| ἄλλα μόρια τοῦ σώματος , οὕτως καὶ ἡ μήτρα ἐνίοτε ἀτονεῖ . παρέπεται δὲ ταῖς τοιαῦτα πασχούσαις συνουσίας ἀποστροφή , | ||
| ὕστερον δὲ παχέα : καὶ τοῦτο εἰκότως . ἐπειδὴ γὰρ ἀτονεῖ τὸ ἧπαρ , οὐκέτι τὴν οἰκείαν ἐνέργειαν ἀμέμπτως ἐπιτελεῖ |
| Διὸς ἐντεῦθεν σωτῆρος εἶναι λεγομένου ] , καὶ τὸ μὲν πολύφορον καὶ καθαρὸν αἱ ἄμπελοι παριστᾶσι , μάλιστα δὲ τὸ | ||
| , τὸ δὲ θάτερον ἀβέβαιον , εὐμετακίνητον μετακινούμενον πολυκίνητον , πολύφορον , μετατρεπόμενον , φερόμενον , πλανώμενον πλανητόν , μεταπλαττόμενον |
| ὄψει * σύμμορφος : ὁμοειδής * ὀκέλλει : προσορμεῖ καὶ ἐγχρίμπτεται προσπταίει ἔμπλην ἄμμορον : τὸ δὲ ἔμπλην δύο σημαίνει | ||
| μετὰ ῥοίζου καθάπερ βέλος εἰσακοντίζεται καὶ ἐπεμπίπτουσα βιαίως εὖ μάλα ἐγχρίμπτεται . τότε δὲ καὶ θεήλατος ἦν ἡ προσβολή , |
| ἀφιεῖσα . ἔφηλις πάθος ἐν προσώπῳ , ὑποπέλιδνος ἐπιδρομή , ἀφανίζουσα τὸ κατὰ φύσιν χρῶμα . ἴονθοι ἀνθήματα ψυδρακίοις ἐοικότα | ||
| παρὰ τὸ ἐμπαθὲς διὰ τοῦ πάθους ὡς σκότους βαθέος αὐτὸ ἀφανίζουσα . ταῦτα εἰπὼν ἐπάγει πάλιν τὸν ὅρον φρονήσεως ὡς |
| ὅτι Ζηνόδοτος γράφει μὰψ οἴχεσθον ἄγοντες . καὶ τὸ δυικὸν συγχεῖται ἐπὶ πολλῶν τασσόμενον : καὶ ἠγνόηκεν ὅτι ἀναγωγὴν καλεῖ | ||
| ἐν τῷ ἀέρι φανταζόμεθα ὑπομένειν τὸ διάστημα τοὐμοῦ σώματος : συγχεῖται γὰρ εὐθὺς κινηθέντος ἡ περιέχουσά με ἐπιφάνεια καὶ ἑνοῦται |
| οὐδὲ ἂν ἑωρῶμεν ὅλως μηδενὸς ὄντος , ὃ πρῶτον αὐτὸ ἀλλοιούμενον οὕτω τὴν αἴσθησιν ἀλλοιοῖ . Ὁ δὲ αὐτὸς λόγος | ||
| τῆς Θέτιδοςφάσμα γάρ τι ἡ Ἔμπουσα νυκτερινὸν εἰς μυρίας μορφὰς ἀλλοιούμενον , ὥς φησι Φιλόστρατος , μετεβάλλετο δὲ εἰς μυρίας |
| ἱκανοὶ γὰρ οἱ γενιῶντες πρὸς τὸ λέγειν . Σωρανός . Πρόσωπον . ἀπὸ τοῦ πρόσω καὶ ἔμπροσθεν τοὺς ὦπας ἔχειν | ||
| , οὐ δεδορκότες , κίνησις σχολαία , φωνὴ ἠπία . Πρόσωπον ἀνιαροῦ ἰσχνόν , μέτωπον ῥυσσόν , ὀφρύες ἀπεστραμμέναι , |
| ἀφθονίας , ὃ πολλάκις γίνεσθαι φιλεῖ , πρὸς τὸν τῶν ἀνεφίκτων ἔρωτα ἐξώκειλε καὶ περὶ ἀθανασίας ἐπρεσβεύετο γήρως ἔκλυσιν καὶ | ||
| γέγονε θάνατος . Ἄμμον μετρεῖν : ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων καὶ ἀνεφίκτων . Ἅμ ' ἠλέηται καὶ τέθνηκεν ἡ χάρις : |
| ἐμοῦ νῦν , κατεδιῃτήσασθε , οὔτε πλέον ἂν ἦν ὑμῖν συκοφαντοῦσιν οὐδέν , ἀλλ ' [ εἰ ἠνέγκατε τότε μάρτυρα | ||
| ἐπίστασθε : τὰς δὲ διαθήκας , αἷς οὗτοι πιστεύοντες ἡμᾶς συκοφαντοῦσιν , οὐδεὶς ὑμῶν οἶδε κυρίας γενομένας . Ἔπειτα τὴν |
| πράξαντι χρόνωι πάθος ἀνθεῖ . φόνου ] τοῦ αἵματος . φθείρουσα ] ὡς πολυτελοῦς ὄντος τοῦ ἱματίου καὶ ἠφανισμένου τῶι | ||
| + ἡ τῶν οἴκων φθορά , ἤγουν ἡ τοὺς οἴκους φθείρουσα . Ἐριννὺς γίνεται ἀπὸ τοῦ ἔρρειν τὸ φθείρειν καὶ |
| , οἱ δὲ τὰς πλείστας λέγοντες ἐν ταῖς ἑπτά φασιν ἀπανθεῖν . ἀλλὰ τῶν χεδροπῶν χρόνιος ἡ ἄνθησις : χρονιωτάτη | ||
| ' ἄλλα αἰσχυνούσας τὸ κάλλος , ὡς καὶ μόνον φθεγξαμένων ἀπανθεῖν αὐτὸ καὶ ἀπομαραίνεσθαι ἐλεγχόμενόν τε καὶ ἀσχημονοῦν καὶ παρ |
| τὸ ἐπικλυζόμενον , μᾶλλον δὲ τὸ ὕφαλον . πολὺ γὰρ εὐκινητότερον καὶ μεταβολὰς θάττους δέξασθαι δυνάμενον τὸ ἔνυγρον : καὶ | ||
| μαλάσσεται γὰρ οὕτω τὰ νεῦρα τῶν ἄρθρων , ὧν ἕκαστον εὐκινητότερον ταῖς ποικίλαις περιαγωγαῖς ἀποτελεῖται , καὶ εἴ τι γλισχρῶδες |
| τρεῖς . Λίθος χρυσόλιθος ὑγρός , διαυγής , διαφανής , χρυσίζων . Οὗτος φορούμενος κοσμίους ποιεῖ καὶ ἀγαθοὺς ταῖς γνώμαις | ||
| ἐδώδιμος , θαλάσσιος , γνωστός . Χρυσίτης λίθος ποικίλος ὡς χρυσίζων . Τῆς οὖν χρυσανθέμου τὸ ἄνθος ἐστὶ χρυσίζον ὡσεὶ |
| τόσον ἔσσεται εἶδαρ , ὅσσον ἐνιπλῆσαι γαστρὸς χάος , ὅσσον ἄαπτον ἐς κόρον ἀμπαῦσαι κείνων γένυν ; οἱ δὲ καὶ | ||
| ὡς καθαπτομένη τοῖς ἔπεσιν . ἐμφατικώτερον δὲ τὸ ψιλοῦν : ἄαπτον γάρ ἐστι τὸ δεινόν [ . . ἄαπτος δεινός |
| τί ποτε ἓν προσαγορεύοντες ἀρετὴν ἀμφότερα , δύο πάλιν αὐτὰ προσείπομεν , τὸ μὲν ἀνδρείαν , τὸ δὲ φρόνησιν . | ||
| οὔ ; Ἰατρὸς δὴ τὸ περὶ σῶμα ἀγνοῶν , ὃ προσείπομεν ὑγίειαν νῦν , ἢ νίκην στρατηγὸς ἢ τῶν ἄλλων |
| ἢ δακνώδους μετέχοντα ποιότητος , ἤδη τυχόντα ὕλης , καὶ νύσσει τε καὶ διερεθίζει τὴν αἴσθησιν , τὴν διαφόρησιν ἐπισπεύδοντα | ||
| ἀπείρως ἐμβρυουλκουμένου τοῦ ἐμβρύου ἀποσπῶνται σάρκες καὶ τὰ γυμνούμενα ὀστέα νύσσει τὴν μήτραν . παρὰ δὲ τὰ δι ' ὧν |
| : εὐσχημόνως οὐ δεῖ τοὺς λόγους λέγειν καὶ περιστέλλειν καὶ περικαλύπτειν , ἀλλ ' ἐκ τοῦ ἐναντίου ἐμφαίνειν καὶ ἄντικρυς | ||
| ' ὃ καὶ ἐν τῇ ἐπιζεύξει τῶν ἐπιτιθεμένων οὐ δεῖ περικαλύπτειν τὰς ἀρχὰς ὅθεν ἡ ἔκφυσις : φανεραὶ δ ' |
| μετὰ μέλιτος πινόμενον . ποιεῖ δὲ καὶ ἡ γλαύκουρις . θλασθεῖσα μετὰ μέλιτος καὶ ὕδατος ἴσου διδομένου τοῦ χυλοῦ ἀναγαργαριζέσθω | ||
| οὐ πυρωτικόν : ῥίζα ἐκ μὲν τῶν ἐκτὸς μέλαινα , θλασθεῖσα δὲ λευκή . Ἄλλη λιβανωτὶς ἡ λεγομένη ἄκαρπος , |
| τοῦ παχέος , τοῖσι δὲ λεπτοῖσι τὸ ἀνάπαλιν : οἷσι συνεστραμμένοις καὶ τὸ χαλαζῶδες διαχεόμενον , τὸ δ ' αὐτὸ | ||
| : χθαμαλῆς ἠδ ' ὅσα πεῦκαι στρόμβοισι ναπαίοις : τοῖς συνεστραμμένοις καὶ βαθέσι κοιλώμασι , τοῖς ἐν ταῖς νάπαις . |
| διὰ ϲώματοϲ ἰϲχνότητα , ὡϲ μετ ' ὀλίγον δείξομεν . αὐξάνεται δὲ τὸ θερμὸν ἢ διὰ τὰ κατὰ φύϲιν αἴτια | ||
| : καὶ ὅλως δὲ πλείω ἐν τοῖς προσβορείοις φύεται . αὐξάνεται δὲ καὶ ἐπιδίδωσι τὰ πυκνὰ μὲν ὄντα μᾶλλον εἰς |
| εἶχεν ἀεὶ τοῦτο τὸ λὰξ ἐν μνήμῃ . καί ποτε κελεύεται στυππεῖον ἐξ ἑτέρου χωρίου εἰς ἕτερον χωρίον μετενεγκεῖν : | ||
| δὲ καὶ αὐτὸς θρίαμβον καταγαγεῖν ἅμα τοῖς σὺν αὐτῷ στρατηγοῖς κελεύεται παρὰ τῆς συγκλήτου . καὶ πρῶτος μὲν Ἀνίκιος καὶ |
| Τρύφων ἢ σοῦ ἢ Θέωνος , καὶ σαφὲς ὅτι τὸ παρεμπῖπτον ἀλλότριον τῆς πτώσεως ἢ σολοικισμὸν ποιήσει ἢ παρέμπτωσιν ἑτέρου | ||
| τοῦ πυρετοῦ ὡς ἐν τριταίοις . ἔστι καὶ ῥῖγος τὸ παρεμπῖπτον , τὸ λόγῳ συμπτώματος γινόμενον . ἐνταῦθα δὲ ῥῖγος |
| ὁ ῥάφανος . Μηνὶ Ὀκτωβρίῳ εἰς τὸ νέον ἔτος σπείρεται μαρούλλιν , πικρίδιν , κωμωδιανόν , πολύκλωνον , θριδάκιν . | ||
| , ὁμοίως καὶ κραμβοσπάραγον , καὶ θαλασσοκράμβη , καὶ τὸ μαρούλλιν σὺν τῷ ῥιγιτανῷ , καὶ μόνον . Μηνὶ Μαΐῳ |
| τερπομένην καὶ ἀεὶ θάλλουσαν ἰάμνοις : πῖνε δ ' ἐνιτρίψας κοτυλήρυτον ὄξος ἀφύσσων ἢ οἴνης : ῥέα δ ' αὖτε | ||
| , ὡς καὶ τὸ τῶν χειρῶν κοῖλον : ὅθεν καὶ κοτυλήρυτον αἷμα τὸ ἀμφοτέραις ταῖς χερσὶν ἀρυσθῆναι δυνάμενον . καὶ |
| παρὰ τὸ βουκόλος , τοῦτο παρὰ τὸ βοῦς καὶ τὸ κονῶ , τὸ σημαῖνον τὸ ἐνεργῶ : σημαίνει δὲ τὸ | ||
| ὄνειρος : ἀΐσσω αἴγειρος : ἥδω Ἄνδειρος ὄνομα ποταμοῦ : κονῶ Κόνειρος ὄνομα ἔθνους : καίω καυστειρός : τοῦτο τὴν |
| . . . τί φήις ; θανεῖσθαι ; κοὔποτ ' ἀλλάξεις λέχη ; ταὐτῶι ξίφει γε : κείσομαι δὲ σοῦ | ||
| τὴν ῥάβδον , τὸ δέκατον ἅγιον τῷ κυρίῳ . οὐκ ἀλλάξεις καλὸν πονηρῷ : ἐὰν δὲ ἀλλάξῃς , αὐτό τε |
| τὰ τῶν διεξόδων στόματα ᾗ τὸ πτερὸν ὁρμᾷ , συναυαινόμενα μύσαντα ἀποκλῄει τὴν βλάστην τοῦ πτεροῦ , ἡ δ ' | ||
| ἀναγκάζειν τε αὑτὸν καὶ τοὺς ἄλλους μὴ ἀποδειλιᾶν ἀλλὰ παρέχειν μύσαντα εὖ καὶ ἀνδρείως ὥσπερ τέμνειν καὶ κάειν ἰατρῷ , |
| ἑλάνη . Σέλευκος δὲ γράβιόν φησι λέγεσθαι τὸ πρίνινον ἢ δρύινον ξύλον , ὃ ἐθλασμένον καὶ κατεσχισμένον ἐξάπτεσθαι καὶ φαίνειν | ||
| ἐδάφεος , ὅπως ἂν μετρίως ἔχῃ : ἔπειτα οἷον στύλον δρύινον , τετράγωνον , πλάγιον παραβάλλειν ἀπολιπόντα ἀπὸ τοῦ τοίχου |
| ὁ βόθρος , οἱονεὶ ὄρυχός τις ὤν , εἰς ὃν καταβάλλεται τὸ φυτόν . ὄρχατος δὲ οἱονεὶ ἔρχατος , διὰ | ||
| Πένθος δὲ πιτνεῖ ] κρύπτεται , ἀφανίζεται , καταφέρεται , καταβάλλεται . * καταβάλλεται : * * καταβάλλεται , ἀφανίζεται |
| . . ὁ δὲ Ἀπολλωνιάτης Διογένης ἐκ τοῦ ἀέρος ἔφη ξυστῆναι τὸ πᾶν . . Ἵππασος δὲ ὁ Μεταποντῖνος καὶ | ||
| καὶ τῆς ᾠδῆς , συνευχόμενος δὲ τῇ Ναυσικᾷ ὁμόφρονα αὐτῇ ξυστῆναι γάμον , εὐδαιμονίζων δ ' αὖ τῆς ἀθανασίας τὴν |
| αὐτήν : οὕτω γὰρ συμβαίνει ἅμα καὶ ἡ τῶνδε εὐγένεια κοσμουμένη . Ἔστι δὲ ἀξία ἡ χώρα καὶ ὑπὸ πάντων | ||
| ἀίδιον ὑπάρχειν , ὅπερ εἶδός ποτε ἐκείνη ἡ ὕλη γίνεται κοσμουμένη ἐξ αὐτοῦ . εἰ γὰρ μήτε τὸ εἶδός ἐστι |
| ἥ γε τῶν κηρύκων παρουσία καθίστησιν αὐτοὺς καὶ ἐς τὸ ἡσυχαῖον ἄγει . ταυτὶ μὲν οὖν σοι μέση τις πολέμου | ||
| ἔστ ' οἰμωγμός . ἐν κείνῃ τὸ πᾶν σπουδαῖον , ἡσυχαῖον , ἐς βίαν ἄγον . ἐντήκεται γὰρ πλευμόνων ὅσοις |
| ἅπαντα τὸν αἰῶνα , τὸ ἐπιβάλλον ἑκάστοις ἐκ τῆς πεπρωμένης μερίζουσα , οἵ τε τὰς κοινὰς τῆς οἰκουμένης πράξεις καθάπερ | ||
| . , : ἄδασμος : οὐδένα δασμὸν ἐκτείνουσα , οὐδὲ μερίζουσα δασμὸν τῆς οἰκήσεως . οὕτως Αἰσχύλος . . . |
| . Εἰ δὲ τοῦτο , γνώριμον ὡς μεῖζον ἔχει τὸ φωτίζον αὐτήν , τὸν ἥλιον . Τοιούτων δὲ τῶν περὶ | ||
| . Ἐὰν οὖν πάλιν τὸ μὲν Θ σημεῖον ὑποθώμεθα τὸ φωτίζον εἶναι , τὸ δὲ ΑΒΓ τρίγωνον τὸ ἐπιπροσθοῦν ταῖς |
| τὸ σπειρόω , τὸ εἱλίσσω : ὅθεν σπείρημα , τὸ σπαρτίον . Νέδῃ : ὄνομα νύμφης Ὠκεανίνης θρεψαμένης τὸν Δία | ||
| δὲ καὶ κρεωστάθμην ἐν τούτοις θετέον , ἰστέον ὅτι τὸ σπαρτίον , οὗ λαβόμενός τις ἀνέλκει τὸν ζυγόν , ἀρτάνην |
| κελαρύζω : κερύζω κελαρύζω . . . . . . κελαρύζειν : κελαρύζειν : . . . γίνεται παρὰ τὸ | ||
| ᾗ δὴ καὶ πλεονάζουσιν ἐνταῦθα αἱ ὀνοματοποιίαι , οἷον τὸ κελαρύζειν καὶ κλαγγὴ δὲ καὶ ψόφος καὶ βοὴ καὶ κρότος |
| δ ' ἐναντίον τούτων κατάδηλον μέν , ὅμως δὲ μηδὲν ἐπιδεὲς ἔστω λόγου . τὰ γὰρ δὴ τῶν περὶ τὸ | ||
| ὀλιγοδεής , ἀθανάτου καὶ θνητῆς φύσεως μεθόριος , τὸ μὲν ἐπιδεὲς ἔχων διὰ σῶμα θνητόν , τὸ δὲ μὴ πολυδεὲς |
| ] γέννημα . θΞ βλάστημα ] ἤγουν ὁ Παρθενοπαῖος . καλλίπρῳρον ] τὸ εὐειδές , καλλιπρόσωπον . καλλίπρῳρον ] καλλιπρόσωπον | ||
| βλάστημα τὸ ἐκ τῆς ὀρεσκόου καὶ ὀριτρόφου μητρὸς , τὸ καλλίπρῳρον καὶ τὸ εὐειδὲς , τὸ τὴν πρῷραν ἐπανθοῦσαν ἔχον |
| ὄν . Νεῖται δὲ καὶ τὴν οὐσιώδη ἐπάνοδον καὶ τὴν ζωτικήν , ἀλλ ' ἐν τρίτῃ τάξει καὶ οἷον πόρρωθεν | ||
| δὲ ὁράσεως : ἀδύνατον γὰρ ὁμολογουμένως ἐν γραφῇ κίνησιν εἶναι ζωτικήν : ἀλλὰ . . . τῶν γλυπτῶν εἰκόνων κατάλληλοι |
| , μηδεμιᾶς τῶν ἀλλοιωτικῶν τῆς οὐσίας μεταβολῶν παρακολουθούσης αὐτῇ , διασυνίστησί πως τὸ προκείμενον , ἔπειτα καὶ τὸ τάς τε | ||
| , μηδεμιᾶς τῶν ἀλλοιωτικῶν τῆς οὐσίας μεταβολῶν παρακολουθούσης αὐτῇ , διασυνίστησί πως τὸ προκείμενον , ἔπειτα καὶ τὸ τάς τε |
| , τότε ἐμπίπτει μὲν εἰς τὰ ἀγγεῖα τῶν πνευμάτων , πυρούμενον δὲ θερμαίνει τὸ ὅλον σῶμα . ἀρέσκει δ ' | ||
| . [ ] ! ων κλυει ? [ [ ] πυρούμενον [ ] ! ! ! ! ! ! ! |
| ἄκρα γε μὴν τὰ ὦτα λασίους . θηρίον δὲ τοῦτο ἁλτικὸν δεινῶς , καὶ κατασχεῖν βιαιότατά τε καὶ ἐγκρατέστατα καρτερόν | ||
| προσθίους ἐμποδίζοντα διὰ τὴν ἐκείνων εἰς τὸ εἴσω παράλλαξιν . ἁλτικὸν δ ' ἐστὶ καὶ πη - δητικὸν τὸ ζῷον |
| σοι τόδε , . ξυναίρεσθαι ] γρ . ξυνάρασθαι . συναίρομαι τὸ συλλαμβάνω καὶ τὸ συμβοηθῶ . συμβοηθῆσαι , ὑπουργῆσαι | ||
| σοι τόδε , . ξυναίρεσθαι ] γρ . ξυνάρασθαι . συναίρομαι τὸ συλλαμβάνω καὶ τὸ συμβοηθῶ . συμβοηθῆσαι , ὑπουργῆσαι |
| γίνεσθαι συμπιπτόντων τῶν χαρακτήρων καὶ τῶν γραμμάτων , ἀναλαμβάνει καθάπερ ἐκμαγεῖον καὶ διατυποῦται ῥᾳδίως ὑπὸ τῶν φαντασμάτων τορνευόμενός τε καὶ | ||
| οὐδεμίαν ποτὲ οὐδενὶ τῶν εἰσιόντων ὁμοίαν εἴληφεν οὐδαμῇ οὐδαμῶς : ἐκμαγεῖον γὰρ φύσει παντὶ κεῖται , κινούμενόν τε καὶ διασχηματιζόμενον |
| ὁδοῦ . ἔπειτα τὴν τῶν ἀστέρων κοινωνίαν πρὸς ἕκαστον τόπον ἐπιζητοῦσιν : τῶν μὲν γὰρ ἀγαθοποιῶν μαρτυρούντων ἀγαθὰ καὶ εὐόδωσιν | ||
| εἰς τὴν ἀγοραίων ἀπιδὼν ἀπληστίαν . οἱ γὰρ τοιοῦτοι πολλαπλασίως ἐπιζητοῦσιν εὖ παθεῖν ὧν ἐποίησαν , ἀλλ ' οὐ τὸ |
| εἶπεν ὁ σοφὸς Αἰσχύλος . Πῶς δίς ; Σκόπει τὸ ῥῆμ ' : ἐγὼ δέ σοι φράσω . Ἥκω γὰρ | ||
| ἀμφοτέρων προσέκειτο μανία τῶν λόγων . διὸ τῆς μανίας τὸ ῥῆμ ' ἐπεκτείνας δοκεῖ καλέσαι τις αὐτὴν τῶν ἐραστῶν Μανίαν |
| οὕτως ἔρως σοι πρὸς θεῶν τελεσφόρος γένοιτο παίδων καὐτὸς ὄλβιος θάνοις . εὕρημα δ ' οὐκ οἶσθ ' οἷον ηὕρηκας | ||
| πέπονθε πρὸς τὸν Πέρσην διαιρούμενος . τὸ δὲ γηραιὸς δὲ θάνοις παρέγγραπτον ὡς ἀδιανόητον . μουνογενὴς ⌊ ⌋ δὲ πάις |
| μεταξὺ γάρ ἐστιν Εὐρώπης καὶ Ἀσίας . τῇ ἀπουσίᾳ αὐτῶν ἐπιμόνως πενθοῦσαι , ὡς δοκεῖν ἁβρύνεσθαι ἐπὶ τῷ πενθεῖν . | ||
| Βοιωτῶν ὡρίζοντο . Ῥανὶς ἐνδελεχοῦσα κοιλαίνει πέτραν : ὅτι οἱ ἐπιμόνως πρός τι σπουδάζοντες αὐτὸ καθορθῶσαι δυνή - σονται . |
| ἤτοι τὰ μέλλοντα μεριμνάν . Μάχαιρα : διὰ τὸ μάχεσθαι ῥᾶον : ἢ διὰ τὸ μάχεσθαι πάσῃ φύσει καὶ τόπον | ||
| ἡ κορύνη πληρεστέραν τὴν ἐντεριώνην ἕξει , καὶ τὸ ξεσθῆναι ῥᾶον ὑπομένει , καὶ ἐντιθεμένη κρατεῖ . Γυμνὰ κάρυα δίχα |
| ἡ συνήθειά φησι . τροπήλιδες δὲ αἱ τῶν σκορόδων δέσμαι κώδεια : ἡ κεφαλή μήκωνος κεβληγόνου : τῆς ἐν τῇ | ||
| κώδεια ἢ ἀπὸ τῆς ὁμοιότητος τῆς κωδείας βοτάνης , ἥτις κώδεια λέγεται , ὅτι κώματι καὶ ὕπνῳ δέει τοὺς ταύτην |
| μαντικῆς . ὁ μὲν γὰρ Παναίτιος ἀνυπόστατον αὐτήν φησιν . Οὐσίαν δέ φασι τῶν ὄντων ἁπάντων τὴν πρώτην ὕλην , | ||
| τοῦτον πίπτειν αὐτό . . . . . Ζήνωνος . Οὐσίαν δὲ εἶναι τὴν τῶν ὄντων πάντων πρώτην ὕλην , |
| θεωρία , φαντασία . ὀπωπῇ : ὁράσει , μορφῇ . Μέλει : ἔγκειται . Δηριόωνται : μάχονται . Ἐπάρκιος : | ||
| . Ὑπὸ σπιλάδεσσι : ὑπὸ ταῖς πέτραις αἷς χαίρουσιν . Μέλει : ἔγκειται , πρόσκειται , οἰκεῖ . γλαγόεις : |
| μαθημάτων , Πρὸς Πλάτωνα , Πρὸς Ἀριστοτέλην . Ἐτελεύτα δὲ παραλύσει , γενόμενος ἱκανὸς ἀνήρ . Λεοντεύς τε Λαμψακηνὸς ὁμοίως | ||
| τὸν ὄγδοον ἀνέλοι , νοῦν τὸν ἡγεμόνα τούτων Κάιν , παραλύσει καὶ τὰ ἑπτά : ῥώμῃ μὲν γὰρ τῆς διανοίας |
| ἐγένετο : ἀλλὰ κἂν ἐπὶ τοῖς ζῶσιν ἀνδράσιν εὔξομαι . κατασχίζουσαι , ἐνεργητικῶς . ἁβρόγοοι : αἱ ἐντρυφῶσαι τοῖς δάκρυσιν | ||
| δὲ ἁπαλαῖς χερσὶν τὸ ὅλον ἀπὸ μέρους ἐδήλωσεν . [ κατασχίζουσαι , ἐνεργητικῶς : ἐρείκη δέ ἐστιν εἶδος φυτοῦ εὐσχίστου |
| οὖν ὀνειροπολεῖν τὸν θάνατον , εἰδυῖαν ἐς ὅ τι τοῖς χρησομένοις αὐτῇ πέφυκε λυσιτελὴς εἶναι . ἐοίκασι δὲ τῇ ὑὶ | ||
| ἐκδιδοῦσα τὸ παράπαν , ἁλμυρὸν δὲ νόσου καὶ φθορᾶς τοῖς χρησομένοις αἴτιον . οὕτως γοῦν κατὰ ἀναγώγων καὶ ἀπαιδεύτων ὁ |
| . καὶ ἐν τῷ βίῳ τρύχειν ἑαυτὸν λέγεται , οἷον καταπονεῖν . τρύφος κλάσμα : “ τὸ δὲ τρύφος ἔμπεσε | ||
| ' . οὐ μαλακιστέον δ ' ὅμως , ἐπείπερ ἦργμαι καταπονεῖν τὸ πρᾶγμ ' ἅπαξ . τουτὶ τὸ πρόβατόν ἐστιν |
| : περσικὴ καὶ εἶδος ὑποδήματος : ὅθεν καὶ τὸ ” περιέφυσαν “ ἔθηκε , πρὸς δὲ τὸ ” περσικαί “ | ||
| , ἐγεννήθησαν . , ἡπλώθησαν , τοῖς ποσὶν αὐτῆς . περιέφυσαν : ἐκ μεταφορᾶς τῶν φυομένων ἐν τοῖς δένδρεσιν ὀθνείων |
| ἀνὴρ ] πολίτης . καίνεται ] κόπτεται . καίνεται ] φονεύεται . Ξ καίνεται ] σφάζεται . θ καίνεται ] | ||
| Ζίριν . “ τοῦτο δὲ ἤν τις εἴπῃ , οὐκέτι φονεύεται ὑπ ' αὐτῶν , ἀλλὰ δέχονται αὐτὸν ὡς ἐπὶ |
| μῆνα ἕκαστον , ὁ δὲ ἥλιος ἐν τξεʹ ἡμέραις καὶ λεπτῶι , ὃς δὴ χρόνος καλεῖται ἐνιαυτὸς ἡλιακός . ὁμοίως | ||
| , . τὸ δὲ βρέφος περιέχεται χιτῶσι , τῶι μὲν λεπτῶι καὶ μαλακῶι : ἀμνίον αὐτὸν Ἐ . καλεῖ . |
| ἡ τροφὴ καὶ τὰ ὅμοια . Ἔνατος ὁ παρὰ τὸ ἐνδελεχὲς ἢ ξένον ἢ σπάνιον . οἱ γοῦν σεισμοὶ παρ | ||
| περιτταῖς ἐρωτήσεσι τοῦ διδάσκοντος , ὥσπερ ἐν συνοδίᾳ , τὸ ἐνδελεχὲς ἐμποδίζουσι τῆς μαθήσεως ἐπιστάσεις καὶ διατριβὰς λαμβανούσης . οὗτοι |
| βιαία . Εὐνάπιος : ” τοσαύτη τις ἦν πρὸς τὸ ἀσελγέστερον ῥύμη τε καὶ φορὰ ὥστε οἱ ἄρχοντες τῶν πολεμίων | ||
| , ὁμοίως δὲ καὶ ὁ τοῦ Κρόνου προσγενόμενος ἐπὶ τὸ ἀσελγέστερον καὶ ἀκαθαρτότερον , ὁ τοῦ Διὸς δὲ πρὸς τὸ |
| ” ἐπὶ τελευτῇ δὲ τοῦ λόγου διαβάλλων τὴν πόλιν ὡς πνιγηρὸν οἰκητήριον τὸ ἐπὶ πᾶσιν ὧδε ἀνεφθέγξατο : ” ἀλλ | ||
| τὸ θέρος ψυχρὰ γίνηται ἥ τε ὄπωρα γίνεται καὶ μετόπωρον πνιγηρὸν καὶ οὐκ ἀνεμῶδες . Οἱ πρῖνοι ἐὰν εὐκαρπῶσι χειμῶνες |
| ἐμπίδας : οἱ δὲ ὡς τὰς ψύλλας οὔσας ἀφώνους εἶπε βομβεῖν : κωνώπων γὰρ μᾶλλον τοῦτο ἴδιον . ἐντεῦθεν πλανηθέντες | ||
| ' ἂν λάβῃ τις τῶν σκελῶν καὶ τοῖς πτεροῖς ἐᾷ βομβεῖν , προσπέτεσθαί φησιν τοὺς ἀκέντρους , τῶν δ ' |
| καὶ μίγνυνται ἀλλήλοις τὰ μέρη τὰ συμφυῆ , τό τε σεσηπός φημι καὶ τὸ ἄσηπτον . Καὶ εἰ μὲν ἐξ | ||
| καὶ βέλτιον ἀσφαλείας ἕνεκεν , ὅταν ἐκτέμῃς ἢ περιτέμῃς τὸ σεσηπός , τὴν οἷον ῥίζαν αὐτοῦ συνημμένην τοῖς ἀπαθέσι καίειν |
| καὶ ποός πούς ἐν ὀξείᾳ τάσει , ὥσπερ καὶ ἐκ τοὐναντίου ἡ ὀξεῖα καὶ ἡ βαρεῖα εἰς περισπωμένην συνέρχονται , | ||
| πρὸς τὸ κοινῇ συμφέρον πᾶσαν ὁρμὴν ἐμαυτοῦ ἄξω καὶ ἀπὸ τοὐναντίου ἀπάξω . τούτων δὲ οὕτως περαινομένων ἀνάγκη τὸν βίον |
| ὄνομα , ἀλλ ' ἔστι τι ὑποκείμενον κἂν ἀόρατον κἂν ἀμέγεθες ὑπάρχῃ . Ἢ οὕτως οὐδὲ τὰς ποιότητας φήσομεν οὐδὲ | ||
| γίνεται , εἰ ἔστι μέγεθος ἀδιαίρετον : ἔσται γὰρ μέγεθος ἀμέγεθες . ὥστε καὶ ἡ μνήμη νῦν εὔλογος τοῦ ἐκ |
| ἐφεκτικόϲ . ὁ δὲ πυρὸϲ ἑφθὸϲ ἐϲθιόμενοϲ δύϲπεπτόϲ τε καὶ φυϲώδηϲ , πεττόμενοϲ δὲ τροφὴν ἰϲχυροτάτην παρέχει , ἀρτοποιούμενοϲ δὲ | ||
| ὕδατοϲ ἢ μέλιτοϲ : ἐνυπάρχει δὲ αὐτοῦ τῇ κράϲει τιϲ φυϲώδηϲ ὑγρότηϲ , δι ' ἣν καὶ πρὸϲ ἀφροδίϲια παρορμᾷ |
| χυμοῦ . Σύμμετρα δὲ ταῦτα ἢ καὶ πλείω πρόεισι τοῦ προσή - κοντος , ὁτὲ μὲν διασκεδασμένον καὶ λεπτὸν παρυφιστάμενον | ||
| , διὰ τί πρὸς ἐμέ ; πανταχοῦ γὰρ ἔγωγε νομίζω προσή - κειν μέγα δύνασθαι τὸ δίκαιον . εἰ δὲ |
| συνεστάναι μὲν [ τὰ φυτά ] ἐκ τῶν αὐτῶν τοῖς ζώιοις , ὅσωι δὲ θολερωτέρων καὶ ψυχροτέρων , τοσοῦτον ἀπέχειν | ||
| ἐκ τῶν ἐν αὐτῶι ὑγρῶν , τὴν δὲ ἐν τοῖς ζώιοις ἀπὸ τῆς ἐκτὸς καὶ τῆς ἐν αὐτοῖς ἀναθυμιάσεως , |
| ἕποιτ ' ἀεί „ , κἀν τῇ Παρακαταθήκῃ : ” συνακολούθει μεθ ' ἡμῶν ” φησίν . ἀλοάσαντα : ἐν | ||
| . Ἴακχε πολυτίμητε , μέλος ἑορτῆς ἥδιστον εὑρών , δεῦρο συνακολούθει πρὸς τὴν θεὸν καὶ δεῖξον ὡς ἄνευ πόνου πολλὴν |
| ἐμφέρεται τηλαυγεστάτῳ φωτί , μᾶλλον δ ' αὐτὸ φῶς ἐστιν εἱλικρινέστατον καὶ καθαρώτατον . εἰ γοῦν βουληθείη διακύπτειν εἴσω τις | ||
| ποτὲ χρὴ καλεῖν τουτὶ τὸ σύνθετον ζῷον , ἀλλὰ νοῦν εἱλικρινέστατον καὶ καθαρώτατον , ὃς ἐν μὲν τῇ πόλει τοῦ |
| μάντιν οὐδ ' ἰατρόν , ἀλλὰ θνητὸν ἅμα ψυχαῖς τίς καλλίκαρπον θύρσον ἀνασείει θεῶν ; ἐφέσπερον δαίουσα λαμπτῆρος σέλας πῦρ | ||
| τε δυσείσβολός τε πολεμίοις , ” τὴν δὲ Μεσσηνιακὴν „ καλλίκαρπον κατάρρυτόν τε ” μυρίοισι νάμασι , καὶ βουσὶ καὶ |
| αἴτιον τῆς κινήσεως ἀίδιον εἶναι καὶ τῆς τοιαύτης ἄρα μεταβολῆς ἀνεπίδεκτον παντελῶς τὸ πρῶτον κινοῦν τῆς ὡς γενέσεως καὶ φθορᾶς | ||
| ψυχὴν ἀσώματον εἶναι : οὕτω γὰρ μάλιστα φθορᾶς καὶ πάθους ἀνεπίδεκτον ὑπάρχειν . τὰς δὲ ἰδέας ὑφίσταται , καθὰ καὶ |
| ψαίρειν ἱστίον λέγομεν . [ πλεκτάνην δὲ , ] τὴν εἵλησιν . αἱ δὲ αὖραι διακινοῦσι τὴν πλεκτάνην τοῦ καπνοῦ | ||
| τὸ χαλῶ , καὶ συγκοπῇ , χλῶ . τὸ κατὰ εἵλησιν χαλώμενον . ὄνομα χλὸς , καὶ κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν κόχλος |
| ὄπισθεν ἐχθροῦ : ὥστ ' ἐφ ' ἡμῖν ἔσται καὶ ταχύνειν τὸ ἔργον καὶ ἐπὶ σχολῆς ἐκτρύχειν τοὺς πολεμίους λιμῷ | ||
| καταζήτει . καὶ ἐκφόβει . διώκειν γʹ : ἐξωθεῖν . ταχύνειν . καὶ μεταδιώκειν . δμώς βʹ : ὑπηρέτης . |
| μέλεσι . Πιτυρίασις οὖν καὶ φαλάκρωσις , ὀφίασίς τε καὶ ἀλωπεκία , πάθη μὲν κεφαλῆς , διάφορα δὲ ἐκ διαφόρων | ||
| . περὶ δὲ τὸ τετριχωμένον τῆς κεφαλῆς καὶ τοῦ γενείου ἀλωπεκία , ὀφίασις , μαδαρότης , φαλάκρωσις . τρίχες δὲ |
| γῆν τόπον , εἴπερ ἐστίν , ἐπειδὴ φρικώδη αὐτὸν καὶ φθαρτικὸν ᾄδουσιν , ἀποτάττωμεν τοῦ κόσμου . „ Ταῦτα τοῦ | ||
| , πῦρ δὲ εἰς τὸ χρειῶδεςἄπληστον δ ' ἐστὶ καὶ φθαρτικὸν τοῦτοκαὶ κατὰ τοὐναντίον εἰς τὸ σωτήριον , ὅπερ εἰς |
| τοῦτο δὲ ἐκ τοῦ κερῶ , ὅθεν κέρασεν , οἷον κέρασσε δὲ νέκταρ . . ἀντὶ τοῦ ἐπέχεεν : οὐ | ||
| γέγονε παρὰ τὸ κερῶ κατὰ συγκοπὴν κρῶ , οἷον „ κέρασσε δὲ νέκταρ „ , ἀντὶ τοῦ ἐπέχεεν : οὐ |
| ἄμυναν . τριαχθῆναι ᾔτησεν εἰς ὀψώνιον τριώβολον . μὴ νόμισον Λειβηθρίων ἀνοητότεροι ἀνέσπακεν Ἤιτησεν εἰς ὀψώνιον τριώβολον . τί ὦγάθ | ||
| εὐεργετηθέντων μὲν , ταχέως δὲ ἐπιλανθανομένων τῆς χάριτος . Ἀμουσότερα Λειβηθρίων : ἐπὶ τῶν ἀπαιδεύτων . Λειβήθριον γὰρ ὄρος Πιερικόν |
| αὐτὴν φύσει συναποφέρειν ? ? ? ? [ ἑαυτῆι ] ἀτμοειδῶς πολλὴν ὑγρότητα [ καὶ ἅμα ] λεπτυνόμενον ὑπ ' | ||
| ἅμα ] λεπτυνόμενον ὑπ ' αὐτῆς τὸ [ ὑγρὸν ] ἀτμοειδῶς ἀποφέρεσθαι ? ? ? [ . καὶ οὕτως μὲν |
| τῇδε φιλοτιμίᾳ τῇ κακίστῃ δαιμόνων ἐκριπισθέντες ἀπολώλασιν . ἄνθος προσώπῳ ἐπιφυόμενον , οἷον οὐδὲ εἷς λειμὼν νοτερός τε καὶ ἁβρὸς | ||
| ἀνέδραμον καὶ παρὰ τὴν ἡλικίαν ἥβησαν , καὶ πολὺ τὸ ἐπιφυόμενον ἦν πολέμιον γένος . οἱ μὲν οὖν παλαιοὶ μῦθοι |
| . Πύθερμος δὲ ἐν τοῖς Πειραιῶς τυραννεύουσι καταγράφει καὶ Γλαύκωνα ὑδροπότην . Ἡγήσανδρος δ ' ὁ Δελφὸς Ἀγχίμολον καὶ Μόσχον | ||
| ὀδμήν . . : ὅτι Φύλαρχός φησι Θεόδωρον τὸν Λαρισσαῖον ὑδροπότην γενέσθαι , τὸν ἀλλοτρίως ἀεί ποτε πρὸς Ἀντίγονον ἐσχηκότα |
| διήκων ἀπὸ τοῦ ἄνω μέρους ἕως κάτω στροφεύς . θαλάμη κατάδυσις : “ ὡς δ ' ὅτε πουλύποδος θαλάμης ἐξελκόμενος | ||
| τοιοῦτον ζῷον οἷον ἀσπάλαξ καὶ τὸ ὅμοια . χειραμός ἡ κατάδυσις . × δῶμα νῦν τὸν φωλεόν . οἳ δ |
| παῖδα , διέβαλλεν ὡς ἀσελγῆ τῷ πατρί : ὁ δὲ ἐπήρωσεν αὐτὸν καὶ ἐγκατῳκοδόμησεν . ἐπὶ τούτοις καὶ ὁ πατὴρ | ||
| ἢ γῆρας , ἡ ἀναγκαία καὶ κοινὴ πάντων νόσος , ἐπήρωσεν ; ἔτι δ ' οὐχὶ πλοῦτοι καὶ δόξαι καὶ |
| πάνυ καλῷ ; Ἐμφαίνει οὕτως . Αὕτη τοίνυν ἐστὶν ἡ Εὐδαιμονία , ἔφη . Ὅταν οὖν ὧδέ τις παραγένηται , | ||
| , τὴν δ ' εὐδαιμονίαν συνωνυμεῖν τῷ τέλει λέγουσιν . Εὐδαιμονία δ ' ἐστὶ τὸ ἄριστον ἐν τῷ βίῳ , |
| μὴ μὴν πολλῷ . Κατάτασις δὲ ὡς ἐπὶ τὸ πουλὺ μετρίη ἀρκέει , τῇ μὲν κατατείνειν τὴν κνήμην , τῇ | ||
| , ἐγκεφάλου διαϲφύξιεϲ , ὀφθαλμῶν πρήϲιεϲ , ἤχων ἀκοή . μετρίη ὀξυφωνίη κεφαλῇ ὀνηϊϲτόν . ἔπειτα δὲ καιρὸϲ αἰώρηϲ ἐϲ |
| χαλκῷ : πρηνὴς δ ' ἐς ποταμὸν προκυλίνδετο , [ μίσγετο ] ? ? ? δ ' ὕδωρ ? [ | ||
| ἐπὶ τάφρον ἰὼν ἀπὸ τείχεος , οὐδ ' ἐς Ἀχαιοὺς μίσγετο : μητρὸς γὰρ πυκινὴν ὠπίζετ ' ἐφετμήν . ἔνθα |
| λαμπάς , νείφω νιφάς . . , : δεῖν : συναλιφῇ τοῦ δέον δεῖν , ὡς πλέον πλεῖν . . | ||
| , ὄνομα ῥηματικὸν τρεερός , ὡς τήκω τακερός , καὶ συναλιφῇ τῶν δύο εε εἰς η τρηρός , μετὰ τοῦ |
| , βαρύνεται , εἰ μὴ παρ ' ὄνομα εἴη : τρώγω φεύγω τμήγω λήγω θήγω . τὸ μέντοι ῥιγῶ ἔχει | ||
| ἀφέξομαι βώλου , ὑφ ' ἣν τὰ κρίμνα μὴ φοβούμενος τρώγω . ” “ Μὴ λοξὰ βαίνειν ” ἔλεγε καρκίνῳ |
| καλέσωμες : ἐθελήσομεν καλέσαι κρίνειν . κύων ὁ φάλαρος : φάλιος , λευκός . καὶ Ὅμηρος τὰ κύματα [ φαληριόωντα | ||
| ἐν τῷ μετώπῳ λευκόν τι ἔχοντα ὁμοίως . φάλαρος : φάλιος , λευκός : ἐξ οὗ καὶ φαλακρὸς ὁ ἔχων |
| γενόμενον . Τάχα δὲ οὐδὲ ὄψεται λεκτέον , τὸ δὲ ὀφθέν , εἴπερ δεῖ δύο ταῦτα λέγειν , τό τε | ||
| καί τι ἕτερον εἴη συνεργὸν αἴτιον , ἀλλὰ τοιοῦτο μὲν ὀφθέν , τάχ ' ἂν καὶ ἀρχή τις εἴη νοσήματος |
| διαλεξόμεθα : προσχρῆται μέντοι τῷ κατὰ φύσιν γιγνομένῳ τούτῳ ἡ γεωργική : σπείρει γὰρ τηνικαῦτα , ἡνίκα καὶ ὑσθήσεσθαι προσδοκᾷ | ||
| ὑπὲρ τοῦ καρποῦ τῆς γενέσεως ἐκ τῆς γῆς , ἀλλὰ γεωργική . Δοκεῖ μοι . Τί δ ' ; ἦν |
| νεοήλικας ἀκμάς : ἐν σοὶ γὰρ μούνωι πάντων τὸ κριθὲν τελεοῦται : οὔτε γὰρ εὐχαῖσιν πείθηι μόνος οὔτε λιταῖσιν . | ||
| εἴδη ὑφ ' ὧν κινεῖται ἐκ τῶν ἐν τοῖς αἰσθητηρίοις τελεοῦται ἐμφάσεων . προσθετέον δὲ καὶ τὰ Ἰαμβλίχεια , ὡς |
| τὰ αὐτοῦ πράγματα . . στερῶ ἐνεργητικῶς καὶ στερέω , στερῶ , ὅπερ καὶ ὡραῖον μετὰ τῆς ἀπό προθέσεως , | ||
| τῶν αὐτοῦ πραγμάτων τὰ ἑαυτοῦ τὰ αὐτοῦ πράγματα . . στερῶ ἐνεργητικῶς καὶ στερέω , στερῶ , ὅπερ καὶ ὡραῖον |
| λεπρῶδες , ἀλφῶδες , φθοροποιόν , ἄγονον , κατωφερές , κατεψυγμένον , ἡμίφωνον , ἀσελγέές , αἰνιγματῶδες , διφυές , | ||
| ἔτους τὴν μάλιστα κατεψυγμένην , ἢ τὸν περὶ γῆν ἀέρα κατεψυγμένον . γίνεσθαι δὲ ἰσημερίας δύο καθ ' ἕκαστον ἐνιαυτὸν |
| , ποτὲ δὲ τινάσσεται καὶ ταράσσεται . χειρὸς δ ' ἀπολείβεται : ἀπὸ δὲ χειρὸς τοῦ ἁλιέως στάζει . Πριομένης | ||
| οἱά τε φύλλα μακεδνῆς αἰγείροιο : καιρουσσέων δ ' ὀθονέων ἀπολείβεται ὑγρὸν ἔλαιον . ὅσσον Φαίηκες περὶ πάντων ἴδριες ἀνδρῶν |
| ος τρέπουσιν εἰς η καὶ ποιεῖ τὸ θηλυκόν , τυπτόμενος τυπτομένη , τὸ δὲ οὐδέτερον ὁμόφωνον ἔχουσι τῇ αἰτιατικῇ τοῦ | ||
| , ἡ ληφθεῖσα παρὰ τῶν πολεμίων χοηφοροῦσα τῷ παιδὶ καὶ τυπτομένη , ἡ τὰ ἀπόῤῥητα ἐξειποῦσα , καίτοιγε , ὡς |
| . . . . . Ἔκλαγξε βροντὰν ] Ἀντὶ τοῦ ἐβρόντησε βροντήν . Ἡ δὲ φράσις ὡς τὸ μάχομαι μάχην | ||
| ὁ Ζεύς , ἤτοι ἡ πρόνοια , ὀξὺ ἐνόησε καὶ ἐβρόντησε μέγα . πνεύματος γὰρ ὑπὸ τὸ νέφος εἰσερχομένου καὶ |
| εὐθὺς ἀπολέσθαι , μόνον ἀκολουθῆσαι μέχρι τῆς κολάσεως , ἰδεῖν ἀποπνεῖν : εἰ γὰρ δύνατον ἦν μισθῶσαι δήμιον ? ? | ||
| πῦρ τῷ ὕδατι πλησιάσαν ἔτι μᾶλλον ἐξῆφθαι . Μέλλον δὲ ἀποπνεῖν καὶ ταῖς ὀδύναις νενικημένον ἐκ - δήσαντες ἐπὶ τὴν |
| αἰτία , ὅτι ἡ ὕλη ἀνείδεος οὖσα καὶ ἄποιος πρότερον ποσοῦται καὶ εἶθ ' οὕτως ποιοῦται . τρίτη , ὅτι | ||
| ἡ ποσότης καὶ πρὸ τῆς ποότητος , ὅτι κατὰ φύσιν ποσοῦται τὸ ὁτιοῦν πρᾶγμα καὶ ὄγκον λαμβάνει καὶ οὕτω περὶ |
| ἐστι τὰ ὁρίζοντα πλῆθος καὶ καλλονὴν πίττης , οὐχ ἡ πολυκαρπία τῶν πευκῶν . Οἱ δὲ περὶ τὴν Ἴδην φασί | ||
| πρὸς τὴν νίκην . ὁμοίως δὲ καὶ τοὺς ἀνθρώπους ἡ πολυκαρπία τρέφουσα τοῖς τε ἀναστήμασι τῶν σωμάτων καὶ τοῖς ὄγκοις |