λεπτοῖς , διὰ τὴν αὐτὴν αἰτίαν . τῶν μελάνων οὔρων ὀλεθριώτατον τὸ μελανθὲν οὖρον ὄλον , τοῦτ ' ἔστι τὸ
οὐρήϲαντα ϲωθῆναι . καὶ εἰ μὲν ὑπόϲταϲιϲ εἴη μέλαινα , ὀλεθριώτατον , εἰ δὲ ἐναιώρημα μέλαν , ἧττον κακὸν ἢ
6509957 φυσημα
Ὑπερίδης εἰπών : οὐ σιωπήσῃ μεῖζον τῆς μητρὸς ἔχων τὸ φύσημα ; Βίων δὲ ὁ Βορυσθενίτης φιλόσοφος ἑταίρας ἦν υἱὸς
ἐλάττους : καὶ οἱ μὲν ὀλιγοχρόνιον ἔχουσι καὶ ὠκύμορον τὸ φύσημα , οἱ δὲ ἅμα τῷ συστῆναι ἐπαύσαντο : πᾶσι
6246835 ὀλεθριον
δὲ ἰδόντες λίθοι ἐγένοντο , καὶ διὰ τοῦτο λυγρὸν καὶ ὀλέθριόν φησιν ἔρανον . . . . . . Ταῦτα
. ἐὰν οὖν πρὸς τοῖς εἰρημένοις καὶ ταῦτα συνέλθωσιν , ὀλέθριόν ἐστι καὶ δεῖ προλέγειν τὸν θάνατον . Ἢν μὲν
5960805 εὐμηκεστερον
μὲν ἄρρεν βραχύτερόν τε καὶ σκληροφυλλότερον , τὸ δὲ θῆλυ εὐμηκέστερον , καὶ τὰ φύλλα λιπαρὰ καὶ ἁπαλὰ καὶ κεκλιμένα
ἔχουσα : τῷ δὲ μεγέθει μέγα καὶ πολὺ τῆς πεύκης εὐμηκέστερον . Διαφέρει δὲ καὶ κατὰ τὸ ξύλον οὐ μικρόν
5730862 Πουλυδαμαντι
ποτε καὶ ἐς ἅπαν ἀφικόμενος βίας ἀπέφυγεν ἀφεὶς ταύτῃ τῷ Πουλυδάμαντι τὰς χηλάς . λέγεται δὲ καὶ ὡς ἄνδρα ἡνίοχον
Παλλὰς Ἀθήνη . Ἕκτορι μὲν γὰρ ἐπῄνησαν κακὰ μητιόωντι , Πουλυδάμαντι δ ' ἄρ ' οὔ τις ὃς ἐσθλὴν φράζετο
5646782 κατηφες
καυματῶδες , ζέον περιζέον , φλέγον , καῖον ὑπερκαῖον , κατηφές , καταπνεόμενον , κατήνεμον συνήνεμον , δύσθερον , ὑγρόν
κάλλιον γὰρ οὕτω ποιεῖν . Δέδια τὸ σκυθρωπὸν αὐτοῦ καὶ κατηφές , μή με ὑλακτήσῃ προσελθόντα ἢ καὶ νὴ Δία
5614791 διψοϲ
δὲ τὸ ἑρπετὸν θηρίον , ἢν δάκῃ τινά , ἄϲχετον δίψοϲ ἐξάπτει , πίνουϲί τε ἄδην οὐκ ἐϲ δίψεοϲ ἄκοϲ
αὐτίκα παύονται καὶ τὸ ψυχρὸν ποτὸν ἵϲτηϲιν αὐτῶν μᾶλλον τὸ δίψοϲ ἤπερ τὸ πολὺ θερμόν . ἀναψύχει δὲ αὐτοὺϲ καὶ
5602164 ἀρειον
ῥύεσθε . ποῖον δ ' ἀμείψεσθε γαίας πέδον τᾶσδ ' ἄρειον , ἐχθροῖς ἀφέντες τὰν βαθύχθον ' αἶαν , ὕδωρ
γῆς δηλονότι . Ξ ἄρειον ] ἄρειον πεδίον προείρηται . ἄρειον ] κρεῖττον . θΞ ἐχθροῖσιν ] + ἤτοι τοῖς
5580210 δυσιατον
διεφθαρμένον , ἢ συστὰν ἐπὶ πλεῖον τίκτει πάθος ἢ νόσον δυσίατον , συνδιαφθείρουσαν καὶ τὴν κατὰ φύσιν τροφὴν ἢ καὶ
' ἐν δόμοισι τοῖσδε μήδεται κακόν , ἄφερτον φίλοισιν , δυσίατον : ἀλκὰ δ ' ἑκὰς ἀποστατεῖ . τούτων ἄιδρίς
5554760 μελανθεν
μειοῦν τὴν ἕλην . μελάνδετον ] μέλαν . μελάνδετον ] μελανθὲν τῷ αἵματι . μελάνδετον ] τὸ ἀπὸ μέλανος σιδήρου
διὰ τὴν αὐτὴν αἰτίαν . τῶν μελάνων οὔρων ὀλεθριώτατον τὸ μελανθὲν οὖρον ὄλον , τοῦτ ' ἔστι τὸ χῦμα καὶ
5519175 ἀπροαιρετως
σπασμοῦ τῶν νεύρων , διὸ ἔστιν ὅτε καὶ οὖρον ἐκκρίνουσιν ἀπροαιρέτως . ἰᾶται δὲ τὸ πάθος ἐπὶ μὲν τῶν πρὸ
κύστεως πάρεσις , εἴτε κατέχοι τὰ οὖρα , εἴτε καὶ ἀπροαιρέτως ἐκκρίνοιτο , μεθοδευέσθω ὁμοιοτρόπως τῶν τε ἐμβροχῶν καὶ καταπλασμάτων
5516278 ἀλγεινον
καὶ τὴν ἐπὶ τῷ κρατηθῆναι λύπην , ἣν εἶπε πάθος ἀλγεινόν . Τούτων δὲ τῶν στίχων ὁ Ἀρίσταρχος ὀβελίζει τοὺς
: ἐπειδὴ ὑπὸ τοῦ δεσμοῦ ἦν ἐν τῷ σκέλει τὸ ἀλγεινόν , ἥκειν δὴ φαίνεται ἐπακολουθοῦν τὸ ἡδύ . Ὁ
5485064 μανοτερον
τὸ πυκνότερον καὶ τὸ λεπτότερον , τοῦ δὲ βαρυτέρου τὸ μανότερον καὶ τὸ παχύτερον . ἤδη δὲ καὶ ἐν τοῖς
, καὶ φωνὴ λειοτέρη καὶ ἀσθενεστέρη γινομένη , καὶ πνεῦμα μανότερον καὶ λεπτότερον , ἄνεσιν ἐς τὴν ἐπιοῦσαν σημαίνει .
5438028 ὑπωχρον
. ὀπτᾶται δ ' ἐπ ' ἀνθράκων ἐκφυσωμένη μέχρι τοῦ ὕπωχρον αὐτὴν γενέσθαι ἢ ἐπ ' ὀστράκου καὶ διαπύρων ἀνθράκων
λυκαίνιον ὑπόμηκες : ῥυτίδες λεπταὶ καὶ πυκναί : λευκόν , ὕπωχρον , στρεβλὸν τὸ ὄμμα . ἡ δὲ παχεῖα γραῦς
5434775 ὑπερφυες
τοιαῦτα , ἀλλὰ κολάζειν δημοσίᾳ . καὶ γὰρ ἂν καὶ ὑπερφυὲς εἴη , εἰ κατὰ μὲν τῶν Ὀλυνθίους προδόντων πολλὰ
μεταλλεύοντες εἶεν μύρμηκες , θηρία ἀλωπέκων οὐκ ἐλάττω , τάχος ὑπερφυὲς ἔχοντα καὶ ζῶντα ἀπὸ θήρας : ὀρύττει δὲ χειμῶνι
5434765 οἰδηματι
κύστιν καὶ τὴν ὀσφὺν καὶ τὸ ἦτρον , καὶ ἐν οἰδήματι τοὺς μηροὺς ἔχουσι , καὶ μὴ ἐξουρησάντων αὐτῶν ,
χρῆσθαι τῆς ἐπιδέσιος , ἢν μὴ κίνδυνος ᾖ ἐν τῷ οἰδήματι φλυκταινώσιος ἢ μελασμοῦ : γίνεται δὲ οὐδὲν τοιοῦτο ,
5432319 ἀγριον
Ὑπερικοῦ : ἤτοι ὅμοιόν ἐστι κενταυρίῳ . ὑποκιστὶς ἤτοι ὑοσκύαμον ἄγριον τὸ παρά τινων λεγόμενον λύκον τὸν φυόμενον ἐν τοῖς
ϲὺν τοῖϲ ἄλλοιϲ βοηθήμαϲι . παραπληϲίωϲ δὲ ποιεῖ καὶ τὸ ἄγριον λάπαθον τὸ κεντρῶδεϲ ῥίζαν ἔχον ὑπομήκη , οἷον ῥαφανὶϲ
5413251 μαινεσθε
νέους ὅρπηκας ” . . . . . δαιμόνιοι , μαίνεσθε . † ) θαυμάσιοι ἐπὶ κακῷ . . .
πρήγματι , εἰ ἀμπελίνῳ καρπῷ , τῷ περ αὐτοὶ ἐμπιπλάμενοι μαίνεσθε οὕτως ὥστε κατιόντος τοῦ οἴνου ἐς τὸ σῶμα ἐπαναπλέειν
5406213 σιδηρεον
ὑπολειπομένῳ ἑωυτῶν τοῦ στόλου : πρὸς δὲ ταύτῃσι καὶ μύδρον σιδήρεον κατεπόντωσαν καὶ ὤμοσαν μὴ πρὶν ἐς Φώκαιαν ἥξειν πρὶν
, ἀπηνέες , ἀπροσόρατοι . Ἣ μὲν γὰρ δέμας ἔσχε σιδήρεον , ἣν καλέουσι Πανδώρην χθόνιοι : σὺν δ '
5402038 φρυαγμα
Πολυποίτην φησίν : ὦ ξένε : καλῶς ἑτέρῳ ἕτερον περίκειται φρύαγμα , Λαΐῳ μὲν διὰ τὸ τῆς ἀρχῆς ἀξίωμα ,
τὴν ῥῖν ' ἔχουσαν πήχεως . εἶτ ' ἐστὶ τὸ φρύαγμα πῶς ὑποστατόν ; μὰ τὸν Δία τὸν Ὀλύμπιον καὶ
5398993 ὀλισθηρον
. , . . , , . ] . Ὅτι ὀλισθηρόν , ὡς ἔοικε , καὶ σφαλερώτερον ἄνθρωπος πρὸς τιμὴν
λύπην ἐμβάλλουσαι τῇ ἄγρᾳ : δυσκόλως γὰρ ἀγρεύονται διὰ τὸ ὀλισθηρόν . ἀνιγραί : ἀσθενεῖς . Ἀνιγραὶ ἀντὶ τοῦ ἐπίπονοι
5395066 ἀργιη
ἐπιθέτοισι , σχήματα , ἀνάτριψις , ἴησις , πόνος , ἀργίη , ὕπνος , ἀγρυπνίη , πνεύμασιν ἄνωθεν , κάτωθεν
ὦν περὶ πάντων μάλα . ὕπνοϲ πολλόϲ , παχύτηϲ , ἀργίη , ὀμίχλη τῆϲ αἰϲθήϲιοϲ : ἀγαθὸν δὲ ξυμμετρίη :
5394958 ἀνημερον
καὶ ὁμιλίας καὶ τὰς συνδιατριβὰς τῶν πλειόνων , ἐξ ὧν ἀνήμερον εἰκὸς γενέσθαι τὸν τρόπον . Λίχνοι δέ εἰσιν οἱ
καὶ τὸ Θεμισκύριον . ἀλλ ' ὅμως οὕτω βάρβαρον καὶ ἀνήμερον χωρίον ἀνδρὸς ἑνὸς σοφία καὶ ἀρετὴ Ἑλληνικόν τε ἐποίησε
5391661 ὑποξανθον
ῥίζαν λεπτήν , ἐπ ' ἄκρου κορυφὴν ἔχουσα στρογγύλην , ὑπόξανθον , ὀποῦ μεστήν . Χρυσοκόμη : ῥαβδίον σπιθαμιαῖον ,
τοιούτῳ οὐροῖτ ' ἂν οὖρον τῇ μὲν χροιᾷ ὑπόπυρρον ἢ ὑπόξανθον , τῇ δὲ συστάσει σύμμετρον καὶ ἀναλογίαν ἔχον τῇ
5389503 ἁλικον
αὐτὴν τῷ Βάττῳ φησίν : ἥδε καὶ αὐτή . καὶ ἁλίκον ἄνδρα : τὸ ἡλίκον πρὸς τὸν ἄνδρα , ἵν
ἅδε καὶ αὐτά . ὁσσίχον ἐστὶ τὸ τύμμα , καὶ ἁλίκον ἄνδρα δαμάσδει . εἰς ὄρος ὅκχ ' ἕρπῃς ,
5386110 εὐπαγες
μηδὲν ἐξείπῃς ἔπος : κλῇθρον γὰρ οὐδὲν ὧδ ' ἂν εὐπαγὲς λάβοις γλώσσης , κρυφαῖον οὐδὲν οὗ διέρχεται ὅπου γὰρ
κοίλην τε φαρέτρην ἰῶν ἐμπλείην νεόμην , ἑτέρηφι δὲ βάκτρον εὐπαγὲς αὐτόφλοιον ἐπηρεφέος κοτίνοιο ἔμμητρον , τὸ μὲν αὐτὸς ὑπὸ
5384790 προσπεσον
Ἰδοὺ λέγειν . Καλῶς γ ' ἂν οὖν σὺ πρᾶγμα προσπεσόν σοι ὠμοσπάρακτον παραλαβὼν μεταχειρίσαιο χρηστῶς . Ἀλλ ' οἶσθ
ἀναθέντων : ἀλλὰ καὶ τῶν οἰκείων , ὥσπερ ἔφην , προσπεσόν τι καὶ λαθὸν αὐτὸν ῥῆμα ἐπ ' ἀναθέσει ,
5382056 βλαβερον
ἀϲιτία γὰρ ἐπὶ τῶν τοιούτων κράϲεων πυρεττόντων μάλιϲτα οὐχ ἁπλῶϲ βλαβερόν , ἀλλ ' εἴπερ τι καὶ ἄλλο τῶν ἄλλων
ὄνομα μόνον ψιλὸν λέγωμεν , οἷον τὸ ὠφέλιμον ἢ καὶ βλαβερόν . ἑκάστῃ . ἐπιρρηματικῶς ἀκουστέον ἀντὶ τοῦ ἑκασταχοῦ .
5378709 μειξιν
πολιὸν κῦμα κολυμβῶ μεθύων ἔρωτι . ἱπποθόρων δὲ Μυσοὶ εὗρον μεῖξιν ὄνων ἀναπέτομαι δὴ πρὸς Ὄλυμπον πτερύγεσσι κούφηις διὰ τὸν
μάλισθ ' ὑπολαμβάνεις με δεῖξαί σοι τὴν ἐν τῇ κωμῳδίᾳ μεῖξιν ; ἆρ ' οὐ πίστεως χάριν , ὅτι τήν
5367799 ἀναρσιον
, Κύπριδος λῃστὴν θεᾶς , δαρὸν στένουσαι , κλῆρον εἰς ἀνάρσιον πέμψουσι παῖδας ἐστερημένας γάμων . Λάρυμνα καὶ Σπερχειὲ καὶ
τεκεῖσθε . Καὶ δή που πόλεμοι , καὶ δὴ καὶ ἀνάρσιον αἷμα ἔσσεται ἀνθρώποισι , κακῷ δ ' ἐπικείσεται ἄλγος
5365294 προσπεφυκος
εἶναι δὲ τοῦτο νευρῶδες μέχρι εἰς μέσην τὴν πλεκτάνην ἅπαν προσπεφυκός . ἐν δὲ πέμπτῳ μορίων φησὶν Ἀριστοτέλης : πολύπους
. ὥστ ' ἀνάγκη τὸ σῶμα μεταξὺ εἶναι τοῦ ἁπτικοῦ προσπεφυκός , δι ' οὗ πλείους οὖσαι αἱ τῆς ἁφῆς
5364863 ὑπολευκον
τὰ μὲν κνηθόμενα αἷμα χωρεῖ , τὰ δ ' αὖ ὑπόλευκον ἢ ὕπωχρον ὑγρόν , ὡς ἐντεῦθεν τὸν ἀκμάζοντα χυμὸν
Εἶδος δὲ τῶν φθινωδέων ἦν , τὸ λεῖον , τὸ ὑπόλευκον , τὸ φακῶδες , τὸ ὑπέρυθρον , τὸ χαροπόν
5364262 μιμουμενην
διὰ τὸ περὶ αὐτὸ καταγίνεσθαι τὴν φύσιν καὶ τὴν αὐτὴν μιμουμένην τέχνην . Ἀντιστρέφει μὲν οὖν . αἱ ἐνδεχόμεναι ,
εἶναι , τὴν μὲν τῶν καλλιόνων σωμάτων ἐπὶ τὸ σεμνὸν μιμουμένην , τὴν δὲ τῶν αἰσχιόνων ἐπὶ τὸ φαῦλον ,
5359248 θεατον
ὀρούειν τοὺς ἐν αὐτῇ λέλεκται . ἀπὸ δὲ τῆς θέας θεατόν , ἀθέατον , ἀθεάτως , καὶ οὐσία θεατή φησιν
γνῶσι καὶ παρὸν ἴδωσιν ἐν ψυχῇ , δῆλον ὅτι κείμενον θεατόν . Ἐπεὶ καὶ ἀγαθοῦ χάριν πράττουσι : τοῦτο δὲ
5356911 διεστηκυιαι
τὸ κεφάλαιον , κατὰ πολλὰς καὶ ποικίλας ἐπιβολάς , κἂν διεστηκυῖαι τυγχάνωσιν ἀλλήλων αἱ ἔννοιαι . ὁρᾷς γὰρ ὅτι καθ
κοιλία πλατεῖα καὶ κοίλη , ὦμοι καρτεροί , ὠμοπλάται εὐρεῖαι διεστηκυῖαι , στέρνα ῥωμαλέα καὶ μετάφρενα , ἰσχίον σκληρόν ,
5335209 στυφον
ξηραντικὸς δὲ κατὰ τὴν πρώτην : ἔχει δέ τι καὶ στῦφον ὀλίγον . ὁ δὲ φλοιὸς αὐτοῦ τὴν στυπτικὴν δύναμιν
μικτῆς ἐστι ποιότητος καὶ δυνάμεως : ἔχει γάρ τι καὶ στῦφον ἐν ἑαυτῷ καὶ δριμὺ μετρίως . Θεῖον ἅπαν ἑλκτικῆς
5334107 ἱπποϲ
μηνὶ Δύϲτρῳ , ὅ ἐϲτι Μαρτίῳ , ιθ ὁ λεγόμενοϲ ἵπποϲ ἑῷοϲ ἀνατέλλει . μηνὶ Μαρτίῳ κγ ἰϲημερία ἐαρινὴ καί
ϲκελῶν τε καὶ τὴν ἀποκρέμαϲιν , εἰ δὲ ἀποδιώκοιτο ὁ ἵπποϲ , κλονεῖ ἅπαν τὸ ϲῶμα ἐπιπόνωϲ , ὅμωϲ δὲ
5330416 ἀκος
γὰρ ἡ ἀπάτη . . ἄλλως δὲ κεφαλῆς τριχῶν πενομένης ἄκος . φενάκη δὲ κυρίως ἡ προσθετὴ καὶ ἐπιτηδευτὴ κόμη
αὖθις ἀφανῆ τὴν θάλασσαν ἠνώχλει , καὶ μικρὸν ἢ οὐδὲν ἄκος τοῦ λιμοῦ γεγένητο Ῥωμαίοις , ὥστε ἐβόων οὐκ ἀπαλλαγὴν
5326168 ἐπαξιον
ἀμφιβόλως οἶμαί σφ ' ἐρατῶν ἐκ βαθυκόλπων στηθέων ἥσειν ἄλγος ἐπάξιον . ἡμᾶς δὲ δίκη πρότερον φήμης τὸν δυσκέλαδόν θ
χάριν , ἀλλὰ ἀνάπτει τῷ Πολιεῖ Διί , κρίνας ἀνάθημα ἐπάξιον τῷ θεῷ τὸν ὄρνιν τὸν προειρημένον . ἐρᾷ τοῦτον
5324240 πρησσει
ὃ δὲ κρειῶν ἐρατίζων ἰθύει , ἀλλ ' οὔ τι πρήσσει : θαμέες γὰρ ἄκοντες ἀντίον ἀΐσσουσι θρασειάων ἀπὸ χειρῶν
στέρνοις τὰ σὰ κήδεα , μηδ ' ἀγόρευε πᾶσιν ὅσα πρήσσει , μηδ ' ἔννεπε πάντα τοκεῦσι . μούνη δ
5320961 ποδαγρικοιϲ
ἐν ἀρχῇ τοῦ ἤρουϲ ἢ αἵματοϲ ἀφαιρῶν . καὶ γὰρ ποδαγρικοῖϲ καὶ ἀρθριτικοῖϲ ἐπιληπτικοῖϲ τε καὶ μελαγχολώδεϲιν ἢ αἷμα πρόϲθεν
εὕρεμα τηκόλιθον . ” μετὰ μυρϲίνου δὲ ἐλαίου ἀνεθεὶϲ τοῖϲ ποδαγρικοῖϲ ἐπαρκεῖ ἐπιχριόμενοϲ . Πυρίτηϲ . Εἷϲ δὲ τῶν ἰϲχυρὰν
5318768 ἀβουλητον
τὰ ἐναντία , οὐ βουλόμεθα . . : . . ἀβούλητόν τε καὶ ἀκούσιον . . : . . ἑκούσιον
δ ' , ὡς ἑτέρου τινὸς ἔργου χρησίμου χάριν ἠναγκάσθης ἀβούλητόν τι ὑπομεῖναι . πολὺς γὰρ ἂν εἴη ὁ λόγος
5315178 Ὑδρην
' ἔτι γάρ τι καὶ ἄλλο περαιόθεν ἕλκεται ἄστρον : Ὕδρην μιν καλέουσι : τὸ δὲ ζώοντι ἐοικὸς ἠνεκὲς εἰλεῖται
πεντηκοντακέφαλον . πολλὰς γὰρ ἀρχὰς κέκτηται . . τὸ τρίτον Ὕδρην . μετὰ ταῦτα τὴν ὕδραν ἐγέννησεν , αὐτὸν δηλαδὴ
5308446 ἑρπετον
ἀπὸ Παρράσου τοῦ Λυκάονος . Εἰλειθυίης ἤγουν γεννήσεως . οὔτε ἑρπετὸν οὔτε γυνὴ χρῄζουσα τοῦ τεκεῖν ἐπιμίσγεται . ἢ οὕτως
κέρας ἐλάφειον , ἢ ὄνυχας αἰγὸς θυμιάσῃς . πᾶν δὲ ἑρπετὸν ἀπελάσεις , εἰ ὀπόν , καὶ μελάνθιον , καὶ
5293589 τοϲονδε
τὴν αἰτίην . ὁκόϲον ὦν ἧπαρ ἐϲ ὑγείην κρέϲϲον , τοϲόνδε κάκιον ἐν νούϲοιϲι . καὶ γὰρ ἐπιφλεγμαίνει θᾶϲϲόν τε
ψυχρῷ ἐμέϲαι χρή . ἐκραγείη γὰρ ἂν ὥνθρωποϲ , εἰ τοϲόνδε πίνων μηδὲν διαχωροίη , ἢ ἱδρῶϲι , ἢ οὔροιϲι
5287690 φοινον
: ἢ ὀλέθριον , φόνιον , κατὰ πλεονασμὸν τοῦ ι φοινόν ] φοινικόν ἰάπτει ] πελάζει ἰάπτει ] βλάπτει ἰάπτει
κεραὸν μέγαν οὔρεσι δῃώσαντες δάπτουσιν : πᾶσιν δὲ παρήϊον αἵματι φοινόν : καί τ ' ἀγεληδὸν ἴασιν ἀπὸ κρήνης μελανύδρου
5281120 στερισκομενοι
καὶ ἀρχῆς καὶ δυνάμεως . ὥσπερ καὶ οἵ τινων τούτων στερισκόμενοι ἀκαλλῆ τινα τὴν εὐδαιμονίαν ποιοῦσιν , οἷον εἴ τις
τὸν θάνατον δηλονότι . τῶν ὀφθαλμῶν : ἀπὸ κοινοῦ τὸ στερισκόμενοι ἀναστάντας : ὑγιάναντας . ἐν τῷδε : τῷ ῥηθησομένῳ
5279853 φθαρτικον
γῆν τόπον , εἴπερ ἐστίν , ἐπειδὴ φρικώδη αὐτὸν καὶ φθαρτικὸν ᾄδουσιν , ἀποτάττωμεν τοῦ κόσμου . „ Ταῦτα τοῦ
, πῦρ δὲ εἰς τὸ χρειῶδεςἄπληστον δ ' ἐστὶ καὶ φθαρτικὸν τοῦτοκαὶ κατὰ τοὐναντίον εἰς τὸ σωτήριον , ὅπερ εἰς
5278966 ἰαμα
. οὐ γὰρ ὑπερβήσεται ἡμέρας ζʹ : τοῦτο γάρ ἐστιν ἴαμα τῶν ὑπερτεταμένων νοσημάτων . Ὠταλγοῦντι δὲ ἐὰν ἐξ αὐτοῦ
θερμαῖνον μᾶλλον πυρετοῦ : διὸ καὶ τῷ σπωμένῳ ἀγαθὸν τοῦτο ἴαμα καὶ τῷ ὑπὸ τετάνου παγέντι καὶ γυναικὶ λεχοῖ σπασθείσῃ
5275820 κρηθεν
κρατὸς γίνεται κρᾶθεν , καὶ τροπῇ τοῦ ᾶ εἰς ῆ κρῆθεν . Κυάνεον ἐνταῦθα τὸ μέλαν , ἀλλαχοῦ δὲ τὸ
καταζήνασκε δὲ δαίμων . ‖ δένδρεα δ ' ὑψιπέτηλα κατὰ κρῆθεν χέε καρπόν . † ) οὐδὲ οὗτος δύναται σὺν
5273182 χερσαιῳ
τὸ λοιπὸν σῶμα , τήν γε μὴν κεφαλὴν ἔοικε τῷ χερσαίῳ δράκοντι καὶ τῶν ὀφθαλμῶν τὸ μέγεθος , καὶ μέντοι
ἀστερίας κρείττων . ὁ ἀλωπεκίας ὅμοιός ἐστι τῇ γεύσει τῷ χερσαίῳ ζῴῳ , διὸ καὶ τοῦ ὀνόματος ἔτυχε , καὶ
5268266 ἀπληστον
ταῦτα ἀναπαιστικά εἰσι δίμετρα καὶ μονόμετρα ηʹ τὰν δ ' ἄπληστον κακῶν ] ἀντιστροφὴ τῆς ἄνω στροφῆς . τὰ δὲ
σύστημα ἕτερον κώλων ηʹ . . . † τάνδ ' ἄπληστον : ἡ ἀντιστροφὴ αὕτη τῆς ἄνω ἐστὶ στροφῆς ,
5267063 κουφονουν
καὶ μοιχοί . γαστέρα καὶ στήθη ἐπὶ πολὺ κομῶντα ἰδὼν κουφόνουν καὶ ἀλλοπρόσαλλον καὶ ἀσελγῆ λέγε τὸν τοιοῦτον εἶναι ἄνδρα
. εἰ δὲ εἷς τῶν τοῦ βρόγχου σπονδύλων ἐξέχοι , κουφόνουν ἄνδρα λέγει , εἰς δὲ γλῶσσαν τοῦτον οὐκ εἶναι
5258388 ἀπηνεις
. ἤμησαν ] ἐθέρισαν , ἤγουν ἐπλούτησαν . ὠμοί ] ἀπηνεῖς . στάθμην ] παρὰ τὸ πρέπον . σοί ]
ἔλυσεν ἐκ διαφορᾶς τῆς πρὸς ἕτερον : Θηβαῖοι γὰρ φησὶν ἀπηνεῖς , ἡμεῖς δὲ φιλάνθρωποι καὶ δίκαιοι : ἢ ἐκ
5254275 λυγμοι
τουτέστι χολῆς αὐτὸ πληροῖ χολόεν ] τὸ πικρόν , χολοποιόν λυγμοί ] οἱ λύγγες καρδιόωντα δέ , ἤτοι τὸν τὴν
συμπτώμασιν ᾖ , καὶ τοῦτο δῆλον . σπασμοὶ γὰρ καὶ λυγμοί , λειποψυχίαι τε καὶ ῥιπτασμοί , ἀναισθησίαι τε καὶ
5252993 αὐχημα
. ποιηταῖς . Οἶον ἀποιχομένων ] οἶον καὶ μόνον τὸ αὔχημα τῆς δόξης , ἤτοι ἡ ἀρετὴ καὶ ὁ ἔπαινος
πατέρων . . . : μετέρχεται ἐπὶ τὸ δίκαιον κεφάλαιον αὔχημα : τὸ φρόνημα αὔχημα ἐκάλεσεν ἀπὸ ἀμαθίας εὐτυχοῦς :
5244598 ἰταμον
ὁρῶν προσβλέψῃ δριμύ , καὶ ἐκείνη κατὰ τὴν ἑαυτῆς φύσιν ἰταμὸν ἀντιβλέψῃ , καί τι καὶ φύσημα ἐμπνεύσῃ ἑαυτῇ μὲν
ταῖς λέξεσιν δὲ ἑτέραις ἐχρήσατο , % ὡς τὸ λείαν ἰταμὸν αὐτῆς ἐκφευξούμενος . % ἔφησε γὰρ μὴ εἰδέναι %
5239146 ὑπνω
ἐρώτησις . . μὴ τοὶ μὲν καμάτῳ ἀδηκότες ἠδὲ καὶ ὕπνω κοιμήσωνται : ἡ διπλῆ ὅτι Ζηνόδοτος μὴ νοήσας τὸ
[ ] . λυσιμελεῖ τε πόσωι , τακερώτερα δ ' ὕπνω καὶ σανάτω ποτιδέρκεται : οὐδέ τι μαψιδίως γλυκήνα !
5235136 πηγνυμενον
τῆς ἰκμάδος συρρεῖ εἰς τὰς ἁρμογὰς τῶν λίθων , καὶ πηγνύμενον συμφυεῖς ἀπεργάζεται τοίχους . μεταλλεύεται δὲ κατὰ τὴν Ἀραβίαν
ὕδωρ ἐμβάλλουϲι πυέλοιϲ τετραγώνοιϲ ἐκ κεραμίδων γεγονυίαιϲ καὶ ἐν ταύταιϲ πηγνύμενον ἡμέραιϲ πλείϲταιϲ γίγνεται χάλκανθοϲ . τῷ δὲ χρόνῳ καὶ
5228249 ϲυμφυτον
τούτου τοῦ γένουϲ τῶν παχυνόντων ἐϲτὶ καὶ ἰχθυόκολλα καὶ τὸ ϲύμφυτον μαϲώμενον καὶ καταπινόμενον . καὶ τὰϲ τροφὰϲ δὲ ὁμοδυναμούϲαϲ
παιωνίαϲ ὁ καρπὸϲ ϲήϲαμον πεφωγμένον δάφνηϲ φύλλα φοινίκων ὀϲτᾶ κεκαυμένα ϲύμφυτον πολύγονον ἠριγέρων ϲμύρνιον ἱπποϲέλινον ἀναγαλλὶϲ ἡ τὸ κυανοῦν ἄνθοϲ
5224289 ἀπευκτον
τὸ μὲν αἰδοῖον τίμιον τοῖς αἰδουμένοις , τὸ φοβερὸν δὲ ἀπευκτὸν τοῖς δεδοικόσιν . ἔπειθ ' ὅτι καὶ θεοφιλεῖς ἀναγκαῖον
. δεινὸν γὰρ ὡς ἀληθῶς ] τῇ οἰκείᾳ κρίσει τὸ ἀπευκτὸν ἐμφαίνει τοῦ πράγματος . καὶ πλείω σώματα καὶ χρήματα
5224029 ἀπειλητικον
ὁρᾷς ὡς διῆρται τὸ ξύλον καὶ συνέσπακε τὰς ὀφρῦς καὶ ἀπειλητικόν τι καὶ χολῶδες ὑποβλέπει ; Μὴ δέδιθι : τιθασὸς
ὑγιαῖνον , σεμνόν , ἀνδρῶδες , ἀνδρεῖον , ἀρρενωπόν , ἀπειλητικόν : καὶ τἀναντία βλέμμα ὑγρόν , ἄνανδρον , θηλυκόν
5218739 πληκτικον
ἀγωνιστικόν ἀψύχων ζωοθηρικόν πεζοθηρικόν ὑγροθηρικόν◄ ►τὸ ὑγροθηρευτικόν ἔνυδρον πτηνόν ἑρκοθηρικόν πληκτικόν πυρευτικόν ἀγκιστρευτικόν τριοδοντιακόν ἀσπαλιευτικόν◄ : , : . ἄττα
δύσθραυστον , πλῆρες , μεμυκός καὶ τὸ τῇ ὀσμῇ δὲ πληκτικόν , γεύσει δὲ δριμὺ καὶ ὑπόπικρον . Κασίας ἐστὶ
5215677 ἀνυπονοητον
ἀνυπονοήτως , ἄνευ τοῦ οἴεσθαι . καὶ ἀνώϊστον ἀντὶ τοῦ ἀνυπονόητον . ἀναφῆναι ἐνδεῖξαι τὸν τοιοῦτον : “ μὴ μὲν
καθίζων , κοὐδὲ γινώσκειν δοκῶν . καὶ τὸ ἀδόκητον καὶ ἀνυπονόητον : οἱ δὲ ἄλογον . καθῆκε τὰ σκέλη .
5215322 ἀναβλεπουσι
, καὶ ὅτι παιδικῶς μάλα πρὸς τὸν σκύμνον τοῦ λέοντος ἀναβλέπουσι , μεταξὺ τῆς θηλῆς ἑκάτερος ἐπειλημμένοι ἐν χρῷ τῇ
τῆς κόνεως τῆς ἐν ποσὶν ἀνελόμενοι , ἐς τὸν οὐρανὸν ἀναβλέπουσι καὶ βάλλουσί τι τῶν προειρημένων , καὶ φωνῇ τῇ
5212378 πελιον
' ἡμῶν ἐργολάβον . πελιτνόν ἐν τῷ τ Ἀττικοί , πέλιον ἢ πελιδνόν Ἕλληνες . ποιοίη Ἀττικοί , ποιῴη Ἕλληνες
ἀμφότεροι . Διαχωρημάτων ὑδατωδῶν , ἢν ἐς αἰθρίην τεθῇ , πέλιον ἄνωθεν λεπτὸν , κάρτα εἴκελον ἰσατώδει , κάτωθεν γίνεται
5206221 λευκοτεροι
, ὀλιγότροφοι καὶ κακόχυμοι . διαφέρουσι δ ' εὐστομίᾳ οἱ λευκότεροι τῶν μελάνων . ἡ δὲ τῶν χλωρῶν κωβιῶν σὰρξ
, ἥτις ὑπεραίρουσα τὴν ἀλήθειαν πολλὴν ἐπίτασιν ἐμφαίνει , οἷον λευκότεροι χιόνος , θείειν δ ' ἀνέμοισιν ὁμοῖοι . τοιούτοις
5203579 ἀνεπιδεκτον
αἴτιον τῆς κινήσεως ἀίδιον εἶναι καὶ τῆς τοιαύτης ἄρα μεταβολῆς ἀνεπίδεκτον παντελῶς τὸ πρῶτον κινοῦν τῆς ὡς γενέσεως καὶ φθορᾶς
ψυχὴν ἀσώματον εἶναι : οὕτω γὰρ μάλιστα φθορᾶς καὶ πάθους ἀνεπίδεκτον ὑπάρχειν . τὰς δὲ ἰδέας ὑφίσταται , καθὰ καὶ
5193047 τιεσκον
δέ μοι μέγ ' ὄνειαρ : ἴσον δέ ἑ παιδὶ τίεσκον τηλυγέτῳ , ὃ δ ' ἄρ ' ἶσον ἑῷ
' ἐδάμασσε θεῶν καὶ σχέτλια ἔργα : οὔ τινα γὰρ τίεσκον ἐπιχθονίων ἀνθρώπων , οὐ κακὸν οὐδὲ μὲν ἐσθλόν ,
5190526 ἀσθενουσης
ἐγγίγνεται ἐν ἀπόρῳ ἤδη οὔσης καὶ φροντίδος πληρουμένης καὶ μᾶλλον ἀσθενούσης : ἐλάττωσις γὰρ νοῦ εἰς αὐτάρκειαν τὸ λογισμοῦ δεῖσθαι
ὁ Ἱέρων , ταῦτα τὰ ἐδέσματα εἶναι ἢ μαλακῆς καὶ ἀσθενούσης ψυχῆς ἐπιθυμήματα ; ἐπεὶ εὖ οἶδ ' ἔγωγε ὅτι
5188680 τυπτομενων
, τὰς δ ' ἐμβολὰς ἀπράκτους συνέβαινε γίνεσθαι , τῶν τυπτομένων νεῶν ὑποχωρουσῶν . τέλος δ ' οἱ μὲν Λακεδαιμόνιοι
ἢ θεόντων , ἢ ἀγχόντων , ἢ ἀγχομένων , ἢ τυπτομένων , πλὴν εἴ που τὶς ἀνδραποδώδης ψυχή : ἐνταῦθα
5185133 ἐγκρινουσι
καὶ μελαίνας καὶ πυρρὰς καὶ μεσαιπολίους : τῶν δὲ βαπτομένων ἐγκρίνουσι τὰς γλαυκὰς καὶ τὰς ἁλιπορφύρους : αἱ γὰρ ἄλλαι
τὸ κάλλος . καὶ γὰρ ἐν ταῖς Εὐανδρίαις τοὺς καλλίστους ἐγκρίνουσι καὶ τούτους πρωτοφορεῖν ἐπιτρέπουσιν . ἐν Ἤλιδι δὲ καὶ
5181917 ἀνερριπτουν
' ἔλυσαν ἀπὸ τρητοῖο λίθοιο . εὖθ ' οἳ ἀνακλινθέντες ἀνερρίπτουν ἅλα πηδῷ , καὶ τῷ νήδυμος ὕπνος ἐπὶ βλεφάροισιν
εἶτα οἳ μὲν τῆς ζημίας τῆς τοσαύτης μνήμῃ τὸν κίνδυνον ἀνερρίπτουν , καὶ συνελθεῖν τῷ ἐχθρῷ ἔσπευδον , οἳ δὲ
5178016 χρηϲτην
παρεμφερομένου ἐν τῷ χύματι ἀπατᾷ τοὺϲ ἰδιώταϲ , ὡϲ ὑπόϲταϲιν χρηϲτὴν νομίζεϲθαι μὴ οὖϲαν χρηϲτήν . ϲυμβαίνει γὰρ ὠμὸν χυμὸν
καὶ τὰ μεγέθη καὶ τὴν πρὸϲ ἄλληλα ϲύνταξιν ἁπάντων αὐτῶν χρηϲτὴν ταῖϲ ἐνεργείαιϲ παρεχομένη . κατὰ δὲ τὰ γνωρίϲματα τὸ
5175928 σπασμασιν
κολληθῆναι γὰρ αὐτὰς οὐ δυνατόν . ἀριστολοχία στρογγύλη ῥήγμασι καὶ σπάσμασιν , εἴπερ τι ἄλλο , ἐπιτήδειον : κενταυρίου τοῦ
τοῦ αὐχένος ἐμπλασθέντος : οἱονεὶ ἐμφραχθέντος καὶ ἀποκλεισθέντος σπαδόνεσσιν ] σπάσμασιν ἀλύων ] ἀδημονῶν δηθάκις ] πλειστάκις , πυκνῶς σκαίρει
5175188 εἰλικρινες
ὑπὸ τοῦ ἀέρος . τὸ δὲ μέσον οἷον καθαρὸν καὶ εἰλικρινές . διὸ καὶ ταύτῃ μὲν [ οὐ ] διορᾶται
, οἰόμεθα , εἴ τῳ γένοιτο αὐτὸ τὸ καλὸν ἰδεῖν εἰλικρινές , καθαρόν , ἄμεικτον , ἀλλὰ μὴ ἀνάπλεων σαρκῶν
5173401 σισυρνα
σίσυν παχείην . σισυρνοδῦται : διαφέρει σίσυς , σισύρα καὶ σίσυρνα . σίσυς μὲν γὰρ λέγεται πᾶν εὐτελὲς ἱμάτιον ,
ὅπερ καὶ γούνναν καλοῦσιν ἢ τὸ ἁπλῶς ἐξ ἐρίου ἱμάτιον σίσυρνα δὲ τὸ ἄτριχον δερμάτινον . σίσυρνα δὲ παχὺ ἱμάτιον
5171650 ἀποκρουει
. . . οὐγγ . δʹ ὕδωρ ὄμβριον . θαυμαστῶς ἀποκρούει καὶ λεπτύνει φλεγμονάς . Καδμίας . . . .
. . οὐγγ . ιβʹ ὕδωρ ὄμβριον . πάνυ καλῶς ἀποκρούει καὶ παρηγορεῖ παχυτέρα ἡ χρῖσις . εἰρηκότες ἤδη ,
5167389 ἁλτικον
ἄκρα γε μὴν τὰ ὦτα λασίους . θηρίον δὲ τοῦτο ἁλτικὸν δεινῶς , καὶ κατασχεῖν βιαιότατά τε καὶ ἐγκρατέστατα καρτερόν
προσθίους ἐμποδίζοντα διὰ τὴν ἐκείνων εἰς τὸ εἴσω παράλλαξιν . ἁλτικὸν δ ' ἐστὶ καὶ πη - δητικὸν τὸ ζῷον
5167038 ὠρυοντο
νομήων Πανὶ καὶ Ἑρμάωνι φίλην ἀνεβάλλετο μολπήν : οὐ κύνες ὠρύοντο καὶ οὐ μυκήσατο ταῦρος , μούνη δ ' ἠνεμόεσσα
: οἱ κύνες συνιόντες ἐς τὸ αὐτὸ ἀνὰ πᾶσαν νύκτα ὠρύοντο , τέλος δὲ καὶ ἀπεχώρησαν ἀθρόοι πρὸς τὸ τῶν
5166340 συμφυτον
ἀστάθμητον , καίπερ ἐν λογικῇ ψυχῇ καὶ νοερᾷ θεωρούμενον καὶ σύμφυτον ἐχούσῃ ζωὴν καὶ χωριστὴν σώματος . ταῦτα δὲ λέγεται
ἡγῇ θεούς , συγγένειά τις ἴσως σε θεία πρὸς τὸ σύμφυτον ἄγει τιμᾶν καὶ νομίζειν εἶναι : κακῶν δὲ ἀνθρώπων
5161616 λευγαλεον
ἄρα καὶ ὧς καὶ πόλεμον δείδοικα πικρὸν καὶ κῦμα θαλάσσης λευγαλέον : ναῦται γὰρ ἀεὶ σχεδόν εἰσιν ὀλέθρου . Ἀλλὰ
ἀασάμην φρεσὶ λευγαλέῃσι πιθήσας : ἡ διπλῆ ὅτι οἱ νεώτεροι λευγαλέον τὸ δίυγρον ἐπὶ τοῦ Ἀχιλλέως : νῦν δέ με
5161599 πιφαυσκεο
δινήεντα μάχῃ ἠΐσκομεν εἶναι : ἀλλ ' ἐπάμυνε τάχιστα , πιφαύσκεο δὲ φλόγα πολλήν . αὐτὰρ ἐγὼ Ζεφύροιο καὶ ἀργεστᾶο
αὐτό , φησί , τὸ φυτὸν μικρόν ἐστι . * πιφαύσκεο : γίνωσκε ἐμφάνιζεο [ ] ἀγχούσῃ προσέοικεν : ἤτοι
5159269 μεταμωνιον
φλέγοντες τοῖς ἀλγήμασι τοὺς πληγέντας . * ἔμπυροι : φλογώδεις μεταμώνιον : οὐ μάταιον , ἀλλὰ δεινόν , ἐπικίνδυνον .
δὲ καὶ ἔκπυροι : οὔ κεν ἐκείνων ἀνδράσι δάχμα πέλοι μεταμώνιον ἀλλὰ κάκηθες . ἄλλος δ ' αὖ κόχλοισι δομὴν
5157054 φθονερον
' ἀλλοτρίας διαὶ γυναικός : τάδε σῖγά τις βαΰζει : φθονερὸν δ ' ὑπ ' ἄλγος ἕρπει προδίκοις Ἀτρείδαις .
μέγα ἀγαθόν . , Βίων ὁ σοφιστὴς , ἰδών τινα φθονερὸν σφόδρα κεκυφότα , εἶπεν ἢ τούτῳ μέγα κακὸν συμβέβηκεν
5156529 νεποδεσσι
' ὑπὸ κεύθεσι λίμνης δύνεις , ὁπλίζῃ δὲ καὶ ἐν νεπόδεσσι κελαινοὺς ἀτράκτους , ὡς μή τι τεῆς ἀδίδακτον ἀνάγκης
εἰσδέξασθαι ἀναπνοὴν , οὔτ ' ἐκβαλεῖν . Καὶ γὰρ καὶ νεπόδεσσι : ἐνταῦθα γενόμενος μέμφομαι τὸν ποιητὴν κακῶς εἰρηκότα ὅτι
5156015 ἀσκελες
σκληρῶς , ἢ ἴσον ἐν τοῖς δύο βουβῶσι . * ἀσκελές : διόλου ἰσοσκελὲς ἤτοι ἐξ ἴσου ἀμετάβατον * μόχθος
εἴρηται παρὰ τὸ τὰ ἀσκελῆ τῶν νοσημάτων ἤπια ποιεῖν : ἀσκελές γὰρ τὸ σκληρόν . . . . ἀσκελές :
5152071 ἐρρωμενων
. Ἄλλαι γάρ εἰσιν ἐγγύθεν καὶ πόρρωθεν καὶ νοσούντων καὶ ἐρρωμένων καὶ τεχνιτῶν καὶ ἀτέχνων καὶ φρονίμων καὶ ἀφρόνων .
καὶ εὐπραξίαν τοῖς ἐρρωμένοις σημαῖνον καὶ τοῖς νοσοῦσιν ὑγεῖαν : ἐρρωμένων γὰρ τὸ λούεσθαι μὴ πρὸς ἀνάγκην γε ὄντων .
5150893 ἐμφαινουσιν
τὰ ὅμοια τούτων . οἱ μὲν οὖν ἀτενεῖς περιττότερα ἤθη ἐμφαίνουσιν , οἱ δὲ ὑπορρέοντες δολερώτερα , εἰ μέντοι ὑπορρέοιεν
μῆνιν καὶ φθόνου προσβολὴν ἢ ἄλλην δή τινα δαιμονίαν κακότητα ἐμφαίνουσιν . εἰ δὲ τοιοῦτοι ὄντες αὐτοὶ ἐν ἑαυτοῖς περιδινοῖντο
5149331 χερειοτερον
' ἀπολλυμένην γενεὴν ἐν δηιοτῆτι λευγαλέῃ , τῆς οὔ τι χερειότερον πέλει ἄλγος . Σοὶ δὲ καὶ εἰ μέμονεν κραδίη
τὸ μεῖζον μειζότερον καὶ μειζονώτερον Αἰσχύλοςκαὶ τὸ ὑπέρτερον ὑπερτερώτερον καὶ χερειότερον καὶ πλειότερον καὶ τὸ ῥᾶιον ῥηΐτερον . . .
5142193 ἐπαιρομενον
οὐ μικρὸν παρεῖχε τοῖς ἀνθρώποις , ὁπότε ἴδοι τινὰ μάτην ἐπαιρόμενον καὶ διὰ πρᾶγμα οὐδενὸς ἄξιον ἔξω τοῦ φρονεῖν ,
τῆς γαστρός νειαίρης ] τῆς κάτω τῆς κοιλίης ἀειρόμενον ] ἐπαιρόμενον , τὸ φάρμακον στόμα δὲ γαστρός : ὁ στόμαχος
5141963 ἰϲχνοι
ἔκκριϲιϲ τῆϲ ὕληϲ ἐπὶ τὴν κεφαλὴν τὴν ὁρμὴν ἐχούϲηϲ . ἰϲχνοὶ δὲ ὡϲ ἐπίπαν γίγνονται καὶ νωθροὶ πρὸϲ πᾶϲαν ἐπιβολήν
γένεϲιϲ , ἄμφω μελαγχολίηϲ ἡ τροφή . τάμνειν δὲ κἢν ἰϲχνοὶ ἔωϲι καὶ λείφαιμοι : ϲμικρὸν δὲ ἀφαιρέειν , ὁκόϲον
5132427 πτυουσιν
πλεύμονι , ἢ ἕλκεα ἔνδοθεν , ἢ αἷμα ἐμέουσιν ἢ πτύουσιν , ἢ ἄλγημά τι ἔχουσιν ἢ ἐν τοῖσι στήθεσιν
αἷμα ἔρχεται , ἀλλὰ κατὰ τοῦ χυμοῦ τὴν ξυγγένειαν τοιαῦτα πτύουσιν : ἔστιν οἷσιν αἷμα ἀφίεσθαι ἐν καιρῷ ἐπὶ τοῖσι
5132288 δυσαλθες
, εἰς ὃ πᾶν συρρεῖ τὸ τῆς φύσεως ἐπίκηρον καὶ δυσαλθές . κἂν μή τις θᾶττον ὡς χρέος ἀποδιδῷ τὸ
: πλησιάσειεν προσεγγίσειε ἄμποτε * δῆγμα : σπάραγμα ὀδόντων οὔτε δυσαλθές : οὔτε δυσίατον οἴδημα ἐπιφλεγμαίνεται . γ * οἶδος
5130116 Ἀλεξικακος
ἐπὶ νόσῳ λοιμώδει , καθότι καὶ παρὰ Ἀθηναίοις ἐπωνυμίαν ἔλαβεν Ἀλεξίκακος ἀποτρέψας καὶ τούτοις τὴν νόσον . ἔπαυσε δὲ ὑπὸ
' ἂν τὸ ὄνομα οὐδέν τι ἀλλοῖον ἢ ὁ καλούμενος Ἀλεξίκακος ὑπὸ Ἀθηναίων . ἑτέρωθι δὲ Ἡλίῳ πεποίηται καὶ Σελήνῃ
5129369 νωθρον
πρώτου βιβλίου . Ἄρκτος θηρίον ἐστί , ζῷον δασὺ καὶ νωθρόν , κατὰ πάντα ἐοικὸς τῷ ἀνθρώπῳ , συνετὸν καὶ
μετ ' ὀλίγον ἰχῶρα δυϲώδη , οἴδημά τε καὶ ἄλγημα νωθρόν . τὰ δὲ πεπονθότα μέρη | ϲηπόμενα λευκαίνεται ,
5129303 μιλτωδες
δὲ καὶ τὸ φοινικοῦν καὶ ἐρυθρὸν ἐν αὐτῷ καὶ οἷον μιλτῶδες , ἀλλὰ καὶ χαλκῷ τὸ χρῶμα πολλάκις ἔοικεν ,
τὸν Κνίδιον πηγὴν ἱστορεῖν ἐκδιδοῦσαν εἰς τὴν θάλατταν ἐρευθὲς καὶ μιλτῶδες ὕδωρ . Ἀγαθαρχίδην δὲ τὸν ἐκείνου πολίτην παρά τινος
5122019 Χελωνη
. τῇ ἐχίδνῃ φηγοῦ κλωνίον ἐὰν προσαγάγῃς , πτήσσει . Χελώνη ὄφεως φαγοῦσα νοσεῖ , ἐπιφαγοῦσα δὲ ὀρίγανον ὑγιαίνει .
τὰ ὄρνεα φθείρεται . Χειρώνειον ἕλκος : ἤτοι ἀνήκεστον . Χελώνη μυιῶν : ἐπὶ τῶν ἀφροντιστούντων τινός : τῷ δὲ
5120397 ῥηϊδιοι
τὸ μετόπωρον τελευτῶϲι τὸν βίον . κοτὲ καὶ γέροντεϲ ἁλῶναι ῥηΐδιοι καὶ ἀπόφρικτοι ἁλόντεϲ , ὅϲον βραχείηϲ ῥοπῆϲ ἐϲ εὐνὴν
ὀλιζότεροι πόδες αὐτοῖς . τοὔνεκα ῥηΐδιοι πτώκεσσι πέλουσι κολῶναι , ῥηΐδιοι πτώκεσσι , δυσάντεες ἱππελάτῃσι . ναὶ μὴν ἀτραπιτοῖο πολυστιβίην
5117552 φυκιον
ἢ ἔτι καὶ φοινίσσον : τὸ ξανθίζον φῦκος , ἤγουν φυκίον τῆς θαλάσσης , καταμίσγεο , καὶ ἡ καυκαλὶς δὲ
πρινίνων ἁλουργίσι περιβάλοι καὶ τῷ ἄλλῳ κόσμῳ τῷ ἑταιρικῷ καὶ φυκίον ἐντρίβοι καὶ ψιμύθιον τῷ προσώπῳ . Ἡράκλεις ὡς καταγέλαστον
5111661 ξιφιῃ
. ἀνέρος : ἁλιέως . ἀλκῇ : δυνάμει . Ἐπὶ ξιφίῃ : κατὰ ξιφίου . ὁπλίζονται : τεχνῶνται , μηχανῶνται
, πάντες ἀταρτηροῖς ὑπὸ νύγμασιν ἰὸν ἱέντες . Τρυγόνι δὲ ξιφίῃ τε θεὸς κρατερώτατα δῶρα γυίοις ἐγκατέθηκεν , ὑπέρβιον ὅπλον

Back