, τὰς δὲ οὐσίας ἑκάστων ἀφαιρούμενος καὶ πλούτου πρὸς τὸ ἀκρότατον ἀφικόμενος οὐδεμίαν μὲν ἀκολασίας ἰδέαν παραλέλοιπεν , ἁπάσῃ δὲ
. κύμβαχος ἐπὶ μὲν τοῦ ἄκρου τῆς περικεφαλαίας “ κύμβαχον ἀκρότατον νύξ ' ἔγχεϊ ὀξυόεντι , ” ἐπὶ δὲ τοῦ
6356241 μιμημα
τὸν σκινδαψὸν ὄργανον λέγει μουσικὸν , τὸ δὲ βλίτυρι χορδῆς μίμημα . : Τῶν δ ' ἐλύμων αὐλῶν μνημονεύει καὶ
φύσις σοφὴν ἐς ἱστουργίαν ἐδημιούργησε . καὶ φιλοτεχνεῖ οὐ κατὰ μίμημα , οὐδὲ ἔξωθεν λαμβάνει τὸ νῆμα , ἀλλ '
6196965 ἀκρον
καὶ σηπεδὼν ἐπί τινων ἐπιγίγνεται , κατασκήψαντος δῆλον ὅτι εἰς ἄκρον πόδα τοῦ σήπειν δυναμένου χυμοῦ . σπανίως μέντοι τὰ
ἓν κρίνον ὁτὲ δὲ πλείω γίνεται : βλαστάνει γὰρ τὸ ἄκρον : σπανιώτερα δὲ ταῦτα : ῥίζαν δὲ ἔχει πολλὴν
6170034 ἀνθηρον
δὲ ἀνὰ πᾶσαν ἡμέραν ἐπέφερεν ἢ τυρὸν ἁπαλὸν ἢ στέφανον ἀνθηρὸν ἢ μῆλον ὡραῖον : ἐκόμισε δέ ποτε αὐτῇ καὶ
ἑαυτῷ ἔσται ὁ λόγος . συμπλέκει δὲ ὅμως αὐτῷ τὸ ἀνθηρὸν τῶν λόγων εἶδος , ὃ δὴ χάριν ὁμοῦ καὶ
6048275 καλυξ
καὶ ὁ μέγας παῖς βούπαις . ὅμοιον παρηκολούθησεν καὶ τὸ κάλυξ , τὸ κεκαλυμμένον ῥόδον , καὶ ἦν παρὰ τὸν
καὶ ὄνυχος : ἔχουσι δὲ ἀπολογίαν , ὅτι τὸ μὲν κάλυξ κάλυψ ἦν , ὡς δῆλον κἀκ τῆς ἐτυμολογίας :
5987057 τελεωτατον
τούτου λαχεῖν : καίτοι τό γε πρῶτον καὶ μέγιστον καὶ τελεώτατον τῶν θείων ἔργων ἐστὶν οὗτος . μήποτ ' οὖν
, μηδενὸς ἑτέρου ποτὲ ἔτι προσδεῖσθαι , τὸ δὲ ἱκανὸν τελεώτατον ἔχειν . οὐχ οὕτως ; Οὕτω μὲν οὖν .
5951600 κεκραμενη
ἱστορεῖ γράφων , εἰς τὴν Σινώπην τὴν προσωτέρω πόλιν . κεκραμένη δ ' ἄριστα τῆς Ἀσίας σχεδὸν χωρία γένη τε
λευκὸν οὔτε πορφύρα , ἀλλ ' ὥσπερ αὐγὴ τῆς κρόκης κεκραμένη . αὐλὰς θεραπεύειν καὶ σατράπας μακρὰς τίθημι συμβολὰς ἀκροώμενος
5912866 τερμονιον
ἐπὶ γὰρ ἄκρου προσδέδεμαι . . ἵκετο ] ἦλθε . τερμόνιον ] τὸν τελευταῖον . πάγον ] τὸν τραχὺν καὶ
. βρότειος ] ἀνθρωπίνη . κεκραμένη ] ἡρωϊκή . . τερμόνιον ἐπὶ πάγον ] διὰ τὴν ὀξύτητα τοῦ ὄρους .
5857077 ἀκλινες
συνεστῶσα γὰρ ἐκ τριάδος καὶ τετράδος τὸ ἐν τοῖς οὖσιν ἀκλινὲς καὶ ὀρθὸν φύσει παρέχεται : ὃν δὲ τρόπον ,
καὶ ὑλικώτερον : ἐν δὲ ψυχῇ τὸ μὲν εὐθὺ καὶ ἀκλινὲς τἀγαθόν : τουτὶ γὰρ ἰσότητι καὶ ταὐτότητι πρεσβεῦον ,
5830979 μετεχον
λόγον , καὶ ὅτι γε αὖ ἡμεῖς τὸ τῆς οὐσίας μετέχον ” ἔστιν “ φαμέν , καὶ κατὰ τοῦτο ὀρθῶς
, κἂν ἕτερον εἶδος τύχῃ τοῦ αὐτοῦ τοῖς προλαβοῦσιν ὀνόματος μετέχον , σκοπεῖν ὁμοίως καὶ τὰ ὑπὸ τοῦτο καθ '
5829691 τελειοτατος
φροντίσῃς , εἰ τηλικόσδε ὢν τελείου ἔργα ποιῶ ἢ εἰ τελειότατός εἰμι : τότε γὰρ ἐγενόμην , ὅτε ἡ Ἀνάγκη
φροντίσῃς , εἰ τηλικόσδε ὢν τελείου ἔργα ποιῶ ἢ εἰ τελειότατός εἰμι : τότε γὰρ ἐγενόμην , ὅτε ἡ Ἀνάγκη
5791291 ποικιλον
βιοῦντος κατὰ φύσιν . οὐκ ἀπὸ σκοποῦ μέντοι καὶ χιτῶνα ποικίλον ἀναλαμβάνειν λέγεται : ποικίλον γὰρ πολιτεία καὶ πολύτροπον ,
ἀκολούθους ἐκθέσεις πεποίηται κατὰ διαφόρους ὑπομνήσεις διὰ τὸ πολύχουν καὶ ποικίλον τῶν συντάξεων , οἷον ἐπὶ τῶν ἀντικεῖσθαι πεπιστευμένων .
5780260 φλοιωδες
, τὸ μὲν ξυλῶδες πρὸς τὸ ξύλον , τὸ δὲ φλοιῶδες πρὸς τὸν φλοιόν . ἔστω δὲ τὸ ἀποξυόμενον ἔνθεμα
τὸ φάρσος κλωνάριόν ἐστιν : ἢ τὸ ἐκτὸς τῆς ῥίζης φλοιῶδες , ἢ μερίδα . * φάρσος : φλοιόν *
5729847 βλαστημα
τοῦτον ὁρᾶν ἅπαν καθαρόν τε καὶ γνήσιον τῆσδε τῆς γῆς βλάστημα , ποιητὴς ἂν εἴποι , καὶ μάλ ' ἐπανθοῦν
χείρονος παράγειν ὑπομένων : εἰ δ ' οὐκ ἔστι μὲν βλάστημα ἡ ψυχή , ἐνοῦσα δὲ ἐν τῷ σώματι κρατεῖται
5723871 φωνητηριον
ἐναντίον κυρίου ” . λόγιον οὖν ἐστιν ἐν ἡμῖν τὸ φωνητήριον ὄργανον , ὅπερ ἐστὶν ὁ γεγωνὼς λόγος : οὗτος
ἡγεμονικοῦ μέρος ἑπταχῆ σχίζεται , εἰς πέντε αἰσθήσεις καὶ τὸ φωνητήριον ὄργανον καὶ ἐπὶ πᾶσι τὸ γόνιμον : ἃ δὴ
5717440 ἀκροτης
τὸ φυτικὸν ἀναγκαίως κατὰ τὴν πεντάδα πίπτει , ὥστε καὶ ἀκρότης τις ἡ ἐλαχίστη τῆς ζωότητος ἡ πεντάς : γενέσεων
, εἰ δὲ τὸ ἀγαθὸν αὐτῆς καὶ τὸ εὖ , ἀκρότης ἐστί . Προσήκει δὲ καὶ ἐκεῖνο γινώσκειν , ὅτι
5710619 τερμα
τὸ τέρμα τῆς πυρᾶς ἀρχὴ φρίκης καὶ τῆς φρίκης τὸ τέρμα τῆς πυρᾶς πάλιν . Καὶ τοῦ κρύους μὲν ἐν
εἰμι Μένανδρος [ . ] : . , κέλσαι ποτὶ τέρμα : ἐπὶ ἀδήλῳ συμφορᾷ καὶ μὴ ἐμφαινομένῃ πρὸς τὸ
5694262 εὐχαρι
νῦν δέ καί μοι τὸ σφόδρα αὐτῶν ἐπιδέξιόν τε καὶ εὔχαρι οἰχήσεσθαι ἄγον ὑμᾶς δοκεῖ , ὥστε ἡμῶν δὴ τῶν
οἰκείαν λέξιν καὶ σύνθεσιν , ἔχουσαν τὸ Ἀττικόν , τὸ εὔχαρι , τὸ ἀπέριττον , τὸ ἀνενδεές . εἰ δέ
5691872 πληρες
εἴρηται : „ ποτήριον ἐν χειρὶ κυρίου , οἴνου ἀκράτου πλῆρες κεράσματος „ : καίτοι τό γε κεκραμένον οὐκ ἄκρατον
, δαιμόνων ὑπέρτατος . Συνεκδοχή ἐστι φράσις οὐ κατὰ τὸ πλῆρες ἐξενηνεγμένη , προσδεομένη δέ τινος ἔξωθεν ἀκολουθίας . τῶν
5679557 διηκον
. ἓν γὰρ ὑπάρχει πνεῦμα τὸ διὰ παντὸς τοῦ κόσμου διῆκον ψυχῆς τρόπον , τὸ καὶ ἑνοῦν ἡμᾶς πρὸς ἐκεῖνα
κατανέμεται τὴν Λιβύην , τό , τε τῶν Γαραμάντων , διῆκον ἀπὸ τῶν τοῦ Βαγράδα ποταμοῦ πηγῶν μέχρι τῆς Νοῦβα
5649113 γνωστικον
γνωστῶν καὶ τῶν γνωστικῶν , ἐπὶ τῆς ψυχῆς εὐλόγως ὡς γνωστικὸν εἰρῆσθαι ἀκούει , καὶ διὰ τοῦτο τοὺς εἰπόντας τὴν
τοίνυν , ὅπερ ἔφην , καὶ τὸ γνωστὸν καὶ τὸ γνωστικὸν καὶ ἡ γνῶσις ἐν τῷ νῷ διεκρίθη ἀπ '
5622693 γαυρον
ἥδιστον καὶ σαφέστατον ἱέντες καὶ ἀγαπῶντες τῆς ἀνθρωπίνης φωνῆς τὸ γαῦρον καὶ ἐπιστῆμον , ἐπιθέμενοι σύμβολα τοῖς εἰς αἴσθησιν ἀφικνουμένοις
πολεμικόν . . ἐπιδεικνύμενος . Θ . οὐδὲν γὰρ οὕτω γαῦρον : Παρὰ τὰ ἐκ Φιλοκτήτου Εὐριπίδου οὐδὲν γὰρ οὕτω
5611691 πολυειδες
τι ἢ ὕλη ἔσται τὸ ὑποκείμενον , πολύτροπον δὲ καὶ πολυειδές : ὥστε οὐδ ' ἂν ἔτι πανδεχὲς γένοιτο ἐμπόδιον
' ἐπιμένειν δύνανται τῆς βλαστήσεως γινομένης ἐκεῖσε : ὅλως δὲ πολυειδές τι τὸ τῶν συκῶν ἐστιν : αἱ μὲν γὰρ
5593731 μορφη
καὶ ῥώμη πάρεστιν , οἵα τοῖς κράτιστα πεφυκόσι , καὶ μορφὴ τοῦ βασιλείου γένους ἀξία . ἢ τούτων μὲν οὐδέτερον
αὐτῶν ἔσται μέρος τε ἔσται . Οὐ τοίνυν οὐδὲ τοιαύτη μορφὴ οὐδέ τις δύναμις οὐδ ' αὖ πᾶσαι αἱ γεγενημέναι
5572323 ἐπιστρεφομενον
, μένον ἐν ἑαυτῷ καὶ προϊὸν ἀφ ' ἑαυτοῦ καὶ ἐπιστρεφόμενον πρὸς ἑαυτό . Στοιχεῖα γὰρ αὐτοῦ τῆς οὐσίας τὰ
. Ὥστε ἡ μὲν οὐσιώδης ἐπιστροφὴ πρὸς ἐκεῖνο ποιεῖ τὸ ἐπιστρεφόμενον , οἷον ἐκεῖνο , ἡ δὲ ζωτικὴ συνημμένον αὐτῷ
5568190 γεννητικη
, ὅπερ οὐκ ἐδόκει εὖ ἔχειν . Εἰ δὲ καὶ γεννητικὴ ἡ οὐσία δυνάμεως καὶ μετ ' αὐτὴν ἐνεργείας ,
ἡ δυὰς ὥσπερ τι ἐκμαγεῖον οὖσα τῶν μετ ' αὐτὴν γεννητικὴ ἀριθμῶν γίνεται , ᾧ ἂν προσαχθῆ , δύο τε
5548126 ξουθης
Ἀριστάρχειοι , ἐπ ' εὐρέα νῶτα θαλάττης Ἑλλάδα , τῆς ξουθῆς δειλότεροι κεμάδος , γωνιοβόμβυκες , μονοσύλλαβοι , οἷσι μέμηλε
' ἐπάγει ὅτι κρεῶν χύτραν λέγω . καὶ πάλιν : ξουθῆς μελίσσης νάμασι συμμιγὴς μηκάδων αἰγῶν ἀπόρρους θρόμβος , ἐγκαθήμενος
5538516 ἰσχυροτατον
ἀσθενεῖς ποιήσειε , πάντων γε τῶν πέριξ ῥᾳδίως ἄρξειν : ἰσχυρότατον γὰρ τῶν ἐγγὺς φύλων τοῦτο ἐδόκει εἶναι . οὕτω
προτάττομεν τοὺς λογισμοὺς τῶν παραδειγμάτων ἢ ἐπάγομεν : ἔστι δὲ ἰσχυρότατον ἐν λόγῳ τὸ παράδειγμα : λαμβάνεται δ ' ἀπὸ
5517310 περιεκτικον
. καὶ εἰ μὲν ἕκαστον τούτων πρὶν τῆς συνόδου νοεῖται περιεκτικὸν τῆς σωματότητος , ἔσται τούτων ἕκαστον σῶμα καὶ οὐ
κερασφόρον ἐστίν . Τὸ γὰρ κερασφόρον οὐκ ἔστιν ἓν ὄνομα περιεκτικὸν τῶν μὴ ἀμφωδόντων ἀλλὰ λόγοςλόγος δέ ἐστιν ὁ ἐκ
5514269 θεραπευτικον
παροξυϲμοῖϲ ὑποϲτέλλεϲθαι . ” διὰ ταύτηϲ τῆϲ λέξεωϲ πάνυ διδάϲκει θεραπευτικὸν καὶ τεχνικὸν τὸ ἐπικειμένου βαρυτέρου παροξυϲμοῦ μὴ δεῖν παρατιθέναι
Δία τὸν Ὀλύμπιον καὶ τὴν Ἀθηνᾶν , οὐδαμῶς . παιδισκάριον θεραπευτικὸν δὲ λόγου τάχιον , ἀπαγέσθω δέ τις ἢ ἄρ
5501450 ποιητικον
δή φημι πᾶσαν εἶναι λέξιν ἄμετρον , ἥτις ἐμφαίνει τὸ ποιητικὸν καὶ μελικόν : ᾗ δὴ καὶ τὸν Δημοσθένην κεχρῆσθαι
τις ἐθέλει , μῦθος ἀλληγορικός ἐστιν : ὃ πρῶτον τυγχάνει ποιητικὸν χαρακτήρισμα : τὴν γὰρ ἰδίαν γνῶσιν , καὶ οὐχ
5488498 ὀρθιος
ὅθεν ἦν , Αἰόλιος καὶ Βοιώτιος , ἀπὸ δὲ ῥυθμῶν ὄρθιος καὶ τροχαῖος , ἀπὸ δὲ τρόπων ὀξὺς καὶ τετραοίδιος
τῶν εὐφώνων . Ὁ γὰρ Χαῖρις αὐλητὴς Θηβαῖος ἦν , ὄρθιος δὲ αὐλητικὸς νόμος οὕτω καλούμενος εὔτονος καὶ ἀνάτασιν ἔχων
5487658 κοιλοπεδον
Δελφοῖς τῷ Ἀπόλλωνι τὸν δίφρον τοῦ ἅρματος . ἄμειψεν ἐν κοιλόπεδον : ὅτι ὁ ἀγὼν ἐν τῷ πεδίῳ τελεῖται .
ὁπόσα χεριαρᾶν τεκτόνων δαίδαλ ' ἄγων Κρισαῖον λόφον ἄμειψεν ἐν κοιλόπεδον νάπος θεοῦ : τό σφ ' ἔχει κυπαρίσσινον μέλαθˈρον
5461607 ἀνθος
' ὃ μετέβησαν : τὸ δ ' ἐν νεότητι παραμεῖναν ἄνθος εἰς γῆρας αὐτοὺς μαραίνειν πρόωρον . ἅμα γὰρ ἐν
κατὰ δὲ τὴν ἀρετὴν εὐστοχώτερος : ἀρχὴ δὲ αὐτοῦ ψυχῆς ἄνθος ἐν σώματι διαφαινόμενον : οἷον εἰ ξυνείης καὶ ποταμοῦ
5457808 δελος
ιδʹ . πρὸς ἐγχέλεις . ιεʹ . πρὸς κεστρεῖς θαλασσίους δέλος . ιςʹ . δέλος κεστρέων θαλασσίων . ιζʹ .
. ιεʹ . πρὸς κεστρεῖς θαλασσίους δέλος . ιςʹ . δέλος κεστρέων θαλασσίων . ιζʹ . ἄλλο ποιοῦν καλῶς καὶ
5457805 γεννημα
φίλη καὶ προσφιλὴς ἡμῖν κούρα καὶ παρθένε Λητογένεια καὶ τὸ γέννημα τῆς Λητοῦς , εὖ καὶ καλῶς καὶ ἐπιστημόνως τὸ
δὲ ὑπὸ τοῦ γεννήσαντος καὶ οἷον εἰδοποιούμενον . Νοῦ δὲ γέννημα λόγος τις καὶ ὑπόστασις , τὸ διανοούμενον : τοῦτο
5449901 ἐξῃρημενον
ἐν προηγήσει τινὶ σύνταξιν . Εἰ οὖν μέλλοι τῷ ὄντι ἐξῃρημένον ὑποκεῖσθαι , μηδ ' ἐξῃρημένον ὑποκείσθω : οὐ γὰρ
ὄντων περιγραφόμενα . εἰ μὴ γὰρ εἴη αὐτοὲν τῶν ἁπάντων ἐξῃρημένον , οὔτε τῶν καθόλου δύναταί τι εἶναι οὔτε τῶν
5439355 ἀνωτατον
σφαιρικὰ τὰ σώματα τῶν τεττάρων στοιχείων , μόνον δὲ τὸ ἀνώτατον πῦρ κωνοειδές . Χρῶμά ἐστι ποιότης σώματος ὁρατή .
βάρβαροι . ] ἀνέπλασε δέ τι γένος θεῶν βαρβάρων Τριβαλλῶν ἀνώτατον , οἷον ὥσπερ ἐπὶ τῶν ἀνθρώπων βάρβαρα ἔθνη πορρωτάτω
5439327 πορος
ὀφθαλμὸν , ὅταν ὁ διατείνων ἀπὸ τοῦ ἐγκεφάλου καὶ μήνιγγος πόρος ἐπὶ τὸν ὀφθαλμὸν ἀποῤῥαγῇ , ὡς ἀβλεψίαν τελείαν γενέσθαι
πράγματα ἀγερμὸς συναγερμός , ἄθροισις συνάθροισις , συναθροισμὸς ἀθροισμός , πόρος , συναγωγή , ἔρανος , συλλογή , σύστασις :
5433698 τυπος
τὸ ὄνομα τοῦ στοιχείου δασύνεται , ὅτι παρὰ ἀρχαίοις ὁ τύπος τοῦ Η ἐν τύπῳ δασείας ἔκειτο , ὥσπερ καὶ
, διὰ τοῦ Η . Ὁ γὰρ διὰ τοῦ ΗΝΟΣ τύπος τὴν ὀξεῖαν ποθεῖ . Καὶ οἱ μὲν ἁπλῆν παρὰ
5428845 κλων
* : Κῶλον τὸ λεγόμενον ἱερὸν ὀστοῦν , ὃ καὶ κλὼν ὀνομάζεται διὰ τὸ ἀεικίνητον . : ὀσφῦν ] Εὐκίνητος
ω μεγάλου γράφει τὴν παραλήγουσαν τῆς γενικῆς : οἷον , κλὼν , κλωνός : πρὼν , πρωνός : Χὼν ,
5425402 συμβολον
ἐν τοῖς ἀρίστοις . ὅθεν καὶ τὸ τοῦ Διὸς ὄνομα σύμβολόν ἐστι καὶ εἰκὼν ἐν φωνῇ δημιουργικῆς οὐσίας τῷ τοὺς
προστίθησι καὶ τὰ παρεπόμενα τῷ ῥήματι , ὅτι τὸ ῥῆμα σύμβολόν ἐστιν καὶ σημαντικὸν τῶν καθ ' ἑτέρου λεγομένων οἷον
5419214 ἀρρητον
, μή τι καὶ προέσθαι ἀναγκασθῶμεν ἔπος ὅπερ τ ' ἄρρητον ἄμεινον , ἀλλὰ τὰ μὲν πρὸς σύστασιν ἡμετέραν ἐροῦμεν
κατερρίφησαν . Καὶ ὁ μὲν τάραχος ἐπέπαυτο , μῖσος δὲ ἄρρητον ἐξ ἀρρήτου εὐνοίας τοῦ δήμου πρὸς τὸν Ἀντώνιον ἐγήγερτο
5399745 ἐραστον
καὶ τοὺς περὶ τοῦ ἔρωτος λόγους δῆλός ἐστι πρὸς τὸ ἐραστὸν ἀναφέρων . Οὔτε οὖν πολλοὺς εἶναι φατέον τοὺς σκοποὺς
οἶμαι πάγκαλος ἐφαίνετο ὁ Ἔρως . καὶ γὰρ ἔστι τὸ ἐραστὸν τὸ τῷ ὄντι καλὸν καὶ ἁβρὸν καὶ τέλεον καὶ
5398323 ἀραιον
, οἷον πήχεων , μηρῶν : ἀτὰρ καὶ τὸ δέρμα ἀραιόν : δηλοῖ δὲ ἡ θρὶξ τῶν ζώων . Ἧσιν
ὀστέον τὸ κατειληφὸς τὸν ἐγκέφαλον λεπτότατον εἶναι καὶ ὑμενῶδες καὶ ἀραιόν , φλέβας τε ἐντεῦθεν καὶ ἐς ἄκραν τὴν κεφαλὴν
5390156 ὁριζον
ἂν ἐξέλθῃς τὸν καταβασμόν . ὁ δὲ καταβασμὸς ὄρος ἐστὶν ὁρίζον καὶ διαχωρίζον Λιβύην καὶ Αἴγυπτον , ὅπου εἰς τὸν
καὶ ταύτης ἡ μονάς : πανταχοῦ γὰρ τὸ περατοῦν καὶ ὁρίζον τοῦ περατουμένου μᾶλλον οὐσίωται , καὶ ὃ συναναιρεῖ μὲν
5389376 κρηπις
καὶ φθοίδια , ἐπίχυτος , θρυμματίδες : ἦν δὲ καὶ κρηπὶς ἐξ ἀλεύρου καὶ μέλιτος , ᾗ ἐνέκειντο ἀμπελίδες τινὲς
Μήδεια τῷ Πελίᾳ κακόν . μονοκρήπιδα , τὸν μονοσάμβαλον : κρηπὶς γὰρ τὸ βῆμα , καὶ εἴρηται παρὰ τὴν βάσιν
5384555 θυμοειδες
θυμοειδὲς καὶ τὸ μὲν εἴη τὸ φυτικόν , τὸ δὲ θυμοειδὲς ἐξ αὐτοῦ ἴχνος περὶ αἷμα ἢ χολὴν ἢ τὸ
ἐν οἷς περὶ τῶν παθῶν ἁπάντων ἐλέγετο τῶν περὶ τὸ θυμοειδὲς καὶ τὸ ἐπιθυμοῦν γινομένων ὅπως ἕκαστα : οὐ μὴν
5373782 καθαρωτατον
πανσέληνος αὐτὴ πάντων ἐσόπτρων ὁμαλότητι καὶ στιλπνότητι κάλλιστόν ἐστι καὶ καθαρώτατον . ὥσπερ οὖν τὴν ἶριν οἴεσθε ὑμεῖς ἀνακλωμένης ἐπὶ
πάνδημος Πολέμωνος ἐκπεσόντες τῆς ψυχῆς ἠμελήθησαν , ὁ δὲ τὸ καθαρώτατον τῆς φιλοσοφίας ἀντιλαβὼν εἰς τοσοῦτον τῷ πόθῳ προὔκοψεν ὥστε
5372966 γεννητικον
φυσικῆς γενέσεως , τὸ δὲ πῦρ , ὡς εἴρηται , γεννητικὸν μὲν αὑτοῦ , φθαρτικὸν δὲ ὡς ἐπὶ πᾶν τῶν
αὐτό φασι καταφέρεσθαι οἱ περὶ τὸν Σφαῖρον , πάντων γοῦν γεννητικὸν εἶναι τῶν τοῦ σώματος μερῶν . τὸ δὲ τῆς
5359813 ἡγεμονικον
ὁρμήν : σβέσαι ὄρεξιν : ἐφ ' ἑαυτῷ ἔχειν τὸ ἡγεμονικόν . Εἰς μὲν τὰ ἄλογα ζῷα μία ψυχὴ διῄρηται
αὐτὰ μυστηρίων καὶ τῇ Εὑρέσει τούτων τὸ κατὰ τούτων ἐχαρίσατο ἡγεμονικόν . αὐτὸς δ ' οὐκέτι βουλόμενος ἀργὸν τὸν ὑπεράνω
5342966 ἀποσκιασμα
ἧττον ὄντες ἐν φωτί ; τὸ γὰρ κωνικὸν τῆς γῆς ἀποσκίασμα , ὃ δὴ νύξ ἐστιν , οὐχ ὑπερβαίνει τὴν
. , : ἀνθήλιος : ἡ σελήνη : καὶ τὸ ἀποσκίασμα τῆς τοῦ ἡλίου ἀνταυγείας . ἐνίοτε δὲ καὶ τὸ
5337962 ἐσχατον
τῇ οὐρᾷ , ὡς ἡμιπήχιον προηγούμενος τοῦ μεσημβρινοῦ ] : ἔσχατον δὲ μεσουρανοῦσι τοῦ τε Δράκοντος ὁ νοτιώτερος κρόταφος ,
ἔτη βραχὺ λείποντα τῶν μυρίων καὶ ὀκτακισχιλίων , καὶ θεῶν ἔσχατον βασιλεῦσαι τὸν Ἴσιδος Ὧρον : ὑπ ' ἀνθρώπων δὲ
5332964 ὀργανον
ἡ σελήνη ἄρα ἐκλείπει . Λέγεται δὲ ἡ ἀποδεικτικὴ ἐπιστήμη ὄργανον , ἐξ ἧς καὶ τὸ ὅλον βιβλίον Ὄργανον ἐκλήθη
. ὅσαι γὰρ σμικρὸν ἢ μέγα τι δημιουργοῦσι κατὰ πόλιν ὄργανον , θετέον ἁπάσας ταύτας ὡς οὔσας συναιτίους . ἄνευ
5325580 ἀγῃσι
τοῖος γὰρ νόος ἐστὶν ἐπιχθονίων ἀνθρώπων οἷον ἐπ ' ἦμαρ ἄγῃσι πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε . Λείπεται λέγειν ,
Τοῖος γὰρ νόος ἐστὶν ἐπιχθονίων ἀνθρώπων οἷον ἐπ ' ἦμαρ ἄγῃσι . ἀνταῖα : ἐναντία φαίνεται τὰ θεῶν : οἷον
5323307 δεκτικος
διαστημάτων συγκείμενον . τόνος δέ ἐστι τόπος τις τῆς φωνῆς δεκτικὸς συστήματος ἀπλατής . μεταβολὴ δέ ἐστιν ὁμοίου τινὸς εἰς
οὗ θώραξ , ὡς λίθος λίθαξ . θώραξ οὖν ὁ δεκτικὸς τῆς τροφῆς τόπος : ἀφ ' οὗ καὶ τὸ
5321166 φωτιζον
. Εἰ δὲ τοῦτο , γνώριμον ὡς μεῖζον ἔχει τὸ φωτίζον αὐτήν , τὸν ἥλιον . Τοιούτων δὲ τῶν περὶ
. Ἐὰν οὖν πάλιν τὸ μὲν Θ σημεῖον ὑποθώμεθα τὸ φωτίζον εἶναι , τὸ δὲ ΑΒΓ τρίγωνον τὸ ἐπιπροσθοῦν ταῖς
5319648 ὑποδοχη
ἢ κέχρηκεν , ἄνδρες γλυκύτατοι ; ξένου τὸ δεῖπνόν ἐστιν ὑποδοχή τινος . } ποδαποῦ ; διαφέρει τῷ μαγείρῳ τοῦτο
καὶ ἀναλογιῶν παντοδαπῶν καὶ ποικιλίας θεωρημάτων καὶ θαυμαστῆς τάξεώς ἐστιν ὑποδοχή , κρεῖττόν τε ἂν εἴη καὶ πρεσβύτερον τῶν αἰσθητῶν
5317060 πλεκταναισι
γὰρ καπνὸς ἕπεται τῷ πυρὶ φυσικῶς . . ὄφεων δὲ πλεκτάναισι ] τὸ κύτος δὲ , φησὶ , τὸ στρογγύλον
γηγενεῖς δρακοντόποδας ἔγραψεν . πλεκτάναισι ] ἐν συμπλοκαῖς . Ξ πλεκτάναισι ] περιπλοκαῖς . περίδρομον κύτος : τὸ χώρημα τῆς
5316891 εἰδικον
ἁπλῶς ζήτησις εὕρηται : τὸ δὲ τί ἐστι κατὰ τὸ εἰδικόν ἐστιν αἴτιον , ἐπεὶ καὶ εἶδος καὶ λόγος ὁ
ὁμοίως δὲ καὶ τὸ ποιητικὸν αἴτιον καὶ τὸ τελικὸν καὶ εἰδικόν . καὶ λοιπὸν δείκνυσι τοῦτο χαριέντως . ἐὰν γάρ
5316738 ῥοδον
κρίνον ἠδ ' ὑάκινθον πορφυρέην γλαύκου τε χελιδονίοιο πέτηλα καὶ ῥόδον εἰαρινοῖσιν ἀνοιγόμενον ζεφύροισιν : οὔπω γὰρ φύεν ἄνθος ἐπώνυμον
ῥόδον τότε φθονεῖ μοι . Ἀμελῶ πόθου κρατοῦντος : τὸ ῥόδον πλέον με τέρπει , ὅτε καὶ Δάφνην ἐάσω .
5314457 αὐξητικον
καὶ μεταβάλλον εἰς ἑαυτὸ τὴν τροφήν , τὸ δὲ τεχνικὸν αὐξητικόν τε καὶ τηρητικόν , οἷον ἐν τοῖς φυτοῖς ἐστι
περιφραστικῶς , ἥτις ἀμαυροῖ τοὺς ἔχοντας . . ἐπίρροθον ] αὐξητικόν . . ὅ τοι κατόπτης ] ὁ ἐπιτηρητὴς τοῦ
5304732 ὑγροτατον
ἀποκλεισθὲν ἐς ἄλλο σῶμα περιόδους ἐποιήσατο τρισσὰς , ὅπερ ἦν ὑγρότατον τοῦ πυρὸς , ἐν τούτοισι τοῖσι χωρίοισιν , αἵτινες
δὲ κατὰ τὰς ἄρκτους τῆς γῆς μέρος ψυχρότατόν ἐστι καὶ ὑγρότατον : τοῦτο τὸ οἰκούμενον Σκύθαι ἔχουσιν : ταῦτα περαίνει
5301551 αὐτοφυες
ἐνορᾷ τὴν ἀγλαΐαν τεθηπὼς τοῦ ὄρνιθος καὶ τὸ κάλλος τὸ αὐτοφυές . ἐπᾴδουσι δὲ ἄρα τῷδε τῷ ὀρνέῳ καὶ μῦθον
ἀνέθηκεν , ἐστερεοποίησεν . Ὄρθιον : κέντρον . αὐτόῤῥιζον , αὐτοφυές . ἀκάχμενον : ἠκονημένον , ἐστομωμένον : ἀκάχμενον ἀπὸ
5300623 ἀϊδιος
ἐστι τὸ πᾶν , † ὁ δὲ πατὴρ αὐτὸς ἑαυτοῦ ἀΐδιος : ὁ δὲ κόσμος ὑπὸ τοῦ πατρὸς † ἀΐδιος
ἴδῃς , ἐπισκοτεῖς τῷ τεθνηκότι , οὐκ εἰδὼς ὅτι μόνος ἀΐδιος ὁ ἀγένητος θεός . ἢ γὰρ ἄπιστοι οἱ ὑπὸ
5286321 τελειοτατον
ἐπόγδοον λόγον , ὡς εἶναι πλήρωμα τῶν κατὰ μουσικὴν θεωρημάτων τελειότατον , ἀφ ' οὗ καὶ ὠνόμασται παντέλεια . .
τὸ πλῆθος εἰς δώδεκα φυλὰς διὰ τὸ τὸν ἀριθμὸν τοῦτον τελειότατον νομίζεσθαι καὶ σύμφωνον εἶναι τῷ πλήθει τῶν μηνῶν τῶν
5285278 κυτος
ἐφ ' ᾧ θυσιάζομεν . γαστήρ βʹ : ὅλον τὸ κύτος . καὶ τὰ ἔντερα . γενεή γʹ : γένος
ἄκρους κατὰ τὸν τοῦ περιναίου τόπον ἐρείδειν καὶ εἰς τὸ κύτος ἀπωσάμενον αὐτὸν τῆς μήτρας , εἶτα καθέντα τὴν χεῖρα
5283475 θρεπτικον
τοῦ δὲ τετάρτου μορίου τῆς ψυχῆς , ὅ ἐστι τὸ θρεπτικόν , οὐκ ἔστιν ἀρετὴ τοιαύτη , περὶ ἧς ἡμῖν
νοητικόν , ἢ τί τὸ αἰσθητικόν , ἢ τί τὸ θρεπτικόν , πρότερον ἐπισκεπτέον τί τὸ νοεῖν καὶ τί τὸ
5282618 ἐναυσμα
τότε , ἵνα τὸ τῆς εὐδαιμονίας τε καὶ φιλοσοφίας σωτήριον ἔναυσμα χαρίσηται τῇ θνητῇ φύσει , οὗ μεῖζον ἀγαθὸν οὔτε
κτίσεως ἢ περὶ φύσεως ἀνθρώπου , καὶ οὐδὲ τὸ τυχὸν ἔναυσμα ἄξιόν τι τῆς ἀληθείας ἐξεῖπον . δοκεῖ δὲ τὰ
5281723 ποιημα
πρῶτον μὲν γὰρ Δίφιλος εἰς Βοΐδαν τὸν φιλόσοφον ὁλόκληρον συνέταξε ποίημα , δι ' οὗ καὶ εἰς δουλείαν ἐρυπαίνετο ὁ
ἱερὸν θάλος ” . τὸ μὲν οὖν ἀπροοιμίαστον φέρεσθαι τὸ ποίημα παντελῶς ἐστιν ἀπρεπὲς καὶ ἀνάξιον τῆς τοῦ ποιητοῦ ἀρετῆς
5273874 ἐπιμηκες
, ἄνθος κρόκῳ ὅμοιον , σπέρμα λευκὸν καὶ πυρρόν , ἐπίμηκες , γεγωνιωμένον . Κολχικόν λήγοντος τοῦ φθινοπώρου ἀνίησιν ἄνθος
καὶ ὁ οἰκοδόμος ἀπὸ μεταφορᾶς τούτου τεῖχος , ἀντὶ τοῦ ἐπίμηκες ποιεῖ : καὶ ἐλαύνει ἵππον , ἀντὶ τοῦ ἐπ
5270892 ἱερωτατον
χέρσος θαλαττωθεῖσα μυριοφόροις ναυσὶν ἐμπλεῖται . ἦ τὴν περὶ τὸν ἱερώτατον Σικελικὸν πορθμὸν ᾀδομένην ἱστορίαν ἀγνοεῖτε ; τὸ μὲν παλαιὸν
' εἶναι ” τὸν δεδομένον δίδωμι ” , κατὰ τὸ ἱερώτατον Μωυσέως γράμμα τοῦτο : „ τὰ δῶρά μου ,
5264140 ὀχημα
τῷ δέ γε Αἴαντι οὐδ ' ἡ πέτρα ἀσφαλὲς | ὄχημα ἦν . εἰ γὰρ Ἀθηνᾶν μὲν Ἀθηναίοις | μόνοις
εἴπερ οὔτε ἑνιαῖόν γε ὂν τοῦτό ἐστιν , οὔτε ὡς ὄχημα τοῦδε τοῦ ἑνός . Ἆρ ' οὖν ταὐτόν ἐστι
5259094 Οἰδεν
δοῦναι τὰ σπέρματα καὶ τελέσαι τὰ μυστήρια . τὸ δὲ Οἶδεν Ἐλευσὶς ταῦτα περὶ τῆς κώμης λέγει , ἐν ᾗ
' ἐκείνου φησὶ συνδετικὸν τοῦ νοητοῦ καὶ τοῦ νοεροῦ ; Οἶδεν ἄρα καὶ αὐτὸς τὸ ἐκεῖθεν ἧκον καὶ μετεχόμενον :
5258705 ὀχθος
καταχθόνιον . αἰνέσατ ' ] αἰνέσατε ἐλθεῖν ἐξ Ἅιδου . ὄχθος ] τάφος . οἶον ἄνακτα ] τὸν μόνον γενόμενον
ὁ . ἥγουν ὁ Δαρεῖος . φίλος ] ἐστίν . ὄχθος ] ὁ . ὁ τάφος . φίλα ] φιλικά
5251618 παχυμερες
μὲν γὰρ ὀμφάκιον κἂν εὐστόμαχον ᾖ , ἀλλ ' οὖν παχυμερὲς ὂν καὶ ψυχρὸν καὶ γαστρὸς ἐφεκτικόν , οὐ πᾶσι
τρεφομένῳ παρεχέτω : διατμίζεται γὰρ τὸ περισσὸν καὶ λύεται τὸ παχυμερὲς ἐκ τῆς τοιαύτης προδιακινήσεως . μικρὸν δ ' ἐν
5250828 σεμνοτατον
. Κήρυττε δή . Τὸν ἄριστον βίον πωλῶ , τὸν σεμνότατον . τίς ὠνήσεται ; τίς ὑπὲρ ἄνθρωπον εἶναι βούλεται
τοῦ λαθεῖν . ὀρθῶς δὲ προσέταξας : ἀνείληφας γὰρ τὸ σεμνότατον πρόσωπον τοῦ δικαστοῦ καὶ θέλεις παρὰ Πέρσαις εὐδοκιμεῖν .
5247149 θειοτερον
φίλος , βασιλεῖ δὲ οὐδεὶς κόλαξ : βασιλεία δὲ τυραννίδος θειότερον . Εἰ δέ ἐστιν ἡ φιλία ἰσότης τρόπου ,
, ἀπιστεῖ τε καὶ φοβεῖται μὴ ἡ ψυχὴ ὅμως καὶ θειότερον καὶ κάλλιον ὂν τοῦ σώματος προαπολλύηται ἐν ἁρμονίας εἴδει
5239004 κρωβυλος
ἑκατέρων εἰς ὀξὺ καταλῆγον . ἐκαλεῖτο δὲ τῶν μὲν ἀνδρῶν κρώβυλος , τῶν δὲ γυναικῶν κόρυμβος , τῶν δὲ παίδων
ἐνέρσει κρωβύλον : ἢ ἐν εἰσέρσει ἢ ἐν πλοκῇ . κρώβυλος δέ ἐστιν εἶδος πλέγματος τῶν τριχῶν ἀπὸ ἑκατέρων εἰς
5232621 χωρημα
ψηλαφᾷ . εὐρύτερον : πλατύτερον . κύτος : πλάτος , χώρημα , τὴν θέσιν . ἀμφιβαλέσθαι : εἰς τὸ ,
οὖν ὁ χορὸς πλεονασμῷ τοῦ τ , χόρτος . τὸ χώρημα δύναται , καὶ ὁ χῶρος κατὰ συστολὴν , καὶ
5229187 ἀρχετυπον
, τοῦ ἐν ἡμῖν λογικοῦ πνεύματος , ὅπερ ἐμορφώθη πρὸς ἀρχέτυπον ἰδέαν εἰκόνος θείας . ἄρτοι δὲ προτίθενται ταῖς ἑβδόμαις
̈ . , Ἐ . δύο ἡλίους : τὸν μὲν ἀρχέτυπον , πῦρ ὂν ἐν τῶι ἑτέρωι ἡμισφαιρίωι τοῦ κόσμου
5229010 οἰκητηριον
ὀμμάτων , ἵνα τὸ τῆς γνώμης καὶ νοῦ χωρίον καὶ οἰκητήριον . ἔνθεν καὶ αὐτοῦ τοῦ Διὸς ἐξέθορεν ἡ πρόμαχος
φυσήματα ἀνέμων γίνεσθαι , καὶ μυθευθῆναι Θρᾴκην οὕτως τῶν ἀνέμων οἰκητήριον εἶναι , , . . . Ἁρπαλίων : ὄνομα
5224566 ὑγροτερον
τῆς Παρθένου ζώδιῳ βροντὴ καταρραγήσεται ἐὰν πρὸς τὴν ἡμέραν , ὑγρότερον κατάστημα γενήσεται πρὸς κόσμον καὶ ἀφθονία τῶν καρπῶν ἀλλὰ
τῶν βουνῶν καὶ τῶν γεωλόφων ξηρότερον τὸ κατάστημα ποιεῖ , ὑγρότερον δὲ τὸ ἀπὸ τῶν ποταμῶν καὶ πάντων ποτίμων ὑδάτων
5213954 ἀχωριστον
καὶ ἄλλαι δύο : ἄλλο καὶ ἀλλοῖον , χωριστὸν καὶ ἀχώριστον . πᾶσαι δὲ ἕξ εἰσι , καὶ τούτων αἱ
χωριστόν , οἷον τὸ λογικὸν εἶδος , καὶ τὸ πάντη ἀχώριστον , οἷον ἡ ποιότης : ἐν μέσῳ δὲ ἡ
5212846 θειοτατον
πᾶσι γνώριμος ἰχθύς . ἐκ δὲ τούτου σκευάζεται ὑγρὸν κολλύριον θειότατον ποιοῦν πρὸς ἀμβλυωπίας πάσας , ὥστε ἐν τρισὶν ἡμέραις
Ἄγασθαι μὲν οὖν καὶ τοῖς ἄλλοις τοῦ νόμου προσήκει τὸν θειότατον αὐτοκράτορα , μάλιστα δὲ οἷς οὐκ ἐφίησι μόνον τὴν
5210493 ὑπεστρωται
. Προσοικειοῦνται δὲ αὐτῷ χῶραι οὕτως : θηρὶ δ ' ὑπέστρωται κλίμα Μηδικὸν Ἀρραβίη τε ἠδὲ καὶ εὐβώλοιο καλὸν πέδον
πλάτος . . στρογγύλον τὸ διαχώρημα . . προσηδάφισται ] ὑπέστρωται . . ἔνθεος δ ' Ἄρην βακχᾷ ] βακχᾷ
5206951 συμφερτη
κ ' ὄφελός τι γενώμεθα καὶ δύ ' ἐόντε . συμφερτὴ δ ' ἀρετὴ πέλει ἀνδρῶν καὶ μάλα λυγρῶν ,
συμπλατάγησεν συνεκρότησεν . συμφερτή . ἐπὶ τοῦ στίχου τούτου “ συμφερτὴ δ ' ἀρετὴ πέλει ἀνδρῶν ” ὁ Κομανὸς γενόμενος
5205421 φυτικον
ἠρτημένων ; οὐκοῦν πρότερον νοῦς , εἶτα αἴσθησις , εἶτα φυτικόν , ἃ τοῖς ζώοις ἀνάπαλιν συντετάχαται . οὕτω κἂν
καὶ τὸ γενικόν , οἷον ζωϊκόν . Ἄλλο δὲ μίγμα φυτικόν , ἄλλο δὲ ἄψυχον καὶ τὰ μερικὰ τούτων .
5195123 ἰνδαλμα
ἀρχὴν μὲν λέξεως : ἴννος : Ἴμβρος : ἰνδάλω : ἴνδαλμα : Ἰνδός : ἴνδικτος : Συλιμβρία : Κιμμέριος :
ὃ καὶ ἓν λέγεται τῆς ψυχῆς [ ὃ ] καὶ ἴνδαλμα φέρει τοῦ ὑπερουσίου ἑνὸς , πᾶσαν ἑνίζον τὴν ψυχήν
5190146 ὁμοιωμα
, εὐσεβείας , ἐντροπῆς , σεμνότητος . ἄγαλμ ' ] ὁμοίωμα . , τύπωμα , τίμια , ἔνδοξα ἀναπλήσσειν )
ἡ αἴσθησις , τὸ ἐν τῷ αἰσθητηρίῳ πρὸς τὰ αἰσθητὰ ὁμοίωμα , πάθημα ὂν μᾶλλον ἢ ἐνέργημα , καὶ σωματοειδὲς
5182341 δυτικωτατον
ἐκβολῶν , τοῦ ἐν Ἰνδοῖς ἀνατολικωτάτου ποταμοῦ , ἐπὶ τὸ δυτικώτατον τῆς ὅλης οἰκουμένης ἀκρωτήριον , ὃ καλεῖται μὲν Ἱερὸν
ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἀκρωτηρίου ἀρξάμενοι . τοῦτο δέ ἐστι τὸ δυτικώτατον οὐ τῆς Εὐρώπης μόνον ἀλλὰ καὶ τῆς οἰκουμένης ἁπάσης
5177666 ἰχνος
πλάγια παραγόμενον . ἔσται δὴ τρίβος τῷ μὲν βαδίζοντι τὸ ἴχνος τοῦ ποδός , τῷ δὲ κατακειμένῳ τὸ ἰνίον ἅπαν
ἄλλοθέν ποι αὐτὸ ὑπομένουσιν ἢ ὅτι ἡ φύσις παντὶ ἀνθρώπῳ ἴχνος τι ἐγκατέσπειρε φιλοσοφίας . ἢ οὐ φιλόσοφον πρὸς θεῶν
5176175 θαμνος
τῶν λεπτῶν θάμνων ὑγρότητα . . διὰ θάμνου ἐκριζώθητε . θάμνος εἶδος φυτοῦ . . ἐκθαμνίσητε ] θάμνος κυρίως τὸ
ἤδη γάρ ποτ ' ἐγὼ γενόμην κοῦρός τε κόρη τε θάμνος τ ' οἰωνός τε καὶ ἔξαλος ἔλλοπος ἰχθύς .
5173580 χερσαιον
πάντων σχεδὸν τῶν θηρίων ἰσχυρότατον . ποτάμιον δὲ ὑπάρχον καὶ χερσαῖον τὰς μὲν ἡμέρας ἐν τοῖς ὕδασι ποιεῖ γυμναζόμενον κατὰ
τροπικόν , ἐαρινόν , ἰσημερινόν , ἀνωφερές , τετράπουν , χερσαῖον , βασιλικόν , ὀλιγόγονον , εὐμετάβολον , θυμικόν ,
5168752 ἐμφαντικωτατα
ἄλλων ψυχὰς τουτὶ παρὰ τοῦ θεοῦ ἔλαβον : διὸ καὶ ἐμφαντικώτατα εἴρηται , ὅτι τὸν ἐν ἡμῖν πρὸς ἀλήθειαν ἄνθρωπον
ἐκάλεσας καὶ πατέρα καὶ ἄνδρα τῆς παρθενίας σου ” ; ἐμφαντικώτατα παριστὰς ὅτι ὁ θεὸς καὶ οἶκός ἐστιν , ἀσωμάτων
5164010 Εἰδος
Καὶ τοὺς σπειρομένους τόπους εὐθαλεῖς λειμῶνας λέγει . Κέγχρος ] Εἶδος ἀρώματος ἡ κέγχρος . Ἐρυθραίου ] ἢ ὅτι ξανθὴν
συνείρων δὲ , εἰς ὁρμαθὸν συντιθείς . 〛 σπίνους : Εἶδος ὀρνέου ὁ σπίνος . τρία δὲ αὐτοὺς λυπεῖ ,
5163035 σπανιζουσα
' ἣν τὸ νίτρον φύεσθαι συμβέβηκεν , ἄσπορος οὖσα καὶ σπανίζουσα ναματιαίων ὑδάτων , τὴν πρόσοψιν ἔχει πελάγει παρεμφερῆ :
ἀνειλημμένην διτταῖς . Αὕτη δὲ εὔοινος , εὔοψος , σίτων σπανίζουσα διὰ τὸ τὴν χώραν εἶναι λυπράν . Οἱ δ
5158875 φθειρομενον
: % οὔτε γὰρ ἄφθαρτόν [ ] ἐστιν , ἐπεὶ φθειρόμενον [ ] ὁρῶμεν αὐτό , % οὔτε δύναται ?
ζῆν διὰ τὰς πλεονεξίας καὶ τὴν τρυφήν : τὸ μὴ φθειρόμενον ὑπὸ τῆς ἰδίας κακίας ἄφθαρτόν ἐστιν , ἐπειδὴ πᾶν
5154894 ἀσθενεστατον
μὲν γὰρ ἀβλαστοῦς , ἡ δὲ βεβλαστηκότος ἄρτι πίπτει ὅτε ἀσθενέστατον ἐνίοτε δὲ ἀνοιδοῦντος πρὸς τὴν βλάστησιν ὅτε οὐχ ἧττον
, σκευὴν δ ' ἔχει τοιαύτην : ἀχρούστατόν τε καὶ ἀσθενέστατον ὑπάρχον ὕδατι διέντες αὐτὸ ἕψουσιν , εἶτ ' εἰς
5154568 ἐξηρτηται
νοῦς , καθὸ ἐφάπτεται καὶ ᾗ ἐφάπτεται αὐτοῦ καὶ ᾗ ἐξήρτηται , ἅτε παρ ' ἐκείνου ἔχων τὸ νοῦς εἶναι
τοῦτό ἐσμεν ἡμεῖς , οὔτε καθαροὶ τούτου ἡμεῖς , ἀλλὰ ἐξήρτηται καὶ ἐκκρέμαται ἡμῶν , ἡμεῖς δὲ κατὰ τὸ κύριον
5131346 πηγη
. . οϚ ∠ ʹ ιϚ μεθ ' ὃ ἡ πηγὴ τὸ καλούμενον Στυγὸς ὕδωρ . . . . .
λεῖοι , τρεῖς αὐτῶν σκοτινοὶ καὶ εἷς φωτινός , καὶ πηγὴ ὕδατος ἀνὰ μέσον αὐτοῦ . καὶ εἶπον Πῶς λεῖα

Back