κόμας ἐκ διαστημάτων βραχυτέρας καὶ λευκοτέρας καὶ μαλακωτέρας ἔχουσα . Ἰξός ἐστι καλὸς ὁ νέος , πρασίζων τῷ χρώματι κατὰ | ||
ἶνες , τῷ εἶναι καὶ συνεστάναι παρέχουσι τῷ σώματι . Ἰξός . ἵκω ἵξω , ἵξομαι ἰξός . ὁ φθάνων |
μεθιστάμενος φαίνεται , ὥσπερ αὖθις ἀφιστάμενος τοῦ κατὰ φύσιν χρώματος ὑπόξανθός τε καὶ ὑπόπυρρος , ὠχρός τε καὶ ὕπωχρος καὶ | ||
καὶ τὴν χρόαν ὡς στολὴν μεταμφιεσάμενος ἀπὸ τοῦ πρόσθεν μέλανος ὑπόξανθός ἐστιν . ἥ γε μὴν κίχλη χειμῶνός ἐστι ψαροτέρα |
τυραννικὸν ποιητικῷ , ποτέρῳ ἂν αὐτοῖν φανείη ἐνθεώτερος , καὶ οὐράνιος , καὶ ἄξιος Ἀφροδίτης ἐπονομάζεσθαι , καὶ ἔργον εἶναι | ||
γαῖαν , οἶκε θεῶν μακάρων , ῥόμβου δίναισιν ὁδεύων , οὐράνιος χθόνιός τε φύλαξ πάντων περιβληθείς , ἐν στέρνοισιν ἔχων |
ἱστορεῖ γράφων , εἰς τὴν Σινώπην τὴν προσωτέρω πόλιν . κεκραμένη δ ' ἄριστα τῆς Ἀσίας σχεδὸν χωρία γένη τε | ||
λευκὸν οὔτε πορφύρα , ἀλλ ' ὥσπερ αὐγὴ τῆς κρόκης κεκραμένη . αὐλὰς θεραπεύειν καὶ σατράπας μακρὰς τίθημι συμβολὰς ἀκροώμενος |
περὶ ἐκείνου προείρηται , καὶ περὶ τούτων χρὴ γινώσκειν . Ἀσπάλαθος ἐξ ἀνομοιομερῶν σύγκειται δριμέων τε καὶ στυφόντων : καὶ | ||
ἄσμενος ἐκ θανάτοιο , . , . . , . Ἀσπάλαθος : εἶδος ἀκάνθης : † Νίκανδρος : ἐν γὰρ |
στυπτικώτερός ἐστι καὶ ψυχρότερος . Ἔλαιον τὸ ἐκ τῆς ἐλαίας ὑγραντικόν ἐστι καὶ συμμέτρως θερμόν , τὸ γλυκύτατον ἐκ δρυπεποῦς | ||
εἶδος βοτάνης * αὕτως : ὁμοίως οὕτως καὶ ἀλθήεντα τὸν ὑγραντικόν , τὸν πρὸς ὑγείαν λαμβανόμενον , ὅ ἐστι θεραπευτικόν |
δειλίαν καὶ πολυκέρδειαν ἀγγέλλει , ἡ δὲ ἄγαν ξανθὴ καὶ ὑπόλευκος , ὁποία Σκυθῶν καὶ Κελτῶν , ἀμαθίαν καὶ σκαιότητα | ||
Ἀβρότονον : τούτου τὸ μὲν θῆλυ θάμνος ἐστὶ δενδροειδής , ὑπόλευκος , φύλλοις λεπτοσχιδέσιν ὥσπερ σερίφου περὶ τὰ κλώνια πλήρης |
ἐν τῇ γεύσει : ἐκλέγου δὲ τὸ καθαρὸν καὶ μὴ πιτυρῶδες . Ἀμμωνιακὸν ὀπός ἐστι νάρθηκος : καλεῖται δ ' | ||
, ἐκτὸς δ ' ὑπόξανθος , μηδὲν ἔχων τραχὺ ἢ πιτυρῶδες : συνάγεται δ ' ἐκ δρυὸς τῆς ἐχούσης ὅμοια |
συνεδρεύει τῷ ἀνευρύσματι , ὄγκος ἢ μικρὸς ἢ μέγας , ὁμόχρους , ἀνώδυνος , μαλακὸς ἄγαν , σομφότατος , ἔννοιαν | ||
περικρανίου τὸ ὑγρὸν ἐχόντων τοιαῦτά ἐστιν : ὄγκος εὐαφής , ὁμόχρους , ἀναλγής , εἰς ὕψος κεκυρτωμένος , ἠρέμα δι |
τὸν φίλον . ἐπήγαγεν ἢ παραπλησίως , τουτέστι παραπλήσιος καὶ ὁμοιοτάτη ἐστὶν ἡ τοῦ φίλου ζωὴ τῇ ἑαυτοῦ βιοτῇ . | ||
. τί τοῦτο ; φαντασία μοι ἐγένετο ἐλαίου ἀδιάκριτος , ὁμοιοτάτη , νὴ τὴν σὴν τύχην . δὸς ὧδε τὴν |
εὐλόγως ἄρα καὶ ὁ Καρκίνος κάθυγρος ὑπάρχων καὶ ὁ Αἰγόκερως γεώδης ἀλλήλοις τὴν ἀντιπαράδοσιν ποιήσονται καὶ ἡ Παρθένος γεώδης ὑπάρχουσα | ||
ἔχει τὸ ῥῖγος , ἐπειδὴ ψυχρός ἐστιν ὁ χυμὸς καὶ γεώδης καὶ δυσκίνητος . προιόντος μέντοι τοῦ χρόνου , ἐπειδὴ |
ὁ γέρων ; ἀπὸ τῆς μὲν ὄψεως Ἑλληνικός : λευκὴ χλανίς , φαιὸς χιτωνίσκος καλός , πιλίδιον ἁπαλόν , εὔρυθμος | ||
ἐκαλεῖτο ὁ χιτώντὰ δ ' ἐπιβλήματα ξυστίς , βατραχίς , χλανίς , χλαμὺς διάχρυσος , χρυσόπαστος , στατός , φοινικίς |
τὸν σίδηρον εὐχερῶς ἕλκων , καὶ τὴν χρόαν κυανίζων : πυκνὸς δὲ καὶ οὐκ ἄγαν βαρύς : εὐεργεῖ δὲ εἰς | ||
, καὶ ἀντὶ ἀραιοῦ τε καὶ μαλθακοῦ σκληρός τε καὶ πυκνὸς ἐγένετο , καὶ οὔτ ' ἐκπέσσει οὔτ ' ἀφίησι |
ἀμφοτέρῃσι : ῥόος ἐρυθρὸς ἐν τῇσι νεωτέρῃσιν . Καὶ ῥόος ἐρυθρὸς μὲν γίνεται ἐκ πυρετοῦ , μᾶλλον δὲ ἐκ τρωσμοῦ | ||
ἄλλην ἅπασαν ὕλην διεσθίει . Χαλκὸς κεκαυμένος καλός ἐστιν ὁ ἐρυθρὸς καὶ ἐν τῇ τρίψει κινναβαρίζων , ὁ δὲ μέλας |
ἑκατέρων εἰς ὀξὺ καταλῆγον . ἐκαλεῖτο δὲ τῶν μὲν ἀνδρῶν κρώβυλος , τῶν δὲ γυναικῶν κόρυμβος , τῶν δὲ παίδων | ||
ἐνέρσει κρωβύλον : ἢ ἐν εἰσέρσει ἢ ἐν πλοκῇ . κρώβυλος δέ ἐστιν εἶδος πλέγματος τῶν τριχῶν ἀπὸ ἑκατέρων εἰς |
τῶν ἄλλων μερῶν τοῦ σώματος ὡς προείρηται , ὁ σκιρρώδης ὄγκος ἀνώδυνός ἐστιν , ἐπὶ δὲ μαστοῦ γίνεται ὀδύνη οὐ | ||
περὶ τὸν βρόγχον γινόμενος ὄγκος βρογχοκήλη ὠνόμασται : πᾶς γὰρ ὄγκος παρὰ τοῖς ἀρχαίοις κήλη ὠνόμασται : τὸ μὲν οὖν |
ἐξ ἀριστεροῦ : ἦν γὰρ καὶ ὁ σπλὴν κυρτὸς καὶ σκληρὸς , καὶ ἄνω : περιεγένετο : ὑποστροφή . Ἦν | ||
ὄρνις ἀπὸ ζέματος ἡ ἁπλουστέρῳ γειναμένη ζωμῷ καὶ ἰσικὸς ὁμοίως σκληρὸς , οἷός ἐστιν ὁ ἀπὸ τῆς κηρίδος καὶ ὁ |
, εὐμάλακτον , λιπαρόν , ἀμέτοχον ἄμμου ἢ ψαφαρίας , ῥητινῶδες : τοιοῦτον δ ' ἐστὶ τὸ ἐν Κύπρῳ γεννώμενον | ||
τε ἀμμωνιακὸν θυμίαμα καὶ τὸ βδέλλιον μάλιστα τὸ σκυθικόν , ῥητινῶδες ὑπάρχον καὶ τῇ χρόᾳ μέλαν : καὶ στύραξ μάλιστα |
τὸν φίλον . ἡ μὲν γὰρ ἀρετή πως ἔχον ἡγεμονικὸν καθεστηκυῖα , καὶ ἡ σπουδαία πρᾶξις , ἐνέργειά τις οὖσα | ||
καὶ θυμὸς περὶ σέ , τὴν δὲ τιμὴν σωφρονοῦσα καὶ καθεστηκυῖα κρίσις ἑκατέρου πάθους ἀπηλλαγμένη . Ἀλλ ' ἔστω σοι |
τῶν Ἀθηνῶν ἀκροπόλει Ἀθηνᾶς προνοίᾳ ἐβλάστησεν . ἔρνος κυρίως ὁ κλάδος τῆς ἀγρίας συκῆς : ἐρινεὸς γὰρ ἡ ἀγρία συκῆ | ||
ἀναδιδόμενον εἰς τὰ δένδρα ὅπου μὲν γίνεται φλοιὸς ὅπου δὲ κλάδος ὅπου δὲ καρπὸς καὶ ἤδη σῦκον καὶ ῥοιὰ καὶ |
αἴτιον δὲ τὸ αὐτό . Τούτων δὲ γενομένων ἐξέρχεται τῆς ἰκμάδος πλέον ἢ κατατάσσεται : καὶ διὰ ταῦτα τῷ μὲν | ||
στερεὴ καὶ πυκνή ἐστιν , ὥστε μὴ νοσέειν ὑπὸ τῆς ἰκμάδος , καὶ διὰ τοῦτο νόσημα ἐν τῇ καρδίῃ οὐδὲν |
ἔβαλεν . Ἐλήλαται : κρέμαται , ἐκκρέμαται . Δινωτός : στρογγύλος , συστρεπτικός . κύβος : σφαῖρα . ἅμματος : | ||
ἐπιγινομένῳ : ὁ δὲ καρπὸς μέγεθος μὲν ἡλίκον σήσαμον , στρογγύλος δὲ καὶ τῷ χρώματι χλωρός , ἀγαθὸς δὲ διαφερόντως |
παραληπτέον ϲώματοϲ : πρὸϲ δὲ τὸ μὴ ῥᾳδίωϲ ἀπορρεῖν τὸ ἐλαιῶδεϲ οὐκ ἄτοπον καὶ κηροῦ ἐλάχιϲτον ϲυντῆξαι . εἰ δὲ | ||
ῥόδινον τῇ γαϲτρὶ παρέχει , ἀλλὰ καὶ ὄλιϲθον διὰ τὸ ἐλαιῶδεϲ . τινὲϲ δὲ ἀντὶ τοῦ ῥοδίνου μήλινον παρέϲχον . |
ὀστράκοις δ ' ἔνιοι φυτεύουσιν αὐτὸ ἐπὶ τῶν οἰκημάτων . Ἀείζῳον τὸ μικρὸν φύεται ἐν τοίχοις καὶ τάφροις ὑποσκίοις καὶ | ||
ἐρυθρούς , ἐφ ' ὧν ἀθέρες οἱονεὶ τρίχες ἐκπεφύκασιν . Ἀείζῳον μέγα καυλοὺς ἀνίησι πηχυαίους καὶ μείζονας , πάχος μεγάλου |
ἓν ὄνομα πολλοῖς , τρωτός , ἄτρωτος , δασύς , λεῖος : τί βούλει ; πνευμάτων πολλῶν φύλαξ . Ἀττελεβόφθαλμος | ||
, θάμνος πηχυαῖος τὸ ὕψος , πολύκλαδος , ἐξ ἄκρου λεῖος , φύλλα ἔχων λεῖα , μεγάλου δακτύλου τὸ πάχος |
καὶ ἦχόν τινα βομβώδη ἀφίησι καὶ τραχύν : ὁ δὲ μύωψ τῇ κυνομυίᾳ προσείκασται , βομβεῖ δὲ τοῦ οἴστρου μᾶλλον | ||
ἰδιαζόντων : μονώψ κελαινώψ τυφλώψ . τὸ δὲ ἑλίκωψ καὶ μύωψ βαρύνεται , ὥσπερ τὸ κύκλωψ καὶ κέκρωψ καὶ ἴωψ |
κατὰ μέσην συλλαβὴν ἐγίνετο , μεθ ' ὑπερβιβασμοῦ κατὰ τὸ ἄρχον μέρος τοῦ παραλήγοντος ι , ὃ δὴ καὶ αἴτιον | ||
ἐξουσίᾳ βασιλικῇ τραφεὶς ἐκ παιδὸς καὶ μὴ μεμαθηκὼς οἷον τὸ ἄρχον καὶ οἷον τὸ ἀρχόμενον : τοῦτο γὰρ μάλιστα διαφαίνει |
μεταξὺ γενομένων ἡμερῶν , εἶτα διαιρεθεὶς ἐκ τῆς ἀριστερᾶς χειρὸς ἀνώδυνος ὁμοίως ἐγένετο , θεραπευθείς τε τῷ διὰ κρόκου φαρμάκῳ | ||
ἑσπέρην σεύτλου : καὶ τὴν νύκτα ὕπνος : καὶ σφόδρα ἀνώδυνος : καὶ τὴν ἐνάτην ᾔσθετο πρὸς ἡλίου δυσμάς : |
τὸ ὄνομα τοῦ στοιχείου δασύνεται , ὅτι παρὰ ἀρχαίοις ὁ τύπος τοῦ Η ἐν τύπῳ δασείας ἔκειτο , ὥσπερ καὶ | ||
, διὰ τοῦ Η . Ὁ γὰρ διὰ τοῦ ΗΝΟΣ τύπος τὴν ὀξεῖαν ποθεῖ . Καὶ οἱ μὲν ἁπλῆν παρὰ |
φίλη καὶ προσφιλὴς ἡμῖν κούρα καὶ παρθένε Λητογένεια καὶ τὸ γέννημα τῆς Λητοῦς , εὖ καὶ καλῶς καὶ ἐπιστημόνως τὸ | ||
δὲ ὑπὸ τοῦ γεννήσαντος καὶ οἷον εἰδοποιούμενον . Νοῦ δὲ γέννημα λόγος τις καὶ ὑπόστασις , τὸ διανοούμενον : τοῦτο |
τὸ πέλιον καὶ τὸ μέλαν τέτραπται . ἐπὶ τούτων οὖν ἐπιτετάσθαι δεῖ τοὺς στύφοντας τῶν κλυσμῶν : οἶνος οὖν ἔστω | ||
. ἔτι καὶ περιουσίᾳ καὶ κτήσει διὰ τὸ ποτὲ μὲν ἐπιτετάσθαι ποτὲ δὲ ἀνεῖσθαι καὶ παρέχειν καὶ ἀποκρίνειν δύνασθαι . |
ποτε εἶδον : κατὰ ἔχιν ἐστὶ τὸν μικρότατον , τέφρᾳ ἐμφερής , στίγμασιν οὐ συνεχέσι πεποικιλμένος : κεφαλὴ δέ ἐστιν | ||
ἑτέρῳ μέρει αὑτοῦ βατράχῳ , τῷ δὲ λοιπῷ γεώδει τινὶ ἐμφερής , ὡς καὶ ἐκλιπόντι τῷ ποταμῷ συνεκλείπειν . Ἄνοιξιν |
ῥᾴδιον ἐν ἐπιπέδῳ γράφειν ἦν , τοῖς δ ' ὀργάνοις μεταληφθὲν εἰς χειρουργίαν καὶ κατασκευὴν ἐπιτήδειον [ μᾶλλον τῆς ὑπὸ | ||
ἐστὶν ὁ θεωρητικὸς βίος κλῆρος , προσαγορευόμενος Μαμβρῆ , ὃ μεταληφθὲν ἀπὸ ὁράσεως καλεῖται : τῷ δὲ θεωρητικῷ τὸ ὁρᾶν |
γνώσεται δὲ ταῦτα . εἰ γὰρ ἀντιλαμβάνοιτο αὐτῶν ἐν ἀφροσύνῃ καθεστώς , ἔσται καὶ ἡ ἀφροσύνη τῶν τε ἀγαθῶν καὶ | ||
δὴ παράκειται οὐδέτερον ὂν τῷ ὅτις , ἓν μέρος λόγου καθεστώς , ὅμοιον τῷ ὁποῖον , ὁπόσον : ἢ ἐπὶ |
ἐπὶ πληγαῖς ταῖς σφοδραῖς καὶ ὀξυπαθίαις καὶ ἐπὶ φλεγμοναῖς τοῦ ῥαγοειδοῦς : ἡ δὲ μυδρίασις ἐπιγινομένη χρονίοις ῥεύμασι πολλάκις . | ||
, τὰ δ ' ὑποχύματα ὑγρῶν παρέμπτωσιν πηγνυμένων μεταξὺ τοῦ ῥαγοειδοῦς καὶ τοῦ κρυσταλλοειδοῦς . ἔστι δὲ πάντα τὰ γλαυκώματα |
Ζεὺς γένηται , τὸ ὅλον ἔτος ἕξει πνεῦμα νότιον καὶ λιβυκόν . ὁ δὲ χειμὼν ἀρχόμενος μὲν ἔσται ἀνεμώδης , | ||
τῆς δυνούσης μοίρας ἕως τῆς ὑπογείου ἀρσενικὸν τυγχάνει , νοούμενον λιβυκόν , καλούμενον ζεφύριον . σημαίνει δὲ τὴν τοῦ γήρως |
δὲ τὸ στρουθίον ὠφελεῖ τοὺς αὐτοὺς ζωμῷ λαμβανόμενος . Λημνία σφραγὶς καὶ ἤδη νεμομένην ἰᾶται δυσεντερίαν πινομένη τε καὶ ἐνιεμένη | ||
, κτείνουσα τοὺς ἐπιγινομένους σκώληκας . Ἡ δὲ Λημνία λεγομένη σφραγὶς γῆ ἔκ τινος ὑπονόμου ἀντρώδους ἀναφέρεται . Γύψος δύναμιν |
ἀνθινή , καὶ φοινικοῦν ἱμάτιον , καὶ χορταῖος , χιτὼν δασύς , ὃν οἱ Σειληνοὶ φοροῦσιν . κωμικὴ δὲ ἐσθὴς | ||
λάλος , ἓν ὄνομα πολλοῖς , τρωτός , ἄτρωτος , δασύς , λεῖος : τί βούλει ; πνευμάτων πολλῶν φύλαξ |
. Ἀναισθήτου σημεῖα ταῦτα : ἢ λευκὸς πάνυ ἢ πάνυ μέλας , σαρκώδης , προγάστωρ , παχυσκελής , τὰ δὲ | ||
τῷ θέρει πολλὰ λαλοῦν , τὸ μὲν ὅλον πτερὸν κατακόρως μέλας ὑπάρχει , μόνον δὲ τὸ στόμα χρυσοειδές . Οὗτος |
τῷ χρώματι . εἰ δὲ τὴν κατὰ φύσιν χρόαν ἀκριβῶς φυλάττον ὑπόστασιν λευκὴν καὶ λείαν καὶ ὁμαλὴν καὶ πολλὴν ποιοῖτο | ||
τῷ χρώματι . εἰ δὲ τὴν κατὰ φύϲιν χρόαν ἀκριβῶϲ φυλάττον ὑπόϲταϲιν λευκὴν καὶ λείαν καὶ ὁμαλὴν καὶ πολλὴν ποιεῖ |
ἢν δὲ μὴ ὑπὸ τὸ ὀϲτέον * * * μίμνωϲι οἰδέει τοῦ ὑμένοϲ τὸ ϲημεῖον . καὶ τοῦ μὲν περιγραφὴ | ||
καθαίρεται ὁκοῖον προβάτου οὖρον πολὺ , χροιὴ λευκὴ , καὶ οἰδέει πᾶσα , καὶ ἐν τῇσι κνήμῃσι πόμφοι ἀνίστανται , |
ἤτοι τοῦ φρονεῖν : ἀφ ' οὗ καὶ τὸ νήπιος συγκέκοπται , ὅτε ἐπὶ ἄφρονος λέγεται . τὸ καταρῶμαι κοινῶς | ||
ἐν τῷ περὶ Ἐπιῤῥημάτων . Ὄφλω . ἐκ τοῦ ὀφείλω συγκέκοπται . Ὁμοκλή . κλῶ ἐστὶ ῥῆμα δηλοῦν τὸ φωνῶ |
τοῦ ὀφθαλμοῦ τραχυνθὲν ἐξ ἐπιπολῆϲ ἐπικαῇ καὶ φανῇ τὴν χρόαν τεφρὸν γενόμενον . ἔκκαυμα δέ ἐϲτι τὸ κατὰ πλεῖϲτον γενόμενον | ||
δὲ τοῖϲ τοῦ Ἡρᾶ τόμοιϲ ἀναγεγραμμένον . τοῦτο δὲ καὶ τεφρὸν πρὸϲ αὐτοῦ ὠνόμαϲται , πομφόλυγοϲ μὴ λαμβάνον . ὅθεν |
πόνον : μόχθον . Ψυχήν : κατά . πολυδαίδαλος : ποικίλος , πανοῦργος , φρόνιμος , πολύδουλος , πολυσύνετος , | ||
ἀμηχάνῳ τόλμῃ τὸ στρατόπεδον ἐπόρθει . φόνος τε ἦν ἑκατέρων ποικίλος : ὑπὸ δὲ μεγέθους πεδίου τε καὶ κονιορτοῦ τὰ |
τοῦ λόγου πίστις : ἔνθα τραχύς ἐστι τῆς μήτρας ὁ χιτών , ἐκείνοις μόνοις συνδεῖται . ἔχει δ ' ὕλας | ||
τοὐντεῦθεν ἐπεκάλυπτε χλαῖνα τὰ κάτω τοῦ σώματος . λευκὸς ὁ χιτών : ἡ χλαῖνα πορφυρᾶ : τὸ δὲ σῶμα διὰ |
τῶν λεπτῶν θάμνων ὑγρότητα . . διὰ θάμνου ἐκριζώθητε . θάμνος εἶδος φυτοῦ . . ἐκθαμνίσητε ] θάμνος κυρίως τὸ | ||
ἤδη γάρ ποτ ' ἐγὼ γενόμην κοῦρός τε κόρη τε θάμνος τ ' οἰωνός τε καὶ ἔξαλος ἔλλοπος ἰχθύς . |
καὶ πυρρότερον ῥόδου , καὶ τὸ τρίχωμα τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ λευκότερον ἐρίων λευκῶν , καὶ τὰ ὄμματα αὐτοῦ ἀφόμοια ταῖς | ||
ποτε Λήδαν ὤιον εὑρεῖν . καὶ πάλιν : ὠίου πολὺ λευκότερον . ὤεα δ ' ἔφη Ἐπίχαρμος : ὤεα χανὸς |
λόγος ὥρμηται , ἐπιστήμης πέρι τί ποτ ' ἐστίν , ἄσκεπτον γένηται ὑπὸ τῶν ἐπεισκωμαζόντων λόγων , εἴ τις αὐτοῖς | ||
ἄν τε βαρβάρου τάξῃ τις . ὥστε τὴν παιδιὰν μὴ ἄσκεπτον οὖσαν μηνύματα γίνεσθαι τῆς ἑκάστου πρὸς παιδείαν οἰκειότητος : |
, δειλόν , ἄνανδρον καὶ δολερὸν σημαίνουσιν . Τράχηλος πάνυ λεπτὸς δειλὸν καὶ κακοήθη ἄνδρα σημαίνει , εἰ καὶ μακρὸς | ||
ἄπεφθον τούτοις ἁρμόζει . ποτὸν δὲ οἶνος στυφὸς ὑδαρὴς καὶ λεπτὸς ἤ τι τῶν ἡδέων ἔστω πομάτων . φλεγματικωτέρων δὲ |
ἐξιοῦσαν γὰρ εἰς τὴν τοῦ παντὸς ψυχὴν ἀναχωρεῖν πρὸς τὸ ὁμογενές . Οἱ Στωικοὶ ἐξιοῦσαν ἐκ τῶν σωμάτων ὑποφέρεσθαι † | ||
εἰς αἶραν ἀξιοῦν ἄτοπον : εἰς γὰρ τὸ σύνεγγυς καὶ ὁμογενές πως αἱ μεταβολαί : τὸ δὲ μηδὲ εἰς ἕτερον |
χελιδονίοιο πέτηλα καὶ ῥόδον εἰαρινοῖσιν ἀνοιγόμενον ζεφύροισιν : οὔπω γὰρ φύεν ἄνθος ἐπώνυμον Ἀντινόοιο . ΠΥΛΕΩΝ . οὕτως καλεῖται ὁ | ||
συγκυλίνδεται τῇ γυναικί , τοῖσι δ ' ὑπὸ χθὼν δῖα φύεν νεοθηλέα ποίην , λωτόν θ ' ἑρσήεντα ἰδὲ κρόκον |
ὑπόξηρος , σύμμετρος , οὐλόθριξ , εὐγένειος , ποικιλογνώμων , ὑπόχλωρος . ἐὰν δὲ Ἥλιος ἢ Σελήνη εὑρεθῇ τὸν κλέπτην | ||
Πηλίου καλούμενον Πελεθρόνιον , τὴν δὲ φύσιν ἐστὶ μέλας , ὑπόχλωρος δὲ τὴν κοιλίαν , καλὸς δὲ τὴν μορφήν , |
ἔχων τὸ ἐν αὐτοῖς φῶς , καὶ ἄλλος τὴν χεῖρα ἀδρανὴς ὢν ἐγκρατὴς ᾤχετο . γυνὴ δέ τις ἑπτὰ ἤδη | ||
τῆς τοῦ ὡροσκόπου ἐπαναφορᾶς , παντάπασιν ἀχρημάτιστος καὶ ἄπρακτος καὶ ἀδρανὴς καὶ ἀργὸς πρὸς πᾶσαν ἀποτελεσματικὴν ἐνέργειαν γίνεται , καὶ |
καλοῦσιν . Λαῦραι . ῥύμαι , ἄμφοδοι . Ἔλυτρον . σκέπη , θήκη , δέρμα . Συμψήσας . συντρίψας . | ||
τοῖς Ἀττικοῖς . Ἑρμίς . ὁ κλινόπους . Ἔλυτρον . σκέπη , δέρμα . Εἰρήν . παρὰ Λακεδαιμονίοις ἐν τῷ |
λέγουσιν ἄνδρα αὐτόχθονα εἶναι Φενεόν . ἔστι δέ σφισιν ἀκρόπολις ἀπότομος πανταχόθεν , τὰ μὲν πολλὰ ἔχουσα οὕτως , ὀλίγα | ||
. ἡ μὲν δὴ πρώτη σφῶν ἐρυμνή τέ ἐστι καὶ ἀπότομος καὶ τειχήρης τὴν φύσιν ἀκρωνυχίαν ἐξαίρουσα πανόπτῃ Ποσειδῶνι , |
αἱ ἀποκρίσεις , διψῶσι γλῶσσα τραχεῖα , σφυγμὸς μικρὸς καὶ ἀμυδρός : ἅτε ἔστω νενευκότος τοῦ θερμοῦ . ρϞαʹ . | ||
μετὰ παλμῶν καὶ ἐξαναστάσεων ἀλόγων , καὶ σφυγμὸς ἀνώμαλος , ἀμυδρός , ἐκλείπων καὶ παλινδρομῶν , ἐνίοις δὲ καὶ ἀνορεξία |
, τὰς δὲ οὐσίας ἑκάστων ἀφαιρούμενος καὶ πλούτου πρὸς τὸ ἀκρότατον ἀφικόμενος οὐδεμίαν μὲν ἀκολασίας ἰδέαν παραλέλοιπεν , ἁπάσῃ δὲ | ||
. κύμβαχος ἐπὶ μὲν τοῦ ἄκρου τῆς περικεφαλαίας “ κύμβαχον ἀκρότατον νύξ ' ἔγχεϊ ὀξυόεντι , ” ἐπὶ δὲ τοῦ |
διπρόσωπον , χερσαῖον , τετράπουν , ἀσθενόφθαλμον , ἡμίφωνον : διπρόσωπον δὲ ἐκλήθη διὰ τὸ ἔχειν ἐκ τῶν ὄπισθεν τῆς | ||
ὑπερτεινόμενος γὰρ κατὰ τὴν ἕψησιν πρῶτον μὲν μήλινον ἐπάγει , διπρόσωπον δ ' ὂν κιρρὸν ἀπεργάζεται τὸ χρῶμα . Στυπτηρία |
: ἡ μὲν γλῶσσα , φησί , τραχύνεται ὁ δὲ νέατος ἰσθμός , τουτέστιν ὁ ἔσχατος , ἤγουν τὰ παρίσθμια | ||
ἀφρὸς ἐπιστύφων ἐμπλάσσεται , ἀμφὶ καὶ ὁλκός τέτρηχε γλώσσης , νέατος δ ' ὑποκάρφεται ἰσθμός , ξηρὰ δ ' ἐπιλλύζων |
τὴν θεραπείαν ἐργαλεῖα , τὸ μὲν ἐκκαθαῖρον τὴν τρίχα πτερῷ ἐοικὸς ξύλον σπάθη , τὸ δὲ διακτενίζον σιδήριον πριονῶδες ὠδοντωμένον | ||
ἑταῖρε Τοῦτο λέγει ὅτι πάλαι ἡμεῖς τὸ εἰκὸς ἐλέγομεν τὸ ἐοικὸς τῷ ἀληθεῖ , οὐχ ἁπλῶς τὸ δοκοῦν τοῖς πολλοῖς |
τρόπον ἄγριος καὶ σκληρὸς καὶ ἀνήμερος . ἄγροικος ὀργήν ] ἀκράτητος τὸν τρόπον . ὀργήν ] τὸν τρόπον . Γ | ||
ἄσεμνα : ἀπρεπῆ . ἀτρεκέστατος : ἀληθέστατος . ἄληπτος : ἀκράτητος . ἅλις : ἀρκούντως . ἄνασσα : βασίλισσα . |
ἐᾷ πεσεῖν , φυσικῇ τινι ἀντιπαθείᾳ βοηθοῦν . Ὅταν ἡ ῥὰξ τοῦ βότρυος ὀροβιαία γενομένη ξηραίνεσθαι ἄρχηται , τότε πᾶν | ||
ἢ κορίσκη λεγέσθω , τὸ δὲ κοράσιον μηδαμῶς . Ἡ ῥὰξ ἐρεῖς , ὁ δὲ ῥὼξ παράλογον . Κακοδαιμονεῖν οἱ |
τὸ τοῦ φλέγματος ὑγρὸν καταλιπεῖν ἐν τῷ σώματι καὶ ὑπόλοιπον γεῶδές τε καὶ πολὺ τὴν φύσιν ὑπάρχον . Μάλιστα δὲ | ||
' ὧν διαφθείρεται τὰ σώματα . αὐτὸ μὲν γὰρ τὸ γεῶδές ἐστιν ἡ τοῦ σώματος πῆξις , τὸ δὲ ὑγρὸν |
ὥς τινες ὑπειλήφασι , πᾶν πῦρ λεπτομερὲς νομιστέον οὔτε τὸ λεπτομερὲς ἅπαν πῦρ : ὅ τε γὰρ ἄνθραξ πῦρ μέν | ||
πολυμάθειαν δωρίζουσιν . . . : παιπάλη δὲ κυρίως τὸ λεπτομερὲς τοῦ ἀλεύρου . εὐφημεῖν χρὴ : ἡ συστηματικὴ . |
ἢ πρώρας καὶ πρύμνας ἐχούσαις , καλὸν κέρας ἐχούσαις , κεραία δ ' ὁ ἱστὸς , ἐστὶ δὲ τὸ πλάγιον | ||
σφοδρῶς ἐν τῇ σποδιᾷ τοῦ κέρατος ἑψηθῆναι ταῦτα δηλοῖ . κεραία γὰρ λέγεται τὸ ἄκρον καὶ ἔσχατον ζαφελοῖο ] ζαφλεγοῖο |
. . Βιθυνία : πᾶσα λέξις ἀπὸ τῆς βι συλλαβῆς ἀρχομένη διὰ τοῦ ι γράφεται , χωρὶς εἰ μή ἐστι | ||
ὑπόδικος : ὑπέρτατος . Πᾶσα λέξις ἐκ τῆς πρυ συλλαβῆς ἀρχομένη διὰ τοῦ υ ψιλοῦ γράφεται : πρυμνήσιον , τὸ |
εὔκαρπος , πολύφορος , δικαία . τὸ δ ' ἐναντίον λεπτή , πετρώδης , ψαμμώδης , λιθώδης , ὑπόλιθος , | ||
φορή . ψυχῆϲ κατάϲταϲιϲ : αἴϲθηϲιϲ ξύμπαϲα καθαρή : διάνοια λεπτή : γνώμη μαντική . προγιγνώϲκουϲι μὲν ὦν πρώτιϲτα μὲν |
γλυκύ , τὸ ξανθόν , καὶ ἐν τῷ μήλῳ τὸ εὐῶδες , τὸ ἐρυθρόν , τὸ μαλακόν . καὶ ᾗ | ||
τῷ προειρημένῳ δυνάμεως : οὐ μὴν γλυκὺ γευομένοις οὐδ ' εὐῶδες : καθ ' ὅσον δὲ γλίσχρον τι καὶ κνησμῶδες |
, παρὰ τὸ μὴ καὶ τὸ ὕδωρ : ὁ γὰρ πεπυρακτωμένος σίδηρος οὐδόλως ὑγρότητος μετέχει , ἀλλὰ μόνης ξηρότητος . | ||
διὰ τὸ ἄμετρον τῆς πυρώσεως : μύδρος γάρ ἐστιν ὁ πεπυρακτωμένος σίδηρος . διὸ καὶ ὁ Ἀναξαγόρας ἐξωστρακίσθη ἐκ τῶν |
. , . , , . Φωνή ἐστιν ἀὴρ πεπληγὼς αἰσθητὸς ἀκοῇ τὸ ὅσον ἐφ ' ἑαυτῷ ἐστιν . πᾶσα | ||
ἤρτηται οὖν ὁ νοητὸς κόσμος τοῦ θεοῦ , ὁ δὲ αἰσθητὸς τοῦ νοητοῦ , ὁ δὲ ἥλιος διὰ τοῦ νοητοῦ |
δίσωμον , θηλυκόν , γόνιμον , νυκτερινόν , νηκτόν , συριγγῶδες , φολιδωτόν , κοπτόμενον , πτερωτόν , ἄφωνον . | ||
μέρους ἀνθρωπόμορφον , κοπτόμενον μέλεσι καὶ ἥμισυ , φωνῆεν , συριγγῶδες . καὶ καθόλου μέν ἐστι πνευματῶδες , κατὰ μέρος |
τοῦ ῥοῦ τὸ τάχος , ἐκ πλαγίου δ ' ἡ στενότης . καὶ τὰ μὲν καθόλου , βουλομένοις μὴ μακρὰν | ||
ἐς τὸ πέλαγος οὔτε ὅσον ἀλλήλων διαστῆναι : ἡ γὰρ στενότης ἡ τοῦ χωρίου καὶ τὸ φύσει δυσέξοδον αὐτοῦ καὶ |
τοῦ προσήκοντος τέλους . λστʹ . Περικράνιος ὑμήν ἐστι νευρώδης περιειληφὼς πᾶν τὸ κράνιον . λζʹ . Μήνιγγές εἰσι τὰ | ||
: λόγος θεοῦ συνεχής , ἐοικὼς δρόσῳ , κύκλῳ πᾶσαν περιειληφὼς καὶ μηδὲν μέρος ἀμέτοχον αὑτοῦ ἐῶν . φαίνεται δ |
κέρας καὶ οὐρά . αὕτη δὲ ἡ διχοτομία τοῦ μήκους ὀμφαλὸς προσαγορεύεται καὶ στόμα καὶ ἀραρός . Μετὰ δὲ τὴν | ||
μὲν τὸ βρέφος τῆς μήτρας , ἐπὶ πλέον δὲ ὁ ὀμφαλὸς βασανισθῇ διατεινόμενος : ἄτροφον γὰρ γίνεσθαι τὸ ἔμβρυον : |
, τὸ μὲν ξυλῶδες πρὸς τὸ ξύλον , τὸ δὲ φλοιῶδες πρὸς τὸν φλοιόν . ἔστω δὲ τὸ ἀποξυόμενον ἔνθεμα | ||
τὸ φάρσος κλωνάριόν ἐστιν : ἢ τὸ ἐκτὸς τῆς ῥίζης φλοιῶδες , ἢ μερίδα . * φάρσος : φλοιόν * |
τἀτύχημ ' αὐτὴν φυγεῖν τὸ συμβεβηκός . σὺ δέ τις ὑψηλὸς σφόδρα [ ] ν ? [ ] βάρβαρος [ | ||
ἄλλως : ὁ δὲ ἕτερος ὁ τοῦ λευκοῦ χαμαιλέων γένους ὑψηλὸς μὲν ὁρᾶται , καὶ ἄνω τῆς γῆς οὗτος ὑπερέχων |
σκληρά πόντου ] τοῦ Εὐξείνου Ἡ Σαλμυδησσία ἐστὶ ῥαχία ἀκρωτηριώδης ἐοικυῖα ὄνου γνάθῳ . καλεῖται δὲ οὕτως ἀπό τινος Σαλμυδησσοῦ | ||
τίς αὕτη σπουδῇ πρόσεισι τεταραγμένη καὶ δακρύουσα , πάνυ ἀδικουμένῃ ἐοικυῖα ; μᾶλλον δὲ Φιλοσοφία ἐστίν , καὶ τοὔνομά γε |
ῥεῦμα : ἵππουρις καταπλαττομένη , κἂν νεῦρα διατετμημένα τύχῃ : ἴσατις ἡ ἥμερος ἐπὶ τῶν σκληρῶν σωμάτων . κοχλίου σὰρξ | ||
διαπύρων καυτηριῶν , τῆς αἱμορραγίας ἐξ ἀναβρώσεως σηπεδονώδους συμπιπτούσης . ἴσατις ἡ ἥμερος κατὰ τῶν αἱμορραγούντων ἐπιπλαττομένη καλῶς ἐπέχει , |
γίνεται δὲ καὶ τριῶν σπιθαμῶν . τὸ δὲ χρῶμά ἐστιν ὑπέρυθρος , καὶ τῶν ὀδόντων τὸν μὲν κάτω ἐλάττονα ἔχει | ||
ὀρεινοῖς καὶ τραχέσι χωρίοις . Ἄλυπον φρυγανώδης ἐστὶ πόα , ὑπέρυθρος , λεπτόφυλλος καὶ λεπτόκαρπος : ἄνθος μαλακὸν καὶ κοῦφον |
οὗτος ὑπὸ τοῦ προσβάλλοντος ἀεὶ κύματος σκληρῶς πεπιλημένος , ὥστε ὁμογενοῦς ὄγκου καὶ μίαν φύσιν ἔχοντος διὰ τὴν μίξιν καὶ | ||
οὗτος ὑπὸ τοῦ προσβάλλοντος ἀεὶ κύματος σκληρῶς πεπιλημένος , ὥστε ὁμογενοῦς ὄγκου καὶ μίαν φύσιν ἔχοντος διὰ τὴν μίξιν καὶ |
δὲ αὐτῷ κατὰ τὰ Σφαιρικὰ κατά τι μέρος τῶν νοτίων ψαύουσα οὐρὰ Κήτους , ἐκ δὲ τῶν κατὰ τὸν νότιον | ||
δικαιόπολις καὶ δικαιοτάτη Αἴγινα , οὐ κεῖται μακρὰν τῶν Χαρίτων ψαύουσα τῶν Αἰακιδῶν ἐν ἀρεταῖς κλειναῖς : ἤγουν μιμουμένη ἡ |
ὅτι τὸ εὖτε οὐκ ἔστι χρονικὸν ἀλλ ' ὁμοιωματικόν , ἀναλογοῦν τῷ ἠύτε . . ἡ διπλῆ , ὅτι τινὲς | ||
τῆς κοιλίας οἱονεὶ κύστις . σπλάγχνον δ ' οὐκ ἔχει ἀναλογοῦν . τροφῇ δὲ χρῆται ἔστιν ὅτε καὶ τοῖς τῶν |
. . . ἄκρην : σκολιὸν καὶ περιεστραμμένον ἐπισύρεται τὸ οὐραῖον τεινόμενον * ὁμῶς : πάντοτε ὁμοίως ἔμπης * ἐπιτείνεται | ||
, σκόμβρος , θυννίς , κωβιός , ἠλακατῆνες , κυνὸς οὐραῖον τῶν καρχαριῶν , νάρκη , βάτραχος , πέρκη , |
ἦσαν , ἤδη νικωμένης τῆς ἐμφύτου δυνάμεως . χροιὰ δὲ σιδιοειδὴς καὶ πρὸς τὸ τῶν ἰκτεριώντων οἷον ἀπεστραμμένη χρῶμα , | ||
τὸ ἧπαρ , καὶ ἡ χροιὴ διαφέρει τῆς πρόσθεν , σιδιοειδὴς γάρ ἐστιν . Ἐν δὲ τῷ καιρῷ τοῦ θέρεος |
πτανόπους ? ? [ θεὰ ] θνατοῖς συνομέστιε , παγκρατὲς Τύχα , πῶς χρὴ τεὰν ἰσχύν τε δεῖξαι καὶ φύσιν | ||
θεσμοφόρε χˈρυσανίου ἐν ἔργμασιν δὲ νικᾷ τύχα , οὐ σθένος Τύχα φερέπολις Τύχα ἀπειθὴς δίδυμον στρέφοισα πηδάλιον ! ! ! |
γράφονται : οἷον , σμοῖος τὸ ἐπιθετικόν : σκοῖος ὁ σκολιός : δοῖος : μνοῖος ὁ ἰπνός : γλοῖος ἡ | ||
τὰ μέτρα τῆς ζωῆς . νγʹ Ὃ δ ' αὖ σκολιός Εἰπὼν περὶ τοῦ εὐγενεστέρου τῶν ἵππων , λοιπὸν τὰ |
περὶ τὰς κατ ' αὐτὸ τὸ γένος τοῦ ἄρρενος καὶ θήλεως ὑπερβολὰς καὶ ἐλλείψεις τοῦ κατὰ φύσιν , διαλαμβάνεται δὲ | ||
περὶ τὰς κατ ' αὐτὸ τὸ γένος τοῦ ἄρρενος καὶ θήλεως ὑπερβολὰς καὶ ἐλλείψεις τοῦ κατὰ φύσιν , διαλαμβάνεται δὲ |
τε καὶ τήκειν τῆς πιμελῆς προαναλωθείσης ὑπὸ τῷ τῆς ἀμίδος ὑφιζάνει πυθμένι , ὅσον ἂν τύχῃ τῆς σαρκώδους δαπανηθὲν οὐσίας | ||
ὀδυνῶνται καὶ δυϲουροῦϲι , καὶ τὸ πῦον μετὰ τὴν οὔρηϲιν ὑφιζάνει κάτω , καὶ λεπίδεϲ ἐν αὐτῷ δυϲώδειϲ ἢ πεταλώδειϲ |
παρὰ τοῖς Ἕλλησι δημιουργημάτων . ἔστι δέ τις καὶ πολύστυλος οἶκος , καθάπερ ἐν Μέμφει , βαρβαρικὴν ἔχων τὴν κατασκευήν | ||
δωδεκατημόριον , ὃ εἰς πόδας καὶ βάσιν παραλαμβάνεται , ἔστιν οἶκος Διός , ὕψωμα Ἀφροδίτης περὶ κ μοίρας , δίσωμον |
, ὀξεῖα : βαρὺς , βαρεῖα : τὸ λιγὺς καὶ ἐλαχὺς ὀξύτονα , καὶ ἡμίσυς καὶ θῆλυς βαρύτονα σημειοῦνται ποιοῦντα | ||
τάχιστος , κακὸς κακίων κάκιστος , βραδὺς βραδίων βράδιστος , ἐλαχὺς ἐλαχίων ἐλάχιστος , τερπνὸς τερπνίων τέρπνιστος : Καλλίμαχος : |
καὶ μερῶν καὶ πάντων εὐωνύμων . Καὶ πάλιν διακρίνονται εἰς χροίας τε καὶ γεύσεις : ὁ Κρόνος μαῦρος , μόλυβδος | ||
τῆς βαθυτάτης κατὰ τοῦ δάσους ἢ τῆς ὑπὸ τῶν ἴων χροίας μελαινομένης . ὑπὸ τὸ δάσος τῶν ἴων . * |
θεοὶ εἰς λέβητα καὶ ὁλόκληρον αὖθις συμπήξαντες , ἐπεὶ ὁ ὦμος ἀπῆν , ἐλεφάντινον ἀντέθηκαν . διὸ καὶ οἱ ἐκ | ||
ἐν ἄκρᾳ τῇ οὐρᾷ , καὶ τοῦ Κενταύρου ὁ δεξιὸς ὦμος , μικρὸν προηγούμενοι τοῦ μεσημβρινοῦ . Δύνει δὲ ἡ |
τῆς ἐγώ ποτε ὅρους ἀνεῖλον πολλαχῆ πεπηγότας , πρόσθεν δὲ δουλεύουσα , νῦν ἐλευθέρα . πολλοὺς δ ' Ἀθήνας πατρίδ | ||
ἀγγεῖον : παλαιὰ ὑπηρέτις , δούλη : ἡ μετὰ φόβου δουλεύουσα , παρὰ τὸ λα ἐπιτατικὸν καὶ τὸ τρεῖν : |
παρθένου : παρθένῳ ὁκόταν , τὰ ὡραῖα μὴ γένηται , χολᾷ καὶ πυρεταίνει καὶ ὀδυνᾶται , διψῇ καὶ πεινῇ , | ||
νοέει καὶ φθέγγεται : ὡς μέλι φωνά : ἢν δὲ χολᾷ , νόος ἐστὶν ἀνάμερος : ἠπεροπευτάς , οὐδὲν ἀλαθεύων |
, χολώδης ἐπίχολος ἀκρόχολος μελάγχολος , ὀξύθυμος , ὀξυθυμίας , πικρός , δύσκολος , μεμψίμοιρος , ὠμός , ἀσυγγνώμων , | ||
αἱρέσεως , τῇ μὲν χρόᾳ ἐρυθρός , τῇ δὲ γεύσει πικρός . Ἡ δὲ Ἀφροδίτη ἐστὶ μὲν ἐπιθυμία καὶ ἔρως |
πολλάκις ἤδη καὶ ἐπ ' Ἀρχίππου δι ' ἐτῶν τετταράκοντα σφοδρός . Πονοῦσι δὲ μάλιστα τῶν τόπων οἱ κοῖλοι καὶ | ||
φαρμάκου καθαίρονται δαψιλῶς . ὅταν οὖν ὁ πυρετὸς ᾖ μὴ σφοδρός , ἔμπειρός τε ᾖς τῆς φύσεως τοῦ κάμνοντος , |
οὖν προσάξει ; τί ἱκανὸν ἀποστῆσαι ἡμᾶς τῆς πρὸς θεὸν ὁμοιώσεως καὶ φιλοσοφίας ; χρημάτων δόσις ἢ ἀφαίρεσις ; ἀλλὰ | ||
ὄντως πατέρα ζητεῖν παρακελεύεται κἀκείνου ἔχεσθαι καὶ τῆς πρὸς ἐκεῖνον ὁμοιώσεως πλείστην ἐπιμέλειαν ποιεῖσθαι . καὶ οὕτως ἀμφότερα συμβαίνει , |
Ὡσαύτως δὲ καὶ τὸ πυκνὸν καὶ ἄκυμον καὶ συνεχὲς καὶ ὁμαλὲς ἐκείνοις ὁ νότος ποιεῖ μᾶλλον : ἀεὶ γὰρ τοῖς | ||
γὰρ ὁμαλὴν γενέσθαι κίνησιν μὴ ἐφ ' ὁμαλοῦ μεγέθους : ὁμαλὲς δὲ μέγεθος , οὗ τὸ τυχὸν ἐφαρμόττει τῷ τυχόντι |
φῶτα ἐν ἀρσενικοῖς ζῳδίοις τυχόντα καὶ ὁ ὡροσκόπος ὑπὸ ἀγαθοποιῶν θεωρούμενος εὐτοκίαν ποιοῦσιν , ἐπὶ δὲ θηλυκῆς γενέσεως δυστοκίαν ποιοῦσιν | ||
ἀλλὰ δὲ καὶ βʹ τριγωνικὸς δεσπότης τοῦ ὑπογείου ὑπὸ κακοποιῶν θεωρούμενος ἢ κακῶς κείμενος δίχα Διὸς καὶ Ἀφροδίτης σίνος ἢ |
αὐτῷ φύεται χρυσοειδές , ὁ δὲ λιβανωτὸς γινόμενος ἐξ αὐτοῦ ὀπίζεται ὡς ἂν δάκρυον . τὸ δὲ τῆς σμύρνης δένδρον | ||
σχίνῳ , τὸ δὲ φύλλον ἔχει λεπτότερον καὶ πυκνότερον . ὀπίζεται δὲ περισκαφείσης τῆς γῆς ἀπὸ τῶν ῥιζῶν , καὶ |
πνιγήσεται ἐν ὕδατι ὁ γεννη - θείς : εἰ δὲ ἀνθρωποειδές ἐστιν , παρ ' ἀνθρώπων πνιγήσεται ἢ ἀγχόνῃ ἢ | ||
ἔστιν Ἑρμοῦ οἶκος , δίσωμον , ἀρσενικόν , λογικόν , ἀνθρωποειδές . καὶ καθόλου μὲν εὐκρασίας ποιητικόν , κατὰ μέρος |