παρὰ τὰς ῥαχίας , αἳ καὶ κοιλάδας βαθείας ἔχουσι καὶ φάραγγας ἀνωμάλους καὶ στενοὺς αὐλῶνας καὶ σκολιὰς ἐκτροπάς . Ὧν
ἐπὶ Ἀσρούβαν ἐδυσχέραινεν ὁ Σκιπίων , ὁρῶν πάντα ἀπόκρημνα καὶ φάραγγας καὶ λόχμας καὶ τὰ ὑψηλὰ προειλημμένα . ὡς δ
8135071 χαραδρας
τὰ μικρὰ προσφιλοτιμουμένων . Ὅμοιόν ἐστιν εἴ τις θαλάττῃ ἐκ χαράδρας ὕδωρ ἐπεισάγει , καὶ χαρίζεσθαι δοκεῖ . Βοῦς ἐπὶ
πόρον ἐργάζεται . καὶ πρῶτον μὲν τὰ κοῖλα καὶ τὰς χαράδρας ἐπλήρωσεν ὑπελθὼν ὑποβρύχιος , ὥσπερ οἱ ὕφαλοι κολυμβηταὶ ,
7872827 τελματα
δυνατὸν τὴν παράταξιν ἐκτάσσειν , ἔνθα μηδὲ ὕλαι , μηδὲ τέλματα , μηδὲ κοιλάδες ἐνοχλοῦσι , διὰ τὰς παρ '
, τὸ δ ' εἰς τὴν Ἀραβίαν ἐναντίως εἰσχεόμενον εἰς τέλματα παμμεγέθη καὶ λίμνας ἐκτρέπεται μεγάλας καὶ περιοικουμένας γένεσι πολλοῖς
7808009 κρημνωδεις
τῆς νομῆς χρῆσιν καταμανθάνειν . Χρὴ τοὺς πάνυ τραχεῖς ἢ κρημνώδεις ἢ δυσβάτους καὶ δασεῖς τόπους τοὺς ἀπαντῶντας προευτρεπίζειν πλήθους
κόσμῳ ἐγένετο αὐτοῖς ἡ ἔσβασις ἡ ἐς τὸν ποταμὸν κατὰ κρημνώδεις τὰς ὄχθας . καὶ οἱ βάρβαροι αἰσθόμενοι τὴν ἁμαρτίαν
7772074 ναπας
τῶν ἀγαπητῶν , καὶ δῆσον αὐτοὺς ἑβδομήκοντα γενεὰς εἰς τὰς νάπας τῆς γῆς μέχρι ἡμέρας κρίσεως αὐτῶν καὶ συντελεσμοῦ ,
πάνυ ἀγροίκως λέγων , τούς τε λειμῶνας καὶ πεδία καὶ νάπας καὶ ἀκτάς , ἐν οἷς τὰ μὲν φύεσθαι ,
7743875 ὀρυγματα
τμηθὲν ἐκπληροῦται πάλιν τῷ χρόνῳ , τῆς ἐγχωννυμένης εἰς τὰ ὀρύγματα γῆς μεταβαλλούσης εἰς ἄσφαλτον , ὥς φησι Ποσειδώνιος .
ὀρύξαντες καίουσί τε ταυτὶ τὰ πολυτελῆ δεῖπνα καὶ εἰς τὰ ὀρύγματα οἶνον καὶ μελίκρατον , ὡς γοῦν εἰκάσαι , ἐγχέουσιν
7729290 βαθεις
. βαθυκόλπων ] τῶν πλουσίων . Ξ βαθυκόλπων ] τῶν βαθεῖς τοὺς κόλπους ἐξ ἱματίων ἐχόντων . θ στηθέων ]
ἀρξαμένους : οἷον ἐν τῇ ἐπόμβρῳ μήτε μεγάλους ὀρύττοντας μήτε βαθεῖς ὅπως μὴ πολὺ συνιστάμενον ἐκσήπῃ τὸ ὕδωρ : διὰ
7664270 φαραγγες
, καὶ ἀντηχοῦσιν αὐτοῖς ᾄδουσιν οἵ τε σκόπελοι καὶ αἱ φάραγγες , καὶ μουσικωτάτους πάντων τούτους ἴσμεν ὀρνίθων καὶ ἱεροὺς
μυχῶν πρὸς τὸ δειρῶν : ἔνθα γὰρ ὄρη , καὶ φάραγγες καὶ κρημνοί . . Εἰκότως εἶπε τὸ ἀγγελίαις :
7644936 ἐνεπιμπρασαν
καὶ πολλὰ καὶ γενναῖα ἔδρων τάς τε μηχανὰς αὐτοῦ συνεχῶς ἐνεπίμπρασαν , οὐχ ἧσσον αὐτοῖς τῶν γυναικῶν ἀνδριζομένων . ὀλιγώτεροι
σκηνῶν τῶν κατὰ τὴν ἀγορὰν ἐξεῖργον καὶ τὰ γέρρ ' ἐνεπίμπρασαν , οἱ δὲ τοὺς στρατηγοὺς μετεπέμποντο καὶ τὸν σαλπικτὴν
7632546 κορυθας
λόφους . ἄλλοι δὲ δοχμολόφων φασὶ , διότι οἱ πολεμοῦντες κόρυθας ὑπὲρ τῆς κεφαλῆς ἐπεφέροντο τρεῖς λόφους ἐχούσας , νεύοντας
σφι σταδίῃ ὑσμίνῃ μίμνε φίλον κῆρ : οὐ γὰρ ἔχον κόρυθας χαλκήρεας ἱπποδασείας , οὐδ ' ἔχον ἀσπίδας εὐκύκλους καὶ
7628621 μεταρσιοι
κουφοτάτων ἐκ μέσων τῶν πελαγῶν ἀναρπάζεται καὶ λίμναι καὶ ποταμοὶ μετάρσιοι φέρονται , τοὺς γῆς κόλπους ἐκλιπόντος τοῦ ῥεύματος ,
πῶς θάνοιμ ' ἂν οὖν καλῶς ; ἀσχήμονες μὲν ἀγχόναι μετάρσιοι , κἀν τοῖσι δούλοις δυσπρεπὲς νομίζεται : σφαγαὶ δ
7614257 παρεμετρεον
. καὶ δὴ Παρθενίοιο ῥοὰς ἁλιμυρήεντος , πρηυτάτου ποταμοῦ , παρεμέτρεον , ᾧ ἔνι κούρη Λητωίς , ἄγρηθεν ὅτ '
περικλαδέος πέσεν ὕλης φυλλοχόῳ ἐνὶ μηνί ὧς οἱ ἀπειρέσιοι ποταμοῦ παρεμέτρεον ὄχθας , κλαγγῇ μαιμώοντες . ὁ δ ' εὐτύκτῳ
7612383 γερρα
ἁπλοῦς . γεῖσα : ἅπαντα τὰ ἐξέχοντα τῶν τοίχων . γέρρα : δύο σημαίνει , τάς τε πλεκτὰς ἀσπίδας καὶ
. γέρρον Περσικὰ μὲν εἰσὶν ὅπλα : κυρίως δὲ τὰ γέρρα : κατὰ χρηστικῶς δὲ καὶ ἅπαν σκέπασμα , εἶτε
7604265 βρυα
τῆς πιτύης τὸ δέρμα κόψας λεῖον , καὶ σπόγγον καὶ βρύα λεῖα μίσγειν τῷ ἐλαίῳ τῆς φώκης , καὶ ὑποθυμιῇν
' ἐνὶ πόντῳ ἀτρυγέτῳ , ἵνα φύκι ' , ἵνα βρύα γίνετ ' ἐλαφρά . αὐτὰρ ἐπεί κ ' ἔλθῃσι
7560468 διαβαινουσι
, ὅπως τὰ ὅπλα ἔχοιεν πρὸ τῶν τοξευμάτων , μόλις διαβαίνουσι τὸν Κάρκασον ποταμόν , τετρωμένοι ἐγγὺς οἱ ἡμίσεις .
ὄντας προσφερέσθω ὡς ἂν αὐτῷ δοκῇ ἀσφαλές . Ἐκ τούτου διαβαίνουσι πάντες εἰς τὸ Βυζάντιον οἱ στρατιῶται . καὶ μισθὸν
7556743 κοντοφοροι
, ὡς ὑπερτοξεύειν ὑπὲρ αὐτῆς : ὅσοι δὲ λογχοφόροι ἢ κοντοφόροι ἢ μαχαιροφόροι ἢ πελεκοφόροι εἰς τὰ πλάγιά τε ἑκατέρωθεν
τοξοφόροι , ἱππῆς , ἱππακοντισταί , ἱπποτοξόται , δορατοφόροι , κοντοφόροι , ὑπασπισταί , σκευοφόροι , ἱππαγωγοί , ἅμιπποι .
7552459 δρυμοι
γεωργία , ἀγροικία , ἀγροί , ἐσχατιαί , ἄλση , δρυμοί , δρυμῶνες , ὗλαι , ἕλη , ἶδαι ,
, μεμερτινοὶ ὀνομάσθησαν : οἱ ἴσα ἐργαζόμενοι Ἄρηϊ : ἄπαι δρυμοί : φάραγγες κοιλάδες : παρὰ τὸ πίω ῥῆμα :
7543175 Ἑρκυνιου
παρεκτεινόμενα καὶ ἐφαπλούμενα ἐπὶ τὰς ἄκρας καὶ τὰς ἐξοχὰς τοῦ Ἑρκυνίου δρυμοῦ . Τὴν δὲ γῆν ἐκείνην , δηλονότι τὴν
, ὅπου αἱ τοῦ Ἴστρου πηγαὶ πλησίον Σοήβων καὶ τοῦ Ἑρκυνίου δρυμοῦ : ἄλλαι δ ' εἰσὶν ἐπιστρέφουσαι πρὸς τὴν
7531012 ἑρματα
” ἐπὶ δὲ τῶν ἐνωτίων “ ἐν δ ' ἄρα ἕρματα ἧκεν ἐϋτρήτοισι λοβοῖσι ” καὶ ἐν Ὀδυσσείᾳ “ ἕρματα
ἄρα ἕρματα ἧκεν ἐϋτρήτοισι λοβοῖσι ” καὶ ἐν Ὀδυσσείᾳ “ ἕρματα δ ' Ἐρυδάμαντι δύο θεράποντες ἔνεικαν . ” ἐπὶ
7518234 βοσκεται
παρὲκ λόφον , ἢ ἐνὶ βήσσης ἐσχατιῇ ὅθι πλεῖστα κινώπετα βόσκεται ὕλην , [ δρυμοὺς καὶ λασιῶνας ἀμορβαίους τε χαράδρας
λέγε : ἐν τούτῳ γάρ , τῷ κωκυτοῖσιν ἁρπαλίζειν , βόσκεται ὁ Ἄρης ἐν τῷ φόνῳ τῶν βροτῶν . θ
7506381 ἐρευγεται
πολὺς ὠκεανός : τρεῖς γὰρ κόλπους μεγάλα κύματα ἔχοντας συστρέφων ἐρεύγεται ἢ ἀποτίκτει ἐξ ἑαυτοῦ ἔσωθεν βάλλων εἰς τὴν ἤπειρον
' ἀμφαδὸν ἄμμιγα παύροις Πόντον ἐς Ἄξεινον κυρτὴν ὑπ ' ἐρεύγεται ἄκρην . καί νύ κε δηθύνοντες Ἀμαζονίδεσσιν ἔμειξαν ὑσμίνην
7503039 παλιρροιαις
λέγονται κύματα ἐξερχόμενα καὶ πάλιν εἰσερχόμενα . διαύλοις οὖν ταῖς παλιρροίαις τῶν κυμάτων . δίαυλοι δὲ τὰ ἔνθεν καὶ ἐκεῖθεν
καὶ τοὐναντίον ἀφαυαίνουσι : καὶ πελαγῶν ἐργάζονται τροπὰς ἐξαναχωρούντων ἢ παλιρροίαις χρωμένων : εὐρεῖς γὰρ ἔστιν ὅτε κόλποι θαλάττης ὑποσυρείσης
7502983 ἀτειχιστους
περιπλέοντες , ἡγουμένων λῃσταρχῶν οἷα πολέμου στρατηγῶν . ἔς τε ἀτειχίστους πόλεις ἐμπίπτοντες καὶ ἑτέρων τὰ τείχη διορύττοντες ἢ κόπτοντες
. νῆσοι δ ' εὐδαίμονες πλησίον ὑπάρχουσιν , ἔχουσαι πόλεις ἀτειχίστους , ἐν αἷς τὰ βοσκήματα πάντα λευκὴν ἔχει τὴν
7496983 ληϊον
τὸ λᾷον : κατάτεμνε , θέριζε . λᾷον δὲ τὸ λήϊον Δωρικῶς διὰ τοῦ α . κατάβαλλε τὸ λᾷον :
: ἐν δ ' ἄροσις λείη : μάλα κεν βαθὺ λήϊον αἰεὶ εἰς ὥρας ἀμόῳεν , ἐπεὶ μάλα πῖαρ ὑπ
7481382 συρομενα
φειδὼ ἡλικίας , οὐδὲ μέχρι νηπίων . τὰ δὲ πτώματα συρόμενα μεθ ' ὕβρεως πάσης ἁμάξαις ἐπιτεθέντα καὶ ἔξω τῆς
τὰς ἐκείνων ἐσπίπτει γαστέρας ὑπὸ τῆς παρ ' αὐτῶν ἐκπνοῆς συρόμενα αὐτοῖς πτεροῖς . καὶ ταῦτα μὲν ἰδίᾳ ἐκείνοις δρᾶται
7478192 δυσβατους
ἐγγιζόντων ; Κʹ . Πῶς δεῖ πεζοὺς εἰς δασεῖς καὶ δυσβάτους τόπους καὶ στενοὺς πορεύεσθαι ; ΚΑʹ . Πῶς δεῖ
φάραγγας βαθείας καὶ κρημνοὺς ἀποτόμους καὶ δυσχωρίας μεγίστας καὶ τόπους δυσβάτους καὶ ἀποκρότους καὶ πολλὰ τοιαῦτα προσάντη καὶ δυσχερῆ μόλις
7455805 κοιλαδας
ἐπεὶ εἶδε τὸ μὲν ἀναπεπταμένον , τὸ δὲ λόφους καὶ κοιλάδας ἔχον , ὥστε δύνασθαι τὸ μὲν τῆς Βρυεννίου φάλαγγος
κοντοῖς ἢ κώπαις συνταράξαντές τε αὐτοὺς καὶ εἴς τινας συναγαγόντες κοιλάδας : οὕτω τε εἰς ἓν καταφυγόντας χωρίον τοῖς δικτύοις
7443203 χθαμαλαι
λοετρῶν ἀέναοι ταμίαι : παρὰ δὲ χλοάουσι ῥέεθροις ποῖαί τε χθαμαλαί , μαλακὴ κλίσις ὕπνον ἑλέσθαι εὔδιον ἐκ καμάτοιο ,
ηὐδάξαντο : εἶπον , ὠνόμασαν . Ἄλλαι : πέτραι . χθαμαλαί : βαθεῖαι . χαμηλαί : κοῖλαι , ταπειναί .
7428192 ἐσκυλευσαν
μὲν ὅπλα ἔλαβον , τοὺς δὲ χιτῶνας οὐδενὸς τῶν πολιτῶν ἐσκύλευσαν . ἐπεὶ δὲ τοῦτο ἐγένετο καὶ τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους
Ἀκυληίαν δ ' ἐπέδραμον καὶ Τεργηστόν , Ῥωμαίων ἄποικον , ἐσκύλευσαν . ἐπιόντος δ ' αὐτοῖς τοῦ Καίσαρος ὁδὸν ἀνάντη
7409049 πεδαρσιοι
ἀληθῆ καὶ βλέποντα δοξάσω ; ἢ πρὸς γυναικῶν δειματούμενοι λόγοι πεδάρσιοι θρῴσκουσι , θνῄσκοντες μάτην ; τί τῶνδ ' ἂν
ἦν δ ' ἐγὼ κατὰ τὴν αὐτῶν γνώμην : Ὑμεῖς πεδάρσιοι ὄντες καὶ ὡς ἀπὸ ὑψηλοῦ ἅπαντα καθορῶντες ὀξυδερκέστατα καὶ
7401408 κατασυρειν
ἐπισκήπτω λιπαρῶς ὡς οἷόν τε , ὦ Ἱμεραῖοι , μὴ κατασύρειν αὐτὸν εἰς ἐκμελῆ καὶ ἀπῳδὰ τῶν ἐσχάτων αὐτοῦ πολιτευμάτων
τὸ περιπετάμενον ζῷον τοῖς λύχνοις . προνομεύειν τὸ κατατρέχειν καὶ κατασύρειν . προσωρμίσαντο , οὐ προσώρμισαν . πρότροπος οἶνος ὁ
7392850 ἁμμου
Ἐχινάσι νήσοις . ἐκδέχονται δὲ ταύτην τὴν παράλιον ἀέριοι θῖνες ἅμμου κατά τε τὸ μῆκος καὶ τὸ πλάτος , μέλανες
καὶ φαγεδαίνας καὶ τὰ ἕλκη τὰ σαπρὰ μετὰ γάλακτος καὶ ἅμμου καταπλασσομένη . ἡ δὲ ῥίζα αὐτῆς ὀπτὴ ἐσθιομένη ἔφηλιν
7390624 χωματα
. ὑπερβάντος δὲ τοῦ στρατοῦ τὰ προβεβλημένα ῥεύματά τε καὶ χώματα τῆς Ῥωμαίων ἀρχῆς συμβολαὶ καὶ ἀκροβολισμοὶ πολλάκις ἐγίνοντο τροπαί
αὐτὸ καὶ ἄλλα σκεπαστήρια ἦν . οἳ δὲ τὰ μὲν χώματα ὑπετάφρευον καὶ τὰ δρέπανα βρόχοις παρῆγον καὶ τοὺς κριοὺς
7387355 φακελους
αὐτοβοεὶ καὶ τὸ πολεμησείοντες καὶ παγχάλεπον καὶ ἁμαρτάδα καὶ ὕλης φακέλους : τὰ δὲ ποιηταῖς μέλει , οἷον τὸ †
ἰσχυρῶς : καὶ ὕλην ταύταις ἐπεφόρουν παντοίαν λίθων καὶ ξύλων φακέλους τε χόρτων παντοδαπῶν καὶ κληματίδων καὶ καλάμων καὶ ἄλλων
7384111 κητεα
δελφῖνες ἀεὶ ναύτῃσιν ἑταῖροι φῶκαί τε κριοί τε καὶ αἰόλα κήτεα πόντου : ὧν ὁπόσων ἰήματ ' ἔχει φύσις ,
ζεύγλῃσι δ ' ἔθηκαν οὐρήων ταλαεργὸν ἔχειν πόνον ἑλκυστῆρα . κήτεα δ ' ὅσσα πέλωρα Ποσειδάωνος ἐναύλοις ἐντρέφεται , τὰ
7378741 πομφολυγας
παχύτητος τοῦτο τεκμήριον , διορισθήσεται δὲ ἐκ τοῦ τὰς ἐπιγινομένας πομφόλυγας ἐπιμένειν ἄχρι πλείονος , ὡς ἂν τοῦ πνεύματος κωλυομένου
. πέμφιγας : λέγει τὰς ἐν ὕδατι βρασσομένας ἢ ταρασσομένας πομφόλυγας . * πέριξ : περὶ τὴν πλευράν * πλάζονται
7378061 καρποφορα
τῷ βρέφει , καὶ τῶν δένδρων ἄρρενα μὲν καλοῦσι τὰ καρποφόρα , θήλεα δὲ τὰ μὴ φέροντα τοὺς καρπούς ,
ὅπου ἂν οἰκῶσιν ἄνθρωποι ; οἱ δὲ στρουθοὶ περὶ τὰ καρποφόρα τῶν δένδρων ; οἱ δὲ κύκνοι ὅπου ἔξεστιν αὐτοῖς
7375486 ἐκκρεμεις
τὸν δὲ ἀνεψιὸν ἀδελφιδῆν . : ἐπτοημένοι ] Ἠσθενηκότες : ἐκκρεμεῖς ὑπάρχοντες ἐν τῷ καιρῷ τῆς συνουσίας . . :
. γαστέρες μεγάλαι σαρκώδεις , εἰ μὲν μαλθακαὶ εἶεν καὶ ἐκκρεμεῖς , ἀναισθησίαν , οἰνοφλυγίαν , ἀκολασίαν , εἰ δὲ
7372405 κτηνεα
πυραμίδας καλέουσι ποιμένος Φιλίτιος , ὃς τοῦτον τὸν χρόνον ἔνεμε κτήνεα κατὰ ταῦτα τὰ χωρία . Μετὰ δὲ τοῦτον βασιλεῦσαι
κατά περ τὰ ἄλλα κτήνεα . Καὶ γὰρ τὰ πάντα κτήνεα ὁρᾶν καὶ ὀρνίθων γένεα ὀχευόμενα ἔν τε τοῖσι νηοῖσι
7347724 μνια
. Μνιαροῖσιν : ἔχουσι βρύα , βρυώδεσι , τοῖς ἔχουσι μνία ἢ βρύα , μνία ἤως βρύα ἔχουσι πλαταμῶσι ,
τὸν ποτάμιον ἢ λιμναῖον , αἰγιάλειον τὸν θαλάσσιον εἶπεν * μνία : βρύα * ῥόθον : τὸν ἀφρόν τὸν ἀφρὸν
7345582 ἀτραπους
ἀλλ ' ἀστίβητον οἶμον ἀλλ ' ὅστις διήνυσε καὶ ἐπορεύθη ἀτραποὺς καὶ ὁδοὺς νέρθε τῆς θαλάσσης ἤτοι ὑποκάτωθεν , εἶτα
σιφνεύς , κευθμῶνος ἐν σήραγγι τετρήνας μυχούς , νέρθεν θαλάσσης ἀτραποὺς διήνυσε , τέκνων ἀλύξας τὰς ξενοκτόνους πάλας καὶ πατρὶ
7342607 ψαμμωδεα
τοὺς Ἰχθυοφάγους Γαδρώσιοι ἐς τὸ ἄνω οἰκέουσι γῆν πονηρὴν καὶ ψαμμώδεα , ἔνθεν καὶ τὰ πολλὰ κακὰ ἡ στρατιή τε
τοῖσι βράχεσι τὰς νέας . ἀλλὰ τὰ μὲν κατὰ Λευκάδα ψαμμώδεα ὄντα καὶ τοῖσιν ἐποκείλασι ταχεῖαν τὴν ὑπονόστησιν ἐνδιδοῖ :
7337475 αὐθιγενων
καὶ οὐκ ἠξίους ἄρχειν τῶν γνησίων τοὺς νόθους οὐδὲ τῶν αὐθιγενῶν τοὺς ἐπήλυδας , μάθε καὶ κατὰ τοῦτο ἁμαρτάνων μάλιστα
τὰ μητρῷα μέλη καὶ τύμπανα κροτοῦντες : Ῥωμαίων δὲ τῶν αὐθιγενῶν οὔτε μητραγυρτῶν τις οὔτε καταυλούμενος πορεύεται διὰ τῆς πόλεως
7331881 φορβην
ἰχθύες ἐξεφάνησαν , μορφῆς πετραίης ἐξάλμενοι , ἐκ δὲ δόλοιο φορβήν τ ' ἐφράσσαντο καὶ ἐξήλυξαν ὄλεθρον . χείματι δ
μάλιστα : ἀλλ ' ἄρα καὶ τῷ μῆτις ἀνεύρατο γαστέρι φορβήν . αὐτὸς μὲν πηλοῖο κατ ' εὐρώεντος ἐλυσθεὶς κέκλιται
7328542 μηκαδας
βληχᾶσθαι βληχώμεναι . αἰγῶν δὲ μηκασμὸς μηκᾶσθαι μηκώμεναι : καὶ μηκάδας αἶγας Ὅμηρος εἴρηκεν . δοκεῖ δ ' ἴδιον ἐπ
βλοσυρώπεε μόσχω , αὐτὰρ ἐϋκραίρους ὄϊας περὶ βληχάδας ἀμνώ , μηκάδας αὖτ ' ἐρίφω , καὶ φορβάδας ὠκέε πώλω .
7324788 σκιεροι
τὴν ἐκεῖ θάλασσαν , πορισμόν . σκιεροί : κατάσκιοι . σκιεροί τε μυχοί : συνεσκιασμένοι τόποι . μυχοί : βάθη
εὔφυλλοι , κομῶντες , ἀμφιλαφεῖς , ἀμφίκομοι , εὔκομοι , σκιεροί , εὔσκιοι , σύσκιοι , βαθεῖς , δασεῖς ,
7323112 σπηλαια
ἐπενόησαν δὲ οὗτοι αὐλὰς προστιθέναι τοῖς οἴκοις καὶ περιβόλους καὶ σπήλαια . ἐκ τούτων ἀγρόται καὶ κυνηγοί . οὗτοι δὲ
κάτω δὲ Βότρυν καὶ Γίγαρτον καὶ τὰ ἐπὶ τῆς θαλάττης σπήλαια καὶ τὸ ἐπὶ τῷ Θεοῦ προσώπῳ φρούριον ἐπιτεθέν ,
7320679 δινευουσι
βένθος . δίκτυα γὰρ μάλα κοῦφα λίνων στήσαντες ἐλαφρῶν κυκλόσε δινεύουσι , βίῃ θείνοντες ἐρετμοῖς νῶτον ἁλός , κοντοῖς τε
λεπταὶ γὰρ καὶ αὗται οὖσαι διὰ τῶν ὀπῶν ἐξέρχονται . δινεύουσι : γράφεται δινεύονται . Διαΐγδην : ὁρμητικῶς . νόμον
7319453 ληια
καὶ ἐκεῖνο προσακήκοα . τῶν Αἰολέων καὶ τῶν Τρώων τὰ λήια πολλὰς μυῶν μυριάδας ἐπελθούσας ἄωρα ὑποκείρειν καὶ ἀτελῆ τὰ
μυχάτους προλελοιπότες οἴκους ἔρχονται βιότου κεχρημένοι , ὁππότ ' ἄρουραι λήια κειράμεναι καρπῶν πλήθωσιν ἀλωάς . οἱ δ ' αὐτοὶ
7314069 κυλινδων
ζωμοῦ δ ' ἔρρει παρὰ τὰς κλίνας ποταμὸς κρέα θερμὰ κυλίνδων , ὑποτριμματίων δ ' ὀχετοὶ τούτων τοῖς βουλομένοισι παρῆσαν
φύγον ἔνδοθι νηῶν , ὅσσους Εὐρύπυλος μέγ ' ἐπῴχετο πῆμα κυλίνδων . Παῦροι δ ' ἀμφ ' Αἴαντα καὶ Ἀτρέος
7300865 ταφροις
ἀρξάμενοι δ ' ἀπὸ Κεγχρεῶν μέχρι Λεχαίου σταυρώμασι καὶ βαθείαις τάφροις διελάμβανον τὸν τόπον : ταχὺ δὲ τῶν ἔργων συντελουμένων
, Νύμφῃσιν Ἰαονίδεσσι νυχεύσων . αὐτὰρ ἀκανθοβόλοιο ῥόδου κατατέμνεο βλάστας τάφροις τ ' ἐμπήξειας , ὅσον διπάλαιστα τελέσκων πρῶτα μὲν
7295306 χειμαρροι
, καὶ εἰ πάνυ εὔψυχος εἴη , τὰ κακά . χείμαρροι δὲ ποταμοὶ καὶ δικαστὰς σημαίνουσιν ἀγνώμονας καὶ δεσπότας ἀηδεῖς
οὐδείς , ἄχρις ἂν πηγαὶ μὲν ἀναβλύζωσι , ποταμοὶ δὲ χείμαρροι πλημμυρῶσι , γῆ δὲ τοὺς ἐτησίους ἀναδιδῷ καρπούς .
7291545 κρημνοι
τὸ δειρῶν : ἔνθα γὰρ ὄρη , καὶ φάραγγες καὶ κρημνοί . . Εἰκότως εἶπε τὸ ἀγγελίαις : διὰ γὰρ
τρίτη δὲ ὄπισθεν τῆς Καρίας , τὰ δ ' ἄλλα κρημνοί : ἐν δὲ τῷ μέσῳ αὐτῶν χάσμα ἐστὶ τῶν
7290860 ὀρυττοντες
χώρα : οἱ δὲ ἐνοικοῦντες ὄνους ἀλέτας παρὰ τὸν ποταμὸν ὀρύττοντες καὶ ποιοῦντες εἰς Βαβυλῶνα ἦγον καὶ ἐπώλουν καὶ ἀνταγοράζοντες
συγγνώμη , οὐδεμία παραίτησις . Ὑπονομεύοντες : ἀντὶ τοῦ ὑπονόμους ὀρύττοντες Δείναρχος ἐν τῷ κατὰ Καλλίππου . Ὑποστήσας : ἀντὶ
7290198 ῥαπτομεν
ἀνιηθεὶς σὴν πατρίδα γαῖαν ἵκοιο . εἰνάετες γάρ σφιν κακὰ ῥάπτομεν ἀμφιέποντες παντοίοισι δόλοισι , μόγις δ ' ἐτέλεσσε Κρονίων
πονούμενοι , οἷον ἐνεργοῦντες : “ εἰνάετες γάρ σφιν κακὰ ῥάπτομεν ἀμφιέποντες . ” ἀμφαφόωντα διὰ χειρὸς ἔχοντα , ψηλαφῶντα
7286584 αὐλωνας
στάδιον , ὅπερ ἐν συνθέσει δίαυλος λέγεται , ὅθεν καὶ αὐλῶνας τὰ μεταξὺ τῶν φαράγγων στενὰ ἐπὶ μῆκος φερόμενα ὀνομάζομεν
' ὀρεινὴ καὶ δασεῖα ἡ νῆσος , ἔχει δ ' αὐλῶνας εὐκάρπους . τῶν δ ' ὀρῶν τὰ μὲν πρὸς
7286499 κοιλαδες
καὶ Νάβρισσαν . λέγονται δὲ ἀναχύσεις αἱ πληρούμεναι τῇ θαλάττῃ κοιλάδες ἐν ταῖς πλημμυρίσι καὶ ποταμῶν δίκην ἀνάπλους εἰς τὴν
τόπος ξιφηφόρος , βουνοί , νάπαι , φάραγγες , εὐθεῖς κοιλάδες : τῶν Κρητικῶν γὰρ ἐκχυθεὶς φωλευμάτων προευτρεπισθεὶς ἑπτασήμαντος στόλος
7277685 τριβολους
Διονυσαλεξάνδρῳ οὒκ , ἀλλὰ βόλιτα χλωρὰ κᾠσπώτην πατεῖν . τοὺς τριβόλους : Τοὺς μοχθηρούς . ἔστι δὲ ἀκανθῶδες φυτόν .
τοῖς λοιποῖς κρίκοις : πρὸς δὲ τοὺς πυροφόρους καὶ τοὺς τριβόλους τοὺς καιομένους καὶ τὰς λαμπάδας καὶ τὰς ἀνθυπορύξεις τοῖς
7270614 πλημας
χώρα ποταμοὺς ἔχει πλεί - στους , ἀμπώτεις τε καὶ πλήμας μεγίστας , συναυξομένας ὑπὸ τὴν ἀνατολὴν καὶ τὴν πανσέληνον
ἐπ ' ἄκρας τῆς παραθαλαττίου χώρας , κατὰ δὲ τὰς πλήμας ἅπαντας τοὺς προειρημένους τόπους κατακλύζεσθαι , πολλοῦ καὶ βιαίου
7264956 αὐλωνες
. Ἐν δὲ τῷ Ἀντιταύρῳ τούτῳ βαθεῖς καὶ στενοί εἰσιν αὐλῶνες , ἐν οἷς ἵδρυται τὰ Κόμανα καὶ τὸ τῆς
τὰ γειτνιῶντα τοῖς Ἰνδοῖς κατὰ τὴν ἐνδοτάτω πλευρὰν φανοῦνταί φασιν αὐλῶνες δασύτατοι , καὶ καλεῖταί γε ὑπ ' Ἰνδῶν ὁ
7258674 πυρινα
τούτων κριθέων ἄχυρα ἑψεῖν . Ἢ ἀρωμάτων ὕδατι συναφεψεῖν πίτυρα πύρινα . Ἢ ἀσταφίδος ἀποβρέγματι πίτυρα πυρῶν ἑψεῖν , ἢ
' ἅπαντα φθαρτὰ πλὴν τῶν στοιχείων . , Ἐ . πύρινα [ . εἶναι τὰ ἄστρα ] ἐκ τοῦ πυρώδους
7250217 ὑδρηλα
οἷον Ἰχθύες μὲν λιμνώδεις καὶ ἑλώδεις σημαίνουσιν , Αἰγόκερως δὲ ὑδρηλὰ χωρία καὶ παραθαλάσσια , ὁ δὲ Τοξότης τραχεῖς καὶ
μὲν λιμνώδεις καὶ ἑλώδεις σημαίνουσιν , ὁμοίως Ὑδροχόος , Αἰγόκερως ὑδρηλὰ χωρία καὶ παραθαλάσσια , ὁ δὲ Τοξότης τραχεῖς ,
7249973 κρανεα
Ἀσσύριοι δὲ στρατευόμενοι περὶ μὲν τῇσι κεφαλῇσι εἶχον χάλκεά τε κράνεα καὶ πεπλεγμένα τρόπον τινὰ βάρβαρον οὐκ εὐαπήγητον : ἀσπίδας
ἐγένετο τοῖσι οἱ Ἕλληνες ἐχρήσαντο : καὶ γὰρ ἐπὶ τὰ κράνεα λόφους ἐπιδέεσθαι Κᾶρές εἰσι οἱ καταδέξαντες καὶ ἐπὶ τὰς
7247730 τυλοι
ὄμμα . * ἐν σκυνίοισιν : ἐν τῷ ἐπισκυνίῳ * τύλοι : οἴδημα τύλος ἡ νενεκρωμένη σάρξ * ὑπαιφοινίσσεται :
πόντῳ . δοιοὶ δ ' ἐν σκυνίοισιν ὑπερφαίνουσι μέτωπον οἷα τύλοι , τὸ δ ' ἔνερθεν ὑπαιφοινίσσεται ὄθμα πολλὸν ὑπὲρ
7247653 σιδηρα
αὐτὸν φλὸξ πυρός , καὶ ἐτάκησαν πάντα τὰ περὶ αὐτὸν σίδηρα , καὶ ἰάσατο κύριος τὸν Μανασσῆν ἐκ τῆς θλίψεως
ἔστι δὲ μία τῶν Αἰολίδων . λέγεται δέ , ὅτι σίδηρα διάφορα θέντες ἐν αὐτῇ ναῦται ἕωθεν εὑρήκασιν αὐτὰ ἐκ
7242895 ὀργαδας
γὰρ τὴν ὥραν γίγνονται . κατασκέψασθαι δὲ προελθόντα εἰς τὰς ὀργάδας , οὗ εἰσιν ἔλαφοι πλεῖσται : ὅπου δ '
δὶς τόσου μ ' ἐκούφισας . καὶ πῶς πρὸς Ἴδης ὀργάδας πορεύεται , πλαγχθεὶς πλατείας πεδιάδος θ ' ἁμαξιτοῦ ;
7239037 βακτηριας
παλαιὸν γὰρ ἔθος ἦν τοὺς ἐντίμους γέροντας τριβωνοφοροῦντας ἐκκλησιάζειν μετὰ βακτηρίας . ἔθος ἦν τοὺς ἐντίμους γέροντας τρίβωνας φοροῦντας ἐκκλησιάζειν
: ἀλλὰ μάτην ἤλπισα . λαβόντες γὰρ πολλοὶ τῶν ἔνδον βακτηρίας περιίστανταί με καὶ μὴ προσδοκήσαντα , ὡς οὐχ ὁρῶντα
7238461 κνημοις
, ὃ ἔστι τὴν μεσόγειον , κατοικοῦσιν , ὑπὸ τοῖς κνημοῖς τοῦ Παρνασσοῦ : εἰς δὲ τὸ ἕτερον μέρος ,
: στερεά , μεγάλη ἰσχυρά * αἴθαλος : μέλαινα * κνημοῖς : κνημὸς ὁ καθύγρος τόπος πρόποσιν σκαιοῖς δὲ σκιεροῖς
7238074 ὀβελοισιν
, μίστυλλόν τ ' ἄρ ' ἐπισταμένως πεῖράν τ ' ὀβελοῖσιν , ὄπτησάν τε περιφραδέως , ἐρύσαντό τε πάντα .
πάσαντο , μίστυλλόν τ ' ἄρα τἆλλα καὶ ἀμφ ' ὀβελοῖσιν ἔπειραν , ὤπτησάν τε περιφραδέως , ἐρύσαντό τε πάντα
7237341 ἐνυδρους
καὶ Δαίμονα πήμονα θνητῶν , Δαίμονας οὐρανίους καὶ ἠερίους καὶ ἐνύδρους καὶ χθονίους καὶ ὑποχθονίους ἠδ ' ἐμπυριφοίτους , καὶ
, Δίδυμοι δὲ . . . , Καρκίνος δ ' ἐνύδρους καὶ χερσαίους καὶ ὑψηλούς , Λέων δὲ προσάντεις καὶ
7230577 Ζαραδρου
πηγὰς ἡ Κασπειρία , ὑπὸ δὲ τὰς Βιβάσιος καὶ τοῦ Ζαράδρου καὶ τοῦ Διαμούνα καὶ τοῦ Γάγγου ἡ Κυλινδρινή ,
. ρκδ λ συμβολὴ Ζαράδρου καὶ Βιδάσπου ρκε λ συμβολὴ Ζαράδρου καὶ Βιβάσιος . . ρλα λδ συμβολὴ Βιδάσπου καὶ
7229188 ἐγκοιλα
προσήνεμα καὶ μετέωρα οὐκ ἐρυσιβᾷ ἢ ἧττον , ἀλλὰ τὰ ἔγκοιλα καὶ ἄπνοα : γίνεται δὲ ἡ ἐρυσίβη πανσελήνοις μάλιστα
πετρώδη , πέτρινα , ἄλιθα , ὀρεινά , βαθέα , ἔγκοιλα , τελματώδη , ὕφαμμα , ψαμμώδη , ἀπόκροτα ,
7220672 μειουσι
, βίαις ἐξαισίοις πνευμάτων : πάλιν τε ποταμοὺς πλημμυροῦσι καὶ μειοῦσι καὶ πεδία λιμνάζουσι καὶ τοὐναντίον ἀφαυαίνουσι : καὶ πελαγῶν
αἱ μετριότητες ἀπὸ τουτέων σκεπτέαι . Αἱ προαυξήσιες ἑκάστῳ ἃ μειοῦσι , καὶ αἱ μειώσιες ἃ προαυξοῦσι , καὶ τῇσι
7215102 πεδινους
ἐρήμους , ἡ δὲ Παρθένος σιτοσπόρους , ὁ δὲ Ζυγὸς πεδινούς , ὁ Σκορπίος τραχεῖς καὶ λῃστρικούς , ἔχοντας καὶ
χεῖς καὶ ἐρήμους , ἡ Παρθένος σιτοσπόρους , ὁ Ζυγὸς πεδινούς , ὁ Σκορπίος τραχεῖς καὶ λῃστρικούς , ἐν οἷς
7214760 ἀπροσπελαστοι
: μεγάλη γὰρ ἰσχὺς καὶ προθυμία αὐτοῖς ἦν καὶ χεῖρες ἀπροσπέλαστοι ἀπὸ τῶν ὤμων αὐτῶν ὑπῆρχον σὺν τοῖς λοιποῖς μέλεσιν
οὐδὲν ὁμοῖοι : διὰ τὸ ὑπερβάλλον μέγεθος . Ἄπλατοι : ἀπροσπέλαστοι ἀπὸ τοῦ α τοῦ κατὰ πολὺ καὶ τοῦ πελάω
7212432 ἐκοπτον
μάχη χειροποίητος . οἱ μὲν γὰρ ἐπιβάντες ἤδη τὸν κάλων ἔκοπτον , ὃς συνέδει τὴν ἐφολκίδα τῷ σκάφει : τῶν
τῇ Κυρήνῃ διά τινων μελῶν ἔτρεψε τούτους , καὶ φεύγοντες ἔκοπτον ἀλλήλους μηδενὸς διώκοντος . Λεκτέον τὴν διαίρεσιν τοῦ πρακτικοῦ
7209944 θρωσκουσιν
. Ἀσπασίην : εὐάρεστον . ἀσπάσιοι : μετὰ χαρᾶς . θρώσκουσιν : πηδῶσιν , ἐπέρχονται . ἐπειγόμενοι : σπεύδοντες .
τράγημα δέ ἐστιν πιθήκου τοῦτο δήπου δυστυχοῦς . Ὅμηρος : θρώσκουσιν κύαμοι μελανόχροες ἢ ἐρέβινθοι . Ξενοφάνης ὁ Κολοφώνιος ἐν
7207455 εὐκυκλοις
. . πεδάρσιοι ] ἐν πεδίῳ αἰρόμενοι . ἐπ ' εὐκύκλοις ὄχοις ] καλοὺς τροχοὺς ἔχουσι ἐν τοῖς ἅρμασι .
, καὶ ἀπὸ τῆς γῆς ἐπαιρόμενοι καὶ ὑψούμενοι ἐπὶ τοῖς εὐκύκλοις ὄχοις , ἤτοι ταῖς ἁμάξαις ταῖς εὐτρόχοις . τούτων
7206507 καταστεγοι
δέ γε αὐτῶν ἑτέρων τε τιμιωτέρων ὁδοί τε ἐν ἄστει κατάστεγοι στενωποί τε μεστοί . καὶ τοῖς μὲν ἴση ἡ
δέ τινες αὐτοῖς καὶ τῶν εἰς τοὺς ἀγροὺς φερουσῶν ὁδῶν κατάστεγοι . τοῖς δὲ πλείστοις αὐτῶν ὑπάρχουσιν οἰνῶνες ἐγγὺς τῆς
7204741 ταμνον
ἀνέρας . Οἳ δ ' ἐλάτῃσιν ἐπιβρίσαντες ἀν ' ὕλην τάμνον δένδρεα μακρά : περικτυπέοντο δὲ βῆσσαι θεινομένων : δολιχαὶ
. Μ . Θ . ἄφαρ δ ' ἐκ μηρία τάμνον πάντα κατὰ μοῖραν . * ) [ ἡ διπλῆ
7202700 ἐλατας
συμβαίνει διὰ τὴν φύσιν τῶν κτηδόνων . τὰς δὲ τοιαύτας ἐλάτας καὶ πεύκας τετραξόους καλοῦσι . εἰσὶ δὲ καὶ πρὸς
πτελέας , καθάπερ καὶ ὅπου πεῦκαι καὶ ἔλαται πεύκας καὶ ἐλάτας , ὥσπερ μιμουμένων κἀκείνων . Ἀλλὰ τὴν ἰτέαν ταχὺ
7200809 τυφη
τῷ ὕδατι ἰτέα κάλαμος , πλὴν τοῦ αὐλητικοῦ , κύπειρον τύφη φλεὼς βούτομος : ἐν δὲ τῷ ὕδατι μόνον σίδη
σίδη κάλαμος ὅ τε αὐλητικὸς καὶ ὁ ἕτερος κύπειρον φλεὼς τύφη , ἔτι γε μήνανθος ἴκμη καὶ τὸ καλούμενον ἴπνον
7197353 αὐλακας
ἀπεφύσων . Ὀρθὰς δ ' αὔλακας ] * Τὸ ὀρθὰς αὔλακας πρὸς τὸ ἤλαυνε συναπτέον , τὸ δὲ ἐντανύσας διὰ
. Πνέον ] Ἔπεμπον , ἀπεφύσων . Ὀρθὰς δ ' αὔλακας ] * Τὸ ὀρθὰς αὔλακας πρὸς τὸ ἤλαυνε συναπτέον
7195820 σκοπελοις
τὸν ἰχθὺν ἀνασπᾷ καὶ ἱπτάμενος ἔτι πάλλοντα κατεσθίει . τοῖς σκοπέλοις δὲ καὶ τοῖς αἰγιαλοῖς ἐφιζάνει καὶ ταῖς χοιράσι πέτραις
φαραγγώδης , ἔτι δὲ πέτρους ἔχων πυκνοὺς καὶ μεγάλους ἐοικότας σκοπέλοις . τοῦ δὲ ῥεύματος περὶ τούτους σχιζομένου βιαιότερον καὶ
7193109 σαυνια
ὀλίγου πάνυ τετιμημένων ἀργυρίου , ὅπλα δ ' ἦν αὐτῶν σαυνία καὶ σφενδόναι : οὗτοι τάξιν οὐκ εἶχον ἐν φάλαγγι
παρ ' ἑτέροις σαυνίων εἰσὶν οὐκ ἐλάττω , τὰ δὲ σαυνία τὰς ἀκμὰς ἔχει τῶν ξιφῶν μείζους . τούτων δὲ
7190050 τρημασιν
ἄκρα αὐτοῦ στρογγύλα ποιήσαντες ἐναρμόζουσιν εἴς τινα διαπήγματα ἐν στρογγύλοις τρήμασιν , ὥστε εὐκόπως αὐτὸν στρέφεσθαι , ὑπὲρ δὲ τὸν
τροπουμένων ] τὰς κώπας ἁρμοζόντων ἵνα ἴδωσιν εἰ συντρέχουσι τοῖς τρήμασιν . Γ νιγλάρων : ὁ νίγλαρος κροῦμά ἐστι καὶ
7187905 προτονοισιν
' εἰλάτινον κοίλης ἔντοσθε μεσόδμης στῆσαν ἀείραντες , κατὰ δὲ προτόνοισιν ἔδησαν , ἕλκον δ ' ἱστία λευκὰ ἐϋστρέπτοισι βοεῦσιν
' εἰλάτινον κοίλης ἔντοσθε μεσόδμης στῆσαν ἀείραντες , κατὰ δὲ προτόνοισιν ἔδησαν , ἕλκον δ ' ἱστία λευκὰ ἐϋστρέπτοισι βοεῦσι
7187676 ἀμφιδεας
πλάστρα , μαλάκιον , βότρυς , χλίδωνα , περόνας , ἀμφιδέας , ὅρμους , πέδας , σφραγῖδας , ἁλύσεις ,
περιβραχιόνια , περὶ δὲ τοὺς καρποὺς περικάρπια καὶ ἐχίνους καὶ ἀμφιδέας καὶ ὄφεις καὶ ψέλια καὶ χλιδῶνας καὶ βουβάλια ,
7187540 βεβρωμενας
οὐκ ἐᾷ δὲ βρωθῆναι μύλην , ἀλλὰ καὶ τὰς ἤδη βεβρωμένας ἀναλγεῖς ποιεῖ . Συνθέματα ἐξ αὐτῆς κατασκευαζόμενα τοιαῦτα :
Ῥίζαν σιλφίου κόψας καὶ λειώσας κατάπλασον . [ Ξηρίον πρὸς βεβρωμένας οὔλας καὶ ὀδόντας σειομένους . ] Μαστίχης γο .
7187439 ἐλοωντες
ἀμφί . ἀμφί : ἀμφοτέρωθεν . Καταΐγδην : συντόμως . ἐλόωντες : τύπτοντες . Λέλησται : ἐπιλάθεται . Γενύεσσι :
ἑξῆμαρ μὲν ἔπειτα ἐμοὶ ἐρίηρες ἑταῖροι δαίνυντ ' Ἠελίοιο βοῶν ἐλόωντες ἀρίστας : ἀλλ ' ὅτε δὴ ἕβδομον ἦμαρ ἐπὶ
7183832 περικλυζομενον
γονὴν , ἔδει περικλύζειν τὴν γονὴν τὸ αἷμα , καὶ περικλυζόμενον σήπειν καὶ σήπεσθαι ἐκ τῆς γονῆς . καί φαμεν
πέντε . νένευκε δ ' ἐπὶ τὴν θάλατταν ἅπαν τὸ περικλυζόμενον αὐτῆς , πλὴν οὐκ ἀθρόως ἀπὸ τοῦ Θρᾳκίου τείχους
7173446 ἀφεγγεις
καὶ ἐπὶ μιᾶς . ἰσοσθενής : ἰσοδύναμος . κευθμῶνας : ἀφεγγεῖς τόπους . καββαλών : καταβαλών . καθειργνύς : κατακλείσας
πατρῷον οἶκον ; καὶ οὐδὲ αἱ νύκτες αὐτῷ σκοτειναὶ καὶ ἀφεγγεῖς τοῖς ἀνθρώποις , ἀλλὰ καὶ αὗται φωτὸς πλήρεις καὶ
7167808 συρομενη
εἰς τὸ πηδάλιον καὶ ἐν τῇ θαλάσσῃ καθῆκεν καὶ ἔμεινε συρομένη ἐν αὐτῇ καὶ διὰ τοῦτο ἐκλήθη Σαρωνικὸν τὸ πέλαγος
δύσιν κατὰ τοῦ Ἀδριατικοῦ ἐστι πελάγους , ἥ τε Σαρωνικὴ συρομένη ἐστὶ πρὸς ἀνατολάς . Καὶ ταύτην τὴν Κορινθίαν Σαρωνίδα
7166652 πρηστηρες
οὔκ εἰσιν ἐν τῆι Ἰνδικῆι , ἄνεμοι δὲ πολλοὶ καὶ πρηστῆρες πολλοί : καὶ ἁρπάζουσιν ὅ τι ἂν λάβωσιν .
ἐξ αὐτοῦ ἢ δι ' αὐτὸν οἱ τοῦ πυρὸς ἀναδίδονται πρηστῆρες . κρουνοὺς δὲ τροπικῶς μέν φησιν ὡς ἐπὶ ποταμοῦ
7165607 χειμαρρων
καὶ στρογγύλα λιθίδια , οἷα ἡμεῖς ἐπὶ ταῖς ὄχθαις τῶν χειμάρρων ἀνευρίσκομεν : ταῦτά ποτε μὲν ἓν κατὰ μίαν ἔσκεπε
καὶ πεδιάδα βρίθουσαν ζῴων καὶ φυτῶν καὶ ποταμῶν αὐθιγενῶν καὶ χειμάρρων φορὰς καὶ πελαγῶν ἀναχύσεις καὶ εὐκρασίας ἀέρος καὶ τῶν
7157238 περιπλεοντες
τῶν ἐμπόρων τοῖς ἐπιδημοῦσιν ἐκεῖ , οἳ πᾶσαν τὴν οἰκουμένην περιπλέοντες δι ' ἐργασίαν ἀπήγγελλον ἅμα περὶ τῆς πόλεως ἃ
ἐπολεμεῖτο , Ἀθηναῖοι μὲν δυοῖν νεοῖν ἐναντίαιν αἰεὶ τὴν νῆσον περιπλέοντες τῆς ἡμέρας , Πελοποννήσιοι δὲ ἔν τε τῇ ἠπείρῳ
7154891 ἑλη
σύνδεσμος συναπτικός . καὶ ἀντὶ τοῦ ὅπως . εἴλει . ἕλη . εἰμί βʹ : ὀξυνόμενον τὸ ὑπάρχω . βαρυνόμενον
σήπεται τὸ ὕδωρ : φθινοπώρου δὲ πληρώσας ὁ Νεῖλος τὰ ἕλη τὸ μὲν ἐξέωσε τὸ παλαιόν , ἄλλο δ '
7149969 ἐξελυον
ἀσπίδας δηλονότι . Γ ἔκλυον ἱδρώοντας Γ : ἀπέλυον , ἐξέλυον . Γ εἶτα ἐν εἰσθέσει στίχοι ἰαμβικοὶ τρίμετροι ἀκατάληκτοι
τῶν βελῶν , πάντων δὲ τὴν ἐκ τῆς βίας φορὰν ἐξέλυον : τοὺς δ ' ἐκ τῶν πετροβόλων φερομένους λίθους
7135833 ἐπαρματα
; λέγομεν ὅτι ἐν μὲν τῇ πρωτοπαθείᾳ τοῦ ἥπατος τὰ ἐπάρματα ὑπὸ φλεγματικωτέρας ὕλης γίνονται , ἡ δὲ τοιαύτη ὕλη
στεχθῶσιν ἐν τοῖς ὑποχονδρίοις . τὰς οὖν ὀδύνας καὶ τὰ ἐπάρματα οἱ ψόφοι τῶν πνευμάτων καὶ οἱ βορβορυγμοὶ λύουσι .
7135771 λιμνας
ἦν ἀξίωμα τὸ διδόμενον . προσέταττε δῆτα τοῖς ὄρνεσιν ἐπὶ λίμνας καὶ πηγὰς ἀφικέσθαι καὶ τὸν ἑαυτῶν ἀποσμήξασθαι ῥύπον καὶ
, δυσάρεστος . ἐς στομάλιμνον : τὰς εἰς θάλασσαν ἐστομωμένας λίμνας οὕτως φασί . καὶ τὴν ἐν Τροίᾳ δὲ Στομαλίμνην
7134557 ἐνωμων
, ἐπεὶ βιαιότατόν ἐστι τὸ πῦρ : ῥήξεις τ ' ἐνώμων : τὰς τῆς χολῆς ῥήξεις ἐπεσκόπουν τὴν ὄψιν μεταφέροντες
' ἔσφαζον ἐμπύρους τ ' ἀκμὰς ἐνώμων ἄκραν τε λαμπάδα ἐνώμων : ἐπετήρουν . ἀντὶ τοῦ διέκρινον καὶ ἐσκόπουν .

Back