συχνῶν , γενόμενος ἄνθρωπός τις οὐκ ἀβέλτερος θύσας ἱερεῖον πρῶτος ὤπτησεν κρέας . Ὡς δ ' ἦν τὸ κρέας ἥδιον | ||
συχνῶν , γενόμενος ἄνθρωπός τις οὐκ ἀβέλτερος θύσας ἱερεῖον πρῶτος ὤπτησεν κρέας . ὡς δ ' ἦν τὸ κρέας ἥδιον |
ὤφειλεν εἶναι . ἀλλ ' ἔστιν εἰπεῖν ὅτι παρὰ τὸ ἀνιαρός γίνεται παρώνυμον ἀνιαρής , ὥσπερ ὁμαλός ὁμαλής , γυμνός | ||
ἁγνότερος , λευκός λευκή λευκόν λευκότερος : οὕτως οὖν καὶ ἀνιαρός ἀνιαρή ἀνιαρόν ἀνιαρότερον ὤφειλεν εἶναι . ἀλλ ' ἔστιν |
κατασκήπτοντ ' αὐταῖς τῇ γνάθῳ . Θεόφιλος δέ φησιν : Ἀτρεστίδας τις Μαντινεὺς λοχαγὸς ἦν , ἀνδρῶν ἁπάντων πλεῖστον δυνάμενος | ||
οὕτως μὰ τὴν γῆν εὐρύθμως τῇ δεξιᾷ ἄρας ἐνώμα . Ἀτρεστίδας τις Μαντινεὺς λοχαγὸς ἦν , ἀνδρῶν ἁπάντων πλεῖστα δυνάμενος |
πάντων ὁπλιζομένων ἡμῶν εἷς τῶν παρ ' ἡμῖν εὔνους καὶ φιλοκίνδυνος τῶν ὑπὲρ τῆς πολιτείας ἀγώνων στερίσκηται : εἰ γὰρ | ||
ἀφυλακτοῦντας μᾶλλον ἁμαρτάνειν . ἢν δ ' ἅπαξ δόξῃ τις φιλοκίνδυνος εἶναι , ἔξεστι καὶ ἡσυχίαν ἔχοντα , προσποιούμενον δὲ |
οἷον , Ἰουδαῖος : Χαλδαῖος : σπουδαῖος : Θαδδαῖος : ῥαγδαῖος : χυδαῖος : σταδαῖος ὀπιδαῖος . Τὰ διὰ τοῦ | ||
τὴν καταλλαγὴν ἔχει . τί ποτ ' ἐστίν ; ὡς ῥαγδαῖος ἐξελήλυθεν . δῶρον δ ' ἐμαυτῇ παρὰ θεῶν εὑρημένη |
αὐλητὴς ἐγένετο μὴ πάνυ τοῖς αὐλητικοῖς ἐμμένων νόμοις , ἀλλὰ παρακινῶν : ὅθεν ἡ παροιμία . Τὸ δέ τοι κλέος | ||
ἐπέρχεταί μοι ἔννοιά τις καὶ λόγος ἡδὺς ὑπὲρ σοῦ , παρακινῶν με λέγειν τοῦτο πρὸς σέ . ὥσπερ γὰρ ἡ |
οἰκίαν διοικῇ ὀρθῶς , τί ὄνομα τούτῳ ἐστίν ; οὐκ οἰκονόμος τε καὶ δεσπότης ; Ναί . Πότερον οὖν καὶ | ||
οὐδὲν ἀνήλωσε . διὸ καὶ γενόμενος οὐ βασιλεὺς ἀλλ ' οἰκονόμος ἀγαθὸς ἀντὶ τῆς ἐπ ' ἀρετῆι δόξης ἀπέλιπε πλεῖστα |
! ! ! ] ? ὑμέναιον , ἐτερέτιζον : ἦν ἀβέλτερος , ὡς δ ' οὖν ἐνεπλήσθηνἀλλ ' , Ἄπολλον | ||
μᾶλλον ἐνὶ φρεσὶν ἤπερ ἀοιδαί . πῶς οὖν οὐκ ἂν ἀβέλτερος εἴη ὁ Τηλέμαχος ᾠδοῦ παρόντος καὶ κυβιστητῆρος προσκύπτων πρὸς |
ἀποκεκρυμμένους ἐν πήρᾳ καὶ δίκτυα ἅμα αὐτοῖς ἔφερεν ὡς ἀνὴρ θηρευτής . ἅτε δὲ ὢν ἀγνὼς καὶ Λακεδαιμονίων τοῖς πολλοῖς | ||
. Καὶ δὴ καὶ αὐτὸς ἐγὼ πάνυ ἔχαιρον , ὥσπερ θηρευτής τις , ἔχων ἀγαπητῶς ὃ ἐθηρευόμην . κἄπειτ ' |
πότην : ποτὸν τὸ πινόμενον , πότης ὁ πίνων , συμπότης ὁ συμπίνων . δεῦρ ' ] ἐλθέ , ἔπελθε | ||
ὑπηρέτης κατ ' ἐκεῖνο τοῦ καιροῦ , ἀλλ ' οὐ συμπότης ὤν . ἐπεὶ δὲ τοῖς χείλεσι τὴν κύλικα προσῆγεν |
ἤγετο ὑπὸ Ἀνύτου μᾶλλον ἢ ὑπὸ Σωκράτους . ἐμοὶ δὲ εὐήνιος μὲν ὁ δῆμος καὶ εὐπειθής , εὐαγωγότατός τε ἁπάντων | ||
. καὶ ἐὰν μέν τις τοιούτοις παραμυθίοις εὐπειθὴς γίγνηται , εὐήνιος ἂν εἴη : ὁ δὲ δυσπειθὴς καὶ μηδὲν προοιμίου |
καὶ Ἄκη πόλις , ἔξω πἠ πόλις Τυρίων [ : Κάρμηλος ] ὄρος ἱερὸν Διός : Ἄραδος πόλις Σιδονίων . | ||
. ἔστι καὶ Κάρμανα νῆσος ἢ ἀπὸ τῶν Καρμανῶν . Κάρμηλος , ὄρος δυσχείμερον . τὸ ἐθνικὸν Καρμήλιος , ὡς |
ἁπάντων ἡδονήν . ἀφ ' ἧς ἐξαναστὰς ὁ ἱερεὺς καὶ θεραπευτὴς τοῦ μόνου καλοῦ Φινεές , ὁ τῶν σωματικῶν στομίων | ||
σύμβολον ὁ βραχίων πόνου καὶ κακοπαθείας : τοιοῦτος δὲ ὁ θεραπευτὴς καὶ λειτουργὸς τῶν ἁγίων , ἀσκήσει καὶ πόνῳ χρώμενος |
ὑμᾶς ἐξελήλεγκται , ἐν οἷς τί κακὸν οὐκ ἔνι ; δωροδόκος , κόλαξ , ταῖς ἀραῖς ἔνοχος , ψεύστης , | ||
δέ : παράνομος , προδότης , ὀλιγαρχικός , πεπραμένος , δωροδόκος δεδωροδοκημένος , δεδεκασμένος , ἀδόκιμος , κίβδηλος , παράσημος |
ἥλιον , σελήνην , σῦκα καὶ μῆλα . ἔδοξε γοῦν ἠλίθιος ταῦτα ἐξισῶν ἡλίῳ . Ἡ ἀφύη πῦρ : ἐπὶ | ||
καὶ πάντα τὰ συμβεβηκότα τοῖς μορίοις τοῦ λόγου πολυπραγμονῶν ; ἠλίθιος μέντἂν εἴη εἰς τοσαύτην σκευωρίαν καὶ φλυαρίαν ὁ τηλικοῦτος |
ἀνδρίᾳ ] καὶ παρὰ τὸν Ἀμυνίαν , ὃς διεβάλλετο ὡς μισόδημος . Γ ἀμφότερα οὖν τὰ τῆς συνθέσεως εἰς οὐδὲν | ||
μέγα φρονῶν , μισόδημε : διεβάλλετο γὰρ ὁ Ἀμυνίας ὡς μισόδημος . τῶν νόμων ] ⌈ ἀντὶ Γ τοῦ δικάζειν |
: ἀβλαβεῖς γὰρ οἱ ἐπιορκήσαντες : ὅθεν καὶ παροιμία , Ἀφροδίσιος ὅρκος οὐκ ἐμποίνιμος . Ταυροπόλας Ἀρτέμιδος ταχύτερος : ὡς | ||
. περίθες σεαυτῷ τὸν πνιγέα . ἀφάρμακον χρῶμ ' Οἰδίποδος Ἀφροδίσιος ὅρκος οὐ δάκνει . λιθωμόται δημηγόροι φθάνοντος ἔργον γίνεται |
χλαμύδιον καὶ παῖδ ' ἕνα . ὁ πλέων κατήχθη . κρίνεθ ' οὗτος πολέμιος . ἐὰν ἔχηι τι μαλακόν , | ||
τοῦτο ἐν τῷ Σικυωνίῳ παρίστησι : ὁ πλέων κατήχθη : κρίνεθ ' οὗτος πολέμιος : ἐὰν δ ' ἔχῃ τι |
τῆς ἑτέρας τάξεως τῆς ἐναντιουμένης τοῖς δημοτικοῖς αὐθαδέστατος εἶναι καὶ δυνατώτατος . οὗτος ἐκ παρασκευῆς διεξῆλθε λόγον κατὰ τῶν δημοτικῶν | ||
ἐλέχθη γέ τοι καὶ τοῦτο . Ἆρ ' οὖν καὶ δυνατώτατος εἶ ἀληθῆ λέγειν περὶ λογισμῶν ; Πάνυ γε . |
μὴ ἐλεούμενοι ὑπ ' αὐτῶν τετυφλωμένων ὄντων καὶ ἀσυνέτων . Ἄνθρωπος δέ τις δεῖπνον παρετοιμάζει εἰς τὸ καλέσαι φίλον αὐτοῦ | ||
ἠρώτα τὸν Δημώνακτα , τίς ὢν χλευάζοι τὰ αὐτοῦ : Ἄνθρωπος , ἔφη , οὐκ εὐαπάτητα ἔχων τὰ ὦτα . |
πορρωτάτω . Ὀδύνης γὰρ ὑὸς ἦν : κακοδαιμονῶν τις ἢ μελαγχολῶν ἅνθρωπος οἰκῶν [ ἐνθαδὶ ] τὴν οἰκίαν πρὸς ὅν | ||
. καίτοι πόσους ἂν πατάξειεν ἢ ἀποκτείνειε Πολυδάμας ἢ Γλαῦκος μελαγχολῶν ; τῆς δὲ Καμβύσου μανίας φῦλα ὁμοῦ καὶ ἔθνη |
σκάρος , λάβραξ , μύραινα , κεστρεύς , χρύσοφρυς , γόγγρος , μελάνουρος , ἀνθίας , σφύραινα : ταύτην δὲ | ||
δ ' ὁ μὲν κεστρεὺς ὑπὸ λάβρακος , ὁ δὲ γόγγρος ὑπὸ μυραίνης . ἡ δὲ λεγομένη παροιμία κεστρεὺς νηστεύει |
| θεοῖσι θῦε : πολλὰ δ ' εὐσεβῶν δίδου . Μέτρῳ † πάντα μανθάνων δικαίως ποιεῖ . Μηδέποτε καυχῶ πλοῦτον | ||
τοῦ ι καὶ τροπῇ τοῦ ε εἰς ο . ] Μέτρῳ δὲ τοιούτῳ διατέθειται τὰς τῶν ἀκροατῶν ψυχὰς θέλγων καὶ |
εἰ τήμερον ἐκθεὶς κατ ' ἐμοῦ λόγον , ὡς εἴην ἀνοσιώτατος καὶ σὸς ἐχθρός , ἔπειτα ἠξίους με εἰδέναι χάριν | ||
τεθνεῶσιν ἔλεος ἐπιεικὴς θεός , τοῖς ζῶσι δ ' ἕτερον ἀνοσιώτατος φθόνος . ἀνοίγετ ' ἤδη τὰς θύρας , ἵνα |
ἥ τε προσεχὴς τῷ κρημνῷ νάπη πυκνοῖς καὶ μεγάλοις δένδρεσιν ἐπίσκιος . ἔνθα βωμὸν ἱδρυσάμενοι τῷ θεῷ τὴν πάτριον θυσίαν | ||
εἶπον ἐγώ , δύσβατός γέ τις ὁ τόπος φαίνεται καὶ ἐπίσκιος : ἔστι γοῦν σκοτεινὸς καὶ δυσδιερεύνητος . ἀλλὰ γὰρ |
ἀτυχία καὶ ἀδοξία καὶ θλῖψις . διὰ τοῦτο γὰρ τῇ παράσημος λέξει ἐχρήσατο κατ ' ἐναντίωσιν τοῦ ἀτρεκής , ἤτοι | ||
εἰώθασι λέγειν τοὺς παραχαράκτας παρακόπτοντας : ὅθεν καὶ παρὰ Ἀθηναίοις παράσημος ῥήτωρ . Γ παρακεκομμένα ] μηδὲν ἐντελὲς ἔχοντα . |
: φόνον θανάτῳ πρὸς τέκνων ἀπηύρα : ἀλλ ' οὐκ ἀτιμώρητος , φησὶν , ἔμεινεν ἡ Κλυταιμνήστρα , ὑπὸ τῶν | ||
ὅτι δικαιότατος ὢν καὶ ὁσιώτατος ἔζη τε ζῶν καὶ τελευτήσας ἀτιμώρητος ἂν κακῶν ἁμαρτημάτων ἐγίγνετο τὸν μετὰ τὸν ἐνθάδε βίον |
ἐστι Πρωταγόρας ὁ Τήιος * * * ὃς ἀλαζονεύεται μὲν ἁλιτήριος περὶ τῶν μετεώρων , τὰ δὲ χαμᾶθεν ἐσθίει . | ||
, ὅν γ ' ἔστιν λέγειν ; ὁ Βουζύγης ἄριστος ἁλιτήριος . τί κέκραγας ὥσπερ Βουζύγης ἀδικούμενος ; ὁ νόθος |
πυαλίτης , ἐπίθετος , σφάλλων , ἀγύρτης , οἶστρος , ἀνακάμπτων , δορεύς , Λάμπων , Κύκλωπες , ἐπιφέρων , | ||
γὰρ γίνεται : γελοῖος ἔσομαι , νὴ Δί ' , ἀνακάμπτων πάλιν . ἤν : χλαμὺς πάρεστιν αὕτη καὶ σπάθη |
δεσποτῶν κεχρημένος τύχαις , ἀλάστωρ τ ' εἰσπέπαικε Πελοπιδῶν . ἄστυτος οἶκος , κοὔτε βυσαύχην θεᾶς Δηοῦς σύνοικος , γηγενὴς | ||
δεσποτῶν κεχρημένος τύχαις , ἀλάστωρ τ ' εἰσπέπαικε Πελοπιδῶν . ἄστυτος οἶκος , κοὔτε βυσαύχην θεᾶς Δηοῦς σύνοικος , γηγενὴς |
τὰς δὲ ἀναπαύσεις σεμνὰς ὁμοῦ καὶ ἀφελεῖς , ὡραῖος καὶ ἁβρὸς κατ ' ἀνάγκην ἡμῖν ὁ λόγος γίνεται : ὥστε | ||
. ἀτὰρ εἰπέ μοι καὶ τόδε : τί δή ποτε ἁβρὸς οὕτω θεὸς ὢν καὶ γέρων ἐπιλεξάμενος τὸ ἀτερπέστατον , |
αὐτῷ τῆς ὑγιείας ἔγχεον . Βυζάντιόν τε τέμαχος ἐπιβακχευσάτω , Γαδειρικόν θ ' ὑπογάστριον παρεισίτω . . . . . | ||
αὐτῷ τῆς ὑγιείας ἔγχεον . Βυζάντιόν τε τέμαχος ἐπιβακχευσάτω , Γαδειρικόν θ ' ὑπογάστριον παρεισίτω . * * * * |
τὴν πόλιν ἑλὼν κατὰ κράτος καὶ πολλοὺς ἐν χειρῶν νόμῳ κατασφάξας , Πριάμῳ τὴν βασιλείαν ἀπέδωκε τῶν Ἰλιαδῶν διὰ τὴν | ||
Σικελίας τύραννος , ὀμόσας τοῖς πολεμίοις παρέβη τοὺς ὅρκους καὶ κατασφάξας τοὺς ἁλόντας ἐπιχλευάζων πρὸς τοὺς φίλους ἔλεγεν δειπνήσαντες ἐξεμέσωμεν |
τὸν ὀρίγανον ἐν χερὶ κεύθει . θηλυκῶς δὲ Πλάτων ἢ Κάνθαρος : ἢ ' ξ Ἀρκαδίας οὕτω δριμυτάτην ὀρίγανον . | ||
: ὁ ὀρνιθοθήρας : Δείναρχος κατὰ Προξένου , Πλάτων ἢ Κάνθαρος Συμμαχίᾳ . ἔστι δὲ καὶ ἐν τῇ νέᾳ κωμῳδίᾳ |
ἐν λόγῳ , ὁ δ ' αὐτὸς καὶ προτρεπτικὸς καὶ ἐλεγκτικὸς οὗτος ὁ δυνάμενος ἑκάστῳ παραδεῖξαι τὴν μάχην , καθ | ||
ὁ διάλογος διὰ μὲν τὸν Φαῖδρον ἠθικὸς καὶ καθαρτικὸς , ἐλεγκτικὸς , προτρεπτικὸς εἰς φιλοσοφίαν : διὰ δὲ τοὺς περὶ |
τὸ βούκεντρον . Οἰστροπλήξ : ὁ τῇ μανίᾳ πεπληγώς . Τέττιξ : ἀηδών . Ὁμῆλιξ : συνηλικιώτης . τῆς αὐτῆς | ||
λέγεται καὶ πτὼξ , καὶ δασύπους , καὶ ταχείνας . Τέττιξ : ἀχέτας . Κοχλίας : φερέοικος . Ἀλώπηξ : |
“ φθάσας δὲ εἰς τὸ μάκελλον πάντων τῶν τεθυμένων χοίρων ἠγόρασε τὰς γλώσσας , καὶ ἐλθὼν ἐσκεύασεν . ἀνακλιθέντων δὲ | ||
ὁ Δελφός : Ἀρίστιππος Πλάτωνος ἐπιτιμήσαντος αὐτῷ διότι πολλοὺς ἰχθῦς ἠγόρασε , δυεῖν ὀβολοῖν ἔφησεν ἐωνῆσθαι . τοῦ δὲ Πλάτωνος |
προσβαλεῖν ] πλησιάσειν . θΞ ἄθυμος ] δειλός . Ξ ἄθυμος ] δειλός , ἄφρων . ἄθυμος ] δειλός , | ||
] δειλός . Ξ ἄθυμος ] δειλός , ἄφρων . ἄθυμος ] δειλός , ἄψυχος . ἄθυμος ] δειλός ἐστιν |
δ ' ἁλίσκεται : ἐπὶ τῶν ἅπαξ δυστυχησάντων . Γέλως Ἰωνικός : ἐπὶ τῶν ἐκλελυμένων : εἰς τοῦτο γὰρ οἱ | ||
βοΐ : ἐπὶ τῶν γεγηρακότων καὶ μηκέτι χρησιμευόντων . Γέλως Ἰωνικός : ἐπὶ τῶν κιναίδων καὶ ἐκλελυμένων . Γενναῖος εἶ |
γενόμενός ἐστι δεσπότης πατρίς . τίς δ ' οὐχὶ θανάτου μισθοφόρος , ὦ φιλτάτη , ὃς ἕνεκα τοῦ ζῆν ἔρχετ | ||
τοῦ ἔρωτος ἔχθρα τέλος : ἄμισθος ὁ ἔρως ἐκεῖνος , μισθοφόρος ὁ ἔρως οὗτος : ἐκεῖνος ὁ ἔρως ἐπαινετός , |
αὐτοῦ λόγος , πεπηγὼς καὶ συγκεκροτημένος καὶ οἷον ἀθάνατος καὶ ἐρρωμένος διαμένων καὶ τὴν ἐν κύκλῳ τοῦ σπέρματος γῆν συλλέγων | ||
γάρ , ὥσπερ ἐν τοῖς σώμασιν ἡμῶν : ὅταν μὲν ἐρρωμένος ἦι τις , οὐδὲν ἐπαισθάνεται τῶν καθ ' ἕκαστα |
συγκριτικὸν τάσσων , καὶ τροπῇ τοῦ τ εἰς θ , θάσσων : ὡς παρὰ τὸ παχῦς πάσσων . παρὰ δὲ | ||
: ὡς παρὰ τὸ παχῦς πάσσων . παρὰ δὲ τὸ θάσσων θάττων . Θρησκεύειν . παρὰ τὴν Θρακῶν ἐπιμέλειαν τὴν |
ἐξώλης κακόνους ἀσύμμετρος ἀκαιρολόγος μακρήγορος ἀδολέσχης ἀερόμυθος κόλαξ νωθὴς ἀπερίσκεπτος ἀπροόρατος ἀπρονόητος ὀλίγωρος ἀπαράσκευος ἀπειρόκαλος | πλημμελὴς σφαλλόμενος διαπίπτων ἀδιοίκητος | ||
. Οὕτω Πλούταρχος . . ΚΡΟΝΙΩΝ . Ἡ ἀφανὴς καὶ ἀπροόρατος Εἱμαρμένη , ἡ κοροῦσα καὶ μελαίνουσα τὸν νοῦν , |
φοβεῖσθαι . Ἀδίκοις φίλοισιν ἢ κακοῖς μὴ συμπλέκου . Ἀνὴρ ἄβουλος ἡδοναῖς θηρεύεται . Ἄλυπον ἄξεις τὸν βίον χωρὶς γάμου | ||
τοὺς καιροὺς παριείς , ἀπερίσκεπτος , ἀπροόρατος , ἀπρονόητος , ἄβουλος , κακόβουλος , ἄπορος γνώμης , ἀπρόοπτος , ἀμήχανος |
παλαιὰς καὶ ἀρχαίας , περὶ ἧς ἔφασαν ἔκπαλαι μύθους . παλαμναῖος : φονεὺς ἢ μιαρός . παλαμναῖοι γὰρ λέγονται οἱ | ||
ξενικόν . παιδίσκην : νεανίδα Ἀττικοί , θεράπαιναν Ἴωνες . παλαμναῖος : φονεὺς ἢ μιαρός . παλαμναῖοι γὰρ λέγονται οἱ |
Ἄρεϊ δὲ ζώνην , στέρνον δὲ Ποσειδάωνι . ἠΰτε βοῦς ἀγέληφι μέγ ' ἔξοχος ἔπλετο πάντων ταῦρος : ὃ γάρ | ||
ἔξοχα νεῖκος οἷον ὑπὲρ θαλάμοιο πανάγρια δηρίσαντο . εἷς βασιλεὺς ἀγέληφι τυραννεύων ὄχ ' ἄριστος βαιοτέροις ταύροις καὶ θηλυτέρῃσιν ἀνάσσει |
Ὀδυσσέως ] δίμετρος . . . μεμαγμένον ] μεμαλαγμένον . ἐζυμωμένον , τεταραγμένον ἔματτεν ] ἐτάρασσε μιμήσομαι ] μι - | ||
οὖν συμφέρει ἐσθίειν τὸν κάλλιστ ' ὠπτημένον , ἄριστα δὲ ἐζυμωμένον καὶ μάλιστα τὸν κλιβανίτην , οἷον δέχεται : οὗτος |
καλούμενος ἱερὸς , ὃν κινοῦσιν ὕστατον . Ἀφροδίσιος ὅρκος οὐκ ἐμποίνιμος : ἐπὶ γὰρ τοῖς ἐρωτικοῖς ἐπιορκούμενοι οἱ θεοὶ οὐκ | ||
οἱ ἐπιορκήσαντες : ὅθεν καὶ παροιμία , Ἀφροδίσιος ὅρκος οὐκ ἐμποίνιμος . Ταυροπόλας Ἀρτέμιδος ταχύτερος : ὡς γὰρ ταῦρος περίεισι |
ἐξερροίβδητ ' οἴνου : πρόποσις χωρεῖ : λέπεται κόρδαξ : ἀκολασταίνει νοῦς μειρακίων : πάντες δ ' ἔνδον τὰ κάτωθεν | ||
λόγον ἔχει ἐρρωμένον : ὁμοίως δὲ καὶ ὁ ἀκόλαστος προαιρούμενος ἀκολασταίνει , ἔχει δὲ καὶ τὸν λόγον , ἀλλὰ διεφθαρμένον |
] δή . ὑποδραμὼν τῶν ἐκ Πύλου : ἀντὶ τοῦ προδραμών , καταδραμὼν τοὺς ἐν Πύλῳ στρατηγούς . ὅτι συνεχῶς | ||
ἐπιβάλλουσιν . Τις : αὐτῶν . προθορῶν : προπηδήσας ἢ προδραμών . ἑτέρης : μιᾶς . ἑτέρης στιχός : ἀπ |
, πολυπότης , πολυάνθρωπος πολυπρόβατος πολυθρέμμων πολύδουλος , πολύανδρος πολυγύνης πολύπαις , πολύπους , πολυάδελφος , πολύθηρος , πολύδενδρος πολύυλος | ||
ἀντίπαλον : οὗτός ἐστιν ὁ τρίτος τῶν ἀρχηγετῶν , ὁ πολύπαις τε καὶ μόνος εὔτεκνος , ἀσινὴς ἐν ἅπασι τοῖς |
ἐρᾷ , οὐδ ' ἄν τι θύων οὐδ ' ἐπισπένδων ἄνοις , οὐδ ' ἔστι βωμὸς οὐδὲ παιωνίζεται : μόνου | ||
. . . , = . . , . : ἄνοις : ἀντὶ τοῦ ἀνύοις . Φρύνιχος . . . |
τὸν χρυσὸν , πυρρὸν ὡς τὸ αἷμα . Αὕτη ἐστὶν κιννάβαρις τῶν φιλοσόφων καὶ χαλκὸς ἄσκιος ξανθός . Ὧδε μνήσθητι | ||
: πᾶσα οὖν ὑδράργυρος ἀπὸ σωμάτων γίνεται . Οὗτος δὲ κιννάβαρις εἶπεν , ὡς δῆλον αὐτὴν ἀπὸ κινναβάρεως οὖσαν ; |
ἐνοσφίσατο πολλὰ τοῦ δημοσίου πράγματα , καὶ ὑπ ' ἄλλων κωμῳδεῖται . τοῦτο δὲ κομψὸν καὶ οὐ πάνυ οἰκεῖον δοκεῖ | ||
ἔμελλε φωραθήσεσθαι καὶ δώσειν δίκην ὡς κεκλοφὼς τὰ δημόσια , κωμῳδεῖται ὑπὸ τῶν ποιητῶν . εἶχε δὲ οὗτος ὁ Πάμφιλος |
, δυσπινής , ξανθῇ κόμῃ ἐπικομῶν . ὁ δὲ δεύτερος πιναρὸς τοσούτῳ τοῦ προτέρου ἰσχνότερος ὅσῳ καὶ νεαρώτερος . ὁ | ||
λευκόχρως , φαιδρός , πρέπων θεῷ καλῷ . ὁ δὲ πιναρὸς ὀγκώδης , ὑποπέλιδνος , κατηφής , δυσπινής , ξανθῇ |
πολλὰ τῶν κατὰ τὴν βασιλείαν συνδιῴκει τῷ βασιλεῖ . καὶ μεγαλόπλουτος ὢν πολλοῖς τῶν ἀπόρων ἐβοήθει χρήματα διδούς , καὶ | ||
μεγαλόψυχος , μεγαλόθυμος , μεγαλότολμος , μεγαλόφωνος , μεγαλοπολίτης , μεγαλόπλουτος , μεγαλόδωρος , μεγάλαυχος , μεγαλόφρων . ἐκ δὲ |
καταφαγᾶς . Ὡς ὁ μὲν κλέπτης , ὁ δ ' ἅρπαξ , ὁ δ ' ἀνάπηρος πορνοβοσκός καταφαγᾶς . Φέρωνος | ||
ἦν λίθινον τὸ κιβώτιον . ” Νεοκλείδης : οὗτος ὡς ἅρπαξ τῶν δημοσίων κωμῳδεῖται . τῶν φαρμάκων τὰ μέν εἰσι |
μόνα ἐκεῖνα πράττοντα ὧν ἕνεκα τὴν ἀρχὴν παρελήφθης καὶ ὧν ἔμμισθος εἶ . ἐχρῆν μὲν οὕτως , ὦ Τιμόκλεις , | ||
ἄν , ὡς ἔοικεν , ἐγὼ κατὰ τούτους ἕτερον τρόπον ἔμμισθος θηρευτής , οὐκ ἐπειδὴ λαμβάνω μισθόν , ἀλλ ' |
, οὕτω καὶ ἕπω ὀπὸς ὀξύτονον . τούτου ῥῆμα παράγωγον ὀπάζω , ὡς γυμνὸς γυμνάζω , ἵππος ἱππάζω , μόνος | ||
γυμνάζω , ἵππος ἱππάζω , μόνος μονάζω . οὕτω καὶ ὀπάζω ὀπαδός * * * ὄπις , ἡ ἐξόπισθεν ἑπομένη |
τάφους λουτρά . Χύτραν ποικίλλειν : ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων . Χυτρεοῦς : ἤτοι ὀστράκινος , εὐτελής . Χρυσὸς Κολοφώνιος : | ||
: ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων . Χυτρεοῦς θεός . καί : Χυτρεοῦς ἄνθρωπος : ὀστράκινος , εὐτελής . Χωρὶς τὰ Μυσῶν |
τὸ μὲν γὰρ εὔηθες , τὸ δὲ σωφρονέοντος . . δόκιμος ἀνὴρ καὶ ἀδόκιμος οὐκ ἐξ ὧν πράσσει μόνον , | ||
δειπνίσασι τετρακόσια τά - λαντα ἀργυρίου Ἀντίπατρος τῶν ἀστῶν ἀνὴρ δόκιμος ἐδαπάνησε : καὶ γὰρ ἐκπώματα ἀργυρᾶ καὶ χρυσᾶ καὶ |
τοῖς ἀνθρώποις , οὕτω πως θεσπίσας : ἀλλ ' ὅταν ἡμίονος βασιλεὺς Μήδοισι γένηται , καὶ τότε , Λυδὲ ποδαβρέ | ||
ὁ Ἀπόλλων χρησμὸν τοιοῦτον αὐτῷ ἀλλ ' ὅτ ' ἂν ἡμίονος βασιλεὺς Μήδοισι γένηται , καὶ τότε , Λυδὲ πόδαβρε |
χλευαστικός : ὁ γὰρ χλεῦαξ κωμῳδικώτερον , τωθαστὴς δὲ καὶ τωθαστικὸς καὶ γελωτοποιός . ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ δ ' εἴρηται | ||
χλευαστικός : ὁ γὰρ χλεῦαξ κωμῳδικώτερον , τωθαστὴς δὲ καὶ τωθαστικὸς καὶ γελωτοποιός . ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ δ ' εἴρηται |
ὀνομάτων εἰς μόνα ὀνόματα συγκρίνεσθαι , κοῖλος κοιλότερος , ταχύς ταχύτερος , τὰ δὲ ἀπὸ ἐπιρρημάτων καὶ εἰς ὀνόματος καὶ | ||
: ὁμοιοῦται ὁμοιωθήσεται * παυροτέρη : μικροτέρα * θοώτερος : ταχύτερος * ἵξεται : ἐπέρχεται * αἶσα : ἐκ τῆς |
διὰ τοῦ ω μεγάλου γράφονται : οἷον , Ἀθηνόδωρος : μεγαλόδωρος : αἰχμάλωτος : ἀνάλωτος . Τὰ παρὰ τὸ καριν | ||
αὐτοὶ τοῖσδεσιν ἐμπελάζουσι διὰ νοῦ τυφλότητα καὶ ἀγνωμοσύνην . τύχη μεγαλόδωρος , ἀλλ ' ἀβέβαιος , φύσις δὲ αὐτάρκης : |
ἐκμελής , ἄγροικος , ἄμικτος , εἴρων , ἀλαζών , ὑπεροπτικός , ὑπέρφρων , βαρύς , φορτικός , ἐπαχθής , | ||
' ἂν ἐκ τούτων ὑποψία καὶ ὑπεροψία καὶ ὑπερόψεσθαι , ὑπεροπτικός , ὑπεροπτικῶς , ὑπόπτως , ὑπερόπτης , αὐτόπτης , |
μετέωρος , εὐθαρσής , πομπικός , γοργούμενος , σοβαρός , εὔτολμος , πολεμικός , στρατιωτικός , ποδώκης , ἥμερος , | ||
διδούς : καὶ γὰρ αὐτὸς οὐκ ὀκνηρός , ἀλλ ' εὔτολμος περὶ γάμους ὁ θεός . “ οὕτω καὶ Αἰακὸς |
βαρύμηνις βαρύσπλαγχνος βαρύθυμος βαρυπενθὴς δυσόργητος ψοφοδεὴς ὑπερθετικὸς μελλητὴς ὕποπτος ἄπιστος δύσλυτος καχυπόνους δύσελπις ἀρίδακρυς ἐπιχαιρέκακος λελυττηκὼς παρακεκομμένος ἀδιατύπωτος κακομήχανος αἰσχροκερδὴς | ||
τῶν μετριωτέρων . ἐφ ' ὧν δὲ ἤδη σφήνωσις ἐγένετο δύσλυτος ἐν τῷ ἄρθρῳ ὑπὸ τῶν ἀμέτρως χρησαμένων ἰατρῶν φαρμάκοις |
δὲ καὶ αὐτοὶ ἀμφίβιοι : καί πού τις ἀνὴρ ἴδεν ἀγροιώτης γηπόνος , ἀγχιάλοισι φυτηκομίῃσι μεμηλώς , ὀσμύλον εὐκάρποις ἢ | ||
τοῦ ἀγροῦ , ἀγροώτης , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ί , ἀγροιώτης . . . ΑΥΤΗι ΜΕΝ ΓΑΡ ΝΥΚΤΙ . Ἐν |
' ἐν Ἀποκοπτομένῃ : οὐ συμποσίαρχος ἦν γάρ , ἀλλὰ δήμιος ὁ Χαιρέας , κυάθους προπίνων εἴκοσιν . Διόδωρος δ | ||
τῇ τετάρτῃ : ἡμέας ἔχει φόβος τε καὶ δέος . δήμιος καὶ δημόκοινος διαφέρει . δήμιος μὲν γάρ ἐστιν ὁ |
' εἰδότας μὲν τοὺς θεοὺς καλούμεθα , οἵοισιν ἐν χειμῶσι ναυτίλων δίκην στροβούμεθ ' : εἰ δὲ χρὴ τυχεῖν σωτηρίας | ||
. πότερα γὰρ αὐτοῦ ζῶντος ἢ τεθνηκότος φάτις πρὸς ἄλλων ναυτίλων ἐκλῄζετο ; οὐκ οἶδεν οὐδεὶς ὥστ ' ἀπαγγεῖλαι τορῶς |
βραδὺς ὠφελῆσαι , ταχὺς βλάψαι , διαβαλεῖν προχειρότατος , ὑπερασπίσαι μελλητής , δεινὸς φενακίσαι , ψευδορκότατος , ἀπιστότατος , δοῦλος | ||
Λυκόφρονος , ὅπερ ἔγωγε οὐ πάνυ ἐπαινῶ . ὀνόματα δὲ μελλητής μελλητικός , καὶ ἴσως ὀκνηρός , καὶ βραδὺς καὶ |
τὸν Ζήνωνα Κλεάνθης , περὶ οὗ λεκτέον . Κλεάνθης Φανίου Ἄσσιος . οὗτος πρῶτον ἦν πύκτης , ὥς φησιν Ἀντισθένης | ||
: οὗτος ἦν Ἡρακλεώτης . Σφαῖρος Βοσποριανός : Κλεάνθης Φανίου Ἄσσιος , ὁ διαδεξάμενος τὴν σχολήν : ὃν καὶ ἀφωμοίου |
ἀριθμῷ καὶ ἐν τῷ πληθυντικῷ , ὡς τό . ὁ ὑπερθετικὸς δὲ τὴν πτῶσιν τὴν γενικὴν ἕλκει καὶ μόνον πληθυντικῷ | ||
ἐπιμανὴς ἁψίκορος φιλόζωος δοξοκόπος βαρύμηνις βαρύσπλαγχνος βαρύθυμος βαρυπενθὴς δυσόργητος ψοφοδεὴς ὑπερθετικὸς μελλητὴς ὕποπτος ἄπιστος δύσλυτος καχυπόνους δύσελπις ἀρίδακρυς ἐπιχαιρέκακος λελυττηκὼς |
ἀεὶ τῶν κρεῶν . λέγεταί που μίαν εἰ διέλειπεν ἡμέραν ἄγευστος ἐπιτίθεσθαι τὸ πάθημα πάντως , ἕως ἐνεπλήσθη . , | ||
γῆς τῷ ἀτάφῳ , οὐδὲ σώματος ἅψεται . μένει δὲ ἄγευστος καὶ ποτοῦ , ἐὰν ἐς αὔλακα ἐποχετεύῃ εἷς ἄνθρωπος |
σφάξαι μενοινᾶις ἢ πετρῶν ὦσαι κάτα . οὐδὲν τοιοῦτον : δόλιος ἡ προθυμία . πῶς δαί ; σοφόν τοί ς | ||
καὶ ὑβριστὴς καὶ ἀπότολμος , ἐὰν δὲ ὑπὸ Κρόνου μαρτυρῆται δόλιος καὶ πονηρὸς καὶ πρεσβύτης δηλοῦται ὁ κατήγορος , συνόντος |
δόξας εἶναι ὑμῶν τῶν Κυνικῶν τρόπον ἔζη , κομῶν καὶ ῥυπῶν καὶ ἀνυποδητῶν . ὅθεν καὶ Πυθαγορικὸν τὸ τῆς κόμης | ||
' ] ἐκπληκτικόν εἶ σύ ] ὁ θρυλλούμενος αὐχμῶν ] ῥυπῶν σε . κατάξηρος , ἄλουτος ἐγένετο ] εἰς γέννησιν |
φρικώδης : θαρραλέος θαρσαλέος εὐθαρσής , γενναῖος , ἀνδρεῖος , ἄοκνος , ἀνέκπληκτος ἀκατάπληκτος , ἀδεής , ἐρρωμένος , εὔθυμος | ||
ἡλίου θερμαινόμενος . Μένανδρος : “ ἀλέας Ἀθάνας ” . ἄοκνος ἀνὴρ μέγα οἶκον ὀφέλλει : οὐχὶ διὰ τὴν γεωργίαν |
εἰ μὴ αὐτοὺς ἔχει καταμύειν τῷ ὕπνῳ . τυφθεῖσα δὲ δυσόργητός ἐστι , καὶ οὐ λήθην ἕξει τῆς βλάβης , | ||
εἰ μὴ αὐτοὺς ἔχει καταμύειν τῷ ὕπνῳ . τυφθεῖσα δὲ δυσόργητός ἐστι , καὶ οὐ λήθην ἕξει τῆς βλάβης , |
: ἢ ταῦτα μὲν οἱ εἴλωτες αὐτῷ ἔχουσιν καὶ ὁ ἀνδραποδώδης ὅμιλος καὶ οἱ περίοικοι Λακεδαιμονίων , τὸ δὲ καθαρῶς | ||
ἀνδραποδίσασθαι καὶ ἀνδραποδισάμενος , καὶ ἀνδραποδίσαντες παρὰ Θουκυδίδῃ , καὶ ἀνδραποδώδης παρὰ Ξενοφῶντι , καὶ ἀνδραποδωδῶς παρὰ Πλάτωνι , καὶ |
τὸν ὦμον ἰδεῖν ἠδύνατο . Δρομεὺς ἐν Ὀλυμπίᾳ παίδων στάδιον ἐστεφανωμένος μέλλων ἕτερον ἀγῶνα ἀγωνίζεσθαι ἔδοξεν ἐν τῷ Ὀλυμπικῷ στεφάνῳ | ||
ὑστεραίᾳ τὰ μὲν ἱερεῖα εἱστήκει παρὰ τὸν βωμὸν καὶ Κοιρατάδας ἐστεφανωμένος ὡς θύσων : προσελθὼν δὲ Τιμασίων ὁ Δαρδανεὺς καὶ |
ἀγοραία δίκη : ἡ δικαιολογία . ἀγοραῖος : εὐτελής , χυδαῖος . ἀγοραῖοι : οἱ ἐν τῇ ἀγορᾷ ἀναστρεφόμενοι ἄνθρωποι | ||
τῆς ἀρᾶς ] . Τὰ ἀπὸ ἐπιῤῥημάτων προπερισπῶνται : χύδην χυδαῖος , ἄντην ἀνταῖος . τὸ μέντοι μάτην μάταιος , |
οἱ πολῖται καὶ ὁ αἰὼν τῶν βροτῶν ὁ πολύβοτος καὶ πολυκτήμων , τουτέστιν οὐδεὶς πλὴν τοῦ Οἰδίποδος τεθαύμασται καὶ πρὸς | ||
, πολυπρόσωπος , πολυχρήματος πολύχρυσος , πολυσώματος , πολυΐστωρ , πολυκτήμων , πολυάργυρος πολύχαλκος , πολύπυρος πολύοινος πολύσιτος , πολυπότης |
λῶρος , ὁ ὀλισθηρὸς καὶ διαβατικός . μάσθλης οὖν ὁ πολυγνώμων , ὁ ἄλλο μὲν νοῶν , ἄλλο δὲ ποιῶν | ||
] τρυπάνη , δυνάμενος τρύχειν καὶ δαμάζειν . μάσθλης ] πολυγνώμων , μάστιξ , μεμαλαγμένος ⌈ , ἔμπειρος εἰς ἀντιλογίαν |
Αὐτόματοι δ ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἵενται . Ἀεὶ κολοιὸς πρὸς κολοιὸν ἱζάνει : ἐπὶ τῶν τοῖς ὁμοίοις προσομιλούντων | ||
τοῦ εὐωχεῖσθαι . εἴρηται ἀπὸ τῶν ἀγροίκως ὀρχουμένων . Ἀεὶ κολοιὸς πρὸς κολοιόν : καί : Ἀεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει |
μονάδα αὐτὴν ὁ βασιλικός , κατὰ δὲ τὸν γʹ ὁ ὀλιγαρχικός , τῆς μονάδος πολλαπλασιασθείσης ἐπ ' αὐτόν , κατὰ | ||
ἀλλ ' ἐν ὀλίγωι πολλῶι γε μᾶλλον [ συνεδρίωι . ὀλιγαρχικός γ ' εἶ καὶ πονηρός , Σμικρίνη ? [ |
, θηριώδης , ἀνήμερος , δύσθυμος , δυσόργητος , μηνιῶν βαρύμηνις , ἰοῦ γέμων , σκορπιώδης , σκορπίος ζητῶν ὅτῳ | ||
, αὐξητά , φαεσφόρε , κάρπιμε Παιάν , ἀντροχαρές , βαρύμηνις , ἀληθὴς Ζεὺς ὁ κεράστης . σοὶ γὰρ ἀπειρέσιον |
Μίθαικος ὁ τὴν ὀψοποιίαν συγγεγραφὼς τὴν Σικελικὴν καὶ Σάραμβος ὁ κάπηλος : οὗτοι θαυμάσιοι γεγόνασι σωμάτων θεραπευταί , ὃ μὲν | ||
Μίθαικος ὁ τὴν ὀψοποιίαν συγγεγραφὼς τὴν Σικελικὴν καὶ Σάραμβος ὁ κάπηλος , ὅτι οὗτοι θαυμάσιοι γεγόνασιν σωμάτων θεραπευταί , ὁ |
καὶ φιλαργύρους , εἰς μισθοφορὰν καταστήσας . περὶ μὲν δὴ λάλων , ὦ Πλάτων , καὶ ἀργῶν καὶ δειλῶν αὐτόθεν | ||
Ἄλλοισι μὲν γλῶσσα , ἄλλοισι δὲ γομφίοι : ἐπὶ τῶν λάλων καὶ φάγων . Ἀνδρὸς γέροντος σταφὶς τὸ κρανίον : |
! ] μὲν προπετέστερος ὑπάρχων ? ? καὶ [ ] ἰταμός ? [ ] ? , οὐχ ἁρμόζει [ ] | ||
ἢ ἀΐτης κυρίως ὁ μέσος , ὁ μήτε θρασὺς μήτε ἰταμός : [ ἀΐτης οὖν ὁ μὴ ] ἰταμὸς ἀλλὰ |
μ ' εὔφραιν ' ἢ μήτρης καλὰ πρόσωπα ἐκβολάδος , δέλφαξ δ ' ἐν κλιβάνῳ ἡδέα ὄζων . Σώπατρος δ | ||
, ἀνασεισίφαλλος ἀνασυρτόλις βορβορόπη βολβίτου κασιγνήτην . † ὡς Ἐφεσίη δέλφαξ . [ στονόεσσαν ] ἀϋτήν ? ? [ [ |
ἐν αὐτῷ κατακαῆναι . Καλλίμαχος : πρῶτος ἐπεὶ τὸν ταῦρον ἐκαίνισεν , ὃς τὸν ὄλεθρον εὗρε τὸν ἐν χαλκῷ καὶ | ||
πρῶτον ἐν αὐτῶι κατακαῆναι : Καλλίμαχος πρῶτος ἐπεὶ τὸν ταῦρον ἐκαίνισεν , ὃς τὸν ὄλεθρον / εὗρε τὸν ἐν χαλκῶι |
ἵν ' ὑποδέδυκεν : ὥστ ' ἔμοιγ ' ἰνδάλλεται ὁμοιότατος κλητῆρος εἶναι πωλίῳ . εἰ μή μ ' ἐάσεθ ' | ||
προσκεκλήσεσθαί ] ὑπὸ κλητόρων καὶ μανδατόρων διὰ μαρτύρων ἀπαχθήσεσθαι διὰ κλητῆρος ἐλεύσεσθαι εἰς τὸ δικαστήριον , κριθήσεσθαι . , ἐγκληθήσεσθαι |
ἐπιλέγειν τοῖς ἀληθεστάτοις μὲν , οὐ πιστευομένοις δέ . Ἀλεκτρυὼν ἐπιπηδᾷ : ἐπὶ τῶν ἀγενῶς ἀναμαχομένων τὴν ἧτταν ⋮ Οἱ | ||
. εἰ δὲ καὶ δι ' ὀλίγου χρόνου ἴδοι , ἐπιπηδᾷ ἀτρέμα , ὥσπερ ἀσπαζομένη , καὶ τῷ ἀσπασμῷ ἐπιφθέγγεται |
δὲ καθ ' ἕδρας : Θερσίτης δ ' ἔτι μοῦνος ἀμετροεπὴς ἐκολῴα , ὃς ἔπεα φρεσὶν ᾗσιν ἄκοσμά τε πολλά | ||
γίνεται ῥῆμα κολῳῶ : ” Θερσίτης δ ' ἔτι μοῦνος ἀμετροεπὴς ἐκολῴα ” . . , : κόχλος : παρὰ |
, τοῖς δὲ ἄλλοις εἰσὶν ἀηδεῖς . [ περὶ δὲ ταώνων καὶ ἀλεκτρυόνων ἐν τῷ περὶ ζώων ἐροῦμεν λόγῳ . | ||
οἱ ταῶνες : τῶν Ξενοφώντων , τῶν Ποσειδώνων , τῶν ταώνων : τοῖς Ξενοφῶσι , τοῖς Ποσειδῶσι , τοῖς ταῶσιν |
ὁπλίτης , ὁ δὲ ἱππεὺς τοῦτο ἀληθινῶς , ὁ δὲ ἀκοντιστὴς οὐκ ἄχρι τοῦ προσρήματος . καὶ πρώην εἶδον ἐγὼ | ||
καὶ ἀνόπλων [ τὴν βαρεῖαν ὅπλισιν στρατιωτῶν οὐδ ' ] ἀκοντιστὴς ἢ λιθοβόλος , οὐδ ' αὖ τεμεῖν ὕλην ἢ |
ἡγεῖτο εἶναι , ὡς μὴ αἰσχύνοιτο καὶ αὐτὸς λαμβάνων : γόης , ὦ Διόγενες , ἅνθρωπος καὶ τεχνίτης . πλὴν | ||
. ὀνόματα δὲ ἀπὸ τῶν εἰρημένων ἀπατεών , φέναξ , γόης , ἐπίβουλος : τὰ δ ' ἀπὸ τῶν ἄλλων |
. πρῶτον μὲν ἦν σοι Καλλιμέδων ὁ Κάραβος , ἔπειτα Κόρυδος , Κωβίων , Κυρηβίων , ὁ Σκόμβρος , ἡ | ||
Τιθύμαλλος οὐδεπώποτ ' ἠράσθη φαγεῖν . ἦν δὲ καὶ ὁ Κόρυδος τῶν δι ' ὀνόματος παρασίτων . Τιμοκλῆς : ἀγορὰν |
μηχαναῖς . δολόμητιν δ ' ἀπάταν θεοῦ τίς ἀνὴρ θνατὸς ἀλύξει ; τίς ὁ κραιπνῷ ποδὶ πηδήματος εὐπετέος ἀνάσσων ; | ||
πᾶσι μάλ ' , οὐδέ κέ τις θάνατον καὶ κῆρας ἀλύξει . ” τὸν δ ' αὖτε προσέειπε περίφρων Πηνελόπεια |
γέννης ἄπο αἱμύλον ἕλκων τίς δ ' οὗτος κτίλος ὣς ἐπιπωλεῖται στίχας ἀνδρῶν ; μωλυτὴς ἐπέων , λίθος Ἄσσιος , | ||
ὥρη δὲ πεπαῦσθαι . Τίς δ ' οὗτος κτίλος ὣς ἐπιπωλεῖται στίχας ἀνδρῶν ; μωλύτης , ἐπέων λίθος Ἄσσιος , |