, ὀλιγότροφοι καὶ κακόχυμοι . διαφέρουσι δ ' εὐστομίᾳ οἱ λευκότεροι τῶν μελάνων . ἡ δὲ τῶν χλωρῶν κωβιῶν σὰρξ
, ἥτις ὑπεραίρουσα τὴν ἀλήθειαν πολλὴν ἐπίτασιν ἐμφαίνει , οἷον λευκότεροι χιόνος , θείειν δ ' ἀνέμοισιν ὁμοῖοι . τοιούτοις
7378316 ξανθοι
ὕδωρ καὶ γλυκὺ καὶ καθαρόν . πάρκεινται δ ' ἄρτοι ξανθοὶ γεραρή τε τράπεζα τυροῦ καὶ μέλιτος πίονος ἀχθομένη :
καὶ πόλεων κατάρξουσιν , ἂν Ζεὺς προσεπιβλέπῃ : ἄσπροι , ξανθοὶ τὰ πρόσωπα , ὀφθαλμοὶ δὲ ψεκτέοι , πόνοι περὶ
7091374 θειειν
υἱέϊ : δὸς δέ οἱ ἵππους , οἵ τοι ἐλαφρότατοι θείειν καὶ κάρτος ἄριστοι . ” ὣς ἄρα φωνήσας '
δὴ καλλίστους ἵππους ἴδον ἠδὲ μεγίστους : λευκότεροι χιόνος , θείειν δ ' ἀνέμοισιν ὁμοῖοι : ἅρμα δέ οἱ χρυσῷ
7011199 πιονες
τρόπον ἢ φακὴ ὁμοῦ τῷ αἰγείῳ λίπει ἢ φοίνικες οἱ πίονες , καὶ γίνεται κλυσμὸς ἀπὸ τούτων . Κόμμι ἢ
καθ ' ἑκάστην ἤσθιε τὴν ἡμέραν : ἦσαν δὲ χῆνες πίονες ἐκείνῳ καὶ οἶνος ἡδὺς καὶ φασιανοί . ἔβλεπέ τε
6964972 λευκοι
χάλκεοι ἦσαν , ἐν δέ οἱ ὀμφαλοὶ ἦσαν ἐείκοσι κασσιτέροιο λευκοί , ἐν δὲ μέσοισιν ἔην μέλανος κυάνοιο . τῇ
ἐκείνων διάθεσιν μεθιστάμενοι . πεφύκασι δ ' αὐτῶν οἱ μὲν λευκοί , οἱ δὲ μέλανες , τὸν ἐπικρατοῦντα χυμὸν τοῖς
6922628 πυκνοι
ῥοδίνηϲ κηρωτῆϲ ὑγροτάτηϲ μίξαϲ χρῖε : αὔξει τὰϲ τρίχαϲ καὶ πυκνοῖ τὸ δέρμα καὶ οὐ ϲυγχωρεῖ ῥέειν : καὶ τὸ
, θέρους δὲ τεσσαράκοντα ἕξ . Συστέλλει δὲ αὐτὸ καὶ πυκνοῖ μᾶλλον τὸ ψῦχος , διὸ καὶ ἐν τοῖς γνώμοσι
6858830 λεπτοι
, καὶ εἰρεσίης μνώοντο . Ἀπροφάτως δ ' ἀπὸ γῆς λεπτοὶ λύοντο κάλωες πείσματα δ ' ἡπλώθη : κραιπνὸν δ
δὲ λεπτοὶ οὐρέονται μᾶλλον : καὶ οἱ λευκοὶ καὶ οἱ λεπτοὶ γλυκέες οὐρέονται μᾶλλον ἢ διαχωρέουσι , καὶ ψύχουσι μὲν
6837953 κοιλοι
ἐν τῇ ἀπρεπῇ κοίτῃ ἐν τῇ τρίψει ἀκονᾶται , καὶ κοιλοῖ τὴν θήλειαν : διὸ καὶ οὐ θέλει συνουσιάσαι ,
ἐν τῇ ἀπρεπῇ κοίτῃ ἐν τῇ τρίψει ἀκονᾶται , καὶ κοιλοῖ τὴν θήλειαν : διὸ καὶ οὐ θέλει συνουσιάσαι ,
6777698 μελανες
, κορακῖνοί τε καὶ μύλλοι καὶ ἀντακαῖοι καὶ κυπρῖνοι , μέλανες οὗτοι , καὶ χοῖροί τε καὶ κόσσυφοι ἰδεῖν λευκοί
ἀπὸ συμ - φορᾶς ζῶντας . ὀφθαλμοὶ μικροὶ χαροποὶ ἢ μέλανες τὰ αὐτὰ σημαίνουσιν , παρόσον οἱ μὲν χαροποὶ ἐμπληκτότερον
6735845 μεγαλοι
] ἐν ἄλλοις δὲ τόποις καὶ χώραις ἄλλοι ποιηταὶ τυγχάνουσι μεγάλοι καὶ ἔνδοξοι . * * ἀντὶ τοῦ λόγον .
ἀποκαίεσθαι , ἔστ ' ἂν ἐρυθροί τ ' ἔωσι καὶ μεγάλοι [ . . ] . Νῦν διαλέγεται ὁ Ἱπποκράτης
6656795 ἀγριοι
κρυπτοῖς ὑποκάθηνται λοχῶντες : ἡμέρας μὲν οὖν οὐ προσίασιν οἱ ἄγριοι : νύκτωρ δ ' ἐφ ' ἕνα ποιοῦνται τὴν
στερεοὶ τὰ κέρατα , πλατεῖς τὰ μέτωπα , τὸν θυμὸν ἄγριοι , φοβεροὶ τὸ μύκημα , καταπληκτικοὶ καὶ ζηλότυποι ,
6640776 δεδορκοτες
ὁ ἥλιος , ἀνέχοιντο δὲ οἱ ὀφθαλμοὶ πρὸς αὐτὸν διηνεκῶς δεδορκότες , τίς οὕτως ἀνόητος καὶ ἐπιμανὴς καὶ κακοδαίμων τοῦ
οὗτοι κάκιστοι : ] μεγάλοι δὲ ὀφθαλμοὶ καὶ στίλβοντες κινούμενοι δεδορκότες , οἷον θυμούμενοι δεδόρκασιν ἄνθρωποι , καὶ τὰ βλέφαρα
6603500 ὑγροι
δὲ βορραῖοι ὑγιεινότατοι , οἱ δὲ ζέφυροι πνέοντες ἀπὸ δυσμῶν ὑγροί τε καὶ προσηνεῖς , ὑγιεινοὶ μὲν ἧσσον ἤπερ ὁ
φέρῃ . συχνοὺς γὰρ ἄν τις ἴδοι , οἳ οὕτως ὑγροί εἰσιν , ὥστε , ὁπόταν ἐθέλωσιν , ἐξίσταται ἀνωδύνως
6590779 βαιοι
Θηρῶν οἱ μὲν ἔασιν ἐπίφρονες , αἰολόβουλοι , ἀλλὰ δέμας βαιοί : τοὶ δ ' ἔμπαλιν ἀλκήεντες , βουλὴν δ
καὶ ἰητροὶ , φήμῃ μὲν πολλοὶ , ἔργῳ δὲ πάγχυ βαιοί . Χρὴ γὰρ , ὅστις μέλλει ἰητρικῆς ξύνεσιν ἀτρεκέως
6471792 χαροπον
κἀκείνως νῦν μὲν ὑπέρυθρον , εἶθ ' οὕτως πυρρὸν καὶ χαροπόν , ἐπὶ τούτοις ἢ γαλακτῶδες ἤ πως ἑτέρως ἔχον
λέξαι τὰ ἐν σοὶ ἅπαντα . τὸ μὲν ὄμμα σοι χαροπόν , πολλὰ δὲ αὐτοῦ πρὸς τὸν αὐλὸν τὰ κέντρα
6458356 ξηροι
λιπαροὶ ἢ ἄλλην τινὰ ἔχοντες παραπλησίαν δύναμιν . [ ἐὰν ξηροί τε καὶ ὀλίγην ἔχοντες ἅμα καὶ τοιαύτην ὑγρότητα πρὸς
γέροντες διὰ μὲν τὰ στερεὰ μόριά εἰσι οἱ ψυχροὶ καὶ ξηροί . διὰ δὲ τὰ περιττώματα ψυχροὶ καὶ ὑγροί .
6456634 ὠχροι
πολιορκίας καὶ τῆς τῶν ἐπιτηδείων πρὸς τροφὴν στερήσεως ἰσχνοὶ καὶ ὠχροὶ ἦσαν καὶ δυσειδεῖς . Ἔοικα τῷ τοὺς ἅλας καὶ
ἀσθενεῖς γίνονται , καὶ ξηροὶ , καὶ λεπτοὶ , καὶ ὠχροὶ , καὶ κοιλοφθαλμιῶντές εἰσιν οἱ οὕτω διακείμενοι . Εἰ
6372685 ἀστεμφεις
. ἀστεμφές ἀσφαλές , ἀμετακίνητον : ὅθεν καὶ τοὺς γερογνώμονας ἀστεμφεῖς λέγομεν , οἷον ἀστρεμβεῖς , τουτέστιν ἀστρεφεῖς . ἄστυ
ἐν ἀρσενικοῖς ἄμφω κλυτὰ φέγγε ' ὁρῷτο , ὠμούς , ἀστεμφεῖς , ἠδ ' ἀτρέπτους ἐσίδοιο γεινομένους , οὐδ '
6370517 ἀνεμοισιν
καθ ' ὁμοιότητα ἐκφέρεται , ὡς τὸ θέειν δ ' ἀνέμοισιν ὁμοῖοι , ἢ καθ ' ὑπεροχήν , ὡς τὸ
πιθανώτερόν τε τό ” ἔνθεν δ ' ἐννῆμαρ φερόμην ὀλοοῖς ἀνέμοισιν ” ἐν βραχεῖ διαστήματι δέχεσθαι ἢ ἐξωκεανίζειν , ὡς
6354888 θαλασσιοι
γενομένους παλιναιρέτους . Τί λέγεις σύ ; μάντεις εἰσι γὰρ θαλάσσιοι ; Γαλεοί γε πάντων μάντεων σοφώτατοι . Λεπάσιν ,
ἁλὶ ἁρπάζοντες , καὶ οἱ τῆς θαλάσσης ἀετοί : ἀετοὶ θαλάσσιοι : οἱ τῆς θαλάσσης ἀετοὶ , οὐχ ὅτι ἡ
6341097 ὑψηλοι
λοξοὶ δὲ τὰς κεφαλὰς ἄνδρες ἀναιδεῖς , οἱ δὲ πάνυ ὑψηλοὶ αὐθάδεις : οἱ τὰ ὄπισθεν τῶν κεφαλῶν χθαμαλὰ ἔχοντες
: οἱ δὲ μικροὶ τἀναντία δρῶσιν . καὶ οἱ μὲν ὑψηλοὶ εὔπνοιάν τε ἐργάζονται καὶ κεφαλὴν κουφίζουσι , μάλιστα ἐν
6318940 διαπυροι
τὸ γάλα ἢ καὶ ποταμίους ἐμβαλεῖν κόχλακας : γινέσθωσαν δὲ διάπυροι , ὥστε τὸ ὀρρῶδες τοῦ γάλακτος διὰ τούτων ἀναλυθῆναι
' ἐκ τούτων ἕλικες παρὰ σοφῶν καλοῦνται , τῶν κεραυνῶν διάπυροι σκηπτοί τε καὶ πρηστῆρες , οἱ δὲ μηδ '
6289418 ἰχθυες
: διαλέγεται δὲ αὐτῷ καὶ τὰ δένδρα , καὶ οἱ ἰχθύες , ἄλλο ἄλλῳ καὶ ἀνθρώποις ἀναμίξ : καταμέμικται δὲ
τοῦ οὐρανοῦ , καὶ ἄνθρωποι νομὸν ἐν θαλάσσῃ ἕξουσι καὶ ἰχθύες τὸν πρότερον ἄνθρωποι , ὅτε γε ὑμεῖς , ὦ
6276086 ὀδυνωμενοι
ἐστι παρὰ τὸ ἔδω . οἱ γὰρ χολούμενοι πρότερον ἑαυτοὺς ὀδυνώμενοι κατεσθίουσι . Ὠρακίω . παρὰ τὸ αἰκίζεσθαι τὴν ὥραν
τοὺς ἐντυγχάνοντας , ἀλλήλους ἐκτρεπόμενοι , κεντούμενοι τῆς νυκτός , ὀδυνώμενοι μεθ ' ἡμέραν . ἔσωσε μὲν Ἀλέξανδρος τὴν πόλιν
6273321 κυανεοι
τρέφει , πεποίηνται δὲ αὐτοὺς ὁμωνύμους τοῦ ὄρνιθος , ἐπεὶ κυάνεοι μὲν αὐτοῖς οἱ λόφοι , στικταὶ δὲ αἱ φολίδες
: στίγματα δ ' ὣς ἐπέφαντο ἰδεῖν δεινοῖσι δράκουσι : κυάνεοι κατὰ νῶτα , μελάνθησαν δὲ γένεια . Ἐν δὲ
6264517 ὀφθαλμοι
Ὁρᾷ δ ' οὖν φοβερόν , καὶ πῦρ ἐκλάμπουσιν οἱ ὀφθαλμοί : ἄλλως τε καὶ ἡ κεφαλὴ φρικῶδές τί ἐστιν
μὴ φοβοῦ : ἅμα γὰρ φάγῃς , ἀνοιχθήσονταί σου οἱ ὀφθαλμοί , καὶ ἔσεσθε ὡς θεοὶ ἐν τῷ γινώσκειν τί
6240861 φοινικοι
καὶ δῆγμα μὴ ἐργαζόμενον . οἱ δὲ ὀφθαλμοὶ τοῦ πληγέντος φοινικοὶ καὶ μέλανες γίνονται . * ἀνουτήτῳ : ἀτραυματίστῳ *
καὶ δῆγμα μὴ ἐργαζόμενον . οἱ δὲ ὀφθαλμοὶ τοῦ πληγέντος φοινικοὶ καὶ μέλανες γίνονται . * ἀνουτήτῳ : ἀτραυματίστῳ *
6240714 νεποδων
ποινητῆρες ἔασι καὶ ἀλλήλων ὀλετῆρες . Ἄλλοι δ ' ἰοφόροι νεπόδων , στομάτεσσι δ ' ἀεικὴς ἰὸς ἐνιτρέφεται στυγερός τ
: τοῦ δ ' ὅσσον τριπάλαιστον ἀναψάμενοι καθύπερθε μαλθακὸν ἀργεννῶν νεπόδων ἕνα χείλεος ἄκρου δῆσαν ἐπισταμένως : ξιφίης δ '
6235416 γεννητικοι
ιϚ καὶ κ , καὶ ἀεὶ οὕτως οἱ τῶν πολυγώνων γεννητικοὶ τρίγωνοι εὔτακτοι γίνονται . Ἔτι δὲ καὶ πᾶς τετράγωνος
: τοὐναντίον δὲ οἱ λεπτοὶ διουρητικοί τε ὄντες καὶ λεπτοῦ γεννητικοὶ αἵματος . καὶ αὐστηροὶ μὲν ὄντες εὐστομαχώτεροί τε καὶ
6212526 θαμνοι
ἶδαι , ὗλαι , νάπαι , ὄρη , ἄντρα , θάμνοι , φωλεοί , ἕλη , ὀργάδες , πεδία ,
. καὶ φυτῶν δὲ τὰ μὲν δένδρα , τὰ δὲ θάμνοι , τὰ δὲ λάχανα , τὰ δὲ πόα .
6206118 προγενοντο
κασιγνήτους ὀλέκουσιν . καὶ δὲ καὶ ὡρονομῶν Φαίνων , ὁπόσοι προγένοντο φωτὸς ἀδελφειοί , πάντας ζωῆς ἀπάμερσεν . Πολλὰ μὲν
ἔταμόν τε καὶ ἐξ ἱστῶν ἐρύσαντο . οἱ δὲ θοῶς προγένοντο Διωνύσου κατὰ φήμην . Μαίδων τ ' ἄγρια φῦλα
6195844 αὐτοματοι
μεταβαλόντες , ὡς ἄρα καὶ Ἀγάθων ' ἐπὶ δαῖτας ἴασιν αὐτόματοι ἀγαθοί . Ὅμηρος μὲν γὰρ κινδυνεύει οὐ μόνον διαφθεῖραι
ἵκησθε , πῶς τῆμος βώσεσθε , δυσάμμοροι ; ἦε βαθείαις αὐτόματοι βόες ὔμμιν ἐνιζευχθέντες ἀρούραις γειοτόμον νειοῖο διειρύσσουσιν ἄροτρον ,
6185478 ἀδην
τουτέστιν ὠμὰ τὰ φύλλα διαμασήσασθαι καὶ τὸν χυλὸν αὐτῶν καταπίνειν ἄδην ] δαψιλῶς κίχορα δὲ καὶ καρδαμίδας : εἴδη λαχάνων
Νεσταίους τε καὶ Ὤρικον εἰσαφικέσθαι . ἀλλὰ τὰ μὲν στείχοντος ἄδην αἰῶνος ἐτύχθη : Μοιράων δ ' ἔτι κεῖθι θύη
6183192 φορεουσι
γὰρ δὴ τὴν Μηδικὴν ἐσθῆτα νομίσαντες τῆς ἑωυτῶν εἶναι καλλίω φορέουσι καὶ ἐς τοὺς πολέμους τοὺς Αἰγυπτίους θώρηκας . Καὶ
οἷον ἐν παλάμαις : ἐν παλάμηισιν , : ἐν παλάμηις φορέουσι δικασπόλοι υἷες Ἀχαιῶν , καὶ πάλιν ἐν βήσσαις :
6178511 μικροι
προσώποις , εἷς μὲν ὁ μέγιστος ἄλλοι δὲ περὶ αὐτὸν μικροὶ πλείους . εἰσὶ δὲ τῶν ὄζων οἱ μὲν τυφλοί
δὲ τοῦ ὕπνου ἐπινενευκότες . πῶς γίνονται οἱ σφυγμοὶ καὶ μικροὶ καὶ ἀμυδρότεροι ; δῆλον ὅτι τῆς ἐμφύτου θερμότητος εἰσδυνούσης
6169501 τεττιγες
οὗτος ᾠδαῖς παραδεδωκὼς τὸν ἑαυτοῦ βίον , ὥσπερ οἱ χρηστοὶ τέττιγες . ὡς δ ' ἂν μὴ δρόσῳ , ἀλλὰ
Τὸ δὲ γέρας τοῦτο : λόγος ἔστιν ὅτι καὶ οἱ τέττιγες οὐ δέονται τροφῆς ἀλλ ' ἀρκοῦνται τῇ δρόσῳ :
6162403 λεοντες
γὰρ ἡ τῶν ἀετῶν φύσις μετελεύσεται : εἰς δὲ τετράποδα λέοντες , ἰσχυρὸν γὰρ τὸ ζῷον καὶ φύσεως ἔτυχεν ἀκοιμήτου
λέουσι μορφὴ καὶ χρόα διάφορος . Πάρθοι τε καὶ Ἀρμένιοι λέοντες τὴν κόμην ξανθοὶ καὶ οὐ λίαν ἄλκιμοι , εὐτραφὴς
6158855 μακροι
τεταρταῖοι ὡς τὰ πολλὰ γίνονται βραχεῖς , οἱ δὲ φθινοπωρινοὶ μακροὶ , καὶ μάλιστα οἱ πρὸς τὸν χειμῶνα συνάπτοντες .
κεφαλαὶ σμικραὶ ἢ μεγάλαι , τράχηλοι λεπτοὶ ἢ παχέες , μακροὶ ἢ βραχέες , κοιλίαι μακραὶ ἢ στρογγύλαι , θώρηκος
6156219 κουφοι
δυσχεραίνοντες , εἴπερ ὀλίγων ἔσονται δούλων δεσπόται . οὕτως ἦσαν κοῦφοι ταῖς προσδοκίαις καὶ διένεμον ἤδη τοὺς αἰχμαλώτους ἀλλήλοις καὶ
: μερόπων δ ' ἐναρίθμιος οὐδεὶς ἐν ποσίν . ὦ κοῦφοι ἀσκήτορες , ἄθλιοι ἄνδρες . εἰκοστὴ καὶ πρώτη Ὀλυμπιὰς
6149483 ἐσφηκωται
περιβάλλεται ἄξων , μεσσόθι πάντας ἔχων : ὁ δὲ τέτρατος ἐσφήκωται λοξὸς ἐν ἀμφοτέροις , οἵ μίν ῥ ' ἑκάτερθεν
περιβάλλεται ἄξων , μεσσόθι πάντας ἔχων : ὁ δὲ τέτρατος ἐσφήκωται λοξὸς ἐν ἀμφοτέροις , οἵ μίν ῥ ' ἑκάτερθεν
6146691 βουπελαται
βῆσσαι , δείματι δ ' ἄγραυλοί τε βόες μέγα πεφρίκασιν βουπελάται τε βοῶν . τοῖς δ ' οὔ νύ τι
οἱ δέ τε πορδαλιαγχές : οἱ δὲ νομεῖς καὶ οἱ βουπελάται πορδαλιαγχὲς αὐτὸ ἔθηκαν . ἐπεὶ τοῖς θερίοις τοῖς πελώροις
6136717 κροταφοι
, περιαφθὲν τῷ πάσχοντι ἐν δέρματι ἐλάφου . οἱ δὲ κρόταφοι ἡμίκρανον θεραπεύουσιν , ὁ μὲν δεξιὸς εἰς δεξιὸν κρόταφον
καὶ γηραιοὶ , γεινόμενοι καὶ τεχθέντες . Πολιῶσι δὲ οἱ κρόταφοι πρότερον τῶν τοῦ ἀνθρώπου λοιπῶν μερῶν , ὅτι ταῦτα
6135675 λυγμοι
τουτέστι χολῆς αὐτὸ πληροῖ χολόεν ] τὸ πικρόν , χολοποιόν λυγμοί ] οἱ λύγγες καρδιόωντα δέ , ἤτοι τὸν τὴν
συμπτώμασιν ᾖ , καὶ τοῦτο δῆλον . σπασμοὶ γὰρ καὶ λυγμοί , λειποψυχίαι τε καὶ ῥιπτασμοί , ἀναισθησίαι τε καὶ
6134238 παρβολαδην
νῆα , ἄλλοτε μὲν προπάροιθεν ὁρώμενοι ἄλλοτ ' ὄπισθεν ἄλλοτε παρβολάδην , ναύτῃσι δὲ χάρμα τέτυκται ὧς αἱ ὑπεκπροθέουσαι ἐπήτριμοι
ἠερόεις : τὰ δέ οἱ περὶ τέσσαρα κεῖται γλήνεα , παρβολάδην δύο πὰρ δύο πεπτηῶτα . Καὶ τὰ μὲν οὖν
6130569 πυρροι
, ἀγρίου λαπάθου καρπός , ὑοσκύαμος καὶ τῆς γλυκερίδος οἱ πυρροὶ κόκκοι , κάστανον , κισσός , νυμφαία , φοίνικες
παραλλάττει δὲ τοῦ χερσαίου καὶ ταύτῃ . κατάστικτός ἐστι , πυρροὶ δέ εἰσίν οἱ κατὰ τοῦ ἰνίου πλατεῖς , ὡς
6127650 σκληροι
λευκήν , γλυκεῖαν ἔχουσι σάρκα . τράχηλοι μὲν γὰρ αὐτῶν σκληροί , δύσπεπτοι , δυσδιαίρετοι , δύσφθαρτοι : τὸ δὲ
τῷ φυσήματι ἀκούω . Ἀτρέως ὄμματα : οἷον ἄτρεπτοι καὶ σκληροί . εἴρηται δὲ ἀπὸ τῆς Ἀτρέως παρανομίας : ὃς
6123488 Ὀφθαλμοι
βλέμμα ὑποκινεῖται , οὗτοι ἀνδρόγυνοι ὄντες ἄνδρες εἶναι βιάζονται . Ὀφθαλμοὶ ἀνοιγόμενοι ἐπὶ μέγα καὶ ἅμα ἱστάμενοι ὡς ἐννοοῦντές τι
τὴν γλῶτταν καὶ τὸ σῶμα εἶναι τὸν ἄνδρα λέγουσι . Ὀφθαλμοὶ μικροὶ παλλόμενοι κακομηχάνους καὶ δολίους , μεγάλοι δὲ ἀνοήτους
6122590 ἀϋτμη
' ἠελίοιο τυπείσας ἀμφότερον δίψη τε φίλη τ ' ἐκάλεσσεν ἀϋτμή : πίδακι δ ' ἐμπέλασαν Βρομιώτιδι καὶ μέγα χανδὸν
ὀλοώτατος εἴρηκεν ] ὅμοιον τῷ ” κλυτὸς Ἀμφιτρίτη καὶ θεσμὸς ἀϋτμή ” καὶ „ κλυτὸς Ἱπποδάμεια „ . . .
6119877 λιπαροις
σπέρματος ἢ χαρακισμοῦ ; αὐτόματοι γὰρ διὰ τῶν τριόδων ποταμοὶ λιπαροῖς ἐπιπάστοις ζωμοῦ μέλανος καὶ Ἀχιλλείοις μάζαις κοχυδοῦντες ἐπιβλὺξ ἀπὸ
χαῦνοι καὶ σιτάνιοι . οἱ δ ' ἐν εὐγείοις καὶ λιπαροῖς τόποις φυόμενοι , ἀπὸ δαψιλοῦς καὶ στερεᾶς ὕλης τρεφόμενοι
6119838 ὀρθοι
[ τοῦ ἄθλουτὰ ] γὰρ τῶν κειμένων σχήματα καὶ οἱ ὀρθοὶ μάλα εὔσκιοι , καὶ τὸ ἀκριβοῦν ταῦτα οὔπω σοφόναἱ
ἔσονται οἱ περὶ διαμέτρους τὰς ΓΕ , ΖΘ κύκλοι , ὀρθοὶ ὄντες πρὸς τὴν ΑΒ , διὰ τὸ ἐν πάσῃ
6108246 ἐρυθροι
, ταραχώδεις τε ὕπνοι , ὀφθαλμοὶ ὑπολίπαροι καὶ λημώδεις καὶ ἐρυθροί , ἄτροφόν τε τὸ ἕλκος καὶ ἀνεκπύητον καὶ βλιχῶδες
ῥινέων τὸ αἷμα ῥεῖ αὐτέοισι , καὶ θερμότατοί εἰσι καὶ ἐρυθροί : τοῦ δὲ θέρεος τό τε αἷμα ἰσχύει ἔτι
6100318 σφηκωδεις
καὶ ξύλα μικρὰ εἰς ὀξὺ συνηγμένα . οὕτω Φερεκράτης . σφηκώδεις : οἱ λαγαροὶ τοῖς σώμασι καὶ συνεζωσμένοι . καὶ
κυρίως δὲ τὸ τῶν μελισσῶν : καὶ ἐπιτηδείως νῦν : σφηκώδεις γάρ . Γ σμῆνος οἷον : ⌈ σμῆνος κυρίως
6097286 εἰαρι
ἀναγκαίοις τε τόποισιν φλεγμαίνοντα πάθη καταπλάσμασι τοῖσδ ' ἀκέσαιο . εἴαρι δ ' αἶρε πόην καὶ καύματι καὶ φθινοπώρῳ .
Εἰ δέ νύ τοι κεράσαι φίλον ἔπλετο δοιὰ γένεθλα , εἴαρι μὲν πρώτιστα λέχος πόρσυνε κύνεσσιν : εἴαρι γὰρ μᾶλλον
6091987 μυκτηρες
νοῦς δι ' ὤτων ἄμεινον , καὶ ὀσφραίνονται μὲν οἱ μυκτῆρες , ἡ δὲ ψυχὴ διὰ ῥινῶν ἐναργέστερον , καὶ
οἱ ὀφθαλμοὶ διδαχθέντες ὁρῶσι ; τί δ ' ; οἱ μυκτῆρες ὀσφραίνονται μαθήσει ; ἅπτονται δ ' αἱ χεῖρες ἢ
6087158 μηροι
: εὔσαρκοι μὲν , πλὴν ἔσωθεν , ἐξεχέγλουτοι , ῥοικοὶ μηροὶ , ἢν μὴ ἐπισφακελίσῃ . Εἰ κυφοὶ τὰ ἄνωθεν
χρόνος καὶ ἡ πρὸς τὴν μάχην παρασκευή . μηρία καὶ μηροὶ διαφέρει . μηρία μὲν γὰρ τὰ ἐναγιζόμενα τοῖς θεοῖς
6081483 καρκιναδες
ἀγαθὸν εἶναι , εἴ τις φάγοι ἀλγῶν . Αἱ δὲ καρκινάδες τίκτονται μὲν γυμναί , τὸ δὲ ὄστρακον ἑαυταῖς αἱροῦνται
: στηριγμένα . μέμυκεν : ἐβόησεν . Καρκινάδας : αἱ καρκινάδες ἀντιφάρμακόν εἰσι τοῖς ἐλάφοις , λικαούρι . Ὠτειλαί :
6075582 κτενων
ἀφορμῆς δὲ λαβόμενος καὶ ἐμπορευσάμενος βίον ἐκτήσατο . τῶν δὲ κτενῶν ἁπαλώτεροι οἱ λευκοί : ἄβρομοι , εὐκοίλιοι . τῶν
δυομένη καθ ' ὥραν . Ἔχει δὲ ἀστέρας ἐπὶ τῶν κτενῶν ἑκατέρων αʹ , ἐφ ' ἑκατέρου πήχεως ἀκρωτῆρι ὁμοίως
6073117 φυονται
παρὰ τὰ γένη καὶ παρὰ τοὺς τόπους , ἐν οἷς φύονται , καὶ παρὰ τὰς καταστάσεις τῶν ὡρῶν καὶ τῶν
οὕτως ἐν τῷ βίῳ οἱ μὲν ἀνδραποδώδεις , ἔφη , φύονται δόξης καὶ πλεονεξίας θηραταί , οἱ δὲ φιλόσοφοι τῆς
6072026 ἐργαται
, τοῖς δὲ βίοις λιτοί : πάντες γεωργοὶ , οὐκ ἐργάται : δικαιοσύνην , πίστιν , ξενίαν ἀγαθοὶ διαφυλάξαι :
, δολεροί , κακοῦργοι , ἕτεροι δὲ ἑτέρων δόλων εἰσὶν ἐργάται . τῶν δὲ τομιῶν εὐνούχων ἔνια μεταβάλλει ἅμα τῇ
6064019 ὑπωχρον
. ὀπτᾶται δ ' ἐπ ' ἀνθράκων ἐκφυσωμένη μέχρι τοῦ ὕπωχρον αὐτὴν γενέσθαι ἢ ἐπ ' ὀστράκου καὶ διαπύρων ἀνθράκων
λυκαίνιον ὑπόμηκες : ῥυτίδες λεπταὶ καὶ πυκναί : λευκόν , ὕπωχρον , στρεβλὸν τὸ ὄμμα . ἡ δὲ παχεῖα γραῦς
6063729 ὀνυχες
, ὄρνεα τετράποδα , μέγεθος ὅσον λύκος , σκέλη καὶ ὄνυχες οἷαπερ λέων . τὰ ἐν τῶι ἄλλωι σώματι πτερὰ
τὰ ἄκρα τοῦ σώματος τοῦ παιδίου ὀζωθῇ ἔξω καὶ οἱ ὄνυχες καὶ αἱ τρίχες ἐρριζώθησαν , τότε δὲ καὶ κινεῖται
6052162 πυροεσσαν
ἐστεφάνωται , δαίδαλα πορφύροντα καὶ ἄνθεσι μαρμαίροντα . τοίην μὲν πυρόεσσαν ὑπὸ βλεφάροισιν ὀπωπαὶ μαρμαρυγὴν στράπτουσιν : ἀτὰρ δέμας ἔπλετο
κορύμβοις : ἀπομέττι . Φολίδεσσιν : σκάρδᾳ . Ψολόεσσαν : πυρόεσσαν . Γυρώσας : περιστρεφούσης . Στυφελόν : δυνατόν .
6050249 ἐφεπονται
πλείονι καταβαφῇ . καί τινες δὲ ἱδρῶτες λήγοντος τοῦ πυρετοῦ ἐφέπονται , ἐνίοις δὲ καὶ ἔμετοι ξανθῆς χολῆς , καὶ
ἑταῖροι ἀχνύμενοι , μετὰ δέ σφι κύνες ποθέοντες ἄνακτα κνυζηθμῷ ἐφέπονται ἀνιηρῆς ἕνεκ ' ἄγρης : ὣς οἵ γε προλιπόντες
6047502 χρυσοειδεις
μύρμηξιν : ἀπεστραμμένα δ ' ἔχουσι τὰ αἰδοῖα * καὶ χρυσοειδεῖς τὴν χρόαν , ψιλότεροι δὲ τῶν κατὰ τὴν Ἀρα
πρόσωπόν οἱ μέχρι τῶν παρειῶν , ἐντεῦθέν γε μὴν ταινίαι χρυσοειδεῖς κατίασιν ἐς τὴν δέρην . ταύτης δὲ τὰ κάτω
6039206 ἐπιδεδρομε
βαρυφθόγγων τε λεόντων . χροιὴ δ ' ἄλλοτε μὲν ψαφαρὴ ἐπιδέδρομε νώτοις , ἄλλοτε μηλινόεσσα καὶ αἰόλος , ἄλλοτε τεφρή
, ἢ καὶ τῇ ἰλύι τοῦ Νείλου ἐμφερές . * ἐπιδέδρομε : ἐπιτρέχει [ * ἐπιδέδορκε : ] ὁρᾶται *
6036738 βαρεις
. τούτοις ἀναλογεῖ καὶ ὁ ῥόμβος . θυννὶς καὶ θύννος βαρεῖς καὶ πολύτροφοι . ὁ ἀκαρνὰν γλυκὺς καὶ παραστύφων ,
ἀλλὰ τὸ βραχὺ τῆς Ποσειδῶνος ὀργῆς λείψανον , ὃν οἱ βαρεῖς χειμῶνες ἐπὶ τὸν Φαιάκων ἔλεον ἐξεκύμηναν . Ἃ δὴ
6030444 μυρμηκες
τῆς ψάμμου τὴν ταχίστην ἐλαύνουσι ὀπίσω : αὐτίκα γὰρ οἱ μύρμηκες ὀδμῇ , ὡς δὴ λέγεται ὑπὸ Περσέων , μαθόντες
ὁ Εὔριπος ταῖς ἑβδόμαις οὐ στρέφεται . καὶ ὅτι οἱ μύρμηκες ταῖς νουμηνίαις ἀναπαύονται . Οἱ Δελφοὶ δὲ λέγουσιν ὅτι
6023109 ἀρηροτες
σπόγγους ἴδεν : οἱ δὲ φύονται ἐν νεάτοις πλαταμῶσιν , ἀρηρότες ἐν σπιλάδεσσι : καί σφισι καὶ πνοιὴν φάτις ἔμμεναι
ἀπ ' ἄλλου : ὣς ἄρ ' ἴσαν θαμινοὶ καὶ ἀρηρότες ἀλλήλοισιν . Τρῶες δ ' αὖτ ' ἔκτοσθεν ἔσαν
6016702 οἰνοι
λαχάνοιϲ αἷμα γεννᾷ καὶ μετὰ ταύτην ἴντυβοι . οἱ εὐώδειϲ οἶνοι εὔχυμοι : τῶν εὐχυμοτάτων δέ ἐϲτιν ὁ Φαλερῖνοϲ ὁ
εἰ μὴ μεταβάλοι , δοκιμώτατον κρίνουσιν . εἰώθασι δὲ οἱ οἶνοι τρέπεσθαι ἐν ταῖς τῶν τροπῶν μεταβολαῖς , καὶ ἀρχομένης
6013730 ταυροι
οὕτω δὲ ἀναβάντες τοὺς κέλητας ἤλαυνον ἐφ ' οὗ οἱ ταῦροι ἦσαν , καὶ ἐπεισβαλόντες τῇ ἀγέλῃ , ἠκόντιζον :
ὑπ ' ἀμφοτέρων κόνις ὤρνυτο . Τοὶ δ ' ἑκάτερθε ταῦροι ὅπως συνόρουσαν ἀταρβέες , οἵ τ ' ἐν ὄρεσσι
6012146 ἀντιφερονται
, πλούσιοι , καὶ πλούσιοι ὅλοι , ἢ παραπλήσιοι . ἀντιφέρονται : ἐναντίως ἀντιμάχονται , ἐναντίως φέρονται , ἀντιμάχονται ,
, οἳ περὶ πάντων θαρσαλέοι νεπόδων καί τ ' ἀνδράσιν ἀντιφέρονται , οὔτι τόσοι περ ἐόντες : ἐπὶ στερεῇ δὲ
6005120 νεκυες
εἰς Ἅιδην ὄλβον καὶ χρήματ ' ἄγεσθαι . πάντες ἴσον νέκυες , ψυχῶν δὲ θεὸς βασιλεύει . κοινὰ μέλαθρα δόμων
ταυτί : ἔνθ ' οἳ μὲν ἐπ ' ἄκραισι πυραῖς νέκυες ἔκειντο γῆς ἐπὶ ξένης , ὀρφανὰ τείχεα προλιπόντες Ἑλλάδος
5996329 μειονες
βαιοτέρη , θήρεσσι δ ' ἐοικότα τεύχε ' ἔασι , μείονες ὁρμιαί , μείων γένυς ἀγκίστροιο , φορβὴ παυροτέρη ,
ὑπερφέρουσι , τοῦ Ἰνδοῦ δὲ μείονές εἰσιν καὶ πολὺ δὴ μείονες , ὅπου καὶ αὐτὸς ὁ Ἰνδὸς τοῦ Γάγγου .
5988793 κρυος
ἀρκτικοῦ κύκλου τριάκοντα καὶ ἓξ τμήματα πάντα ἐστὶν ἀοίκητα διὰ κρύος : στάδιοι δ ' εἰσὶν οὗτοι δισμύριοι καὶ ͵ε
. εἶαρ ἐμοὶ τριπόθητον ὅλῳ λυκάβαντι παρείη , ἁνίκα μήτε κρύος μήθ ' ἅλιος ἄμμε βαρύνει . εἴαρι πάντα κύει
5987295 ἀμφιεσαντο
' , ἐπεὶ βουλῇσι θεοῦ μεροπηΐδα μορφὴν ἀμφεβάλοντο Κρόνοιο καὶ ἀμφιέσαντο λέοντας , δώροισιν μετόπισθε Διὸς μέγα κοιρανέουσι θηρσὶν ὀρειαύλοις
τε δαφοινῶν : αὐτοὶ δ ' οἰὸς ἄωτα πρόπαν δέμας ἀμφιέσαντο , σφιγξάμενοι καθύπερθεν ἐπασσυτέροις τελαμῶσι : καὶ κόρυθες κρύπτουσι
5975648 ὀδοντες
, ἄλλα δ ' ἔτ ' ἐν γενύεσσι θοοὶ τρίβουσιν ὀδόντες , ἄλλα δέ τ ' ἀσπαίρει καὶ ἑλίσσεται ἡμιδάϊκτα
στομάτεσσι προσώπατα : τοῖον ὕπερθε νεύει ἐπισκύνιον : τοῖοι σελαγεῦσιν ὀδόντες . ὠκυτέρη τελέθει δὲ θοῶν πανυπείροχα θηρῶν : αὐτῷ
5973289 δρακοντες
πόλις : διὸ καὶ οἱ εἰσπηδήσαντες εἰς τὸ τεῖχος τρεῖς δράκοντες οἱ μὲν δύο καταπεσόντες ὀλώλασι δηλοῦντες ὡς τὸ ὑπὸ
οἱ προσβαλοῦντες κατὰ τὰ ἡμέτερα τείχη ἀπολοῦνται καθάπερ οἱ δύο δράκοντες : ὁ δὲ κατὰ τὸ Αἰακοῦ τείχισμα ἐλθὼν δράκων
5972710 μαλακοι
γυναῖκες καταφερεῖς καὶ μοιχάδες καὶ πορνικώταται , οἱ δὲ ἄνδρες μαλακοὶ καὶ θρασεῖς πρὸς τὰς παρὰ φύσιν συνουσίας καὶ γυναικῶν
ἀλλ ' εἰϲ ὀργὴν μόνον ἕτοιμοι . οἱ ϲφυγμοὶ δὲ μαλακοὶ καὶ μεγάλοι καὶ ταχεῖϲ καὶ πυκνοί . Ψυχρᾶϲ καὶ
5967798 σκολιοι
τὴν ὄψιν . αἰβοῖ ] ἐπίρρημα εἰρωνικόν . πόνηροί ] σκολιοί , δόλιοι . . ἀλαζόνας ] τερατολόγους , ψεύστας
καταδύσεις στενάς . Πουλύποδες : λέγω , τὰ ὀκταπόδια . σκολιοί : κακοὶ , δύσκολοι , καὶ οἱ διεστραμμένοι .
5964445 σιμοι
τῶν σφυρῶν αὐτοῖς , καὶ παχύ . αὐτοὶ δέ εἰσι σιμοί τε καὶ αἰσχροὶ καὶ οὐδὲν ἐοικότες τοῖς ἄλλοις Ἰνδοῖς
καὶ δειλοὶ καὶ παῖκται καὶ αἰσχρολόγοι . τοῦ δὲ Ταύρου σιμοί , ταυρόφθαλμοι , ὑπομέλανες , πλατυμέτωποι , πλατύρρινοι ,
5960308 ἐχινοι
τὸ ἀναβάλλεσθαι πρὸς χεῖρον γίνεται : καὶ γὰρ οἱ χερσαῖοι ἐχῖνοι δοκοῦσι κεντούμενοι ἀνέχειν τὸν τόκον , εἶθ ' ὕστερον
ἀλεκτορίδων ἁπαλά , ἰχθύων οἱ πετραῖοι καὶ οἱ ἁπαλόϲαρκοι , ἐχῖνοι δὲ θαλάττιοι πλεῖϲτον προὔχουϲιν εἰϲ ἡδονὴν καὶ εἰϲ ὠφέλειαν
5959548 στροβιλοι
ἶρις , νέφη , ἀστραπαί , βρονταί , σκηπτοί , στρόβιλοι . ταῦτα γὰρ πάντα καὶ ὁ περὶ τούτων λόγος
. κάλλισται δὲ τούτοις εἰσὶ σταφίδες ἐσθιόμεναι καὶ ἀμύγδαλα καὶ στρόβιλοι μετὰ γλυκέος , εἰ μὴ λίθους ἔχουσιν : ἔθος
5959029 τελεθουσι
γὰρ ἔβρισαν Λυκίων ἀγοί , οἳ τὸ πάρος περ ζαχρηεῖς τελέθουσι κατὰ κρατερὰς ὑσμίνας . εἰ δὲ καὶ ἐνθάδε περ
Ἐρεμβοὺς καὶ Λιβύην , ἵνα τ ' ἄρνες ἄφαρ κεραοὶ τελέθουσι . τρὶς γὰρ τίκτει μῆλα τελεσφόρον εἰς ἐνιαυτόν :
5955767 λιπαροι
ἤρθη τὰ σπλάγχνα σκιρρούμενα καὶ οἰδισκόμενα καὶ φλεγμαίνοντα . οἱ λιπαροὶ φοίνικες ἐμφρακτικοί . πάντα δ ' ὅσα δι '
ἔχουσιν οἱ καρποὶ τῷ ξυλώδεις ἢ γεώδεις ἢ ξηροὶ ἢ λιπαροὶ τὴν φύσιν εἶναι . δυσκατεργαστότεροι γὰρ οἱ τοιοῦτοι διὸ
5952780 ἐπισκυνιον
αἴτησις . Ἐπισκύσαι , τὸ χαλεπῆναι : ἀπὸ τοῦ τὸ ἐπισκύνιον καθελκύσαι τοὺς χαλεπαίνοντας . Ἐρίηρες . παρὰ τὸ ἄγαν
: πᾶν δέ τ ' ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται . 〚 ἐπισκύνιον ξυνάγων : Ὅμηρος [ . Ρ , ] πᾶν
5945753 ἀμικτοι
ἐκβατηρίαν . μηδ ' οἱ λεόντων τῶνδε καρτερώτεροι , ἀλκὴν ἄμικτοι , τοὺς Ἄρης ἐφίλατο , καὶ δῖ ' Ἐνυὼ
τὸ ὑγρὸν ὑγραίνειν , οὕτως καὶ αἱ τῶν ὄντων ἀρχαὶ ἄμικτοι τῶν ἄλλων δυνάμεων οὖσαι πάντα τὰ μεταλαμβάνοντα αὐτῶν κατὰ
5942618 σκολοπενδρα
: Ἠλέκτρα ποτίστρα καλύπτρα ἐνέδρα . σεσημείωται τὸ Τάναγρα καὶ σκολόπενδρα . Τὰ διὰ τοῦ ΑΙΑ παρώνυμα ἐκτείνει τὸ Α
, τὴν κνίδα κικλήσκουσιν , ἐπωνυμίην ὀδυνάων . ἐχθρὴ δὲ σκολόπενδρα πανέξοχον ἀσπαλιεῦσι ἐμπελάαν : εἰ γάρ ποτ ' ἐπιψαύσειε
5935621 χροιην
ῥύσις ] ἡ ῥεῦσις πίμπραται ] οἰδαίνουσιν καὶ τὸ εἰδήνατο χροιήν , ἀντὶ τοῦ ὡμοιώθη τῷ ] τῷ φαρμακευθέντι ὁτέ
τοῦ ἀλέω ἀλεύω . Πλέξηται : περιπλακῇ , περιλάβῃ . χροιήν : ὄψιν τῆς πέτρας . ἀμφιέσηται : περιβάλληται .
5934707 δελετρον
, λάβρακα δὲ καρὶς πιαλέη , χάννος δὲ φίλον φάγροισι δέλετρον καὶ βῶκες συνόδοντι καὶ ἱππούροισιν ἴουλοι : τρίγλη δ
πελάσσαι : ἀλλ ' ὅτε τις προθορὼν ἑτέρης στιχὸς αἶψα δέλετρον ἁρπάξῃ , τότε καί τις ἐνὶ φρεσὶ θάρσος ἔδεκτο
5934301 χαροποι
μᾶλλον ἐγειρέσθην κοτέοντε μάχεσθαι , ἀμφότεροι , χλοῦναί τε σύες χαροποί τε λέοντες . Ἐν δ ' ἦν ὑσμίνη Λαπιθάων
θέσκελα ἔργα τέτυκτο , ἄρκτοι τ ' ἀγρότεροί τε σύες χαροποί τε λέοντες , ὑσμῖναί τε μάχαι τε φόνοι τ
5931927 ῥικνοι
καὶ οἷς ἡ φλὲψ ἐν τῷ βραχίονι , καὶ οἱ ῥικνοὶ τὰς κνήμας . Λάλου σημεῖα : οἱ τὰ ἄνω
πίονες εὔσαρκοί τε καὶ εὐεξίᾳ μάλιστα θάλλοντες οὕτως αἰφνίδιον ἐκτακέντες ῥικνοὶ γεγόνασιν ἶνες αὐτὸ μόνον καὶ λεπτὴ δορά , καὶ
5930697 αἰγυπιοι
χρῆσιν παρὰ τῷ ποιητῇ Π οἱ δ ' ὥστ ' αἰγυπιοὶ γαμψώνυχες ἀγκυλοχεῖλαι . Λέγομεν δὲ ὅτι οὐ καλῶς ἐσημειώσατο
λάρος , πάλιν τε ὁ χλωρεὺς πρὸς τρυγόνα , καὶ αἰγυπιοὶ καὶ ἀετοί , καὶ κύκνοι καὶ δράκοντες , καὶ
5929751 Ἁλες
γίνεται . ἐγκαταμεμιγμένην τινὰ τῇ ὀξώδει ποιότητι ἔχων στυφότητα . Ἅλες δὲ θερμὸν ὂν καὶ ξηρὸν προσόψημα καὶ μετρίως διεγεῖρον
βλάβην . ἔνιοι δὲ δάφνης κλάδους ἐπιτιθέασι κατὰ ἀντιπάθειαν . Ἅλες φρυκτοὶ ἐμβαλλόμενοι τὸν οἶνον τρέπεσθαι ἐπέχουσι , κωλύουσι δὲ
5928131 θαλαττιοι
κύρτων καὶ ἀγκίστρων καὶ δικτύων τὸν τρόπον τοῦτον . κόλποι θαλάττιοι πολλοὶ τελευτῶσιν ἐς τενάγη τινά , καὶ ἔστι ταῦτα
γενομένους παλιναιρέτους . τί λέγεις σύ ; μάντεις εἰσὶ γὰρ θαλάττιοι ; γαλεοί γε πάντων μάντεων σοφώτατοι . καὶ τὴν
5926896 ὁμοιοι
, πεπληγμένοι τὰς ψυχάς , νέφους τὰ πρόσωπα γέμοντες , ὅμοιοι τοῖς πενθοῦσι παίδων ἄωρον τελευτήν , δακρύοντες , ὀδυρόμενοι
αὐτοὺς , ἀλλ ' ὅτι μὴ πάντ ' ἐκείνοις ἠδυνήθησαν ὅμοιοι γενέσθαι . τούτου δὲ πολλὴν συγγνώμην οὖσαν ἀμφοτέροις εὑρίσκω
5920837 ὀρυκτοι
. Περὶ μὲν οὖν τούτων ἐπισκεπτέον . Οἱ δ ' ὀρυκτοὶ τῶν ἰχθύωνεἰσὶ γὰρ ἐνιαχοῦ καὶ τοιοῦτοι καθάπερ καὶ περὶ
ὄντως ἔφη τοὺς ἐχεοδήκτους ὠφελεῖν περιαπτόμενον . Ἅλες οἵ τε ὀρυκτοὶ καὶ οἱ ἐκ τῆς θαλάσσης δύναμιν ἔχουσι παραπλησίαν ἀλλήλοις
5918171 ἐπαϊγδην
θῶας ὑπερφιάλους ἔλαφον πέρι ποιπνύεσθαι ἀγρομένους : οἱ μὲν γὰρ ἐπαΐγδην γενύεσσι σάρκας ἀφαρπάζουσι καὶ ἀρτιχύτοιο φόνοιο θερμὸν ἔαρ λάπτουσιν
θορὸν ὑγρὸν ἀπορραίνουσιν ὄπισθεν , αἱ δ ' οἴστρῳ μεμαυῖαι ἐπαΐγδην στομάτεσσι κάπτουσιν : τοίῳ δὲ γάμῳ πλήθουσι γόνοιο .
5913388 χρεονται
τὰ τοιαῦτα λέγοντες : γνώμῃ μὲν γὰρ τῇ αὐτέῃ πάντες χρέονται , λέγουσι δὲ οὐ ταὐτά : ἀλλὰ τῆς μὲν
πλεῖστα τουτέων ἀπώλλοντο : μικρὰ γὰρ ὄντα τῇ μεταβολῇ μέζονι χρέονται τῶν ἄλλων : καὶ τὴν τεσσαρακονθήμερον κακοπαθείην ἀναγκάζονται κακοπαθεῖν
5904642 στρογγυλοι
οὗτοι οὖν οἱ κόκκοι σκληροί τέ εἰσι καὶ μέλανες , στρογγύλοι , ἰσομεγέθεις κέγχροις , οἳ συνεψόμενοι τοῖς ὀσπρίοις οὐ
παίζων ὤφθη σφαίραις τισὶν Ἡρακλείοις . αὗται δέ εἰσι λίθοι στρογγύλοι σταθμὸν ἄγοντες οὐκ ὀλίγον . τούτων κτύπος τε ἀκούεται
5904180 θρωσκουσιν
. Ἀσπασίην : εὐάρεστον . ἀσπάσιοι : μετὰ χαρᾶς . θρώσκουσιν : πηδῶσιν , ἐπέρχονται . ἐπειγόμενοι : σπεύδοντες .
τράγημα δέ ἐστιν πιθήκου τοῦτο δήπου δυστυχοῦς . Ὅμηρος : θρώσκουσιν κύαμοι μελανόχροες ἢ ἐρέβινθοι . Ξενοφάνης ὁ Κολοφώνιος ἐν
5902167 πολιοι
, οὐχ οἱ πρὸς ἀλήθειαν , ἀλλ ' οἱ χρόνῳ πολιοὶ οἱ λέγοντες : ” δῶμεν ἀρχηγὸν καὶ ἀποστρέψωμεν εἰς
μακρόθεν : θέλει γὰρ τίμιον , καθὸ καὶ οἱ γέροντες πολιοὶ ὄντες τίμιοι εἰσίν . τοῦτο δέ ἐστιν ἀπίθανον καὶ

Back