, τοῖς ταχινοῖς οἰωνοῖς , δηλονότι τοῖς ταχέσιν ὀρνέοις , δύσβατος οὖσα : διὰ τοῦτο καὶ οἱ ἄνδρες ἐπιδοξάζουσιν αὐτὴν | ||
ᾧ τὰ ἄπληκτα ἐν τοῖς τοιούτοις ποταμοῖς καθίστασθαι , εἴπερ δύσβατος εὑρεθείη ἐν οἱῳδήποτε μέρει τῆς τοῦ τοιούτου ποταμοῦ ὄχθης |
προείλετο πρὸς γάμον συμπραττόντων ἐκείνων . οὕτω δ ' ἐστὶ πετρώδης ἡ νῆσος ὥστε ὑπὸ τῆς Γοργόνος τοῦτο παθεῖν αὐτήν | ||
καὶ ἡδεῖα οὐδὲν ἀντίτυπον ἢ δύσβατον ἔχουσα , ἡ δὲ πετρώδης καὶ τραχεῖα πολὺν ἥλιον καὶ δίψος καὶ κάματον προφαίνουσα |
καὶ ἡσυχίας : περιγράφει δ ' αὐτοῦ τὸ μέγεθος ᾐὼν βαθεῖα καὶ μαλθακή . Τὰ δ ' ὑπὲρ τῆς θαλάσσης | ||
, καὶ ἡ στρωμνὴ μήτε ὀλίγη μήτε σκληρά μήτε οὖν βαθεῖα πάλιν ἢ ὑπὲρ τὸ δέον μαλακή : πρὸς γὰρ |
ἐδόκει γὰρ ἡ Μηδικὴ χώρα , πεδιάς τε οὖσα καὶ κάθυγρος , εὔφορος εἶναι εἰς τὰς τῶν κτηνῶν τροφάς . | ||
ὄνομα λίμνης Θρᾳκικῆς , ἥτις ὑλώδης καὶ τελματώδης οὖσα καὶ κάθυγρος δόνακας πολλοὺς ἀναδίδωσιν , ἤτοι βούτομα καὶ πάπυρα , |
ἐπιστέγην ἕως τῶν ἐπ ' αὐτῷ δοκῶν , ὅπως ᾖ περίδρομος ἔγκυκλος . Ἐξῇρε δ ' ἐκ μέσης τῆς στέγης | ||
εἶναι τὴν γῆν . . διαπρὸ ] διόλου . . περίδρομος ] στρογγύλη . . διαπρὸ περίδρομος : οὐ περὶ |
ἀτριβής , ἀπρόσμικτος ἀπροσπέλαστος , δύσξενος , δύσβατος δύσπορος , ἀνάντης , ἄγροικος , χαράδρα , φάραγξ , θηρίων μᾶλλον | ||
σπονδύλου καὶ αὐτῆς τῆς κεφαλῆς : ἡ δὲ πυρηνοειδὴς ἀπόφυσις ἀνάντης μέν ἐστιν , ἀπὸ δὲ τῶν προσθίων ἀρχομένη μερῶν |
ἐρατεινήν : Μειλιχίη δέ τοι αἰὲν ἐπ ' ὀφρύσι νεῦσε γαλήνη παίδεσιν ἠδὲ τοκεῦσιν , ἐπὶ φρεσὶν ἠδὲ νόοιο , | ||
στησόμεθα : δώσω δὲ ἐγὼ τοῦ χοροῦ τὸ σύνθημα . γαλήνη μὲν ἔχει τοὺς ἀρχομένους ἅπαντας , καθάπερ ἐκ τρικυμίας |
ἐμῆς πατρίδος , τουτέστι τῶν Θηβῶν μήτηρ ἡ Μετώπη ἡ εὐανθής , ἤγουν ἡ φαιδρά , ἡ τῆς Στυμφαλίδος θυγάτηρ | ||
ὑγρά , περιρρέουσα , στιλπνή στίλβουσα , εὔχρως , ἀνθοῦσα εὐανθής πολυανθής , ποικίλη παμποίκιλος πολύμορφος , πορφυρᾶ , ἁλουργίς |
ἐφεξῆς δ ' ἐστὶν αἰγιαλὸς λιθώδης , καὶ μετὰ τοῦτον τραχεῖα καὶ δυσπαράπλευστος ὅσον χιλίων σταδίων παραλία σπάνει λιμένων καὶ | ||
καὶ ὄργανον μὲν τῆς φυσικῆς δυνάμεως ὁ πνεύμων , ἡ τραχεῖα ἀρτηρία , ὑπερῴα , ὄργανα δὲ τῆς διαλέκτου χείλη |
μήτε χλιαρὰ μήτε πικρὰ , ἀλλ ' ἡδίστη . Ἀγέλαστος πέτρα : ἐπὶ τῶν λύπης προξένων ἡ παροιμία : ἐπ | ||
τῶν κρημνῶν ῥίψαντες σφᾶς ἀπέθανον . εἴχετό τε Ἀλεξάνδρῳ ἡ πέτρα ἡ τῷ Ἡρακλεῖ ἄπορος γενομένη καὶ ἔθυεν ἐπ ' |
δὲ παρώνυμον τοῦ ἄση , ὡς φήμη φῆμις , ἄση ἄσις . οὕτως Ἡρωδιανός . τὸ δὲ ἄση γέγονε παρὰ | ||
οἱ Δρύοπες οἱ τὴν Ἀσίνην κατοικοῦντες . . . . ἄσις : ἡ ἀκαθαρσία : ἔστι δὲ παρώνυμον τοῦ ἄση |
τῆς ἠπείρου ὡς ἐπὶ τὴν πόλιν . ἔστι δὲ πορθμὸς τεναγώδης τὸ χωρίον καὶ τὰ μὲν πρὸς τῇ ἠπείρῳ τῆς | ||
Εἶτ ' αἰγιαλός τις Σαλμυδησσὸς λεγόμενος ἐφ ' ἑπτακόσια στάδια τεναγώδης ἄγαν καὶ δυσπρόσορμος ἀλίμενός τε παντελῶς παρατέταται , ταῖς |
ἡ χώρη ἐκείνη ἑλώδης ἐστὶ καὶ θερμὴ καὶ ὑδατεινὴ καὶ δασεῖα : ὄμβροι τε αὐτόθι γίγνονται πᾶσαν ὥρην πολλοί τε | ||
τῇ νήσῳ Λευκή , περίπλους δὲ αὐτῇ σταδίων εἴκοσι , δασεῖα δὲ ὕλῃ πᾶσα καὶ πλήρης ζῴων ἀγρίων καὶ ἡμέρων |
σταθμὸν ἐποιοῦντο : τό τε γὰρ χωρίον ἀπόρρυτον ἑκατέρωθεν , φάραγξ βαθεῖα καὶ σύσκιος , καὶ διὰ μέσου ποταμὸς οὐ | ||
ἡ εὐλογημένη καὶ πᾶσα πλήρης δένδρων , αὐτὴ δὲ ἡ φάραγξ κεκατηραμένη ἐστίν ; γῆ κατάρατος τοῖς κεκατηραμένοις ἐστὶν μέχρι |
ἐστιν τόπῳ ἡ ΓΔΕΖ εὐθεῖα φερέσθω κατὰ τῆς ΑΔΒ εὐθείας ἑλκομένη διὰ τοῦ Ε ση - μείου οὕτως ὥστε διὰ | ||
† , † ἠδὲ κατὰ πρώειραν ἔσω ἁλὸς ὁσσάτιόν περ ἑλκομένη χείρεσσιν ἐπιδραμέεσθαι ἔμελλεν , αἰεὶ δὲ προτέρω χθαμαλώτερον ἐξελάχαινον |
ἄρτον πάππαν με καλοῦσαι , ἔνδον δ ' ἀργυρίου μηδὲ ψακὰς ᾖ πάνυ πάμπαν . Ἢν δ ' ἐγὼ εὖ | ||
λαμπρὸς τῆς νοτίου Χηλῆς ἑῷος δύνει . Αἰγυπτίοις ἀργεστὴς καὶ ψακὰς ἢ νότος , βροντή . θʹ . ὡρῶν ιδ |
εἰς τὸ πηδάλιον καὶ ἐν τῇ θαλάσσῃ καθῆκεν καὶ ἔμεινε συρομένη ἐν αὐτῇ καὶ διὰ τοῦτο ἐκλήθη Σαρωνικὸν τὸ πέλαγος | ||
δύσιν κατὰ τοῦ Ἀδριατικοῦ ἐστι πελάγους , ἥ τε Σαρωνικὴ συρομένη ἐστὶ πρὸς ἀνατολάς . Καὶ ταύτην τὴν Κορινθίαν Σαρωνίδα |
ἀναζευγνύοντι δ ' αὐτῷ καὶ ἀναχωροῦντι ποταμὸς ἦν ἐν μέσῳ δύσπορός τε καὶ ἰλυώδης , καὶ παρ ' αὐτὸν ἐνήδρευον | ||
ἀναζευγνύοντι δ ' αὐτῷ καὶ ἀναχωροῦντι ποταμὸς ἦν ἐν μέσῳ δύσπορός τε καὶ ἰλυώδης , καὶ παρ ' αὐτὸν ἐνήδρευον |
ὅτι μέγα ἐστίν . Ἰσθμός . θάλασσαν ἔχων ἑκατέρωθεν , βάσιμος . ἴσθμια δὲ τὰ βήματα . Ἴφια μῆλα . | ||
πέτρα δὲ κατὰ μέσην ἀνατείνει τοῖς πτηνοῖς [ μόνοις ] βάσιμος : ἐν κύκλῳ δὲ ὕλη δασεῖα καὶ πυκνὴ τοὺς |
ἀυτῆς , ἐσσυμένως μάλα πᾶσαν ἀνεπλήμμυρε θάλασσαν ὅσση ἀπ ' Εὐξείνοιο κατέρχεται Ἑλλήσποντον , καί μιν ἐπ ' ἠιόνας Τροίης | ||
πρὸς ἀντολίην βορέην ἐπικέκλιται ἰσθμός , ἰσθμὸς Κασπίης τε καὶ Εὐξείνοιο θαλάσσης . τῷ δ ' ἐνὶ ναιετάουσιν ἑωθινὸν ἔθνος |
εἵνεκα φῶς ἔλαχε καὶ τιμὴν ἡ νὺξ αὕτη , ἔστι ἱρὸς περὶ αὐτοῦ λόγος λεγόμενος . Ἐς δὲ Ἡλίου τε | ||
ἐστι ἐν εἰρινέοισι εἵμασι θαφθῆναι . Ἔστι δὲ περὶ αὐτῶν ἱρὸς λόγος λεγόμενος . Καὶ τάδε ἄλλα Αἰγυπτίοισί ἐστι ἐξευρημένα |
μισητὸς , καιρὸς , θανατηφόρος . ἕρπει : ἀκολουθεῖ , σύρεται , διατρέχει , ἐπιγίνεται : ἕρπει ἐπὶ τῶν βραδέως | ||
μὲν ἔθνη τὴν Ἰταλίαν κατοικεῖ . Ἐκεῖθεν δὲ πρὸς ἀνατολὰς σύρεται ἢ τὴν θάλασσαν ἐπερεύγεται ὁ Ἀδρίας κόλπος , τοὺς |
κλῆμα βότρυος ἔχον : ὀφροκόρινθος ὄνομα τόπου : ὀφρυόεσσα , ὀρεινὴ , ἔνδοξος . ὀχμάζει λαμβάνει : κατὰ δὲ τὸ | ||
μετὰ δὲ ταῦτα τῶν βαρβάρων ἀντιφθεγξαμένων συνήχησε μὲν ἡ σύνεγγυς ὀρεινὴ πᾶσα , τὸ δὲ μέγεθος τῆς βοῆς ὑπερῆρε τὴν |
. ὁ δὲ τόπος ὁ Φελεὺς ἦν ⌈ πετρώδης [ λιθώδης ] καὶ τραχύς ⌈ πάνυ : ⌈ καλοῦσι δὲ | ||
μήτραν , ὁπότε παρακολουθεῖ πρόδηλος ὄγκος περὶ τὸ ἐπιγάστριον ἀπηνὴς λιθώδης μετὰ κατασπασμοῦ τῶν ὑπερκειμένων ὑποχονδρίων καὶ ἰσχνώσεως ἀχροίας τε |
πᾶσα μέχρι Τυρρηνίας ἐκ Μονοίκου λιμένος προσεχής τέ ἐστι καὶ ἀλίμενος πλὴν βραχέων ὅρμων καὶ ἀγκυροβολίων . ὑπέρκεινται δὲ οἱ | ||
τοῦ ΩΠΟΣ , οἷον στενωπός : πυθμένος ἀπύθμενος , λιμένος ἀλίμενος , μηνός δίμηνος τρίμηνος , πατρός Ἀντίπατρος , χάριτος |
ἐστιν ἡ κλίνη , εὐνὴ δὲ ἡ ἐπ ' αὐτῆς στρωμνή . λαβεῖν καὶ δέξασθαι διαφέρει . λαβεῖν μὲν γάρ | ||
γάρ ἐστιν ἡ κλίνη , εὐνὴ δὲ ἡ ἐπὶ ταύτης στρωμνή . φησὶ γοῦν Πηνελόπη ἔνθα οἱ ἐκθεῖσαι πυκνὸν λέχος |
τῷ πάντα περιφραδέως ἐμέμικτο , Δήμητρος μὲν πρῶτα φερέσβιος ἀλφίτου ἀκτή , αἷμα δ ' ἐπὶ ταύροιο , θαλάσσης θ | ||
δ ' αἶψα ταμόντες , ὅθ ' ἀκροτάτη πρόεχ ' ἀκτή , θάπτομεν ἀχνύμενοι , θαλερὸν κατὰ δάκρυ χέοντες . |
Ἀλφειοῦ ἀπιέναι . ἐν δὲ τῇ Λευκάδι ἄκρα μέν ἐστιν ὑψηλή , νεὼς δὲ Ἀπόλλωνι ἵδρυται , καὶ Ἄκτιόν γε | ||
ἑξῆς οὕτως : ἔστι δέ τις ἐν τῇ Προποντίδι νῆσος ὑψηλή , ἀπέχουσα βραχὺ τῆς Φρυγίας κατὰ τὸ ῥεῦμα τοῦ |
οὐ κάρτος ἔχει : τοῖός μιν ἀθέσφατος ὄχλος αἰόλος ἀμφιέπει δυσπαίπαλος ἑρπηστήρων . δὴ τότε δὴ βαρύθων ἔστη κρατερῆς ὑπ | ||
ἁπαλή τε : τάχ ' αἰγὸς ἂν ἀντιφερίζοι τρηχυτάτῃ χαίτῃ δυσπαίπαλος , οὐκ ὀΐεσσι . Τοίην που καὶ σοῦβος ἔχει |
, παρὰ τὸ μὴ λάω ἢ τὸ οὐ βλέπω . λάβρος : ἀπὸ τοῦ λίαν καὶ τοῦ βορός . Ὑπέροπλοι | ||
Ἐνιπέως Λευκωσία ῥιφεῖσα τὴν ἐπώνυμον πέτραν ὀχήσει δαρόν , ἔνθα λάβρος Ἲς γείτων θ ' ὁ Λᾶρις ἐξερεύγονται ποτά . |
δὲ ἄλλοις πολλὴν ἀσφάλειαν προαγορεύει . ἀγορὰ ἐσπαρμένη παντὶ δήπουθεν ἄβατος γίνεται , ὅ τι ἂν ᾖ τὸ ἐν αὐτῇ | ||
ἐκ Πειραιῶς εἰς Ζωστῆρα καὶ Σούνιον φερούσῃ . ἀντὶ τοῦ ἄβατος καὶ ἄστατος . . ἀΐδρυτος ἀβάτοισιν : Οἷον ἀκάνθαις |
γείτονα πόντου , τὴν αὐτὴν ἐπὶ νύσσαν ἔχει στροφάλιγγα κελεύθου ἄβροχος ἀστυφέλικτον ἑλισσομένη περὶ κέντρον . ἀλλὰ παλαιγενέων ἐγκύμονα βίβλον | ||
ὄμβρος τοὺς καρποὺς ἐπέκλυσεν , ἢ αὐχμὸς ἐνέσκηψεν , ἢ ἄβροχος ἡ γῆ διέμεινεν , ἢ ἐδίψησαν οἱ καρποί , |
ἀπ ' οὔρεος Ἀρμενίοιο . τοῦ δὲ πρὸς ἀντολίην βορέην ἐπικέκλιται ἰσθμός , ἰσθμὸς Κασπίης τε καὶ Εὐξείνοιο θαλάσσης . | ||
νῆις ἐὼν ἑτάροις ἅμα νήισινΑἶα δὲ Κολχίς Πόντου καὶ γαίης ἐπικέκλιται ἐσχατιῇσιν ; ” Ὧς φάτο : τὸν δ ' |
εὐστομίᾳ λειπόμενον , εὐδιοίκητον , πεπτικόν . σάρδα ἡ πηλαμὺς ἐπιμήκης , ὠκεάνιος , εὔστομος , δριμύτητι κυβίου προφέρουσα , | ||
πρόσεστιν ἀκανθώδης , ἐχίνῳ θαλασσίῳ ἐμφερής , πλὴν ἐλάττων , ἐπιμήκης : ἄνθη πορφυρᾶ , ἐν οἷς τὸ σπέρμα ὡς |
τὸν Ἀκροκόρινθον ναός ἐστιν Ἀφροδίτης : ἀγάλματα δὲ αὐτή τε ὡπλισμένη καὶ Ἥλιος καὶ Ἔρως ἔχων τόξον . τὴν δὲ | ||
καὶ ὅτι πολλὴ στρατιὰ καὶ αὐτὴ τεταγμένη τε καὶ ἀκριβῶς ὡπλισμένη ἐκβαίνουσιν αὐτοῖς ἐπιθήσεσθαι ἔμελλεν : οἵ τε ἵπποι οὐκ |
, καὶ τροπῇ τοῦ α εἰς υ , ὡς βάθος βύθος , . . , . Βύνη : ἡ Λευκοθέα | ||
αἰγιαιλοὶ παρὰ τὸ κρύος κύειν : ψυχροὶ γὰρ ἤπερ ὁ βύθος . κρόκαι δὲ Μινυῶν οὕτω σύντασσε : ὅντινα ναὸν |
ἔχουσι , πέλαγος . Ἐπέδραμον : ἐπιτρέχουσιν . αἰγιαλοῖσι : αἰγιαλὸς παρὰ τὸ αἶα ἡ γῆ καὶ τὸ γείτων καὶ | ||
* κρόκῃσι κρόκαις , αἰγιαλοῖς . κρόκη δὲ λέγεται ὁ αἰγιαλὸς ἀπὸ τοῦ κείρω τὸ κόπτω κερόκη καὶ κρόκη , |
τε ] ὑπερμήκεα ἐόντα , διὰ μέσου τε αὐτῶν αὐλῶνα στεινὸν πυνθανόμενος εἶναι , δι ' οὗ ῥέει ὁ Πηνειός | ||
πρότερον ἢ ἐπράχθη τὸ ἔργον : ἦ τότ ' ἀμειψάμενος στεινὸν πόρον Ἑλλησπόντου † αὐδήσει Γαλατῶν ὀλοὸς στρατός , οἵ |
ῥοθίοις μελαινόμενον καὶ σφοδρὰ κύματα ἔχοντα . ἔστι δέ τις αἰπεῖα : Προποντίς ἐστι τὸ μετὰ τὸν Ἑλλήσποντον πέλαγος , | ||
„ . τοπικῶς δὲ ” ἔστι δέ τις προπάροιθε πόλιος αἰπεῖα Κολωνή ” . . . . . . Χ |
ἀναφυσηθῆναι συμβῇ πᾶσαν τὴν ἄσφαλτον : ὁ δὲ πλησίον τόπος ἔμπυρος ὢν καὶ δυσώδης ποιεῖ τὰ σώματα τῶν περιοικούντων ἐπίνοσα | ||
. Καὶ ἐν αὐτοῖς μὲν τοῖς τόποις καὶ τοῖς συνεχέσιν ἔμπυρος ἡ πνοὴ γίνεται , πορρωτέρω δὲ προϊοῦσιν οὐχ ὁμοίως |
[ ἡ μὲν ] πρὸς αὐτὸν τὸν πάγον ἀνατρέχει καὶ ἐπισκιάζει τὴν πέτραν : καὶ ἐκείνη μὲν ὑπολανθάνει , ὁρᾶται | ||
, πολλὴ δὲ σμίλαξ πρὸς αὐτὸν τὸν πάγον ἀνατρέχει καὶ ἐπισκιάζει τὴν πέτραν : καὶ ἐκείνη μὲν ὑπολανθάνει , ὁρᾶται |
. ἦν δὲ καὶ τῶν περὶ Ὄλυνθον πόλεων ὁμώνυμος αὐτῇ Σκῶλος . εἴρηται δ ' ὅτι Παρασώπιοι καὶ κώμη τις | ||
: ῥεῖ δὲ καὶ ποταμὸς δι ' αὐτῆς Σχοινοῦς . Σκῶλος δ ' ἐστὶ κώμη τῆς Παρασωπίας ὑπὸ τῷ Κιθαιρῶνι |
αὐτὰ ὑγρότης καὶ ὄλισθος καὶ τὸ σχῆμα τῆς μήτρας , πληρουμένη γὰρ σφαιροποιεῖται , σχῆμα δὲ ἡ σφαῖρα εἰς πᾶσαν | ||
πέρατι ὁμοίως ὑπὸ Κρόνου ὁραθεῖσα ἄχρονα ποιεῖ : Σελήνη δύνουσα πληρουμένη μὲν Ἄρεως ὡροσκοποῦντος , μειουμένη δὲ Κρόνου , ἄχρονα |
νοεῖται , ἀνάντης μὲν τοῖς ἀνιοῦσι δι ' αὐτῆς , κατάντης δὲ τοῖς κατιοῦσιν , οὕτως ἡ αὐτὴ δύναμις κατ | ||
ἀλλήλοις ἀφίκωνται , δέχεταί τις ἀμφοτέρους χώρα κοινὴ κοίλη καὶ κατάντης . καὶ κύκλος μὲν ἀκριβής ἐστιν αὐτῆς τὸ ἄνω |
τοῦ Πάδου καὶ τῶν Ἄλπεων . τὸ ἐθνικὸν Ἀχερραῖος . Ἀχέρων , Ἀχέροντος , Ἀχερούσιος Ἀχερουσία Ἀχερούσιον . ἔστι καὶ | ||
κατέσχον , ὡς Ἔφορος ἱστορεῖ . παραρρεῖ δὲ αὐτὴν ὁ Ἀχέρων ποταμός . Ἀχέρων δὲ παρὰ τὰ ἄχεα εἴρηται . |
τευθίς : αὕτη δὲ καριδοῖ τὸ σῶμα καμπύλη τ ' ἄγκυρά τέ ἐστιν ἄντικρυς τοῦ σώματος φησί που Ἀναξανδρίδης : | ||
τοῦ πράγματος . Ἱερὰ ἄγκυρα : ἡ μεγάλη βοήθεια . ἄγκυρά ἐστιν ἐν τῇ νηῒ ἱερὰ καλουμένη , καὶ ὅτε |
, καταβολή , ἐκβολή . βίαιος ὄμβρος , πολύς , ῥόθιος , ἐλαυνόμενος , ἐπειγόμενος , πυκνός , συνεχής , | ||
τοῖς ὀδοῦσιν , ἀνοίγων , ἀναρρηγνύς , ῥύμῃ ἐπιών , ῥόθιος συμπροσχωρῶν , βίαιος τὴν ὁρμήν , δυσνίκητος , δυσκαταγώνιστος |
χεῖται . σύμβολον οὖν εἰκότως μείζονος φύσεως γέγονε , ἣ ταθεῖσα καὶ κεχυμένη καὶ φθάσασα πάντῃ πλήρης ὅλη δι ' | ||
ἄξονες ἠχήν : τετρίγει δὲ κάλων ξυνοχή , καὶ πᾶσα ταθεῖσα λιγνὺν αἰθαλόεσσαν ἕλιξ ἀνεκήκιε σειρή . πολλὴ δ ' |
ἕλειον ] Βόλβη ὄνομα λίμνης Θρᾳκικῆς , ἥτις ὑλώδης καὶ τελματώδης οὖσα καὶ κάθυγρος δόνακας πολλοὺς ἀναδίδωσιν , ἤτοι βούτομα | ||
ἐν αὐχμῷ μὴ σφόδρα καταῤῥήγνυτο , μήτε ὄμβρων ῥαγδαίων κατενεχθέντων τελματώδης εἴη , ἀλλ ' ἐκδέχοιτο εἰς τὴν λαγόνα πᾶν |
ἀέρα πολὺ διαφέρει τῶν ἄλλων . Ἡ δὲ τῶν Λατίνων ἔφυδρος πᾶσα : καὶ ἡ μὲν πεδεινὴ δάφνην ἔχει καὶ | ||
: οὐ γὰρ ἐφολκίῳ ἐχρῶντο τότε . ἐφράσθην ἐνόησας . ἔφυδρος ὕδωρ ἐπάγων . Ἐφύρους : “ τὼ μὲν ἂρ |
αἰὲν ἄμορφος ὑπέστρωται καὶ ἀειδής , ἀμφικνεφὴς ῥυπόων εἰδωλοχαρὴς ἀνόητος κρημνώδης σκολιὸς πηρὸν βάθος αἰὲν ἑλίσσων , αἰεὶ νυμφεύων ἀφανὲς | ||
ἧς ἄνθρωπος οὐκ ἐδύνατο ὁδεῦσαι : ἦν δὲ ὁ τόπος κρημνώδης καὶ ἀπερρηγὼς ἀπὸ τῶν ὑδάτων . διαβὰς οὖν τὸν |
γὰρ ἀργὸς ψυχροτέρα καὶ παχύτερον ἔχει τὸν ἀέρα διὰ τὸ ὑλώδης εἶναι καὶ μήτε τὸν ἥλιον ὁμοίως διϊκνεῖσθαι μήτε τὰ | ||
πᾶσα ὀρεινὴ τοιαύτας ἐπιτηδειότητας ἔχει πολλὰς εὔυδρός τε οὖσα καὶ ὑλώδης καὶ ἀποτόμοις φά - ραγξι καὶ κρημνοῖς διειλημμένη πολλαχόθεν |
οἵ εἰσιν Ἀθηναῖοι . Ὁ γὰρ αὐτὸς καὶ Ἰόνιος καὶ Ἀδρίας . Τοῦ δὲ Ἴωνος υἱὸς Ἀδρίας , ἀφ ' | ||
ἔνθα ὁ Τυρρηνὸς Ἀδρίᾳ συμβάλλων δεινὴν ἐργάζεται τὴν Χάρυβδιν . Ἀδρίας δὲ καὶ Σένων ὀνόματα ποταμῶν ῥεόντων εἰς τὸν Ἰόνιον |
, Διὸς μεγάλοιο τιθήνη , πολλή τε λιπαρή τε καὶ εὔβοτος , ἧς ὕπερ Ἴδη , Ἴδη , καλλικόμοισιν ὑπαὶ | ||
νομή νομεῖς , νέμειν κατανέμειν ἐπινέμειν . μηλόβοτος γῆ , εὔβοτος καὶ εὔνομος καὶ εὔχιλος , καὶ εὔχορτα πεδία , |
τοὺς καλάμους . εὐρῶτι παλύνεται : εὐρὼς κυρίως ἡ πρασινώδης ὁμίχλη . ἐπάξα : τὸ βʹ πρόσωπον τοῦ μέσου ἀορίστου | ||
θαλάσσης πόρον ἀπέκλειον . ἐφέρετο δὲ πολλὴ μὲν ὑπὲρ αὐτῶν ὁμίχλη πολὺς δὲ πάταγος , ἦν δὲ ἀδύνατον καὶ τοῖς |
ζωμοῦ δ ' ἔρρει παρὰ τὰς κλίνας ποταμὸς κρέα θερμὰ κυλίνδων , ὑποτριμματίων δ ' ὀχετοὶ τούτων τοῖς βουλομένοισι παρῆσαν | ||
φύγον ἔνδοθι νηῶν , ὅσσους Εὐρύπυλος μέγ ' ἐπῴχετο πῆμα κυλίνδων . Παῦροι δ ' ἀμφ ' Αἴαντα καὶ Ἀτρέος |
ἡνίκα . καὶ ἀντὶ τοῦ ὄφρα . ὕλη : ὁ σύνδενδρος τόπος . τὰ ξύλα . καὶ ὄνομα πόλεως . | ||
ἢ ὥς τινες ἀπὸ τοῦ μὴ μαραίνεσθαι τὸν τόπον , σύνδενδρος γάρ . οὕτως Ὦρος , . . Ἀμαστρίς : |
' ἀείρει βαιὴν μὲν κεφαλήν , πολλὴν δὲ τανύτριχα δειρὴν κυανέην : κείνῃσι πολὺ πτερόν : οὐ μὲν ὕπερθεν ἠέρος | ||
γαιάων , ἀλλ ' οὐρανὸς ἠδὲ θάλασσα , δὴ τότε κυανέην νεφέλην ἔστησε Κρονίων νηὸς ὕπερ γλαφυρῆς , ἤχλυσε δὲ |
ἕπεται νεφέλη . Περὶ γὰρ τοὺς τόπους τούτους ὅ τε λὶψ ἀμφότερα ταχέως ποιεῖ πνέων ἀπὸ τοιαύτης ἀρχῆς , ὅ | ||
νὶψ νιβός : ἔστιν δὲ ὄνομα κρήνης . οὕτως καὶ λὶψ διὰ τοῦ Ι . ὁ δὲ ἄνεμος λέγεται καθὰ |
, ἀργὴν τὴν ὁμιλίαν καὶ ἄναρθρον ποιεῖ : ἡ δὲ στενὴ καὶ μικρά , ἐπερείδεσθαι πρὸς τοὺς ὀδόντας μὴ σώζουσα | ||
ὑπὲρ τῆς γῆς . κατὰ τοῦτο ἥ τε ὁδὸς μάλιστα στενὴ γίνεται καὶ τὸ μνῆμα Ἀρηιθόου λέγουσιν εἶναι , Κορυνήτου |
καὶ ὁ ἀκούων , ἦ μάλα δή τινα Κύπρις Ἀχαιϊάδων ἀνιεῖσα Τρωσὶν ἅμ ' ἑσπέσθαι , τοὺς νῦν ἔκπαγλ ' | ||
ἐκεῖθεν ἱερὸς χῶρος ὕλῃ βαθείᾳ συνηρεφὴς καὶ πέτρα κοίλη πηγὰς ἀνιεῖσα , ἐλέγετο δὲ Πανὸς εἶναι τὸ νάπος , καὶ |
ἡ μεγάλη ἐν Αἰγύπτῳ . τρίτη ἐν Αἰθιοπίᾳ τῇ Ἐρυθρᾷ παρακειμένη . τὸ ἐθνικὸν Ἀπολλωνοπολίτης . Ἄπρος , θηλυκόν , | ||
ἔτι τῷ πολέμῳ ” . Ὦφθις , πόλις Λιβύης Αἰγύπτῳ παρακειμένη . ὁ πολίτης Ὠφθίτης , διὰ τὴν εἰς ιτης |
. Ἐκ Θώνιδος δὲ πλοῦς εἰς Φάρον νῆσον ἔρημον 〚 εὐλίμενος δὲ καὶ ἄνυδρος 〛 στάδια ρνʹ . Ἐν δὲ | ||
κατὰ τοὺς κρυμοὺς ὥστε πεζεύεσθαι . ἅπας δ ' ἐστὶν εὐλίμενος ὁ στενωπὸς οὗτος . Ὑπέρκειται δὲ τῆς Κοροκονδάμης εὐμεγέθης |
πολὺς ὠκεανός : τρεῖς γὰρ κόλπους μεγάλα κύματα ἔχοντας συστρέφων ἐρεύγεται ἢ ἀποτίκτει ἐξ ἑαυτοῦ ἔσωθεν βάλλων εἰς τὴν ἤπειρον | ||
' ἀμφαδὸν ἄμμιγα παύροις Πόντον ἐς Ἄξεινον κυρτὴν ὑπ ' ἐρεύγεται ἄκρην . καί νύ κε δηθύνοντες Ἀμαζονίδεσσιν ἔμειξαν ὑσμίνην |
. ποῖ δὴ οὖν βαδιστέον ; χαλεπῶς γὰρ καὶ λάβρως ἐπαιγίζων ὁ βορρᾶς δίεισί μου τῶν πλευρῶν ὥσπερ βέλος . | ||
δ ' ὅτε κινήσῃ Ζέφυρος βαθὺ λήιον ἐλθών , λάβρος ἐπαιγίζων , ἐπί τ ' ἠμύει ἀσταχύεσσιν : ἡ διπλῆ |
τε καὶ Ἴμβρου παιπαλοέσσης ἔνθορε μείλανι πόντῳ : ἐπεστονάχησε δὲ λίμνη . ἣ δὲ μολυβδαίνῃ ἰκέλη ἐς βυσσὸν ὄρουσεν , | ||
ἡ λίμνη οὐκ ἔχειν εἴσπλουν ἐστὶ φαίνουσα . Ἡ δὲ λίμνη αὕτη ἐστὶ μεγάλη , τὸ περίμετρον ἔχουσα ὡς σταδίων |
σὰρξ κύκλῳ φλογώδης ἰσχυρῶς καὶ μέλαινα τῇ χροιᾷ γίνεται καὶ στίλβουσα παραπλησίως ἀσφάλτῳ καὶ πίσσῃ : τοιαύτη δ ' ἐστὶν | ||
ἀσπὶς τὸν σοφὸν Δημήτριον ἰὸν ἔχουσα πολὺν ἄσμηκτον , οὐ στίλβουσα φῶς ἀπ ' ὀμμάτων ἀλλ ' ἀΐδην μέλανα . |
καὶ τῷ εὔρῳ ἀνέμῳ : ὁ δὲ χειμὼν κατεψυγμένος καὶ χιονώδης , ὄμβροι δὲ ἔσονται συνεχεῖς καὶ ποταμοὶ μεγάλοι . | ||
ὑδατώδης , μεσάζων δὲ ἀνεμώδης , καὶ λήγων χαλαζώδης καὶ χιονώδης . ἐν τῷ ἔαρι πνέουσιν ἄνεμοι ζέφυροι λαμπροί . |
- θρωπον . Ἡ δὲ πόλις ξηρὰ πᾶσα , οὐκ εὔυδρος , κακῶς ἐρρυμοτομημένη διὰ τὴν ἀρχαιότητα . Αἱ μὲν | ||
ὁ τόπος οὗτος ἐμφερὴς τῷ Ἄμμωνι , φοινικοτρόφος τε καὶ εὔυδρος , ὑπέρκειται δὲ τῆς Κυρηναίας πρὸς μεσημβρίαν : μέχρι |
: γράφω γραμμός τρίβω τριμμός θλίβω θλιμμός . τὸ δὲ ἄμμος καὶ ψάμμος θηλυκά . ἔτι καὶ τὸ μνάμμος βαρύνεται | ||
“ χώσατο δ ' Ἕκτωρ . ” ψάμαθος ἡ παραθαλάσσιος ἄμμος . ψεδνή ἀραιά , μαδαρά , οἷον ἀπεψιλωμένη . |
συνηχῶσι καὶ ὅλον τὸ σύστημα ἡμῶν , ὥσπερ ἐμμελὴς καὶ πολυάνθρωπος χορός , ἐκ διαφερόντων φθόγγων ἀνακεκραμένων ἓν μέλος ἐναρμόνιον | ||
πόλις μία τῶν ὁμόρων καὶ ἡ ἐν κύκλῳ γῆ , πολυάνθρωπος μὲν ἡ πόλις , εὔχορτος δὲ καὶ εὔσταχυς καὶ |
μαλάθρου . * ἑ : αὐτόν * νήχυτος : δασύς πολύχυτος κεχυμένος εὔφημος , διαβόητος * ὄρπηξ : κλάδος * | ||
ἐγγείους καὶ αὐτόχθονας πηγὰς ἐχόντων , ἃς ἀνίησιν ἡ κακία πολύχυτος καὶ δαψιλὴς οὖσα τοῖς πάθεσιν . . . , |
, ὃ λέγεται ἴτυς . „ ἄντυξ , ἣ πυμάτη θέεν ἀσπίδος ὀμφαλοέσσης „ . ” ἐξ ἄντυγος ἡνία τείνας | ||
δ ' ἐλάτην χαμάδις βάλεν , ἐς δὲ κέλευθον τὴν θέεν ᾗ πόδες αὐτοὶ ὑπέκφερον ἀίσσοντα . ὡς δ ' |
αὐτοῦ τὸ μὲν ἀνατολικώτερον Ἐρυθρὰ θάλασσα , τὸ δὲ δυτικώτερον Αἰθιοπικὸς ὠκεανὸς προσαγορεύεται . Τῶν δὲ λοιπῶν δύο κλιμάτων τὸ | ||
λυγκία δʹ , ἄρκηλοι γʹ , καμηλοπάρδαλις μία , ῥινόκερως Αἰθιοπικὸς αʹ . ἑξῆς ἐπὶ τετρακύκλου Διόνυσος περὶ τὸν τῆς |
' εἰς ἐρεμνὸν ζῶντας ὠμησταὶ τάφον κρύψουσι κοίλης ἐν μυχοῖς διασφάγος . τοῖς δ ' ἀκτέριστον σῆμα Δαυνῖται νεκρῶν στήσουσι | ||
, ὁποῖα κρητὴρ μεστὸς Αἰτναίου πυρὸς ἢ Σικελὸς αὐλὼν ἁλιπόρου διασφάγος , ὅπου δυσεξέλικτα κυματούμενος σήραγξι πετρῶν σκολιὸς εἱλεῖται κλύδων |
πέπταται , ἀγκοίνῃσιν ἐφήμενα πετραίῃσι : καρκίνος αὖ ψηφῖδα παρὰ ῥηγμῖνος ἀείρας λέχριος ὀξείῃσι φέρει χηλῇσι μεμαρπώς , λάθρη δ | ||
δὴ σκιρτῷεν ἐπ ' εὐρέα νῶτα θαλάσσης , ἄκρον ἐπὶ ῥηγμῖνος ἁλὸς πολιοῖο θέεσκον . εἰ μὲν οὖν μυθικῶς τις |
, ἄμπελοί τε ἐν αὐτῇ ἐπεφύκεσαν καὶ φοίνικες , καὶ σιτοφόρος ἦν : τὸ δὲ μῆκος [ ἦν ] τῆς | ||
ἀγαθὰς ἔχει καὶ πολλάς , ἄδενδρος δ ' ἐστὶν ὡς σιτοφόρος : οὐδ ' αὖ φυτὰ μὲν ἱκανὴ παντοῖα θρέψασθαι |
, οἷον οὐδὲ εἷς λειμὼν νοτερός τε καὶ ἁβρὸς καὶ εὐθαλὴς τεκεῖν ὑπὸ δρόσῳ ἐαρινῇ οἶδεν , ἐρύθημά τε ὡραῖον | ||
χωρίων ; καίτοι Σωκράτει μὲν ἀπέχρησε πλάτανος εὐφυὴς καὶ πόα εὐθαλὴς καὶ πηγὴ διαυγὴς μικρὸν ἀπὸ τοῦ Ἰλισσοῦ , κἀνταῦθα |
τὸ ἐσφήκωται ἀντὶ τοῦ συνῆκται , ἔσφιγκται , πέπλεκται . πεδανὴ δέ οἱ οὐρή : καὶ γὰρ πεδανὴ λέγεται ἡ | ||
ἡ δὲ μύουρος ὑπ ' ἀλκαίη τετάνυσται , ἴσως μὲν πεδανὴ δολιχοῦ ὑπὸ πείρασιν ὁλκοῦ , ἴσως δ ' ἐκ |
τὸ λᾷον : κατάτεμνε , θέριζε . λᾷον δὲ τὸ λήϊον Δωρικῶς διὰ τοῦ α . κατάβαλλε τὸ λᾷον : | ||
: ἐν δ ' ἄροσις λείη : μάλα κεν βαθὺ λήϊον αἰεὶ εἰς ὥρας ἀμόῳεν , ἐπεὶ μάλα πῖαρ ὑπ |
ἀπρόσμικτοι , ἀπροσπέλαστοι , τραχὺς αἰγιαλός , ᾐὼν σκληρά , πρόσγειος θάλαττα , καὶ εἴ τις βιάζοιτο , ὑπόγειος , | ||
: ἡ δ ' Ὀρτυγία συνάπτει γεφύραι πρὸς τὴν ἤπειρον πρόσγειος οὖσα , κρήνην δ ' ἔχει τὴν Ἀρέθουσαν , |
ἀπὸ σταδίων ὡς χιλίων διακοσίων ἐστὶν Εὐδαίμων Ἀραβία , κώμη παραθαλάσσιος , βασιλείας τῆς αὐτῆς Χαριβαὴλ , τοὺς ὅρμους μὲν | ||
νενευκέναι , . , . * . Ἀκτή : ὁ παραθαλάσσιος τόπος . σημαίνει δὲ δύο : καὶ ἐπὶ μὲν |
ἐπιπολάζων τῷ ῥεύματι : ἐπειδὰν δὲ ὁμιλήσῃ τῇ πόλει , σχίζων εἰς δύο πόρους τὰ ῥεύματα , εἶτα συνελθὼν αὖθις | ||
γὰρ δὴ Νεῖλος ἀρξάμενος ἀπὸ τῶν Καταδούπων ῥέει μέσην Αἴγυπτον σχίζων ἐς θάλασσαν . Μέχρι μέν νυν Κερκασώρου πόλιος ῥέει |
καὶ ἐν τῷ θέρει φλέγεσθαι . ἔστιν οὖν ἡ Ἄσκρη δυσχείμερος : ἀνάγκη γὰρ χιονίζεσθαι αὐτὴν οὖσαν ἐγγὺς τοῦ ὄρους | ||
ἦν δὲ ἄρα Ἀμισὸς ἡμερῶν πολλῶν ὁδὸν ἀπέχουσα καὶ χώρα δυσχείμερος . τὸν δὴ χειμῶνα ὅλον οἱ στρατιῶται ἡσύχασαν οὐκ |
ἡλίου , ἢ ὅτι ἡ θεὸς τοιαύτῃ κέχρηται ἐσθῆτι . κρυόεσσα φρικτή : κρύος γὰρ τὸ ῥῖγος . κρῖ ὁ | ||
. αἰδῶ : γράφεται ἀνδρῶν . Πᾶσιν : ὅλοις . κρυόεσσα : φρικτὴ , ἡ φοβερὰ , ἡ ἀλγεινὴ , |
, τὴν οἱ νομάδες νέμουσι , ἐστὶ ταπεινή τε καὶ ψαμμώδης μέχρι τοῦ Τρίτωνος ποταμοῦ , ἡ δὲ ἀπὸ τούτου | ||
Γάζα τῆς μὲν θαλάσσης εἴκοσι μάλιστα σταδίους , καὶ ἔστι ψαμμώδης καὶ βαθεῖα ἐς αὐτὴν ἡ ἄνοδος καὶ ἡ θάλασσα |
, ποταμοὶ ἐξαιρούμενοι τῆς γῆς καὶ θαλάττης ζεῦγμα καὶ ὁ Ἄθως ὡς ἐτμήθη . φασὶ δὲ καὶ ἀνδρῶνι ἐντυχεῖν , | ||
ὑπερτάτην ἄτην : ἐπὶ τῶν πασχόντων ἄξια ὧν ἔδρασαν . Ἄθως καλύπτει πλευρὰ Λημνίας βοός . Ἀπὸ κώπης ἐπὶ βῆμα |
προθυμούμενος , βιαζόμενος , προθυμῶν . Λάχνη : τρίχωσις , ἀκανθώδης τρίχωσις : τὸ σχῆμα ἐμφαντικόν : τοιαύτη θρὶξ τραχεῖα | ||
ἐνθαῦτα ὁ Κῦρος , ἦν γάρ τις χῶρος τῆς Περσικῆς ἀκανθώδης ὅσον τε ἐπὶ ὀκτωκαίδεκα σταδίους ἢ εἴκοσι πάντῃ , |
ἠριγενὴς φέγγος βάλε νισσομένοισιν . Ἔστι δέ τις πορθμοῖο παροιτέρη Ἰονίοιο ἀμφιλαφὴς πίειρα Κεραυνίῃ εἰν ἁλὶ νῆσος , ᾗ ὕπο | ||
ἔμπροσθεν . ἀμφιλαφής : ἀμφοτέρωθεν πρόσορμον ἔχουσα . πορθμοῖο παροιτέρη Ἰονίοιο : [ καὶ ] τὸ Ἰόνιον πέλαγος , διότι |
. ἔστι δέ τις ἄκρη Ἑλίκης κατεναντίον Ἄρκτου , πάντοθεν ἠλίβατος , καί μιν καλέουσι Κάραμβιν , τῆς τ ' | ||
, ἧχί τε καὶ χάλκειος ἐς οὐρανὸν ἔδραμε κίων , ἠλίβατος , πυκνοῖσι καλυπτόμενος νεφέεσσιν . πόντος μὲν πρώτιστος Ἰβηρικὸς |
. . : τὰ δὲ τῶν νεῶν ἐπιτήδεια ἕρματά ἐστιν πετρώδεις ἕρμακας τοὺς δι ' εἰκόνας ἑρμῶν σεσωρευμένους λίθους : | ||
παρόμοιος κοραλλίῳ . οὗτος φύεται ἐν τῇ Ἰνδικῇ παρὰ τοὺς πετρώδεις τόπους τῆς θαλάσσης , ἔχων ὕψος ὡσεὶ δακτύλων ἕξ |
. Πάφος , πόλις Κύπρου . οἱ πολῖται Πάφιοι . Πάχυνος , ἀκρωτήριον Σικελίας . τὸ ἐθνικὸν Παχύνιος . Πέδα | ||
: εἰ δέ τι ὀξυτονηθῇ , ἐθνικὸν εὑρέθη : κίνδυνος Πάχυνος πίσυνος βόθυνος . τὸ μέντοι Βιθυνός καὶ Μαριανδυνός ἐθνικά |
τοῦ Καρὸς μετοικήσαντος ἐκεῖ σὺν Μάγνησι τοῖς ἐκ Κρήτης . Μάγνησσά θ ' ὑπεύδιος : ὁ νοῦς : οὐ τραχεῖά | ||
δ ' εἰναλίη Σκίαθος , φαίνοντο δ ' ἄπωθεν Πειρεσιαὶ Μάγνησσά θ ' ὑπεύδιος ἠπείροιο ἀκτὴ καὶ τύμβος Δολοπήιος . |
Βοῦσος , Σαρδώ τ ' εὐρυτάτη καὶ ἐπήρατος εἰν ἁλὶ Κύρνος , ἥν ῥά τε Κορσίδα φῶτες ἐπιχθόνιοι καλέουσιν : | ||
ἐπὶ τῶν χωρῶν τῶν λῃστὰς ἐχουσῶν : τοιαύτη γὰρ ἡ Κύρνος πρώην . Κυνόσαργες : ὁ τόπος ἐν ᾧ οἱ |
Σικελίας . Ἆκις παρὰ τὸ ἀκίδι ἐοικέναι τὰ ῥεύματα . δρυμὸς τόπος λέγεται ὁ πολλοὺς ἔχων δρῦς . τινὲς αἰτιῶνται | ||
τὰ ταύτῃ ὄρη . ἐνταῦθα δ ' ἐστὶν ὁ Ἑρκύνιος δρυμὸς καὶ τὰ τῶν Σοήβων ἔθνη , τὰ μὲν οἰκοῦντα |
ἐξ ἀμφοτέρων τῶν μερῶν θάλασσαν ἔχων τόπος : εἴρηται δὲ ἰσθμὸς παρὰ τὸ ἐν στενῷ εἶναι , οἷον ἴστνος τις | ||
τοὺς μετοίκους . πολλάκις δὲ καὶ συνεστράτευον τοῖς Ἀθηναίοις . ἰσθμὸς καὶ πορθμὸς διαφέρει . ἰσθμὸς μὲν γάρ ἐστι γῆς |
, ἀφ ' ὧν καὶ ὁ ἰξός . ἀγκύλη σκληρότης τυλώδης ἐν ἄρθροις , μάλιστα ἐν δακτύλοις χειρῶν κατὰ τὸ | ||
κεχωρισμένος τῶν κατὰ φύσιν ὡς ἀλλόκοτος οὐσία , ὁ δὲ τυλώδης προσφυὴς συνημμένος . δεῖ δὲ τὰ ἐπικείμενα τῷ ὄγκῳ |
ἐν τῷ εʹ ” ἀναχθέντι δ ' ἀπὸ τούτων πόλις ὀνομαζομένη Χαλισία „ . ἔστι καὶ ἄλλη πρὸς τῷ Πόντῳ | ||
δέρματος ἀφίσταταί τε καὶ ἀποπίπτει καθάπερ τις λοπὸς ἡ ἐπιδερμὶς ὀνομαζομένη , καθ ' ἣν ἴσχονται μᾶλλον τῶν εἰς τὸ |
πλῆθος ἕτερον ἦν κακὸν ἄφατον : καθάπερ γάρ τις θάνατος ἕρπων τὴν ἁπάντων ζωὴν κατεβόσκετο , ὡς ἐκ τούτου τὰς | ||
τάξις : κυρίως δὲ ἡ στρατιωτικὴ τάξις . καὶ τὸ ἕρπων δὲ καταχρηστικῶς εἴρηται ἀντὶ τοῦ ἱπτάμενος . * οὐλαμός |
τῆς λαυκανίας καὶ αὐχένος ἠχῶδες , ὥς φησι Κλέαρχος . λιπαρῆ . προσεδρευτικόν , ἐπιμελῆ . ἀρχαῖον . εὐήθη , | ||
οὓς ἂν ἐγὼ ἡγῶμαι σοφοὺς εἶναι : εὑρήσεις γάρ με λιπαρῆ ὄντα περὶ τὰ λεγόμενα ὑπὸ τούτου καὶ πυνθανόμενον παρ |
ἐτησίας αἰτίαν παρέχειν , διὰ τοῦθ ' ὁ Νεῖλος οὐκ ἐξίησιν εἰς θάλατταν , ἀλλ ' ἐπ ' αὐτὰ τὰ | ||
Γλαῦκος καὶ ὁ Ἵππος : πληρωθεὶς δὲ καὶ γενόμενος πλωτὸς ἐξίησιν εἰς τὸν Πόντον καὶ ἔχει πόλιν ὁμώνυμον ἐφ ' |