οὐκ ἐᾷ δὲ βρωθῆναι μύλην , ἀλλὰ καὶ τὰς ἤδη βεβρωμένας ἀναλγεῖς ποιεῖ . Συνθέματα ἐξ αὐτῆς κατασκευαζόμενα τοιαῦτα :
Ῥίζαν σιλφίου κόψας καὶ λειώσας κατάπλασον . [ Ξηρίον πρὸς βεβρωμένας οὔλας καὶ ὀδόντας σειομένους . ] Μαστίχης γο .
8834631 σχισμας
οἱ τὰς ῥάβδους χλωρὰς ἐσχηκότες , ἐλάχιστον δὲ ξηρὸν καὶ σχισμὰς ἐχούσας . ἐκ τούτων τινὲς χλωρὰς ἐπέδωκαν , τινὲς
: ἦσαν γάρ τινες ἐξ αὐτῶν ἐψωριακότες , ἕτεροι δὲ σχισμὰς ἔχοντες , ἀλλοὶ δὲ κεκολοβωμένοι , ἄλλοι δὲ λευκοὶ
8362186 μεσολευκοις
κοκκινοβαφεῖ περιλεύκῳ , καθ ' ἑκάτερον δὲ μέρος εἶχε δοκοὺς μεσολεύκοις ἐμπετάσμασι πυργωτοῖς κατειλημένας , ἐν αἷς φατνώματα γραπτὰ κατὰ
περιλεύκῳ , καθ ' ἑκάτερον δὲ μέρος εἶχε δοκοὺς , μεσολεύκοις ἐμπετάσμασι πυργωτοῖς κατειλημένας , ἐν αἷς φατνώματα γραπτὰ κατὰ
8360021 ἐπεδωκαν
ξηραὶ καὶ κεκομμέναι : ἐκέλευσεν αὐτοὺς χωρὶς στῆναι . εἶτα ἐπέδωκαν τὰς ῥάβδους οἱ τὰς ξηρὰς καὶ μὴ κεκομμένας ἔχοντες
πάθῃς τὸ τῶν ἀγεννῶν ἀνθρώπων , οἳ ἅπαξ ἐνδόντες εἰσάπαν ἐπέδωκαν ἑαυτοὺς καὶ ὡς ὑπὸ ῥεύματος παρεσύρησαν , ἀλλὰ μάθε
8350548 αἱνειν
αὐτοῦ , ἀφ ' οὗ καὶ ἡ αἱμασιὰ κέκληται . αἵνειν : τὸ ἀναδεύειν καὶ ἀνακινεῖν τὰς κριθὰς ὕδατι φύροντα
α . . Αἵνειν : . , ; . , αἵνειν : τὸ ἀναβράττειν ἀληλεσμένον σῖτον . . . οἱ
8304453 μελαμπαγες
. μελαμπαγὲς ] τὸ μετὰ τὸ πεπηγέναι μελαινόμενον . θ μελαμπαγὲς ] τὸ μεμελανωμένον . Ξ αἷμα φοίνιον ] τὸ
' ἂν αὐτοκτόνως αὐτοδάικτοι θάνωσι , καὶ γαΐα κόνις πίῃ μελαμπαγὲς αἷμα φοίνιον , τίς ἂν καθαρμοὺς πόροι , τίς
8277793 τριβολους
Διονυσαλεξάνδρῳ οὒκ , ἀλλὰ βόλιτα χλωρὰ κᾠσπώτην πατεῖν . τοὺς τριβόλους : Τοὺς μοχθηρούς . ἔστι δὲ ἀκανθῶδες φυτόν .
τοῖς λοιποῖς κρίκοις : πρὸς δὲ τοὺς πυροφόρους καὶ τοὺς τριβόλους τοὺς καιομένους καὶ τὰς λαμπάδας καὶ τὰς ἀνθυπορύξεις τοῖς
8275408 διεσπων
αὐτὰ καὶ στρατηγῶν τῶν ἀγόντων ἀγκυρῶν τε ἐπελαμβάνοντο καὶ καλῴδια διέσπων καὶ ναύταις συνεπλέκοντο καὶ τὸν πλοῦν ἐκώλυον . εἰσὶ
χαρακώματος οἱ Ῥωμαῖοι , τὰς ἀσπίδας σφῶν ὑπερσχόντες , ἤδη διέσπων , καὶ οἱ βάρβαροι καταθορόντες ἀπὸ τοῦ χαρακώματος εἴσω
8274572 ἐκτρωσιν
διά τε τὰς ἄλλας αἰτίας , καὶ δι ' ἐπάλληλον ἔκτρωσιν . παρέπεται δὲ ταῖς πασχούσαις συνουσίας ἀποστροφὴ , κατάψυξις
ἐλλιπές , ὥστε γίνεσθαι ποτὲ μὲν ἔκροιαν , ποτὲ δὲ ἔκτρωσιν , ποτὲ δὲ ὠμοτοκίαν . ἔκροια μὲν οὖν ἐστιν
8251778 κρανεα
Ἀσσύριοι δὲ στρατευόμενοι περὶ μὲν τῇσι κεφαλῇσι εἶχον χάλκεά τε κράνεα καὶ πεπλεγμένα τρόπον τινὰ βάρβαρον οὐκ εὐαπήγητον : ἀσπίδας
ἐγένετο τοῖσι οἱ Ἕλληνες ἐχρήσαντο : καὶ γὰρ ἐπὶ τὰ κράνεα λόφους ἐπιδέεσθαι Κᾶρές εἰσι οἱ καταδέξαντες καὶ ἐπὶ τὰς
8242211 Ἀρσενικου
ἐπιτίθει ὀλίγον ἔχουσαν τοῦ φαρμάκου . Πρὸς λεπροὺς ὄνυχας . Ἀρσενικοῦ ⋖ β , σανδαράχης ⋖ α . τερεβινθίνῃ ἀναλαβὼν
πλῆθος ἐνιεμένη θερμὴ πρακτικῶς βοηθεῖ . Τροχίσκος κατωτερικὸς Πρισκιανοῦ . Ἀρσενικοῦ , σανδαράχης , χάρτου κεκαυμένου ἀνὰ ⋖ ιβ ,
8239520 ῥαπτομεν
ἀνιηθεὶς σὴν πατρίδα γαῖαν ἵκοιο . εἰνάετες γάρ σφιν κακὰ ῥάπτομεν ἀμφιέποντες παντοίοισι δόλοισι , μόγις δ ' ἐτέλεσσε Κρονίων
πονούμενοι , οἷον ἐνεργοῦντες : “ εἰνάετες γάρ σφιν κακὰ ῥάπτομεν ἀμφιέποντες . ” ἀμφαφόωντα διὰ χειρὸς ἔχοντα , ψηλαφῶντα
8239080 βεβληατο
: καὶ ἐκοιμᾶτο χαμαὶ ἐπὶ στιβάδος : φύλλων κεκλιμένων χθαμαλαὶ βεβλήατο εὐναί . ἀρκεῖ γὰρ ταῦτα καὶ εἰς τὸ προσηνῶς
. . . . ? ἡ διπλῆ ὅτι συλληπτικῶς εἴρηκε βεβλήατο ἐπὶ τῶν οὐτασμένων . . τὰς γὰρ πρώτας πεδίον
8237490 ἀμβαρος
πρωτείου γοε . κρόκου τριχίνου γράμματα β . μόσχου , ἄμβαρος ἀνὰ γράμματα β . Κόστου λιαζʹ . ἤτοι λίτρ
καρποβαλσάμου , ἀρναβῶ , ἀμώμου , ἀλόης ἀνὰ γοβ . ἄμβαρος γοα . μαστίχης , μόσχου , ἀνὰ γράμματα στ
8236246 ποδοστραβας
πρὸς ὅ τι ἂν προσίῃ . χρὴ δὲ εἶναι τὰς ποδοστράβας σμίλακος πεπλεγμένας , μὴ περιφλοίους , ἵνα μὴ σήπωνται
τρισπίθαμον , περίφλοιον , πάχος παλαιστῆς . ἱστάναι δὲ τὰς ποδοστράβας διελόντα τῆς γῆς βάθος πεντεπάλαστον , περιφερὲς δὲ τοῦτο
8218716 ἐπιτιθετι
. ἄλλο . φύλλα μήκωνος καὶ σιδία σὺν παιπάλῃ κριθίνῃ ἐπιτίθετι . ἄλλο . ῥόδα ἑψήσας καὶ τρίψας κατάπλασσε .
ἐπιτίθει . ἄλλο . ἄρτον μετὰ περδικιάδος χλωρᾶς ἅμα κηρωτῇ ἐπιτίθετι τὴν ἡμέραν . ἄλλο . ἄρτον σὺν μελικράτῳ ἢ
8217451 καρυκευματα
ἐπηνθρακωμένα ἰχθύδια . εἴποι δ ' ἄν τις ζωμοὺς καρύκην καρυκεύματα , καταχύσματα , ἀβυρτάκην , παροψίδα : ἔστι δὲ
: ἔθος εἶχον ποιεῖν πλακοῦντας ἢ ἄρτους καὶ ἐπιπάσσειν τινὰ καρυκεύματα ἁλμυρά , καὶ διὰ τοῦτο ἔφη τὰ ἐπίπαστα .
8216612 ἐντιθεμενη
ἐντιθέμενος τοῖς μυκτῆρσι , καὶ μάννα χυλῷ πράσου φυραθεῖσα καὶ ἐντιθεμένη . χρὴ δὲ καὶ ἐλαίας φύλλοις λείοις ἁπαλοῖς ἔξωθεν
καὶ πᾶσαν συστροφὴν διαφοροῦσιν . Σπονδυλίου ἡ ῥίζα περιξεομένη καὶ ἐντιθεμένη συρίγγων τύλους ἀφαιρεῖ . καὶ ἐλλέβορος μέλας ἐντιθέμενος ἐν
8209537 φατνωματα
μέρος εἶχε δοκοὺς μεσολεύκοις ἐμπετάσμασι πυργωτοῖς κατειλημένας , ἐν αἷς φατνώματα γραπτὰ κατὰ μέσον ἐτέτακτο . τῶν δὲ κιόνων οἱ
τούτων ἑκάστῳ παρεδέδεντο κεραῖαι δύο , ἐφ ' ὧν κατεσκεύαστο φατνώματα δι ' ὧν ἠφίεντο λίθοι πρὸς τοὺς ὑποπλέοντας τῶν
8205195 συγκοψαντες
ποιοῦσι καὶ παντελῶς ἐξηλλαγμένον περὶ τὰς τῶν τετελευτηκότων ταφάς : συγκόψαντες γὰρ ξύλοις τὰ μέλη τοῦ σώματος εἰς ἀγγεῖον ἐμβάλλουσι
. . ὑπερπετάμεναι γὰρ τὸν καπνὸν σκοτοῦνται καὶ πίπτουσι : συγκόψαντες δ ' αὐτὰς μεθ ' ἁλμυρίδος μάζας ποιοῦνται καὶ
8192591 Καταπλασμα
. Μὴ τέγγειν τὴν κεφαλὴν , ἐπειδὰν οὐ ξυμφέρει . Κατάπλασμα ὀδύνης μὴ ἐνεούσης , ἀλλ ' ὡς ῥεύματος ἐπέχοντος
ἡ ὀδύνη μεγίστη ᾖ , πρόσμιξον καὶ ὑοσκύαμον . [ Κατάπλασμα εἰς ῥευματιζομένην κεφαλήν . ] Τοῦτο τὸ μίγμα οὐκ
8183629 βεβρωμενους
ἅμα γὰρ τῷ καίεσθαι στερεοῦται . [ στʹ . Πρὸς βεβρωμένους ὀδόντας . ] Πρὸς τοὺς δὲ βεβρωμένους ὀδόντας ἔμβαλε
μίξας μετὰ κρόκου ὠοῦ λάβε συχνόν . [ Πρὸς ὀδόντας βεβρωμένους . ] Ἀρσενικὸν , πέπερι , τυρὸν , ἄσβεστον
8181811 βραχεας
ἀσπίδων γέρρα : ὑπὸ δὲ φαρετρεῶνες ἐκρέμαντο : αἰχμὰς δὲ βραχέας εἶχον , τόξα δὲ μεγάλα , ὀϊστοὺς δὲ καλαμίνους
Μηδικῶν ἔχοντες ἐστρατεύοντο , τόξα δὲ καλάμινα ἐπιχώρια καὶ αἰχμὰς βραχέας . Σάκαι δὲ οἱ Σκύθαι περὶ μὲν τῇσι κεφαλῇσι
8178925 φιλαισιν
ἄλουτος ἐν φάραγξι σήπεται νέκυς . χρυσέαν βῶλον ψυκτήρια δένδρη φίλαισιν ὠλέναισι δέξεται . κρήνης πάροιθεν ἀνθεμόστρωτον λέχος ἀνθρωποκτόνος ἄγωνον
σε πυκνὴν φρένα καὶ φιλόσοφον ἐγείρειν φροντίδ ' ἐπισταμένην ταῖσι φίλαισιν ἀμύνειν . κοινῇ γὰρ ἐπ ' εὐτυχίαισιν ἔρχεται γλώττης
8169491 Χολην
ὅτι ἀπέλθῃ ὁ πόνος . [ Περὶ αἰγίλωπος . ] Χολὴν βοὸς καὶ ὑγρόπισσον καὶ ὄξος ἑνώσας ποίει ἔμπλαστρον καὶ
οὐ διψήσει . [ Πρὸς δυσηκοΐας καὶ κωφώσεις . ] Χολὴν αἰγείαν πρόσφατον ἴσα μίξας μέλιτι ἀκάπνῳ χλιαρὸν ἔνσταζον εἰς
8167381 ὀϊστοις
: Διὸς δ ' ἠλεύατο μῆνιν οὕνεκά τοι Κύκλωπας ἀμαιμακέτοισιν ὀϊστοῖς ἐν φθιτοῖσιν ἔτευξ ' Ἀσκληπιοῦ εἵνεκα λώβης . Ἤλυθε
πολεμικῶν Αἰθίοπες τοῖς μὲν τόξοις μεγάλοις , βραχέσι δὲ τοῖς ὀϊστοῖς : ἐπὶ δὲ τῆς ἄκρας τοῦ καλάμου κερκίδος ἀντὶ
8166100 στροβιλιων
καταποθὲν εὐχερῶς ἐκκρίνεται . βήσσοντος δὲ τοῦ βρέφους τοῖς διὰ στροβιλίων καὶ ἀμυγδάλων φρυκτῶν καὶ λινοσπέρμου καὶ γλυκυρρίζης χυλοῦ καὶ
δικτάμνου , δαφνίδων , ὠκίμου σπέρματος ἀνὰ # α , στροβιλίων # Ϛ , ζιγγιβέρεως # # , σελίνου σπέρματος
8164204 ψʹ
Κορινθίου κόλπου εἰς Πάτρας στάδια ψκʹ : ἐπὶ Λευκάδα στάδια ψʹ : ἐπὶ Κόρκυραν στάδια ψʹ : ἐπ ' Ἀκροκεραύνια
. Ἀπὸ δὲ ἄκρας Ταόκης ἐπὶ Ῥογομάνιος ποταμοῦ ἐκβολὰς στάδιοι ψʹ . Ἐν δὲ τῷ παράπλῳ νῆσος κεῖται Σῶφθα καλουμένη
8154657 ἐχουν
χῶσιν : οἱ προσδεχόμενοι πολεμίους κατὰ θάλατταν ἰσχυροτέρους αὐτῶν χῶμα ἔχουν ἐπὶ τοῖς στόμασι τῶν λιμένων , ὅπως δυσείσπλωτοι τοῖς
μὲν φύλακας ἐξέωσαν ἐκ τῶν φυλακτηρίων , τὴν δὲ τάφρον ἔχουν καὶ τὰ σταυρώματα διέσπων : οἱ δ ' εὐτολμότατοι
8150384 ἐφιδρουντες
καταψύξιος ἱδρώδεος ταχὺ ἀναθερμαινόμενα , κακόν . Οἱ ἐν ὀξέσιν ἐφιδροῦντες , ὑποδύσφοροι , κακόν . Οἱ παραλόγως , κενεαγγείης
ἄλλως τε καὶ στῆθος ἐπώδυνοι , καὶ ἐν τοῖς ῥίγεσιν ἐφιδροῦντες , καὶ ὄρχιας ἐπαίρονται : τούτου προσγενομένου , ἐπιῤῥιγοῦσι
8139852 φυκιδα
δευτέρῳ Ὁμοίων , παραπλησίας εἶναι λέγων πέρκην , χάνναν , φυκίδα . . . . . ΠΕΡΚΗ . καὶ ταύτης
πέρκαι . Σπεύσιππος παραπλησίας εἶναι λέγει πέρκην , χάννην , φυκίδα . Ἐπίχαρμος . πέρκας τ ' αἰόλας . Ἀριστοτέλης
8130854 κωληνα
οὐ λέγουσιν , θᾶττον δέ . Κωλύφιον μὴ λέγε , κωλῆνα δέ . Κακοδαιμονεῖν : οὕτως οἱ νόθως ἀττικίζοντες ,
στῆθος οὐ σαρκῶδες , πλευρὰς οὐ βαρείας οὐδὲ ἀσυμμέτρους , κωλῆνα σαρκώδη , λαγόνας ὑγράς , ἰσχία μεγάλα στρογγύλα εὔσαρκα
8118692 ὀδονταλγιαν
τούτου οἱ ὀδόντες παισὶν ὀδοντοφυοῦσι περιαπτόμενοι ἀνοδύνως φύονται καὶ πᾶσαν ὀδονταλγίαν περιαπτόμενοι ἰῶνται . ἡ δὲ χολὴ αὐτοῦ μετὰ ἀμυγδαλίνου
ὡς ξηρίον , ἰᾶται γὰρ παντοῖον ἕλκος ἐπιπασσόμενον , καὶ ὀδονταλγίαν ὠφελεῖ σὺν οἴνῳ πινόμενον καὶ κλυζόμενον . ἡ δὲ
8116389 Πεσσος
πολυούσιός τις ὤν . Πεσεῖν . ἀπὸ τοῦ πέδου . Πεσσός . ὁ πίπτων ὁμοίως ἐν τῷ βάλλεσθαι . Πυραμίς
πολυούσιός τις ὤν . Πεσεῖν . ἀπὸ τοῦ πέδου . Πεσσός . ὁ πίπτων ὁμοίως ἐν τῷ βάλλεσθαι . Πυραμίς
8099437 πλοκαμιδας
περὶ θυμὸν ἀπείριτον ἵκετο θάμβος . μέλψαι δὲ μνήσειας ἀειθαλέας πλοκαμῖδας , οἵαις κυδιόωσαν ἀπ ' ὀλβίστων σε λοετρῶν φαιδρὴν
χειμῶνος ἐν γυναικείοις ὑποδήμασι διετέλουν περιπατοῦντες κόμας τε ἔτρεφον καὶ πλοκαμῖδας ἔχειν ἤσκουν , διειλημμένοι τὰς κεφαλὰς διαδήμασι μηλίνοις καὶ
8094034 μελικηριδας
# α . ὁ ὀποπάναξ ὄξει λειοῦται . Ἄλλο εἰς μελικηρίδας . Σταφίδας ἐκγιγαρτισμένας κ , λεπίδος , μάννης ἀνὰ
. ὅ γε μὴν χιτὼν πολὺ παχύτερος ὁ περιέχων τὰς μελικηρίδας , καὶ τὸ σχῆμα ἐπὶ μὲν τῶν μελικηρίδων ἀεὶ
8092593 ἐρεικης
κεκαυμένου καὶ πεπλυμένου ⋖ η , ὀπίου ⋖ δ , ἐρείκης καρποῦ ⋖ δ , σμύρνης ⋖ δ , κόμμεως
. σποδίου , πομφόλυγος πεπλυμένης ἀνὰ δραχ . η . ἐρείκης καρποῦ , στυπτηρίας σχιστῆς , χαλκάνθου , σμύρνης ,
8092249 Ἐπιθεμα
ἐνέσει προθεραπεία ἡ αὐτὴ ἡ ἐπὶ τοῦ Νυμφοδότου προειρημένη . Ἐπίθεμα δυσεντερικοῖς . Στυπτηρίας ὑγρᾶς , ἀκακίας , κηκῖδος ,
φυγαδεύει . ἄλλο . χυλῷ στρύχνου χεῖρας κατάχριε . [ Ἐπίθεμα πρὸς τὰ δήγματα τῆς ἐχίδνης . ] Ἐχίδνης κεφαλὴν
8089449 φοινικιδας
μαλακῶς καθέζωνται , τὰ καλούμενα ὑπηρέσια . . . . φοινικίδας ] οἱονεὶ πυρρὰ παλλία . . . . ἢ
Ἰνδοὶ καὶ ἀποθλίβουσι , καὶ ἐξ αὐτῶν βάπτουσι τάς τε φοινικίδας καὶ τοὺς ὑπ ' αὐταῖς χιτῶνας καὶ πᾶν ὅ
8083431 πλοκανον
: ὃ διαφθείροντες οἱ ἰδιῶται βρίσχον καλοῦσιν . ἔστι δὲ πλόκανόν τι , ἐν ᾧ σῦκα καὶ τὴν ἄλλην ὀπώραν
: ὃ διαφθείροντες οἱ ἰδιῶται βρίσχον καλοῦσιν . ἔστι δὲ πλόκανόν τι , ἐν ᾧ σῦκα καὶ τὴν ἄλλην ὀπώραν
8079699 φρενιτικοισι
ὀλέθριον . Αἱ προεξαδυνατησάντων παραφροσύναι , κάκισται . Τὰ ἐν φρενιτικοῖσι πυκνὰ μεταπίπτοντα , σπασμώδεα , πονηρά . Οἱ ἐν
, κακὸν τὸ τοιοῦτον : καὶ πτυελισμὸς κακόν . Ἐν φρενιτικοῖσι λευκὴ διαχώρησις , κακὸν , ὡς καὶ τῷ Ἀρχεκράτει
8077933 πυελοι
τὰ παρατεθέντα διασκευάσαντας . παρὰ Συβαρίταις δ ' εὑρέθησαν καὶ πύελοι , ἐν αἷς κατακείμενοι ἐπυριῶντο . πρῶτοι δὲ καὶ
τὰ παρατεθέντα διασκευάσαντας . παρὰ Συβαρίταις δ ' εὑρέθησαν καὶ πύελοι , ἐν αἷς κατακείμενοι ἐπυριῶντο : πρῶτοι δὲ καὶ
8076877 ὀξυκαρδιοι
] ὀξύθυμοι καὶ πρὸς μάχην καὶ φόνον θερμότατοι . θ ὀξυκάρδιοι ] τολμηροὶ καὶ ἀκάθεκτοι , ὀξέως καὶ ἀσκέπτως κινούμενοι
ἐκεῖνος δὲ τούτου , καθάπερ καὶ πρόσθεν ἐγένετο . θ ὀξυκάρδιοι : ὀξύθυμοι ὄντες ἐμοιρήσαντο καὶ διενείμαντο τὰ κτήματα ὥστε
8072735 ἀναλυουσιν
ἢ ῥήματα , ἀνάλυσις δὲ καθ ' ἣν τὰ συντεθέντα ἀναλύουσιν ἐπὶ τὰ ἁπλᾶ ἐξ ὧν συνετέθη , εἰς τὰς
: ὅτι οἱ θεοὶ καὶ οἱ ἄνθρωποι κατὰ τὸν ποιητὴν ἀναλύουσιν οἴκαδε καὶ κοιμῶνται . . Ψ , α δὴ
8071485 φυρησας
, κύμινον , χολὴν ταύρου , ταῦτα ξυμμίξας καὶ μέλιτι φυρήσας καὶ ἐς ῥάκος ἐνθεὶς προσθεῖναι , ἡμέρην δὲ ὅλην
λεῖον , ἄλευρον ξυμμίσγων ὡς κάλλιστον , ἐν οἴνῳ λευκῷ φυρήσας , καταπλάσσειν , καὶ ἄλειφα πρὸς τούτοις ξυμμίξας .
8069935 Κλυσμοι
, ὕδατος ἐγχέων : ἢ ἐν κύστεσιν ἐλαίῳ θερμῷ . Κλυσμοὶ ῥόων : μυρσίνης φύλλα καὶ δάφνης καὶ κισσοῦ ,
καὶ προστιθέναι , ἄχρις ἂν κατ ' ὀλίγον ἀπολυθῇ . Κλυσμοὶ καθαρτικοὶ μητρέων , ἢν ἐκ τόκου ἑλ - κωθέωσιν
8069301 ἀσπαλαθους
θριγκὸν περιβαλεῖν , αἱμασιὰν περιελάσασθαι , ῥάχον περιστήσασθαι , ἢ ἀσπαλάθους ἐγείρειν . θλίβειν τὰς σταφυλὰς ἐν ταῖς ληνοῖς ,
' εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς πάλιν . Ὑπ ' ἀναδενδράδων ἁπαλὰς ἀσπαλάθους πατοῦντες ἐν λειμῶνι λωτοφόρῳ , κύπειρόν τε δροσώδη ,
8068750 Σιληνοι
τούτους ἐπορεύοντο ὄνων ἶλαι πέντε , ἐφ ' ὧν ἦσαν Σιληνοὶ καὶ Σάτυροι ἐστεφανωμένοι . τῶν δὲ ὄνων οἳ μὲν
οἳ δὲ μίλτῳ καὶ χρώμασιν ἑτέροις . μεθ ' οὓς Σιληνοὶ δύο ἐν πορφυραῖς χλανίσι καὶ κρηπῖσι λευκαῖς . εἶχε
8053917 ξανθαις
: αἱ μὲν γὰρ λευκαῖς ἵπποις ἐμπεφύκασιν , αἱ δὲ ξανθαῖς συνάπτονται , τὰς δὲ ποικίλλει μέν , ἀποστίλβει δὲ
αὐχένι . Κυδιόων : δοξάζων , χαίρων . μελιχρύσοισι : ξανθαῖς . ἐθείραις : κορύμβοις . Ὁπλίζεο : ὅπλησον .
8047233 πετευρον
Νωνακριεύς νωτοπλῆγα ξειρης Ὀλυμπίειον ὀνηλατεῖν ὀνυχίζεται οὐδαμᾷ Παμβωτάδαι πέδων περίζυξ πέτευρον πλεισταχόθεν πλυντρίδες προσχίσματα πρόσχορον προσῳδός πυξίον καὶ πυξίδιον πυτίνη
. ἔνιοι τὴν δοκόν , οἱ δὲ πηκτὸν ὀρνιθοτροφεῖον . πέτευρον δὲ σανίδιον λεπτὸν καὶ τεταμένον , ᾧ εἰς τοὺς
8046073 φαρμακοι
Πέρσαι τοῦ φαρμακεύειν τοὺς ὀϊστούς . φαρμακτῆρες : φαρμακουργοὶ , φαρμακοί . μητίσαντο : ἐβουλεύσαντο , ἐφεῦρον . Ζωῇ :
καὶ κράνος περιφαινόμενον ἐπέγραψε Βούτης . Θελγῖνες : γόητες , φαρμακοί . θεμισσέτω : νομοθετείτω , δικαζέτω . θεοὶ Μολοττικοί
8039806 γαυλοι
γαυλώς : παρὰ τὸ γάλα . εἴδη δέ εἰσιν οἱ γαυλοὶ ἀγγείων ποιμενικῶν . σκαφίδας : ἀγγεῖα , εἰς ἃ
μαλακῆς πόας ὑπὸ τῆς νοτίδος τρεφομένης . Ἀνέκειντο δὲ καὶ γαυλοὶ καὶ αὐλοὶ πλάγιοι καὶ σύριγγες καὶ κάλαμοι , πρεσβυτέρων
8031979 ἐξεβακχευθη
. θέλει δὲ εἰπεῖν : τὴν πρὸς σὲ διάθεσιν καταλιποῦσα ἐξεβακχεύθη : τὸ σὸν λιποῦσα : ἀντὶ τοῦ φίλτρον .
ἐκεῖσε τίνι τρόπωι κατήραμεν ; ἐμάνητε , πᾶσά τ ' ἐξεβακχεύθη πόλις . Διόνυσος ἡμᾶς ὤλες ' , ἄρτι μανθάνω
8030099 Τοσοι
μέριζε παρὰ τῶν εʹ : γίνονται ρπʹ . Ἐὰν δὲ Τόσοι πόδες εὐθυμετρικοὶ πόσοι πήχεις εὐθυμετρικοί ; ποίει τὸ ἀνάπαλιν
ἐμβαδικοὶ πόσοι πήχεις ἐμβαδικοί ; τὸ ἀνάπαλιν . Ἐὰν δὲ Τόσοι πήχεις στερεοὶ πόσοι πόδες στερεοί ; ποίει οὕτως :
8029581 φορυτου
πανταχοῦ δὲ λεγόμενον σημεῖον δημόσιον χειμέριον , ὅταν σύες περὶ φορυτοῦ μάχωνται καὶ φύρωσιν . . σύες φορυτῶι ἔπι μαργαίνουσαι
ἄπλετόν ἐστι τὴν ἰσχύν . κοιμίζεται δὲ καὶ ἀφανίζεται πολλοῦ φορυτοῦ καταχυθέντος . λέγει ὁ Κνίδιος Κτησίας ταῦτα . Ἡ
8025672 ἐρειψιτοιχοι
. ἐρειψίτοιχοι ] οἱ καταβάλλοντες . ἐρειψίτοιχοι ] καταβολεῖς . ἐρειψίτοιχοι ] καταβληταί . ἐρειψίτοιχοι ] οἱ ῥίψαντες . ἐρειψίτοιχοι
ἐρειψίτοιχοι ] ὄλεθροι , πορθηταί θ ἐρειψίτοιχοι ] ὀλέθριοι . ἐρειψίτοιχοι ] καταβληταί , ἀνατραπεῖς . Ξ πικρὰς μοναρχίας :
8024867 πιπιζειν
καὶ τέττιγας τερετίζειν , καὶ μελίττας βομβεῖν , καὶ ἔποπας πιπίζειν , καὶ γλαῦκας ἰύζειν , καὶ μελεαγρίδας κακκάζειν ,
τοῦ καθάπτεσθαι τῶν σμωμένων . ὁ Σύμμαχός φησι παρὰ τὸ πιπίζειν τὸν οἶνον . ἐγὼ δὲ οὐχ ὁρῶ τὸ πιπίζειν
8023101 κλιναν
ῥόθος , ἀλλὰ καὶ Ἰνδὸν θῆρα κελαινόρινον ὑπέρβιον ἄχθος ἀνάγκῃ κλῖναν ἐπιβρίσαντες , ὑπὸ ζεύγλῃσι δ ' ἔθηκαν οὐρήων ταλαεργὸν
δαμάσαντες Ἀχαιούς . * ) [ ἡ διπλῆ ὅτι τὸ κλῖναν ] ἀντὶ τοῦ κλιθῆναι ἠνάγκασαν . . . Ε
8022526 Λιβα
τῆς Ἀσίας διαμερίζει ἢ ἀφορίζει , τὴν μὲν Λιβύην πρὸς Λίβα ἄνεμον , τὴν δὲ Ἀσίαν πρὸς ἀνατολὰς ἔχων .
δὲ τῆς ὑπογείου μοίρας ἕως τῆς δυνούσης ἐστὶ τὸ πρὸς Λίβα . ἀπὸ δὲ τῆς δυνούσης μοίρας ἕως τῆς μεσουρανούσης
8021879 τυπτομεναι
: ἡ μεταφορὰ ἀπὸ τῶν ταύρων . κερωτυπούμεναι ] ἤγουν τυπτόμεναι παρ ' ἀλλήλων . ζάληι ] ταραχῆι σὺν ὄμβρωι
ποιεῖ τὸ πληθυντικόν , Ὁμήρω Ὅμηροι , Σαπφώ Σαπφοί . τυπτόμεναι : πᾶσα εὐθεῖα δυϊκῶν εἰς α λήγουσα προσθέσει τοῦ
8019364 βελοναις
ὑβρίζοντες , κεντοῦντες αὐτὰς ὑπὸ τοῖς ὄνυξι τοῖς τῶν χειρῶν βελόναις ἀπέκτειναν . τὰ δὲ ὀστᾶ κατέκοψαν ἐν ὅλμοις ,
Ἄρχιππος ἐν Ἰχθύσι : λεπάσιν , ἐχίνοις , ἐσχάραις , βελόναις τε τοῖς κτεσίν τε . αἱ δὲ βάλανοι καλούμεναι
8017637 Ἀσβεστου
δὲ καὶ καθ ' αὑτὴν ἡ λεπίς . Ἄλλο . Ἀσβέστου , λεπίδος χαλκῆς , μάννης ἴσα . ποιεῖ τοῦτο
. Χαλκίτεως , μίσυος , λεπίδος , κηκῖδος ἴσα . Ἀσβέστου # α , φέκλης ⋖ α , νίτρου #
8016025 ἐγραμματευες
' ἐτελούμην : ἐτριταγωνίστεις , ἐγὼ δ ' ἐθεώρουν : ἐγραμμάτευες , ἐγὼ δ ' ἐκκλησίαζον : ἐξέπιπτες , ἐγὼ
' ἐφοίτων . ἐτέλεις , ἐγὼ δ ' ἐτελούμην . ἐγραμμάτευες , ἐγὼ δ ' ἠκκλησίαζον . ἐτριταγωνίστεις , ἐγὼ
8015131 ἀνατετραμμενα
κέλης κέλητα παρακελητιεῖ , ἅρματα δ ' ἐπ ' ἀλλήλοισιν ἀνατετραμμένα φυσῶντα καὶ πνέοντα προσκινήσεται : ἕτεροι δὲ κείσονταί γ
εἰπεῖν “ σώματα ” “ ἅρματα ” εἶπεν . Γ ἀνατετραμμένα : ἀντὶ τοῦ “ περικείμενα ἀλλήλοις τὰ σώματα ”
8014365 ἀπικωνται
: ταῦτα παρὰ πᾶσαν πόλιν παραποταμίην ποιεῦσι . Ἐπεὰν δὲ ἀπίκωνται ἐς τὴν Βούβαστιν , ὁρτάζουσι μεγάλας ἀνάγοντες θυσίας ,
ἔνεστι , ἐν δὲ τοῖσι μέζοσι πλέονες . Ἐπεὰν ὦν ἀπίκωνται πλέοντες ἐς τὴν Βαβυλῶνα καὶ διαθέωνται τὸν φόρτον ,
8010760 εὐναζοντο
' ἐξ ἁλὸς ἦλθον ἀολλέες . αἱ μὲν ἔπειτα ἑξῆς εὐνάζοντο παρὰ ῥηγμῖνι θαλάσσης : ἔνδιος δ ' ὁ γέρων
χλοερῆς κεκορηότες ὑψόθι ποίης , κεκλιμένοι βαρύγουνον ἐπ ' ἰσχίον εὐνάζοντο . ὣς ὁ μὲν ὑψορόφοιο φυτῶν ὑπένερθε καλύπτρης τηλόθεν
8002488 ἐμπυροι
καὶ ἔργον καὶ πλάσμα καὶ κατασκεύασμα . τέχναι δ ' ἔμπυροι καὶ ἄπυροι . Αἱ μὲν ἐκ τοῦ πωλεῖν ,
οἱ χαλεπώτατοι καὶ φλέγοντες τοῖς ἀλγήμασι τοὺς πληγέντας . * ἔμπυροι : φλογώδεις μεταμώνιον : οὐ μάταιον , ἀλλὰ δεινόν
8001599 σακεσιν
συγκριτικῷ ἀντὶ ἁπλοῦ . . . . . κυάνεαι , σάκεσίν τε καὶ ἔγχεσι πεφρικυῖαι : ἡ διπλῆ , ὅτι
βουλόμενος ἐπὶ τῶν πολεμικῶν τάξεων φησί [ Δ ] κυάνεαι σάκεσίν τε καὶ ἔγχεσι πεφρικυῖαι . ὃ γὰρ ἐκ τῶν
8001337 ἀνοητοτερους
κακοήθεις ἄνδρες εἰσί . δάκτυλοι μικροὶ πάνυ ὄντες καὶ λεπτοὶ ἀνοητοτέρους ἄνδρας σημαί - νουσι . δάκτυλοι παχεῖς κολοβοὶ τολμητήν
θηριώδη ἄνδρα δηλοῦσιν : οἱ πολὺ δὲ μακροὶ καὶ λεπτοὶ ἀνοητοτέρους καὶ ὑποχαυνοτέρους καὶ φλυαροτέρους ἄνδρας σημαίνουσιν . οἱ δὲ
7995400 βαλαναγρας
δύναμιν ἔξω τείχους προστάξας κλεῖσαι τὰς πύλας καὶ βαλεῖν τὰς βαλανάγρας ὑπὲρ τὸ τεῖχος , ἃς δὴ καὶ λαβὼν ἔδειξε
ἄλλα ἐπιτρέψονται ἐμοὶ Βαβυλώνιοι καὶ δὴ καὶ τῶν πυλέων τὰς βαλανάγρας . Τὸ δὲ ἐνθεῦτεν ἐμοί τε καὶ Πέρσῃσι μελήσει
7994622 ἐφορεον
κατ ' ἔριν τὴν Ἀθηναίων περόνας ἔτι καὶ ἐς ἐμὲ ἐφόρεον μέζονας ἢ πρὸ τοῦ . Τῆς δὲ ἔχθρης τῆς
δὲ μάχη σφέων ἦν ἀπ ' ἵππων , δόρατά τε ἐφόρεον μεγάλα καὶ αὐτοὶ ἦσαν ἱππεύεσθαι ἀγαθοί . Ἐς τὸ
7992759 προμετωπιδια
τάγμα . Ξ ἐν ἀμπυκτῆρσιν : οἱ κορυφιστῆρες , τὰ προμετωπίδια κυρίως . νῦν δὲ λέγει τοῖς χαλινοῖς ἵν '
ἐν ἀμπυκτῆρσιν ] ἀμπυκτῆρες οἱ κορυφιστῆρες , τὰ κυρίως λεγόμενα προμετωπίδια . νῦν δὲ λέγει τοῖς χαλινοῖς , ἵν '
7990317 ὑδατιδας
ὀλίγων , ἰσχάδων σαρκὶ ἀναλαβὼν ὑποτίθει . Ἐπὶ δὲ τῶν ὑδατίδας , λέγω δὴ τὰς μικραῖς ἐοικυίας κύστεσιν ἐν τῇ
ἀχλύας , μύωπας , τραχώματα , μυδριάσεις , νυκτάλωπας , ὑδατίδας , ψωροφθαλμίας , ξηροφθαλμίας , μίλφους , βεβρωμένους κανθούς
7989363 κυρβασιας
βραχέας . Σάκαι δὲ οἱ Σκύθαι περὶ μὲν τῇσι κεφαλῇσι κυρβασίας ἐς ὀξὺ ἀπηγμένας ὀρθὰς εἶχον πεπηγυίας , ἀναξυρίδας δὲ
βραχέα : ἀναξυρίδας δὲ ἔχοντες ἔρχονται ἐς τὰς μάχας καὶ κυρβασίας ἐπὶ τῇσι κεφαλῇσι . Οὕτω εὐπετέες χειρωθῆναί εἰσι .
7988195 Ξηριον
μεσωρί , ὅ ἐστιν αὔγουστος , μαλάχην μὴ φαγεῖν . Ξηρίον τοῦ Μαλωριανοῦ . Σχιστῆς γο βʹ , κισήρεως γο
, ἀνὰ γο . αʹ . λειώσας χρῶ . [ Ξηρίον πρὸς ὀδόντας , πλαδαρὸν στόμα καὶ αἱμῶδες σμῆξαι καὶ
7984667 πυρινα
τούτων κριθέων ἄχυρα ἑψεῖν . Ἢ ἀρωμάτων ὕδατι συναφεψεῖν πίτυρα πύρινα . Ἢ ἀσταφίδος ἀποβρέγματι πίτυρα πυρῶν ἑψεῖν , ἢ
' ἅπαντα φθαρτὰ πλὴν τῶν στοιχείων . , Ἐ . πύρινα [ . εἶναι τὰ ἄστρα ] ἐκ τοῦ πυρώδους
7981422 ἀρκειου
πάντα κόπτε καὶ ϲῆθε λεπτῷ κοϲκίνῳ , εἶτα ἐπιβαλὼν ϲτέατοϲ ἀρκείου λι . δ καὶ φώκηϲ τὸ ἴϲον ἀνάκοπτε καὶ
οἴνου . ἡ κεφαλὴ δὲ αὐτοῦ καιομένη καὶ μετὰ ϲτέατοϲ ἀρκείου ἐπιχριομένη οὐ μόνον ἐϲτὶν ἀλωπεκιῶν ἴαμα ἀλλὰ καὶ ἐξ
7980299 Δαφνιδων
, ἐλαίου παλαιοῦ ⋖ α . Κατάπλασμα εἰς ἡμικρανίαν . Δαφνίδων λείων ⋖ β , πηγάνου φύλλων ⋖ β ,
χαλκίτεωϲ , ϲχιϲτῆϲ , διφρυγοῦϲ ἴϲα : ξηρῷ χρῶ . Δαφνίδων , νίτρου Ἀλεξανδρινοῦ , ἁλὸϲ πεφρυγμένου , ἁλὸϲ Καππαδοκικοῦ
7980258 ὑλωδεις
θαλύσια γουνῷ ἀλωῆς γὰρ Οἰνεὺς ἔρεξεν . ” θάμνοι οἱ ὑλώδεις τόποι : “ οἱ δέ τε θάμνοι πρόρριζοι πίπτουσι
καὶ καθύγρους τόπους τοὺς κλάδους ; . . ἰαμεναὶ οἱ ὑλώδεις καὶ ἔνυδροι τόποι . ἰάμνους δὲ τὰς ἰαμενάς .
7975649 περιεφυσαν
: περσικὴ καὶ εἶδος ὑποδήματος : ὅθεν καὶ τὸ ” περιέφυσαν “ ἔθηκε , πρὸς δὲ τὸ ” περσικαί “
, ἐγεννήθησαν . , ἡπλώθησαν , τοῖς ποσὶν αὐτῆς . περιέφυσαν : ἐκ μεταφορᾶς τῶν φυομένων ἐν τοῖς δένδρεσιν ὀθνείων
7975587 σηπιης
νήστει ἀκτῆς καρπὸν ὅσον πυρῆνας ἓξ ἐν οἴνῳ ἀκρήτῳ καὶ σηπίης ὠὰ ὅσον δέκα ἢ δυοκαίδεκα : ταῦτα τρίψαντα ὁμοῦ
κεφαλὴν , καὶ γλυκυσίδης κόκκους πέντε τοὺς μέλανας , καὶ σηπίης ὠὰ , σπέρμα σελίνου ὀλίγον ἐν οἴνῳ : καὶ
7974228 Πομα
μέρος ʹʹ . μετὰ ὀξυμέλιτος πότιζε . [ λστʹ . Πόμα πρὸς ῥοῦν γυναικεῖον . ] Πευκεδάνου ῥίζαν καὶ κυπαρίσσου
ἔστω καὶ τρόφιμον , ἥκιστα δὲ γλίσχρον καὶ περιττωματικόν . Πόμα δὲ οἶνος ὁ λευκὸς τῇ χροιᾷ καὶ λεπτὸς τῇ
7972284 Κροκου
ῥοδίνου τὸ ἀρκοῦν : τὸν κρόκον λείου γάλακτι γυναικείῳ . Κρόκου ⋖ α , ὑϲϲώπου ⋖ α , μυελοῦ ἐλαφείου
χρείας μίγνυε τοῦ φαρμάκου μέρος ἓν καὶ οὕτως ἐπιτίθει . Κρόκου . . . . . . . . οὐγγ
7972153 εὐεκκριτοι
δριμεῖαι , εὔστομοι , δύσφθαρτοι , δυσδιαχώρητοι , τροφώδεις , εὐέκκριτοι : αἱ δ ' ἀπ ' αἰγιαλῶν σκληρόσαρκοι καὶ
ἁλμυρὸν καὶ λιπῶδες ἄτροφοι καὶ δυσδιοίκητοι : πάνυ δ ' εὐέκκριτοι μαραυγείας τε καὶ παγούρου καὶ μάλιστα τριγλῶν . παρὰ
7971224 Φεας
Β . Ρ . ἐπαιγίζοντα κατὰ . . ἡ δὲ Φεὰς ἐπέβαλλεν . ὅτι νῦν μὲν Φεὰς πληθυντικῶς εἴρηκεν ,
ἠέλιος „ , σκιόωντό τε πᾶσαι ἀγυιαί : ἡ δὲ Φεὰς ἐπέβαλλεν , ” ἀγαλλομένη Διὸς οὔρῳ , ἠδὲ παρ
7970299 Ἀροτρῳ
χοῖρε γίγαρτα : οἷον ὧν κατέφαγες , ἀποδώσεις πλείονα . Ἀρότρῳ ἀκοντίζεις : ἐπὶ τῶν ἀπερισκέπτως τι ποιούντων , καὶ
ἂν ῥηθείη . Ἄρεος νεοττόν : ἐπὶ τῶν φιλοπολέμων . Ἀρότρῳ ἀκοντίζεις : ἐπὶ τῶν ἀδιασκέπτως τι ποιούντων καὶ τὸ
7969831 πιπρασκουσι
, καὶ προκαταδικάζεσθαι ὡς Δείναρχος . , ὁ δὲ τοῖς πιπράσκουσι προξενῶν προπράτωρ , ὡς Δείναρχος καὶ Ἰσαῖος εἴρηκεν :
“ πράγμασιν ” . Γ ἔθος ἐστὶ τοῖς μαγείροις καὶ πιπράσκουσι τὰ κρέα μιγνύειν κρέα προβάτων τε καὶ αἰγῶν καὶ
7969465 γοε
φύλλου , καρποβαλσάμου , ἀνὰ λίτ . α . ξυλοκασίας γοε . Κασίας γοδ . κόστου , στύρακος λιπαροῦ ,
. ἐλαίου ὀμφακίνου ξεε ἤτοι ξέστ . ε . πεπέρεως γοε ἤτοι οὐγ . ε . φύλλου , καρυοφύλλου ἀνὰ
7968399 συνεβαλλεν
' ἔρριψεν ἔραζε , αὖτις δ ' ἅψεα χερσὶν ἐϋσταλέως συνέβαλλεν , οἱ δ ' ἄφαρ ἔζωον χλοεροῦ θ '
εἰ μὴ κρατοῖμεν , οὐδὲ σωτηρίαν . ταῦτα εἰπὼν αὐτίκα συνέβαλλεν , οὐκ ἐπελπίσας ὥσπερ ἕτεροι τὸν στρατόν , ἀλλὰ
7967803 ἐνσταζομενον
. Τούτου τὸ ἧπαρ ὀπτόμενον μετὰ τοῦ ἰχῶρος νυκτάλωπας ὠφελεῖ ἐνσταζόμενον . τὸ δὲ αἷμα αὐτοῦ ξηρὸν μετὰ κικίδων καὶ
τὰ φύλλα ἐπιπλασσόμενα . [ Θεραπεία ὠταλγίας . ] Ἀμυγδαλέλαιον ἐνσταζόμενον εἰς τὸ οὖς , ἢ καρέλαιον ἐνσταζόμενον , ἢ
7966029 Βλεπεις
εἶναι : ὅμοια γὰρ ἦν πάντα . λέγει μοι : Βλέπεις , φησί , τὰ δένδρα ταῦτα ; Βλέπω ,
τοῦ ἰδεῖν . ἐμβλέψασά μοι ὑπεμειδίασεν καὶ λέγει μοι : Βλέπεις ἑπτὰ γυναῖκας κύκλῳ τοῦ πύργου ; Βλέπω , φημί
7965438 ΠΥΡΙΤΟΥ
νικᾷ , καὶ ἡ φύσις τὴν φύσιν κρατεῖ . ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΠΥΡΙΤΟΥ . ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΠΥΡΙΤΟΥ ΑΡΓΥΡΙΤΟΥ . ΘΕΙΟΥ ΜΕΛΑΝΟΣ ΕΝΚΑΥΣΤΟΙΙΟΙΗΣΙΣ .
σβέννυται ὄξει : εἶτα λειοῦται : πυρροκαταβάπτεται διστάκις . ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΠΥΡΙΤΟΥ . Ἐκζέσας αὐτὸν ἐν θαλασσίῳ ὕδατι τριβέντα ἡμέραν αʹ
7961998 ἐπισωτρα
ἥλους ποιεῖν , στόμωμα Κρατῖνος γὰρ ἔφη Χαλυβδικὸν στόμωμαπαττάλους , ἐπίσωτρα πλήμνας κλεῖδας ἀνακλεῖδας παρακλεῖδας βαλανάγρας , ἁλύσεις , βαλάνους
χοινικίσιν ἐμβαλλόμεναι . ἢ πασσαλίσκοι κωλύοντες ἐξιέναι τὸν τροχόν . ἐπίσωτρα οἱ ἐπικείμενοι κύκλοι τοῖς τροχοῖς ἤτοι οἱ κανθοὶ οὕτω
7961182 Ἀνεμοι
Ἡφαίστου μαλεροῖο , γόος δ ' ἀλίαστος ὀρώρει Μυρμιδόνων . Ἄνεμοι δὲ καὶ ἐσσύμενοί περ ἀέλλῃ πᾶν ἦμαρ καὶ νύκτα
τὸ πολὺ ἐν περιτταῖς οἱ δὲ νότοι ἐν ἀρτίαις . Ἄνεμοι αἴρονται ἁμ ' ἡλίῳ ἀνατέλλοντι καὶ σελήνῃ . Ἐὰν
7957731 ᾐκασεν
οὖν ἀλώπηξ προσετέθη πρὸς τῷ κυνί ; Ἀλωπεκίοισι τοὺς στρατιώτας ᾔκασεν , ὁτιὴ βότρυς τρώγουσιν ἐν τοῖς χωρίοις . Εἶἑν
Λεσβίων εὑρεῖν . Χιτῶνά μοι φέρων δέδωκας δαιδάλεον , ὃν ᾔκασεν ἄρισθ ' Ὅμηρος κρομμύου λεπυχάνῳ . Εὐριπίδου τ '
7956353 ἐπολιορκεον
τὰς νέας ἐς τὴν Νάξον , πρὸς πεφραγμένους προσεφέροντο καὶ ἐπολιόρκεον μῆνας τέσσερας . Ὡς δὲ τά τε ἔχοντες ἦλθον
τὴν ἀκρόπολιν . Ἀθηναίων δὲ οἱ λοιποὶ τὰ αὐτὰ φρονήσαντες ἐπολιόρκεον αὐτοὺς ἡμέρας δύο : τῇ δὲ τρίτῃ ὑπόσπονδοι ἐξέρχονται
7955024 παρωνυχιας
διὰ τῶν ἀδήκτων ἀναλῶσαι καὶ τῆξαι . ποιεῖ δὲ πρὸς παρωνυχίας ὅ τε τῶν ὤτων ῥύπος καὶ τὸ λύκιον .
τε καὶ Τιμαίωι τῶι προσφυομένωι τοῖς ἄλλοις πρὸς τὰς τοιαύτας παρωνυχίας ; ἐν αἷς Θεοπόμπου μὲν κατηγορεῖ . . .
7952128 Ἀτρηνων
πόλεις πορθήσας τήν τε χώραν λεηλατήσας , ἐλθὼν ἐς τὴν Ἀτρηνῶν χώραν , προσκαθεζόμενος τὰς Ἄτρας ἐπολιόρκει . ἦν δὲ
δὲ καὶ πρὸς τὸν βασιλέα Παρθυαίων τε καὶ Ἀρμενίων καὶ Ἀτρηνῶν , συμμάχους αἰτῶν . ὁ μὲν οὖν Ἀρμένιος ἀπεκρίνατο
7950914 γοη
καὶ ἡμίσ . Κιτρίου καλοῦ τοῦ φλοιοῦ ἢ τῶν φύλλων γοη . οἴνου ξέστ . β . μέλιτος ξεα .
ἢ λημνίαν σφραγῖδα μετ ' ὄξους . Ἄλλο . Στίμμεως γοη . ῥόδων ξηρῶν , μάννης ἀνὰ γοβ . κυτίνων
7950893 Σιξος
. Σίξος , πόλις Μαστιηνῶν . Ἑκαταῖος ” μετὰ δὲ Σίξος πόλις ” . Σιποῦς , πόλις Δαυνίων . τὸ
Σινωπῖτις καὶ Σινωπίς ἀπὸ τοῦ Σινωπεύς . καὶ Σινωπικόν . Σίξος , πόλις Μαστιηνῶν . Ἑκαταῖος ” μετὰ δὲ Σίξος
7950633 γογγυλιν
ἔντυβον , καὶ σευτλομόλοχον , καὶ γογγύλιν κεφαλωτόν , καὶ γογγύλιν πρώιμον εἰς γογγυλοσπάραγον , καὶ κραμβὶν λευκόν . καὶ
. Μηνὶ Αὐγούστῳ σπείρεται ἔντυβον , καὶ σευτλομόλοχον , καὶ γογγύλιν κεφαλωτόν , καὶ γογγύλιν πρώιμον εἰς γογγυλοσπάραγον , καὶ

Back