' ὑπὸ κεύθεσι λίμνης δύνεις , ὁπλίζῃ δὲ καὶ ἐν νεπόδεσσι κελαινοὺς ἀτράκτους , ὡς μή τι τεῆς ἀδίδακτον ἀνάγκης | ||
εἰσδέξασθαι ἀναπνοὴν , οὔτ ' ἐκβαλεῖν . Καὶ γὰρ καὶ νεπόδεσσι : ἐνταῦθα γενόμενος μέμφομαι τὸν ποιητὴν κακῶς εἰρηκότα ὅτι |
ὠδῖνας αὑτοῦ προσβαλὼν ἀποίχεται . Σχεδὸν δ ' ἐπίσταμαί τι πῆμ ' ἔχοντά νιν : χρόνον γὰρ οὐχὶ βαιόν , | ||
κρατερῆς ὑπ ' ἀνάγκης , καὶ τύπος ἀντίτυπος , καὶ πῆμ ' ἐπὶ πήματι κεῖται . Ἔνθ ' Ἀγαμεμνονίδην κατέχει |
Ὀλυμπίου εἰσὶν ἀοιδοί , ἃς ἐν χέρσῳ θρέψε Διὸς παῖς ἄσπετος ὄμβρος , λευκοτέρας χιόνος , ἔσθειν δ ' ἀμύλοισιν | ||
ἂν δ ' ὀλοὸν σύριγξ ' ἐπὶ δ ' ἔβραχεν ἄσπετος αἰθήρ : Δένδρεα δ ' ἐσμαράγησε , κραδαινόμεν ' |
ἡνιόχοιο . πολλάκι καὶ πέτρῃσι καὶ ἠϊόνεσσιν ἔκελσε πλαζόμενον : τοίη οἱ ἐπ ' ὄμμασι πέπταται ἀχλύς . δή ῥα | ||
ἄεθλον κεκλομένων : φαίης κεν ἐνυάλιον πόνον ἀνδρῶν δέρκεσθαι : τοίη γὰρ ἐνὶ φρεσὶν ἵσταται ἀλκή , τόσσος δὲ φλοῖσβός |
δὲ ἀγαθοῖς τῶν ἀνθρώπων ἀγήραον καὶ ἄφθαρτον εὐδοξίαν ἀπένειμεν . δάκος ἀδινόν : ἰδίως τὸ δάκος ἀδινὸν εἶπεν , ἀντὶ | ||
τόλμα : θῆλυς ἄρσενος φονεύς : ἔστιντί νιν καλοῦσα δυσφιλὲς δάκος τύχοιμ ' ἄν ; ἀμφίσβαιναν , ἢ Σκύλλαν τινὰ |
δ ' ὀλοαὶ δίδυμον γένος : αἱ μὲν ἔασι μείζους εἰσιδέειν καὶ πάσσονες εὐρέα νῶτα , αἱ δέ τ ' | ||
ὀιζυρῆς κακότητος ἄμμορος , ἐλπωρὴ δὲ πέλει καὶ δούλιον ἦμαρ εἰσιδέειν . Τῶ μή τις ἔτ ' ἀμβολίη πολέμοιο εἴη |
ν : γράφεται δοχμίη ἀνακλιθεῖσα . τανυσαμένη : ἐξαπλώσασα . θοά : ταχέα , ταχέως . κῶλα : ὀστᾶ , | ||
ν : γράφεται δοχμίη ἀνακλιθεῖσα . τανυσαμένη : ἐξαπλώσασα . θοά : ταχέα , ταχέως . κῶλα : ὀστᾶ , |
. Πέργαμον . οὕτως ἐλέγετο ἡ ἀκρόπολις τῆς Ἰλίου . περιώσιον περιωσίως . περιδώσομαι συνθήσομαι . περιτροπέων περιτρεπόμενος . περιδέξιος | ||
εἰς ἐμὲ τείνεται αὐτὸν ἥδε δίκη , τὴν οὔτις ἐμεῦ περιώσιον ἄλλος ἀνὴρ αὐδήσει : σὺ δὲ μηκέτι δάμναο θυμόν |
] ἀρίστα ? ? [ , παίδων δ ' εὔκαρπον τελέθει [ ] ? γένος , οἷσιν ? [ ἐκεῖναι | ||
ἐξ ἀρχῆς . Οὐ γάρ τι θεῶν γένος Οὐρανιώνων ἄπρηκτον τελέθει καὶ ἀμήχανον , ἀλλά οἱ ἀλκὴ ἕσπετ ' ἀπειρεσίη |
ὁπόσοι κρείττους περιφανῶς γένοιντο . „ Συμφερτὴ δ ' ἀρετὴ πέλει ἀνδρῶν „ ἔφη Ὅμηρος , τὴν κατ ' ἰσχὺν | ||
Ἑρμῆς δὲ ταπεινούμενος πρὸς πεντεκαιδεκάτην : τὸ τρίγωνον ἡμέρας μὲν πέλει τῆς Ἀφροδίτης , νυκτὸς δὲ πρὸς τὸν Ἄρεα : |
σπαράξομαι κόμαν , οὐκ ἐμῶι ' πιθήσομαι κάραι κτύπημα χειρὸς ὀλοόν ; ὦ πόλις , διπλῶν τέκνων μ ' ἐστέρησε | ||
ἢ τανύει τὸ ἄκρον ἐκτείνει * ἄκρην : οὐράν * ὀλοόν : φθαρτικόν * ἐπώδυνον : ὀδυνηρόν * ἔπλετο : |
σκεύεα , ἀπὸ τῶν ἕδρην συνδέων ὁκοίην καλιὴν ἱζάνει , μίμνει τε χρόνον τῶν εἶπον ἡμερέων . πολλοὶ δὲ ἀπικνεόμενοι | ||
ὀμίχληϲ ἡ αἴϲθηϲιϲ , ἡ δὲ γνώμη εὐϲταθὴϲ ἠδὲ ἔμπεδοϲ μίμνει . τάδε μέντοι τῆϲ λύϲιοϲ τῆϲ νούϲου γνώματα . |
βριάοντα χαλέπτει , ῥεῖα δ ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει , ῥεῖα δέ τ ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα | ||
: ἠνορέη δὲ ἄπρηκτος τελέθει μέγεθός τ ' εἰς οὐδὲν ἀέξει ἀνέρος , εἰ μή οἱ πινυτὴ ἐπὶ μῆτις ἕπηται |
ἄρα παιδὶ μενεπτολέμου Ἀχιλῆος . Κτεῖνον δ ' ἀλλήλους : ὀλοὴ δ ' ἀνὰ μέσσον Ἐνυὼ στρωφᾶτ ' ἀλγινόεντι λύθρῳ | ||
Ἔρις , ἐν δὲ Κυδοιμὸς ὁμίλεον , ἐν δ ' ὀλοὴ Κήρ , ἄλλον ζῳὸν ἔχουσα νεούτατον , ἄλλον ἄουτον |
: καὶ ἕνεκα τούτου σημειωτέον πάλιν τὸ ἔνδοντὸ . γὰρ ἔμπεδον οὐκ ἔχεται τῆς παραγωγῆς τῆς διὰ τοῦ δον , | ||
δέμας . ἀλλ ' ἐκείνοις μὲν τὸν νοῦν μένειν φησὶν ἔμπεδον , τούτων δὲ ὁ νοῦς πρῶτος ἀπόλωλε καὶ διέφθαρται |
ἐπαντέλλοντι συνάπτοι , ἄστρων οὐλομένων ἑτέρων μαλερῇσιν ὑπ ' αὐγαῖς δερκομένου ἑτέροιο , γονὴν δούλειον ἔτευξαν . ὁππότε δ ' | ||
μήθ ' ὥρης ζῶον μήτ ' οὖν φάος ἁγνὸν Μήνης δερκομένου Ζηνὸς φυσιζόῳ αἴγλῃ . καὶ δὲ καί , ὁππότ |
ὀλέθριον οὔτε λίνοιο ἀμφιβολὰς ἐφέηκαν ἁλίστονοι ἀγρευτῆρες , ἀλλ ' αὔτως ἐρύουσιν ἀναψάμενοι μίαν οἴην ἐν ῥοθίοις : αἱ δ | ||
μούνην σεῖο λίπῃς ἀπάνευθεν , ἐποιχόμενος βασιλῆας , ἀλλ ' αὔτως εἴρυσο : δίκη δέ τοι ἔμπεδος ἔστω καὶ θέμις |
δέμας φοῖνιξ ἦν , ἐν δὲ μετώπῳ λευκὸν σῆμ ' ἐτέτυκτο : ” καὶ τὸ φοινικὸν ἄνθος , “ ὡς | ||
γείνατ ' ἀρήιον ἐν Δαναοῖσι Τυδέα : τοῦ δ ' ἐτέτυκτο πάις σθεναρὸς Διομήδης . Τοὔνεκα Θερσίταο περὶ κταμένοιο χαλέφθη |
ἤκαχε μητέρα κεδνήν , ἣ δ ' ὁτὲ μὲν χήρη περιπέπταται ἀμφὶ καλιήν , ἄλλοτε δ ' εὐτύκτοισι περὶ προθύροισι | ||
πηδῶσι , καὶ ἐμπίπτουσι τοῖς θηράτροις , ἅπερ οὖν αὐτοῖς περιπέπταται , καὶ λαμβάνουσιν οἱ Αἰγύπτιοι θήραν εὔοψον σὺν χορείᾳ |
. . ῬΕΙΑ . Ῥᾳδίως , κοινῶς : ποιητικῶς δὲ ῥεῖα καὶ ῥηϊδίως . Ἀπὸ τοῦ βριάω βριαρόν : ὡς | ||
, οὐδέ τις ἤδη φρυνὸς ἐνὶ ξηροῖς βοσκόμενος πεδίοις . ῥεῖα δὲ καὶ στομάχοιο φέροις ἄκος οἰδήναντος καὶ θοὸν ἰήσαι |
μέλαν κυάνοιο φέρει μεμορυγμένον ἄνθος : ἀλκὴ δ ' ἐν μελέεσσιν ἀπείριτος ἠδὲ λεόντων κοιρανικῶν Λίβυες μέγα κοιρανέουσι λέοντες . | ||
τοίους καὶ προτέρους ἐξ ἰλύος ἐβλάστησεν χθὼν αὐτὴ μικτοῖσιν ἀρηρεμένους μελέεσσιν , οὔπω διψαλέῳ μάλ ' ὑπ ' ἠέρι πιληθεῖσα |
ἤτοι μὲν κέρας ἐστί , ταναύποδος οἷα φύονται ἐκ κεφαλῆς ἐλάφοιο : φύει γε μὲν οὔ ποτε κόρση πέτρην , | ||
Τοὺς δ ' ἄρα κικλήσκουσιν ἐνὶ ξυλόχοισιν ἰόρκους : κἀκείνοις ἐλάφοιο δέμας , ῥινὸν δ ' ἐπὶ νώτῳ στικτὸν ἅπαντα |
δεδοξάσθω μὲν ἐοικότα τοῖς ἐτύμοισι . ὁππόσα δὴ θνητοῖσι πεφήνασιν εἰσοράασθαι , καὶ μὲν ἐνὶ σπεάτεσσί τεοις καταλείβεται ὕδωρ . | ||
ἐγένοντο νεώτεροι ἢ πάρος ἦσαν καὶ πολὺ καλλίονες καὶ μείζονες εἰσοράασθαι . ἔγνωσαν δέ με κεῖνοι , ἔφυν τ ' |
/ πρῶτα μὲν αἰγλήεντα [ * * ] / ἀρρήτωι στροφάλιγγι [ ] πάλιν [ ] [ δίνητον ] [ | ||
δὲ τοῖς πλέουσι συνιέναι διὰ τὰ κολπώματα . Εἰλεῖται δὲ στροφάλιγγι , βιοῦ κέρᾳ ἐοικὼς , ὁ πόρος δηλονότι : |
ψυχή μου προορᾶται , οὕτως γένοιτο . βλέποντες : γράφεται λεύσσοντες . μεμαώς : ἀντὶ τοῦ ὀργιζόμενος νῦν : οὐ | ||
, κεἴ τις ἐγγελᾷ λόγῳ , Ζεὺς καὶ θεοὶ βρότεια λεύσσοντες πάθη . ἀμφίπολος Ἄρεος ἀνιέρου φίλων λαβεῖν γὰρ πεῖραν |
. χροιὴν δ ' αἰθαλόεις , πλατύς , οὐ μέγας ἔπλετ ' ἰδέσθαι , καρφαλέῃ δ ' ἴκελον πεύκῃ φλόγα | ||
τις [ ] ! ! τι ἶρον οὐδυ [ ] ἔπλετ ' ὄπποθεν ? [ ἄμμες ] ἀπέσκομεν , οὐκ |
: τοῦ καράβου . ὠτειλαῖς : πληγαῖς , τραύμασιν . περιπλήθουσα : μεστουμένη . θαμειαῖς : πυκναῖς , συχναῖς . | ||
καρπόν , ἐϋτροχάλοιο μέσον κατὰ χῶρον ἀλωῆς πολλὸν ἐνηήσαντο , περιπλήθουσα δὲ πάντῃ πυροδόκος στεφάνη λευκαίνεται ἔνδον ἀλωῆς : ὣς |
περισπέρχουσά περ αἰνῶς βλάπτει τρηχὺν ἐόντα , γένυν δ ' ἀνεμώλιον αὔτως ἐγχρίμπτει , στερεοῖσι δ ' ἐτώσια μαίνετ ' | ||
δύστλητα γὰρ ἔσται κήδεα , καὶ δ ' ἂν ἀκεσφορίην ἀνεμώλιον ἔλποι . ἢν δέ τις ἄλλη νοῦσος ἐπιρρέπῃ , |
τε ζώει τε καὶ ἕρπει , εὐνάζων ἤμειψεν ὑπὸ χρυσέαις πτερύγεσσιν . Ἷξε δ ' ὑπὸ στυφελῶν Κόλχων εὐανθέα χῶρον | ||
Πολλάκι δ ' ἀγριάδες νῆσσαι ἢ εἰναλιδῖναι αἴθυιαι χερσαῖα τινάσσονται πτερύγεσσιν : ἢ νεφέλη ὄρεος μηκύνεται ἐν κορυφῇσιν . Ἤδη |
ῥύσις ] ἡ ῥεῦσις πίμπραται ] οἰδαίνουσιν καὶ τὸ εἰδήνατο χροιήν , ἀντὶ τοῦ ὡμοιώθη τῷ ] τῷ φαρμακευθέντι ὁτέ | ||
τοῦ ἀλέω ἀλεύω . Πλέξηται : περιπλακῇ , περιλάβῃ . χροιήν : ὄψιν τῆς πέτρας . ἀμφιέσηται : περιβάλληται . |
δ ' ὁμοῦ βεβαῶσι Κρόνος τετράγωνος ὁρῆται , τῆμος ἐνὶ στέρνοισι χολὴ ζείουσα μέλαινα ἀνθρώποις παρέπλαγξε νόον , λύσσαν τ | ||
Καὶ τὰ μὲν ὡς ἐσάκουσαν ἐριγδούπου Κρονίδαο , τλῆσαν ἐνὶ στέρνοισι καὶ οὐ βασιλῆος ἔναντα μῦθον ἔφαν : μάλα γάρ |
' ἠελίοιο τυπείσας ἀμφότερον δίψη τε φίλη τ ' ἐκάλεσσεν ἀϋτμή : πίδακι δ ' ἐμπέλασαν Βρομιώτιδι καὶ μέγα χανδὸν | ||
ὀλοώτατος εἴρηκεν ] ὅμοιον τῷ ” κλυτὸς Ἀμφιτρίτη καὶ θεσμὸς ἀϋτμή ” καὶ „ κλυτὸς Ἱπποδάμεια „ . . . |
ἂν νῶϊ διαδράκοι Ἠέλιός περ , οὗ τε καὶ ὀξύτατον πέλεται φάος εἰσοράασθαι . Ἦ ῥα καὶ ἀγκὰς ἔμαρπτε Κρόνου | ||
τὸν λόγον , λέγων [ Τ ] αἶψά τε φυλόπιδος πέλεται κόρος ἀνθρώποισιν , ἧς τε πλείστην μὲν καλάμην χθονὶ |
τεὸς ἵκετο φεύγων , δῆμον ὑποδδείσας ; δὴ γὰρ κεχολώατο λίην , οὕνεκα ληϊστῆρσιν ἐπισπόμενος Ταφίοισιν ἤκαχε Θεσπρωτούς : οἱ | ||
τε ἐκτείνηται ἐάν τε συστέλληται : ⌊ ὡς παρὰ Ἀνακρέοντι λίην δὲ δὴ λιάζεις ⌋ . λῆμα καὶ λῆμμα διαφέρει |
πλεῖθ ' ὑγρὰ κέλευθα ; ἤ τι κατὰ πρῆξιν ἦ μαψιδίως ἀλάλησθε οἷά τε ληϊστῆρες ὑπεὶρ ἅλα , τοί τ | ||
〚 ! ! μ ? 〛 ἄλλο [ ? ] μαψιδίως ? ? ? εμα [ ] ἐξότε ? ? |
ἦτορ ἀεὶ βλάπτοντας ἀνίαις . ἀλλ ' Ἄρης οἴκοισι Κρόνου πολιοῖο βεβηκὼς πανθαρσεῖς τεύχει καὶ πρήξεσι τολμήεντας , πρὸς δ | ||
ὃς καμάτου μεθίεσκεν ὑποδρήσσων βασιλῆι . Τόφρα δ ' Ἔρως πολιοῖο δι ' ἠέρος ἷξεν ἄφαντος , τετρηχὼς οἷόν τε |
, ἄθυμοι , μελαγχολώδεεϲ . ἐπὶ δὲ τὸ λευκότερον , χροιῇ μὲν λευκόχλωροι , γνώμῃ δὲ φαιδρότεροι : ϲιτίων ἄρξαϲθαι | ||
, πολέες δέ τε χάρμ ' Ἀφροδίτης : ἤρισε γὰρ χροιῇ . τὸ δέ που ἐπὶ μέσσον ὄνειδος ὅπλον βρωμήταο |
: τολμηρός : γράφεται ἄλκιμος . ἄλκιμος : ἰσχυρός . ἄτρομος : ἄφοβος . ἠδὲ σαόφρων : καὶ φρόνιμος , | ||
παλύνετο : δῦ δέ μιν ἀλκή σμερδαλέη ἄφατός τε καὶ ἄτρομος , αἱ δ ' ἑκάτερθεν χεῖρες ἐπερρώσαντο περὶ σθένεϊ |
οἰκτείραι θήρης τε δυσαγρέος ἠδὲ μόροιο : τῆς μὲν γὰρ λαγόνεσσιν ἐλήλατο δουρὸς ἀκωκή , τῆς δὲ κάρη ξυνέπειρε θοὸν | ||
, θηλυτέρης ἐνοπῇσι παραπλαγχθέντες ἰωῆς : τοῖς κεῖνοι κύρτοιο πέσον λαγόνεσσιν ὁμοῖοι . Τοίην δ ' αὖ κεφάλοισιν ἔρως περιβάλλεται |
ἀλλ ' ὅθεν ἐλλίπομεν , θοίνα παρέης : ὅτε παλάξαι δύνατ ' ἐπικρατέως ἔγωγ ' ἔτι , κοὔ κε λέγοι | ||
ὀνόμαζεν : Ἥφαιστ ' , οὔ τις σοί γε θεῶν δύνατ ' ἀντιφερίζειν , οὐδ ' ἂν ἐγὼ σοί γ |
βαρυφθόγγων τε λεόντων . χροιὴ δ ' ἄλλοτε μὲν ψαφαρὴ ἐπιδέδρομε νώτοις , ἄλλοτε μηλινόεσσα καὶ αἰόλος , ἄλλοτε τεφρή | ||
, ἢ καὶ τῇ ἰλύι τοῦ Νείλου ἐμφερές . * ἐπιδέδρομε : ἐπιτρέχει [ * ἐπιδέδορκε : ] ὁρᾶται * |
. αὐτῷ τοι μετόπισθ ' ἄχος ἔσσεται , οὐδέ τι μῆχος ῥεχθέντος κακοῦ ἔστ ' ἄκος εὑρεῖν : ἀλλὰ πολὺ | ||
χαλέπτει . Τῶ νῦν μήτε δόλον φραζώμεθα , μήτέ τι μῆχος ἄλλο : πόνῳ γὰρ ἔοικεν ἀριστέας ἔμμεναι ἄνδρας καὶ |
πᾶσα δ ' εὐθαλὴς Αἴγυπτος ἁγνοῦ νάματος πληρουμένη φερέσβιον Δήμητρος ἀντέλλει στάχυν . . Αἰγύπτιος . . . : . | ||
κατάγει δ ' Ὄφιν αὐχένος ἐγγύς . καὶ πάλιν : ἀντέλλει δ ' Ὕδρης κεφαλὴ χαροπός τε Λαγωός καὶ Προκύων |
δικλίδ ' ἐπιπλήσσοντες ἀνακρούουσιν ὀχῆας , τοῖοί οἱ μουνὰξ ὑποκείμενοι ἰνδάλλονται ἀστέρες . Ἡ δ ' αὕτως ὀλίγων ἀποτείνεται ὤμων | ||
βόσιός τε χατίζει , γυμναὶ δ ' ἡμερίδες περὶ βότρυσιν ἰνδάλλονται , δὴ τότε καὶ θηρᾶν πικρὴν ἐπὶ μῆτιν ὑφαίνει |
στόμα Θερμώδοντος . τῆς δὲ πρὸς ἀντιπέραιαν ὑπαὶ ῥιπὴν ζεφύροιο φαίνετ ' ἀπειρεσίου ποταμοῦ ῥόος Εὐφρήταο , ὃς δ ' | ||
τὸ δ ' ἀντίον ἀτρεκὲς αὔτως χαλκείῃ δείκηλον ἐν ἀσπίδι φαίνετ ' ἰδέσθαι . Ἐν δὲ βοῶν ἔσκεν λάσιος νομός |
σχεδόν : εἶμι δ ' ἐς αὐγάς ἠελίου μετόπισθε τεοῖς νεπόδεσσιν ἑτοίμη . ” Τῶν ἄρ ' ἐπὶ μνῆστιν κραδίη | ||
λυγρὸν ἐπ ' ἰχθύσι μητίσαντο φάρμακον , ὠκύμορον δὲ τέλος νεπόδεσσιν ἔθηκαν . οἱ δ ' ἤτοι πρῶτον μὲν ἐπασσυτέραις |
ἔμελλε πείθεσθαι τεράεσσι . Τὸ δ ' οὐ λάθε Κυανοχαίτην ἠέρι θεσπεσίῃ κεκαλυμμένον , ἀμφὶ δὲ ποσσὶ νισομένοιο ἄνακτος ἐρεμνὴ | ||
μικτοῖσιν ἀρηρεμένους μελέεσσιν , οὔπω διψαλέῳ μάλ ' ὑπ ' ἠέρι πιληθεῖσα οὐδέ πω ἀζαλέοιο βολαῖς τόσον ἠελίοιο ἰκμάδας αἰνυμένου |
, Κύπριδος λῃστὴν θεᾶς , δαρὸν στένουσαι , κλῆρον εἰς ἀνάρσιον πέμψουσι παῖδας ἐστερημένας γάμων . Λάρυμνα καὶ Σπερχειὲ καὶ | ||
τεκεῖσθε . Καὶ δή που πόλεμοι , καὶ δὴ καὶ ἀνάρσιον αἷμα ἔσσεται ἀνθρώποισι , κακῷ δ ' ἐπικείσεται ἄλγος |
: τὸ σίαλον παχὺ καὶ λιγνυῶδες βήσσεται , καὶ ἡ χροιὴ μέλαινα καὶ ὑποιδαλέη , καὶ ὀδύναι λεπταὶ ὑπὸ τὸ | ||
ὡς ἂν ἰσχύος ἔχωσιν , οὕτω καὶ γυῖα , καὶ χροιὴ ἐπὶ τὸ κάκιον ἢ ἄμεινον ἐπιδιδοῖ . δίκαιον δὲ |
περαιόθεν ἕλκεται ἄστρον : Ὕδρην μιν καλέουσι : τὸ δὲ ζώοντι ἐοικὸς ἠνεκὲς εἰλεῖται , καί οἱ κεφαλὴ ὑπὸ μέσσον | ||
ἥψατο θεσπιδαὲς πῦρ . ἀλλὰ τὰ μὲν μετόπισθεν . ἔτι ζώοντι δ ' ἀοιδῷ Φοῖβος ἄναξ ἐκέλευσε πολυχρύσου παρὰ Πυθοῦς |
αἰχμάζων : κόπτων . δαχμάζων : δάκνων , τρώγων . γενύεσσι : στόμασιν . παθῶν : ἕνεκα . ἀπετίσατο : | ||
ἀλόχοισιν : αἶψα δ ' ἐπιθύσας ὁ μὲν ἔλπεται ἐν γενύεσσι τίνυσθαι καρῖδος ἐπήλυσιν , οὐδ ' ἐνόησεν ὃν μόρον |
νήσοισι λιτὴ φύει εἴαρι γαίη : Ἠέλιος δ ' ἵπποις θυμήρεα δόρπον ὀπάζει ὕλην ναιετάουσαν , ἵνα δρόμον ἐκτελέσωσιν ἄτρυτοι | ||
νήσοισι λιτὴ φύει εἴαρι γαῖα , Ἠέλιος δ ' ἵπποις θυμήρεα δόρπον ὀπάζει , ὕλῃ ναιετάουσαν , ἵνα δρόμον ἐκτελέσωσιν |
αἰνὰ ῥέεθρα , ἧχι θοαὶ ναίουσιν Ἐριννύες αἵ τε βροτοῖσιν αἰὲν ὑπερφιάλοισι κακὰς ἐφιᾶσιν ἀνίας . Αἴας δ ' , | ||
, μή τις ἔνδοθεν κλύῃ . Οὐ τὰν Ἄρτεμιν τὰν αἰὲν ἀδμήταν , τόδε μὲν οὔ ποτ ' ἀξιώσω τρέσαι |
: ἃς ἔνιοι καλοῦσι , χοινικίδας εἰς ἃς ὁ ἄξων ἐντρέφεται : παρὰ τὸ πληροῦσθαι ὑπ ' αὐτὸν τὸν ἄξονα | ||
εὖτε χαράξῃ πούλυπος ἑρπυστὴρ ἢ σηπίη , ἀλλὰ καὶ αὐτοῖς ἐντρέφεται βαιὸς μὲν ἀτὰρ βλαπτήριος ἰχώρ . κέντρα δὲ πευκήεντα |
ἱκέσθαι εἵνεκα πυγμαχίης : πολέμου δ ' οὐ πάγχυ δαήμων ἔπλετο λευγαλέου , ὁπότ ' Ἄρεος ἔσσυτο δῆρις . Καί | ||
, οὕτως λέγων : ἠύτε βοῦς ἀγέληφι μέγ ' ἔξοχος ἔπλετο πάντων ταῦρος : ὁ γάρ τε βόεσσι μεταπρέπει ἀγρομένῃσι |
δέ κέ τοι ἀνὰ Βόσπορον ἰθὺς ἰόντι ἄλλη ἀπειρησίη νῆσος πέλοι , ἥ ῥά τε λίμνης ἔνδοθι δεξιτερῇ Μαιώτιδος ἐστήρικται | ||
τοῖς Ἡρακλείοις τόξοις . οὕτω δ ' Ἱέρωνι θεὸς ὀρθωτὴρ πέλοι : οὕτω δὲ , φησὶ , τῷ Ἱέρωνι ὀρθωτὴρ |
τὸ ἀπλατές . Κέκρυπται : ἀφανῆ εἰσι καὶ κρύπτει . ἀείδελα : ἀφανῆ ὄντα , ἄγνωστα ὄντα . μυθήσαιτο : | ||
στόμα , διὰ τοῦ στόματος . Τρομέουσιν : φοβοῦνται . ἀείδελα : ἄγνωστα , ἀθέατα , ἀφανῆ . Δερκόμενοι : |
ῥῆξαι μάλα περ μενεαίνων : ἴσχον γὰρ πυργηδὸν ἀρηρότες , ἠΰτε πέτρη ἠλίβατος μεγάλη πολιῆς ἁλὸς ἐγγὺς ἐοῦσα , ἥ | ||
εὐχομένῳ τοι ἀρηγόνα λᾶαν ὀπάσσω , θεσπεσίοιο γάλακτος ἐνίπλεον , ἠΰτε μαζὸν πρωτοτόκου νύμφης ἢ μηκάδος οὐθατοέσσης : τόν ῥα |
φθειρόμενοι : χαλεπὰς δὲ θεοὶ δώσουσι μερίμνας . ἀλλ ' ἔμπης καὶ τοῖσι μεμείξεται ἐσθλὰ κακοῖσιν . Ζεὺς δ ' | ||
τ ' ἐμῷ καὶ ἐμοί : νῦν δὲ χρὴ τετλάμεν ἔμπης . * ) περιττός : ἀρκεῖ γὰρ ὁ πρὸ |
σύμπασαν ἐπιμύουσι μένοντες χειμερίην ὥρην , δέμας ὕπνοισιν μεθύοντες : δύσμοροι , οὔτε βορὴν ἑλέειν , οὐ φέγγος ἰδέσθαι : | ||
ἐόντα , ὃν φεύγοντες ἐῶσιν ὅσοι θνητῶν κακοί εἰσιν , δύσμοροι , οἵ τ ' ἀγαθῶν μὲν ἀεὶ κτῆσιν ποθέοντες |
βαιὴν μὲν κεφαλήν , πολλὴν δὲ τανύτριχα δειρὴν κυανέην : κείνῃσι πολὺ πτερόν : οὐ μὲν ὕπερθεν ἠέρος ὑψιπόροισιν ἐπιπλώουσι | ||
δή σφι νόον μέγα θάρσος ἱκάνει : οὐ γάρ πω κείνῃσι νομαῖς ἔνι κῆτος ἄαπτον , οὐ δάκος , οὐδέ |
πλείονι καταβαφῇ . καί τινες δὲ ἱδρῶτες λήγοντος τοῦ πυρετοῦ ἐφέπονται , ἐνίοις δὲ καὶ ἔμετοι ξανθῆς χολῆς , καὶ | ||
ἑταῖροι ἀχνύμενοι , μετὰ δέ σφι κύνες ποθέοντες ἄνακτα κνυζηθμῷ ἐφέπονται ἀνιηρῆς ἕνεκ ' ἄγρης : ὣς οἵ γε προλιπόντες |
τε νέης ἐνὶ ἤματι μήνην ἢ ἴδεν ἢ ἐδόκησεν ἐπαχλύουσαν ἰδέσθαι : ἐς δ ' ἑτάρους ἀνιὼν μυθήσατο μή μιν | ||
καὶ τείχεα μακρά , ὑψηλά , σκολόπεσσιν ἀρηρότα , θαῦμα ἰδέσθαι . ἀλλ ' ὅτε δὴ βασιλῆος ἀγακλυτὰ δώμαθ ' |
[ ? ] πυρὰ κείατε καὶ μεμαῶτες [ τείχεος ] ἔκτοσθεν φιλίην ῥύεσθε πόληα : [ – ˘˘ ] ν | ||
γὰρ ἔντοσθεν ἄλλα τις αἰτία δυναμικωτέρα αὐτᾶς εὑρεθήσεται οὔτ ' ἔκτοσθεν φθεῖραι αὐτὸν δυναμένα : ἀλλ ' ἦν ὅδε ὁ |
ἔπειτα ὀστέα Πατρόκλοιο Μενοιτιάδαο λέγωμεν εὖ διαγιγνώσκοντες : ἀριφραδέα δὲ τέτυκται : ἐν μέσσῃ γὰρ ἔκειτο πυρῇ , τοὶ δ | ||
ἔειπεν : “ Χαλκιόπη , ὡς ὔμμι φίλον τερπνόν τε τέτυκται , ὧς ἔρξω . μὴ γάρ μοι ἐν ὀφθαλμοῖσι |
ὡς Ὅμηρος [ δ ] : ἀλλ ' αἰεὶ Ζεφύροιο λιγὺ πνείοντας ἀήτας Ὠκεανὸς ἀνίησιν ἀναψύχειν ἀνθρώπους . τὸ φύσει | ||
λαμβάνει : διὸ καὶ ἀνεμώδης τουτέστι πνευματική . ὃς μοίσᾳ λιγὺ πᾶξεν ἰοστεφάνῳ : ὃς μουσικῶς ἔπηξε τὴν σύριγγα . |
νυν πᾶν πρῆγμα τίκτει σφάλματα , ἐκ τῶν ζημίαι μεγάλαι φιλέουσι γίνεσθαι : ἐν δὲ τῷ ἐπισχεῖν ἔνεστι ἀγαθά , | ||
ἐν τῷ ἀλογίστῳ ἀποπιμπλάναι . Πολλοὶ δοκέοντες ἑωυτοὺς φιλέειν οὐ φιλέουσι ἀληθέως : πάντα γοῦν αὐτοῦ τούτου εἵνεκα εἴκοντες ἑωυτοῖς |
ὅτε προλιπόντε Καλύδνας υἱέα [ Λαοκόωντος ] ὑπὲρ βωμῶν ἐπάσαντο δήεις καὶ σκυτάλην ] ἐναλίγκιον ἀμφισφαίνηι [ εἶδος , ἀτὰρ | ||
ὁ δέ . . ε . Ρ . Φ . δήεις δὲ διοτρεφέας βασιλῆας . * ) [ ἡ διπλῆ |
τῆς λείας , ὅπερ καὶ θηλυκῶς λέγεται , οἷον : πέτρη γὰρ λίς ἐστι περιξεστῇ εἰκυῖα . Λίσπη : ἐκτετριμμένη | ||
πᾶσα μὲν ὕλη , πᾶσα δ ' ἄρ ' ὀκριόεσσα πέτρη ποταμῶν τε ῥέεθρα πνοιαί τε λιγέων ἀνέμων ἀμέγαρτον ἀέντων |
πλεῖον ἢ τέρπει πολύ . τοῦ κακῶς λέγειν γὰρ ἀρχὴ γίνετ ' : ἂν δ ' εἴπῃς ἅπαξ , εὐθὺς | ||
οὐ δικαίως προσπεπατταλευμένον γράφουσι τὸν Προμηθέα πρὸς ταῖς πέτραις καὶ γίνετ ' αὐτῶι λαμπάς , ἄλλο δ ' οὐδὲ ἓν |
μελισσέων ἀγλαὰ φῦλα , ἄλλοτε δ ' αἰνὸς ὄφις καὶ ἀμείλιχος . εἶχε δὲ δῶρα παντοῖ ' , οὐκ ὀνομαστά | ||
ἐύστροφον ἀγχόθι μαζοῦ εἴρυσε , κυκλώθη δὲ κέρας , καὶ ἀμείλιχος ἰὸς ἰθύνθη , τόξον δὲ λυγρὴ ὑπερέσχεν ἀκωκὴ τυτθὸν |
Διὶ οἰνοχοεύειν κάλλεος εἵνεκα οἷο : πάλιν ἐπὶ τοῦ αὐτὰρ ὅγ ' ὃν φίλον υἱὸν ἐπεὶ κύσε σύνθετος : τὸν | ||
παλίσσυτος αὐτίκ ' ἀγινεῖ ἀτραπιτοῖο πέλας κύνα μέρμερον : αὐτὰρ ὅγ ' αἶψα ὠρίνθη , φριμάᾳ τε λαγωείης ὑπ ' |
οὐκ ἄν σε διατμήξειαν ἀκωκαί γηγενέων ἀνδρῶν οὐδ ' ἄσχετος ἀίσσουσα φλὸξ ὀλοῶν ταύρων . τοῖός γε μὲν οὐκ ἐπὶ | ||
ὀρυμαγδὸς ἐπειγομένων ἐλάτῃσιν ἦεν ἀριστήων . ἡ δ ' ἔμπαλιν ἀίσσουσα γαίῃ χεῖρας ἔτεινεν , ἀμήχανος : αὐτὰρ Ἰήσων θάρσυνέν |
οὔτι πέλει σθένος οὐδέ τις ἀλκὴ τρηχείαις γενύεσσιν ὑπερφιάλως ἐρύσαντα ἐκφυγέειν , ἅτε πῶλον ἀποπτυστῆρα χαλινῶν : ἀλλ ' αἰεὶ | ||
τε κυκλώσαντο ἱέμενοι ] μάρψαι ? , ταὶ δ ' ἐκφυγέειν καὶ ἀλύξαι . ἔς τε Κεφαλλήνων ] ἀγερώχων φῦλον |
, ἀσπίδι γιγνώσκων αὐλώπιδί τε τρυφαλείῃ , ἵππους τ ' εἰσορόων : σάφα δ ' οὐκ οἶδ ' εἰ θεός | ||
, σὺν δὲ στόμα πάμπαν ἐρείδει : φαίης κ ' εἰσορόων ἤ μιν βαθὺν ὕπνον ἰαύειν , ἠὲ καὶ ἀτρεκέως |
μετάβαϲιϲ ἐϲ νώτου μύαϲ καὶ θώρηκοϲ . ἄπιϲτον ἐϲ ὅϲον ἕρπει τὸ κακόν . ϲπόνδυλοι ἀλγέουϲι ῥάχιόϲ τε καὶ αὐχένοϲ | ||
* οἴμῳ : τῇ πορείᾳ ὑποψοφέων : μεταφορικῶς . ἠρέμα ἕρπει προσπταίων , τουτέστι τραχύνεται τῇ φολίδι ἡ γαστήρ , |
τοὺς μὲν δὴ θήρεσσιν ἐοικότας , οἵ τ ' ἐν ὄρεσσι ποίμνῃς εἰροπόκοισι φόνον στονόεντα φέρουσι , τὴν δὲ πυρὸς | ||
: τοὶ δ ' ἀίοντες ὑπέτρεσαν , εὖτ ' ἐν ὄρεσσι φθόγγον ἐριβρύχμοιο νεβροὶ τρομέωσι λέοντος δείλαιοι μέγα θῆρα πεφυζότες |
. Ἔστι δέ τις δρυμοῖσι παρέστιος ὀξύκερως θήρ , ἀγριόθυμος ὄρυξ , κρυερὸς θήρεσσι μάλιστα : τοῦ δ ' ἤτοι | ||
. κεφ . κγʹ . περὶ ὄρυγος . ὅτι ἐστὶν ὄρυξ θηρίον κερατῶδες καὶ ἕτερος ὄρυξ σκώληξ , ὡς κερατώδης |
πάλιν μεθ ' ἧς ὕστερον ἐχρῶντο μανίας , ἀλλά τινι λύσσῃ φόβῳ συγκεκραμένῃ πλησίον γενόμενοι ταῖς ἀπὸ τῶν βελῶν νιφάσι | ||
ὡς ἔστιν εἰκάσαι τῆς μελαίνης καὶ μέθης παρατροπαῖς καὶ τῇ λύσσῃ τῇ ἀπὸ τῶν λυσσώντων κυνῶν συμβαινούσῃ τὸν ἐνθουσιασμὸν ἀπεικάζει |
, καὶ ἀκήρατος ἀλυπία καὶ ἡδεῖα δίαιτα : οὔτε γὰρ χεῖμα σφοδρὸν οὔτε θάλπος ἐγγίγνεται , ἀλλ ' εὔκρατος ἀὴρ | ||
κεν ἰδὼν ἐλέφαντα ἢ κορυφὴν ὄρεος παναπείριτον ἢ νέφος αἰνὸν χεῖμα φέρον δειλοῖσι βροτῶν ἐπὶ χέρσον ὁδεύειν . ἴφθιμον δὲ |
, οὕς τ ' αἰνὸς ὄφις ἔτι νηπιάχοντας θάμνοις ἐν πυκινοῖσι κατεσθίει , ἡ δὲ κατ ' αὐτούς πωτᾶται κλάζουσα | ||
ἥτιςΚύπριςσυνεργὸς καὶ συμπράκτρια τῶν σῶν κινδύνων γενήσεται . λίσσεό μιν πυκινοῖσι : εἶπε γὰρ ὁ Φινεύς : ἐν γὰρ τῇ |
φέρεσθαι . οἱ δέ οἱ ὁρμιῇ προσαρηρότας εὐρέας ἀσκοὺς πνοιῆς ἀνδρομέης πεπληθότας εὐθὺς ἐς ὕδωρ δυομένῳ πέμπουσιν : ὁ δ | ||
! ! ! ] ἀρδμὸν ? ? ? ὁδεύων [ ἀνδρομέης ] ἔσπειρεν [ ἀγρὸν θρεπτῆρα ] ? [ γενέθλης |
δολιχόσκιον ἔγχος ἔμεινας : δυστήνων δέ τε παῖδες ἐμῷ μένει ἀντιόωσιν . εἰ δέ τις ἀθανάτων γε κατ ' οὐρανοῦ | ||
ἐξισωθῇ , ὁμοιωθῇ , ἀνασώσει σωθῆναι Πεφρίκασι : φοβοῦνται . ἀντιόωσιν : ἀντιόωσαι . Δάμνανται : δαμάζονται . μέλει : |
φύγοις κακόν : ἀλλά νυ καὶ τὰ ἄνθρωποι ῥέζουσιν ἀιδρείῃσι νόοιο : χρήματα γὰρ ψυχὴ πέλεται δειλοῖσι βροτοῖσιν . δεινὸν | ||
, / ἀλλ ' ὑπεροπλίηι [ τε ] καὶ ἁμαρτωλῆισι νόοιο / ἶσα Διὶ βρομέει , κεφαλὴν δ ' ὑπὲρ |
τουτέστιν ὠμὰ τὰ φύλλα διαμασήσασθαι καὶ τὸν χυλὸν αὐτῶν καταπίνειν ἄδην ] δαψιλῶς κίχορα δὲ καὶ καρδαμίδας : εἴδη λαχάνων | ||
Νεσταίους τε καὶ Ὤρικον εἰσαφικέσθαι . ἀλλὰ τὰ μὲν στείχοντος ἄδην αἰῶνος ἐτύχθη : Μοιράων δ ' ἔτι κεῖθι θύη |
ἄστυ . οὐ μὲν γάρ τι νόου γε καὶ αὐτὴ δεύεται ἐσθλοῦ , οἷσί τ ' ἐῢ φρονέῃσι , καὶ | ||
: οὔτ ' ἀνέμοισι τινάσσεται , οὐδέ ποτ ' ὄμβρῳ δεύεται , οὔτε χιὼν ἐπιπίλναται : ἀλλὰ μάλ ' αἰεὶ |
κύκλα τετεύχαται , ἀμφὶ δ ' ἑκάστῳ διπλόαι ἁψῖδες περιηγέες εἱλίσσονται : κρυπταὶ δὲ ῥαφαί εἰσιν , ἕλιξ δ ' | ||
μὲν ἄλλοι νειόθι Τοξευτῆρος ὑπὸ προτέροισι πόδεσσιν ἄγνωτοι κύκλῳ περιηγέες εἱλίσσονται . Αὐτὰρ ὑπ ' αἰθομένῳ κέντρῳ τέραος μεγάλοιο Σκορπίου |
φάος πῦρ αἰθέρα κόσμους . Λαιῇς ἐν λαγόσιν Ἑκάτης ἀρετῆς πέλε πηγή , ἔνδον ὅλη μίμνουσα τὸ παρθένον οὐ προϊεῖσα | ||
σθένος Ἰδομενῆος , ὤρνυτ ' , ἐπεί οἱ θυμὸς ἴδρις πέλε παντὸς ἀέθλου . Τῷ δ ' οὔ τις κατέναντα |
δὴ τότε μῆτιν ὕφαινε κλυτὴν τιθασοτρόφος ἀνήρ , ἄγχι δὲ θηλυτέρῃσιν ἐθήκατο δαίδαλα πολλὰ εἵματα πορφύρεα : ταὶ δὲ κλιδὸν | ||
ἐν οὔρεσιν ἀλδήσκουσιν , ἢ ὅτι πάγχυ θέλους ' ἐπὶ θηλυτέρῃσιν ὀρούειν . δοιὰ δ ' ἐπ ' ὠρύγγων τελέθει |
' εἰσαΐουσαι ἐξ ἐμέθεν , μὴ πατρὸς ἐς οὔατα μῦθος ἵκηται : τὸν ξεῖνόν με κέλονται ὅτις περὶ βουσὶν ὑπέστη | ||
δόμοισι , μὴ δή μοι Τροίηθε κακὴ φάτις οὔαθ ' ἵκηται σεῖο καταφθιμένοιο κατὰ μόθον . Οὐ γὰρ ὀίω ἐλθέμεναί |
[ φράζεται ? [ ἔρχεται [ ἤπια τη ? [ γαίη ? ? ? ως ? ? [ πότμο ? | ||
οὗτος γὰρ χάλκειον ἐς οὐρανὸν ἐστήρικται χρυσέῳ εἰνὶ θρόνῳ : γαίη δ ' ὑπὸ ποσσὶ βέβηκε , χεῖρά τε δεξιτερὴν |
τινας . Καλλίμαχος : χαῖρε βαρυσκίπων , ἐπιτακτὰ μὲν ἑξάκι δοιά . ἐκ δ ' αὐταγρεσίης πολλάκι πολλὰ καμών , | ||
ἐπέοικεν ἀπειρεσίων ἐλεφάντων : κεῖνα γὰρ ἐν γενύεσσιν ὑπέρβια τεύχεα δοιά , εἴκελα χαυλιόδουσιν ἐπ ' οὐρανὸν ἀντέλλοντα , ἄλλοι |
ἐρχομενάων : ἀλλ ' αὕτως , ἅτε θῆρες , ἀνὰ δρία βουκολέονται , νήϊδες ἀσταχύων καὶ ἀπευθέες ἀμητοῖο . τοῖς | ||
μὲν ἔσκεν ὁδὸς δολιχὴ πόλιν εἰσαφικέσθαι ἀγρόθεν , οὐδέ ποτε δρία λαχνήεντα πονεῦσιν . ἐξαυτῆς δὲ μάλ ' ἄγχι δύ |
' ἐυκραὴς ἄνεμος φέρεν : αἶψα δὲ νῆσον καλὴν Ἀνθεμόεσσαν ἐσέδρακον , ἔνθα λίγειαι Σειρῆνες σίνοντ ' Ἀχελωίδες ἡδείῃσι θέλγουσαι | ||
' ἐπίθοντο παλαιοτέρῃ περ ἐούσῃ , ὑσμίνην δ ' ἀπάνευθεν ἐσέδρακον . Ἣ δ ' ἔτι λαοὺς δάμνατο Πενθεσίλεια : |
ἀναγκαίοις τε τόποισιν φλεγμαίνοντα πάθη καταπλάσμασι τοῖσδ ' ἀκέσαιο . εἴαρι δ ' αἶρε πόην καὶ καύματι καὶ φθινοπώρῳ . | ||
Εἰ δέ νύ τοι κεράσαι φίλον ἔπλετο δοιὰ γένεθλα , εἴαρι μὲν πρώτιστα λέχος πόρσυνε κύνεσσιν : εἴαρι γὰρ μᾶλλον |
, οἷον ἐλαφρὸς ἐλαφρὴ καὶ τὸ ἐλαφρὸν καὶ τὸ συγκριτικὸν ἐλαφρότερος , ἁγνὸς ἁγνὴ ἁγνὸν ἁγνότερος , λευκὸς λευκὴ λευκὸν | ||
ἐγένετο , ᾠήθη , ὅτι , ἐὰν πάλιν πέσῃ , ἐλαφρότερος διεγερθήσεται . καὶ δὴ ἑκὼν ὠλίσθησε . συνέβη δὲ |
αἴσῃ ἔργ ' ἄδικ ' ἀνθρώποισιν , ἃ δὴ πολέες μεμάασι τετλάμεν ἐν βιοτῇ κέρδους ἕνεκεν σφετέροιο . Ἀλλά μοι | ||
μεγάροις ' ἀλέγουσιν , οὐδ ' ὄπιδα τρομέουσι θεῶν : μεμάασι γὰρ ἤδη κτήματα δάσσασθαι δὴν οἰχομένοιο ἄνακτος . αὐτὰρ |
οὐδέ τι μῆχος ἔστ ' ὀπίσω , κενεαὶ γὰρ ὑποσμύχονται ὀπωπαί : ἀντὶ δὲ τοῦ θάνατόν μοι ἄφαρ θεὸς ἐγγυαλίξαι | ||
, δυσχείμερον οἶτον ἑλόντες . αὐτὰρ ἐπὴν ἔαρος πρῶται γελάσωσιν ὀπωπαί , ἄνθεά τ ' ἐν λειμῶσι νέον γε μὲν |
καὶ ἐμῶν ἀέκητι τοκήων μνήσομαι . ἔλθοι δ ' ἧμιν ἀπόπροθεν ἠέ τις ὄσσα ἠέ τις ἄγγελος ὄρνις , ὅτ | ||
. . . . , ζ . στῆθ ' οὕτω ἀπόπροθεν . † ) δεικτικῶς , οὕτως ὡς ἔχετε : |
ἐξεπέρησεν : ἔγκατα δ ' ἐξεχύθησαν , ἕλεν δέ μιν οὐλομένη Κὴρ ἐσσυμένως ἵπποιο θοοῦ παρὰ ποσσὶ πεσόντα . Εἷλε | ||
παρ ' Εὐριπίδῃ καὶ κόρος κοῦρος ὁ νέος καὶ ὀλομένη οὐλομένη καὶ ὅρος οὖρος ὁ περιορισμός καὶ γονός γουνός ὁ |
καὶ ὅππως τοι φίλον αὐτῇ . Ἤτοι ὅγε ῥέξαι τι λιλαιόμενος μέγα ἔργον σκαιῇ μὲν σκαιὴν Πολυδεύκεος ἔλλαβε χεῖρα , | ||
' ἐπὶ Σθένελος κρατερὸν κατέπεφνε Κάβειρον ὃς κίεν ἐκ Σηστοῖο λιλαιόμενος πολεμίζειν Ἀργείοις , οὐδ ' αὖτις ἑὴν νοστήσατο πάτρην |