περιφορᾷ συνεχεῖ τε καὶ ἀδιαλείπτῳ τοῦ ἡλίου τίς ἂν εἴη καταστροφή ; τό τε τάχος τῆς παραλλαγῆς πανταχοῦ ἴσον . | ||
ἀρετὴν πρώτη τε μηνύουσα καὶ τελευταία βεβαιοῦσα ἡ νῦν τῶνδε καταστροφή . καὶ γὰρ τοῖς τἆλλα χείροσι δίκαιον τὴν ἐς |
ἐστὶν ἑβδόμη , Ἡ δωδεκάτη πέντε σὺν λοιποῖς δέκα , Εἰκάς τε τρίτη τέσσαρα σὺν εἰκάδι . Αἰγοκέρωτος ἡ δυὰς | ||
ἐσχάτη . Τῶν Ἰχθύων δὲ τὰ δέκα σὺν ἐννέα , Εἰκάς τε σὺν τετράσιν , ἓξ σὺν εἰκάδι , Εἰκάς |
ταῖς Ἡροδότου καθυστερούσαις τῶν χρόνων Εὐριπίδου ; σταθμός ] στρατιωτικὴ κατάλυσις . σταθμὸς καὶ αἱ καταλύσεις καὶ τὰ καταγώγια τῶν | ||
ἀλλ ' ἀπαλλαγάς . τίς οὖν ἡ βεβαία τοῦ πολέμου κατάλυσις ἔσται καὶ τί παρασχόντες εἰς τὰ πράγματα ἑκάτεροι νῦν |
καὶ πιττωθέντοϲ τοῦ πώματοϲ πρὸϲ τῷ μηδαμόθεν διαπνεῖϲθαι , τονικὴ ἐκλύτου γαϲτρὸϲ ἡ τοιαύτη γίγνεται καὶ τοὺϲ ἀνορέκτουϲ ἐπεγείρει πρὸϲ | ||
βίου τιθήνη , πολεμία λιμοῦ , φύλαξ φιλίας , ἰατρὸς ἐκλύτου βουλιμίας , τράπεζα . περιέργως γε νὴ τὸν οὐρανόν |
ὦ κόραι , τὸ παλαιὸν Ἐρεχθέως γένος εὐτεκνίας χρονίου καθαροῖς μαντεύμασι κῦρσαι . ὑπερβαλλούσας γὰρ ἔχει θνατοῖς εὐδαιμονίας ἀκίνητον ἀφορμάν | ||
. καρπὸς ] ὠφέλειά τις . Ξ θεσφάτοισι ] τοῖς μαντεύμασι τοῦ Ἀπόλλωνος . Ξ θεσφάτοισι ] τοῖς μαντεύμασι . |
ὅτι οἱ Κορίνθιοι οὐ μέντοι ὅ γε πόλεμος : ὁ Πελοποννησιακός , φησί , πόλεμος οὔπω συνεκροτήθη ξυνερρώγει : συνεπεπτώκει | ||
ἐπὶ δὲ τούτων Ἀθηναίοις καὶ Λακεδαιμονίοις ἐνέστη πόλεμος ὁ κληθεὶς Πελοποννησιακός , μακρότατος τῶν ἱστορημένων πολέμων . ἀναγκαῖον δ ' |
ὑβρίζομαι . Ἔοικε διὰ πολλοῦ χρόνου ς ' ἑορακέναι . Ποίου χρόνου , ταλάνταθ ' , ὃς παρ ' ἐμοὶ | ||
πάλιν λύοντας , ὡς τόδ ' αἷμα χειμάζον πόλιν . Ποίου γὰρ ἀνδρὸς τήνδε μηνύει τύχην ; Ἦν ἡμίν , |
, εἰ μὴ παραβληθείημεν τῇ Ἑλένῃ . ἥ γε μὴν νεολαία ἐστὶ κυρίως ὁ ἐκ νέων λαός . ὅτι δὲ | ||
στυγερὰ καὶ μισητή τις ἀχλὺς καὶ θλίψις . πᾶσα γὰρ νεολαία καὶ ἡ τῶν Περσῶν ἡλικία καὶ νεότης ἐξαπόλωλε καὶ |
καθεστήκῃ ἐν τοῖσιν αὐτοῖσιν ἄρθροισιν : ἢν δὲ μὴ οὕτω μελετηθῇ , τὸ λοιπὸν τηκόμενος θνήσκει : ἡ γὰρ νοῦσος | ||
ἑξάμηνος : ἢν δὲ ἀμελείη τις ἐγγένηται καὶ μὴ παραχρῆμα μελετηθῇ , ἐν τάχει ἀποθνήσκει . Καὶ τὸν καταλεπτυνόμενον τοῖσιν |
, κατήγορος , πανηγυρικός , ἐγκωμιαστικός , ψεκτικός . συμβουλή συμβουλία , νομοθεσία , δημαγωγία , πρεσβεία πρέσβευσις , δίκη | ||
καὶ μαθεῖν ὃ μὴ νοεῖς . Σοφία σοφῶν γὰρ γίγνεται συμβουλία . Στρέφει δὲ πάντα τἀν βίῳ μικρὰ τύχη . |
θεοῦ καὶ βασιλέως καὶ μαντικῆς καὶ χρηματιστικῆς , ἀδελφῶν δὲ γαμοστόλος καὶ γονέων περὶ σίνους καὶ πάθους καὶ κακωτικῆς αἰτίας | ||
, ἐπὶ θυγατρὶ ψο - γισθήσεται . ἐὰν δὲ ὁ γαμοστόλος γένηται πρὸς Κρόνον καὶ αὐτὸς κυριεύσῃ τοῦ δαίμονος ἢ |
. . . . . . . . . . Λιμήν χωστὸς ὑπόκειται καὶ Λέχαιον λεγομένη πόλις . . . | ||
καὶ Λιλυβαιίτης καὶ Λιλυβηίς . Λιμενῶτις , χερρόνησος Κελτική . Λιμήν , ὁ ὕφορμος τόπος . καὶ λιμενίτης ὁ ἐν |
ἱππηλάτα Πηλεύς , ὅς ποτέ μ ' εἰρόμενος μέγ ' ἐγήθεεν : καὶ γὰρ τὸ οἰμώξειεν ἐπὶ τοῦ Πηλέως τέθεικε | ||
, ἐρωτῶν . προκρίνει δὲ ὁ Ἀρίσταρχος τὴν μέγ ' ἐγήθεεν γραφήν . . . Ι , , ὁππότε μειρόμενος |
ὅλμον καὶ ὕπερον περιφέρειν ; ἄνθρωπε , ἄσκησον , εἰ γοργὸς εἶ , λοιδορούμενος ἀνέχεσθαι , ἀτιμασθεὶς μὴ ἀχθεσθῆναι . | ||
τοῦ μᾶλλον , ὃ δὴ πάλιν ἀνάλυσιν ἔχει εἰς τὸ γοργὸς μᾶλλον . παρὰ τοὺς ἵππους ἐμπεριεκτικόν τι ἀποτελεῖται , |
εὐθεῖα δὲ συνωνύμως λέγεται , ἐπεὶ τὸ ὀρθὸν εὐθύ . Δευτέρα ἡ γενική , ἣ καλεῖται καὶ κτητική , ὅτι | ||
ἐκκαύλησις εἴπερ ὁ καρπὸς ὡς τέλος , οὐκ ἄλογον . Δευτέρα δὲ ἐκ τῶν παλαιοτέρων , καὶ γὰρ ἐκ τούτων |
τὸν σύνδεσμον , διὰ δὲ τὴν ἐπακολουθήσασαν ἀντιδιαστολήν . . Ἀνάπαλιν οὖν ὁ ἕνεκα σύνδεσμος , φερόμενος πάντοτε ἐπὶ γενικήν | ||
. ἐλάττων ἄρα ἡ ὑπὸ ΒΑΓ τῆς ὑπὸ ΒΑΕ . Ἀνάπαλιν ἄρα . , ] ἐπειδὴ εἶπεν : ἀνάπαλιν ἄρα |
εἴρηνται τοῖς ἄλλοις . ἐν τῇ Σικελίᾳ δὲ γίνεται ἡ θάψος . ταύτης δὲ τῷ χυλῷ χρῶνται πρὸς ὄφεις . | ||
, διεξελεύσομαι . Ἔστι τις νῆσος Σικελία , ἐν ᾗ θάψος τις λεγομένη γίγνεται βοτάνη . Ταύτης τῆς θάψου τὴν |
: μέλισμα , μέλος , λάλημα , ὅθεν καὶ τὸ ψίθυρος ὁ λάλος . ἡ δὲ φωνὴ τῶν κατὰ μίμησιν | ||
λαμβάνουσιν . ἔστι γὰρ ψίθυρ ψίθυρος ὡς μάρτυρ μάρτυρος καὶ ψίθυρος ψιθύρου ὡς μάρτυρος μαρτύρου : τὸ δὲ ψίθυρ παρὰ |
τὴν τῆς αἰτίας οἰκειότητα . Καὶ πλείω μὲν ἐδηδοκότων καὶ ἀπεπτησάντων λεπτά τε καὶ λευκὰ καί ποτε ἀνυπόστατα , χρονισάντων | ||
πειρατέον ἐφεξῆς διορίσαι πάντα . πολλοὺς μὲν γὰρ καὶ τῶν ἀπεπτησάντων , ἔτι δὲ πλείους , οἷς πλῆθός ἐστι δακνωδῶν |
ὀκτακοσίους εἶναι καὶ πεντήκοντα σταδίους , ἐντεῦθεν δ ' εἰς Ἀλάβανδα πεντήκοντα ἄλλους καὶ διακοσίους , εἰς δὲ Τράλλεις ἑκατὸν | ||
φησι τετάρτῃ , ἐπὶ τῷ αὐχένι τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης . Ἀλάβανδα , πόλις Καρίας , ἥ ποτε Ἀντιόχεια . ἐκλήθη |
ἀριθμὸς ὁ [ οἷον ] [ ὁ ] Ὅμηρος . δυϊκὸς [ τί ] ἐστιν ? ; ἀριθμὸς [ ] | ||
; Ἀλλ ' οὐκ ἔστιν ὅμοια : ὁ μὲν γὰρ δυϊκὸς ὡς κύριον ὄνομα κατὰ τοῦ δύο ἐτάχθη , ὁ |
μεμάθηκας δὲ καὶ ὅτι πάντα τὰ κεκαυμένα πλυνόμενα μετριώτερα καὶ ἀδηκτότερα γίνεται . Χαλκὸς κεκαυμένος ἔχει μέν τι καὶ δριμύ | ||
τε καὶ χρυϲόκολλα καὶ χαλκῖτιϲ καὶ μίϲυ , καυθέντα δὲ ἀδηκτότερα , καὶ τοῦ χαλκοῦ τὸ ἄνθοϲ ὁμοίωϲ : ὁ |
δὲ ὑπώρειαι τοῦ Καυκάσου καλοῦνται Κωλικὰ ὄρη . ἡ χώρα Κωλική . Κώμη . ἐν ταῖς μακραῖς ὁδοῖς μέσα χωρία | ||
δὲ ὑπώρειαι τοῦ Καυκάσου καλοῦνται Κωλικὰ ὄρη . ἡ χώρα Κωλική . . Κόραξοι : ἔθνος Κόλχων πλησίον Κώλων . |
εὐγένεια , εὐλάβεια , εὐγλωττία , εὐφημία , εὐσέβεια , εὐμένεια , εὐμουσία , εὐτέλεια , εὐερμία , εὐκολία , | ||
ἕξις κάτω κατεσταλμένας τὰς κόρας ἔχουσα ] . Εὔνοια : εὐμένεια : ἀσπασμός : ἀγάπησις . αʹ Εὔνοια μὲν οὖν |
ὠμογέροντα καλοῦσιν , εἶτα γέρων , εἶτα πρεσβύτης , εἶτα ἐσχατόγηρως ⌊ ⌋ . γελοῖον καὶ εὐτράπελον διαφέρει . γελοῖον | ||
καὶ ὠμογέροντα καλοῦσιν , γέρων , εἶτα πρεσβύτης , εἶτα ἐσχατόγηρως . . . . . . : Τὰ τέλεια |
. Ἀνταία : ἡ Ῥέα παρὰ τὸ ἀντῶ οὖν γίνεται Ἀνταία . . . . ἄντην : παρὰ τὸ ἄντω | ||
συγκοπήν : ἀνστήτην , . , . . , . Ἀνταία : ἡ Ῥέα ὅτι τοῖς Τελχῖσιν ἐναντία ἐγένετο : |
γέ τι τοιοῦτον , ἐγγύς τ ' εἰμὶ τοὐνόματος . Σχολῇ γε , νὴ τὸν ἥλιον , σχολῇ λέγεις . | ||
εὖ ὥσπερ ἓν οὐ δυνατός ; Οὐ γὰρ οὖν . Σχολῇ ἄρα ἐπιτηδεύσει γέ τι ἅμα τῶν ἀξίων λόγου ἐπιτηδευμάτων |
δέ ἐστιν ἡ ἐκ τοῦ σύνεγγυς ὑπὸ σιδήρου πληγή . ἐλέατρος καὶ ἐδέατρος διαφέρει . ἐλέατρος μὲν γάρ ἐστιν ὁ | ||
ἐδίστασεν . ἀρχὴ τοῦ ε ἐλεάτρος καὶ ἐδέατρος διαφέρει . ἐλέατρος μὲν γάρ ἐστιν ὁ μάγειρος παρὰ τοὺς ἐλεούςἐλεοί εἰσιν |
τοῦ ἀέρος φοιτώσαις . . 〚 τί τὸ φλαττόθρατ : Σύστημα κατὰ περικοπὴν ἀνομοιομερὲς στίχων ἰαμβικῶν τριμέτρων ἀκαταλήκτων ιγʹ . | ||
περὶ τοῦτο δὲ πλατύτερον εἴσῃ ἐν τοῖς κατὰ πλάτος . Σύστημα δέ ἐστι δυοῖν ἢ καὶ πλειόνων διαστημάτων σύνοδος . |
! αις ξιφοκτον [ ὥσπερ ? καὶ Τελαμων ? [ αὐτοκτόνος ] ? ? ὤλετο [ [ ] ! ! | ||
καθαρὸς καὶ ἄμεμπτος ὑπάρχει . Ξ ὁμαίμοιν ] ἀδελφοῖν . αὐτοκτόνος ] αὐτοχειρίᾳ γενόμενος . Ξ διαπαντὸς αἰσθήσεται τὸ μίασμα |
ἀφιεῖσα . ἔφηλις πάθος ἐν προσώπῳ , ὑποπέλιδνος ἐπιδρομή , ἀφανίζουσα τὸ κατὰ φύσιν χρῶμα . ἴονθοι ἀνθήματα ψυδρακίοις ἐοικότα | ||
παρὰ τὸ ἐμπαθὲς διὰ τοῦ πάθους ὡς σκότους βαθέος αὐτὸ ἀφανίζουσα . ταῦτα εἰπὼν ἐπάγει πάλιν τὸν ὅρον φρονήσεως ὡς |
καὶ διεθρύλλουν . ὑποφυομένης δὲ ἄρτι τῆς Πολυκράτους τυραννίδος περὶ ὀκτωκαιδέκατον μάλιστα ἔτος γεγονὼς προορώμενός τε οἷ χωρήσει καὶ ὡς | ||
τέταρτον ⋖ βʹ ʂ . Τὸ μέγα μύϲτρον κοτύληϲ ἐϲτὶν ὀκτωκαιδέκατον . ἄγει δραχμὰϲ γʹ γράμμα αʹ . [ Μύϲτρον |
Ἀριθμοί εἰσι τρεῖς , ἑνικὸς δυϊκὸς καὶ πληθυντικός : καὶ ἑνικὸς μέν ἐστιν ὁ ἕν τι σημαίνων , οἷον Αἴας | ||
. ἑνικός , δυϊκός , πληθυντικός ] [ ] . ἑνικὸς τί [ ἐστιν ] ; ἀριθμὸς ὁ [ οἷον |
νομός . Μήδαβα , πόλις τῶν Ναβαταίων . ὁ πολίτης Μηδαβηνός , ὡς Οὐράνιος ἐν Ἀραβικῶν δευτέρῳ . Μηδία , | ||
τῶν νόμων ἐπιτηδεύων . τὸ ἐθνικὸν Γερασηνός , ὡς Μήδαβα Μηδαβηνός . Γέργις , πόλις Τροίας . καὶ κλίνεται Γέργιθος |
ἔφηβοι μέλλοντες ἐξιέναι εἰς πόλεμον . ; ἱέρεια γέγονεν ἡ Ἄγραυλος Ἀθηνᾶς , ὥς φησιν Φιλόχορος . , , . | ||
; , , . . . . . , : Ἄγραυλος καὶ Ἕρση καὶ Πάνδροσος θυγατέρες Κέκροπος , ὥς φησιν |
θεωρία , φαντασία . ὀπωπῇ : ὁράσει , μορφῇ . Μέλει : ἔγκειται . Δηριόωνται : μάχονται . Ἐπάρκιος : | ||
. Ὑπὸ σπιλάδεσσι : ὑπὸ ταῖς πέτραις αἷς χαίρουσιν . Μέλει : ἔγκειται , πρόσκειται , οἰκεῖ . γλαγόεις : |
πλάττουσι γὰρ τὸν Ἀρράβιον ἄμφω . Βασσιανὸς καὶ ἡ τούτου τηθὶς συγγενεῖς τε ἄμφω μοι καὶ τιμῆς ἀξίω καὶ ὅ | ||
μάμμη , καὶ μαῖα , ἡ τοῦ πατρὸς μήτηρ : τηθὶς , ἡ μητρὸς ἢ πατρὸς ἀδελφή . Πίνδαρος δὲ |
τοῦ Ω μεγάλου γράφονται : τὰ μέντοιγε σύνθετα οἷον τὸ ἀπάτωρ , ἀμήτωρ , αὐτοκράτωρ , μονοκράτωρ , σεβαστοκρά - | ||
οὐ πατήρ ἐστιν , ὥστε σύ , ὦ Σώκρατες , ἀπάτωρ εἶ . Καὶ ὁ Κτήσιππος ἐκδεξάμενος , Ὁ δὲ |
ὅτι δὲ πῶρος πένθος ἐστὶ , καὶ Ἀντίμαχός φησι , πῶρός τοι ἀλόχοισι καὶ οἷς τεκέεσσιν ἕκαστος . 〛 ἐπερωτῶν | ||
ὅτι δὲ πῶρος πένθος ἐστὶ , καὶ Ἀντίμαχός φησι , πῶρός τοι ἀλόχοισι καὶ οἷς τεκέεσσιν ἕκαστος . 〛 ἐπερωτῶν |
δέ μοι δηλοῦν ἀνδρὸς ἀρετὴν πρώτη τε μηνύουσα καὶ τελευταία βεβαιοῦσα ἡ νῦν τῶνδε καταστροφή : τὸν γὰρ ἐν τοῖς | ||
σοῦ , καλὴ μὲν ἡ ἐπιστολή , τὸ δὲ ἔγκλημα βεβαιοῦσα . Ἁρμόνιος οὑτοσὶ χρηστὸς ὢν τὰ τῶν πεπονηρευμένων πάσχει |
διδόντων . Ἀγαθώνειος αὔλησις : ἡ ἡδίστη καὶ εὐφραντή . Ἀνδριὰς σφυρήλατος : ἐπὶ τῶν ἀναισθήτων . Ἀγέλαστος πέτρα : | ||
ἐπὶ Αἰθιοπίας , ὅπου καὶ Μέμνων ἑὴν ἀσπάζεται Ἠῶ . Ἀνδριὰς γὰρ ἵστατο ἐν Θήβαις ταῖς Αἰγυπτίαις Μέμνονος , διά |
' ἀπειλήν . ʃ τρία εἴδη ὀλιγωρίας , καταφρόνησις , ἐπηρεασμὸς καὶ ὕβρις . τούτων γὰρ καταφρονεῖ τις , ἃ | ||
, μᾶλλον δὲ καὶ συνέδριον . ὢ τάλας ἐγώ , ἐπηρεασμὸς τὸ κακὸν εἶναί μοι δοκεῖ . οὐ τοῦ τυχόντος |
, κάδοι , ὁλκεῖα , κρουνεῖ ' . ἔστι γὰρ κρουνεῖα ; ναί . ΚΥΑΘΙΣ , κοτυλῶδες ἀγγεῖον . Σώφρων | ||
, κάδοι , ὁλκεῖα , κρουνεῖ ' . ἔστι γὰρ κρουνεῖα ; ναί . λουτήριἀλλὰ ' τί καθ ' ἕκαστα |
ἤγαγεν , οὓς εἶπεν ἀποδεδόσθαι βούλεσθαι τὸν Κλέωνα . ΓΘ ἐγᾦδ ' ] ἐγὼ οἶδα . τοῖς δεδεμένοις ] τοῖς | ||
λέγεις ; Καὶ ταῦτ ' ἐφ ' οἷσίν ἐστι συμφυσώμενα ἐγᾦδ ' : ἐπὶ γὰρ τοῖς δεδεμένοις χαλκεύεται . Εὖ |
φθόνος ἥπτετο αὐτοῦ , καὶ ἔλεγε ” μακάριος Χαιρέας , εὐτυχέστερος ἐμοῦ . “ Ἐπεὶ δὲ ἅλις ἦν τῶν διηγημάτων | ||
παρατάξεως ἐξιὼν οὐκ ἐπειράθη , τί δύναται πολεμίων σίδηρος . εὐτυχέστερος μὲν ἴσως Ἀριστομένης , ἀγαθώτερος δ ' ἡμῶν οὐκ |
ἐγκοιμᾶσθαι . . . . , . . Ι . πολύδωρος Πηνελόπεια . † ) ἡ πολλοῖς δώροις γαμηθεῖσα . | ||
φίλον θάλος , ὃν τέκον αὐτή , οὐδ ' ἄλοχος πολύδωρος : ἄνευθε δέ σε μέγα νῶϊν Ἀργείων παρὰ νηυσὶ |
, τὰ δὲ πλάγια , τὰ δὲ κατὰ ἔμφασιν . Ἐναντία μὲν οὖν ἐστιν , ὅταν τὸ ἐναντίον κατασκευάζωμεν , | ||
πάντων τῶν ἐν τῇ χώρᾳ , ὁπόταν τινὸς δεηθῶσιν . Ἐναντία γε μὴν καὶ τάδε τοῖς ἄλλοις Ἕλλησι κατέστησεν ὁ |
γυναῖκας , Ἡσυχίου θυγατέρας . Ἡσυχίῳ δὲ υἱεῖς δύο , Εὐτρόπιός τε καὶ Κέλσος , οὓς μάλιστα μὲν φιλῶ , | ||
καινὴ πόλις . ἔστι δὲ καὶ Ἀρμενίας Καρχηδών , ὡς Εὐτρόπιός φησιν . ὁ πολίτης ” Καρχηδόνιος σοφὸς Μάγων „ |
κῶλον δέ ἐστιν ἡ ἀπηρτισμένη διάνοια . ἡ μὲν γὰρ μονόκωλος ἐκείνη , ἐπειδὴ κρέμαται ἡ διάνοια αὐτῆς μέχρι τοῦ | ||
πρὸς εὐκαρπίαν : ἐκτρέχει γὰρ ἄγαν μὴ κολουσθεῖσα καὶ γίνεται μονόκωλος καὶ ἀσθενὴς , εἰ δὲ μὴ παραβλαστάνουσα δενδροῦται . |
πνεῖ ἔφη . ἐπιπνεῖ λαοδάμας ] ἐπέρχεται ὁ τὸν λαὸν δαμάζων Ἄρης . ἐπιπνεῖ ] ἔρχεται . ἐπιπνεῖ ] ἐμπίπτει | ||
ἀπέφθισε : συνέφθειρεν . θήρα : ἄγρα . πιέζων . δαμάζων , συσφίγγων , ὡς μὴ ἐῶν αὐτὸν ἀναπνεῦσαι . |
βασιλέα Σπαρτιήτῃσι ἀπέφαινε καὶ ἡ προτέρη γυνὴ τὸν πρότερον χρόνον ἄτοκος ἐοῦσα τότε κως ἐκύησε , συντυχίῃ ταύτῃ χρησαμένη . | ||
παιδὸς ὡς νομίζεται . τρίβων γὰρ οὐκ εἴμ ' , ἄτοκος οὖς ' ἐν τῶι πάρος . ἄλλης τόδ ' |
ἀτραπὸν μέσην τε καὶ λεωφόρον βαδίζειν . ” Ὁ δὲ Ἰουβὰλ οὗτος ” φησίν „ ἐστὶ πατὴρ ὁ καταδείξας ψαλτήριον | ||
. τῷ γὰρ Λάμεχ ἐγένοντο τρεῖς υἱοί , Ὠβὴλ , Ἰουβὰλ , Θοβέλ . καὶ ὁ μὲν Ὠβὴλ , ἐγένετο |
δισύλλαβα βαρύτονα διὰ τοῦ υ ψιλοῦ γράφονται : οἷον , λύμη : ῥύμη : Κύμη ἡ πόλις : Δύμη : | ||
εἰρήνης ἀπορρίπτειν , ὁ μισόπολις , ὁ δημοβόρος , ἡ λύμη , τὸ φθοροποιὸν κακόν . λέγεται μὴ μόνον ἰατρὸς |
' ὁ μὲν Βοιωτιακὸς Μινύειος καλεῖται , ὁ δὲ Ἀρκαδικὸς πολύμηλος : καὶ τοῖς ἐπιθέτοις διαστέλλεται ἡ ὁμωνυμία . . | ||
Ὀρχομενοὶ ὅ τε ἐν Βοιωτίᾳ οὗτος ὁ Μινύειος καὶ ὁ πολύμηλος ὁ ἐν Ἀρκαδίᾳ . ὁ δὲ τόπος Ὀρχομενὸς Μινύειος |
ἡ φίλησις ἢ ἡ συνομιλία καὶ ἡ συνδιαγωγὴ καὶ ἡ συναυλία , γίνεται δὲ ἡ εὔνοια χρονιζομένη φιλία , τουτέστι | ||
γέροντας . ἐπὶ δὲ χοροῦ καὶ συμφωνία καὶ συνῳδία καὶ συναυλία . καὶ ἡ μὲν εἴσοδος τοῦ χοροῦ πάροδος καλεῖται |
φρόνημα καὶ γνώμην , πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ . ἐμοὶ γὰρ ὅστις πᾶσαν εὐθύνων πόλιν μὴ | ||
. εὑρησιεπής ] ἐπῶν ἐφευρετὴς ψευδῶν . περίτριμμα δικῶν ] ἐντριβὴς τῶν κρίσεων . περίτριμμα ] περίεργος , ὃν οὐκ |
, θηριώδης , ἀνήμερος , δύσθυμος , δυσόργητος , μηνιῶν βαρύμηνις , ἰοῦ γέμων , σκορπιώδης , σκορπίος ζητῶν ὅτῳ | ||
, αὐξητά , φαεσφόρε , κάρπιμε Παιάν , ἀντροχαρές , βαρύμηνις , ἀληθὴς Ζεὺς ὁ κεράστης . σοὶ γὰρ ἀπειρέσιον |
, τῆς δὲ καθηκούσης φιλανθρωπίας στερισκόμενος πολέμιος γίνεται τῶν ἀνημέρως δεσποζόντων . Ὅτι Δαμόφιλός τις ἦν τὸ γένος Ἐνναῖος , | ||
μετὰ βασιλικῆς ἀρχῆς , τοῖς δὲ ἀρχὴ ὑπεύθυνος βασιλικὴ , δεσποζόντων νόμων τῶν τε ἄλλων πολιτῶν καὶ τῶν βασιλέων αὐτῶν |
πρὸς ἄνδρας ἀσπίσιν πεφαργμένους ; Λήδας μέν εἰμι παῖς , Κλυταιμήστρα δέ μοι ὄνομα , πόσις δέ μοὐστὶν Ἀγαμέμνων ἄναξ | ||
ἐγένετο θυγάτηρ Ἰφιγένεια καὶ αὐτὴν ἐξέτρεφεν ἡ τῆς Ἑλένης ἀδελφὴ Κλυταιμήστρα , πρὸς δὲ τὸν Ἀγαμέμνονα εἶπεν αὐτὴ τεκεῖν : |
μὴ διαλύεσθαι καὶ γενέσθαι καὶ τοῦ θανάτου κρείττους γίνεσθαι . Τοιαύτη προῆλθεν ἡ ἀνθρώπου ψυχή , οὐσία λογική , ἀεικίνητος | ||
τῆς Λιβύης τὸν πλατὺν αὐτῆς κόλπον ἀμφέλκεται ἢ περισύρεται . Τοιαύτη μὲν τῆς Λιβύης ἡ μορφὴ καὶ τὸ σχῆμά ἐστιν |
δὴ καὶ τῶν ἀγαθῶν ἀνδρῶν ἄξιόν ἐστιν ἐπιμνησθῆναι οὓς οὗτος ἀθύτων καὶ ἀκαλλιερήτων ὄντων τῶν ἱερῶν ἐκπέμψας ἐπὶ τὸν πρόδηλον | ||
. Ἀμεινιάδης ] οὗτος μάντις ἦν Ἀθηναῖος . . . ἀθύτων καὶ ἀκαλλιερήτων ] ἐκ παραλλήλου . . . . |
μυσταγωγίαν κατακρύπτει τῶν θείων δογμάτων . τοιοῦτος γὰρ καὶ ὁ Ἱερὸς σύμπας λόγος καὶ ὁ Φιλόλαος ἐν ταῖς Βάκχαις καὶ | ||
πέρατι πρὸς δυσμαῖς . τὸ ἐθνικὸν Ἰερναῖος ὡς Λερναῖος . Ἱερὸς κόλπος , πλησίον Ἀράδου πόλεως . ὁ οἰκῶν Ἱεροκολπίτης |
πήδημ ' ὀρούσας ἀμφὶ Πλειάδων δύσιν : ὑπερθορὼν δὲ πύργον ὠμηστὴς λέων ἄδην ἔλειξεν αἵματος τυραννικοῦ . θεοῖς μὲν ἐξέτεινα | ||
] ὑπεραναβὰς ὁ λαός . πύργον ] τὴν πόλιν . ὠμηστὴς ] ὠμοφάγος . λέων ] ἤγουν ὥσπερ . ἄδην |
πόλιν πολλῷ τῶν προεστηκότων μᾶλλον . λέγε τὰς μαντείας . Ἀκούετ ' , ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι , τῶν θεῶν οἷ | ||
' αὐτῆς πάντα κατ ' ἀνθρώπους ἄρτια καὶ πινυτά . Ἀκούετ ' , ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι , περὶ τῶν τοιούτων |
τὸ ψυχοπομπὸς νενομίσθαι . Ἑρμῆς ὁ τετρά - γωνος καὶ σφηνοπώγων φιλολόγοις μόνοις συμφέρει , ὁ δὲ τετράγωνος καὶ ἀγένειος | ||
ἀνατέταται τὰς ὀφρῦς , τὸ βλέμμα δριμύς . ὁ δὲ σφηνοπώγων ἀναφαλαντίας , ὀφρῦς ἀνατεταμένος , ὀξυγένειος , ὑποδύστροπος . |
. πνεῖ εὐῶδες , καὶ εὔπνουν , καὶ εὔπνοια , εὐοσμία , εὔοσμον , δυσῶδες , ἀῶδες , δύσοσμον , | ||
ἐπὶ τὸ πᾶν ἔν τε τῶν οἰνωδῶν τισι καρπῶν ἡ εὐοσμία , τοιοῦτο γὰρ καὶ τὸ μῆλον καὶ τὸ ἄπιον |
τοῦ εὔρους ὠνομάσθη : Λιβύη δὲ ὑφ ' Ἑλλήνων ἦν ἄγνωστος πάνυ , ἀπὸ δὲ ἔθνους ἐπισήμου Φοινικῶς ὠνομάσθησαν [ | ||
ἄδοξος , ἀκλεής δυσκλεής , ἀνώνυμος , ἀφανής , ἀγνώριστος ἄγνωστος , ἀδόκιμος , ἀζήλωτος : ἐπιβόητος δὲ καὶ ἐπίρρητος |
. Γυναικὶ μὴ πίστευε , μηδ ' ὅταν θάνῃ . Γέλως Ἰωνικός : ἐπὶ τῶν ἐκλελυμένων : εἰς τοῦτο γὰρ | ||
χρόνον δ ' ἁλίσκεται : ἐπὶ τῶν ἅπαξ δυστυχησάντων . Γέλως Ἰωνικός : ἐπὶ τῶν ἐκλελυμένων : εἰς τοῦτο γὰρ |
, ἐπεὶ ἡ Παρύσατις ἐπεκάμφθη , συνεχώρησε καὶ Ὦχος ὁ Δαρειαῖος , εἰπὼν Παρυσάτιδι πολλὰ μεταμελήσειν αὐτήν . τελευτᾶι ἡ | ||
δὲ Ξέρξης Ὀνόφα θυγατέρα Ἀμῆστριν , καὶ γίνεται αὐτῶι παῖς Δαρειαῖος , καὶ ἕτερος μετὰ δύο ἔτη Ὑστάσπης , καὶ |
' οὐκ ἐντετύχηκα τοῖς δράμασιν . τῶν γὰρ ἀδοξοτέρων ἡ χαμεύνη καὶ τὸ χαμεύνιον : ἐν γοῦν τῷ σατυρικῷ Σκίρωνι | ||
οὐχ ὑπερτείνεις πόδα . ἐν δὲ τοῖς Δημιοπράτοις πέπραται Ἀλκιβιάδου χαμεύνη παράκολλος καὶ κλίνη ἀμφικνέφαλλος . καὶ μὴν τό γε |
φύγε . Ἰδών ποτ ' αἰσχρὸν πρᾶγμα μὴ συνεκδράμῃς . Ἰσχυρὸν ὁ νόμος ἐστίν , ἂν ἄρχοντ ' ἔχῃ . | ||
πνεύματος . Ὥσθ ' ὅταν ἐκραγῇ καθάπερ πληγὴν ἐποίησεν . Ἰσχυρὸν γὰρ τὸ ἀθρόον καὶ συνεχὲς ὥσπερ καὶ ἐπὶ τῶν |
τοῦ νεωτέρου Διονυσίου καὶ τῆς Δίωνος φυγῆς . εʹ . Κτίσις Ταυρομενίου κατὰ τὴν Σικελίαν . Ϛʹ . Τὰ πραχθέντα | ||
Νίνου διαδεξαμένη τὴν βασιλείαν πολλὰς καὶ μεγάλας πράξεις ἐπετελέσατο . Κτίσις Βαβυλῶνος καὶ τῆς κατ ' αὐτὴν κατασκευῆς [ ἀπαγγελία |
δὲ τοῦ πολυ τάδε σύνθετα . πολυπράγμων , πολυλόγος , πολυήκοος , πολυθεάμων , πολύφωνος , πολυμελής , πολύχειρ , | ||
ἐπιστομίζων δὲ τοὺς ἀποροῦντας . , ; , . . πολυήκοος ἀγχίσποροι οὐδὲ ἦν τῶν βιβλίων πολυήκοος , ἀλλὰ ῥώμῃ |
ἔτι παρθένος εἶναι . διὸ καὶ οἱ ἐξ αὐτῶν παῖδες παρθένιοι . ἢ ὅτι λαθραίως ἡ Πιτάνη διεκορεύθη καὶ ἔτεκεν | ||
. εἶσι δὲ οἵδε : προσωδιακοί , ἀποστολικοὶ οἱ καὶ παρθένιοι , εἶσι δὲ καὶ παρὰ βαρβάροις σπουδαῖαι καὶ φαῦλαι |
ωτης ποιεῖ τὰ ἐθνικά , Σικελιώτης Πηλιώτης . λέγεται καὶ Ἀμβράκιος καὶ Ἀμβρακία ἡ γυνή . τὸ δ ' Ἀμβρακία | ||
τὰ ἐθνικά , οἷον Σικελιώτης Πηλιώτης Ἀμβρακιώτης . λέγεται καὶ Ἀμβράκιος καὶ Ἀμβρακία ἡ γυνή . Τὸ δ ' Ἀμβρακία |
. ἐγχίπολις ἡ διὰ τοῦ ἔγχους πορθοῦσα τὰς πόλεις . ἀγχίπτολις ] + ἥτις ἐστὶ πλησίον τῆς πόλεως . πύλαισι | ||
Ὄγκα Παλλάς : πρῶτα μὲν ἡ Ἀθηνᾶ ἥτε καὶ ἥτις ἀγχίπτολις πύλαισι γείτων , ἤτοι ἡ πλησίον τῶν τῆς πόλεως |
ὀδυνηρὸς ἀπὸ χολώδους αἵματος ἔχων τὴν γένεσιν . τπδʹ . Ἄνθραξ ἐστὶν ὄγκος ἑλκώδης ἐκ τοῦ μελαγχολικωτέρου σαπέντος αἵματος . | ||
θεραπεύει καὶ σκόλοπας ἐπισπᾶται καὶ θηριοπλήκτους καὶ ἑρπετοδήκτους ἰᾶται . Ἄνθραξ λίθος ἐστὶ πολύτιμος , καθαρός , λυχνίτης , πυραυγίζων |
” Θεόδωροι δὲ γεγόνασιν εἴκοσι : πρῶτος Σάμιος , υἱὸς Ῥοίκου . οὗτός ἐστιν ὁ συμβουλεύσας ἄνθρακας ὑποτεθῆναι τοῖς θεμελίοις | ||
; τὴν κόμην ἡψήσατο . ἑφθὴν τὴν κόμην ξανθίζεται . Ῥοίκου κριθοπομπία . . . . . οὐδέν ἐστ ' |
ἐπειδὴ ἐγένετο παρ ' ἡμῶν ἀπὸ τῆς Προνοίας συνετάττετο . Δύναμις δὲ καὶ τοῦτο μεγάλη , καλῶς καὶ τοῖς κακοῖς | ||
αἷμα καὶ πνεῦμα , καὶ θερμασίη διὰ τούτων φοιτᾷ . Δύναμις μίη καὶ οὐ μίη , ᾗ πάντα ταῦτα καὶ |
ἔλεξα . ἢν δὲ ἐπὶ τοῖϲι πρώτοιϲι ϲμικρὰ ᾖ , ἀνακωχὴ δὲ ἐϲ μακρὸν ᾖ νομῆϲ , ἄλλα ἐπ ' | ||
ξυμφοραὶ αὐτῷ ἄλλαι ἐπ ' ἄλλαις ξυνηνέχθησαν , οὐδέ τις ἀνακωχὴ ἐγένετο ἐπειδὴ πρῶτον ἐς τὴν ἀρχὴν παρῆλθεν : ἀλλὰ |
ἡ παρὰ Ξενοφῶντι εὐποδία , καὶ ἡ παρ ' Εὐριπίδῃ εὐπαιδευσία , καὶ ἡ παρὰ Κριτίᾳ εὐξυνεσία , καὶ ἡ | ||
ἀστύτριψ . καὶ ἡ παρ ' Εὐριπίδηι [ . ] εὐπαιδευσία καὶ ἡ παρὰ Κίαι εὐξυνεσία . . . οὐ |
, ἀλλ ' ἵνα σοι πρὸς Θέρσανδρον ἡ τῆς αἰτίας ἀπόλυσις ᾖ ὡς οὐ συνεγνωκότι . χρυσοῖ δέ σοι οὗτοι | ||
προσδοκίαν ἔχει , κἄν τι συμβῇ χαλεπὸν τοῖς τοιούτοις , ἀπόλυσις γίγνεται , ἐν δὲ προαιρέσει χρηστῇ καὶ βίῳ σώφρονι |
δὲ ἐφ ' ἡγεμονίας τεταγμένος , ὑπελήφθη δραστικὸς εἶναι καὶ φιλότεχνος ἐκ τοῦ πρὸς ἕκαστον τῶν καιρῶν ἐπινοεῖσθαί τι τῶν | ||
τῆς Ῥώμης πόλεις ἔσχον . μεγαλόφρων γὰρ ὢν μᾶλλον ἢ φιλότεχνος ὁ Μόμμιος , ὥς φασι , μετεδίδου ῥᾳδίως τοῖς |
ἰδίαι . πριστοῖσι λόγχης θέλγεται ῥινήμασιν . λοχαῖον σῖτον ψυκτήρ ἀπέπτυς ' ἐχθροῦ φωτὸς ἔχθιστον τέκος . πρὸς ταῦθ ' | ||
ἡμεῖς ἰδίᾳ . πριστοῖσι λόγχης θέλγεται ῥινήμασιν λοχαῖον σῖτον ψυκτήρ ἀπέπτυς ' ἐχθροῦ φωτὸς ἔχθιστον τέκος . . . φιλεῖ |
δὲ τῇ ιῃ Δημοκρίτῳ ὕδωρ γίνεται . Ἐν δὲ τῇ ιγῃ Εὐδόξῳ Ἀρκτοῦρος ἑῷος δύνει . Ἐν δὲ τῇ ιηῃ | ||
ἡμέρᾳ Εὐδόξῳ Ὠρίων ἑῷος ὅλος ἐπιτέλλει . Ἐν δὲ τῇ ιγῃ ἡμέρᾳ Εὐκτήμονι Ὠρίων ὅλος ἐπιτέλλει . Ἐν δὲ τῇ |
. συναγώγιμον ποιῶμεν . ἀλλ ' εὖ οἶδ ' ὅτι κυμινοπρίστης ὁ τρόπος ἐστί σου πάλαι . σοφοῦ γὰρ ἀνδρὸς | ||
. συναγώγιμον ποιῶμεν . ἀλλ ' εὖ οἶδ ' ὅτι κυμινοπρίστης ὁ τρόπος ἐστί σου πάλαι . Σοφοῦ γὰρ ἀνδρὸς |
δεινὰ αὔξεται . ϲφυγμοὶ ϲμικροὶ καὶ ἀμυδροί , ἀγρυπνίη , ἄχροια , καὶ τἆλλα πάντα ὁκόϲα οἱ πυρεταίνοντεϲ . ἰδέαι | ||
ἡ εὔχροια γίνεται δι ' εὔπνοιαν , ἡ δ ' ἄχροια διὰ τὴν κατάπνιξιν : συνθερμαινόμενον γὰρ καὶ μὴ διαψυχόμενον |
] τὸν τοὺς χαλινοὺς φέροντα . αὐτοῖς ] σύν . ξυνωρίσιν ] ἅρμασιν . τελευταῖος τῶν τριμέτρων ἰάμβων . # | ||
ς ' ἆρα κινήσειν ἐγὼ αὐτοῖς τροχοῖς τοῖς σοῖσι καὶ ξυνωρίσιν . οἷον τὸ πραγμάτων ἐρᾶν φλαύρων : ὁ γὰρ |
πόλις Λέσβου . Ἑλλάνικος ἐν δευτέρῳ Λεσβιακῶν . ὁ πολίτης Ναπαῖος , καὶ Ἀπόλλων Ναπαῖος . εἰσὶ καὶ Ναπαῖοι ἠπείρου | ||
ἐν β Λεσβιακῶν . ὁ πολίτης Ναπαῖος : καὶ Ἀπόλλων Ναπαῖος . εἰσὶ καὶ Ναπαῖοι ἠπείρου . , : ταύτην |
διαφέρει . ὑποψία μὲν γάρ ἐστι κακοῦ τινος ὑπόνοια , ὑφόρασις δὲ δόξα ἐπὶ τὸ χεῖρον ταχθεῖσα . ὑπόσχεσις ἐπαγγελίας | ||
διαφέρει . ὑποψία μὲν γάρ ἐστι κακοῦ τις ὑπόνοια , ὑφόρασις δὲ δόξα ἐπὶ τὸ χεῖρον . ὑπάρξαι τό τε |
ἂν δύναιντο , εἰθισμένοι ἀπὸ πολέμου βιοτεύειν : αἰεὶ γὰρ ἐλῄζοντο ἢ ἐμισθοφόρουν , πολλάκις μὲν παρὰ τῷ Ἰνδῶν βασιλεῖ | ||
Λυσιτανοὶ καλοῦνται , Πουνίκου σφῶν ἡγουμένου , τὰ Ῥωμαίων ὑπήκοα ἐλῄζοντο καὶ τοὺς στρατηγοῦντας αὐτῶν , Μανίλιόν τε καὶ Καλπούρνιον |
γαλῆν λέγειν ὁρῶ . Οἶνος κοκκύζει τοῖς ὁδοιπόροις πιεῖν μέλας Σκιάθιος ἴσον ἴσῳ κεκραμένος . Τί ὅτι ὥσπερ οἱ σταδιοδρόμοι | ||
τὸν Σκιάθιον ἐπαινεῖ : οἶνος κοχύζει τοῖς ὁδοιπόροις πιεῖν μέλας Σκιάθιος , ἴσον ἴσῳ κεκραμένος . Ἀχαιὸς δὲ τὸν Βίβλινον |
οἳ δὲ κεστρεῖς , ἄλλοι δὲ χελλῶνες , οἳ δὲ μυξῖνοι . ἄριστοι δ ' εἰσὶν οἱ κέφαλοι καὶ πρὸς | ||
, οἳ δὲ κεστρεῖς , ἄλλοι χελλῶνες , οἳ δὲ μυξῖνοι . ἄριστοι δ ' εἰσὶν οἱ κέφαλοι καὶ πρὸς |
, ὦ φίλη παῖ , λῆγε μὲν κακῶν φρενῶν , λῆξον δ ' ὑβρίζους ' , οὐ γὰρ ἄλλο πλὴν | ||
χειρός ἔκστηθι εἶπον , ὦ ἄθλιε , τῆς ταλαιπωρίας καὶ λῆξον τοῦ τύφου , ὅς σε Ὀλυμπίαζε ἀναβάντα ἀνεπίγνωστον τοῖς |
ἐν τῷ λόγῳ ὑποσημαίνει , καὶ Λυσίας ἐν τῷ πρὸς Μενέστρατον , εἰ γνήσιος ὁ λόγος ἐστίν . Πρόκλησις : | ||
τὰ ἥδιστα πεποιηκέναι . Ἀκούω δ ' αὐτὸν καὶ εἰς Μενέστρατον ἀναφέρειν τι περὶ τῶν ἀπογραφῶν τούτων : τὸ δὲ |
, ὅταν ἴσαι γένωνται , νικᾶι ὁ κατηγορούμενος . κἂν ἰσόψηφος κριθῆι ] κἂν ἴσαι δὲ γένωνται αἱ ψῆφοι , | ||
ἐπεὶ διεφύλαξεν αὐτὴν ἁγνὴν παρθένον ὁ Λυγκεὺς , οὐκ ἐφαίνετο ἰσόψηφος ταῖς ἀδελφαῖς , ἀλλὰ μονόψηφος ἐγένετο , ψῆφον ἤνεγκε |
βασιλείας μὲν τῆς αὐτῆς , ἀκμάζουσα δὲ τοῖς ἀπὸ τῆς Ἀριακῆς εἰς αὐτὴν ἐρχομένοις πλοίοις καὶ τοῖς Ἑλληνικοῖς : κεῖται | ||
. . . . . ριβ ∠ ʹ ιϚ : Ἀριακῆς Σαδινῶν Σουπάρα . . . . . . . |
ἐμπέσῃ τὸ καταπληκτικὸν θηρίον ἢ ἐπιβάλῃ . * ὑποζοφόωσα : σκοτώδης * ἄκροθεν οὐρή : κατὰ τὸ ἄκρον ἡ οὐρά | ||
. ὁ μὲν γὰρ ἥλιος φαεινός , ὁ δὲ ἀὴρ σκοτώδης καὶ ἐναντίος τούτου ἐστίν . ἣν Ὕδραν , ἤγουν |
λύεις : παροιμία ἐπὶ τῶν δύσλυτόν τι λύειν ἐπιχειρούντων . Λόγιον γὰρ τοῖς Φρυξὶν ἐκπεπτώκει περὶ τῆς κομισάσης τὸν Μίδαν | ||
τὸν τελευταῖον Ἱπποκλείδην ἐβασίλευσεν ἀντ ' αὐτοῦ τρόπῳ τοιῷδε . Λόγιον ἦν τοῖς Βακχιάδαις ὑπὸ τοῦ Κυψέλου τοῦ Ἀετίωνος καταλυθεῖσιν |
προσκρουσμός . ἀραγμὸς ] κτύπος , κροῦσις τῶν πυλῶν . ἀραγμὸς ] κροῦσις . ἀραγμὸς ] ἦχος . ἀραγμὸς ] | ||
πυλῶν . ἀραγμὸς ] κροῦσις . ἀραγμὸς ] ἦχος . ἀραγμὸς ] κτύπος . θ ὀφέλλεται ] αὐξάνει . ὀφέλλεται |
Διονύσιος Ἀτηνίαν τὸν δῆμον . ἀλλ ' οὐκ ἐᾷ τὸ Ἀτηνεύς , ὀφεῖλον Ἀτηνιεύς . Ἀτιντανία , μοῖρα Μακεδονίας . | ||
φυλῆς . Φρύνιχος δὲ τῆς Ἀτταλίδος φησίν . ὁ δημότης Ἀτηνεύς „ Προκλῆς Ἀτηνεὺς ἐχορήγει καὶ Παντακλῆς ” . Διονύσιος |