| ἑτέρως νεφροί , καὶ ἄλλως μὲν σπλήν , ἑτέρως δὲ ὑπεζωκὼς ὑμήν , ὥσπερ δ ' ἐκείνως μὲν κεφαλή , | ||
| πέρας αὐτῆς , ᾧπερ δὴ καὶ λάρυγξ ὄνομα . Ὁ ὑπεζωκὼς ὑμὴν οὐσίαν τε τὴν αὐτὴν ἔχει τῷ περιτοναίῳ καὶ |
| ἀναλογιῶν συνεστῶσα : κινουμένων δὴ τῶν ὁμοίων καὶ τὰ ὁμοιοπαθῆ συγκινεῖται . τοῦτον μὲν οὖν ὕστερον τελέως ἐπισκεψόμεθα . ἕτερος | ||
| ἡ τῶν θεῶν αἰτία δείκνυται , οὐδ ' ὡς τοιαύτη συγκινεῖται ταῖς θυσίαις , ὡς δὲ φυσικὴ κατεχομένη τε ὑπὸ |
| καὶ εἴσω καὶ ἔξω ποιέεσθαι τὸ πρῶτον : καὶ ὁ ὑμὴν ἐξ ἐκείνου ἐτέτατο ἅπας περιέχων τὴν γονήν . Τοιαύτην | ||
| τὴν ἔμμηνον κάθαρϲιν , εἴ γε διὰ παντὸϲ εἴη διαφράττων ὑμὴν ἢ ϲάρξ : ἐπί τινων γὰρ ἐν τῷ μέϲῳ |
| τῷ γάρ τε δομὴν ἰνδάλλεται ἴσην . ἤτοι ὁ μὲν κόλος ἐστίν , ὁ δ ' αὖ κεράεσσι πεποιθώς , | ||
| τοῖς τόποις τούτοις . ἔστι δὲ τῶν τετραπόδων ὁ καλούμενος κόλος , μεταξὺ ἐλάφου καὶ κριοῦ τὸ μέγεθος , λευκός |
| τοῦ λόγου πίστις : ἔνθα τραχύς ἐστι τῆς μήτρας ὁ χιτών , ἐκείνοις μόνοις συνδεῖται . ἔχει δ ' ὕλας | ||
| τοὐντεῦθεν ἐπεκάλυπτε χλαῖνα τὰ κάτω τοῦ σώματος . λευκὸς ὁ χιτών : ἡ χλαῖνα πορφυρᾶ : τὸ δὲ σῶμα διὰ |
| μέχρι τῆς κορυφῆς : ὃ δὴ καλεῖται ὑπὸ τῶν ἐγχωρίων λαμπάδιον . Ὑπόδημα λιτὸν , οὐ βαθὺ , φοινικοῦν δὲ | ||
| : ὀθόνια , κηρωτὴν παρασκευάζετε , ἔρι ' οἰσυπηρά , λαμπάδιον περὶ τὸ σφυρόν . Ἁνὴρ τέτρωται χάρακι διαπηδῶν τάφρον |
| στόμα , δι ' οὗ καὶ τοῖς ἄλλοις ἅπασιν οἷς συμπέφυκεν ἑνοῦται . ὅτι μὲν οὖν εἰς τὸ διαλέγεσθαι καὶ | ||
| ἐστιν . ἡ μὲν οὖν σκληρὰ μῆνιγξ ἀσφαλῶς τῇ χοριοειδεῖ συμπέφυκεν , αὕτη δ ' αὖ πάλιν τῷ ἀμφιβληστροειδεῖ , |
| εἰ δὲ συντεταμένη ἐστὶν ἡ ἀναπνοή , τότε καὶ οἱ μεσοπλεύριοι μύες ἐνεργοῦσιν . εἰ δὲ ἔτι πλέον ἐστὶν ἐπιτεταμένη | ||
| πνεύμων , καὶ ὁ ὑπεζωκὼς χιτών , μύες τε οἱ μεσοπλεύριοι καὶ πᾶν ὅτι ἄλλο τῷ τοῦ θώρακος ὅρῳ συμπεριείληπται |
| τὸν λίθον , ὡς ἀποκοπὴν αἰφνίδιον φέρειν τοῦ λίθου εἰς εὐρύτερον μετενεχθέντος χωρίων . διὸ καὶ τὴν ἀρχὴν ἄνωθεν ἀπὸ | ||
| ψαλὶς στενότερον ἔχει τὸ τρῆμα , ἡ δ ' ἄνω εὐρύτερον , τοῦ κοχλιάξονος ἐντὸς κατὰ τὰ πώματα ὑπὸ τῶν |
| ἡμετέρᾳ δεσμὸς τὸ σῶμα , καὶ τῇ τοῦ παντὸς ἔσται δεσμός , καὶ εἴπερ ἡ μεριστὴ ψυχὴ πρὸς τὸ σῶμα | ||
| τοῦ ι γράφονται : οἷον , κτένιον : πέδιον ὁ δεσμός : ἐπὶ γὰρ τῆς γῆς παροξύνεται : πτύχιον : |
| , ὀδύνης ἐπιτεταμένης οὔσης , οὐ δύναται μέγα διασταλῆναι ὁ θώραξ , ἢ ὅτι ὑπόκειται φλεγμονὴ ἐν τῷ θώρακι καὶ | ||
| κόραξ ὦ κόραξ , ὁ Φαίαξ ὦ Φαίαξ , ὁ θώραξ ὦ θώραξ , ὁ τέττιξ ὦ τέττιξ , ὁ |
| οἷά τε δι ' ἔθους ἐγγίνεσθαι . οὐδέποτε γὰρ ὁ λίθος ἐθισθείη ἄνω φέρεσθαι , αἱ δὲ ἠθικαὶ ἀρεταὶ δι | ||
| μὲν ἐπίστασθαι εἰς ως περατουμένην : „ ἐπεὶ οὔ σφι λίθος χρὼς οὐδὲ σίδηρος „ : καὶ ἀκόλουθος αἰτιατική : |
| διπλῶν τρία , οὓς καλοῦμεν συνεζευ - γμένους , ὁ ἐμπίπτων , ὁ προκατασκευαζόμενος καὶ ὁ συγκατασκευαζόμενος . Ϛʹ . | ||
| στοχασμῶν διπλῶν τρία , οὓς καλοῦμεν συνεζευγμένους : ὅ τε ἐμπίπτων καὶ ὁ προκατασκευαζόμενος , καὶ ὁ κατασκευαζόμενος . Σωπάτρου |
| γε καὶ ἡ πιμελή . ἐφεξῆς δὲ τοῖς ἀδέσιν ὁ πνεύμων ἑτοιμότατος δέξασθαι ῥεῦμα , εἶθ ' ἑξῆς ὁ σπλήν | ||
| ἀμφοῖν δ ' εὐπεπτότερος , ὅσῳ καὶ μανώτερος , ὁ πνεύμων ἐστί , παμπόλλῳ γε μὴν ἥπατος εἰς θρέψιν ἥττονα |
| ὃν ἀγκῶνα φαμέν . Γ ἐκ τῶν ὀλεκράνων Γ : ὀλέκρανόν Γ τινες τὸν ἀγκῶνα , οὐκέτι δὲ τὸ ἐν | ||
| ὃν ἀγκῶνα φαμέν . Γ ἐκ τῶν ὀλεκράνων Γ : ὀλέκρανόν Γ τινες τὸν ἀγκῶνα , οὐκέτι δὲ τὸ ἐν |
| δεσμῶν ἀκτὶς σειρία ἡ ἡλιακὴ ἢ τοῦ ἡλίου καταχρηστικῶς . σείριος δὲ κυρίως ἀστήρ ἐστιν εἷς ὑπὸ τὸ γένειον κείμενος | ||
| πρὸς ἀλλήλους . * φέρει κότον : ἐπάγει ὀργήν καὶ σείριος νῦν ὁ ἥλιος , ἀντὶ τοῦ ἕως ἂν ξηραίνῃ |
| , χρῶμα ὄρτυγος , κεφαλὴ προμήκης , ῥύγχος ὀξύ , τράχηλος λεπτός , ὀφθαλμοὶ μεγάλοι , γλῶσσα ὀστώδης , πρόλοβον | ||
| δριμὺ καὶ κολλῶδες , φλεγμαίνει καὶ ἀνοιδίσκεται καὶ ξυντείνει ὁ τράχηλος , καὶ οὕτω προΐει ἐς οὖς : κἢν μὲν |
| ἡ ψυχὴ χρῆται . ὅθεν καὶ εἴ τις ἔμφραξις ἐν νεύρῳ γένοιτο τοῦ πνεύματος κωλύουσα τὴν δίοδον , τὸ μὲν | ||
| καταρτιζομένου : ἡ μὲν γὰρ μία ἀγκύλη περιτίθεται τῷ πλατεῖ νεύρῳ ὄπισθεν τοῦ σφυροῦ , ἡ δ ' ἑτέρα ἀγκύλη |
| διακρίνειν μήτε χολώδεα μήτε φλεγματώδεα . Ἀλλὰ γὰρ αἴτιος ὁ ἐγκέφαλος τούτου τοῦ πάθεος , ὥσπερ καὶ τῶν ἄλλων νουσημάτων | ||
| τῆς τοιαύτης χολώδους ὕλης περὶ τὸν ἐγκέφαλον : ὁ οὖν ἐγκέφαλος δεχόμενος τὴν τοιαύτην χολώδη ὕλην δι ' οἰκείαν ἰσχὺν |
| : ἔφησε γάρ ” ἐὰν μὴ σὺ παραλειφθῇς “ , συναπόλλυταί σοι καὶ ἡ ἐμὴ διδασκαλία , ὥστε ζῶν ” | ||
| : ἔφησε γάρ ” ἐὰν μὴ σὺ παραλειφθῇς “ , συναπόλλυταί σοι καὶ ἡ ἐμὴ διδασκαλία , ὥστε ζῶν ” |
| , ἔμψυχον παντὶ φυτῷ , τὸ ζῶον ἄρα οὐ παντὶ ἐμψύχῳ . πόθεν ὅτι τὸ ζῶον οὐδενὶ φυτῷ , δείξομεν | ||
| , πᾶν τρεφόμενον ἔμψυχον : καὶ συνάγεται ζῶον οὐ παντὶ ἐμψύχῳ . ἐπειδὴ γὰρ πᾶν ἔμψυχον τρέφεται , πᾶν δὲ |
| μέρος , ὃ κυρίως εἰπεῖν ψυχὴ ψυχῆς ἐστι , καθάπερ ὀφθαλμὸς ὅ τε κύκλος σύμπας καὶ τὸ κυριώτατον μέρος τὸ | ||
| δὲ κατὰ χρόαν ὧδε χρὴ διαιρεῖσθαι : γλαυκὸς μὲν ὁ ὀφθαλμὸς ἤτοι διὰ μέγεθος ἢ λαμπρότητα τοῦ κρυσταλλοειδοῦς ἢ προπετῆ |
| τιϲ προϲενέγκοιτο , τήν τε κεφαλὴν ἀλγεῖ καὶ θερμαίνεται καὶ δάκνεται τὸ ϲτόμα τῆϲ γαϲτρόϲ . Κενταυρίου τοῦ μεγάλου ἡ | ||
| καὶ φρενῶν εἴη ἅψις , ἀρμόσσον ὕδωρ , ὅτε δὲ δάκνεται καὶ δριμέα ἐστὶ , γάλα ταύτῃσιν εὐμενές . Ἐπὴν |
| , ὅπερ οὐ γίνεται : τὸ γὰρ τετράγωνον γνώμονος αὐτῷ περιτεθέντος αὔξεται μὲν ἀλλοιοῦται δὲ οὐδαμῶς : μένει γὰρ πάλιν | ||
| η ζ ἐστί . καὶ αὖθις τὸ ε δ τετράγωνον περιτεθέντος τοῦ θ ζ β η ι γνώμονος ηὔξηται καὶ |
| , στόμα , βρόγχος , τραχεῖα ἀρτηρία , πνεύμων . ῥὶς μὲν καὶ στόμα πρὸς τὸ ἀναπνεῖν , ὁ δὲ | ||
| σημαίνει ἄνδρα . εὐθύτης ῥινὸς γλώττης ἀκρασίαν τινὰ λέγει . ῥὶς ἡ μείζων καλλίονα δηλοῖ ἄνδρα . εἰ δὲ πάνυ |
| : ἡ μὲν γὰρ θερμότης ἐν ἀποίῳ σώματι ἡ δὲ λευκότης ἐν πεποιωμένῳ σώματι ὡς δευτέρα ποιότης : πρῶτον γὰρ | ||
| λευκότητα : οὐ γὰρ ἡ ἐν τῷ μορίῳ τοῦ γάλακτος λευκότης μέρος ἐστὶ τῆς τοῦ παντὸς γάλακτος λευκότητος , ἀλλὰ |
| . Λίθος ἱασπαχάτης ἐκ τῆς σμαραγδιζούσης ἐστὶν ἰάσπιδος καὶ τοῦ ἀχάτου : δύναμιν δὲ ἔχει δίψους παυστικὴν : καὶ ὑδρωπικοῖς | ||
| δενδρήεντι θῆκαν ἐπωνυμίην , ὅτι οἱ τὸ μὲν ἔπλετ ' ἀχάτου , ἄλλο δ ' ἔχει λασίης ὕλης δέμας εἰσοράασθαι |
| καὶ παραγγέλλει τῇ ψυχῇ ὡς ταὐτὸν σκληρόν τε καὶ μαλακὸν αἰσθανομένη ; οὐκοῦν ἀναγκαῖον ἐν τοῖς τοιούτοις αὖ τὴν ψυχὴν | ||
| ἡ φύσις αἰτίη ἡ τῶν σωμάτων : ἡ μὲν γὰρ αἰσθανομένη ἀξιοῖ θεραπεύειν σκοποῦσα ὅπως μὴ τόλμῃ μᾶλλον ἢ γνώμῃ |
| θεοῦ φωνὴν λαχοῦσα ᾄδει μάλα μέγα : εὐδαίμων πιτυώδεος ὄλβιος αὐχὴν Ὠκεανοῦ κούρης Ἐφύρης , ἔνθα Ποσειδῶν , μητρὸς ἐμῆς | ||
| , τοῦ πνεύματος ἔνδον ἀποθλιβομένου , ἐπὶ θάτερα μὲν ὁ αὐχὴν ἀποκλείει μέρη , ὑπό τε ἀδημονίας καὶ σπασμῶν συνεχόμενος |
| γὰρ συντάσσων πρότερος τὴν ἀρχὴν καὶ τὴν δύναμιν εἰδὼς οὗτος ἐναρμόζει καὶ τὸ τέλος . πολλὰς οὖν αἱρέσεις ἐκτίθεται ἐξεπίτηδες | ||
| δὲ τὸ κοῖλον αὐτοῦ , καθ ' ὃ τὴν χεῖρα ἐναρμόζει , χειρολαβίς . ὅπου δ ' ἐμπέπηγεν ἡ ἐχέτλη |
| , περιαιρετέον αὐτήν . Ἐκ γενετῆς ἐνίοις ἡ βάλανος οὐ τέτρηται κατὰ φύσιν , ἀλλ ' ὑπὸ τῷ κυνὶ καλουμένῳ | ||
| οὐδέν : ὅταν δὲ γένηταί τινι αὐτῶν παιδίον , οὐ τέτρηται τὴν πυγὴν οὐδὲ ἀποπατεῖ , ἀλλὰ τὰ μὲν ἰσχία |
| Αἰτωλοὶ πάντες * * καὶ ὅπλοις ὁπλίζουσιν ὡς Ἕλληνες , ἀκοντίζουσι δὲ ὡς βάρβαροι . ἴσως γὰρ τότε ἐν τοῖς | ||
| . τρίτον ὅτι αὗται αἱ γυναῖκες πολλάκις ἐν τῇ μήτρᾳ ἀκοντίζουσι σπέρμα καὶ τοῦτο συνάγει τὰ καταμήνια καὶ ποιεῖ σαρκίον |
| φρόνησις ἐκ μέρους οὖσα οὐ καλή , φθαρέντος γάρ μου συμφθείρεται : ἡ δὲ καθόλου φρόνησις ἡ οἰκοῦσα τὴν τοῦ | ||
| ὠνομάσθαι ψυχὴ δοκεῖ . τί δέ ; τελευτώντων σβέννυται καὶ συμφθείρεται τοῖς σώμασιν ἢ πλεῖστον ἐπιβιοῖ χρόνον ἢ κατὰ τὸ |
| ὀδὰξ κατεχούσας . κατὰ δὲ μέσον τὸ μῆκος εἶχον πόλον ἐνηρμοσμένον μηχανικῶς ἐν μέσῃ τῇ καμάρᾳ , ὥστε δύνασθαι διὰ | ||
| , παίζω παίγνιον : ἤγουν τὸ εὔσχιστον . ἢ τὸ ἐνηρμοσμένον : χνοῦς γάρ ἐστιν ὁ ἐνηρμοσμένος καὶ ἀνυφανθείς , |
| καθίπταται τῶν πυρῶν , καὶ νέμεται τούτους , καθάπερ ἡ ἀκρίς . τῆς δὲ Καρίας ἐν Πηδάσοις ὁ σκορπίος οὗτος | ||
| καὶ τοὐναντίον . οὐ σκνίπες , οὐ κυνόμυια , οὐκ ἀκρίς , ἣ καὶ φυτὰ καὶ καρποὺς καὶ ζῷα καὶ |
| ὁ καθόλου τόδε τι σημανεῖ , εἴγε τῇ αἰσθήσει μὴ ὑποπίπτει ἀσώματος ὢν καὶ πλῆθος μᾶλλον πεποιωμένον † δηλοῦν † | ||
| συμμέτρων ὑγρῶν ἀποκριθέντων τῷ δακτύλῳ τῆς μαίας συνεχὴς ὑμὴν ἀκμὴν ὑποπίπτει , διαιρεθέντος δὲ τούτου πολλῶν ὑγρῶν ἀποκριθέντων ἀκολουθεῖ καὶ |
| τῷ πνεύματι καὶ τῇ καρδίᾳ τόπον , ὃ καλεῖται καὶ διάφραγμα , συντελεῖ δ ' εἰς τὸ φρονεῖν , ὅθεν | ||
| διάφραγμα καὶ στυλίς : ἔνιοι δὲ τὸ μὲν ἔνδον διατειχίζον διάφραγμα ῥινός , τὸ δ ' ὑπὲρ αὐτὸ προῦχον σαρκῶδες |
| ζῶσμα , ζεῦγμα , ἄσκημα , βλέμμα , ὄμμα , ἆσθμα , πνεῦμα , νεωτέρισμα , νεανίευμα , στηλίτευμα , | ||
| τῶν στομάτων καὶ τὸ ἀποφώλιον ἆσθμα , ὅ ἐστι χαλεπὸν ἆσθμα , τουτέστι τὴν χαλεπὴν πνοὴν τῆς ἐχίδνης τῶν στομίων |
| πυρετόϲ ἐϲτι θερμότηϲ παρὰ φύϲιν καρδίαϲ καὶ ἀρτηριῶν βλάπτουϲα τὸν ζωτικὸν τόνον , ἀναφερομένη τε ἐκ βάθουϲ καὶ δριμεῖα καὶ | ||
| πήρωσις αὐτῷ ἐπακολουθήσῃ . τοῦτο δὲ τοὐνυπάρχον ἐστὶ τὸ λεγόμενον ζωτικὸν θερμόν , ὃ πῦρ μὲν οὐκ ἔστιν : οὐ |
| ἀριστεροῦ δὲ τὸ ἐναντίον : τοῦ δὲ κάτωθεν , ὅπερ ἐπίκειται τῇ ἀρχῇ τοῦ ἀπευθυσμένου , σκυβάλων δυσοδία καὶ ἐποχὴ | ||
| : Ἐν μέντοι , φησί , τοῖς ἀκριβεστέροις ἀντιγράφοις ὀξεῖα ἐπίκειται τῇ πρώτῃ συλλαβῇ κατὰ τὸ λόχμη , λόγχη , |
| πονηρός , ζωηρός , ὀκνηρός , ξηρός , καματηρός , πηρός διὰ τοῦ Η πλὴν τοῦ κιῤῥός , σιῤῥός ὁ | ||
| καὶ ἐξερρίφησαν ἄταφοι . Δέκιος δὲ φυλασσόμενος ἀμελῶς , οἷα πηρός , ἑαυτὸν διεχρήσατο . . . , . . |
| τὸ εἶναι , οὗ καὶ νοουμένη ἀχώριστος , ὡς δὲ κοιλότης κεχωρισμένη καὶ οὐδὲν δεῖ τῷ νῷ προσεπινοεῖν τὸ ὑποκείμενον | ||
| . καὶ ἡ γαστὴρ αὐτή . καὶ ἡ τῶν ἑλκῶν κοιλότης . κράδης : οἱ μὲν τὰ τῆς συκῆς φύλλα |
| καὶ ἐκεῖνο τὸ ἀπορούμενον , διὰ τί ὁ μὲν ἥλιος μελαίνει τὴν σάρκα , τὸ δὲ πῦρ οὔ . συμβαίνει | ||
| : θεῖον ἐπὶ τέλει : ἡ δ ' ἕψησις αὐτοῦ μελαίνει τὰς ἐμπλάστρους . Γῆ πᾶσα καὶ λίθοι ἐμβάλλονται ἐπὶ |
| ἔχουσαν . ἐπῆρε ] ἠπάτησε . ἥδιστος ] ἄλυπος . εὐρωτιῶν Θ : ἀντὶ τοῦ “ ἱδρῶν ” . ἑρμηνεύει | ||
| καὶ μάτην κεῖσθαι . ἀκορήτως : καταπεφρονημένως , ἀφροντίστως . εὐρωτιῶν ] σεσηπωμένος . ἀκόρητος . . . ] ἀνεπιμέλητος |
| ἔλαττον μήτε ἀκούειν μήτε ὀδμᾶσθαι μήτε γεύεσθαι μήτε ἐν τῇ ψαύσει αἰσθάνεσθαι , ἀλλ ' ἐπὶ λεπτότερον . . . | ||
| λόγον : χώρει : τίς ὑμῶν ἅψεται ; κλαίων ἄρα ψαύσει . θεῶν γὰρ οὕνεχ ' ἱππικοῦ τ ' ὄχλου |
| τύψεν [ ἀλοιητῆρος ] ὑπὸ ῥιπῇσι σιδήρου : ἐτμήθη δὲ φάρυγξ [ ] , κεφαλὴ δ ' ὑπὲρ ἔδραμεν ὤμων | ||
| , δέρη δὲ τὸ ἔμπροσθεν καθ ' ὅ ἐστιν ὁ φάρυγξ . αὖθις καὶ αὖθι διαφέρει . τὸ μὲν γὰρ |
| καὶ ἦχόν τινα βομβώδη ἀφίησι καὶ τραχύν : ὁ δὲ μύωψ τῇ κυνομυίᾳ προσείκασται , βομβεῖ δὲ τοῦ οἴστρου μᾶλλον | ||
| ἰδιαζόντων : μονώψ κελαινώψ τυφλώψ . τὸ δὲ ἑλίκωψ καὶ μύωψ βαρύνεται , ὥσπερ τὸ κύκλωψ καὶ κέκρωψ καὶ ἴωψ |
| τὰ γὰρ ἔντερα μὴ προσφυῆ ὡς ἐπίπαν κενὰ μὲν ὄντα κατολισθαίνει , πλήρη δὲ γενόμενα πνεύματος ἄνω μένει διὰ τὸ | ||
| ἐπ ' ἄκρας τὰς οὐρὰς ἑστᾶσι , καὶ ἡ τροφὴ κατολισθαίνει αὐτοῖς εἰς τὸν ὄγκον τοῦ σώματος : ἄποδες δὲ |
| τῶν ἄλλων μερῶν τοῦ σώματος ὡς προείρηται , ὁ σκιρρώδης ὄγκος ἀνώδυνός ἐστιν , ἐπὶ δὲ μαστοῦ γίνεται ὀδύνη οὐ | ||
| περὶ τὸν βρόγχον γινόμενος ὄγκος βρογχοκήλη ὠνόμασται : πᾶς γὰρ ὄγκος παρὰ τοῖς ἀρχαίοις κήλη ὠνόμασται : τὸ μὲν οὖν |
| δεηθῶμεν . ἔτι μὴν σφίγγει τε καὶ φρουρεῖ τὴν τοῦ νεύρου τοῦ μαλακοῦ κατάφυσιν . εἰ γοῦν τινος θεάσει προπετέστερον | ||
| κρυϲταλλοειδοῦϲ ὑγροῦ : ἡ δὲ ἀμαύρωϲιϲ ἔμφραξίϲ ἐϲτι τοῦ ὀπτικοῦ νεύρου , ὡϲ μηδόλωϲ ὁρᾶν τὸν οὕτω παθόντα καθαρᾶϲ φαινομένηϲ |
| ἰδίως ἡπατικοῖς ὀνομαζομένοις πάθεσιν . ἐφεξῆς δὲ τῷ ἥπατι βλάπτεται σπλὴν ὑπὸ τῶν γλυκέων οἴνων : οὐ μὴν ὅ γε | ||
| τὸν καπνὸν ἢ εἰς ἄνεμον ἕως ὅτου ξηρανθῇ , ὁ σπλὴν τῆς αἰγὸς ξηραίνεται καὶ ὁ τοῦ πάσχοντος μειοῦται . |
| , ἐκ μὲν τῶν ἔνδον τεταγμένος μερῶν , ἵναπερ ὁ στόμαχος : ὅσον δ ' ἀποδεῖ τῷ μεγάλῳ πρὸς τὸ | ||
| τῆς οὐσίας τῆς γαστρὸς , ἢ καὶ εὐαίσθητος ὢν ὁ στόμαχος , λόγῳ σπαραγμοῦ κινδυνεύσει λειποθυμῆσαι , παρέχομεν τροφὴν τὴν |
| συγκαθεύδοντι καὶ διηγεῖτο ἕωθεν , ὡς ἀφεῖλον αὐτοῦ τὸν ὕπνον στρεφόμενος καὶ λακτίζων καί τι φθεγγόμενος μεταξὺ ὁπότε καθεύδοιμι : | ||
| πρώτῳ . Λύγη . σκιά , ἀπόκρυψις . Λυγιζόμενος , στρεφόμενος , καμπτόμενος , ἀπὸ τῶν λύγων : λύγος δὲ |
| ἐν τῷ Ὑδροχόῳ ὕδατος ὁ ἑπόμενος τῶν ἐν τῇ τετάρτῃ συστροφῇ , τοῦ δὲ Ἵππου ὁ βορειότερος τῶν ἐν τῷ | ||
| Μερόην ἀνήκοντες Αἰθίοπες , οὐδ ' οὗτοι πολλοὶ οὔτε ἐν συστροφῇ , ἅτε ποταμίαν μακρὰν καὶ στενὴν καὶ σκολιὰν οἰκοῦντες |
| καὶ ἄλλος αὖθις , ἕως [ τὸ ] ταῖς συχναῖς ἐπιστροφαῖς τε καὶ κατακλήσεσι χαλάσῃ τὸ ἔντονον ὁ θὴρ καὶ | ||
| δὲ σχῆμα σαφήνεια καὶ καθαρότης γίνεται οὕτως , ὅταν τις ἐπιστροφαῖς χρῆται καὶ ὅταν τις μεταβαίνων ἀφ ' ἑτέρου ἐφ |
| λεπτῆς μηρίνθου βρόχον ἐξάψαντες ἄγουσι διὰ τοῦ ἑτέρου κλάδου τὴν μήρινθον μικρῷ τε ἐπισφίγγουσι πασσάλῳ στερρῷ : ἕδρας δ ' | ||
| ῥώμης ἔχει , τὸ μέντοι ζεῦγος τὸ ἀνθέλκον ἐκτείνει τὴν μήρινθον . ἀλλά οἱ πλέον οὐδὲ ἕν : τῆς γοῦν |
| καὶ τῷ τοῦ Ἄρεως , ἡ δὲ ἐν τῷ προσώπῳ συστροφὴ τῷ τε τοῦ Ἡλίου καὶ τῷ τοῦ Ἄρεως , | ||
| τὸν ἐκείνου φόβον . ΓΘ τὴν ἐριώλην : τυφὼς ἀνέμου συστροφὴ ἢ πυρός : τὸν Κλέωνα δὲ λέγει . ἐριώλη |
| τε καὶ γῆν καὶ πάντα τὰ φαινόμενα περιέχουσα , οὗ λυομένου πάντα τὰ ἐν αὐτῷ σύγχυσιν λήψεται , ἀποτομὴν ἔχουσα | ||
| τοῦ θερμοῦ ἐς τὸν θώρηκα : καὶ πάλιν ἀνάλογον , λυομένου τοῦ πυρετοῦ καὶ κατακερματιζομένου , ἐς τοὺς πόδας καταβαίνει |
| ἐπανιστᾶσαι καὶ ἀδιάγνωστοι περὶ τὴν πρόσοψιν . πέμφιξι δὲ ταῖς φύσαις , ταῖς ἐν τοῖς ὕδασι γινομέναις πομφόλυξιν . πέμφιγας | ||
| μέν ἐστιν ὁ κάλαμος , κάτωθεν δ ' ὑποπνεόμενος , φύσαις μὲν ὁ ἐλάττων , ὕδατι δ ' ὁ μείζων |
| τοῦ λυροφοίνικος καὶ τοῦ ἐπιγονείου , ὃ νῦν εἰς ψαλτήριον ὄρθιον μετασχηματισθὲν διασῴζει τὴν τοῦ χρησαμένου προσηγορίαν . ἦν δ | ||
| . . . ! ! ! ! ] πολε [ ὄρθιον ] ⌋ ἰάλεμον ⌊ [ κελαδήσατ ⌋ ⌊ ! |
| προσαγορεύουσι καὶ μετροῦσι τὰ νάματα , καὶ πανήγυρις αὐτοῖς ὁ πῆχυς γίνεται . . . Δεινὸς χρηματιστὴς ἐκ τῆς κατὰ | ||
| γενικῆς στάχυος , βότρυος , κέγχρυος πλὴν τῶν δύο τούτων πῆχυς πήχεως , καὶ πέλεκυς πελέκεως . ταῦτα γὰρ μόνα |
| λοξὴ παρὰ κορυφὴν ἐπὶ ἰνίον ὑπὸ λοβὸν ὠτὸς ἀντικειμένου ὑπὸ γένειον , ἔπειτα παρειὰς , ἔπειτα λοξὴ κατὰ βρέγματος ἐπὶ | ||
| καὶ μέρος . τὸ μὲν νὶν ὅλον , τὸ δὲ γένειον μέρος : ὥσπερ ἐστὶ καὶ τό : Ποῖόν σε |
| Χαλεπὰ τὰ καλά . Χαλεπὸν χορίου κύνα γεύειν : τὸ ἔλυτρον τοῦ ἐμβρύου χόριον καλεῖται . οἱ δὲ κύνες γευσάμενοι | ||
| τὰ δὲ ἄλλα ὅσα περὶ τὸ ἱερὸν τοῦ Μαλεάτου καὶ ἔλυτρον κρήνης , ἐς ὃ τὸ ὕδωρ συλλέγεταί σφισι τὸ |
| τοῦ μηροῦ , ὥστε ἀνέῳκτό μοι κατ ' ἐκεῖνο ὁ μηρὸς τῇ ῥάβδῳ : ὁ δὲ ἀεὶ τὸ τραῦμα ἔπαιεν | ||
| τὸ εὐμετάβλητα καὶ δυσέμβλητα εἶναι τὰ ἄρθρα . ἐνίοις γὰρ μηρὸς ἐμπίπτει ἀπ ' οὐδεμιῆς κατασκευῆς , ἀλλ ' ὀλίγης |
| τῶν οὕτω δριμέων οὐδενὶ χρήσῃ : γυμνὸν γὰρ ὂν τὸ νεῦρον οὐκ οἴσει τὴν δύναμιν αὐτῶν σφοδρὰν οὖσαν . τίτανον | ||
| , Αἰητοῦ τε μέσον , καὶ Τόξων ἄγχι κορώνης ἀκρότατον νεῦρον , θηρὸς φονίοιο τε κέντρον , ἠδὲ Θυτήριον ἄκρον |
| ! ! κροτάλων ? ἱέτω ? [ ] ! ˈ τύμπανον ἰάχει ? ? ? [ ˈ [ ⚕ ἐμβαίνει | ||
| ἐμπλώῃ καὶ ὑπὸ τῆϲ πρήϲιοϲ ἐν τοῖϲι πατάγοιϲι δονέῃ ὅκωϲ τύμπανον , τυμπανίηϲ κικλήϲκεται . ἢν δὲ ὕδωρ ἅλιϲ ἐϲ |
| αἱ κατὰ τὸν τρά - χηλον : ὁ γὰρ ὑπερκείμενος σπόνδυλος ἐνταῦθα μόνος διατετρημένος ἔξοδον ἐπιτηδείαν παρέχει τῷ νεύρῳ . | ||
| στρογγύλου συνδέσμου . καὶ δὴ καὶ χώραν ἐπιτήδειον ὁ πρῶτος σπόνδυλος αὐτῇ παρέχει , καθ ' ἧς ἀσφαλῶς στηρίζεται , |
| καὶ τούτῳ χρῶ καθ ' ἡμέραν . ἔϲτω δὲ τὸ γάνωμα τοῦ χαλκοῦ μόλιβδοϲ . Προφυλακτικόν , ὥϲτε μὴ γενέϲθαι | ||
| ποθεῖ μὲν ἐκείναις ἐντυχεῖν , ἐξ ὧν ἀναδίδοται τὸ θαυμασιώτατον γάνωμα τοῦτο , μὴ δυνάμενος δ ' ἐν κύκλῳ κενὴν |
| δὲ Πλειάδες περὶ τὸ οὐραῖον τοῦ αὐτοῦ Ταύρου , ὅπερ ἡμίτομόν ἐστιν . ἡ ἐπιτολὴ δὲ τῶν Πλειάδων γίνεται ἀπὸ | ||
| δὲ Πλειάδες περὶ τὸ οὐραῖον τοῦ αὐτοῦ Ταύρου , ὅπερ ἡμίτομόν ἐστιν . ἡ ἐπιτολὴ δὲ τῶν Πλειάδων γίνεται ἀπὸ |
| , ἀλλ ' ὑπὸ πλήθους ἀνδρῶν προωθούμενον ἐποίησε [ ὑπότροχον σκέπασμα ] . Γήρας δὲ ὁ πρῶτος εὑρὼν τὸ ὑπότροχον | ||
| ἐπὶ πρόσωπον καὶ ἄνω τὸ ὀστρακῶδες καὶ κοῖλον ἔχων αὐτοῦ σκέπασμα , μήπως αὐτὸν γεμίσῃ ἡ θάλασσα . Ναίει : |
| οὐ ποιεῖ τῆς κατὰ τὴν ἀρτηρίαν κινήσεως , ἀθρόως δὲ ἀποκοπεὶς καὶ ἐφησυχάσας κατὰ τὴν συστολὴν χρόνον τινὰ ἐπανέρχεται πάλιν | ||
| οὐκ ἔφθαρται ὁ τὸ σῶμα ἀφαιρεθείς , ὥσπερ οὐδὲ ὁ ἀποκοπεὶς τὸν πόδα Δίων , ἀλλ ' ἡ τοῦ κόσμου |
| : Ἤθελον κοιμηθῆναι ἔτι ὀλίγον , ὅτι βεβαρημένη ἐστὶν ἡ κεφαλή μου : ἀλλὰ φοβοῦμαι , μήπως κοιμηθῶ καὶ βραδυνῶ | ||
| ἵνα κινδυνεύσωσιν . ” . . . Ψ : ἠθείη κεφαλή : προσφώνησις νέου πρὸς πρεσβύτερον : δῆλον οὖν ὅτι |
| , εἰς πνεύμονα ἀνανεύων , τῇ γλώττῃ καὶ τῷ στομάχῳ προσπέφυκεν , ἐρρίζωται δ ' ἐν μέσῳ τῷ πνεύμονι , | ||
| ἐδείξαμεν , καὶ οὐκ ἐξ ἐκείνων , οἷς τὸ σπέρμα προσπέφυκεν . Ἡρόφιλος δὲ ποτὲ μὲν καί τισιν τῶν γυναικῶν |
| τὸν μισθὸν ἀπῄτουν . αὐτὸς τοῖς μὲν ὁπλίταις ἐδίδου , παρορᾷ δὲ τοὺς ἀόπλους . ἐπικειμένων δὲ ἐκείνων καὶ ζητούντων | ||
| ἐπὶ δὲ τοῦ δευτέρου ὁ μὲν ὀλίγον ὁ δὲ πολὺ παρορᾷ ; ἀλλ ' ὅμως ψευδέσθωσαν μὲν πάντες διὰ τὴν |
| Ἐνδέχεται . . καὶ δικαίως κἀδίκως : Τὸ δικαίως ἄλλως προσείρηται ἀντὶ τοῦ πάσῃ τέχνῃ καὶ μηχανῇ καὶ παντὶ τρόπῳ | ||
| καὶ ἀγρίῳ . τὰ μὲν γὰρ ἔχοντα τιθασεύεσθαι φύσιν ἥμερα προσείρηται , τὰ δὲ μὴ ' θέλοντα ἄγρια . Καλῶς |
| , βαλλόμενοι , καὶ πηδῶντες . κάμνουσι : κοπιῶσιν . ἀμβλυνόνται : ἐξασθενοῦσιν , ἀπονεκροῦνται . ἐρωῆς : ὁρμῆς , | ||
| , βαλλόμενοι , καὶ πηδῶντες . κάμνουσι : κοπιῶσιν . ἀμβλυνόνται : ἐξασθενοῦσιν , ἀπονεκροῦνται . ἐρωῆς : ὁρμῆς , |
| καὶ τοῦ κινεῖσθαι δίκαια ἁπεστερημένους . . Παρέοικεν δὲ ὁ σηπεδὼν ἄλλο μὲν οὐδὲν τῷ αἱμόρρῳ , τὸ δὲ εἶδος | ||
| ἐν τῷ σώματι καὶ ἐν τῷ νοσήματι ἦν σηπεδών : σηπεδὼν τοῦ δέρτρου πουλλὴ καὶ ἄλλων σαρκῶν , ἃς ἔδει |
| γὰρ τὸ πάθος , βαρυτόνως δὲ τὸ σχοινίον καὶ ὁ βρόχος . Γ ἀγχονὴ τὸ πάθος , ἀγχόνη τὸ σχοινίον | ||
| τοῖς τῆς τάσεως αἰτίοις . εὐθετεῖ δ ' οὗτος ὁ βρόχος πρὸς ἀπότασιν σφυροῦ καταρτιζομένου . Ὁ βρόχος ὁ καλούμενος |
| ἐὰν δὲ παραλλάξωσι καὶ μὴ κατασπῶσιν ὁμοίως , ἀσθενής : πληγὴ γὰρ οὕτως , ἐκείνως δ ' ἀφαίρεσις . ἔστι | ||
| ὀσφραίνονται προσενεγκόντες . οὕτω , φησὶν , ἥψατό μου ἡ πληγὴ , ὃν τρόπον ἅπτεται κάρφος μυκτῆρος . οὔκουν ἀνύσεις |
| διὰ τί τῇ σηπίᾳ ἡ σὰρξ ἐρείδεται ; διότι τὸ σήπιον αὐτῇ πρόσεστι τὸ ἀναλογοῦν ὀστῷ καὶ ἀκάνθῃ . καὶ | ||
| κοινὸν ἔχουσιν . ὃν γὰρ λόγον ἔχει ἐν σηπίᾳ τὸ σήπιον , τὸν αὐτὸν ἡ ἄκανθα ἐν ἰχθύϊ καὶ ἐν |
| τεκμαίρονται ἰὸν ἐρευγόμενοι : πλέονες δέ τοι αἰὲν ἐχίδνης , οὔλῳ γὰρ στομίῳ ἐμφύεται , ἀμφὶ δὲ σαρκί ῥεῖά κεν | ||
| ' ἵππου λειμῶνες , σκυλάκεσσιν Ἀμυκλαίῃσι κελεύων , κνυζηθμῷ κυνὸς οὔλῳ ἐπήισε θυμολέοντος , ὅς τε μεταλλεύων αἰγὸς ῥόθον ἐν |
| ἀμώμων καὶ τροπῇ τοῦ ω εἰς υ ἀμύμων , ὡς χελώνη χελύνη , . , . , . Ἄμυκος : | ||
| δέ ἐστιν ὅ τε σαῦρος καὶ ἡ σαλαμάνδρα καὶ ἡ χελώνη καὶ ὁ κροκόδειλος καὶ τὸ τῶν ὄφεων πᾶν γένος |
| , οὐκ ἀμφίβολος μέν , καθὸ ἐπὶ τέλει συντεθεῖσα ἡ πλάγιος δεόντως πρὸς τὸ σημαινόμενον ἐκλίνετο , ἀλλήλοις ἔδωκαν , | ||
| ἡ πόλις : βόστριχες : γοσταὶ αἱ κριθαί : δόγμος πλάγιος , λοξός : δόχμη δῶρον : κόχλος : κόπρος |
| κἀναγκαῖα μὴ πράσσειν κακά ; ἄγ ' , ὦ τάλαινα χεὶρ ἐμή , λαβὲ ξίφος , λάβ ' , ἕρπε | ||
| καὶ ἕνα εἰς ὁλοκαύτωμα . ἐὰν δὲ μὴ εὑρίσκῃ ἡ χεὶρ αὐτοῦ ζεῦγος τρυγόνων ἢ δύο νεοσσοὺς περιστερῶν , οἴσει |
| ἢ κατὰ τὴν ποιότητα μεταβολή : ἐὰν γὰρ ἐλάττων ἢ ψυχρότερος γίνηται , καταπαύειν περιχέαντα τὸ ἔλαιον , ἀποθεραπεύειν δὲ | ||
| τὸν τῆς τρίψεως καιρόν : εἰ γὰρ ἤτοι θερμότερος ἢ ψυχρότερος εἴη περαιτέρω τοῦ προσήκοντος , ἐν μὲν τῷ θερμοτέρῳ |
| σιδήρου ἄκρον , τὴν ὀξύτητα , σιαγόνα . . τοῦ ἥλου . αὐθάδη ] τραχεῖαν . γνάθον ] στόμα . | ||
| μέμψαιτο ] κατηγορήσῃ . . ἀδαμαντίνου νῦν σφηνὸς ] στερροῦ ἥλου σιδηροῦ . αὐθάδη γνάθον ] ἤτοι ἐξοχὴν , περόνην |
| ἕκαστον , τῶν δὲ ἰδεῶν ὁμωνύμως τὰ καθ ' ἕκαστον μεταλαμβάνει . τὰς μὲν οὖν ἰδέας διὰ ταῦτα οὐκ ἀνάγκη | ||
| δὴ τούτοις ἅπασιν ὃς μὲν ἂν δικαίως διαγάγῃ ἀμείνονος μοίρας μεταλαμβάνει , ὃς δ ' ἂν ἀδίκως , χείρονος : |
| ὁ περὶ διάμετρον ἐκείνην γραφόμενος κύκλος ἴσος ἔσται τῷ ζητουμένῳ τυμπάνῳ ] . Ὀργανικῶς δὲ οὕτως : ἐκκείσθω τις εὐθεῖα | ||
| μετὰ τοῦτ ' ἐκορυβάντιζ ' : ὁ δ ' αὐτῷ τυμπάνῳ ᾄξας ἐδίκαζεν εἰς τὸ Καινὸν ἐμπεσών . ὅτε δῆτα |
| ἐντέρων . εἶτα λοιπὸν οὗτος ὁ ἀτμὸς λαμβάνων ἀείσε προσθήκην στέγεται ὡς ἐπὶ τὸν περιτόναιον , ἐπειδὴ οὐ διεξέρχεται τὸν | ||
| ἐκπίπτει , καὶ ἐκπίπτουσα τὸ δέρμα οὐ διεξέρχεται , ἀλλὰ στέγεται καὶ ὑμενοῦται τὸ δέρμα , καὶ γίνονται αἱ φλύκταιναι |
| δὲ ἐπεὰν θορνύωνται κατὰ ζεύγεα καὶ ἐν αὐτῇ ᾖ ὁ ἔρσην τῇ ἐκποιήσι , ἀπιεμένου αὐτοῦ τὴν γονὴν ἡ θήλεα | ||
| : ὁ κακοποιός , ἤγουν ὁ μόρον ἄγων καὶ λιχμώμενος ἔρσην : ἀντὶ τοῦ ζητῶν ἢ λείχων τὴν δρόσον τῶν |
| , δειλόν , ἄνανδρον καὶ δολερὸν σημαίνουσιν . Τράχηλος πάνυ λεπτὸς δειλὸν καὶ κακοήθη ἄνδρα σημαίνει , εἰ καὶ μακρὸς | ||
| ἄπεφθον τούτοις ἁρμόζει . ποτὸν δὲ οἶνος στυφὸς ὑδαρὴς καὶ λεπτὸς ἤ τι τῶν ἡδέων ἔστω πομάτων . φλεγματικωτέρων δὲ |
| τριῶν γραμμάτων ἀφώνων ὁμοίῳ σχήματι λεγομένων , ψιλότητι δὲ καὶ δασύτητι διαφερόντων . τρία δὲ ἄλλα λέγεται τῆς γλώττης ἄκρῳ | ||
| δεσμὸν αὐτοῦ : ὁμοίῳ δὲ σχήματι ταῦτα λεγόμενα ψιλότητι καὶ δασύτητι διαφέρουσιν , ὥςπερ καὶ τὰ ῥηθησόμενα . τρία δὲ |
| , ” ἀναστρωπὴ “ ἂν εἴη , νῦν δὲ ” ἀστραπὴ “ καλλωπισθεῖσα κέκληται . Τί δὲ τὸ πῦρ καὶ | ||
| ῥάβδῳ τῇ βασιλικῇ , πλὴν τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἦν ὡς ἀστραπὴ καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ ὡς φέγγος ἡλίου καὶ αἱ |
| ἔφη καὶ Δημοσθένης . οὕτω καὶ κυβερνήτου νοσοῦντος , ὅλον συμπάσχει τὸ σκάφος : καὶ χορὸς ἀβάκχευτος μένει , τοῦ | ||
| ἐπί τε τῶν ὀφθαλμῶν καὶ τῶν ὤτων , ὀφθαλμὸς ὀφθαλμῷ συμπάσχει , [ οὖς δὲ ὠτὶ οὐκ ἔτι ] ; |
| , ὃ μὴ συμβαίνειν πέφυκεν ἐπὶ τῶν ὑπόχυμα παθόντων , ἐπιπροσθοῦντος ἀλλοτρίου τῷ πνεύματι σώματος . Εἰ τοίνυν αὐγοειδὲς μὲν | ||
| ἐπιπολάζει καὶ ἄνω περιφέρεται , λέγεται νεφέλη , δίκην τοῦ ἐπιπροσθοῦντος νέφους ἐπιπολάζοντος τῷ ἀέρι : ἢ βρίθει ἐν τῷ |
| ἄλλα μόρια τοῦ σώματος , οὕτως καὶ ἡ μήτρα ἐνίοτε ἀτονεῖ . παρέπεται δὲ ταῖς τοιαῦτα πασχούσαις συνουσίας ἀποστροφή , | ||
| ὕστερον δὲ παχέα : καὶ τοῦτο εἰκότως . ἐπειδὴ γὰρ ἀτονεῖ τὸ ἧπαρ , οὐκέτι τὴν οἰκείαν ἐνέργειαν ἀμέμπτως ἐπιτελεῖ |
| ' ἣν αἰτίαν μικρὸν ὕστερον ἐροῦμεν . οὗτος δὲ κέκληται χόριον καὶ ἀγγεῖον καὶ δεύτερον καὶ ὕστερον καὶ πρόρρηγμα : | ||
| , ἀποταγηνιῶ τυροῦ τροφάλια χλωρὰ Κυθνίου παρατεμὼν βοτρύδιόν τι , χόριον , ἐν ποτηρίῳ γλυκύν : τὸ τοιοῦτον γὰρ ἀεί |
| δὲ τὴν ἁπτικὴν ἔχουσι μόνην . εἰ τοίνυν καὶ ἡ μήτρα τὴν ὀσφραντικὴν ἔχει , δηλονότι ἔχοι ἂν καὶ τὴν | ||
| , ὅτι τὸ μὲν μητέρα , ἵνα μὴ συνεμπέσῃ τῇ μήτρα εὐθείᾳ , τὸ δὲ πατέρα οὐ γίνεται κατὰ συγκοπὴν |
| ὑγροῦ σύστασις κατὰ τὸν ὀμφαλὸν , ποτὲ δὲ καὶ ὑπὸ χιτῶνος συνεχόμενον . υηʹ . Πωρόμφαλόν ἐστι πώρου σύστασις κατὰ | ||
| ἐκ τῆς ἐχίδνης ἰὸν ἀνειληφυίας , καὶ διὰ τοῦτο τοῦ χιτῶνος διὰ τὴν θερμασίαν τὴν σάρκα τοῦ σώματος λυμαινομένου , |
| ] συρόμενον ἆσθμα ] ἡ ἀναπνοή πολλάκι δ ' ἠὲ πελιδνός : πολλάκις δὲ καὶ οἱ ὄνυχες πελιδνοὶ γινόμενοι ὡς | ||
| τροπὰς ὑπαυγάζουσα , ἀλλ ' ὕπωχρος καὶ ἐν τῷ δαφοινῷ πελιδνός . τὸ δὲ τῆς Ἀλκμήνης εἶδος ἀνασκοποῦντι ἀναφέρειν μὲν |
| μειράκιον ἐδίωκε : καὶ ὁ σῦς ἐπιστρέφει τὴν γένυν καὶ ἀντιπρόσωπος ἐχώρει δρόμῳ , καὶ τὸ μειράκιον οὐκ ἐξετρέπετο , | ||
| γείτονα γαίης . καὶ δρόμον ἰσοκέλευθον ὀπιπεύουσα τοκῆος , παρθένος ἀντιπρόσωπος ἐλαύνεται οὐδ ' ἀπολήγει λοξὰ παραΐσσουσα : φιλαγρύπνοιο δὲ |