθαι ἀμάντευτα ποιεῖσθαι . ἄδωρος χάρις : ἡ μὴ ἐπὶ τέλους ἐλθοῦσα δωρεά . |
| αἶα καὶ πολὺς πλούτου λιμήν , ὡς ἐν μιᾷ πληγῇ κατέφθαρται πολὺς ὄλβος , τὸ Περσῶν δ ' ἄνθος οἴχεται | ||
| πόλει ; οὐδαμῶς : ἀλλ ' ἀμφ ' Ἀθήνας πᾶς κατέφθαρται στρατός . τίς δ ' ἐμῶν ἐκεῖσε παίδων ἐστρατηλάτει |
| ἵνα μὴ προσδεχθῇ αὐτῶν ἡ θυσία ὑπὸ τῆς Ἥρας . κακοχράσμων : ἢ ὁ ταῦρος ἢ ὁ δῆμος , ἀντὶ | ||
| . τινὲς δὲ τὸν πυρρὸν κατὰ τὴν χροιὰν ὀνομάζουσιν . κακοχράσμων γὰρ ὁ δᾶμος : τῶν Λαμπριαδῶν δηλονότι . ὡς |
| φοβεῖσθαι . Ἀδίκοις φίλοισιν ἢ κακοῖς μὴ συμπλέκου . Ἀνὴρ ἄβουλος ἡδοναῖς θηρεύεται . Ἄλυπον ἄξεις τὸν βίον χωρὶς γάμου | ||
| τοὺς καιροὺς παριείς , ἀπερίσκεπτος , ἀπροόρατος , ἀπρονόητος , ἄβουλος , κακόβουλος , ἄπορος γνώμης , ἀπρόοπτος , ἀμήχανος |
| παθεῖν ὑποπτεύειν τὸ δρᾶσαι δύνασθαι . τί τοίνυν ; ὁ φαρμακεύς ἐστι λῃστὴς ὡμολογημένος προτείνων τέχνην ἀδικημάτων , ἄσκησις ἐπιβουλῆς | ||
| μοιχός μου κρατεῖ πανταχοῦ : δοκῶ , ὁ λῃστὴς καὶ φαρμακεύς ἐστι . Μελίτη φιλεῖ , Λευκίππη φιλεῖ . ὄφελον |
| γράφοντες “ ἐγὼ δ ' ὁ τόλμης ” ἤγουν ὁ τολμηρός , οὔ μοι δοκοῦσι καλῶς τοῦτο λέγειν . οὔτε | ||
| ἐπεὶ πίες ἁλμυρὸν ὕδωρ . ὥσπερ παρὰ τὸ τόλμη γίνεται τολμηρός καὶ παρὰ τὸ ἄτη ἀτηρός , οὕτως καὶ παρὰ |
| : ἐμέμφθης , φησὶ , τιμῆς χάριν τῆς ἐμῆς , ἀπεχθὴς δέ σοι ἡ Ἀφροδίτη ἐγένετο : τί δ ' | ||
| Οἴμοι : φρόνησον , ὦ κασιγνήτη , πατὴρ ὡς νῷν ἀπεχθὴς δυσκλεής τ ' ἀπώλετο , πρὸς αὐτοφώρων ἀμπλακημάτων διπλᾶς |
| διὰ τοῦ ω μεγάλου γράφονται : οἷον , Ἀθηνόδωρος : μεγαλόδωρος : αἰχμάλωτος : ἀνάλωτος . Τὰ παρὰ τὸ καριν | ||
| αὐτοὶ τοῖσδεσιν ἐμπελάζουσι διὰ νοῦ τυφλότητα καὶ ἀγνωμοσύνην . τύχη μεγαλόδωρος , ἀλλ ' ἀβέβαιος , φύσις δὲ αὐτάρκης : |
| ἐκεῖνος , ἐπειδή οἱ ὁ πάππος εἰς Μήδους ἀφικομένῳ δαῖτα ἐχορήγει βασιλικήν , τότε γὰρ οὐ μετρίως ἐτρύφα τὸ Μηδικόν | ||
| κατετίθετο , ἀλλ ' ἰδίᾳ ἐθησαύριζεν : οὔτε τοῖς στρατιώταις ἐχορήγει τὰς μισθοφορίας , οὔτε τοῖς ἡγεμόσι μετεδίδου τούτων , |
| καὶ λέαιναι καὶ τίγρεις καὶ παρδάλεις . Ὧν εἴποτέ τις ἀκατάπληκτος θηρατὴς τὰ νεογνὰ συλήσειε λάθρα παρεισπεσὼν καὶ τῆς εὐνῆς | ||
| θαρσαλέος εὐθαρσής , γενναῖος , ἀνδρεῖος , ἄοκνος , ἀνέκπληκτος ἀκατάπληκτος , ἀδεής , ἐρρωμένος , εὔθυμος ὑπέρθυμος μεγαλόθυμος θυμοειδής |
| εἰς τὴν Φωκίδα ] : ἔστι δὲ Κηφισσὸς ὅ τε Φωκικὸς καὶ ὁ Ἀθήνησι καὶ ὁ ἐν Σαλαμῖνι , τέταρτος | ||
| καὶ λιπὼν τὴν τάξιν αὐτοὺς ἐνουθέτησεν , ἀλλ ' ὁ Φωκικὸς πόλεμος δεκέτης γεγονὼς ἀείμνηστον παιδείαν αὐτοὺς ἐπαίδευσε : τούτων |
| ἰφύων . Ἔγνως ἄρ ' ὀρθῶς ἄνδρα δυστυχέστατον . Ὦ χρόνιος ἐλθὼν σῆς δάμαρτος ἐς χέρας , λαβέ με , | ||
| φθόριος , ὅτε δὲ ἐν μήτρᾳ σκίῤῥος : ἔστι δὲ χρόνιος οὗτος μετ ' ἄλλων . υνθʹ . Ἡ ἐν |
| βραδὺς ὠφελῆσαι , ταχὺς βλάψαι , διαβαλεῖν προχειρότατος , ὑπερασπίσαι μελλητής , δεινὸς φενακίσαι , ψευδορκότατος , ἀπιστότατος , δοῦλος | ||
| Λυκόφρονος , ὅπερ ἔγωγε οὐ πάνυ ἐπαινῶ . ὀνόματα δὲ μελλητής μελλητικός , καὶ ἴσως ὀκνηρός , καὶ βραδὺς καὶ |
| καὶ πιττωθέντοϲ τοῦ πώματοϲ πρὸϲ τῷ μηδαμόθεν διαπνεῖϲθαι , τονικὴ ἐκλύτου γαϲτρὸϲ ἡ τοιαύτη γίγνεται καὶ τοὺϲ ἀνορέκτουϲ ἐπεγείρει πρὸϲ | ||
| βίου τιθήνη , πολεμία λιμοῦ , φύλαξ φιλίας , ἰατρὸς ἐκλύτου βουλιμίας , τράπεζα . περιέργως γε νὴ τὸν οὐρανόν |
| βροτοῖς αὐδώμενος οὐδεὶς φιλοπότης ἐστὶν ἄνθρωπος κακός : ὁ γὰρ διμάτωρ Βρόμιος οὐ χαίρει συνών ἀνδράσι πονηροῖς οὐδ ' ἀπαιδεύτῳ | ||
| νεώτερον . οὐδεὶς φιλοπότης ἐστὶν ἄνθρωπος κακός : ὁ γὰρ διμάτωρ Βρόμιος οὐ χαίρει συνὼν ἀνδράσι πονηροῖς οὐδ ' ἀπαιδεύτῳ |
| μικρὰ ὑμῖν διηγησάμενος τῶν ἐμῶν . Ὁ γὰρ δυσάγωγος καὶ δυσπειθὴς ἐγώ , ὁ καταισχύνων τὸν πατέρα καὶ ἀνάξια πράττων | ||
| εὖ τὴν κοιλίαν ὑπῆχθαι σπουδῇ τε ἰδίᾳ , καὶ εἰ δυσπειθὴς εἴη , καὶ κλυσμῷ προτρέπομεν , περιπάτου δ ' |
| δύναμις περιγίγνεται διὰ τούτου , ἀλλ ' ἀπέχθεια μᾶλλον καὶ λοιδορία καὶ προπηλακισμός : ὧν ἴσως οὐκ ἔδει φροντίζειν : | ||
| , δεινόν ἐστι θάνατος , δεινόν ἐστι φυγή , δεινὸν λοιδορία , δεινὸν πενία : φεύγετε ἄνδρες , πάρεισιν οἱ |
| πεποιημένον δὲ τοῦτο παρὰ τὸ φιλεῖν τὰς Κλέωνος πράξεις : φιλόδικος δὲ οὗτος καὶ συκοφάντης . φίλο ] φιλόδικος . | ||
| τὰ δικαστήριά ἐστι διατριβόντων δικαστῶν ἢ καὶ συκοφαντῶν , ἤγουν φιλόδικος καὶ γράφων ψηφίσματα . πανδελετίους : Πανδέλετος συκοφάντης καὶ |
| : Ὁ ἀτταγᾶς γὰρ κατάστικτός ἐστι ποικίλοις πτεροῖς . 〛 Σπινθάρου : Οὗτος κωμῳδεῖται ὡς βάρβαρος καὶ Φρὺξ , 〚 | ||
| στρατῷ : οὗτός τε οὖν ἐνταῦθα τέθαπται καὶ Εὔβουλος ὁ Σπινθάρου καὶ ἄνδρες οἷς ἀγαθοῖς οὖσιν οὐκ ἐπηκολούθησε τύχη χρηστή |
| : λέγεται δὲ ἀπὸ Πιτάνης , κώμης Λακωνικῆς ἀταλαίπωρος : ἀνεξέταστος τὰ ἑτοῖμα : τὰ εὐχερῆ καὶ ἀναπόδεικτα ἐκ δὲ | ||
| δέδοικε μή πως ἀπολέσῃ αὐτό . ἀβασάνιστος . ἀγύμναστος ἢ ἀνεξέταστος . εἴρεται δὲ ἀπὸ τῆς βασάνου τῆς χρυσοχοικῆς λίθου |
| ὡς ἔσω ' στὶν κἄχομεν βαλλάντια . Κἄν ποτ ' εἰρήνη φανῇ , ὅστις ἂν νυνὶ δανείσηται παρ ' ἡμῶν | ||
| δοξάντων ὑμῖν προσγράψας . Οὐκ ἤρεσκέ τισι τῶν ῥητόρων ἡ εἰρήνη : ἔπειτα οὐ τότε ἀντιλέγειν αὐτοὺς ἐχρῆν , ἀλλὰ |
| Σκύθας τε κατεπολέμησε σπονδάς τε κατ ' ἐξουσίαν ἐποιήσατο . Πολύς τε ἦν αὐτοῦ παρὰ τοῖς βαρβάροις λόγος , ὥςτε | ||
| Θ . ἦν : Ὑπῆρχε . Θ . ὑπερφυὴς : Πολύς . Θ . . ὑπ . ὅσος : Ὑπερφυῶς |
| ' ἀπειλήν . ʃ τρία εἴδη ὀλιγωρίας , καταφρόνησις , ἐπηρεασμὸς καὶ ὕβρις . τούτων γὰρ καταφρονεῖ τις , ἃ | ||
| , μᾶλλον δὲ καὶ συνέδριον . ὢ τάλας ἐγώ , ἐπηρεασμὸς τὸ κακὸν εἶναί μοι δοκεῖ . οὐ τοῦ τυχόντος |
| , ὅσα τέως ὕπουλα ἦν , ἀθρόα τότε ἐγίγνετο καὶ ἀθέμιστος μεταβολὴ βουλευτῶν ἀνδρῶν , ὑπάτων ἢ στρατηγῶν ἢ δημάρχων | ||
| . ὁμοίως δὲ καὶ τὸν φρονιμώτατον τῶν ἡρώων λέγειν ἀφρήτωρ ἀθέμιστος ἀνέστιός ἐστιν ἐκεῖνος , / ὃς πολέμου ἔραται ἐπιδημίου |
| πρώραν „ , ἔφη : „ ἀλλ ' ἔμοιγε οὐκέτι λυπηρὸς ὁ θάνατός ἐστι , εἴγε ὁρᾶν μέλλω τὸν ἐχθρόν | ||
| ἄν ; Οὐδ ' ἄρα ὁ μέσος βίος ἡδὺς ἢ λυπηρὸς λεγόμενος ὀρθῶς ἄν ποτε οὔτ ' εἰ δοξάζοι τις |
| . Τί οὖν ὁ πρᾶος καὶ εὔχαρις μηδὲ φιλοχρήματος μηδὲ βάσκανος ; ἆρα εἰ φιλόδοξος εἴη καὶ πάνυ τοῦ πρωτεύειν | ||
| τὴν σύμπνοιαν διασπᾶν , καὶ ἔτι μᾶλλον τὸ μὴ ἴσθι βάσκανος , ἀλλὰ φιλάνθρωπος καὶ κοινωνικός . ἐκ δὲ τούτου |
| ἐνεδρευτικὸς ῥᾳδιουργὸς ἀδιόρθωτος ἐνδεὴς ἀεὶ ἀβέβαιος ἀλήτης ἐπτοημένος φορᾷ χρώμενος εὐεπιχείρητος ἐπιμανὴς ἁψίκορος φιλόζωος δοξοκόπος βαρύμηνις βαρύσπλαγχνος βαρύθυμος βαρυπενθὴς δυσόργητος | ||
| , ἐς μέρη πολλὰ διασπώμενος ὑπὸ τῆς δυσχωρίας , ὡς εὐεπιχείρητος ἄν , εἴ τις ᾔσθετο , γενέσθαι . περὶ |
| πάντων ὁπλιζομένων ἡμῶν εἷς τῶν παρ ' ἡμῖν εὔνους καὶ φιλοκίνδυνος τῶν ὑπὲρ τῆς πολιτείας ἀγώνων στερίσκηται : εἰ γὰρ | ||
| ἀφυλακτοῦντας μᾶλλον ἁμαρτάνειν . ἢν δ ' ἅπαξ δόξῃ τις φιλοκίνδυνος εἶναι , ἔξεστι καὶ ἡσυχίαν ἔχοντα , προσποιούμενον δὲ |
| κοῦφος , ἐλαφρός , δρομικός , ὀξύς , φιλεργός , ἐθελουργός , φιλόπονος , φιλοκίνδυνος , ἀγωνιστής , θαρσαλέος , | ||
| γαυρούμενος , γαυριώμενος , κυδρός , κυδρούμενος , ἐλευθέριος , ἐθελουργός , ἱππαστής , ἀγλαός , φρονηματίας , ἀλαζών , |
| . Εὐρύαλος δέ οἱ οἶος ἀνίστατο ἰσόθεος φὼς Μηκιστῆος υἱὸς Ταλαϊονίδαο ἄνακτος , ὅς ποτε Θήβας δ ' ἦλθε δεδουπότος | ||
| Ἰλιάδι γράφει αὐτὸν ἐν Θήβῃ τετελευτηκέναι : ” Μηκιστέως υἱὸς Ταλαϊονίδαο ἄνακτος , ὅς ποτε Θήβασδε ἦλθε δεδουπότος Οἰδιπόδαο ” |
| εὐπαράπειστος , εὐπαράγωγος , πεπλανημένος , σφαλερός , σκαιός , ἀπάνθρωπος , ἀνεπιεικής , ὑβριστής , ἑτερόρροπος , ἄνισος , | ||
| , φιλανθρωπία , φιλανθρώπως , φιλανθρωπεύεσθαι . τὸ δὲ ἐναντίον ἀπάνθρωπος , ἀπανθρωπία , ἀπανθρώπως : οὐ γὰρ καὶ ἀπανθρωπεύεσθαι |
| Νεφέλαις τούτου μέμνηται . Ἀμυνίας μὲν : ὧδε μὲν ὡς φιλόκυβος ⌈ ὁ Ἀμυνίας κωμῳδεῖται : ἐν ⌈ δὲ Σεριφίοις | ||
| φιλόξενος φιλοικτίρμων φιλόπλουτος , φίλυπνος , φιλοκυνηγέτης , φιλογεωργός , φιλόκυβος , φιλοχωρῶν φίλιππος , φιλοφροσύνη , τάχα καὶ φιλόφρων |
| κατὰ δύναμιν συμμαχήσειν . Καὶ ἦν αὐτοῖς τοῦτο ὅρκων ὁ βεβαιότατος . Ἐπὶ κνάφου ἕλκων : διαφθείρων . Τὸ γὰρ | ||
| Θεῷ δὲ οὐδὲν ἄδηλον οὐδὲ ἀκατάληπτον : ἰσχυρογνωμονέστατος γὰρ καὶ βεβαιότατος . Πῶς οὖν , τῆς αὐτῆς ὑπούσης αἰτίας , |
| στέφανον ὑπισχνούμενος φιλοτιμίας μισθόνεἰ τοίνυν πάνδημον εἰσφορὰν τῆς χρείας εἰσπραττομένης φιλόδωρός τις ἀνὴρ καὶ πλούτῳ πολὺς ἧκεν οἴκοθεν ἄγων τὸν | ||
| αἰδοῦς τε σοβαρωτέραις . , . . Θεαγένης ἦν γὰρ φιλόδωρός τε καὶ μεγαλόδωρος εἰς ὑπερβολήν . ἀναλοῦτο δὲ αὐτῷ |
| τελέσας τὸν λόγον ἔθανεν . Ἀκούσας δὲ τούτων ὁ Πῶρος ψοφοδεὴς τοῖς Ἀλεξάνδρου γόνασιν προσέπεσεν εἰρήνην αἰτούμενος : τυχὼν δὲ | ||
| τὸν λόγον ἔθανεν . Ἀκούσας δὲ τούτων ὁ Πῶρος , ψοφοδεὴς τοῦ Ἀλεξάνδρου γόνασι προσέπεσεν , εἰρήνην αἰτούμενος : τυχὼν |
| δ ' ἐν τυμβήρει θαλάμῳ κατεζεύχθη : καίτοι καὶ γενεᾷ τίμιος , ὦ παῖ , παῖ , καὶ Ζηνὸς ταμιεύεσκε | ||
| καὶ συμμάχους , καὶ σὺν ὑμῖν μὲν ἂν οἶμαι εἶναι τίμιος ὅπου ἂν ὦ , ὑμῶν δὲ ἔρημος ὢν οὐκ |
| ' ἂν εἴποις δικαστὴς ἄδικος , ἔκνομος παράνομος , ῥᾴδιος ῥᾳδιουργός , προπετής , εὐχερής δωροδόκος , εὐεξαπάτητος , εὔτρεπτος | ||
| Κρατῖνος Χείρωσιν . τοιοῦτοι δὲ καὶ οἱ Σωκράτους ὅρκοι . ῥᾳδιουργός : ὁ κακοῦργος : καὶ ῥᾳδιουργία : ἡ περὶ |
| τὴν χρῆσιν παρ ' Αἰσχύλῳ , οἷον ἐν Νεανίσκοις καὶ καρτερικὸς καὶ πολεμικός : ἀρείφατος : τὸν αὐτὸν τρόπον καὶ | ||
| ἐπεποίητο ἀπὸ χαλκοῦ . . Τοῦτον μὲν ἔπειτα ἀφῆκεν ὁ καρτερικὸς υἱὸς τοῦ Διὸς Ἡρακλῆς , ἐπιτηρήσας τὸν βροτολοιγὸν Ἄρην |
| θυμῷ πολλάκι μὲν πληγέντος ὑπ ' ἀγκίστροιο δαφοινοῦ ἄλλος ἐπαΐξας πρόμαχος σκάρος ἰχθὺς ὀδοῦσιν ὁρμιὴν ἀπέκερσε καὶ ἐξεσάωσεν ἑταῖρον καὶ | ||
| ὅτι δικαίως προμάχεται τῆς πόλεως . πόλεως ] συνίζησις . πρόμαχος ] βοηθός . ὄρνυται ] διεγείρεται . ὄρνυται ] |
| τὴν δὲ χώραν αὐτὴν οἰκῶν . σιωπὴ σιγῆς διαφέρει . σιωπὴ μὲν γάρ ἐστι κατάσχεσις λόγου , σιγὴ δὲ στέξις | ||
| μέλλον κακόν . ἐπεὶ γὰρ ἦν ἤδη νὺξ βαθεῖα καὶ σιωπὴ πολλὴ καὶ ὕπνος ὁ γλυκύς , ψοφεῖ μὲν ἔξωθεν |
| φθόνος ἥπτετο αὐτοῦ , καὶ ἔλεγε ” μακάριος Χαιρέας , εὐτυχέστερος ἐμοῦ . “ Ἐπεὶ δὲ ἅλις ἦν τῶν διηγημάτων | ||
| παρατάξεως ἐξιὼν οὐκ ἐπειράθη , τί δύναται πολεμίων σίδηρος . εὐτυχέστερος μὲν ἴσως Ἀριστομένης , ἀγαθώτερος δ ' ἡμῶν οὐκ |
| προσέφη Διὸς υἱὸς Ἀπόλλων : Αἰνεία Τρώων βουληφόρε ποῦ τοι ἀπειλαὶ ἃς Τρώων βασιλεῦσιν ὑπίσχεο οἰνοποτάζων Πηλεΐδεω Ἀχιλῆος ἐναντίβιον πολεμίξειν | ||
| . Αἱ μὲν βρονταὶ μάλιστα τοὺς παῖδας , αἱ δὲ ἀπειλαὶ τοὺς ἄφρονας καταπλήττουσιν . Ἀνδριάντα μὲν τὸ σχῆμα , |
| φάρμακον . ἀλλὰ μὴν ἀμφοτέρῳ γε τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων ἐπίκουρος γεγένηται , γυναιξὶ μὲν ταλασίαν παραδοῦσα , ἀνδράσι δὲ | ||
| , ὦ Ζεῦ Ζεῦ , πατρί θ ' αἱμάτων αἰσχίστων ἐπίκουρος , Ἄργει κέλσας πόδ ' ἀλάταν . θὲς τόδε |
| καὶ πλεονασμῷ τοῦ θ ἄκυθος . ἢ παρὰ τὸ † κωκυτός καὶ ἄκυτος , ὡς λύω λυτός καὶ ἄλυτος καὶ | ||
| Ὠκυτός : ὀξυτός : φορυτός : ἀρυτός : Βηρυτός : κωκυτός : κορδυτός : ὠρυτός : Κολλυτός : τὸ ἄλοιτος |
| πολυφεγγής , Κρονίδης , ὑψιμέδων . Ἄρης : Πυρόεις , ὑπήνεμος , ἐγχέσπαλος , θοῦρος , κορυθαίολος , βροτολοιγός , | ||
| , πᾶι δή μοι νίσηι σκοπέλους ; οὐ τᾶιδ ' ὑπήνεμος αὔρα καὶ ποιηρὰ βοτάνα , δινᾶέν θ ' ὕδωρ |
| ' ἐ [ ἴσως ἰταμὸς εἶ : τότε λογισμόν [ εὔψυχος αρως [ ! ! ] ζῆς [ ὄνειδος αὕτη | ||
| θαρραλέος , εὐθαρσής , ἄφοβος , ἀδεής , ἀνέκπληκτος , εὔψυχος : τὸ δ ' ἴτης κοινὸν ἐφ ' ἑκατέρου |
| οὐκ ἄλλο τῶν εἰς κοινωνίαν οὐδὲν διασῴζεται , ἀλλ ' ἀνίδρυτος ὢν σπείρεται , πάντῃ φορούμενος καὶ μετανιστάμενος ἀεὶ καὶ | ||
| Μωυσέα ὁ μὲν φαῦλος , ὥσπερ ἄοικος καὶ ἄπολις καὶ ἀνίδρυτος καὶ φυγάς , οὕτως καὶ αὐτόμολος , ὁ δὲ |
| οἴκοι καλοῖτο : κάλλιόν τοι , εἶπεν , εἰ φιλόπολις ἐκάλου μᾶλλον ἢ φιλολάκων . οὕτως αἱ κατὰ φύσιν ἡμῶν | ||
| δὲ καὶ ὁ Ἰσθμός . πάσας δὲ τὰς πανηγύρεις θεωρίας ἐκάλου . στενοῦ γὰρ ὄντος τοῦ τόπου πάντες προλαβεῖν σπεύδουσιν |
| : ἡ διπλῆ περιεστιγμένη , ὅτι Ζηνόδοτος ἠθέτηκεν αὐτόν . ἀναγκαῖος δέ ἐστι : προδιασυνίστησι γὰρ , ὅτι ἥττων ἐστὶ | ||
| . ἐπὶ δὲ τῶν καθ ' ἕκαστον οὐ πάνυ τι ἀναγκαῖος ὁ πολὺς περὶ τῆς πατρίδος λόγος : ἰτέον οὖν |
| ὑμᾶς ἐξελήλεγκται , ἐν οἷς τί κακὸν οὐκ ἔνι ; δωροδόκος , κόλαξ , ταῖς ἀραῖς ἔνοχος , ψεύστης , | ||
| δέ : παράνομος , προδότης , ὀλιγαρχικός , πεπραμένος , δωροδόκος δεδωροδοκημένος , δεδεκασμένος , ἀδόκιμος , κίβδηλος , παράσημος |
| ' αὐτὸ τῆς ὥρας τὸ χειμέριον , ὅτε τοῖς ὀφθαλμοῖς ἄμοχθος ἡ τῶν ἰχνῶν θεωρία πρόκειται , τοῦτο μὲν τῇ | ||
| κακῶς πράσσουσιν ἡδὺ καὶ βραχὺν χρόνον λαθέσθαι τῶν παρεστώτων κακῶν ἄμοχθος γὰρ οὐδείς : ὁ δ ' ἥκιστ ' ἔχων |
| , ὡς ἔφη Κλεομένης . ὅτι ὁ κύκνος εὔτεκνος καὶ μάχιμος . ἀλληλοκτονεῖ γοῦν ὁ μάχιμος , εἰσὶ δ ' | ||
| . κἀστὶν φίλος γενναῖος ἀσφαλής θ ' ἅμα , οὐ μάχιμος , οὐ πάροξυς , οὐχὶ βάσκανος , ὀργὴν ἐνεγκεῖν |
| ] μερίζει , ἀποκληροῖ . ἐπινωμᾷ ] μερίζει . Ξ ἐπινωμᾷ ] διαμερίζει . ἐπινωμᾷ ] ἐπιμερίζει . θ ἐπινωμᾷ | ||
| δ ' ἔρις ἅδ ' ὀτρύνει . ξένος δὲ κλήρους ἐπινωμᾷ Χάλυβος Σκυθῶν ἄποικος , κτεάνων χρηματοδαίτας πικρός , ὠμόφρων |
| καὶ ἀντιπεπονθέναι τοῖς αὐτῶ μερέεσσιν : οὗτος γὰρ ἰσχυρὸς καὶ βέβαιος : τὸ δ ' ἀντιπεπονθέναι λέγω αὐτῶ καὶ ἄρχεν | ||
| κακοτεχνίας ὑγιῶς προστιθεμένου : ἐπιστήμης δέ : κατάληψις ἀσφαλὴς καὶ βέβαιος , ἀμετάπτωτος ὑπὸ λόγου . μουσικὴν μὲν οὖν καὶ |
| ὑπερδισύλλαβα παραληγόμενα τῷ Α προσηγορικὰ ἢ ἐπιθετικὰ ὀξύνεται : λιθακός μαλθακός ψιττακός ἀστακός φυλακός φαρμακός . σεσημείωται τὸ θύλακος ὕσσακος | ||
| ἅπαν γλυκύ , ὅταν ἡ δίψα πορίσῃ , καὶ ὕπνος μαλθακός , ὅταν ἡγήσηται κόπος , ἐσθής τε ἡ παρέχουσα |
| σὲ δ ' αὐτόγνωτος ὤλες ' ὀργά . Ἄκλαυτος , ἄφιλος , ἀνυμέναιος ταλαί - φρων ἄγομαι τάνδ ' ἑτοίμαν | ||
| εὐχερὴς κακότεχνος ἀδιάγωγος ἄδικος ἄνισος ἀκοινώνητος ἀσύμβατος ἄσπονδος πλεονέκτης κακονομώτατος ἄφιλος ἄοικος ἄπολις στασιώδης ἄτακτος ἀσεβὴς ἀνίερος ἀνίδρυτος ἄστατος ἀνοργίαστος |
| ὀφρῦς , νωθρὸς δὲ τὴν ὄψιν . ὁ δ ' Ἑρμώνιος ἀναφαλαντίας , εὐπώγων , ἀνατέταται τὰς ὀφρῦς , τὸ | ||
| ἀξίων . Ἐρετρικὸς κατάλογος : ἐπὶ τῶν σφόδρα πλουσίων . Ἑρμώνιος χάρις : ἐπὶ τῶν κατὰ χάριν ἐκεῖνα διδόναι δοκούντων |
| ἐμέλαινε τὰς ἑαυτοῦ τρίχας , σιμὸς ὢν καὶ μέλας , αἰσχρὸς καὶ κλέπτης . Λυσιστράτου πλοῦτον πλουτεῖς : ἐπὶ τῶν | ||
| κύρι ' εἶναι σκοποῦμεν ; ἀλλ ' ὁ λόγος πρῶτον αἰσχρὸς [ τοῖς σκοπουμένοις ] , εἴ τις ἀκούσειεν ὡς |
| στεναγˈμὸν βαρύν : ἦν διακρῖναι ἰδόντα πολλὸς ἐν καιρῷ χρόνος Νόμος ὁ πάντων βασιλεύς θνατῶν τε καὶ ἀθανάτων ἄγει δικαιῶν | ||
| συνήθεια τρέψασα τὸ α εἰς ε , λέγει νερόν . Νόμος . παρὰ τὸ νέμω ῥῆμα . ὁ νέμων πᾶσι |
| παραλόγῳ , καὶ ἐθαύμαζον , πῶς ὁ τἀναντία δρῶν οἷς ἰσότιμος εἶναι προαιρεῖται τὰς μὲν ἀρετὰς αὐτῶν ἐπιτηδεύειν οὐκ ἀξιοῖ | ||
| γε μὴν οὐδενὸς δεῖται , οὐδὲ γάρ ἐστιν ἄλλος θεὸς ἰσότιμος αὐτῷ . ἐῶ λέγειν ὅτι ὁ μαρτυρῶν , παρόσον |
| δὲ ὁ νόμος . ὁ δ ' οὕτω δή τι ξυνετὸς ἦν , ὥστε οἷς ἐφθέγξατο μὴ μαστιγοῦν ἐκεκώλυτο . | ||
| τοῦδε τοῦ κινδύνου , μηδεὶς ὑμῶν ἐν τῇ τοιᾷδε ἀνάγκῃ ξυνετὸς βουλέσθω δοκεῖν εἶναι , ἐκλογιζόμενος ἅπαν τὸ περιεστὸς ἡμᾶς |