ἐπιμελῶς παρέχων ἐν ταῖς τιμαῖς καὶ τοῖς κατορθώμασι τοῦ νικηφόρου ὑμνήσω τοῦ πατρὸς αὐτοῦ Ἀσωποδώρου τὴν εὐδαιμονίαν . Ὀγχηστὸς δὲ
πότερον ] + ποῖον ἕτερον ποιήσω δηλονότι . ἀπολολύξω ] ὑμνήσω . ἀπολολύξω ] εὔξομαι . ἀπολολύξω ] παιανίσω .
6769586 ἐλεησον
ἄλλα δύο τῶν ἄλλων χωρὶς οὐδὲν κωλύει συνίστασθαι , δύστηνον ἐλέησον . Ἑτέρα δέ , ὅτι τὰ ἄλλα ἐξ αὐτῶν
κατοικτειράτω . Γ ἐλεήσαις ] ⌈ λέγει τὸ Γ * ἐλέησον Γ ἢ ἀπόλυσον . Γ χοιριδίοις : ἴσως ,
6734750 θρηνησω
. ὦ πάθος τῆς Αἰσχύλου μεγαλοφωνίας ἄξιον . τί δὲ θρηνήσω ; τί δὲ ἐπαινέσω ; φθέγξομαι ὅσον μὲν ἴσασιν
' ἀσπίδων δι ' αἱμάτων : ποῖον ἄρα νεκρὸν ἀπολλύμενον θρηνήσω : φεῦ δᾶ φεῦ δᾶ : οἱ μὲν ὡς
6434049 περιεπειν
! ! ἐκεῖνο ] τὸ καθ ' αὑτὸν μέρος μόνον περιέπειν | , ἀλλὰ πᾶσαν τὴν γῆν οἰκεῖν ὡς πάντων
ἐδέδοτο . . Ὃς ἀμφέπει ] ἀντὶ τοῦ διέπει . περιέπειν γάρ ἐστι τὸ φίλον τινὰ κυβερνᾶν καὶ θάλπειν ,
6423229 Διονυσε
συγχορεύων : στέψον οὖν με , καὶ λυρίξω παρὰ σοῖς Διόνυσε σηκοῖς μετὰ κούρης βαθυκόλπου ῥοδίνοισι στεφανίσκοις πεπυκασμένος χορεύσω .
ἁμὲς δέ γ ' ἐσσόμεσθα πολλῶι κάρρονες . ἐλθεῖν ἥρω Διόνυσε Ἀλείων ἐς ναὸν ἁγνὸν σὺν Χαρίτεσσιν ἐς ναὸν τῶι
6393881 παυε
οὐκ ἔχει . ταῦτ ' ἐννοῶν , ὦ βασιλεῦ , παῦε μὲν φυγάς , παῦε δ ' αἷμα , καὶ
. ἐρωτικὴ πέφυκεν ἡ θεὸς καὶ τοιαύταις ἥδεται γυναιξί . παῦε πρὸς οὐρανὸν ἀναφέρων τὰς ἡδονὰς καὶ γυναιξὶν ἀκολάστοις θεὸν
6355373 παντοκρατωρ
θεός , ὃς μόνος ἄρχει , ὑπερμεγέθης , ἀγένητος , παντοκράτωρ , ἀόρατος , ὁρῶν μόνος αὐτὸς ἅπαντα , αὐτὸς
μοῦνος ἔφυς ἀφανῶν ἔργων φανερῶν τε βραβευτής , ἔνθεε , παντοκράτωρ , ἱερώτατε , ἀγλαότιμε , σεμνοῖς μυστιπόλοις χαίρων ὁσίοις
6350624 παι
ζῶν , πολλὰ δ ' εἰς Ἅιδου μολών , Φιλάμμονος παῖ , τῆς ἐμῆς ἥψω φρενός : ὕβρις γάρ ,
ἢ ἁπλῶς ὄνομα κύριόν τινος λέγει . . ἢ Στίλβωνος παῖ . διασύρει δὲ τοῦτον , ὡς παῖδα ἔχοντα .
6350182 συναποθανειν
Λευκαδίᾳ ταὼς οὕτως ἠράσθη παρθένου ὡς καὶ τὸν βίον ἐκλιπούσῃ συναποθανεῖν . ὁ δὲ τοῦ δελφῖνος ἔρως κεῖται παρ '
παρῆσαν ἀμφότεραι πρὸς τὴν τοῦ Κητέως ταφήν , ὑπὲρ τοῦ συναποθανεῖν ὡς ὑπὲρ ἀριστίου συμφιλοτιμούμεναι . τῶν δὲ στρατηγῶν διακρινόντων
6342174 πειθε
οὐ καλὸν νόμον παλαιὸν βοηθοῦντα ῥήτορσιν ἐπὶ τῆς ἀρχῆς λυθῆναι πεῖθε τῶν πολιτευομένων τοὺς θρασυτέρους ὡς οὐ πάντα αὐτοῖς ἐξέσται
τοῖς ἀθυμοτέροις τὰ πένθη , εἰ δὲ ὑπομείναιμι ἁπτόμενον , πεῖθε καὶ Δάμιν ζῆν τέ με καὶ μὴ ἀποβεβληκέναι τὸ
6323028 κασιγνητον
εἰσορᾶις ἥκοντα σόν . σύ τ ' αὖ πρόσωπον πρὸς κασίγνητον στρέφε , Πολύνεικες : ἐς γὰρ ταὐτὸν ὄμμασιν βλέπων
' ἐπόρουσε Κόωνι ἔχων ἀνεμοτρεφὲς ἔγχος . ἤτοι ὃ Ἰφιδάμαντα κασίγνητον καὶ ὄπατρον ἕλκε ποδὸς μεμαώς , καὶ ἀΰτει πάντας
6278369 ἐπαινεσω
ἀμπέλους . λδʹ . Οὐκ οἶδα , τί σου μᾶλλον ἐπαινέσω : τὴν κεφαλήν ; ἀλλ ' ὢ τῶν ὀμμάτων
κύριον ποιεῖν τὸν νόμον , ἐγὼ μὲν οὐκ ἔχω πῶς ἐπαινέσω , ψέγειν δ ' οὐ βούλομαι . μηδὲν οὖν
6274319 τρεφεις
ἀνδριάντας ἑστιᾷς ; . . . αὑτὸν οὐ τρέφων κύνας τρέφεις ; ἐπικάρσια δῆτα προσπεσοῦμαι . ἔχων μὲν ἐν τῇ
ἔοικεν , ἡμῖν ἕτερον ἀντ ' αὐτοῦ τὸν θεράποντα σεαυτῷ τρέφεις , ὥσθ ' ὁμοῦ τοὔνομα τοῦ πάππου καὶ τὴν
6235739 Παιανα
ἀστραφέεσσι πύλῃσιν ἐπ ' αὐτῇσιν βεβαῶτας Ἀΐδεω . Φορμίγγων ἄνακτα Παιᾶνα κληίσω . Ἵκεσθε Περγάμῳ νέοι , Χαῖρ ' ὦ
διὰ τὸν χόλον Ἀρτέμιδος . στρουθῶν ] τῶν ἀετῶν . Παιᾶνα ] ὡς μάντις . τεύξηι ] ὦ Ἄρτεμι .
6222789 προδουσα
ποῖ τράπωμαι ; πότερα πρὸς πατρὸς δόμους , οὓς σοὶ προδοῦσα καὶ πάτραν ἀφικόμην ; ἢ πρὸς ταλαίνας Πελιάδας ;
οὕτω γὰρ φανῇ πλείστοις κακή , θανόντα πατέρα καὶ φίλους προδοῦσα σούς . Μηδὲν πρὸς ὀργήν , πρὸς θεῶν :
6184966 χαιρεις
δοῦναι χάριν ἐμοί . ἀλλὰ δός , ἑταίρων φίλτατε , χαίρεις γὰρ ἀκούων τοῦτο μᾶλλον ἢ τὸ τῆς ἀρχῆς ὄνομα
ἄνδρα τύραννον . Ἀλλ ' εὐπαράγωγος εἶ , θωπευόμενός τε χαίρεις κἀξαπατώμενος , πρὸς τόν τε λέγοντ ' ἀεὶ κέχηνας
6184639 τροφῳ
] ἀρήγειν ἀπὸ κοινοῦ . γῇ τε μητρὶ , φιλτάτῃ τροφῷ ] βροτῶν : τουτέστι τῇ μητρὶ τῇ φιλτάτῃ τῶν
ἐμὰς μόρον τ ' ἐμὸν γέροντι πατρὶ τῇ τε δυστήνῳ τροφῷ . Ἦ που τάλαινα , τήνδ ' ὅταν κλύῃ
6156020 ὠναξ
ὤνθρωπον λέγοντες καὶ τὰ ὅμοια . οὕτω καὶ τὸ ἄναξ ὤναξ . εἰ δέ ἐστιν ἀττικὴ συναλοιφὴ ἀντὶ τοῦ ὦ
τοῦ κλῦθι ἀττικῶς , τὸ εὐκτικὸν ἀντὶ προστακτικοῦ . * ὤναξ ἀντὶ τοῦ * ἄναξ δωρικῶς ὀξύνεται : τὸ γὰρ
6153998 ἀθρησον
αἰρόμενος πόνους Δίωι παιδὶ συναντλεῖ ; καὶ μὰν τόνδ ' ἄθρησον πτεροῦντος ἔφεδρον ἵππου : τὰν πῦρ πνέουσαν ἐναίρει τρισώματον
χωρεῖν , συνῳδὰ τοῖς λόγοις μου πράττειν : δεῦρ ' ἄθρησον : δεῦρο εἰς ἐμὲ βλέψον , ἵνα κἂν διὰ
6148255 δρασω
τὸ ῥέω , οὗ μέλλων νάσω , νάμα , ὡς δράσω δράμα . Ναρόν . παρὰ τὸ αὐτὸ ῥῆμα ,
βλέποντα κοὐκ ἀφῆκας εἰς Ἅιδου μολεῖν ; Οἴμοι , τί δράσω ; πῶς ἀπιστήσω λόγοις τοῖς τοῦδ ' ὃς εὔνους
6143860 ῥυεσθε
Θήβας . πύργους ] + ἤγουν τὴν πόλιν . τούσδε ῥύεσθε ] μονόμετρον . ῥύεσθε ] φυλάσσετε . Ξ πότερον
Ζεῦ καὶ οἱ τὰς πόλεις συνέχοντες θεοί , οἵτινες δὴ ῥύεσθε καὶ φυλάττετε τούτους τοὺς πύργους τοῦ Κάδμου , ἤτοι
6143780 γεραιρων
φωνήν . γενάρχην : τὸν τοῦ γένους ἀρχηγὸν Ἀδάμ . γεραίρων : δοξάζων . διαρτίας : διαπλάσεως . δορύκλυτον :
, μελισσορύτων ἀπὸ νασμῶν λοιβαῖς συμπροχέων , καὶ ἐμοῖς ὕμνοισι γεραίρων . Αὐτὸς δ ' Αἰσονίδης προυθήκατο πᾶσιν ἄεθλον ,
6142278 τιμᾳς
ἐν αὐτοῖς ὑπῆρχε καὶ πονηρόν . ὥστε , εἰ τοιαῦτα τιμᾷς , ἀμείνων ἂν εἴης ἀγνωμονῶν . Οἱ τὰς ἀρχὰς
τῶν Βοιωτῶν , ὅτι εἶεν Βοιωτοί . Τῷ μὲν ἐπιστέλλειν τιμᾷς , ὧν δὲ ἐδεήθημεν τυχεῖν , ταῦτα οὔτε ποιῶν
6134803 ἐνδυσαι
αὐτῶι πορφύραν ἀποστείλωσιν : ἤθελεν γὰρ τοὺς ἑταίρους ἅπαντας ἁλουργὰς ἐνδῦσαι στολάς . ἀναγνωσθείσης δὲ τῆς ἐπιστολῆς Χίοις παρὼν Θεό
: καὶ σφᾶς αὐτοί τε οἱ Τεγεᾶται καὶ γυναῖκες ὅπλα ἐνδῦσαι μάχῃ νικῶσι , καὶ τόν τε ἄλλον στρατὸν καὶ
6116559 τιμαορον
ἀπόμαχος . ἀγωνίους ] τοὺς ἅμα ἑνὶ τόπωι ἱδρυμένους . τιμάορον ] βοηθόν . ἀντήλιοι ] οἱ εἰς ἀνατολὴν ὁρῶντες
μία τις περισώζει τὴν ναῦν . κἀπαγώνιος ] ἀπόμαχος . τιμάορον ] βοηθόν . ἀντήλιοι ] οἱ εἰς ἀνατολὴν ὁρῶντες
6094031 ἀπεφηνας
Ἡρακλέα μάντιν οὐχ ἧττον ἢ τοξότην ἐπιστάμενος παῖδα τὸν Μελάμπουν ἀπέφηνας μετὰ τῶν θεῶν τὸ μέλλον ὁρῶν . ἐντεῦθεν καὶ
μή μοι ὕστερον κατεσκευασμένοι δανεισταὶ φανήσονται , τότε μὲν οὐδὲν ἀπέφηνας τῶν χρεῶν , ἐπειδὴ δὲ δευτέρῳ μηνὶ τὴν ἀπόφασιν
6091499 Ἀλκινοε
* . Ἀριδείκετος : ὁ ἄγαν ἐμφανής : Ὅμηρος : Ἀλκίνοε , πάντων ἀριδείκετε ἀνδρῶν . παρὰ τὸ δείκω ῥῆμα
” τὸν δ ' ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς : “ Ἀλκίνοε κρεῖον , πάντων ἀριδείκετε λαῶν , ὥρη μὲν πολέων
6034930 Ὀλυμπιονικαν
. ἐνίκησε δὲ οὗτος ἑβδομηκοστὴν τετάρτην Ὀλυμπιάδα . . Τὸν Ὀλυμπιονίκαν : ὁ λόγος πρὸς τὰς Μούσας , ἢ πρὸς
τε πρὸς τὸ κῶμον συναπτέον , ἵν ' ᾖ τὸ Ὀλυμπιονίκαν καὶ τὸ κῶμον ταὐτόν , οὕτω : δέξαι εὐμενῶς
6029553 τιμησω
οὐκ ἐπιτρέψω κατά τε ἐμαυτὸν καὶ μετὰ πάντων , καὶ τιμήσω ἱερὰ τὰ πάτρια . ἵστορεςο 〚 〛 θεοὶ Ἄγλαυρος
καθηγοῦ , ἕψομαι δὲ ἐγώ : τιμώμενος γὰρ ὑπὸ σοῦ τιμήσω σέ , μὴ τιμώμενος δὲ ἡσυχίαν ἕξω . ἔτι
6018733 δυσσεβειας
γὰρ ἀφορμαὶ κινοῦσιν ἀνθρώπους εἰς θεῶν ἐπιμέλειαν , τιμωρίαι τε δυσσεβείας καὶ γνώμης εὐσεβοῦς ἀμοιβαί . ὧν ἀμφοτέρων ἐκεῖνος φαίνεται
. ἔσθ ' ὅπη δέους . ξύμμετρον ] σύντομον . δυσσεβείας ] ὕβριν γεννῶσα : οἱ γὰρ ἀρξάμενοι τοῦ θείου
6017362 χθονιε
ἐγὼ καὶ σὺ θήσομεν κρατοῦντε τῶνδε δωμάτων καλῶς . Ἑρμῆ χθόνιε , πατρῷ ' ἐποπτεύων κράτη , σωτὴρ γενοῦ μοι
μ ' ἁμαρτεῖν ; Αὖθις ἐξ ἀρχῆς λέγε . Ἑρμῆ χθόνιε , πατρῷ ' ἐποπτεύων κράτη . Οὔκουν Ὀρέστης τοῦτ
5997181 δουλε
εἶπεν : „ ἀλλ ' ἵνα μὴ δόξω , κακὲ δοῦλε , τοῖς φίλοις ἐνυβρίζειν , ἀπελθὼν ὤνησαι πόδας χοιρείους
νόμιζέ ς ' ἀρραβῶν ' ἔχειν . Δούλῳ γενομένῳ , δοῦλε , δουλεύων φοβοῦ : ἀμνημονεῖ γὰρ ταῦρος ἀργήσας ζυγοῦ
5995436 δεξαι
, τοιοῦτό τι : φιλοτησίαν δὲ τήνδε σοι προπίομαι : δέξαι , πιοῦσα δ ' ὁπόσον ἄν σοι θυμὸς ᾖ
ἄλλα τε παιδιᾶς καὶ γέλωτος ἐχόμενα καὶ εὐφημοῦντας ἐπιλέγειν : δέξαι τὰν ἀγαθὰν τύχαν , δέξαι τὰν ὑγίειαν , ἃν
5991722 λισσομαι
Ἀλκαίου δέξαι με κωμάζοντα , δέξαι , λίσσομαί σε , λίσσομαι . Καταληκτικὸν δὲ δίμετρον τὸ καλούμενον Ἀνακρεόντειον οἷον ὁ
. , : Ἡρακλείδης δὲ ἀγνοεῖν φησι πολλοὺς ὅτι τὸ λίσσομαι κοινολεκτούμενον Ἀτθίδι διαλέκτῳ γέγονε λίττομαι , παρέσει δὲ τοῦ
5990983 γεραια
ἐπέρρεπε γαμβροῖσιν ἀείδειν . μεταμανθάνουσα δ ' ὕμνον Πριάμου πόλις γεραιὰ πολύθρηνον μέγα που στένει κικλήσκους ' Ἄπαριν τὸν αἰνόλεκτρον
ἐλθεῖν δ ' ἔτλησαν δεῦρο καὶ ξένον πόδα θεῖναι μόλις γεραιὰ κινοῦσαι μέλη , πρεσβεύματ ' οὐ Δήμητρος ἐς μυστήρια
5990525 θαψω
. οὐ δῆτ ' , ἐπεί σφας τῆιδ ' ἐγὼ θάψω χερί , φέρους ' ἐς Ἥρας τέμενος Ἀκραίας θεοῦ
κόσμον ἐκ τῶν αἰχμαλωτίδων , ἐὰν ἔχωσί τι , καὶ θάψω κοσμίως καὶ πλουσίως τὴν Πολυξένην , μετέγνω καί φησιν
5984989 ἀνοιδησαι
καλεῖ , τοῦτο θεμένη τὸ ὄνομα διὰ τὸ τοὺς πόδας ἀνοιδῆσαι . τελειωθεὶς δὲ ὁ παῖς , καὶ διαφέρων τῶν
ἀλλὰ τὸ ἔνδοθεν . μέτρον δὲ τῆς διαβροχῆς οὐ τὸ ἀνοιδῆσαι μόνον , ἀλλὰ καὶ τὸ ἀποπνεῦσαι τῆς ζύμης καὶ
5981874 ἐπαινην
πάντας ἐπεβοᾶτο καὶ Ποινὰς καὶ Ἐρινύας καὶ νυχίαν Ἑκάτην καὶ ἐπαινὴν Περσεφόνειαν , παραμιγνὺς ἅμα βαρβαρικά τινα καὶ ἄσημα ὀνόματα
ὑπακούουσιν , καὶ οὐ μάχεται τὸ κικλήσκους ' Ἀίδην καὶ ἐπαινὴν Περσεφόνειαν . . πέμπον δὲ θεῶν ἱερῆας ἀρίστους :
5976252 Ἑρμη
τῶν σῶν δορυφόρων . Τί οὖν οὐκ ἀπαλλαττόμεθα , ὦ Ἑρμῆ , τὴν ταχίστην ; οὐ γὰρ ἄν τι ἡμεῖς
. τὸ πλῆρες δὲ Ἑρμᾶ . Ἑρμ ' ἐμπολαῖε ] Ἑρμῆ ἐμπορικέ . ὡς εὐτυχῶς πωλήσας τὰς ἑαυτοῦ θυγατέρας εὔχεται
5970412 Ἀλκιμεδοντα
τῇ Νεμέᾳ πρόφαντον , τουτέστιν ἔξοχον , λαμπρόν : τὸν Ἀλκιμέδοντα δὲ τὸν σὸν ἀδελφὸν ἐποίησεν ἡ τύχη Ὀλυμπιονίκην παρὰ
τε καὶ Νεμέῃ τι χαρίσιον ἕδνον ὀφείλω . πρόφαντον : Ἀλκιμέδοντα δέ : σὲ μὲν ἐπιφανῆ καὶ ἔνδοξον ὁ Ζεὺς
5958807 στεφανωσον
ἐκ μέθης καὶ ἐγκαύσεως κεφαλαλγίας , πολυγόνου δύο κλωνία πλέξας στεφάνωσον . ἄλλο . πολύγονον τρίψας μετὰ κορυφῆς γάλακτος καὶ
μεγάλων ἔργων ἥκεις . ἔστω σου καὶ τοῦτο μέγα . στεφάνωσον τὰς νίκας τῇ φιλανθρωπίᾳ καὶ μὴ μόνους ἡμᾶς ἐν
5958762 παιουσα
ὁπόσοις ὤφειλε διαλύουσιν . ἐνταῦθα Ἀθηνᾶ πεποίηται τὸν Σιληνὸν Μαρσύαν παίουσα , ὅτι δὴ τοὺς αὐλοὺς ἀνέλοιτο , ἐρρῖφθαι σφᾶς
πεφυρμένον αἵματι τόν τε χιτῶνα κατερρήξατο καὶ ταῖς χερσὶν ἀμφοτέραις παίουσα τὸ στῆθος ἐθρήνει καὶ ἀνεκαλεῖτο τὸν ἀνεψιόν , ὥστε
5955616 εὐχου
ἀπατᾶν : μετενήνεκται δὲ ἀπὸ τῶν Κερκώπων . Κατὰ βοὸς εὔχου : ἐπὶ τῶν μέγα βοώντων . Κωφότερος κίχλης :
, ὁ Γοργίας ῥαπίζει καὶ ζηλοτυπεῖ , χρηστὰ ἔλπιζε καὶ εὔχου ἀεὶ τὰ αὐτὰ ποιεῖν . Τὰ αὐτά ; τί
5950187 διασυρει
, ὅπερ ἐκάλεσε Μαρικᾶν , ἐν ᾧ ⌈ διακωμῳδεῖ [ διασύρει ] τὸν Ὑπέρβολον ⌈ καὶ κατακωμῳδεῖ αὐτόν . ⌈
ἔγνω τῶν ὀδυρμῶν . τοιγαροῦν πυνθάνεται τὴν αἰτίαν αὐτοῦ καὶ διασύρει τὰ δάκρυα καὶ κόρης ὀδυρομένης οὐδὲν ἀπεοικέναι φησίν .
5948830 ἁμος
ἀπὸ τοῦ ὑμέτερος ὑμός , οὕτως καὶ ἀπὸ τοῦ ἁμέτερος ἁμός Δωρικῶς . ἢ θέμα ἐστὶ τῆς Δωρίδος διαλέκτου .
ἁμῶς , καὶ ἐν συνθέσει ἁμωσγέπως . ἀπὸ δὲ τοῦ ἁμός γίνεται ἁμόθεν ἐπίρρημα : καὶ ὥσπερ ἀπὸ τοῦ καλός
5947302 ἀγαμαι
, ἔφη , ὦ Σώκρατες , ἄλλα τέ σου πολλὰ ἄγαμαι καὶ ὅτι νῦν ἅμα χαριζόμενος Καλλίᾳ καὶ παιδεύεις αὐτὸν
ἀλείφεσθαι τὸ σῶμά μοι πρίω μύρον ἴρινον καὶ ῥόδινον , ἄγαμαι Ξανθία καὶ τοῖς ποσὶν χωρὶς πρίω μοι βάκχαριν .
5945327 ἐλεω
καὶ χρηματιστικῶν , αὐτός τε ἄχθομαι ὑμᾶς τε τοὺς ἑταίρους ἐλεῶ , ὅτι οἴεσθε τὶ ποιεῖν οὐδὲν ποιοῦντες . καὶ
„ εἶπεν „ οἱ κοινωνοῦντες ἐμοὶ ταυτησὶ τῆς στέγης , ἐλεῶ ὑμᾶς , ὡς ὑφ ' αὑτῶν ἀπόλλυσθε , οὔπω
5940097 ἀναμνησει
τὰς αἰτίας μαθεῖν , λελέξεται διὰ βραχέος , ὡς ἐν ἀναμνήσει , τὰ μέγιστα αὐτῶν . ” Τὰ χρήματα ἡμῶν
τὰ εἰρημένα , ὥστε μὴ μεμνῆσθαι τοὺς ἀκούοντας , τῇ ἀναμνήσει χρησόμεθα : ὅταν δὲ ὀλίγα , παραλείψομεν τὴν ἀνάμνησιν
5936298 ἀνατρεψω
Ἀθηναίοις : διὸ καὶ ” ἀνοήτους “ αὐτοὺς εἶπεν . ἀνατρέψω ] ποιήσω δοκεῖν τὰ δίκαια ἄδικα . δίκην ]
μονόμετρον ἐκ δύο ἀναπαίστων : τὸ ιζʹ “ ἀλλ ' ἀνατρέψω ταῦτ ' ἀντιλέγων ” δίμετρον ἐξ ἀναπαίστου , δύο
5935036 παυσον
ἄνθρωπον συκοφάντην καὶ θρασὺν Ἀριστογείτονος μιαρώτερον ἐπιτιθέμενον Στρατηγίῳ τῷ σοφιστῇ παῦσον ἢ πείθων ἢ ἀναγκάζων . ἰσχύεις δὲ ἀμφότερα :
λόγοι εἰς ἔριν καταντῶσιν : ἐγὼ δὲ ποιήσω τοῦτο . παῦσον πολλά μοι λέγειν : περαίνει γὰρ καὶ τελειοῖ τὸν
5933919 διδοις
καὶ τῆς ἀπὸ τοῦ φαρμάκου αὐτὸν ἐξείργειν συμφορᾶς , εἰ δίδοις ἔλαιον καθ ' ἑαυτὸ καὶ οἶνον εἰς κόρον ,
ἀπαλλαγήν . θ δίδου ] ἡμῖν . θ δίδου ] δίδοις καὶ παράσχοις . Ξ Ἄρης ] ὦ Ἀττικῶς .
5932006 Περσεφονειαν
ἐπεβοᾶτο καὶ Ποινὰς καὶ Ἐρινύας καὶ νυχίαν Ἑκάτην καὶ ἐπαινὴν Περσεφόνειαν , παραμιγνὺς ἅμα βαρβαρικά τινα καὶ ἄσημα ὀνόματα καὶ
, καὶ οὐ μάχεται τὸ κικλήσκους ' Ἀίδην καὶ ἐπαινὴν Περσεφόνειαν . . πέμπον δὲ θεῶν ἱερῆας ἀρίστους : ὅτι
5930264 ἀτιμασῃς
ῥύου με κἀκφύλασσε : μηδέ μου κάρα τὸ δυσπρόσοπτον εἰσορῶν ἀτιμάσῃς . Ἥκω γὰρ ἱερὸς εὐσεβής τε καὶ φέρων ὄνησιν
] ὀνειδίσῃς . , λοιδορίαν εἴπῃς , ὑβρίσῃς . , ἀτιμάσῃς . τρυγοδαίμονες ] τραγικοί , οἱ κωμικοὶ ποιηταί ,
5928196 δεχνυσο
κεῖθι μάγοισι πορὼν πολυΐδμοσι δῶρα . Εἰ δ ' ἄγε δέχνυσο μῦθον : ἐγὼ δ ' ἐδάην , τά κε
οὔνομ ' ἔσσετ ' Ἀρχελαΐδος . Ἀκαμαντίς . ἵλαος ταύτην δέχνυσο πυρκαϊήν . ὅστις ἐπ ' ἀνθρώπους ἔξυσεν αἰγανέας .
5926466 τιμα
τῆς ἀθανάτους μὲν πρῶτα θεούς , νόμῳ ὡς διάκειται , τίμα καὶ σέβου ὅρκον , ἔπειθ ' ἥρωας ἀγαυούς ,
βροτοῖς ἄριστος . Νόμος ἐστὶ θεός . τοῦτον ἀεὶ πάντοτε τίμα . Ξένος ὀφείλεις εἶναι τῶν οὐ καλῶς φρονούντων .
5915998 τηρησον
, ἢ καὶ νεκροὺς ἕλῃς ἐπὶ τῆς μάχης πεπτωκότας , τήρησον τούτους μέχρι τῶν τάφων . Ἀποκήρυκτον εὑρών τις ἐν
Ὅρα μὴ ἀποκαισαρωθῇς , μὴ βαφῇς : γίνεται γάρ . τήρησον οὖν σεαυτὸν ἁπλοῦν , ἀγαθόν , ἀκέραιον , σεμνόν
5904632 γιγνωσκεις
Διὸς φρόνημα λωφήσῃ χόλου . οὔκουν , Προμηθεῦ , τοῦτο γιγνώσκεις , ὅτι ὀργῆς νοσούσης εἰσὶν ἰατροὶ λόγοι ; ἐάν
„ τί οὖν ” ἔφη ” ἀγαπᾷς , ὃν μὴ γιγνώσκεις „ ; ξυνῆκεν ὁ γεωργός , ὅτι ὁ Παλαμήδης
5892800 εὐβουλου
τῇ σκυθρωπότητι , πιστοῦ ἀνδρὸς τὰ σημεῖα εὐσεβοῦς τε καὶ εὐβούλου καὶ σώφρονος . ξηροὶ δὲ ὀφθαλμοὶ λυπηρὸν βλέποντες φιλοφροσύνης
ὁμότˈροφος Εἰρήνα , τάμι ' ἀνδράσι πλούτου , χρύσεαι παῖδες εὐβούλου Θέμιτος : ἐθέλοντι δ ' ἀλέξειν Ὕβριν , Κόρου
5892451 ἐπακουσον
καταπλήσσῃ , πῶς ὁ τάλας ἄνθρωπος ἐβαρήθη ; τὸ δεινότερον ἐπάκουσον . ἐτέρπετο Μώμου ταῦτα λέγοντος Ἑρμῆς καὶ ταῦτα ἔπραττεν
προσεῖχεν . ἠγανάκτησεν οὖν ἐπὶ τούτοις ὁ Ἀρίστωνος καὶ ἔφη ἐπάκουσον τῶν λόγων , κύον . καὶ ὃς οὐδὲν διαταραχθεὶς
5892422 Λυκιε
. ἄνασσα πράγους τοῦδε καὶ βουλεύματος ὦ Φοῖβ ' Ἄπολλον Λύκιε μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν . τόλμα σὺ κἄν
εἶναι . Θαλίαις ] Πανηγύρεσι . Ὀνομαστὰν ] Ὀνομαστήν . Λύκιε ] * Τὸ Λύκιε , ἢ ἀντὶ τοῦ ἐν
5889020 ἀνυμνειν
Δωρίων μὲν οὖν θεοῖς αὐλεῖν ἐδεδοίκει , ἐγὼ δὲ ὑμᾶς ἀνυμνεῖν , οὓς ἠπόρησεν ἂν ὁ Ἀπόλλων εἴτε θεοὺς μαντεύσεται
ἐξ ὧν ἡγούμεθα καὶ ποιητὰς καὶ συγγραφέας καὶ ῥήτορας πάντας ἀνυμνεῖν θεοὺς ἐντέχνως , καὶ ὅπως καὶ ἐν ὁποίοις καιροῖς
5887167 παταξω
ᾧ λέγεται : ” ἐγὼ ἀποκτενῶ καὶ ζῆν ποιήσω : πατάξω κἀγὼ ἰάσομαι ” . ἀλλὰ γὰρ οὐδὲ ἐπιπόλαιον ἔσχεν
αὐτῷ φησι τὸν θεόν : Ἀποστελῶ τὴν χεῖρά μου καὶ πατάξω τοὺς Αἰγυπτίους . καὶ ἐπὶ τοῦ γεγονότος θανάτου τῶν
5886837 Αἰγλα
Κλεοφήμα δ ' ὀνομάσθη . Ἐγ δὲ Φλεγύα γένετο , Αἴγλα δ ' ὀνομάσθη : τόδ ' ἐπώνυμον : τὸ
Ποδαλείριος [ ] ἠδ ' Ἰασώ , ἰὲ Παιάν , Αἴγλα [ τ ' ] ἐοῶπις Πανάκειά τε Ἠπιόνας παῖδες
5884104 θρηνει
[ Ε ] : δῶχ ' υἷος ποινὴν Γανυμήδεος . θρηνεῖ δὲ τὸν Δάρδανον καὶ αὐτὸν ἀπολόμενον ἐν τῷ πολέμῳ
= . , . : ἀηδόνειος θρῆνος : Αἰσχύλος : θρηνεῖ δὲ γόον ˈ τὸν ἀηδόνειον . . . Α
5883672 φοβεισθε
ἀδελφοκτονίαν καὶ φησὶ πρὸς τὰς τοῦ χοροῦ γυναῖκας , μὴ φοβεῖσθε . . πόλις πέφευγεν ] ἐπὶ τῆς προσβολῆς καὶ
πληροῖ μέχρι τοῦ νῦν . . ταρβεῖτε ] ἐκπλήττεσθε καὶ φοβεῖσθε . ὅμιλον ] πληθύν . εὖ τελεῖ θεός ]
5882926 πειθου
δῆμον . μὴ τοῦ λέγοντος ἴσθι ] μὴ τοῖς διαβάλλουσι πείθου . Γ ἴσθι ] ὕπαρχε . Γ ὢν ]
οὐκέτ ' ἐποψόμεθα : ἐξ ἀποφθέγματος γενναίου Λακωνικοῦ . Νῷ πείθου : ὁμοία τῇ : Τῷ θεῷ ἕπου . Ξένος
5881569 λαβου
κλιτικὴν ἔκτασιν συστείλας τὸ ἴδιον προστακτικὸν ποιεῖ , ἐλαβόμην ἐλάβου λαβοῦ , ἐπραθόμην ἐπράθου πραθοῦ : ταῦτα δὲ παραλόγως Ἀττικοὶ
. . πυθοὺ ] περισπῶσιν Ἀττικοὶ τοῦτο , καὶ τὸ λαβοῦ καὶ ἐμοῦ καὶ τὰ ὅμοια . ἔστι δὲ δεύτερος
5881200 Λοξια
καλῶς , ὅς νιν φονεῦσαι μητέρ ' ἐξηνάγκασα . ὦ Λοξία μαντεῖε , σῶν θεσπισμάτων οὐ ψευδόμαντις ἦσθ ' ἄρ
: σπένδομαι δὲ συμφοραῖς , Μενέλαε , καὶ σοῖς , Λοξία , θεσπίσμασιν . ἴτε νυν καθ ' ὁδόν ,
5873013 συνειμι
θεῶν τύραννος ] Ζεύς . . ποιναῖς ταῖσδε ] αἷς σύνειμι . ἀντημείψατο ] ἀντεδεξιώσατο . . ἔνεστι γάρ πως
τὴν ὀξεῖαν μαρτυρία τοιαύτη ἐστὶν : φημί ἀπόφημι , εἰμί σύνειμι , ἐσμέν σύνεσμεν , εἰπέ κάτειπε , ἐλθέ ἄπελθε
5872788 Διοσκορω
ὀδόντας αὐτοῦ ὁρᾷς ; αἱ μὲν γὰρ χάριτες , ὦ Διοσκόρω , πολλαί , καὶ μάλιστα ὁπόταν ᾄδῃ καὶ ἁβρὸς
. Εὖ γ ' , εὖ γε ποιήσαντες , ὦ Διοσκόρω . Ἴσως ἂν εὖ γένοιτο : θαρρεῖτ ' ,
5872603 σῳζε
ἀνδρίᾳ γνώριμον ἐκάλει : ” σῷζε τὸν ὅμοιον σεαυτῷ , σῷζε τὸν φίλον καὶ πέμπε μοι τοὺς χειραγωγήσοντας , ἐπεὶ
. Δήμητερ , ἁγνῶν ὀργίων ἄνασσα , συμπαραστάτει , καὶ σῷζε τὸν σαυτῆς χορόν : καί μ ' ἀσφαλῶς πανήμερον
5871687 μιανθηναι
εἰς μὲν ἀνθρώπινα κατάγεσθαι τὸ θεῖον δώσομεν , ἔνθα καὶ μιανθῆναι παθήμασιν , οὐ πιστεύσομεν δέ , ᾗ μηδὲν ἔγγονον
δίκαιον τῆς δίκης ἡσσώμενον ] ἐξηῦρεν ὁ θεός , οὐ μιανθῆναι θέλων . πῶς ; ἀντιάζω ς ' ἱκέτις ἐξειπεῖν
5868305 χρυ
ἑκατὸν καὶ κρατῆρας ἀργυροῦς καὶ παιδίσκας ἑκατὸν καὶ παῖδας ἑκατὸν χρυ - σοῦς τε ἑξακισχιλίους χωρὶς τῶν εἰς τὰ ἐπιτήδεια
[ τους στι ] χοὑ υπο των ελληνων [ ωστε χρυ ] σους αυτους προσαγορευθηναι [ προ των δειπνων και
5866296 ἱληκοιτε
[ ] ναμφοτερα ? ? ? [ ] ιος ? ἱλήκοιτε [ ] Φλεγύηισι σὺν ἀνδράσιν εὐνηθεῖσα [ ] :
τοῦ Πινδάρου πρὸς τοὺς ἥρωας . τὸ δὲ ἑξῆς : ἱλήκοιτε , ὦ ἥρωες , ἐγὼ δὲ τῷ Ποσειδῶνι καὶ
5860168 ἀποκειται
. ἐξηγουμένης ] διεξηγουμένης . . οἷα χρή ] ὁποῖα ἀπόκειται . . τλῆναι ] ὑπομεῖναι , παθεῖν . πρὸς
παῖδες : ἐν οἷς γὰρ χάρις ἡ χθονία ξύν ' ἀπόκειται πενθεῖν οὐ χρή : νέμεσις γάρ . Ὦ τέκνον
5859163 νεαις
τὴν ἀκμὴν διακορευομέναις . λέγει δὲ ὅτι κλαυθμοῦ ἄξιον ταῖς νέαις διαμεῖψαι ὁδὸν αἰχμαλωσίας καὶ δωμάτων ὠμοδρόπων , ἤγουν ἐν
, ταῖς δὲ ἐναντία τὰ ἰσχυρότερα : καὶ ταῖς μὲν νέαις τὰ ἁπλούστερα , ταῖς δὲ προβεβηκυίαις τὰ εὐτονώτερα :
5856956 λαμπρε
. Ἡ δὲ πρὸς αὐτὸν ἐδέετο βοῶσα : Ὦ θεὲ λαμπρὲ καὶ κτίστα τῆς μελίσσης , ἐπίδος κέντρον τῇ σῇ
. ταλαιπώρων : Ἐν εἰρωνείᾳ . ὦ Στιλβωνίδη : Ὦ λαμπρὲ καὶ ἀπὸ βαλανείων κεκαλλωπισμένε . ἢ ἁπλῶς ὄνομα κύριόν
5854481 εἰδειην
ἐν τῇ Ἀργολίδι ἔθηκεν ὅρον τοῦτον , οὐκ ἂν ἔγωγε εἰδείην , ἐπεὶ μηδὲ ἑτέρωθι ἀναστάτου γενομένης χώρας τὸ σαφὲς
Εὐφίλητος . Οἱ δ ' αἰσθόμενοι δεινὰ ἐποίουν , ὅτι εἰδείην μὲν τὸ πρᾶγμα , πεποιηκὼς δὲ οὐκ εἴην .
5854176 μαλακοισι
σμικρὸν ἡδονῆς εἵνεκα . Τὸν ἐχόμενον δὲ χρόνον διαιτήσεται τοῖσι μαλακοῖσι καὶ ὑγροῖσι καὶ ψυκτικοῖσι , λευκοῖσι καὶ καθαροῖσι ,
: ὅταν δὲ ἐξωρθωμέναι τε καὶ ἀνεστομωμέναι γένωνται , προσθέτοισι μαλακοῖσι καθαίρειν , καὶ τἄλλα ποιέειν κατὰ τὸν ὑφηγημένον λόγον
5853094 τιμησῃς
παρ ' ἐμοὶ μάνθανε , κἀπειδὰν μάθῃς ὅσων ἂν ἄξια τιμήσῃς ἃ μεμάθηκας τοιαῦτα λήψομαι . καὶ ἐλάμβανε τοσαῦτα νομίσματα
γούνων : τῇ ς ' ὀΐω κατανεῦσαι ἐτήτυμον ὡς Ἀχιλῆα τιμήσῃς , ὀλέσῃς δὲ πολέας ἐπὶ νηυσὶν Ἀχαιῶν . Τὴν
5849176 αὐθαδιας
: τοῦτον ὦ θειότατε βασιλεῦ ἐκμιμούμενος ὁ τόλμιλλος ἐγὼ καὶ αὐθαδίας τὴν μετὰ ζειρὰς προσενη . . ἐποσιν ! καρποφορεῖν
⌊ ⌋ , ἐνθάδε ? πρὸς ὑμᾶς ; Ἡράκλεις , αὐθαδίας [ ] ⌊ ἀνθρώπου ] ? [ ] λαβεῖν
5848023 ἐστερησε
ἀντιάνειρα , τουτέστιν ἡ ἐξ ἐναντιώσεως τῶν ἀνδρῶν γινομένη , ἐστέρησέ σε τῆς πατρίδος τῆς σῆς τῆς Κνωσίας , ἀντὶ
ἐπιφέρει : „ μὴ ἀντὶ θεοῦ ἐγώ εἰμι , ὃς ἐστέρησέ σε καρπὸν κοιλίας „ ; ὅτι δὲ ὁ γεννῶν
5847548 νομοθετεις
δὴ μέγιστον ἁπάντων , ἐν γὰρ αὐτοῖς οἷς πολιτεύει καὶ νομοθετεῖς , ἀφορίζεις μὲν φύλακας τῇ πόλει , οἵτινες τὴν
ἀνέστειλαν τὸν κρατοῦντα τῆς εἰς ἐμὲ λοιδορίας . οὕτω θρασυτέρους νομοθετεῖς τῶν βαρβάρων εἶναι τοὺς Ἕλληνας ; ἐκεῖνοι τὸν Ἀλέξανδρον
5845184 ἐπιβουλευει
τὸ γὰρ εἰ γένοιτο ἐναργές τι καὶ σαφὲς ὡς βασιλεὺς ἐπιβουλεύει τοῖς Ἕλλησι , τότε εἰ μὴ συμμαχήσουσι καὶ ὁμονοήσουσι
καὶ φοβηθεὶς τὴν Ἱππάρχου δύναμιν μὴ βίᾳ προσαγάγηται αὐτόν , ἐπιβουλεύει εὐθὺς ὡς ἀπὸ τῆς ὑπαρχούσης ἀξιώσεως κατάλυσιν τῇ τυραννίδι
5838215 θυε
ἀεὶ ὅμοιοι ὄντες . κὰδ δύναμιν δ ' ἔρδειν : θύε κατὰ δύναμιν ἔχων καθαρὰν διάνοιαν καὶ κατὰ τὰ οἰκεῖα
μὲν τὸ δένδρον , οὐδετέρως δὲ ὁ καρπός : ἀλλὰ θύε † τοὺς κέδρους † . κηρύξαι , ἀποκηρύξαι καὶ
5834375 προσειπε
, ὥσπερ εἴρηται , ψυχὴν ἐναντίαν καὶ ἀντίπαλον τῷ ἀγαθουργῷ προσεῖπε . . . . , : καὶ ὅτι τὰ
παιδὸς οἱ ψυχικοὶ τόνοι μαλθακώτεροι . διὸ καὶ τέκνον αὐτὸν προσεῖπε , τὸ δ ' ἐστὶν εὐνοίας καὶ ἡλικίας ὄνομα
5833277 εὐφρανε
ἐλύπησε μὲν οὔτε μικρὸν οὔτε μεῖζον ἐμέ , πολλὰ δὲ εὔφρανε καὶ μικρὰ καὶ μείζω . νομίζω δὲ καὶ τούτῳ
πρεσβύτερον αἰδεσθεὶς καὶ τῆς οὐ φανερᾶς αἰτίας ὅσα σε προδήλως εὔφρανε Παρθένιος ἰσχυρότερα κρίνας ἐπάνελθε πρὸς τὴν γνώμην τὴν πρὸ
5831205 φλεξον
οἰστρηλάτῳ δὲ δείματι δειλαίαν παράκοπον ὧδε τείρεις ; πυρί με φλέξον , ἢ χθονὶ κάλυψον , ἢ ποντίοις δάκεσι δὸς
, μανικὴν καὶ παρακεκομμένην τὸν νοῦν τείρεις ] δαμάζεις πυρὶ φλέξον ] ἤγουν κεραύνωσον χθονὶ κάλυψον ] τῇ γῇ :
5830799 δερκομενα
τᾶν ὀίων ἕπεται σκοπός : ἃ δὲ βαΰσδει εἰς ἅλα δερκομένα , τὰ δέ νιν καλὰ κύματα φαίνει ἅσυχα καχλάζοντος
τυγχάνῃ δεικτική . τὸ ἑξῆς : τὰν κύνα βάλλειεἰς ἅλα δερκομένα , ὥστε τὰ λοιπὰ διὰ μέσου . τᾶν ὀΐων
5830174 ἀμειλικτον
περὶ τῶν λοιπῶν διεξίω , ἱκανῶν καὶ ὡσαύτως ὄντων καὶ ἀμείλικτον διαθρύψαι καρδίαν , μή τί γε τὴν σήν ,
πρὸς Ἀθηναίους , διὰ σίτου ἀποπομπῆς ἀμοιβαῖον αἰτοῦντες , καὶ ἀμείλικτον ἄρχοντα τοῦτον ἐκβαλόντες . Ἄλλως . ὅτε Ξέρξης ἐπ
5828841 εὐφημει
/ ] ⌈ τοῦ μὴ γινώσκεσθαι , τίνες εἰσίν . εὐφήμει ] εὔφημα λέγε . σμῆνος ] πλῆθος ⌈ κυρίως
μὴ γραφῆναι , τοῦτον ἄκοντα λαβεῖν τὸ γέρας νομοθετεῖς ; εὐφήμει , ἂν ἔφη , γνώμης εἰσίν , οὐκ ἀνάγκης
5825478 κελευεις
, ἔλεγε τάδε : Βασιλεῦ , ἐπειδὴ ἀληθείῃ διαχρήσασθαι πάντως κελεύεις ταῦτα λέγοντα τὰ μὴ ψευδόμενός τις ὕστερον ὑπὸ σέο
αὐτὸς ὑπέσχετο καὶ κατένευσε : τύνη δ ' οἰωνοῖσι τανυπτερύγεσσι κελεύεις πείθεσθαι , τῶν οὔ τι μετατρέπομ ' οὐδ '
5821819 ἀνδροκμητας
εἶτα παράγραφος . στροφὴ ἑτέρα κώλων ιβʹ . ἡμέτερα + ἀνδροκμήτας : στροφὴ ἑτέρα κώλων χοριαμβικῶν ιβʹ . ἐπὶ τῶι
αὕτη τῆς ἄνω ἐστὶ στροφῆς , ἧς ἡ ἀρχὴ ” ἀνδροκμήτας “ : κώλων γάρ ἐστι καὶ αὕτη ιβʹ .
5819562 ἐφωνησεν
, εἰς ὅ κεν ἔλθω . ” ὣς ἄρ ' ἐφώνησεν , τῇ δ ' ἄπτερος ἔπλετο μῦθος . ἡ
ἠὲ γυνή : ἀλλὰ φθεγγώμεθα θᾶσσον . ὣς ἄρ ' ἐφώνησεν , τοὶ δ ' ἐφθέγγοντο καλεῦντες . ἡ δ
5818101 Σε
παρίει : ὡς οὗτος ἤδη καικίας ἢ συκοφαντίας πνεῖ . Σὲ δ ' ἐκ Ποτειδαίας ἔχοντ ' εὖ οἶδα δέκα
ὅτι καὶ ἑτέρωθι μεμνημένος περὶ αὐτῶν ἐν διθυράμβῳ τινὶ ” Σὲ δ ' ἐγὼ παρ ' ἁμὶν ” φησὶν „
5816111 μαρτυρομαι
ὑμῶν ἀποθανεῖν . καταρῶμαι οὖν ὑμῶν τὴν πατρίδα καὶ θεοὺς μαρτύρομαι , οἳ ἐπακούσουσί μου ἀδίκως ἀπολλυμένου καὶ ἐκδικήσουσί με
τέκνα τοῦ θαλασσίου θεοῦ νόσῳ βιασθεὶς ἢ φίλων ἀχηνίᾳ ; μαρτύρομαι δὲ Ζηνὸς ἑρκείου . . ἐς Οἰδίπου δὲ παῖδε
5815898 Ἡσιοδε
νενικηκότι . Ἀλλὰ ποιητὴν μὲν ἄριστον εἶναί σε , ὦ Ἡσίοδε , καὶ τοῦτο παρὰ Μουσῶν λαβεῖν μετὰ τῆς δάφνης
βίῳ μαντικὴ νομίζοιτο . Τοῦτο μὲν οὖν , ὦ θαυμαστὲ Ἡσίοδε , καὶ πάνυ ποιμενικὸν εἴρηταί σοι , καὶ ἐπαληθεύειν
5815645 ἐρεξας
ἀπέσβης ἐν ἡμέρῃσιν ἑπτὰ μηδὲν ἐσθίων . κᾆτ ' ἔργον ἔρεξας Ἐρετρικόν , ἀλλ ' ὅμως ἄνανδρον : ἀψυχίη γὰρ
ὕστερον ἄλλος ἵκοιτο ἀνθρώπων πολέων ; ἐπεὶ οὐ κατὰ μοῖραν ἔρεξας . ὣς ἐφάμην , ὁ δὲ δέκτο καὶ ἔκπιεν
5813202 ἐπαινεις
: εἰ δὲ ἁπλῶς ἐκπέμπεις αὐτὸν καὶ οὐδέσιν οὐδὲ ὧν ἐπαινεῖς ἐᾷς ὁμιλεῖν τὴν σαυτοῦ πόλιν , πράγματα σαυτῷ παρέχεις
, οὐδὲ μέτωπον ἐπ ' ὀφρύσι κυανέῃσιν ἰάνθη . σαυτὴν ἐπαινεῖς ὥσπερ Ἀστυδάμας , γύναι : Ἀστυδάμᾳ τῷ Μορσίμου εὐημερήσαντι
5811325 ἀνατιθημι
ἐφ ' ἑαυτοῦ τὸν Ἱππόλυτον ταῦτα λέγειν ὅτι ἐμαυτόν σοι ἀνατίθημι , ὦ θεά , στέφανον . . . .
λόγοις ἀλλ ' ἔργῳ . . τὴν λεοντῆν . . ἀνατίθημι . . . τὸ προσδοκῆσαι σεαυτὸν Ἡρακλέα εἶναι .
5809881 ὀλοφυρομενης
ἀπήγετο τὴν πρὸς θάνατον . τῆς δὲ μητρὸς ἑπομένης καὶ ὀλοφυρομένης ἐκεῖνος τῶν δημίων ἐδεῖτο βραχέα τινὰ τῇ μητρὶ διαλεχθῆναι
τὸν φόνον κατεκρίθη . τῆς δὲ μητρὸς αὐτοῦ ἐπακολουθούσης καὶ ὀλοφυρομένης εἶπεν ὁ παῖς πρὸς τοὺς δημίους : „ ἐάσατέ

Back