| παρ ' ἐμοὶ μάνθανε , κἀπειδὰν μάθῃς ὅσων ἂν ἄξια τιμήσῃς ἃ μεμάθηκας τοιαῦτα λήψομαι . καὶ ἐλάμβανε τοσαῦτα νομίσματα | ||
| γούνων : τῇ ς ' ὀΐω κατανεῦσαι ἐτήτυμον ὡς Ἀχιλῆα τιμήσῃς , ὀλέσῃς δὲ πολέας ἐπὶ νηυσὶν Ἀχαιῶν . Τὴν |
| , τὸ κρέας . τὸ δὲ ἀνύσας Ἀττικὸν ἀντὶ τοῦ ἄνυσον , σπούδασον . Ἀττικοὶ δὲ δασύνουσιν αὐτό . . | ||
| “ ἄνοιγε ἀνύσας ” : οὕτως γὰρ ὤφειλεν : “ ἄνυσον ἀνοίξας ” . θᾶττον ] ταχέως . , συντόμως |
| ἢ βραχύτερά σοι , ἔφη , ἀποκρίνωμαι ἢ δεῖ ; Μηδαμῶς , ἦν δ ' ἐγώ . Ἀλλ ' ὅσα | ||
| . Μεγαπένθης ὁ Λακύδου , τύραννος . Ἐπίβαινε σύ . Μηδαμῶς , ὦ δέσποινα Κλωθοῖ , ἀλλά με πρὸς ὀλίγον |
| ᾤετο τὸν νεανίσκον ταὐτὸν ὑπολαμβάνειν στοργὴν καὶ φιλίαν . μὴ κάμῃς . ὡς πολλὰ ἐρωτήσας διεγείρων τὸν νεανίσκον προτρέπει μὴ | ||
| πολλὰ ἠρώτησε : διὸ τὸν νέον διεγείρων λέγει : μὴ κάμῃς . ταλασιουργίας . τῆς ξαντικῆς . ταλασιουργία δὲ ἢ |
| καὶ θαυμαστικόν : ὠή , ἔστι δὲ κλητικὸν ἐπίρρημα : ὠή , τίς ἐν πύλαις δωμάτων κυρεῖ , σημαίνει δὲ | ||
| : ἰή , ἔστι δὲ σχετλιαστικὸν ἐπίρρημα καὶ θαυμαστικόν : ὠή , ἔστι δὲ κλητικὸν ἐπίρρημα : ὠή , τίς |
| κάρα , φίλους νομίζους ' οὕσπερ ἂν πόσις σέθεν , δέξηι δὲ δῶρα καὶ παραιτήσηι πατρὸς φυγὰς ἀφεῖναι παισὶ τοῖσδ | ||
| κρατεῖ : ἔχω δὲ κἀγὼ πρὸς τάδ ' , εἰ δέξηι , λέγειν . ἔθρεψά ς ' εὔνους τ ' |
| τί δαί σε Τλημπόλεμός ποτ ' εἴργασται κακόν ; μὴ σκῶπτέ μ ' , ὦ τᾶν , ἀλλά μοι τὰ | ||
| ' ἀνδρός ; Ἀπαπαῖ . Ξυνεγένου τῷ Κλεισθένει ; Μὴ σκῶπτέ μ ' , ὦδέλφ ' : οὐ γὰρ ἀλλ |
| ποῦ τῶν Ἀχαιῶν ἐνθάδ ' ὁ στρατηλάτης ; τίς ἂν φράσειε προσπόλων τὸν Πηλέως ζητοῦντά νιν παῖδ ' ἐν πύλαις | ||
| καὶ ἐπὶ τῶν λοιπῶν δὲ ) ὡσαύτως . τίς ἂν φράσειε : ὁ τοῦ ἐν ἄστει τιμωμένου σωτῆρος Διὸς ἱερεύς |
| εἱστήκει . λύκον δὲ ἰδὼν ἔφη αὐτῷ : „ ὦ λύκε , ἰδοὺ ἐκ πόνου ἀποθνῄσκω καὶ δεῖ με σοῦ | ||
| κατεδιώκετο . ἐπιστραφεῖσα δὲ πρὸς αὐτὸν εἶπεν : ” ὦ λύκε , ἐπεὶ πέπεισμαι , ὅτι σὸν βρῶμα γενήσομαι , |
| ' ἀδικήσω τὴν τεκοῦσαν , ἀλλ ' ἵνα κατὰ σχολὴν εὕροιμι . νῦν δ ' εὕρηκα : σὲ ὁρῶ γάρ | ||
| ἐπιβάλοι καὶ ἐπιθήσει σκέπασμα ἐξ ἀρνακίδων , ὡς ἂν γνώμην εὕροιμι ἀποστερητικήν ; ὁ δὲ ⌈ παίξας [ παίζων ] |
| χεῖρα . ἐροῦσι πολλοί : πολλὰ σαυτὸν ἀσπάζου , ἐπὴν ἔχηις τι : πάντα σοι φίλων πλήρη : πλουτοῦντα γάρ | ||
| , μὴ τὰ μαλακὰ μῶσο , μὴ τὰ σκλήρ ' ἔχηις . καὶ πιεῖν ὕδωρ διπλάσιον χλιαρόν , ἡμίνας δύο |
| βλέπεις [ βλέμμα ] καὶ ἀναστένεις ; πέπαυσο , Κέκροψ ἄθλιε , καὶ τρέπου κατὰ σεαυτόν , ὦ πρέσβυ , | ||
| . Ἀλλ ' ἔμελλες καὶ αὐτὸς οὐκ εἰς μακρὰν , ἄθλιε , τῆς παρανομίας κομίσασθαι τὰ ἐπίχειρα οὕτω σοι τῆς |
| μ ' ἀπόκτειν ' : ἅλις ὑπ ' Ἀργείας χερὸς τέθνηχ ' ὁ τλήμων : τὰ δὲ παρόντ ' ἔα | ||
| ὡς ? οἰκτρά , πάππα φίλτατε [ ] ! ! τέθνηχ [ ] ' ; ὑφ ' οὗ θ ' |
| , τὴν ἐμὴν αἰδῶ μεθείς . δίομαι μὲν χαρίσασθαι , δίομαι δ ' ἀντία φάσθαι , λέξας δύσλεκτα φίλοισιν . | ||
| χαρίσασθαι ] τὰ πρὸς χάριν εἰπεῖν δέδια μέν σοι . δίομαι ] δέδια . ἀντία ] ἀληθεῦσαι : λυπηθήσῃ γάρ |
| δ ' , αἴ κ ' ἐθέλω , ποιήσομαι ἠὲ μεθήσω . ἄφρων δ ' , ὅς κ ' ἐθέλῃ | ||
| ὦ παῖδε Λήδας καὶ Διός , τὰ μὲν πάρος νείκη μεθήσω σφῶιν κασιγνήτης πέρι : κείνη δ ' ἴτω πρὸς |
| Μυκήναις τῶι λόγωι . πατὴρ δέ νιν θιγὼν κραταιᾶς χειρὸς ἐννέπει τάδε : Ὦ παῖ , τί πάσχεις ; τίς | ||
| ἐρχόμεσθ ' Ὀλυμπίωι Διί . κλύων δὲ ταῦτ ' Αἴγισθος ἐννέπει τάδε : Νῦν μὲν παρ ' ἡμῖν χρὴ συνεστίους |
| δὲ βαθὺ κνώσσοντι θεὰ μενέδουπος Ἀθήνη ἄγχι παρισταμένη παρ ' ἐτήτυμα σήματ ' ἔφαινεν : ὧδε δ ' ὁμοκλήσασα θεηγόρον | ||
| . Ἐνταῦθα δὲ προσθήκη γίνεται συλλαβῆς , ὡς ἐν τῷ ἐτήτυμα καὶ ἑτέροις . . ΑΓΟΡΗΣ . Ἀντὶ τοῦ τῶν |
| . ἀλλ ' ἤδη αὐτὰ ἀφαιροῦμαι : οἷον , οὐ διστάζω . ἐπεὶ εἶπε σπουδάσεις , λέγει οὐ σπουδάσω λόγοις | ||
| ' εἰκών : φέρ ' ἰδώμεθα , μὴ Βερενίκας : διστάζω , ποτέρᾳ φῇ τις ὁμοιοτέραν . Λύσιππε , πλάστα |
| ' ὅπερ ἐδεόμεθά σου , μὴ ἄλλως ποιήσῃς , ἀλλὰ διήγησαι τίνες ἦσαν οἱ λόγοι . Ἦσαν τοίνυν ἐκεῖνοι τοιοίδε | ||
| , εἰ μή τις σοι μεγάλη ἀσχολία τυγχάνει οὖσα , διήγησαι ἡμῖν : πάνυ γὰρ ἐπιθυμοῦμεν ἀκοῦσαι , τί ποτέ |
| ἑτέρους δεῖ , τοὺς δὲ διώκειν . Σὺν ἐλαίῳ ὠτογλυφίδα λαβοῦς ' ἀνασκάλλεται . Τὸ γὰρ ἕψημά σου γευόμενος ἔλαθον | ||
| . . . . . . . . ἅμα δὲ λαβοῦς ' ἠφάνικε πηλίκον τινὰ οἴεσθε μέγεθος ἀρεσιαν ; μέγαν |
| μακρηγορεῖν . ἴστε γάρ με καὶ οἷς ἐκεῖνος ἔπρατ - τεν οὐκ ἀρεσκόμενον , καὶ προκινδυνεύσαντα ὑμῶν ἐν οἷς πολλάκις | ||
| τείνουσα [ ] ἐμὴν καὶ τὸ συλ [ ? ] τεν τοῖς λόγοις [ ] κωλυουσ ? [ . . |
| ἔοικε . ” τὴν δ ' ἀπαμειβόμενος προσέφης , Εὔμαιε συβῶτα : “ εἰ γάρ τοι , βασίλεια , σιωπήσειαν | ||
| τε δοκοῖσι . τὸν δ ' ἐπικερτομέων προσέφης , Εὔμαιε συβῶτα : “ νῦν μὲν δὴ μάλα πάγχυ , Μελάνθιε |
| ὑπείροχον , ᾧ τυ γεραίρειν ἀρξεῦμ ' : ἀλλ ' ὑπάκουσον , ἐπεὶ φίλος ἔπλεο Μοίσαις . Σιμιχίδᾳ μὲν Ἔρωτες | ||
| μᾶλλον δὲ παῖε . σέ φημι , Θησαυρὲ χρυσοῦ , ὑπάκουσον Τίμωνι τουτῳῒ καὶ παράσχες ἑαυτὸν ἀνελέσθαι . σκάπτε , |
| τὸ πεπνύω ὄνομα πνυτὸς , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι , πινυτός , ὁ διεγηγερμένος . καὶ γὰρ τὸ ἦτορ παρὰ | ||
| , ἀνάπνευσις . ἀπὸ δὲ τοῦ πνύω γίνεται πινύω , πινυτός , ὡς ἀφύω ἀφύσσω , πινύω πινύσσω . ἔνθεν |
| ἐκ τῆς καρδίας ὁ Ἔρως ἀντεφθέγγετο : “ Ναί , τολμηρέ , κατ ' ἐμοῦ στρατεύῃ καὶ ἀντιπαρατάττῃ ; ἵπταμαι | ||
| συστρεφόμεναι , πρὸς ἀλλήλας φερόμεναι . τολμῶν ] λέγειν , τολμηρέ , τολμηρῶς λέγων , ὁ ἐπιχειρῶν τολματίας ὤν . |
| μεγίστου ἡ σκέψις , ἀγαθοῦ τε βίου καὶ κακοῦ . Ὀρθότατα , ἦ δ ' ὅς . Σκόπει δὴ εἰ | ||
| ἢ τὴν τοῦ ἀγαθοῦ μοῖραν αὐτὴν τιθέντες ὀρθῶς θήσομεν ; Ὀρθότατα μὲν οὖν . Οὐκοῦν ὅπερ ἀρχόμενος εἶπον τούτου τοῦ |
| ἀναγκαῖα λέγειν διανοῇ , γυμνάσια καὶ διαπονήσεις τῶν σωμάτων . Μέμνημαι γάρ , ὦ γενναῖε , τῶν ἀπ ' ἀρχῆς | ||
| εἰς ἓν ἔθνος ἀποβλέποντες ἐν αὐτῇ τοῦτο εὔδαιμον πλάττοιμεν ; Μέμνημαι , ἔφη . Τί οὖν ; νῦν ἡμῖν ὁ |
| πολλὰ δ ' ἀθρῆσαι : τοίαν φρίκην παρέχεις μοι . Αἰαῖ , αἰαῖ , δύστανος ἐγώ , ποῖ γᾶς φέρομαι | ||
| ξένοι , μείνατε , πρὸς θεῶν . Τί θροεῖς ; Αἰαῖ αἰαῖ , δαίμων δαίμων : ἀπόλωλ ' ὁ τάλας |
| ψηφίσμασι τοῖς Ἀθηναίων καὶ τῶν συμμάχων . ἐὰν δέ τις στρατεύῃ ἐπί τινα πόλιν τῶν ὀμοσασῶν τόνδε τὸν ὅρκον , | ||
| ἐλπίζεις ζ μὴ κοινώνει . βλάπτῃ ἐν τῷ πράγματι η στρατεύῃ καὶ προκόπτεις ταχύ θ ἐρώτα μετὰ πίστεως ι πλέεις |
| ἔνθεν ῥυῇ , καὶ ἠσθένησε τὰ τῆς δυνάμεως , ἐκεῖ ἐπίσχες . οὐ γὰρ πᾶν τὸ σῶμα ἠσθένησεν , ἀλλὰ | ||
| , τῶι δὲ πεῖσαι τὸν τρόπον . μικρὸν δ ' ἐπίσχες : οὐ μάτην γὰρ ἥκομεν , ἀλλ ' ὥσπερ |
| τοῦ ἀνδρὸς παρουσίᾳ πρὸς τὸ εὐθυμότερον μετατεθεὶς ἀνέκραγον , „ σῶσον „ εἰπών , ” ὅστις εἶ , πρὸς θεοῦ | ||
| ἥκω δεῦρ ' ὑποστρέψας πάλιν λέξω : γυναῖκα τήνδε μοι σῶσον λαβών , ἕως ἂν ἵππους δεῦρο Θρηικίας ἄγων ἔλθω |
| ψῆφον . ἐπὶ τούτοις οὖν ἤδη λέγε , καὶ ὁ Ἀρεοπαγίτης ἐγὼτοῦτο γὰρ ἔθου μεκατὰ σχῆμα τῆς βουλῆς ἀκούσομαί σου | ||
| δηλοῖ δ ' ἐπὶ τούτοις , ὡς καὶ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης ὑπὸ τοῦ ἀποστόλου Παύλου προτραπεὶς ἐπὶ τὴν πίστιν κατὰ |
| τοὺς ‖ [ ! ! ! ! ! ! ] ιτ [ ! ! ! ! ! ! ] [ | ||
| ! ουσαν ? [ [ ] ροχ [ [ ] ιτ ? ? [ [ ] ! ! ! αρρ |
| σκόπει τὰ πρόσωφ ' , ἵνα γνῷς τὰς τέχνας . Αἰβοῖ τάλας . Ἐκεινονὶ γοῦν τὸν λοφοποιὸν οὐχ ὁρᾷς τίλλονθ | ||
| ; Σὺ μέντοι νὴ Δί ' . Υἱὸς Λαμάχου . Αἰβοῖ . Ἦ γὰρ ἐγὼ θαύμαζον ἀκούων , εἰ σὺ |
| θεοὺς ἔχων τις ἂν φίλους ἀρίστην μαντικὴν ἔχοι δόμοις . εἶἑν : τὰ μὲν δὴ δεῦρ ' ἀεὶ καλῶς ἔχει | ||
| νέλθοι . σὺ πρότερος , Μοσχίων , πρόσελθέ μου . εἶἑν : ὦ πάτερ ] , τί ποιεῖς ταῦτα ; |
| σύνδεσμος , ἵν ' ᾖ οὕτως : νῦν τε γὰρ βρέξω τὸ ὄμμα , ἐπεὶ καὶ , ὅτε ὤλλυτο , | ||
| σῆς παιδός : νῦν μὲν γὰρ λέγων τέγξω , ἤγουν βρέξω , τοῖς δάκρυσι τοῦτο τὸ ὄμμα , πρὸς τάφῳ |
| ἠξίουν δούλους φονεύειν φασγάνοις ἐλευθέροις . τύχην τοιαύτην σῶν κασιγνήτων κλύεις . ἐγὼ μὲν οὖν οὐκ οἶδ ' ὅτῳ σκοπεῖν | ||
| ἀθυμίας : καὶ παραλύεταί μου τὰ μέλη ἐλαύνομαι ] διώκομαι κλύεις ] † ἤγουν ἤκουσας πραχθέντ ' ] ἃ ἐπράχθη |
| ἐποίησε τὴν εἰκόνα . τῇ δὲ ὀλυμπιάδι τῇ πρὸ ταύτης Κλεομήδην φασὶν Ἀστυπαλαιέα ὡς Ἴκκῳ πυκτεύων ἀνδρὶ Ἐπιδαυρίῳ τὸν Ἴκκον | ||
| τεθνεῶτα εὕρισκον , ἀποστέλλουσιν ἄνδρας ἐς Δελφοὺς ἐρησομένους ὁποῖα ἐς Κλεομήδην τὰ συμβάντα ἦν . τούτοις χρῆσαι τὴν Πυθίαν φασίν |
| ' ἔτλη κακά . βρέφος γὰρ ἦν τότ ' ἐν Κλυταιμήστρας χεροῖν ὅτ ' ἐξέλειπον μέλαθρον ἐς Τροίαν ἰών , | ||
| γ ' ἔθρεψεν Ἑρμιόνην μήτηρ ἐμή . αὕτη βέβηκε πρὸς Κλυταιμήστρας τάφον . . . τί χρῆμα δράσους ' ; |
| ἂν καὶ κοκκίσαι ῥόαν κατ ' Ἀριστοφάνην : ὀξυγλύκειάν τἆρα κοκκιεῖς ῥόαν . τουτὶ δὲ τὸ ἰαμβεῖον Ἀριστοφάνης οὐκ ἴδιον | ||
| κεναγγίαν ἄγειν ἥτις κυοῦς ' ἐφάνη κύος τοσουτονί ὀξυγλύκειάν τἄρα κοκκιεῖς ῥόαν . τὸ παραπέτασμα τὸ Κύπριον τὸ ποικίλον ἐνταῦθα |
| . πάντα γὰρ εὖ ᾔδησθ ' , ἐπεὶ ἐξ ἐμεῦ ἔκλυες αὐτῆς , ὡς τὸν ξεῖνον ἔμελλον ἐνὶ μεγάροισιν ἐμοῖσιν | ||
| ' , αἴ ποκα κἀτέρωτα τᾶς ἔμας αὔδως ἀίοισα πήλυ ἔκλυες , πάτρος δὲ δόμον λίποισα , χρύσιον ἦλθες ἄρμ |
| τὸν Τυδέα ἄγγελον ἀπέστειλαν , καὶ “ σεῦ ἕνεκ ' ἀγγελίης . ” Ζηνόδοτος δὲ τοῦτο ἀγνοήσας μεταγράφει “ ἧς | ||
| ' εἰ δ ' ἄγε δεῦρο διοτρεφὲς ὄφρα πύθηαι λυγρῆς ἀγγελίης , ἣ μὴ ὤφελλε γενέσθαι . ἤδη μὲν σὲ |
| νόσος πρὸς ὑγίειαν , καὶ ἡ κακία πρὸς ἀρετήν . Σφόδρα δυσπείστως εἶχεν καὶ πρὸς τούτους τοὺς λόγους , εἰ | ||
| χρόνον ἐστίν , περὶ δὲ τὸν μέλλοντα οὐκ ἔστιν ; Σφόδρα γε . Ἆρα σφόδρα λέγεις , ὅτι πάντ ' |
| . τὸ γὰρ ᾔομεν ἀχνύμενοι καὶ τὸ ἤμβροτες οὐδ ' ἔτυχες καὶ σχεδὸν ὅλη ἡ χρῆσις τοῦ βίου , πλήρης | ||
| . . πικροῦ ] λυπηροῦ , ἀηδοῦς . ἔκυρσας ] ἔτυχες . . μνηστῆρος ] ἀνδρός . . σοὶ μηδέπω |
| τλήμων ἐγώ . φίλων γ ' ἔρημοι : σὲ δὲ θανόντ ' ἠκούομεν . πόθεν δ ' ἐς ὑμᾶς ἥδ | ||
| ἂν μεῖζον τοῦδ ' ἔτι θνητοῖς πάθος ἐξεύροις ἢ τέκνα θανόντ ' ἐσιδέσθαι ; φέρω φέρω , τάλαινα μᾶτερ , |
| μέγα θαῦμα , μέγ ' ἀνθρώποισιν ὄνειαρ , αὐτὸς καὶ προτέρη γενεή . Χαίροιτε δὲ Μοῦσαι μειλίχιαι μάλα πᾶσαι . | ||
| ἀπὸ δ ' ἄμφω κέρσε τένοντε : τοῦ δὲ πολὺ προτέρη κεφαλὴ στόμα τε ῥῖνές τε οὔδεϊ πλῆντ ' ἤ |
| . εὐθύμει η γενήσῃ βιοπράγος καὶ εὐχαριστήσεις θ ἀγοράσεις ὃ ἐνθυμῇ καὶ μεταμεληθήσῃ ι οὐχ εὑρήσεις ἄρτι πωλῆσαι . περίμεινον | ||
| νόσου ; Ἄλλο τι ἢ θάνατος ; ἆρ ' οὖν ἐνθυμῇ , ὅτι κεφάλαιον τοῦτο πάντων τῶν κακῶν τῷ ἀνθρώπῳ |
| τοῖς ἐμοῖς γράμμασιν ὅλῃ μοι ἐντυγχάνων . ἐγώ , δέσποτα Δημήτριε , ὅταν μὲν ἔξω σε θεάσωμαι καὶ ἀκούσω μετὰ | ||
| ὑστεραίᾳ προσαγαγόντος αὐτοῦ τῇ πέτρᾳ τῶν βαρβάρων τις ἀνεβόησεν Βασιλεῦ Δημήτριε , τί βουλόμενος ἢ τίνος ἀναγκάζοντος πολεμεῖς ἡμᾶς , |
| τῶιδε , τἄλλα γ ' εὐτυχῶς πεπραγότες . μή νυν τρέσηις ἔτ ' ἐχθρὸν Ἀργείων δόρυ : ἐγὼ γὰρ αὐτὴ | ||
| χρήσωνται τύχηι ; οἵδ ' οὐ προδώσουσίν σε , μὴ τρέσηις , ξένοι . τοσόνδε γάρ τοι θάρσος , οὐδὲν |
| ἐξ ἀθυμίας : καὶ παραλύεταί μου τὰ μέλη ἐλαύνομαι ] διώκομαι κλύεις ] † ἤγουν ἤκουσας πραχθέντ ' ] ἃ | ||
| ' , εὐλάβει , βέλτιϲτε : πρὸϲ θεῶμ πάρεϲ . διώκομαι ] γάρ , κατὰ κράτοϲ διώκομαι ὑπὸ ] τοῦ |
| φοβερᾷ φονευόμενον ἰδοῦσα πλησίον σου μειράκιον καλόν , ἐρωτικόν : ἀφείλω μου τὸν ἡλικιώτην , τὸν πολίτην , τὸν ἐραστήν | ||
| . πλὴν εἰκόνα μοι δέδωκας ἀνδρὸς φιλτάτου καὶ ὅλον οὐκ ἀφείλω μου Χαιρέαν . δὸς δή μοι γενέσθαι τὸν υἱὸν |
| κυβερνήτην κακόν . τύχην ἔχεις , ἄνθρωπε , μὴ μάτην τρέχε . εἰ δ ' οὐκ ἔχεις , κάθευδε , | ||
| , ἄνδρες φίλοι : ἄρτους ἐπιλελήσμεθ ' ἀρκοῦντας πρίασθαι . τρέχε δή , παῖ . καὶ τοῦτο ἔλεγεν αὐτὸς γελῶν |
| , ἀντὶ τοῦ ἐλωβήσω ἄν . . . . . ἴσχεο , μηδ ' ἔθελ ' οἶος : ὅτι ἔθελε | ||
| κόπρων δυνάμει . Εἰς τί μάτην νίπτεις δέμας Ἰνδικόν ; ἴσχεο τέχνης : οὐ δύνασαι δνοφερὴν νύκτα καθηλιάσαι . Ἐν |
| εἰσορᾶις ἥκοντα σόν . σύ τ ' αὖ πρόσωπον πρὸς κασίγνητον στρέφε , Πολύνεικες : ἐς γὰρ ταὐτὸν ὄμμασιν βλέπων | ||
| ' ἐπόρουσε Κόωνι ἔχων ἀνεμοτρεφὲς ἔγχος . ἤτοι ὃ Ἰφιδάμαντα κασίγνητον καὶ ὄπατρον ἕλκε ποδὸς μεμαώς , καὶ ἀΰτει πάντας |
| ποτ ' ἀγκάλαις ; ὁ Βακχίου παῖς , ὡς σαφέστερον μάθηις . ἐν σέλμασιν νεώς ἐστιν ἢ φέρεις σύ νιν | ||
| ἔξεστι . τῶν σῶν δ ' οὕνεχ ' , ὡς μάθηις , λόγων δώσω τόδ ' αὐτῆι : τῆσδε δ |
| Ἑλένη ς ' ἀδελφὴ ταῖσδε δωρεῖται χοαῖς “ . τὸ δωροῦμαι δὲ τὸ ἀποχαρίζομαι , ἀπὸ δοτικῆς εἰς αἰτιατικήν . | ||
| Προπίνω σοι , ὦ Σεύθη , καὶ τὸν ἵππον τοῦτον δωροῦμαι , ἐφ ' οὗ καὶ διώκων ὃν ἂν θέλῃς |
| ἦλθες εἰς τοὺς ἐμοὺς δόμους . ἐπειδὴ εἶπεν ὦ δυστυχεστάτα παντάλαινα νύμφα , ἐπήγαγεν οἰκτροτάτη γάρ , ἀντὶ τοῦ : | ||
| ' ἄχη ] πανάθλια . δεῖ πανταλαίνου εἶναι , ἢ παντάλαινα . εὕρηται δὲ ἐν πολλοῖς καὶ καλοῖς βιβλίοις οὕτω |
| γάμων Ἑλένης τε ; πόθεν ἦλθ ' ἐπ ' ὀλέθρωι τὠμῶι , πάτερ ; βλέψον πρὸς ἡμᾶς , ὄμμα δὸς | ||
| μέν , Ἡράκλεις , οὐδ ' ἐγκεχείρηκ ' , ἀλλὰ τὠμῶι δεσπότηι εἴρηχ ' , ὑπέσχηταί τ ' ἐμοὶ ? |
| ἤν πού τι φόως Δαναοῖσι γένωμαι . δὸς δέ μοι ὤμοιιν τὰ σὰ τεύχεα θωρηχθῆναι , αἴ κ ' ἐμὲ | ||
| τεύχε ' ἀπηύρα , ἕλχ ' ἵν ' ἀπ ' ὤμοιιν κεφαλὴν τάμοι ὀξέϊ χαλκῷ , τὸν δὲ νέκυν Τρῳῇσιν |
| / ] ⌈ τοῦ μὴ γινώσκεσθαι , τίνες εἰσίν . εὐφήμει ] εὔφημα λέγε . σμῆνος ] πλῆθος ⌈ κυρίως | ||
| μὴ γραφῆναι , τοῦτον ἄκοντα λαβεῖν τὸ γέρας νομοθετεῖς ; εὐφήμει , ἂν ἔφη , γνώμης εἰσίν , οὐκ ἀνάγκης |
| Εἶπας ἀναγγέλλων ] εἰς βασιλῆα λόγον [ . ] [ Χὠ μὲν ] ἐπεὶ μάλα πάντα δι ' οὔατος ἔκλυε | ||
| τρὶς ἀθλίοιν ἔρις κακὴ ἀρχῆς λαβέσθαι καὶ κράτους τυραννικοῦ . Χὠ μὲν νεάζων καὶ χρόνῳ μείων γεγὼς τὸν πρόσθε γεννηθέντα |
| Πατὴρ δέ σοι τίς ἐστιν ; Ἐμοί ; Μιαρώτατος . Οὔτοι μὰ τὴν Γῆν ἔσθ ' ὅπως οὐκ ἀποθανεῖ , | ||
| Τί ῥέξοντες ἀλλοκότῳ γνώμᾳ τῶν πάρος , ὧν προὔφαινες ; Οὔτοι νεμεσητὸν ἀλύοντα χειμερίῳ λύπᾳ καὶ παρὰ νοῦν θροεῖν . |
| ἀλλὰ τὴν δίψαν πεφοβημένος . Οὐδὲ τὸν ἐλλέβορον , ὦ Μένιππε , ἀναίνομαι πιεῖν , γένοιτό μοι μόνον . Θάρρει | ||
| Ὀδυσσέα ἢ Ὀρφέα . Ὡς δὴ τί τοῦτο , ὦ Μένιππε ; οὐ γὰρ συνίημι τὴν αἰτίαν οὔτε τοῦ σχήματος |
| ἄγειν . ἥ τις κυοῦς ' ἐφάνη κύος τοσουτονί . ὀξυγλύκειάν τἄρα κοκκιεῖς ῥόαν . [ τὸ ] παραπέτασμα , | ||
| ἥμενος παρ ' ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον ὀξυγλύκειάν τἆρα κοκκιεῖς ῥόαν Λιβυρνικῆς μίμημα μανδύης χιτών σὺ δὲ |
| διενυκτέρευσαν . σὺ δ ' ὡς ἐπὶ μήκιστον εὐτυχοίης . ἔρρωσο . καὶ τὸ μὲν μηδὲν παθεῖν τοιοῦτον οὐκ ἂν | ||
| τις οὕτως ἄθλιος ὡς τὸ αἰσχρὸν τοῦ καλοῦ προτιθέναι . ἔρρωσο . Ὅστις ἀρχαίως καὶ δοκίμως ἐθέλει διαλέγεσθαι , τάδε |
| δῆμος ἀπὸ μιᾶς γλώττης πρὸς τὸν Ξάνθον ἐβόων : „ ἐλευθέρωσον Αἴσωπον , ὑπάκουσον Σαμίοις . χάρισαι τὴν ἐλευ - | ||
| ἐλευθέρου . ἐπιρρύου ] φύλαττε . Ξ ἐπιρρύου ] + ἐλευθέρωσον τοῦ κινδύνου . στροφὴ ἑτέρα κώλων ηʹ . ἡμέτερον |
| . . Ἀνήῃ : εὖτ ' ἄν σε μελίφρων ὕπνος ἀνήῃ : σημαίνει καταλείποι . ἔστιν ἀνῷ ἀνῇ ὑποτακτικόν , | ||
| ἦς , τὸ τρίτον ἐὰν ἀνῇ καὶ πλεονασμῷ τοῦ η ἀνήῃ . . . . ἀνήγκακα : ἀπὸ τοῦ ἀναγκάζω |
| Ἀχαιῶν ἀπόδος ἐν σμικρῶι μακροὺς θανοῦς ' , ἵν ' εἰδῆις μὴ καταισχύνειν ἐμέ . μή , πρός σε γονάτων | ||
| πέσοι . [ ! ! ! ! ! ! ! εἰδῆις ] γ ' ὅτι [ κρατεῖ ] τῶν σῶν |
| ὅτου χάριν αὐτὸν ἐπεβοήσατο . τὸ δὲ ἀντεφθέγξατο πρὸς τὸ ὄρσο ἔχει τὴν δύναμιν καὶ πάγκοινον τὸν χῶρον καλεῖ διὰ | ||
| ἀκολούθει εἰς τὴν ἐσομένην πάγκοινον χώραν , τὴν Ὀλυμπίαν . ὄρσο τέκνον δεῦρο : ταῦτα παρὰ Ἀπόλλωνος πρὸς Ἴαμον : |
| , τὸν δὲ θυγατριδοῦν λαβὼν ἔνδον πρόσειπε . θυγατριδοῦν , μαστιγία ; παχύδερμος ἦσθα καὶ σύ , νοῦν ἔχειν δοκῶν | ||
| ἵν ' ἐγὼ τουτῳὶ αὐτὸν περιθῶ . Κατάθου ταχέως , μαστιγία . Οὐ δῆτ ' , ἐπεί μοι χρησμός ἐστι |
| λέγεις „ ; „ ἔφη ” ἤδη γὰρ ὁ κώδων ἐψόφηκεν ; ” εἰπόντος δέ „ εὖ σοι εἴη „ | ||
| δαιμόνων ? [ ] ; τάλαιν ' ἐγώ , τίς ἐψόφηκεν ; ἆρ ' ὁ πάππας ἔρχεται ; ἔπειτα πληγὰς |
| , δυσφορεῖς καὶ θαυμάζεις ταῦτα , καὶ περίφοβος εἶ . καρτέρησον , ἕως οὗ καὶ τὰ λοιπὰ μάθῃς . . | ||
| , πνέει καθ ' ἡμῶν φλεγμονὰς πυρεκβόλους ; μικρόν τι καρτέρησον ἐμβαλὼν κράνος : ὑπὲρ θεοῦ νῦν ἵστασαι καὶ τῆς |
| μοι οὕτω . Ἔστιν ἄρα , ὡς ἔοικεν , ὦ Κρατύλε , δυνατὸν μαθεῖν ἄνευ ὀνομάτων τὰ ὄντα , εἴπερ | ||
| τὰ πολλὰ ἐκείνως ἐσήμαινεν . Τί οὖν τοῦτο , ὦ Κρατύλε ; ὥσπερ ψήφους διαριθμησόμεθα τὰ ὀνόματα , καὶ ἐν |
| οὗτος ὁ πλήξας ἐπλήγης , σὺ δὲ ἀνελὼν τὸν ἕτερον ἀπέθανες . . Ἐτέοκλες . . μελεόπονος ] ἤγουν μέλεα | ||
| Ἀλλ ' ἀθάνατός εἰμ ' . Ἀλλ ' ὅμως ἂν ἀπέθανες . Δεινότατα γάρ τοι πεισόμεσθ ' , ἐμοὶ δοκεῖ |
| μακρόν . μῦθον ] λόγον . εἰπέ ] ἐμοί . πέραινε ] πλήρου . πάντα ] ἃ βούλει . τὴν | ||
| Ἄπολλον , ὡϲ ἄγροικοϲ εἶ : ϲυϲκευαϲάτω [ ] . πέραινε . παύομαι λέγων . νὴ τὴν Ἀθηνᾶγ [ ] |
| . ἔπειγε : λειφθεὶς δεινὰ πείσομαι μάχης . σύ τοι βραδύνεις , οὐκ ἐγώ , δοκῶν τι δρᾶν . οὔκουν | ||
| , φησὶν ἡ Ἰὼ πρὸς αὐτόν : διὰ τί οὖν βραδύνεις καὶ ἀργεῖς μὴ γεγωνίσκειν καὶ βοᾶν καὶ λέγειν ἐμοὶ |
| σύμβουλος τοῦ φωτὸς , μὴ μεριμνήσῃς τὸ πῶς ἀποστείλῃς πρὸς Ἱερεμίαν : ἔρχεται γὰρ πρός σε ὤρᾳ τοῦ φωτὸς αὔριον | ||
| ἀπὸ τοῦ βασιλέως τῶν Χαλδαίων , ἐλάλησεν ὁ θεὸς πρὸς Ἱερεμίαν λέγων : Ἱερεμία , ὁ ἐκλεκτός μου , ἀνάστα |
| ταῦτα διείρηκεν , ὡς εἴπομεν . τί οὖν , ὦ ταλαίπωρε ] οἰκτείρει τὸν ἐχθρόν , ὑπεύθυνον ποιῶν τῷ ἐγκλήματι | ||
| μάθῃ ποῦ τὴν προκοπὴν ζητῇ ; ἐκεῖ ζήτησον αὐτήν , ταλαίπωρε , ὅπου σου τὸ ἔργον . ποῦ δέ σου |
| κατόψεται μήτηρ , ἐμοῦ τε τῆς τε δυστήνου κόρης . φανήσομαι γάρ , ὡς τάφου τλήμων τύχω , δούλης ποδῶν | ||
| μνησθεὶς ταὐτά τε δηλώσω καὶ τῇ τῶν ἀκουόντων δυνάμει συμμετρώτερον φανήσομαι χρώμενος . τῶν γὰρ ζευγῶν ἀφεθέντων , καὶ τῶν |
| οὐ φυγαδευθήσῃ , ὑβρισθήσῃ δὲ μετρίως γ οὐ γενήσῃ ποτὲ βιοπράγος δ ἀγοράσεις ὃ ἐνθυμῇ καὶ πωλήσεις φυράσας ε ἐὰν | ||
| ε οὐ φυγαδευθήσῃ . μὴ φοβοῦ . μακροθύμησον Ϛ γενήσῃ βιοπράγος καὶ κτήσῃ πολλὰ ἀγαθά ζ ἀγοράσεις ὃ ἐνθυμῇ καὶ |
| ἀνὴρ χρηστός . τί πρῶτον ἐννοήσω καὶ διὰ τί πρῶτον ὀδύρωμαι ; ὡς ἓν ἡμᾶς οἴκημα εἶχεν Ἀθήνησιν ; ὡς | ||
| ἢ ποῦ : ἔξεισί τις ἀγγέλλων αὐτὴν ζῆν ἢ θανοῦσαν ὀδύρωμαι : πόριζε : ἀπὸ κοινοῦ τὸ μηχανάν : καὶ |
| οὐδέν . τὸ γὰρ ὡς καὶ αὐτὸς ὑβρίζομαι , τούτοις ἀφήσω : πάλαι γὰρ τοῦτο αὐτοῖς ἐν μελέτῃ . σπινθῆρα | ||
| με ἀπελθόντες καταλίποιτε , βρόχον πλεξαμένη τὴν ψυχήν μου οὕτως ἀφήσω . ” ἐγὼ δὲ ὡς ταῦτα ἤκουσα , τὸ |
| πάρεισι καὶ περιστάντες ἄγχουσιν αὐτόν . οὗτοι πάντες , ὦ Ῥαδάμανθυ , πρὸς τοῦ ἀλιτηρίου τεθνᾶσιν , οἱ μὲν γυναικῶν | ||
| δέ , ὦ Ἑρμῆ , κήρυττε καὶ προσκάλει . Ὦ Ῥαδάμανθυ , πρὸς τοῦ πατρὸς ἐμὲ πρῶτον ἐπίσκεψαι παραγαγών . |
| . μὴ φροντίσῃς , ὦ δαιμόνι ' , ἀλλ ' ἀνίστασο . πῶς οὖν ἐμαυτῷ τοῦτ ' ἐγὼ ξυνείσομαι , | ||
| τροφήν ἐπαίτης μερίμνης ἄξια κατέχων λέγει Ὀδυσσεὺς ὑποκρίνεται εἶναι Τρωικός ἀνίστασο ὡς ἀνατετακότων αὐτῶν τὰ ἀμυντήρια ὁ Αἴας ἐκ τῶν |
| πῆμα αὔριον ἐν πολέμῳ : μάλα γὰρ πολέων μένος ἵππων ὄψεσθ ' ἀμφ ' ὀχέεσσι δαϊζομένων ἑκάτερθεν ἄνδρας τ ' | ||
| Νηϊάδες , κοῦραι Διός , οὔ ποτ ' ἐγώ γε ὄψεσθ ' ὔμμ ' ἐφάμην : νῦν δ ' εὐχωλῇς |
| , τὸν ἐκ Κοθωκιδῶν ; Τὸν δεῖνα ; ποῖον ; Ἔσθ ' ὁ δεῖν ' , ὃς καί ποτε τὸν | ||
| μόνον , πλείω δὲ διὰ τὴν ἀμαθίαν μὴ προσλάβῃς . Ἔσθ ' ὑποχέασθαι πλείονας , πιεῖν γέ τι ἁδρότερον ἢ |
| καὶ συγκοπῇ τῆς σα συλλαβῆς ἀπειλήτην . ἢ ἀπὸ τοῦ ἀπειλῶ ἠπείλουν : τὸ δυϊκὸν ἠπειλεῖτον ἠπειλείτην , συστολῇ τῆς | ||
| καὶ ὑποθέσεις τοῖς ἰάμβοις ; “ Ταῦτά σοι καὶ αὐτὸς ἀπειλῶ , οὐ μὰ τὸν Δία τῷ Ἀρχιλόχῳ εἰκάζων ἐμαυτόνπόθεν |
| ὑπολαβόντα φῆσαι τὸν Δημόκριτον , εἰ τριῶν ἀπενθήτων ὀνόματα τῶι τάφωι τῆς γυναικὸς ἐπιγράψειεν , εὐθὺς αὐτὴν ἀναβιώσεσθαι τῶι τῆς | ||
| δέμας ; δοῦναι κελεύσω πορθμίδ ' , ἧι καθήσομεν κόσμον τάφωι σῶι πελαγίους ἐς ἀγκάλας . ὡς εὖ τόδ ' |
| θρηνοῦσαν εἰσαγαγὼν τὸν Ἀστυάνακτα ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων ῥιφέντα φησί : δύστηνε , κρατὸς ὥς ς ' ἔκειρεν ἀθλίως τείχη πατρῷα | ||
| δ ' ἐᾶτε πλουσίῳ χαίρειν γένει . Ἰοὺ ἰού , δύστηνε : τοῦτο γάρ ς ' ἔχω μόνον προσειπεῖν , |
| συσκευάζοιτο ὡς ἐμβαλῶν εἰς τὴν αὑτοῦ χώραν . ἐὰν οὖν ἀφῇς με , ὦ Κῦρε , τὰ τείχη ἂν πειραθείην | ||
| , αὕτη ἐγγύς ἐστι τῷ μὴ ἀνθρωπικὴ εἶναι . Ὅταν ἀφῇς πρὸς ὀλίγον τὴν προσοχήν , μὴ τοῦτο φαντάζου , |
| ἠκούσαμεν : Πυλάδη , θανούμεθ ' , ἀλλ ' ὅπως θανούμεθα κάλλισθ ' : ἕπου μοι , φάσγανον σπάσας χερί | ||
| ἐλεύθεροι γὰρ κοὐδὲν ἠδικηκότες τῆς σῆς ἕκατι ζημίας [ ] θανούμεθα . [ ] πολλοῖσι δῆλον [ ὡς θεήλατον ] |
| ὁ σός . ὃ καὶ ἄμεινον : τέθνηκα γὰρ δὴ τοὐπί ς ' : ὅσον τὸ κατὰ σέ , τέθνηκα | ||
| ὁ σός . ὃ καὶ ἄμεινον : τέθνηκα γὰρ δὴ τοὐπί ς ' : ὅσον τὸ κατὰ σέ , τέθνηκα |
| ἀπὸ τοῦ αὐγή αὐγάζω , οὕτως καὶ ἀπὸ τοῦ ἀνάγκη ἀναγκάζω . οὕτως Ζηνόβιος , . , . . . | ||
| θαυμάσιοι , ληρεῖτε ; ἐγὼ γὰρ οὐδέν ' ἀγνοοῦντα τἀληθὲς ἀναγκάζω μανθάνειν λέγειν , ἀλλ ' , εἴ τι ἐμὴ |
| τίνος κόσμου μέρος εἶ καὶ τίνος διοικοῦντος τὸν κόσμον ἀπόρροια ὑπέστης καὶ ὅτι ὅρος ἐστί σοι περιγεγραμμένος τοῦ χρόνου , | ||
| τ ' Αἰσωνίδα ναίων ἡμετέροιο τοκῆος ἐπώνυμον , ὅς μοι ὑπέστης Πυθοῖ χρειομένῳ ἄνυσιν καὶ πείραθ ' ὁδοῖο σημανέειν , |
| ] αὐτόν . . ὅρα νυν εἴ σοι ταῦτ ' ἀρωγὰ φαίνεται ] ὁ Ἑρμῆς φησι πρὸς τὸν Προμηθέα , | ||
| . ὑμεῖς δὲ μαρτύριά τε καὶ τεκμήρια καλεῖσθ ' , ἀρωγὰ τῆς δίκης ὀρθώματα . κρίνασα δ ' ἀστῶν τῶν |
| κάμινος πᾶσα κυκηθείη κεραμέων μέγα κωκυσάντων . ὡς γνάθος ἱππείη βρύκει , βρύκοι δὲ κάμινος πάντ ' ἔντοσθ ' αὐτῆς | ||
| . * * * νῦν δ ' αὖθις ἐρυγγάνει : βρύκει γὰρ ἅπαν τὸ παρόν , τρίγλῃ δὲ κἂν μάχοιτο |
| πλατάγησον στήθεα καὶ λέγε πᾶσιν , ἀπώλετο καλὸς Ἄδωνις . αἰάζω τὸν Ἄδωνιν : ἐπαιάζουσιν Ἔρωτες . κεῖται καλὸς Ἄδωνις | ||
| , . Αἰάζειν : παρὰ τὸ αἴ σχετλιαστικὸν ἐπίρρημα γέγονεν αἰάζω , ὡς λίαν λιάζω , . , , . |
| οὐκ ἀνεξ ! ! ! [ ὀργῆς ἕκατι κρυπτὰ μὴ ἐκφάνῃς φίλου . φιλῶ τὰ γράμματα μισ [ χάρις ἐπὶ | ||
| αὐτὸν ἐχθρὸν γενόμενον . } Ὀργῆς χάριν τὰ κρυπτὰ μὴ ἐκφάνῃς φίλου . † ἔλπιζε γὰρ αὐτὸν πάλιν γενέσθαι φίλον |
| μέντοι οὐδὲν λέγω . Τί δή , ὦ Σώκρατες ; Ὠγαθέ , ἐννενόηκά τι σμῆνος σοφίας . Ποῖον δὴ τοῦτο | ||
| τίνος σοι φῶμεν μάλιστ ' εἰρῆσθαι τοῦτον τὸν λόγον ; Ὠγαθέ , καὶ αὐτὸς ἐμαυτοῦ νυνδὴ κατεγέλασα . ἀποβλέψας γὰρ |
| βοῦς ἐκ τῆς Δόρκωνος ἀγέλης . Λαμβάνουσι καὶ τὸν Δάφνιν ἀλύοντα περὶ τὴν θάλασσαν : ἡ γὰρ Χλόη βραδύτερον ὡς | ||
| χοροὺς ηὔλουν . ” [ Οὐκ ἔστιν ἀπόνως οὐδ ' ἀλύοντα κερδαίνειν . ὅταν καμὼν δὲ τοῦθ ' ἕλῃς ὅπερ |
| θεοῦ , ὃν Ψαμάθεια τίκτ ' ἐπὶ ῥ̄ηγμῖνι πόντου . αἰδέομαι μέγα εἰπεῖν ἐν δίκᾳ τε μὴ κεκινδυνευμένον , πῶς | ||
| βίης ἀμειλίχου οὐ καθηψάμην μιάνας καὶ καταισχύνας κλέος , οὐδὲν αἰδέομαι : πλέον γὰρ ὧδε νικήσειν δοκέω πάντας ἀνθρώπους . |