ἔλεξα . ἢν δὲ ἐπὶ τοῖϲι πρώτοιϲι ϲμικρὰ ᾖ , ἀνακωχὴ δὲ ἐϲ μακρὸν ᾖ νομῆϲ , ἄλλα ἐπ '
ξυμφοραὶ αὐτῷ ἄλλαι ἐπ ' ἄλλαις ξυνηνέχθησαν , οὐδέ τις ἀνακωχὴ ἐγένετο ἐπειδὴ πρῶτον ἐς τὴν ἀρχὴν παρῆλθεν : ἀλλὰ
8192354 διαπεπορθηται
: μεγάλα δ ' εἴργασται κακά . πόσον χρόνον γὰρ διαπεπόρθηται πόλις ; ἑπτὰ σχεδόν τι καμπίμους ἐτῶν κύκλους .
ὦ , μῦθον ] λόγον . βραχεῖ ] ὀλίγῳ . διαπεπόρθηται ] διεφθάρη . ὡς εἰπεῖν ἔπος ] † ἤγουν
8174474 γηθησειεν
: Κ , , πλήρης . . τίς ἂν τάδε γηθήσειεν : ἡ διπλῆ ὅτι προσυπακουστέον τὸ „ καὶ οὐ
φαεινῶν ἐρχομένων ἄμυδις : μάλα κεν θρασυκάρδιος εἴη ὃς τότε γηθήσειεν ἰδὼν πόνον οὐδ ' ἀκάχοιτο . Τὼ δ '
8167331 ἀνοκωχη
τὸ ἐπιμένειν τὸν ἴδιον καιρὸν τῶν πράξεων . ἀνακωχὴ καὶ ἀνοκωχὴ διαφέρει . ἀνακωχὴ μὲν γάρ ἐστιν ἡ ἐπὶ τῶν
, ἀξιούντων καὶ αἰτιωμένων Κορινθίων ξυνθέσθαι σφίσιν : Κορινθίοις δὲ ἀνοκωχὴ ἄσπονδος ἦν πρὸς Ἀθηναίους . Λακεδαιμόνιοι δὲ τοῦ αὐτοῦ
8163515 Πολυν
ἂν εἴης αὐτὸς ἀναπληρῶσαι τὸ τὴν ἐμὴν προθυμίαν ἐκφυγόν . Πολὺν τρέμοντες διηγάγομεν χρόνον δεδιότες μή σε ὁ καιρὸς καὶ
Καλλίου , καὶ ὅτι μοιχεύων χρήματα ἐδίδου . γενναῖος : Πολὺν ἔχων ὄλβον . . κατωφαγᾶς : Ὅτε βαρύνεται ,
8128912 Ψευδης
γυναικὸς οὐδέποτε εἰκὸς γενέσθαι , οὐδὲ γὰρ νῦν οὐδαμοῦ . Ψευδὴς καὶ ὁ περὶ τοῦ Ὀρφέως μῦθος , ὅτι κιθαρίζοντι
εἰ δόξα τῆς ψυχῆς καὶ διάνοια , πῶς ἀναμάρτητος ; Ψευδὴς γὰρ δόξα καὶ πολλὰ κατ ' αὐτὴν πράττεται τῶν
8054876 νεολαια
, εἰ μὴ παραβληθείημεν τῇ Ἑλένῃ . ἥ γε μὴν νεολαία ἐστὶ κυρίως ὁ ἐκ νέων λαός . ὅτι δὲ
στυγερὰ καὶ μισητή τις ἀχλὺς καὶ θλίψις . πᾶσα γὰρ νεολαία καὶ ἡ τῶν Περσῶν ἡλικία καὶ νεότης ἐξαπόλωλε καὶ
8021169 Αἰνειωο
οὐκ ἔστι δὲ Αἰνείως ὡς Πετεώς . . . . Αἰνείωο Αἰνείως , Αἰνειῶο Αἰνειώς . Αἰνειώς Αἰνειῶο . ως
. . . Αἰνείαο : ἡ διπλῆ ὅτι Ζηνόδοτος γράφει Αἰνείωο . οὐκ ἔστι δὲ Αἰνείως ὡς Πετεώς . .
8007448 Βιοι
βδελυρώτερος , θρασύτερος , ἐπονείδιστος , ἐπίρρητος , ἐπίψογος . Βίοι ἐφ ' οἷς ἄν τις ὀνειδισθείη , πορνοβοσκός ,
τοὺς διαφθείροντάς τινα ἔργα : ἢ ἐπὶ τῶν φιλολόγων . Βίοι ἀνθρώπων καὶ φυτῶν σπέρματα συνεξομοιοῦνται ταῖς χώραις . Βία
8006205 θαψος
εἴρηνται τοῖς ἄλλοις . ἐν τῇ Σικελίᾳ δὲ γίνεται ἡ θάψος . ταύτης δὲ τῷ χυλῷ χρῶνται πρὸς ὄφεις .
, διεξελεύσομαι . Ἔστι τις νῆσος Σικελία , ἐν ᾗ θάψος τις λεγομένη γίγνεται βοτάνη . Ταύτης τῆς θάψου τὴν
8000080 Ἀμασεια
ἅπασα δ ' οἰκήσιμος καλῶς . ἐδόθη δὲ καὶ ἡ Ἀμάσεια βασιλεῦσι , νῦν δ ' ἐπαρχία ἐστί . Λοιπὴ
μὲν οὖν ἥλω καὶ ἡ Σινώπη : ἔτι δὲ ἡ Ἀμάσεια ἀντεῖχεν , ἀλλὰ μετ ' οὐ πολὺ καὶ αὐτὴ
7973142 πανωλεθρος
ὑπ ' Αἰγίσθου παθών , ὅς μου κατέκτα πατέρα χἠ πανώλεθρος μήτηρ . ἀφῖγμαι δ ' ἐκ θεοῦ μυστηρίων Ἀργεῖον
Βακτρίων ] τῶν . ἔρρει ] ἐφθάρη . πανώλης ] πανώλεθρος . οὐδὲ ] ἐφθάρη ἀλλὰ πᾶσα ἡ νεότης .
7954025 Τοιαυτη
μὴ διαλύεσθαι καὶ γενέσθαι καὶ τοῦ θανάτου κρείττους γίνεσθαι . Τοιαύτη προῆλθεν ἡ ἀνθρώπου ψυχή , οὐσία λογική , ἀεικίνητος
τῆς Λιβύης τὸν πλατὺν αὐτῆς κόλπον ἀμφέλκεται ἢ περισύρεται . Τοιαύτη μὲν τῆς Λιβύης ἡ μορφὴ καὶ τὸ σχῆμά ἐστιν
7946758 νοτιδες
θυμωθεὶς οὐδεὶς ἀπέθανε , κἂν τύχῃ λειποθυμήσας . Ἀλλὰ καὶ νοτίδες ἔσθ ' ὅτε μὴ κατὰ καιρὸν τοῖς οὕτως ἔχουσιν
μένει τῆς τὸν πυρετὸν ἐργασαμένης . ἀλλὰ καί τισιν αὐτῶν νοτίδες χρησταὶ φαίνονται , καί τισιν ἱδρῶτες . καὶ ἄξιον
7930348 πολυπονος
οὑν νεκροῖς , γέρον ; ἐμὸς ἐμὸς ὅδε γόνος ὁ πολύπονος , ὃς ἐπὶ δόρυ γιγαντοφόνον ἦλθεν σὺν θεοῖσι Φλεγραῖον
χαλᾷς , αὔδασον , τίς ἔφυς βροτῶν ; τίς ὁ πολύπονος ἄγῃ ; τίν ' ἂν σοῦ πατρίδ ' ἐκπυθοίμαν
7927029 ἀπεπτησαντων
τὴν τῆς αἰτίας οἰκειότητα . Καὶ πλείω μὲν ἐδηδοκότων καὶ ἀπεπτησάντων λεπτά τε καὶ λευκὰ καί ποτε ἀνυπόστατα , χρονισάντων
πειρατέον ἐφεξῆς διορίσαι πάντα . πολλοὺς μὲν γὰρ καὶ τῶν ἀπεπτησάντων , ἔτι δὲ πλείους , οἷς πλῆθός ἐστι δακνωδῶν
7921950 Πονοι
δὲ ῥὶς ψυχρὸν πνεῦμα ἀφίησιν : τὰ ζωτικὰ ἐναντία . Πόνοι σιτίων ἡγείσθωσαν . Νούσων φύσιες ἰητροί . Ἀνευρίσκει ἡ
διὰ οἷα , ἐξ οἵων , ἐς οἷα ἔχει . Πόνοι , ἀργίαι , ὕπνοι , ἀγρυπνίαι . Τὰ ἐν
7917399 λυπηραι
τὸ . ὥστε . λίαν . στενάζω . ἐνθυμούμενος . λυπηραὶ . μισούμεναι . μισηταὶ . στυγνότητος αἴτιαι : ἀπὸ
Μαινίδι : σμαρίδι . ἀνιγραί : λεπταὶ , ἀνιαραὶ , λυπηραὶ καὶ γλίσχραι . Μετά : οἷς . ἐπειγόμεναι :
7916478 ἀπατηλων
δὲ κατάϲταϲιϲ καὶ ἐν γλυκέϲι καὶ ἐν πικροῖϲι γεύμαϲι . ἀπατηλῶν ἄρα γευμάτων προκάλυμμα ἡ χολή . ἢν μὲν ὦν
' ὄμματ ' εἶ . Τυφλὸν ὄνειρον : ἐπὶ τῶν ἀπατηλῶν . Τυφογέρων : ἐπὶ τῶν τυφομανῶν γερόντων . Τῶν
7904900 δυσφιλες
τοιάδε τόλμα : θῆλυς ἄρσενος φονεύς : ἔστιντί νιν καλοῦσα δυσφιλὲς δάκος τύχοιμ ' ἄν ; ἀμφίσβαιναν , ἢ Σκύλλαν
Κλυταιμνήστρας . λαθραίου ] κεκρυμμένης . νιν ] αὐτήν . δυσφιλὲς ] ἤγουν μισητόν . δάκος ] θηρίον . σημείωσαι
7894587 Σχολῃ
γέ τι τοιοῦτον , ἐγγύς τ ' εἰμὶ τοὐνόματος . Σχολῇ γε , νὴ τὸν ἥλιον , σχολῇ λέγεις .
εὖ ὥσπερ ἓν οὐ δυνατός ; Οὐ γὰρ οὖν . Σχολῇ ἄρα ἐπιτηδεύσει γέ τι ἅμα τῶν ἀξίων λόγου ἐπιτηδευμάτων
7891520 Τιη
μιαρώτατ ' ἀνθρώπων ; Ἐγώ ; ἔκρινα νικᾶν Αἰσχύλον . Τιὴ γὰρ οὔ ; Αἴσχιστον ἔργον προσβλέπεις μ ' εἰργασμένος
μαγειρικῶς σφάξεις τὸν οἶν . Ἀλλ ' οὐ θέμις . Τιὴ τί δή ; Οὐχ ἥδεται δήπουθεν Εἰρήνη σφαγαῖς ,
7888000 Ποιου
ὑβρίζομαι . Ἔοικε διὰ πολλοῦ χρόνου ς ' ἑορακέναι . Ποίου χρόνου , ταλάνταθ ' , ὃς παρ ' ἐμοὶ
πάλιν λύοντας , ὡς τόδ ' αἷμα χειμάζον πόλιν . Ποίου γὰρ ἀνδρὸς τήνδε μηνύει τύχην ; Ἦν ἡμίν ,
7882292 διαχειριᾳ
διαχειρήσει ἀλλήλων . θ διαχειρίᾳ ] μάχῃ , πολέμῳ . διαχειρίᾳ ] οἰκονομίᾳ . Ξ λαχεῖν ] διαμερίσαι . λαχεῖν
. σιδαρονόμῳ ] διὰ σιδήρου τὸν μερισμὸν ποιησάσῃ . θ διαχειρίᾳ ] διαχειρήσει . διαχειρίᾳ ] σφαγῇ . διαχειρίᾳ ]
7870589 ὁμοφροσυνη
ἐλπίδες ἢ ὁ τῶν ἀμαθῶν πλοῦτος . , Δου . ὁμοφροσύνη φιλίην ποιεῖ . . , Δημοκρίτου . ἀνθρώποις ἁρμόδιον
. καὶ ἐνταῦθα οὖν ἔσται ἡ πρὸς ἀλλήλους συμπεριφορὰ καὶ ὁμοφροσύνη καὶ λυγρῶν ἀρετή ἐστιν , ἐν ἴσῳ τῷ καὶ
7869352 συμβουλια
, κατήγορος , πανηγυρικός , ἐγκωμιαστικός , ψεκτικός . συμβουλή συμβουλία , νομοθεσία , δημαγωγία , πρεσβεία πρέσβευσις , δίκη
καὶ μαθεῖν ὃ μὴ νοεῖς . Σοφία σοφῶν γὰρ γίγνεται συμβουλία . Στρέφει δὲ πάντα τἀν βίῳ μικρὰ τύχη .
7868282 ἐγκαιρος
' ἀπειλή τις ἂν τοιάδε εἴη μάλα ἔγκαιρος . ἀπειλὴ ἔγκαιρος . δίκην λαχεῖν . ἐνστήσασθαι , ὅ ἐστι καὶ
Διόρισαι δὴ καὶ τούτοιν ἑκάτερον : ἴσως γὰρ ὁ διορισμὸς ἔγκαιρος ἄν σοι γένοιτο . Πῇ ; Τῇδε : τῶν
7866236 ἀραγμος
προσκρουσμός . ἀραγμὸς ] κτύπος , κροῦσις τῶν πυλῶν . ἀραγμὸς ] κροῦσις . ἀραγμὸς ] ἦχος . ἀραγμὸς ]
πυλῶν . ἀραγμὸς ] κροῦσις . ἀραγμὸς ] ἦχος . ἀραγμὸς ] κτύπος . θ ὀφέλλεται ] αὐξάνει . ὀφέλλεται
7864424 διοκωχη
μὲν οὐδένα χρόνον τὸ παντάπασιν , ἐγένετο δέ τις ὅμως διοκωχή . παρέμεινε δὲ τὸ μὲν ὕστερον οὐκ ἔλασσον ἐνιαυτοῦ
οὐ διαλιποῦσα τὸ παράπαν . τὸ παντάπασιν : τὸ σύνολον διοκωχή : διάλειψις , ἀναβολή ʃ γράφεται καὶ διακοπή .
7862813 ὀλλυμενας
- εντ ' ὀλολυγμὸν ἀνδρὸς θεινομένου , γυναικός τ ' ὀλλυμένας : τί γὰρ κεύθω † φρενὸς θεῖον ἔμπας †
λαοῦ . λαΐδος ὀλλυμένας ] ἤτοι τῆς λείας . λαΐδος ὀλλυμένας ] τῶν πολιτῶν . λαΐδος ] τῆς λαφυραγωγίας .
7861542 συρισδεν
, ὡς τὸ κάταντες τοῦτο γεώλοφον αἵ τε μυρῖκαι , συρίσδεν ; τὰς δ ' αἶγας ἐγὼν ἐν τῷδε νομευσῶ
θέμις , ὦ ποιμήν , τὸ μεσαμβρινὸν οὐ θέμις ἄμμιν συρίσδεν . τὸν Πᾶνα δεδοίκαμες : ἦ γὰρ ἀπ '
7860698 Βρεττια
τῆς Βαλήτου . Οἱ οἰκοῦντες Βρέττιοι , καὶ ἡ χώρα Βρεττία , καὶ ἡ γλῶσσα . Ἀντίοχος δὲ τὴν Ἰταλίαν
: ἀπὸ * * * Κελτοῦς τῆς Βρεττάνου θυγατρός . Βρεττία δὲ νῆσος ἐν τῷ Ἀδρίᾳ ποταμὸν ἔχουσα Βρέττιον :
7857150 πτηξε
προειρημένων νοοῦμεν ὅτι Νέστωρ ἐστὶν ὁ γεραιός . καὶ τὸ πτῆξε ἄκυρον : ἐπὶ γὰρ τῶν ἀπολελυμένων τῆς ἀγωνίας καὶ
τὰ τρία . . ὁ δὲ ξύμβλητο γεραιός Νέστωρ , πτῆξε δὲ θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν Ἀχαιῶν : ἀθετεῖται ὅτι καὶ
7855523 διαλειψις
τὸ παράπαν . τὸ παντάπασιν : τὸ σύνολον διοκωχή : διάλειψις , ἀναβολή ʃ γράφεται καὶ διακοπή . παρέμεινε δὲ
σκληρὸς πλείω . τὸ γὰρ ὅλον βραχεῖά τις ἂν γένοιτο διάλειψις εἰ ἡ ἐκ τῆς γῆς τροφὴ δαψιλὴς εἴη καὶ
7853882 κρουνεια
, κάδοι , ὁλκεῖα , κρουνεῖ ' . ἔστι γὰρ κρουνεῖα ; ναί . ΚΥΑΘΙΣ , κοτυλῶδες ἀγγεῖον . Σώφρων
, κάδοι , ὁλκεῖα , κρουνεῖ ' . ἔστι γὰρ κρουνεῖα ; ναί . λουτήριἀλλὰ ' τί καθ ' ἕκαστα
7852237 Θαυμαστικον
Τῷ ναῷ . Θ . . . πῶς δοκεῖς : Θαυμαστικὸν , ἀντὶ τοῦ λίαν . . . τὸν Πλοῦτον
Ἀντὶ τοῦ ταχέως . . ὅσην ἔχεις τὴν δύναμιν : Θαυμαστικὸν τὸ ὅσος . . ὅσην : Θαυμαστικὸν , ἤγουν
7849691 Προσωπιτιδι
Πέρσας , καὶ τὰς ναῦς ἁπάσας ἀπολωλεκότες ἐν τῇ λεγομένῃ Προσωπίτιδι νήσῳ , βραχὺν χρόνον διαλιπόντες ἔγνωσαν πάλιν πολεμεῖν τοῖς
. ὁ νησιώτης Ἀταλανταῖος . Ἀτάρβηχις , πόλις ἐν τῇ Προσωπίτιδι νήσῳ . τὸ ἐθνικὸν Ἀταρβηχίτης ὡς Προσωπίτης . Ἄταρνα
7848710 Ὡμολογηται
, ἄφρονές τε καὶ φρόνιμοι , καὶ μαινόμενοι ἕτεροι . Ὡμολόγηται γάρ . Ἔτι δὲ ὑγιαίνοντές εἰσί τινες ; Εἰσίν
ὁ ἀκριβὴς ναυτῶν εἶναι ἄρχων ἀλλ ' οὐ ναύτης ; Ὡμολόγηται . Οὐκ ἄρα ὅ γε τοιοῦτος κυβερνήτης τε καὶ
7848552 παραπληγικα
δὲ βραχέαι , μᾶλλον δὲ νυκταλώπων . κυνάγχαι δὲ καὶ παραπληγικὰ ἢ σκληρὰ καὶ ξηρὰ ἢ σμικρὰ καὶ ὀλιγάκις ἀνάγουσαι
πόνος : σκληρόταται δὲ καὶ βιαιόταται , αἱ ἐς τὰ παραπληγικὰ ἄγουσαι . Πάντα δὲ ταῦτα ἐπὶ τῇσιν ὑποστροφῇσιν ἐγένετο
7847293 ἀνεμωδες
πνευμάτων τάδε . Ἀνατέλλων ὁ ἥλιος καυματίας κἂν μὴ ἀποστίλβῃ ἀνεμῶδες τὸ σημεῖον : καὶ ἐὰν κοῖλος φαίνηται ὁ ἥλιος
, ἵνα μὴ ὑπ ' ὄμβρων φθαρῶσι . τὸ φθινόπωρον ἀνεμῶδες καὶ ὑγιεινόν . ἡ ἄμπελος εὐφορήσει . ἐπιτήδειον τὸ
7845247 Παιδα
δὲ ἀπαιτεῖν ὅλον ἐν ἡμέρᾳ μιᾷ τὸ στάδιον διανύσαι . Παῖδα φιλάργυρός τις εὔπορος ἔχων κόρην ἐβούλετο συνάψαι πρὸς γάμον
. . ΕΜΟΣ ΥΙΟΣ . Σημείωσαι τίς παῖς Ἡσιόδου . Παῖδα οἱ μὲν Μνασέα , οἱ δὲ Ἀρχιέπην , ἕτεροι
7843720 ξυστησεται
ἐναντιώθη . ξυστήσεται ] ἐναντιωθήσεται . ξυστήσεται ] ξυμμαχήσεται . ξυστήσεται ] συμπαρατάξεται . θ ξυστήσεται ] συστάδην μαχήσεται καὶ
δ ' εὐλόγως ξυνήγαγεν . ἐχθρὸς γὰρ ἁνὴρ ἀνδρὶ τῷ ξυστήσεται , ξυνοίσετον δὲ πολεμίους ἐπ ' ἀσπίδων θεούς :
7842286 κυμινοπριστης
. συναγώγιμον ποιῶμεν . ἀλλ ' εὖ οἶδ ' ὅτι κυμινοπρίστης ὁ τρόπος ἐστί σου πάλαι . σοφοῦ γὰρ ἀνδρὸς
. συναγώγιμον ποιῶμεν . ἀλλ ' εὖ οἶδ ' ὅτι κυμινοπρίστης ὁ τρόπος ἐστί σου πάλαι . Σοφοῦ γὰρ ἀνδρὸς
7838982 ἐκλειχομενον
καὶ μάλιϲτα τῶν ὀδοντοφυούντων παιδίων , καὶ τὰ κατὰ θώρακα ἐκλειχόμενον ϲυμπέττει . Βούφθαλμον ὅμοιον μὲν ἔχει τῷ χαμαιμήλῳ τὸ
, μετὰ τοῦ καὶ πέττειν . αὐτὸ μὲν οὖν μόνον ἐκλειχόμενον πέττει μὲν μᾶλλον , ἀνάγει δὲ ἧττον , ἅμα
7833803 θανουμεθ
ἢν δ ' ἀνοίγοντες πύλας ληφθῶμεν ἐσβάσεις τε μηχανώμενοι , θανούμεθ ' . ἀλλὰ πρὶν θανεῖν νεὼς ἔπι φεύγωμεν ,
οὗ δὴ τὸ δεινὸν παρακέλευσμ ' ἠκούσαμεν : Πυλάδη , θανούμεθ ' , ἀλλ ' ὅπως θανούμεθα κάλλισθ ' :
7829679 Ἀνθραξ
ὀδυνηρὸς ἀπὸ χολώδους αἵματος ἔχων τὴν γένεσιν . τπδʹ . Ἄνθραξ ἐστὶν ὄγκος ἑλκώδης ἐκ τοῦ μελαγχολικωτέρου σαπέντος αἵματος .
θεραπεύει καὶ σκόλοπας ἐπισπᾶται καὶ θηριοπλήκτους καὶ ἑρπετοδήκτους ἰᾶται . Ἄνθραξ λίθος ἐστὶ πολύτιμος , καθαρός , λυχνίτης , πυραυγίζων
7826134 σκοτωδης
ἐμπέσῃ τὸ καταπληκτικὸν θηρίον ἢ ἐπιβάλῃ . * ὑποζοφόωσα : σκοτώδης * ἄκροθεν οὐρή : κατὰ τὸ ἄκρον ἡ οὐρά
. ὁ μὲν γὰρ ἥλιος φαεινός , ὁ δὲ ἀὴρ σκοτώδης καὶ ἐναντίος τούτου ἐστίν . ἣν Ὕδραν , ἤγουν
7824643 εὐοσμια
. πνεῖ εὐῶδες , καὶ εὔπνουν , καὶ εὔπνοια , εὐοσμία , εὔοσμον , δυσῶδες , ἀῶδες , δύσοσμον ,
ἐπὶ τὸ πᾶν ἔν τε τῶν οἰνωδῶν τισι καρπῶν ἡ εὐοσμία , τοιοῦτο γὰρ καὶ τὸ μῆλον καὶ τὸ ἄπιον
7823612 φωλεαις
, καρτεροῦσιν . Φωλειῇς : ἐν ταῖς φωλειοῖς , ἐν φωλεαῖς . Φωλεὰ παρὰ τὸ ἀπολωλεκέναι τὸ φῶς . πρόβατοί
. χαράδραις : κοιλώμασι , βόθροις , σχίσμασι πετρῶν , φωλεαῖς . Καί τιν ' : ἐάν τινα . εἰλυμένον
7821656 ἐπανθησαντες
. ἄβυσσος ] πολύς . αὐτοῖς ] ἔσται . . ἐπανθήσαντες ] ἀνατραφέντες . . πόνοισι ] δυστυχίαις . .
κοσμήσαντες . ἐπανθήσαντες ] ἀνατραφέντες . ἐπανθήσαντες ] λαμπρυνθέντες . ἐπανθήσαντες ] + ἤγουν ἀνατραφέντες ἐν τοῖς οἴκοις . ἐπανθήσαντες
7820448 ΠΟΙΗΣΙΣ
δὲ τρίτον εἴ τις μελάγχλωρον κίκινον λέγουσιν . ΥΔΑΤΟΣ ΚΑΤΑΣΠΑΣΤΟΥ ΠΟΙΗΣΙΣ . Λαβὼν λευκὰ ὠῶν , βάλε εἰς τὴν λίτραν
χρυσὸν εὑρύζον , ἔνκαιε , καὶ ἔσται εὑρύζον . ΧΡΥΣΟΥ ΠΟΙΗΣΙΣ . Λαβὼν χαλκὸν καθαρὸν ἐρυθρὸν , ποίει λαμνία ἰσχνὰ
7819961 ταρβοσυνῳ
. πάταγον ] κτύπον . θ κτύπον ] πάταγον . ταρβοσύνῳ ] ταρακτικῷ . ταρβοσύνῳ ] τῷ τείροντι διὰ βοῆς
τάρβοντι διὰ τῆς βοῆς . ταρβοσύνῳ ] μετὰ φόβου . ταρβοσύνῳ ] φοβουμένῳ . ταρβοσύνῳ ] + δειλίαν ποιοῦντι .
7819547 Σκεπτεον
τῇ φύσει κεχωρισμένα τῇ προνοίᾳ συναγαγεῖν ὑπὸ μίαν οἴκησιν . Σκεπτέον δὲ τί φησιν ἐνταῦθα ὁ ἱστορικός . Καὶ γὰρ
αὐτῷ : ἔσται δὲ καὶ εὐθυμότερος ἐν τῇ ταλαιπωρίῃ . Σκεπτέον δὲ καὶ ἤν τι ἐρυγγάνῃ ἢ ὑπὸ φύσης ἔχηται
7818285 Εἰρηνα
ὁμογνωμονεῖν δὲ τῶι ποιητῆι καὶ τὸν Εὐριπίδην ἐν οἷς φησιν Εἰρήνα βαθύπλουτε , / καλλίστα μακάρων θεῶν , / ζῆλός
[ καὶ πάντα διῆπε ] ? ζώι ' ἁ φίλολβος Εἰρήνα . Ἰώ , μέγιστε Κοῦρε , χαῖρέ μοι ,
7818271 ὀπισθορμητος
: γράφεται ἄψ . παλινόστιμος : ὀπισθόδρομος , μεθυποστρέψιμος , ὀπισθόρμητος . ὁρμή : κίνησις . Ἀνύουσι : διέρχονται ,
ὁδόν : κατά . Δαισάμενος : φαγών . παλίνορσος : ὀπισθόρμητος . παλίνδρομος : ὀπισθόδρομος . ἀνέδραμεν : ἀνεχώρησεν .
7817703 Ἀδεες
ὅθεν καὶ ἁβροδίαιτος . Ἀεὶ γεωμόρος εἰς νέωτα πλούσιος . Ἀδεὲς δέος : ἐπὶ τῶν μάτην δεδοικότων . Ἀγαμεμνόνεια φρέατα
. Ἢ ὅτι κῆπον λιθώδη κτησάμενος οὐκ ἀπέλαυσε τούτου . Ἀδεὲς δέος : ἐπὶ τῶν μάτην φοβουμένων . Αἰγιαλῷ λαλεῖς
7812431 βυρσοπωλης
. λέπαδνα : οἱ στηθιαῖοι λῶροι : τοῦτο δὲ ὡς βυρσοπώλης εἶπεν . ΓΘ ἄλλως : λεπτότατα καὶ εἰς πολλὰ
διὰ τὸ δύσοσμον . καὶ γὰρ αἱ βύρσαι δύσοσμοι , βυρσοπώλης δὲ ὁ Κλέων . ἰστέον ὡς βυρσοδέψης ἦν ὁ
7811507 τευχηστην
μηχανῆς πεποιημένον . . χρυσήλατον ] ἐκ χρυσοῦ κατεσκευασμένον . τευχηστὴν ] ὡπλισμένον . . ἡγουμένη ] προοδοποιοῦσα . .
] ἐκ χρυσοῦ κατεσκευασμένον . θ τευχηστὴν ] ὁπλίτην . τευχηστὴν ] στρατιώτην , ὁπλίτην . τευχηστὴν ] στρατιώτην .
7808556 κυναλωπηξ
διδόναι ς ' ὁ Λοξίας . Πῶς δὴ τριήρης ἐστὶ κυναλώπηξ ; Ὅπως ; ὅτι ἡ τριήρης τ ' ἐστὶ
κακεμφάτως δὲ καὶ ἐπὶ τοῦ αἰδοίου δύναται ἀκούεσθαι . ποῦ κυναλώπηξ : καὶ ἀλλαχοῦ [ . ] Φιλόστρατος ἡ κυναλώπηξ
7802647 Ἰσχυρον
φύγε . Ἰδών ποτ ' αἰσχρὸν πρᾶγμα μὴ συνεκδράμῃς . Ἰσχυρὸν ὁ νόμος ἐστίν , ἂν ἄρχοντ ' ἔχῃ .
πνεύματος . Ὥσθ ' ὅταν ἐκραγῇ καθάπερ πληγὴν ἐποίησεν . Ἰσχυρὸν γὰρ τὸ ἀθρόον καὶ συνεχὲς ὥσπερ καὶ ἐπὶ τῶν
7799809 εὐμενεια
εὐγένεια , εὐλάβεια , εὐγλωττία , εὐφημία , εὐσέβεια , εὐμένεια , εὐμουσία , εὐτέλεια , εὐερμία , εὐκολία ,
ἕξις κάτω κατεσταλμένας τὰς κόρας ἔχουσα ] . Εὔνοια : εὐμένεια : ἀσπασμός : ἀγάπησις . αʹ Εὔνοια μὲν οὖν
7798461 Ἡδ
' αὖ συναλίαξε τόνδε τὸν στόλον τὸν τᾶν γυναικῶν ; Ἥδ ' ἐγώ . Μύσιδδέ τοι ὅ τι λῇς ποθ
ἀπιστοῦσαν τοῖς βασιλείοισιν ἄγουσι νόμοις καὶ ἐν ἀφροσύνῃ καθελόντες ; Ἥδ ' ἔστ ' ἐκείνη τοὔργον ἡ ' ξειργασμένη :
7798381 Ἀποκρινου
Γλώττης ἄρχε . Σαυτὸν εὖ ποίει . Εὐπροσήγορος γίνου . Ἀποκρίνου ἐν καιρῷ . Πόνει μετὰ δικαίου . Πρᾶττε ἀμετανοήτως
Ἀγαθοὺς τίμα . Ἄκουε τὰ προσήκοντα . Αἰσχύνην φεῦγε . Ἀποκρίνου ἐν καιρῷ . Πρᾶττε ἀμεταμέλητα . Μηδενὶ φθόνει .
7798335 καταστικτοι
θηρίων αἱ ἄρκτοι τίκτουσαι φωλεοῖς ἐπικάθηνται . φωλάδες : αἱ κατάστικτοι . Ἀρέθοισα : κρήνη ἐν Συρακούσαις . φασὶ διὰ
ἄρα : δή . Ἀλωπεκίαι : πανοῦργαι . ποικίλοι : κατάστικτοι . ἴκελα : ὅμοια . Φορβή : γράφεται καὶ
7797151 παρθενιοι
ἔτι παρθένος εἶναι . διὸ καὶ οἱ ἐξ αὐτῶν παῖδες παρθένιοι . ἢ ὅτι λαθραίως ἡ Πιτάνη διεκορεύθη καὶ ἔτεκεν
. εἶσι δὲ οἵδε : προσωδιακοί , ἀποστολικοὶ οἱ καὶ παρθένιοι , εἶσι δὲ καὶ παρὰ βαρβάροις σπουδαῖαι καὶ φαῦλαι
7796973 ἀκμαιος
αὗται κατὰ τὰς ἐννοίας καὶ τὰ λοιπὰ καὶ λαμπρότητος . ἀκμαῖος μὲν οὖν ὁ λόγος οὐκ ἂν εἴη μόνως ,
τῶν ὅλων , ἧς τῶν μερῶν μεταβαλλόντων νεαρὸς ἀεὶ καὶ ἀκμαῖος ὁ σύμπας κόσμος διαμένει . καλὸν δὲ ἀεὶ πᾶν
7796440 ἀλητηρ
τε ὁ ἀλητήρ . οὕτως δὲ καὶ ἐν Ἰθάκῃ καλεῖται ἀλητήρ , ὡς ἱστορεῖ Ἀριστόξενος ἐν πρώτῳ Συγκρίσεων . καὶ
καὶ ἡ παρὰ Ἀρκάσι κίδαρις , παρὰ Σικυωνίοις τε ὁ ἀλητήρ . οὕτως δὲ καὶ ἐν Ἰθάκῃ καλεῖται ἀλητήρ ,
7795535 ἐπιρρεπης
καὶ ἡ νεότης ἡδύ , ἤτοι περὶ ἡδονὰς μᾶλλόν ἐστιν ἐπιρρεπὴς καὶ ἐμπαθῶς διάκειται . Οἱ δὲ μελαγχολικοὶ κατὰ τὴν
μέν , μᾶλλον δὲ προσανανενευκὼς πρὸς τὸ ὕπτιον σχῆμα , ἐπιρρεπὴς πρὸς τὸ ἕτερον ἰσχίον . ἔπειτα γίνεται τὸ κράτημα
7791467 ἐπαναληπτεον
σοι εἰκόνος λογίσαιο τὰ κατὰ φύσιν ἡμῖν συμβαίνοντα . ἀλλὰ ἐπαναληπτέον τὸν λόγον καὶ περὶ τῶν λειπομένων ὧδε ῥητέον χρωμάτων
αὐτοῦ καὶ ἑνὸς καὶ μήτε ὁμωνύμου ὄντος μήτε συνωνύμου . ἐπαναληπτέον οὖν αὖθις τὸν λόγον σαφηνείας πλείονος χάριν , καὶ
7791407 κληιθρα
ἀκούσαθ ' οἷος κέλαδος ἐν δόμοις πίτνει . σὺ παρὰ κλῆιθρα , σοὶ μέλει πομπίμα φάτις δωμάτων : ἔνεπε δ
ἕδρας ἡ Τυνδαρὶς παῖς ἐκπεπόρθμευται χθονός . ὠή , χαλᾶτε κλῆιθρα , λύεθ ' ἱππικὰς φάτνας , ὀπαδοί , κἀκκομίζεθ
7791404 κλαγγαισιν
ἀκμάζοντος τοῦ ἡλίου θερμαινόμενος εὐκίνητός ἐστι καὶ συριγμοῖς προσέχει . κλαγγαῖσιν ] ἤχοις . ἔστι δὲ ποιὰ φωνὴ κυρίως ἐπὶ
κατὰ μέσην ἡμέραν γεγενημέναις . κλαγγαῖσιν ] βοαῖς . Ξ κλαγγαῖσιν ] συριγμοῖσιν . κλαγγαῖσιν ] κραυγαῖς . κλαγγαῖσιν ]
7791390 τἀξευρηματα
καὶ ἡ φροντίς . Ξ τἀξευρήματα ] αἱ μηχαναί . τἀξευρήματα ] τὰ μηχανήματα . θ τἀξευρήματα ] αὐθάδη .
] αἱ μηχαναί . τἀξευρήματα ] τὰ μηχανήματα . θ τἀξευρήματα ] αὐθάδη . Ξ γνῶθι ] νόησον . γνῶθι
7790369 Γελως
. Γυναικὶ μὴ πίστευε , μηδ ' ὅταν θάνῃ . Γέλως Ἰωνικός : ἐπὶ τῶν ἐκλελυμένων : εἰς τοῦτο γὰρ
χρόνον δ ' ἁλίσκεται : ἐπὶ τῶν ἅπαξ δυστυχησάντων . Γέλως Ἰωνικός : ἐπὶ τῶν ἐκλελυμένων : εἰς τοῦτο γὰρ
7789021 ταλαινας
, οὓς σοὶ προδοῦσα καὶ πάτραν ἀφικόμην ; ἢ πρὸς ταλαίνας Πελιάδας ; καλῶς γ ' ἂν οὖν δέξαιντό μ
διαὶ πολυεπεῖς τέχναι θεσπιῳδοὶ φόβον φέρουσιν μαθεῖν . ἰὼ ἰὼ ταλαίνας κακόποτμοι τύχαι : τὸ γὰρ ἐμὸν θροῶ πάθος ἐπεγχέασα
7787852 ἐπιτηρηται
* * ἤτοι τοὺς κατηγοροῦντας εἰς τοὺς θεούς . οἱ ἐπιτηρηταὶ θεοί . . Τὸ οὗτος ἢ πρὸς τὸ Τάνταλος
. ὑπόχειροι . ὁρμῶσι . ὁρμῶνται , πορεύονται . . ἐπιτηρηταὶ , ἡγεμόνες . , ἐπιστάται . . οἱ διὰ
7784957 ἀριζηλη
σάλπιγξ ἄστυ περιπλομένων δηΐων ὕπο θυμοραϊστέων , ὣς τότ ' ἀριζήλη φωνὴ γένετ ' Αἰακίδαο . οἳ δ ' ὡς
εἰρῆσθαι , οἷον τὴν ἁρπακτικὴν τοῦ δρόμου διὰ τάχους . ἀριζήλη οἷον ἀρίζηλος , μεγάλως ἔκδηλος . ἀρηρομένη ἠροτριαμένη .
7784596 ἐδρακεν
οὕνεκ ' ἄρ ' αὐτῷ δῶκε τίσιν θεὸς αἶψα καὶ ἔδρακεν ἐχθρὸν ὅμιλον τειρόμενον κατὰ βένθος . Ἑῷ δ '
ἀμφαγάσαντο : καὶ δ ' αὐτὴ Βρισηίς , ὅτ ' ἔδρακεν υἷ ' Ἀχιλῆος , ἄλλοτε μὲν θυμῷ μέγ '
7783095 ἀπιμελον
, καὶ δὴ καὶ ϲύντονον καὶ διηρθρωμένον καὶ μυῶδεϲ καὶ ἀπίμελον ὅλον τὸ ϲῶμα , καὶ τὸ δέρμα ϲκληρόν τε
καὶ εἰς ἄρνειον δὲ ζωμὸν καὶ εἰς ἐρίφειον μὴ παντάπασιν ἀπίμελον καὶ εἰς δελφάκειον ἐμβάλλων καὶ συνεψῶν τοῖς δυσεντερικοῖς .
7781596 χορευε
ἐμοὶ ἄνακτα ἑκατηβόλον . λείπει δὲ τὸ ἔσο ἢ τὸ χόρευε ἤ τι τοιοῦτον . ἀμφί μοι αὖτε : ἐκ
: πάλλε πόδ ' αἰθέριον : εἰς τὸν αἰθέρα , χόρευε : ἐπιλέγει δὲ Βακχικὰ ἐπιφθέγματα : εὖ ἂν εὖ
7780816 ἀνελπιστοι
ἢ τῇ περιουσίᾳ τοῦ ναυτικοῦ ἰσχύοντες . καὶ νῦν οὔτε ἀνέλπιστοί πω μᾶλλον Πελοποννήσιοι ἐς ἡμᾶς ἐγένοντο , εἴ τε
ὑπολιπόντας „ τὴν ἀρχήν : τῶν Ἑλλήνων δηλονότι . οὔτε ἀνέλπιστοί πω . . . : οὐδὲν μᾶλλον ἀπηλπίκασι Πελοποννήσιοι
7780597 Λεξεις
ἀγῶσιν ἔχει ὁ Ἑρμῆς . . . . ἐρεῖς : Λέξεις . . λέγεις . . συμφορώτατον : Λίαν συμφέρον
, μὰ τοὺς ἐν Μαραθῶνι προκινδυνεύσαντας καὶ τὰ ἑξῆς . Λέξεις δὲ λαμπραί , αἵπερ ἐλέγοντο εἶναι καὶ σεμναί .
7778953 Ἱερος
μυσταγωγίαν κατακρύπτει τῶν θείων δογμάτων . τοιοῦτος γὰρ καὶ ὁ Ἱερὸς σύμπας λόγος καὶ ὁ Φιλόλαος ἐν ταῖς Βάκχαις καὶ
πέρατι πρὸς δυσμαῖς . τὸ ἐθνικὸν Ἰερναῖος ὡς Λερναῖος . Ἱερὸς κόλπος , πλησίον Ἀράδου πόλεως . ὁ οἰκῶν Ἱεροκολπίτης
7776677 μετηλλαγη
καὶ ἥμερα ἐγένοντο , τουτέστιν ἐκ τῆς ὀργῆς μετέβαλε καὶ μετηλλάγη . ἀπὸ δὲ τῶν ἀφύων κυρίως τῷ “ διεγαλήνισεν
φαγεῖν ἐξ αὐτοῦ ; διὰ τοῦτο καὶ ἡμῖν ἡ φύσις μετηλλάγη . νῦν οὖν οὐ δυνήσει ὑπενεγκεῖν , ἐὰν ἀπάρξομαι
7775627 ἐψοφηκεν
λέγεις „ ; „ ἔφη ” ἤδη γὰρ ὁ κώδων ἐψόφηκεν ; ” εἰπόντος δέ „ εὖ σοι εἴη „
δαιμόνων ? [ ] ; τάλαιν ' ἐγώ , τίς ἐψόφηκεν ; ἆρ ' ὁ πάππας ἔρχεται ; ἔπειτα πληγὰς
7775101 Καρις
. Σαρπίς : ὁ σάρπος . Ῥιπίς : ῥιπίδιον . Καρίς : ἢ καριδάριον . Ψάρ : ὄνομα ἔθνους .
τερπνός . Καρκίνος . παρὰ τὸ κάρη κινεῖν συνεχῶς . Καρίς . παρὰ τὸ σκαίρειν , σκαρίς τις οὖσα .
7774722 δοκιμως
' ἔμπης καὶ ταῦτα μαθήσεαι , ὡς τὰ δοκοῦντα χρῆν δοκίμως εἶναι διὰ παντὸς πάντα περῶντα . . . ,
τῶν οἰχομένων ] τῶν φθαρέντων . αἴρω ] φέρω . δοκίμως ] λαμπρῶς . στροφὴ κώλων ιʹ . πρόπασα ]
7773986 ἀρεταων
? τετελεσμένος φύσει [ ἄκριτος ] ἔφυς τὰ διπλᾶ τῶν ἀρετάων , [ νεώτερος ] πανέντιμος [ ] τύχης [
ἀμφεβόησε καὶ ὤμοσε καρτερὸν ὅρκον παντοίης μεθέπεις ὁτ ' ἀμετρήτων ἀρετάων ἀτρεκέως Φαέθοντος ἐράσσατο , τίκτε σε μήτηρ . τούνομά
7772880 καταστροφαι
τὰ μέγιστα . προωιδὸς κώλων ηʹ . ἡμέτερον + νῦν καταστροφαί : τὰ τοιαῦτα εἴδη τῶν χορῶν καλεῖται προωιδικά ,
. τὰ μέγιστα . . . ἡμέτερον : † νῦν καταστροφαί : τὰ τοιαῦτα εἴδη τῶν χορῶν καλεῖται προῳδικά ,
7772394 Ἀτταται
, μᾶλλον ἐπικρούεις σύ γε . Ἔτι μᾶλλο βοῦλις ; Ἀτταταῖ ἰατταταῖ : κακῶς ἀπόλοιο . Σῖγα , κακόδαιμον γέρον
κέκραγας ; Ἐμβαλῶ σοι πάτταλον , ἢν μὴ σιωπᾷς . Ἀτταταῖ ἰατταταῖ . Οὗτος σύ , ποῖ θεῖς ; Εἰς
7772346 φιλοπονει
ἕωϲ πλειάδοϲ ἐπιτολῆϲ . χρῶ τοῖϲ ὀπωδεϲτάτοιϲ καὶ δριμέϲιν καὶ φιλοπόνει καὶ ϲυνουϲίαζε . εἰϲὶ δὲ ἕωϲ πλειάδοϲ ἐπιτολῆϲ ἡμέραι
δεϲπότου ἄκρατον | ἀποδίδωϲι | τὴν χάριν διπλῆν . = φιλοπόνει = ὅταν ποιῶν πονηρὰ | χρηϲτά τιϲ λαλῆι καὶ
7771476 Πονος
ἀγνυμένων : αἳ γάρ ῥα συνωχαδὸν ἀλλήλῃσιν αἰὲν ἐνερρήγνυντο . Πόνος δ ' ἄπρηκτος ὀρώρει : καί ῥ ' οἳ
τὸ ὑγρόν : ἡ δ ' εὐθυμίη ἀφίει καρδίην . Πόνος , τοῖσιν ἄρθροισι καὶ σαρκὶ σῖτος , ὕπνος σπλάγχνοισιν
7770731 πολυτλας
δὲ πόλιν τρωπῶντο λιλαιόμενοι βιότοιο . σμερδαλέον δ ' ἐβόησε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς , οἴμησεν δὲ ἀλεὶς ὥς τ '
οὐδ ' ὑπερήσει . ” ὣς φάτο , γήθησεν δὲ πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς , χαίρων οὕνεχ ' ἑταῖρον ἐνηέα λεῦσς
7767711 κοτωι
. χειμῶνα ] κλύδωνα . ἐλθεῖν ] ἐνταῦθα τὸ δαιμόνων κότωι . τελευτῆσαι ] λῆξαι . δαιμόνων ] τῶν θεῶν
ἔδωκαν ἀθάνατοι ἀνθρώποισι φωναῖς λιγυραῖς ἀεῖσαι : Φοῖβος δέ σε κότωι ἀναιρεῖ , Μοῦσαι δέ σε θρηνέουσιν . † ἐκκορὶ
7765500 κρυβεις
ἐλυσθείς : πεσὼν , κρυφθεὶς , τανυσθεὶς , κυλισθεὶς , κρυβείς : ἐλύω τὸ κρύπτω , ὅθεν ἀλύτη ἡ νύξ
τοῖς παθοῦσιν . παθοῦσιν . παθοῦσι . τοῖς κακοῖς . κρυβείς , ἀφανισθεὶς . ἀφανισθεὶς . παντελῶς . ὁμοῦ .
7765011 ἀγαστα
ἡ φωνή . , . . , . ἀγαστά : ἀγαστά καὶ ἀγαστός ἐρεῖς καὶ ἐπιρρηματικῶς ἀγαστῶς , ὡς Ξενοφῶν
πόλεμον ἀσκήμασι καὶ ταῖς τοῦ πλούτου ἐπιμελείαις , ταῦτα πάντα ἀγαστά μοι δοκεῖ εἶναι . καὶ γὰρ ὅτι ὀρθῶς ἑκάστου
7760327 προσφιλεια
προσφίλεια ] ἀγάπη . προσφίλεια ] κατ ' εἰρωνείαν . προσφίλεια ] σχέσις , οἰκείωσις . θ προσφίλεια ] ἤγουν
. προσφίλεια ] οἰκείωσις : ἀπὸ τοῦ προσφιλὴς προσφίλεια . προσφίλεια ] ἡ φιλία , ἡ οἰκείωσις . προσφίλεια ]
7757433 ΑΥΤΕ
ἔσχον τιμὴν βασιλικὴν , ἤγουν βασιλεῦσι πρέπουσαν . . ΔΕΥΤΕΡΟΝ ΑΥΤΕ ΓΕΝΟΣ . Ὁ μὲν Ὀρφεὺς τοῦ ἀργυροῦ γένους βασιλεύειν
καὶ καταστεῖλαι τὸ θυμοειδὲς αὐτῶν . . ΠΑΥΡΟΙ Δ ' ΑΥΤΕ ΜΕΤΕΙΚΑΔΑ ΜΗΝΟΣ ΑΡΙΣΤΗΝ . Τὴν καʹ οἱ Ἀθηναῖοι μετεικάδα
7755509 εἰρερον
, , , . . Σ . εἴρερον εἰσανάγουσι . εἴρερον ἅπαξ εἰρημένον . . . . . , .
δέ τ ' ὄπισθε κόπτοντες δούρεσσι μετάφρενον ἠδὲ καὶ ὤμους εἴρερον εἰσανάγουσι , πόνον τ ' ἐχέμεν καὶ ὀϊζύν :
7753991 Ἰατταταιαξ
τῶν προειρημένων δῆθεν οἰκετῶν ἀποδυρόμενος πρὸς τὸν ἕτερον . ΓΘ Ἰατταταιάξ : σχετλιαστικόν ἐστι τὸ ἐπίρρημα . παρεπιγραφὴ δὲ λέγεται
κρείττονα ὀδυνηροῦ βίου τὸν καθ ' ἡδονὴν θάνατον ἡγησάμενος . Ἰατταταιάξ , τίς ἦν ἡ χθὲς ἡμέρα ; ἢ τίς
7751888 Ἀμαθια
βέλτιον αἱρεῖσθαι , μηδὲ σφαλέντας μεταμέλειαν ἔχειν τοῦ γνωσθέντος . Ἀμαθία γὰρ οὐκ ἐπαινεῖται , διότι καὶ σφάλλεται : εὐβουλία
ἂν λανθάνοι . Τί δὴ τοῦτο φράζεις τὰ νῦν ; Ἀμαθία τις μάλα χαλεπή , δοκοῦσα εἶναι μεγίστη φρόνησις .
7751558 περιειμι
παρόντας ἡμᾶς . Ἄριστον γοῦν ἄγρυπνον αὐτὸν φυλάττειν : ἅπασαν περίειμι διαναστὰς ἐν κύκλῳ τὴν οἰκίαν . τίς οὗτος ;
ἐπίκειμ ' ὡσεὶ μέγα χρῆμά τι πράσσων , εἰ θνητῶν περίειμι πολυφθερέων ἀνθρώπων ; . . [ , . ]

Back