| βάλλειν ποιεῖ : πολὺς γὰρ εἰς ἓν μικρὸν ἀγγεῖον χυθείς ὑποσκελίζει ῥᾷστα τοὺς πεπωκότας . Ἑρμῆς ὁ Μαίας λίθινος , | ||
| τῶν ἀνταγωνιστῶν καταπαλαισθεὶς τοῦ Θανάτου , μηδὲ συνεὶς ὅπως αὐτὸν ὑποσκελίζει ; κᾆτα οἰμώξεται ἡμῖν δηλαδὴ μεμνημένος τῶν στεφάνων τούτων |
| ἵστησιν . Οὗτος ὁ οἶνός ἐστι διουρητικός , ὑδρωπιῶντας , ἰκτεριῶντας , ἡπατικούς , ἰσχιαδικοὺς ῥώννυσι , καὶ τριταϊκούς , | ||
| ἕτερος ] : ἐπὶ τῶν ἀποκρυπτομένων : ἐπεὶ οὗτος τοὺς ἰκτεριῶντας ὠφελεῖ ὀφθείς : διὰ τοῦτο οἱ πωλοῦντες κρύπτουσι . |
| καὶ βάλλειν ποιεῖ : πολὺς γὰρ εἰς ἓν μικρὸν ἀγγεῖον χυθεὶς ὑποσκελίζει ῥᾷστα τοὺς πεπωκότας . πρῶτον μὲν ὅταν ἐμοί | ||
| καὶ βάλλειν ποιεῖ . πολὺς γὰρ εἰς ἓν μικρὸν ἀγγεῖον χυθεὶς ὑποσκελίζει ῥᾷστα τοὺς πεπωκότας . Ἐπίχαρμος δέ φησιν : |
| εὑρόντες τινά ἐγὼ δὲ χερσὶν ἄγραν βρίακχον οἷος γὰρ ἡμῶν δημόκοινος οἴχεται × – τὸ δ ' ἔγχος ἐν ποσὶν | ||
| αἵρεσις , διασκώπτων τῶν φιλοσόφων τὰ δεῖπνά φησι : καὶ δημόκοινος ἐπεχόρευσε δαψιλὴς θέρμος , πενήτων καὶ τρικλίνου συμπότης . |
| πολὺς γὰρ εἰς ἓν μικρὸν ἀγγεῖον χυθείς ὑποσκελίζει ῥᾷστα τοὺς πεπωκότας . Ἑρμῆς ὁ Μαίας λίθινος , ὃν προσεύγμασιν ἐν | ||
| πολὺς γὰρ εἰς ἓν μικρὸν ἀγγεῖον χυθεὶς ὑποσκελίζει ῥᾷστα τοὺς πεπωκότας . πρῶτον μὲν ὅταν ἐμοί τι θύωσίν τινες , |
| ἵν ' ὑποδέδυκεν : ὥστ ' ἔμοιγ ' ἰνδάλλεται ὁμοιότατος κλητῆρος εἶναι πωλίῳ . εἰ μή μ ' ἐάσεθ ' | ||
| προσκεκλήσεσθαί ] ὑπὸ κλητόρων καὶ μανδατόρων διὰ μαρτύρων ἀπαχθήσεσθαι διὰ κλητῆρος ἐλεύσεσθαι εἰς τὸ δικαστήριον , κριθήσεσθαι . , ἐγκληθήσεσθαι |
| ὡς ἀληθέσι προσίπτανται θεαμάτων δ ' ἥδιστον στρουθοὺς ὁρᾶν ἰξῷ πεπεδημένους καὶ καταπίπτοντας . Καὶ μὴν κἀκεῖνό ἐστι χαριέστατον , | ||
| , δοῦλος Μιθριδάτου , στρατηγοῦ Καρίας , ἐκέλευσε σκάπτειν ὄντας πεπεδημένους . ἐπεὶ δὲ τὸν δεσμοφύλακα τῶν δεσμωτῶν ἀπέκτεινάν τινες |
| Αἰθαλιδῶν ἐν Αἰθαλιδῶν . Αἰθήρ , ὁ ὑπὲρ τὸν ἀέρα πεπυρωμένος τόπος . λέγεται καὶ θηλυκῶς . τὸ παράγωγον αἰθέριος | ||
| συσφιγγόμενος . : μυδροκτυπεῖ ] Χαλκεύει : μύδρος γὰρ ὁ πεπυρωμένος σίδηρος . . : μυδροκτυπεῖ ] Χαλκεύει . : |
| γενήσεται ? : ἢ οὐδείς : ἠλέκτρα ? στίγμη * θοάζων . διώκων διεγείρων ᾥτινι ὀρέστῃ δάκρυα δαίμων τις ἀλλεπάλληλα | ||
| μῆχαρ οὔριος Ζεύς . ὑπ ' ἀρχᾶς δ ' οὔτινος θοάζων † τὸ μεῖον κρεῖσσον ὢν κρατύνει , οὔτινος ἄνωθεν |
| ἐν μέσῃ τροφῇ ποτὸν διδόναι , ἀναξηραντικὰ τῆς γαστρός : πρόποσις δὲ καὶ πολυποσία καθυγραίνουσι τὰ σκύβαλα : ὕπνος πέττει | ||
| ἀποπλύναντα τὰ προκαθίσαντα τῷ στομάχῳ χολώδη ἢ φλεγματώδη : καὶ πρόποσις δὲ ἀψινθίου μετὰ τὸ βαλανεῖον ποιεῖ τὸ δέον , |
| δαιταλεῖς , μὴ καί τις αὐτῶν τὰ ἐκ Δυσκόλου Μενάνδρου βρενθυόμενος λαρυγγίσῃ τάδε : οὐδὲ εἷς μάγειρον ἀδικήσας ἀθῷος διέφυγεν | ||
| . ὁ σεμνὸς δὲ οὗτος ἀπό γε τοῦ σχήματος καὶ βρενθυόμενος , ὁ τὰς ὀφρῦς ἐπηρκώς , ὁ ἐπὶ τῶν |
| . πολέμιός ἐστι πᾶς ὁ συμπίνων ὄχλος . κινεῖ γὰρ ἁθρόος οὗτος : εἰσελήλυθεν ἐκ πέντε καὶ δέχ ' ἡμερῶν | ||
| πονεῖν ] εὐσχημονέστατοι γίγνονται , ἐὰν ἡγῇ αὐτοῖς οὕτως , ἁθρόος μὲν ἂν ὁ κτύπος , ἁθρόον δὲ τὸ φρύαγμα |
| ἀναφανῆναι καθάπερ καὶ τὰ ἄλλα ἅπαντα , λέγων ὡδί : ὀξὶς δὲ πᾶσα καὶ λοπάδιον καὶ χύτρα χαλκῆ γέγονε : | ||
| λέγει , ἐνταῦθα δὲ ὡς κεραμέα κωμῳδεῖ ὀξίδας ποιοῦντα . ὀξὶς γὰρ τὸ ὀξύβαφον ἀγγεῖον , ἤγουν τὸ ὄξους δεκτικόν |
| μετὰ τοῦ θεράποντος ἐν τάφῳ . τυμβωρύχων δὲ τοὺς τάφους ἐρευνωμένων , ὁ θεράπων ἑαυτὸν τοῖς τυμβωρύχοις παρέσχε περιδύειν , | ||
| πόλιν τῆς Ἰταλίας , καταχθεὶς ἠρέμει . πλησιαζόντων δὲ τῶν ἐρευνωμένων ἐς τὸ δωμάτιον αὐτοῦ κόρακες ἐσπτάντες ἔκλαζον , ἐπεγείροντες |
| . Βίων δὲ προαρπάσαντός τινος τὰ ἐπάνω τοῦ ἰχθύος , στρέψας καὶ αὐτὸς καὶ δαψιλῶς φαγὼν ἐπεῖπεν : Ἰνὼ δὲ | ||
| ναὸς ὅστις ἐγκρατὴς πόδα τείνας ὑπείκει μηδέν , ὑπτίοις κάτω στρέψας τὸ λοιπὸν σέλμασιν ναυτίλλεται . Ἀλλ ' εἶκε , |
| γῆν ὑπὸ τῶν συμπαιζόντων , μετὰ ταῦτα τῆς συμφωνίας προκαλουμένης ἀνεπήδα γυμνὸς καὶ τοῖς μίμοις προσπαίζων ὠρχεῖτο τῶν ὀρχήσεων τὰς | ||
| τινος δέοιτο Ἀστυάγης , πρῶτος ᾐσθάνετο Κῦρος καὶ πάντων ἀοκνότατα ἀνεπήδα ὑπηρετήσων ὅ τι οἴοιτο χαριεῖσθαι , ὥστε παντάπασιν ἀνεκτήσατο |
| : τύπος : τύραννος : τυκάνη , ᾧ ἀλῳῶσι : τύλος : τύλη , τὸ τύλιον : τύχη : τυλὸν | ||
| πάντα τὰ σεσυριγγωμένα , ὅλα τὰ ἐξειλημμένα . κἂν φανῇ τύλος ὑποκείμενος , ἀπὸ τῶν ὑγιῶν ἐκτεμνέσθω . ἐὰν δ |
| ' ἀναβακχεύει : τινὲς στίζουσιν εἰς τὸ ὅ ς ' ἀναβακχεύει , ἵν ' ᾖ ὅπερ σε , τὸ αἷμα | ||
| τίς φόνιος οὗτος ἀγὼν , ματέρος αἷμα σᾶς ὅ σε ἀναβακχεύει , ἔρχεται θοάζων σε τὸν μέλεον , ᾧτινι , |
| , παράλυσις , πρόπτωσις , ἐκτροπή . περὶ δὲ τοὺς κανθοὺς , ἐγκανθὶς ἀγκύλη , πτερύγιον , ῥοιὰς , πρόσφυσις | ||
| ' ἰθὺ ᾗ αἱ ὀφρύες συγκλείονται καὶ τελευτῶσιν ἐς τοὺς κανθοὺς τῶν ὀφθαλμῶν , μία δὲ ἀπὸ τῆς κορυφῆς ἐς |
| Κωμασταῖς βραχέως : σηπίας τ ' ἆγον νεούσας πέρδικάς τε πετομένους . φησὶ δ ' Ἀριστοτέλης περὶ τοῦ ζῴου τάδε | ||
| πέτεσθαι , ἐκβάλλειν πλὴν τῆς κορώνης : ταύτην δὲ καὶ πετομένους ἐπί τινα χρόνον ψωμίζειν . Κόκκυγος δὲ νεοττοὺς οὐδένα |
| , νῦν δὲ ἐπὶ τοῦ ἄρτου × καταχρηστικῶς τέθεικεν . ναστός κυρίως ἄρτος ὁ ζυμωθεὶς μετὰ μέλιτος καὶ σταφίδων καὶ | ||
| ἅπερ ἐλάττω ἐκάλουν . σφυρήλατος . δι ' ὅλου βάθους ναστός . εἰς τὰς ὁμοίας λαβάς . ἀπὸ μεταφορᾶς εἴρηται |
| ἀνοίας : προὐκαλούμην γὰρ ἐγὼ λέοντα , ὀλίγος δέ με ἤγρευσεν ἀράχνης χιτών . ” ταῦτα εἰπών , “ Ὥρα | ||
| ἀνείλατο τὸ ἀμφίβληστρον καὶ βαλὼν κατὰ τοῦ ὕδατος πολλοὺς ἰχθύας ἤγρευσεν . ἐκβαλὼν δὲ αὐτοὺς ἀπὸ τοῦ δικτύου ὡς εἶδεν |
| : διὸ ἁμαρτάνει τοῦ σκοποῦ . λίχνη : ἐπιθυμητὴ , λαίμαργος , ἄπληστος . Θυμήρης : ἐπιθυμητή . Κέκλιται : | ||
| : διανοούμενον , διαλογιζόμενον , ἐνθυμούμενον . Γαστήρ : ἡ λαίμαργος , ἤτοι ὁ ἀδδηφάγος . ἔνδον ἔλασσε : ἔσω |
| , εἶτα τὸ ἐν αὐτῷ περιεχόμενον αἷμα θρομβῶδες ἐκθλίβειν καὶ ἀποσπογγίζειν ἐρίῳ ἐστραμμένῳ , ἔπειτα συμμέτροις ἁλσὶ καθ ' ἕνα | ||
| λήμας περιψῆν . ΓΘ περιψῆν : ἀντὶ τοῦ καταμάσσειν , ἀποσπογγίζειν . φιλονεικεῖ δὲ ἕκαστος ὑπερβαλεῖν ταῖς δωρεαῖς . ΓΘ |
| ἀπόκομμ ' ἀτεράμνου : ἀντὶ τοῦ λίθινε καὶ σκληρότατε : ἀτεράμνους γὰρ τοὺς σκληρούς φασι , τοὺς μὴ τέρενας καὶ | ||
| σκληρότητα . καὶ Πλάτων κέχρηται τῇ λέξει , κερασβόλους καὶ ἀτεράμνους λέγων τοὺς σκληροὺς διὰ τούτων : „ μή τις |
| κατάρα . ἰαμβικὸς τρίμετρος ἐν ἄλλῳ . μέλαινα ] ἡ μελαίνουσα ταῖς συμφοραῖς τοὺς κολαζομένους ἢ ἡ ἀφανῶς ἐπιοῦσα . | ||
| . Ἡ ἀφανὴς καὶ ἀπροόρατος Εἱμαρμένη , ἡ κοροῦσα καὶ μελαίνουσα τὸν νοῦν , καὶ σκιάζουσα . . ΟΥΡΑΝΟΘΕΝ ΔΕ |
| τῶν καθ ' ἧπαρ συνισταμένους . ὀνίνησι δὲ καὶ τοὺς ἐπιληπτικοὺς καὶ τὰ ῥίγη τὰ κατὰ περίοδον , ὅσα παχέων | ||
| πᾶσι . Ταύτης ὁ ἐγκέφαλος ξηρὸς μετ ' ὄξους πινόμενος ἐπιληπτικοὺς ἰᾶται . ἡ δὲ χολὴ τῆς καμήλου παγεῖσα ἐν |
| δὲ τὸν Μελικέρτην ποιούμενος ὡς ἐν τῇ γῇ ἔχοι , μειδιᾷ καθορμιζομένου καὶ κελεύει τὸν Ἰσθμὸν ἀναπετάσαι τὰ στέρνα καὶ | ||
| νεανίαν χωροῦσιν . ὁ δ ' ἐς αὐτοὺς βλοσυρὸν ὁρῶν μειδιᾷ καὶ ὑφίσταται τὸ στῖφος καὶ τάχα που κρύψει τὸν |
| καὶ σύριγγας ἢ καὶ ὕδερον ἢ φακώσεις καὶ βροχοκήλας ἢ σκίρρους [ ] ἢ κιρσούς . Τὸ δ ' ἐφεξῆς | ||
| δὲ ἐν ἑνὶ μορίῳ πλεονάζῃ καὶ ἔστιν ἀσαπής , ποιήσει σκίρρους : εἰ δέ γε σαπῇ , ποιήσει καρκινώματα ἢ |
| ' ἄλληλα ἑτέρων γενῶν αἱ αὐταὶ εὑρίσκονται διαφοραί . κἂν διέλῃ τις τὸ ζῷον εἰς ἔναιμον καὶ ἄναιμον καὶ τὸ | ||
| , ἂν λαβών τις τὸν ἀριθμὸν πάντα καὶ πᾶν πλῆθος διέλῃ εἴς τε τὸ περιττὸν καὶ ἄρτιον , προσλαμβάνοι δὲ |
| καὶ ἦχόν τινα βομβώδη ἀφίησι καὶ τραχύν : ὁ δὲ μύωψ τῇ κυνομυίᾳ προσείκασται , βομβεῖ δὲ τοῦ οἴστρου μᾶλλον | ||
| ἰδιαζόντων : μονώψ κελαινώψ τυφλώψ . τὸ δὲ ἑλίκωψ καὶ μύωψ βαρύνεται , ὥσπερ τὸ κύκλωψ καὶ κέκρωψ καὶ ἴωψ |
| τοὺς ἄνω τε καὶ κάτω φορουμένους ἱμᾶσιν , αἵματός τε φοινίου ῥοὰς τῶν μὲν πιτνόντων , τῶν δὲ θραυσθέντων δίφρων | ||
| δ ' ἀνήφθη πυρσὸς ὣς Τυρσηνικῆς σάλπιγγος ἠχή , σῆμα φοινίου μάχης , ἦιξαν δράμημα δεινὸν ἀλλήλοις ἔπι . κάπροι |
| ! ! ! ] ? ὑμέναιον , ἐτερέτιζον : ἦν ἀβέλτερος , ὡς δ ' οὖν ἐνεπλήσθηνἀλλ ' , Ἄπολλον | ||
| μᾶλλον ἐνὶ φρεσὶν ἤπερ ἀοιδαί . πῶς οὖν οὐκ ἂν ἀβέλτερος εἴη ὁ Τηλέμαχος ᾠδοῦ παρόντος καὶ κυβιστητῆρος προσκύπτων πρὸς |
| τὸ ποτήριον πίνει τὸ λοιπόν , τοὺς λογισμοὺς δ ' ἐξεμεῖ . ταῦτα σκόπει πρὸς σαυτόν . βούλομαι δεῖξαι σαφῶς | ||
| καταπιεῖν φάρμακον , ὑφ ' οὗ ἐκεῖνος ἀναγκασθεὶς πρῶτον μὲν ἐξεμεῖ τὸν λίθον , ἔπειτα τοὺς παῖδας οὓς κατέπιε : |
| ἐβούλετο πλεῖν ἡντινοῦν καθελκύσας , ἐξῆν . ἑτέρων δ ' ἐμβόλους χαλκοστόμους , τοὺς μὲν περὶ τοὺς λιμένας , τοὺς | ||
| ] μέλει , ἀρέσκει . κυανέμβολοι : ἤτοι αἱ τοὺς ἐμβόλους ἔχουσαι κυανῷ βεβαμμένους , ὡς μιλτοπάρῃοι , αἱ μεμιλτωμέναι |
| παλαιὰς καὶ ἀρχαίας , περὶ ἧς ἔφασαν ἔκπαλαι μύθους . παλαμναῖος : φονεὺς ἢ μιαρός . παλαμναῖοι γὰρ λέγονται οἱ | ||
| ξενικόν . παιδίσκην : νεανίδα Ἀττικοί , θεράπαιναν Ἴωνες . παλαμναῖος : φονεὺς ἢ μιαρός . παλαμναῖοι γὰρ λέγονται οἱ |
| συνήθως δὲ τῶν ζακόρων ἔξωθεν τὴν θύραν ἐφελκυσαμένων ἔνδον ὁ καινὸς Ἀγχίσης καθεῖρκτο . καὶ τί γὰρ ἀρρήτου νυκτὸς ἐγὼ | ||
| ὄξους καὶ μάννης λεανθέντες . ἀρήγει δὲ θαυμαστῶς καὶ σπόγγος καινὸς ὑγροπίσσῃ δευόμενος , εἶτα καιόμενος καὶ λεῖος προσ - |
| μὲν ἄλλην πτίλωσίν ἐστι τεφρός , τὰς δὲ πτέρυγας ἄκρας ὠχρός ἐστιν . Ἀκούω δὲ ἔγωγε καὶ Ἰνδὸν ἔποπα διπλασίονα | ||
| καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ κοῖλοι γινόμενοι θάνατον ἀπαγγέλλουσι πελιδνός ] ὁ ὠχρός , μολιβδόχρους μυκτήρ ] ἡ μύτις , ἡ ῥίς |
| ποτε ὁ Ὀρφεὺς λέγεται . λείβηθρον : ὀχετὸς ὑδραγωγός . λέμβος καὶ ἐφόλκιον : σκάφος ἢ πλοῖον . λέμφοι : | ||
| κυμινοκίμβιξ κύνειρα κυνέπασαν κυνοφθαλμίζεται κυρτονεφέλη κυσολέσχης λακατάρατοι λακιδαίμονος λάληθρον λελημάτωμαι λέμβος λευκηπατίας λιμοκίμβιξ , λιμός λιμοκόλακες λισπόπυγοι μεγαρίζοντες μεθυσοχάρυβδις μεσοπέρδην |
| μετὰ μέλιτος ἑψήσας καὶ οἴνου χρῖε καθ ' ἡμέραν τοὺς μασθοὺς , καὶ ποιεῖ γάλα ἡ γυνή . [ Πρὸς | ||
| , ἀτροφώτερα δίδου σιτία καὶ ἐλάχιστα , κατάπλασσε δὲ τοὺς μασθοὺς φακῷ ἑφθῷ ἢ κυμίνῳ μετ ' ὄξους , ἢ |
| ἵλεων Καλλιοπίῳ τὸν γενναῖον Μόδεστον καὶ σαυτῷ προσόμοιον . καὶ μεμνήσθω δικάζων τοῦ Μειλιχίου Διός , ὅπως ἡμεῖς τε τῷ | ||
| τοῦ θεοῦ καλά βούλει Διοπείθη μεταδράμω καὶ τύμπανα ; Κείνη μεμνήσθω με ξύλον ὑποτεταγός . Ἄγαμαι , Διονῦ , σοῦ |
| ὁμοεθνὴς , ὁ τὸ ἅρμα ἔχων , ἔγχος ἐκτείνας , παταξάτω τὸν τοιοῦτον , ἵνα δηλαδὴ μηδεὶς τὸ ἴδιον ἀφῇ | ||
| φωνὴν ἂν οὐκ ἂν εἶχον . Καὶ μὴν ἰδού : παταξάτω τις . Στᾶς ' ἐγὼ παρέξω , κοὐ μή |
| . οὕτω Φιλόξενος . Λύπη : παρὰ τὸ λύειν τοὺς ὦπας , ἤγουν τοὺς ὀφθαλμούς : ἢ παρὰ τὸ λύω | ||
| πλεονασμὸν τοῦ α : εἴρηται γὰρ παρὰ τὸ στεριάκειν τοὺς ὦπας τὸ ὁρᾶν διὰ τῆς ἀντιτύποσης λαμπηδόνος . Ἀζηχής , |
| τὸ ψυχρὸν τοῦτ ' ὄνομα , τὸ ἄχρι κόρου , παρελήλυθ ' ἐκεῖνος φενακίζων ὑμᾶς . Οὕτω τοίνυν αἰσχρὰ καὶ | ||
| τις Πυρρίας κακά μοι παρέσχεν : οὗτος ἅπαντας οὓς λέγω παρελήλυθ ' ἄγων ἐκτραπέλους μυρμηκίας . κἂν ἐντύχῃ πού μοι |
| δόξας εἶναι ὑμῶν τῶν Κυνικῶν τρόπον ἔζη , κομῶν καὶ ῥυπῶν καὶ ἀνυποδητῶν . ὅθεν καὶ Πυθαγορικὸν τὸ τῆς κόμης | ||
| ' ] ἐκπληκτικόν εἶ σύ ] ὁ θρυλλούμενος αὐχμῶν ] ῥυπῶν σε . κατάξηρος , ἄλουτος ἐγένετο ] εἰς γέννησιν |
| οὐ διὰ μακροῦ γενομένης καὶ τῶν ἐπὶ τοῖς τείχεσι τοὺς διώξαντας ἀποκρουσαμένων . μετὰ τοῦτο τὸ ἔργον οἱ μὲν ἐπίκουροι | ||
| μετὰ τεσσαράκοντα δὲ νεῶν ἀπέπλευσεν εἰς Μιτυλήνην . τοὺς δὲ διώξαντας Ἀθηναίους αἱ τῶν Πελοποννησίων ναῦς ἅπασαι περιχυθεῖσαι κατεπλήξαντο , |
| ἡμεῖς καὶ συμμάχους πρὸς ἑαυτοῖς ἔχοντας καὶ ἐγρηγορότας ἅπαντας καὶ νήφοντας καὶ ἐξωπλισμένους καὶ συντεταγμένους ἐνικῶμεν : νῦν δ ' | ||
| ἢ κριθὰς μέλλωσιν εἰς τὰς ἀρού - ρας καταβαλέσθαι , νήφοντας ἐπὶ τὸν σπόρον χωρεῖν προεξητακότας καιρῶν ἰδιότητας , χώρας |
| καὶ πρὸς ἀτιμῶσαι ζητεῖς . καὶ τοὺς μὲν ἄλλους τοὺς δανειζομένους ἴδοι τις ἂν ἐξισταμένους τῶν ὄντων : σοὶ δ | ||
| γενέσθαι [ αὐτὸν ] καὶ μαλακισθῆναι . καὶ πρὸς τοὺς δανειζομένους καὶ ἐρανίζοντας εἰπεῖν ὡς οὐ πλουτεῖ : καὶ πωλῶν |
| μελίαι τε θάρσει : μέγας σοι τοῦδ ' ἐγὼ φόβου μοχλός ναῦται δ ' ἐμηρύσαντο ναὸς ἰσχάδα χορὸς δ ' | ||
| κλεῖν : ἄλλοι δέ : παρὰ τὸ μολῶ μολὸς καὶ μοχλός : ὡς Ὅμηρος , ὀχῆα λέγων τὸν μοχλόν . |
| ' ἀνέῳξάς με φθάσας . Ἀλλ ' ἐκκάλει τὸν δεσπότην τρέχων ταχύ , ἔπειτα τὴν γυναῖκα καὶ τὰ παιδία , | ||
| ἐν Ἀγκυλίωνι : λέγεις περὶ ὧν οὐκ οἶσθα : συγγενοῦ τρέχων Πλάτωνι καὶ γνώσῃ λίτρον καὶ κρόμμυον . Ἄμφις Ἀμφικράτει |
| γαστρὶ καὶ μηροῖς ἀποκέκρυπται , μή που τις βραχεῖα λώβη διαλέληθε . τὸ δ ' ἀκριβὲς καὶ περιττὸν τῆς ἐξετάσεως | ||
| φυτοῦ κυνόσπαστος ὃ μεθ ' ἡμέραν μὲν ἐν τοῖς ἄλλοις διαλέληθε καὶ οὐκ ἔστι πάνυ τι σύνοπτον , νύκτωρ δὲ |
| τ ' ἀρνῶν κωλᾶς τ ' ἐρίφων βαλανεὺς δ ' ὠθεῖ ταῖς ἀρυταίναις . χαλκώματα , προσκεφάλαια ἢν γὰρ ἕν | ||
| καὶ ἀπολέσας τὰ ὄντα , δείσας οἶμαι εὐθὺς ἐπὶ κεφαλὴν ὠθεῖ ἐκ τοῦ θρόνου τοῦ ἐν τῇ ἑαυτοῦ ψυχῇ φιλοτιμίαν |
| νέος . Μάρψηται : καταλάβῃ . μάρψῃ : κρατήσῃ . γέλων : γέλωτα , εὐφροσύνην . ἐπιθήσεται : ποιήσει , | ||
| καὶ δῆτα πολὺν ἡ μίλτος , ὦ Ζεῦ φίλτατε , γέλων πάρεσχεν , ἣν προσέρραινον κύκλῳ . τὸ τριώβολον δῆτ |
| αὐτοῦ λόγος , πεπηγὼς καὶ συγκεκροτημένος καὶ οἷον ἀθάνατος καὶ ἐρρωμένος διαμένων καὶ τὴν ἐν κύκλῳ τοῦ σπέρματος γῆν συλλέγων | ||
| γάρ , ὥσπερ ἐν τοῖς σώμασιν ἡμῶν : ὅταν μὲν ἐρρωμένος ἦι τις , οὐδὲν ἐπαισθάνεται τῶν καθ ' ἕκαστα |
| οἰκτισάμενος , αὐτὸς οἴκτου οὐκ ἠξιώθην : ἀλλ ' ἀπηνῶς ἐρρύθμισμαι . ἡ δὲ μεταφορὰ τοῦ ῥυθμίζειν ἀπὸ τῶν χορδῶν | ||
| αὐτάς . . οἴκτῳ ] ἐλέῳ . . ὧδ ' ἐρρύθμισμαι ] ἐκτέταμαι , κρέμαμαι . . ἡ δὲ μεταφορὰ |
| Ἐπικούρου τίνι μύθων εἰκάσω ; τίς οὕτω ποιητὴς ἀργὸς καὶ ἐκλελυμένος καὶ θεῶν ἄπειρος ; Τὸ ἀθάνατον οὔτε αὐτὸ πράγματα | ||
| ἀνελέσθαι τὸν νεκρὸν καὶ τὰ ὅπλα : νῦν δὲ παντελῶς ἐκλελυμένος τις ὁ Ἀχιλλεὺς φαίνεται , τῷ πρώτῳ συστάντι τοιαῦτα |
| διὰ τοῦτο ἐπὶ τὴν Εὐρώπην ἔρχεται , διώκει Σκύθας , ἀνίστησιν Παίονας , Ἐρετρίαν λαμβάνει , Μαραθῶνι ἐπιπλεῖ , καὶ | ||
| τε καὶ στρατιᾷ ὡς πλείστῃ ἐπὶ τοὺς Χαλκιδέας παραγενέσθαι . ἀνίστησιν οὖν ἐκ τῶν Ὀδρυσῶν ὁρμώμενος πρῶτον μὲν τοὺς ἐντὸς |
| μὲν ἔπαινος ἢ κρότος πολὺς οὐκ ἂν ἀπαντήσειεν αὐτῷ , μειδίαμα δὲ παρὰ τῶν ἀκουόντων καὶ τὸ ἐπισεῖσαι τὴν χεῖρα | ||
| Σωσάνδρα δὲ καὶ Κάλαμις αἰδοῖ κοσμήσουσιν αὐτήν , καὶ τὸ μειδίαμα σεμνὸν καὶ λεληθὸς ὥσπερ τὸ ἐκείνης ἔσται : καὶ |
| νυκτὸς ἅρμ ' ] περιφραστικῶς ἡ νύξ . ἐμπόρους ] ὁδοιπόρους . ὥρα . . . ξένων ] ἐν τοῖς | ||
| Ἀλλ ' ἐτερπόμην τότε , αὐλῶν καὶ τέρπων ὅλους τοὺς ὁδοιπόρους . Οἱ δὲ αὐτίκα ταῦτα ἀκηκοότες ἐμειδίασαν καὶ πρὸς |
| πλὴν ὅσοις . . . : πλὴν ὅσοι ἐβούλοντο ὀλιγαρχεῖσθαι ἐκπληκτικός : ἤγουν ἔκπληξιν ποιῶν τοῖς ἀκούουσιν . ἐφεδρευόντων : | ||
| , φρικῶδες . καὶ ἀνὴρ φοβερός ἐπίφοβος , ἐπιδεής , ἐκπληκτικός , φρικώδης : θαρραλέος θαρσαλέος εὐθαρσής , γενναῖος , |
| κατὰ τὸ εἰκός : τίς γὰρ ἂν τῶν νοῦν ἐχόντων Μαμίλιον τὸν εὐγενέστατόν τε καὶ κράτιστον Λατίνων ἀπεώσατο , τοῦτον | ||
| διὰ τὴν πρὸς τὰ κοινὰ φιλοτιμίαν καὶ Ταρκυνίῳ διὰ τὸν Μαμίλιον ἀπεχθόμενος , ὅτι κηδεστὴν ἐκεῖνον ἠξίωσε λαβεῖν ἀνθ ' |
| αἱ ἀσπίδες 〛 . Γ ἐμῆς ] νοεῖται γαστρός . κριβανίτας ] ἄρτους κριθίνους . κριβανίτας ἄρτους φασὶ τοὺς κριθίνους | ||
| , παῖ , τῆς ἀσπίδος . Καὶ τῆς ἐμῆς τοὺς κριβανίτας ἔκφερε . Φέρε δεῦρο γοργόνωτον ἀσπίδος κύκλον . Κἀμοὶ |
| ἀέκων , οἳ δ ' ἄλκιμον ἦτορ ἔχοντες πρόσσω πᾶς πέτεται καὶ ἀμύνει οἷσι τέκεσσι . τῶν τότε Μυρμιδόνες κραδίην | ||
| ἀδυνατοῦντα κατευθὺ χωρεῖν , μόνος δὲ ἱέραξ εἰς ὕψος κατευθὺ πέτεται : ταπείνωσιν δέ , ἐπεὶ τὰ ἕτερα ζῷα οὐ |
| ἀποσχέσθαι γένηται μᾶλλον ἑκὼν διὰ τὰ τοιαῦτα φόνων τῶν πάντῃ ἀνοσιωτάτων . ὁ γὰρ δὴ μῦθος ἢ λόγος , ἢ | ||
| τάδε : Ὦ πάντων ἀνδρῶν ἤδη μάλιστα ἀπ ' ἔργων ἀνοσιωτάτων τὸν βίον κτησάμενε , τί σε ἐγὼ κακὸν ἢ |
| . Ἐνδὺς τὸ γυναικεῖον τοδὶ χιτώνιον . Ἑστῶτας ὥσπερ τοὺς ὀρεωκόμους ἅθρους . Πόθεν δ ' ἐγώ σοι συγγενὴς ὦ | ||
| κάραβος . ἐνδὺς τὸ γυναικεῖον τοδὶ χιτώνιον ἑστῶτας ὥσπερ τοὺς ὀρεωκόμους ἅθρους πόθεν δ ' ἐγώ σοι συγγενής , ὦ |
| κινεῖν πέφυκε τὸ ἐνταῦθα ὑγρόν , οὗ ἐξωθουμένου γίνεται ὁ πταρμός . [ καὶ τὸ συμβαῖνον πάθος εἰκὸς μὴ γίνεσθαι | ||
| κακόν ἐστι σύμπτωμα ὁ κατάρρους ἤπερ ἡ κόρυζα καὶ ὁ πταρμός : ὁ μὲν γὰρ κατάρρους , αὐτόθεν δι ' |
| ἐς λόγους ἦλθεν ὁ βάρβαρος , ἔλεγεν ἑρμηνεύων , ὡς ἐπαινοίη ὁ Ἐδέκων τὰ βασίλεια καὶ τὸν παρὰ σφίσι μακαρίζοι | ||
| τούτῳ ἐνδιατρίψαιμι . τί γὰρ ἂν καὶ ἕτερον λόγος εὐλογώτερον ἐπαινοίη φιλολογίας ; Ἔστι μὲν οὖν , οἶμαι , ἐν |
| ἀθετεῖται ὅτι παρὰ τὸ σύνηθες αὐτῷ χέρνιβον τὸ ἀγγεῖον τὸ ὑποδεχόμενον τὸ ὕδωρ , ὡς ἡμεῖς : τοῦτο δὲ αὐτὸς | ||
| φευγόντων οὐδένα , ἢ ἐν τοῖς αὐτοῖς κελεύουσιν ἐνέχεσθαι τὸν ὑποδεχόμενον τοὺς φεύγοντας . ἀποπλεύσομαι οὖν πάλιν ὡς τὸν στρατηγὸν |
| ὡς πρὸς Ἡρακλέα ἐρίσειεν ὁ Λεπρέος μὴ ἀποδεῖν τοῦ Ἡρακλέους ἐσθίων : ἐπεὶ δὲ ἑκάτερος βοῦν αὐτῶν ἐν ἴσῳ τῷ | ||
| τὸ τρέφω , ὁ δὲ θαλάσσιος τοὐναντίον : τρέφεται γὰρ ἐσθίων τοὺς ἀνθρώπους . ἀμφιέπει : περικάθηται , ἐπιτηρεῖ . |
| καὶ κόπος ἔχει ἰσχυρὸς , καὶ πνεῦμα ἑκταῖον ἢ ἑβδομαῖον λάζεται . Τοῦτον ἢν μὴ ἑβδομαῖον ὁ πυρετὸς ἀφῇ , | ||
| σπλάγχνοισιν εἶναι οἷον ἄκανθα καὶ κεντέειν , καὶ ἄση αὐτὸν λάζεται , καὶ τὸ φῶς φεύγει καὶ τοὺς ἀνθρώπους , |
| Πενία . . κολαστήρια ὄργανα τά τε τύμπανα καὶ οἱ κύφωνες . τοῦτο δὲ λέγει δεικνὺς , ὅτι τῶν τοιούτων | ||
| εἰ τοὺς δικαίους φῂς ποήσειν πλουσίους . Ὦ τύμπανα καὶ κύφωνες , οὐκ ἀρήξετε ; Οὐ δεῖ σχετλιάζειν καὶ βοᾶν |
| συχνῶν , γενόμενος ἄνθρωπός τις οὐκ ἀβέλτερος θύσας ἱερεῖον πρῶτος ὤπτησεν κρέας . Ὡς δ ' ἦν τὸ κρέας ἥδιον | ||
| συχνῶν , γενόμενος ἄνθρωπός τις οὐκ ἀβέλτερος θύσας ἱερεῖον πρῶτος ὤπτησεν κρέας . ὡς δ ' ἦν τὸ κρέας ἥδιον |
| τὰ τοιαῦτα . ἄρχοντας . οἷον ποιμένας , ἡνιόχους , κυνηγούς . τῷ λόγῳ . τῷ κατασκευασθέντι τῷ ἐκ τῆς | ||
| τὰ τοιαῦτα . ἄρχοντας . οἷον ποιμένας , ἡνιόχους , κυνηγούς . τῷ λόγῳ . τῷ κατασκευασθέντι , τῷ ἐκ |
| χαλασθῆναι , ὠμῆς κράμβης ὁ χυλὸς κατὰ τῆς κεφαλῆς ἐπιβαλλόμενος ἀνασπᾷ τὴν σταφυλὴν εἰς τὰ μετέωρα τοῦ στόματος . εἰ | ||
| ὁμονοεῖν τῷ πάθει . Ϛʹ . Τὸ θερμὸν ὀξύθυμον , ἀνασπᾷ καὶ καρδίαν καὶ πνεύμονα ἐς ἑωυτὰ καὶ ἐς κεφαλὴν |
| συνορώμενα πράγματα εἰσφέροντας τοὺς συνειδότας παρεγγυῆσαί τινας φθόγγους τοὺς ἀναγκασθέντας ἀναφωνῆσαι , τοὺς δὲ τῷ λογισμῷ ἑλομένους κατὰ τὴν πλείστην | ||
| ἀκούσαντα ὅτι ἄλλος ἰχθυοφάγος ἀπέθανε θερμὸν ἰχθύος τέμαχος καταπιὼν , ἀναφωνῆσαι , Ἱερόσυλος ὁ θάνατος . : Ἀριστόδημος δ ' |
| δειλὸς ἐς μυχὸν τρώγλης , ἄσημα τρίζων τόν τε πρόξενον θλίβων . μικρὸν δ ' ἐπισχὼν εἶτ ' ἔσωθεν ἐκκύψας | ||
| αὐτὸς εἶναι τῷ Πανὶ νενόμισται , διάφορα δὲ σημαίνει : θλίβων μὲν γὰρ καὶ βαρῶν καὶ οὐδὲν ἀποκρινόμενος θλίψεις καὶ |
| διὰ τῆς λέξεως ἐδήλωσεν . ΓΘ κυκήσω ] συνταράξω . φύσκης : φύσκη ἔντερόν ἐστι παχύ , εἰς ὃ ἐμβάλλεται | ||
| , τόμος ἀλλᾶντος , τόμος ἠνύστρου , χορδῆς ἕτερος , φύσκης ἕτερος διαλαιμοτομεῖται , κρατὴρ ἐξερροίβδητ ' οἴνου , πρόποσις |
| σου ποιοῦ δυσμενῆ : † ἄλλως : οὐκ ἔστιν οὕτω στερρὸς : τὸ γὰρ στερρός ἀντὶ τοῦ στερρά , ὥσπερ | ||
| ἔστιν οὕτω στερρός : τὸ ἑξῆς : οὐχ οὕτως ἐστὶ στερρὸς φύσις ἀνθρώπου , ἥτις οὐκ ἂν ἐκβάλοι δάκρυον τῶν |
| εἴποις γ ' ἂν αὐτοὺς ἀρτίως ἡλωκέναι . εἶθ ' ἁλιεὺς ὢν ἄκρος σοφίαν ἐπὶ μὲν παγούροις τοῖς θεοῖς ἐχθροῖσι | ||
| δυσέρωτές εἰσιν , ἐξ ὧν ποθοῦσιν ἐκ τούτων ἁλίσκονται . ἁλιεὺς γὰρ ἀνὴρ αἰγὸς δορᾷ ἑαυτὸν περιαμπέχει , σὺν αὐτοῖς |
| θάνατον στείχοντα , ἐς δάκρυά τε καὶ ὀλοφυρμοὺς ἐτράπη καὶ ἀνεβόα τὴν δίκην ἐπ ' αὐτὸν φέρειν τὸ ξίφος , | ||
| ἕνα καθικέτευεν αὐτὸν ἀπολυθῆναι , καὶ δὴ πρὸς αὐτὸν τοιαῦτα ἀνεβόα : Σῶσον , ὦ ἄνερ , ἀπόλυσον ἐντεῦθεν , |
| ὕδωρ ἀπολέσκετ ' ἀναβροχέν , ἀμφὶ δὲ ποσσὶ γαῖα μέλαινα φάνεσκε , καταζήνασκε δὲ δαίμων . δένδρεα δ ' ὑψιπέτηλα | ||
| , ἀμφὶ δὲ πέτρη δεινὸν βεβρύχει , ὑπένερθε δὲ γαῖα φάνεσκε ψάμμῳ κυανέη : τοὺς δὲ χλωρὸν δέος ᾕρει . |
| πυαλίτης , ἐπίθετος , σφάλλων , ἀγύρτης , οἶστρος , ἀνακάμπτων , δορεύς , Λάμπων , Κύκλωπες , ἐπιφέρων , | ||
| γὰρ γίνεται : γελοῖος ἔσομαι , νὴ Δί ' , ἀνακάμπτων πάλιν . ἤν : χλαμὺς πάρεστιν αὕτη καὶ σπάθη |
| γοῦν ἐκείνων τοὺς πονηροὺς ἀλιτηρίους ἐκάλουν . καὶ ἄλλως : ἀλιτήριος λέγεται , ὅτι λιμὸς ἐγένετο ἐν Ἀθήναις καὶ οἱ | ||
| νικήσῃ καθ ' ἡμῶν ὁ τῆς ἀληθείας ἐχθρός , ὁ ἀλιτήριος δαίμων : μὴ δὴ τοσοῦτον δυνηθείη ἡ ἡμετέρα κακία |
| πεπλάνημαι ] † ἤγουν πλανωμένη [ ] ἦλθον χρίει ] κεντεῖ , διεγείρει : ἤγουν οἰστροῦμαι καὶ ἀναβακχεύομαι φανταζομένη τὴν | ||
| ἐνταῦθα συμβαινόντων ἡμῖν τεκμαιρόμενοι . Τὸ δὲ ἐγχρίει ἀντὶ τοῦ κεντεῖ καὶ ἐμπίπτει : ὡς ἐπὶ τῶν φαλαγγίων καὶ τῶν |
| δάκνων ἤτοι ἄλογος ἐπιθυμία . ὠμοδακὴς ] χαλεπῶς καὶ ἀπηνῶς δάκνων . ὠμοδακὴς ] ἄλογος . ὠμοδακὴς ] ἀπηνής . | ||
| τοὺς μῦς ἐσθίει : οὐκ ἀναιρεῖ γοῦν οὐδ ' οὗτος δάκνων , ἀλλὰ μόνον φλεγμονὴν ἐπιφέρει , διὸ καὶ οἱ |
| τίς οὐ σίδηρον προσφέρει , τίς οὐ πέτρον , βάλλων ἀράσσων ; πᾶν δ ' ἀνήλωται δέμας τὸ καλλίμορφον τραυμάτων | ||
| νούσων : ἄλλοτε δ ' αὖ Φοίβου κιθάρην μετὰ χερσὶν ἀράσσων , ἢ λιγυρὴν φόρμιγγα χελυκλόνον Ἑρμάωνος , πᾶσι περικτιόνεσσι |
| καὶ ἐλευθέρου τοῦ Ἴστρου ῥέοντος μισεῖ τὴν ἀργίαν καὶ ἀναπλεύσας ἐμφορεῖται τοῦ κατὰ τὸ ὕδωρ ἀφροῦ : πολὺς δὲ οὗτός | ||
| , ἔφη , τὸν γέροντα Ζηνόθεμιν λέγων , ἐπήκουον γάρὅπως ἐμφορεῖται τῶν ὄψων καὶ ἀναπέπλησται ζωμοῦ τὸ ἱμάτιον καὶ ὅσα |
| ὤφειλεν εἶναι . ἀλλ ' ἔστιν εἰπεῖν ὅτι παρὰ τὸ ἀνιαρός γίνεται παρώνυμον ἀνιαρής , ὥσπερ ὁμαλός ὁμαλής , γυμνός | ||
| ἁγνότερος , λευκός λευκή λευκόν λευκότερος : οὕτως οὖν καὶ ἀνιαρός ἀνιαρή ἀνιαρόν ἀνιαρότερον ὤφειλεν εἶναι . ἀλλ ' ἔστιν |
| τῶν φθισικῶν καὶ τῶν ἀγόντων αἱμόπυα . ] Χρώμεθα τῷ ταρίχῳ μετ ' ἄρτου διδόντες ἐσθίειν , οὕτως βρέχοντες αὐτὸ | ||
| : ἐπὶ τῶν ἀχαρίστων . Ἂν μὴ παρῇ κρέας , ταρίχῳ στερκτέον : ὅτι δεῖ τοῖς παροῦσιν ἀρκεῖσθαι . Ἄμμες |
| : ἵππος μὲν δὴ Κραννωνίου Κραυξίδα παρέφθη , τοὺς δὲ ἐσελθόντας ἐπὶ τὸ παγκράτιον ὁ Λύγδαμις κατειργάσατο Συρακούσιος . τούτῳ | ||
| μὲν στρατιὰν οὐκ ἐδέχοντο οἱ Καταναῖοι , τοὺς δὲ στρατηγοὺς ἐσελθόντας ἐκέλευον , εἴ τι βούλονται , εἰπεῖν . καὶ |
| ὁ πεπαιδευμένος καὶ αἰδήμων λέγει : δὸς ὃ θέλεις : ἀπόλαβε ὃ θέλεις . λέγει δὲ τοῦτο οὐ καταθρασυνόμενος , | ||
| . ἀνίστασο δέ , φιλτάτη , καὶ ἄπιθι χαίρουσα : ἀπόλαβε καὶ σὺ τὸν ἄνδρα τὸν σεαυτῆς : ζῇ γὰρ |
| πρώτη καὶ πρεσβυτάτη τροφὴ τῶν ἀνθρώπων , καὶ ὅτι οὐκ ἄφωνος , ἀλλὰ καὶ ἐφθέγξατό ποτε ἐν Δωδώνῃ . εἰ | ||
| περὶ τὰ τῶν παιδίων στόματα μάλιστα γινομένη . ἄναυδος : ἄφωνος . αὐδὴ γὰρ ἡ φωνή . ὡς Ὅμηρός φησιν |
| πειθόμενος εἵπετο , Ποπαίδιος δὲ πλησίον τῆς ἐσκευασμένης ἐνέδρας γενόμενος ἀνέδραμεν ἔς τινα λόφον ὡς κατοψόμενος τοὺς πολεμίους καὶ σημεῖον | ||
| παθών . ὁ μὲν γὰρ κόσμος ἐπ ' ἐλάττονα οὐσίαν ἀνέδραμεν , ἀφαιρεθέντος αὐτῷ τοῦ σωματοειδοῦς , ἐφθάρη δ ' |
| , κόπτων τὰ ὦτα , τὸ ἐκ Δωδώνης χαλκεῖον , μακρό - τερα τῆς Ἰλιάδος λαλῶν , Ἀλκίνου ἀπόλογος , | ||
| οὕτω καὶ Θουκυδίδης : ἐκ δὲ τεκμηρίων , ὧν ἐπὶ μακρό - τατον σκοποῦντί μοι πιστεῦσαι ξυμβαίνει , οὐ μεγάλα |
| , κρέας ἐξ ἅλμης ἐξῄρηται , τόμος ἀλλᾶντος , τόμος ἠνύστρου , χορδῆς ἕτερος , φύσκης ἕτερος διαλαιμοτομεῖθ ' ὑπὸ | ||
| , κρέας ἐξ ἅλμης ἐξῄρηται , τόμος ἀλλᾶντος , τόμος ἠνύστρου , χορδῆς ἕτερος , φύσκης ἕτερος διαλαιμοτομεῖθ ' ὑπὸ |
| ὑπὸ δὲ Ἰώνων ὁ ἄπορος , ὑπὸ δὲ Ἀττικῶν ὁ τρυφερός . Ἀγήνωρ , ὁ ἀνδρεῖος καὶ ὁ ἄγαν ὑβριστικός | ||
| τοῦτο τῆς τοῦ νεανίσκου σπουδῆς . . , ὁ Λεωγόρας τρυφερός τις , ὁ Ἀνδοκίδου πατήρ . Πλάτων Περιαλγεῖ ὦ |
| πηγάνου τε βλαστούς , καὶ νάρδον , καὶ κάστορος τοὺς κρεμαστῆρας , καὶ σίλφιον , τραγοριγάνου τε τοσοῦτον , ὅσον | ||
| διαφαίνεσθαι ἐναργῶς τὰ γίγαρτα καὶ τοὺς ὑμένας : τοὺς δὲ κρεμαστῆρας , τοὺς μετεωρίζοντας τὸν βότρυν , ὡς ἐπὶ τὸ |
| αὖ τι λῆμα τοῦτο κομψότερον ἔτ ' ἢ τὸ πρότερον ἀναπέφηνεν . Οἷα κατεστωμύλατο οὐκ ἄκαιρα , φρένας ἔχουσα καὶ | ||
| ζωμὸς κατωνόμασται : χαίρει τις αὐχμῶν ἢ ῥυπῶν , κονιορτὸς ἀναπέφηνεν : ὄπισθεν ἀκολουθεῖ κόλαξ τῳ , λέμβος ἐπικέκληται : |
| χύτρα χαλκῆ γέγονε : τοὺς δὲ πινακίσκους τοὺς σαπροὺς τοὺς ἰχθυηροὺς ἀργυροῦς πάρεσθ ' ὁρᾶν . ὁ δ ' ἰπνὸς | ||
| λοπάδος εἶδος , παρὰ τὸ εἰς ὀξὺ λήγειν . 〚 ἰχθυηροὺς δὲ πινακίσκους , 〛 τοὺς ἐπιτηδείους ἰχθῦν χωρῆσαι . |
| : ὁ δὲ τοιοῦτος πεφυγάδευται θείου χοροῦ , καθάπερ ὁ λεπρὸς καὶ γονορρυής , ὁ μὲν θεὸν καὶ γένεσιν , | ||
| δέρμα τοῦ ὄφεως : λεκτίκιον : λεπὶς ἡ φολίς : λεπρὸς ὁ διάλευκος : λεαίνω τὸ ὁμαλίζω : λέγυνον τὸ |
| τῶν λόγων ταραχθεὶς ἀηδίᾳ . ἐμέσω ] ἰδιωτικῶς ξεράσω . τυφογέρων ] ματαιογέρων , ἀλαζὼν γέρων : ἢ κατάξηρος , | ||
| [ ἵνα ] ἐμέσω ⌈ δηλονότι : βλασφημεῖ γάρ . τυφογέρων ] μάταιος ⌈ γέρων / . κἀνάρμοστος ] ἀηδής |