γάρ πουοἷόν φαμεν ἵππους οὐ πᾶς ἐπίσταται θεραπεύειν ἀλλὰ ὁ ἱππικός : ἦ γάρ ; Πάνυ γε . Ἡ γάρ
τριετής , τελούμενος μηνὶ Πανέμῳ ὀκτωκαιδεκάτῃ . ὁ δὲ ἀγὼν ἱππικός τε καὶ γυμνικός . Χρομίῳ Αἰτναίῳ ἵπποις . }
6131382 γυμνικος
καὶ ὁ δρομικός : καὶ πᾶς γυμνικὸς διὰ τὴν ἕξιν γυμνικός ἐστιν , οὐ διὰ τὸ εἰδέναι τὰ εὐεκτικὰ καὶ
καλλιφωνίᾳ καὶ τοῖς λοιποῖς μέρεσι τῆς μουσικῆς : εἰ δὲ γυμνικός , ὅτι τὴν μουσικὴν ὡς ἐκθηλύνουσαν τὴν ψυχὴν παρῃτήσατο
6016075 ἡγεμων
οὕτω μὲν πᾶς ἀνὴρ αὑτόν τε καὶ ἐκείνους ὧν ἂν ἡγεμὼν γίγνηται σώσει , μὴ ταύτῃ δὲ τραπόμενος τἀναντία πάντα
σκύβαλα τοὺς μισθοὺς λαμβάνουσιν , ἢ ὅτι ὁ τῆς ἰατρικῆς ἡγεμὼν Ἱπποκράτης ἀνθρωπίνων κόπρων ἐγεύετο , ὥς φασι , βουλόμενος
5755973 Ὀλυμπιακος
ἵν ' ᾖ σημαῖνον τὸ ἀγριέλαιον , ἐξ οὗ ὁ Ὀλυμπιακὸς στέφανος σύγκειται . ἀγνοοῦσι γάρ , ὅτι ὁ Ὀλυμπιακὸς
τοῦ ἀγῶνος : ἐν γὰρ τῇ ἑκκαιδεκάτῃ τῆς σελήνης ὁ Ὀλυμπιακὸς ἀγὼν τελεῖται . δεῖ δὲ τὸ πρότερον δεύτερον νοεῖν
5751579 πολεμιος
τὸν φίλιον , ὦ Κράτων , Δία . Μυσῶν ἔσχατος πολέμιος φύσει γάρ ἐστ ' ἔρως τοῦ νουθετοῦντος κωφόν :
θηρίων λέγεται παλαμναῖα : καλεῖται δὲ καὶ ὁ ἐχθρὸς καὶ πολέμιος : παλαμναῖος δὲ κυρίως καλεῖται ὁ διὰ χειρῶν καταγωνιζόμενος
5690299 στρατος
ἐκ τῶν μερίδων ἐδεξιοῦτο . ἐκ τούτου προθυμότερον ὁ αὐτοῦ στρατὸς [ ἐν ] τῇ Κορωνείᾳ παρετάσσετο . Ὅτι Ἐπαμινώνδας
δρυμὸν νυκτὸς ἔνθηρον μολών . πολλῆι γὰρ ἠχῆι Θρήικιος ῥέων στρατὸς ἔστειχε : θάμβει δ ' ἐκπλαγέντες ἵεμεν ποίμνας πρὸς
5687565 ὀχλος
ἔνεισι καὶ τοξόται καὶ ἀκοντισταί , πολλαὶ δὲ τριήρεις καὶ ὄχλος ὁ πληρώσων αὐτάς . χρήματά τ ' ἔχουσι τὰ
αὐτῶν ἐκαρπούμεθά τε καὶ προσεκτώμεθα . ἔνθεν καὶ παμμιγής τις ὄχλος ἀεὶ περιεστοίχει τὰς ἀγυιὰς τῶν τε αὐτοχθόνων καὶ τῶν
5673425 πολυς
Ἐπίσωτρον γὰρ τὸ κύκλῳ τοῦ τροχοῦ σίδηρον . Ἠγείρετο δὲ πολὺς ὕμνος , ἤγουν ἐπιθαλάμιος ᾠδή . Ἐν χερσὶ δὲ
γὰρ διαφόρως ὁ χρόνος χροΐζει τὸν λίθον . ὁ γὰρ πολὺς χρόνος , μελανὸν αὐτὸν ποιεῖ . ὁ δὲ ἥσσων
5662173 πεδοστιβης
διαρρήξωσι τὰ ἱμάτια αὑτῶν . πᾶς γὰρ ἱππικὸς λαὸς καὶ πεδοστιβής , ἤτοι ἐν τῷ πέδῳ καὶ τῇ γῇ περιπατῶν
διαρρήξωσι τὰ ἱμάτια αὑτῶν . πᾶς γὰρ ἱππικὸς λαὸς καὶ πεδοστιβής , ἤτοι ἐν τῷ πέδῳ καὶ τῇ γῇ περιπατῶν
5654173 ἁπας
, ἐψηφίζετο δέ μοι τὴν ἱερωσύνην τοῦ Ἀσκληπιοῦ μάλα φαιδρῶς ἅπας , ἔτι δ ' ἦν ἐν κατασκευῇ τότε ὁ
τοῦ ὑπὲρ αὐτοῦ τριγώνου καὶ τοῦ πρὸ ἐκείνου ὁμοειδοῦς , ἅπας δὲ πεντάγωνος τοῦ κατ ' αὐτὸν ἐπὶ βάθος τριγώνου
5633978 Πολυς
Σκύθας τε κατεπολέμησε σπονδάς τε κατ ' ἐξουσίαν ἐποιήσατο . Πολύς τε ἦν αὐτοῦ παρὰ τοῖς βαρβάροις λόγος , ὥςτε
Θ . ἦν : Ὑπῆρχε . Θ . ὑπερφυὴς : Πολύς . Θ . . ὑπ . ὅσος : Ὑπερφυῶς
5632930 ἱπποτης
, καταλείψας τὸν τόπον ἔνθα ἔκειτο . ὧδε πολὺς λαὸς ἱππότης πρόδρομος , ἤτοι δρομαῖος ἢ προτρέχων τῶν ἄλλων ,
βοῇ τὴν ἀσπίδα , πεζός , στρατηγός , ταξιάρχης , ἱππότης . τῆς ἡμέρας δὲ τῆς ῥοδόχρου λαμπάδας ἐκ τῶν
5614549 ὑπαντιαζει
ἐκείνῳ τοῦ στρατοπέδου , τῶν στρατιωτῶν περὶ λαφυραγωγίαν ἀσχολουμένων , ὑπαντιάζει ὁ γενναῖος Ἀλέξιος πρὸ τῆς φάλαγγος ὢν ξὺν ὀλίγοις
τὸν ψόφον λοιδορῶν . ἐν τούτῳ δὲ καὶ ὁ Σάτυρος ὑπαντιάζει με φαιδρῷ τῷ προσώπῳ : καθορᾶν γάρ μοι ἐδόκει
5605009 μεγας
χεῖρα πῶς κατεστάθη ; ἐδέξατ ' ἀντακαῖον , ὃν τρέφει μέγας Ἴστρος Σκύθαισιν ἡμίνηρον ἡδονήν . Μενδήσιός θ ' ὡραῖος
ἀνθηρόν . ἐπὶ ταύτῃ φέρων εἰς τὸ μέσον ἐπεχόρευσε σαπέρδης μέγας , ὑπό τι δυσώδης οὗτος ηρος ἀνθίαν , ὃν
5572300 Εἱς
ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον . Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος . Εἷς ἐστι δοῦλος οἰκίας ὁ δεσπότης . Ἐμπειρία γὰρ τῆς
. Εἰς θεοῦ ὦτα ἦλθεν : ἐπὶ μεγάλων πραγμάτων . Εἷς ἀνὴρ , οὐδεὶς ἀνήρ . Ἐν νυκτὶ βουλήν :
5496016 ὁπλιτης
τὸ δὲ ἀντὶ τοῦ γάρ . ὁπλίτης ] ἱστάμενος . ὁπλίτης ] ὁπλοφόρος . ὁπλίτης ] ἤγουν ὡπλισμένος . προσαμβάσεις
τὸν ἐφ ' ἵππων ὁπλίτην : κορυστὴς γὰρ ἀπὸ μέρους ὁπλίτης καὶ μαχητής . κήξ ο . . , :
5482356 ὀρειος
πλησίον καθίδρυτο Πινδάρου , ἢ ὅτι σύνεστι τῇ θεῷ ὡς ὄρειος ὤν . καὶ ἡ Ῥέα δὲ ὄρειος λέγεται διὰ
τῆς τοῦ Διὸς ἱερουργίας οὐκ ἂν προσάψαιντο . Ἡ δὲ ὄρειος ἅρπη τῶν ὀρνίθων προσπεσοῦσα τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀφαρπάζει . Κόρακες
5470477 κυβερνητης
δὲ καὶ θάτερον ἐξ ἡμισείας ἔχῃ . διὰ ταῦτα ὁ κυβερνήτης δύο ὀβολοὺς πραξάμενος , ἐὰν ἐξ Αἰγίνης , ἐὰν
αὐτῆς δὴ τῆς ζωῆς . μεμνήσθω οὖν ἡμῖνὦ Θωμάσιεοὗτος ὁ κυβερνήτης τῶν ἀνθρώπων ὅτι ἄνθρωπος ὢν δυοῖν τοῖνδε παθοῖν φύσει
5468365 κορυφαιος
ἐπιβὰς ἀνήχθη , καὶ διαβαλὼν ἐς Μακεδονίαν ἦν παρὰ Φιλίππῳ κορυφαῖος τῶν φίλων Ἡρακλείδης . Ῥόδιοι βασιλεῖ Πτολεμαίῳ πολεμοῦντες περὶ
τι ἂν αὐτῶν κάλλιστον εἴη , ταχέως ὁ τοῦ χοροῦ κορυφαῖος Σοῦμμος ἐφάνη χρυσίου πληγαῖς ἄτρωτος ὢν προσαγαγών τε ἡμῖν
5415383 μαχομενος
ἀποδεῖξαι πάσης τῆς Ἀσίας δεσπότην , εἰ μὴ χωρὶς ἐμοῦ μαχόμενος ἀνῃρέθη . τὸ δὲ λοιπὸν φίλον ὑμῖν ἐποίησα τὸν
ἐδίδους ἔπαιον ; ἀλλ ' ἀπῄτουν ; ἀλλὰ περὶ παιδικῶν μαχόμενος ; ἀλλὰ μεθύων ἐπαρῴνησα ; ἐπεὶ δὲ τούτων οὐδὲν
5413222 θρευμαι
τοῦ κονιορτοῦ κίνησις ἱππέων πλῆθος σημαίνει ἐπέρχεσθαι . ἄλλως . θρεῦμαι : ἐμφαίνεται ὁ τῶν παρθένων χορὸς ὁρῶν οἱονεὶ νοεροῖς
κομμάτια ὅσα κομματικῶς ἐν θρήνοις γίνεται : ὡς τὸ “ θρεῦμαι φοβερὰ μεγάλ ' ἄχη καὶ ” τάδε μὲν Περσῶν
5398375 βαρβαρος
ἀπὸ ἔθνους : διπλοῦν δὲ τὸ ἔθνος , Ἕλλην ἢ βάρβαρος . μετὰ τὸ κοινὸν ἐρχόμεθα ἐπὶ τὸ ἴδιον :
ἐγένετο . δεκάτῳ δὲ ἔτει μετ ' αὐτὴν αὖθις ὁ βάρβαρος τῷ μεγάλῳ στόλῳ ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα δουλωσόμενος ἦλθεν .
5390137 θεατης
τὸν χορόν , ἀλλ ' αὐτὸς πολὺ τούτων ἀτακτότερός ἐστιν θεατής . καὶ κατὰ τὸν παρῳδὸν Μάτρωνα : οἳ μὲν
κατόπτης ] θεωρός . κατόπτης ] κατάσκοπος . κατόπτης ] θεατής . θ τῶν πραγμάτων ] ἃ καθ ' ἡμῶν
5375070 ἀγων
θαυμαστὸς πατήρ . τῷ μὲν διδύμας χάριτας εἰ κατέβαν ὑγίειαν ἄγων χρυσέαν κῶμόν τ ' ἀέθˈλων Πυθίων αἴγλαν στεφάνοις ,
καὶ Ἀσίας τε καὶ Εὐρώπης τε ἀνάσσει , εἰρήνην τε ἄγων , καρποὶ βρίθουσιν ἐπ ' αὐτῶι παντοίων ἀγαθῶν ,
5318197 ὁμιλος
ἵππον διέλειπέ τε καὶ δύο σταδίους καὶ ἔπειτα ὁ λοιπὸς ὅμιλος ἤιε ἀναμίξ . Ἐποιέετο δὲ τὴν ὁδὸν ἐκ τῆς
προηγουμένου τοῦ : πολλὸς δ ' ἱμερόεντα χορὸν περιίσταθ ' ὅμιλος . ὅτι Ὅμηρος ὡς ἀγαθὸς ζωγράφος , πάντῃ ὅμοιον
5317491 συμμιγης
κρεῶν χύτραν λέγω . καὶ πάλιν : ξουθῆς μελίσσης νάμασι συμμιγὴς μηκάδων αἰγῶν ἀπόρρους θρόμβος , ἐγκαθήμενος εἰς πλατὺ στέγαστρον
, καὶ διδάσκαλον τῶν ἔργων , Ἱστὸς δὲ , ἡ συμμιγὴς καὶ πολυμερὴς πασῶν τῶν τεχνῶν πολυπλήθεια . , ΑΜΦΙΧΕΑΙ
5315450 χειροηθης
' ; ἔφη , ὦ Σώκρατες , ἐπεὶ ἤδη μοι χειροήθης ἦν καὶ ἐτετιθάσευτο ὥστε διαλέγεσθαι , ἠρόμην αὐτὴν ὧδέ
ἥμερος , πρᾶος , εὐπειθής , εὐάγωγος , εὐήνιος , χειροήθης , τιθασός : φιλῶν τὸν ἀναβάτην , εὔνους τῷ
5294741 προδρομος
δὲ ἀπαθὴς καὶ ἄμικτος τῷ σώματι καὶ χωριστός , οἷον πρόδρομος τοῦ ποιητικοῦ , ὥσπερ ἡ αὐγὴ τοῦ φωτός ,
ὡς ἄλλων ἐφεπομένων : ὁ γὰρ πρόδρομός τινων ἀκολοθούντων ἐστὶ πρόδρομος καὶ οὐδὲ πάνυ πολὺ τὸ μέσον τοῦ προδρόμου καὶ
5287740 κεκοσμημενος
ἐν συνθέσει Ἄκαστος , τοῦ α ἐπιτατικοῦ , ὁ πάνυ κεκοσμημένος . . . . ἄκατος : τὸ † μέγα
καὶ τῷ κάλλει καὶ τῷ μεγέθει διάφορος , ἔτι δὲ κεκοσμημένος ὅπλοις βασιλικοῖς εἶχε πολλὴν ὑπεροχὴν καὶ κατάπληξιν , δι
5278872 φοβερος
κατωρθωκέναι τὸ προσταχθὲν τῆς τυραννίδος αὐτὸν οὕτω φρονεῖν ἀπαιτούσης : φοβερὸς γάρ , οὐ δίκαιος ἐθέλει δοκεῖν . ὥστε τῆς
, ὡς ἐν τῷδε μόνῳ τὸ ἀσφαλὲς ἕξων , εἰ φοβερὸς αὐτοῖς εἴη καὶ δι ' αὐτὸ καὶ δυσεπιχείρητος .
5257226 ἱερος
λέγει γοῦν οὐχ ὁ Ἰακὼβ τῷ Ἰωσὴφ μᾶλλον ἢ ὁ ἱερὸς λόγος παντὶ τῷ τὸ μὲν σῶμα εὐεκτοῦντι , ἐν
πάσας συμβέβηκε τῆς εἰρήνῃ φίλης ἡσυχίας μακρὰν ἀπεληλαμένης , ὁ ἱερὸς συναινεῖ λόγος : οὐ γὰρ λέγει μὴ εἶναι πολέμου
5231957 χορηγος
οὐκοῦν τούτων μὲν οὐδετέρων οὐδεὶς διὰ τὸν νόμον ἡμῖν προσέσται χορηγός . ἀλλὰ νὴ Δί ' εἰς τὰς τῶν μετοίκων
ἐρώμεθα τὸν Δία , τίς τῶν ἀνθρωπίνων ἀγαθῶν πατὴρ καὶ χορηγός , τίνες ἀρχαί , τίνες πηγαί , πόθεν ὁρμηθέντα
5230212 ἐπιθεμενος
γὰρ αὐτῇ , ὁ δὲ σπουδαῖος ἐχθρός , καραδοκῶν ὅτε ἐπιθέμενος ἰσχύσει καθελεῖν αὐτὴν εἰσάπαν . καὶ μὴν ἔμπαλιν ἡ
οὗτος σὺν τοῖς ἅμ ' αὐτῷ κατὰ νύκτα καὶ ἀνελπίστως ἐπιθέμενος τοὺς περὶ Ἀθηνίωνα ὁδοιποροῦντας , πολλοὺς καταβαλόντες , οὐκ
5224408 φοβερωτερος
ἀδικοῦντα κοινῇ τιμωρήσασθαι δεῖ , καὶ ὅτι πολὺ τῷ βασιλεῖ φοβερώτερός ἐσθ ' ὁ Φίλιππος , ἂν προτέροις ἡμῖν ἐπιθῆται
πολυώδυνον ἀπενέγκασθαι θάνατον . Πλὴν ἐν τούτοις τούτων ἐχόντων πάλιν φοβερώτερός τις τῶν ἤδη λεχθέντων ἐλήλυθεν ἄγγελος , τῶν βαρβάρων
5222713 ἀπροσοιστος
τοὺς ἄλλους νικᾶν : αὕτη δὲ ἡ κατασκευὴ πρὸς τὸ ἀπρόσοιστος γὰρ ὁ Περσῶν στρατός ἐστιν . ἡμέτερον . †
μεγάλῳ ῥεύματι φωτῶν ἐχυροῖς ἕρκεσιν εἴργειν ἄμαχον κῦμα θαλάσσας : ἀπρόσοιστος γὰρ ὁ Περσῶν στρατὸς ἀλκίφρων τε λαός . θεόθεν
5215692 ἐφορος
: ἢ τῇ ὀρθούσῃ τὰς γυναῖκας ἐν τῷ τοκετῷ : ἔφορος γὰρ λοχείας : * * τῇ Ἀρτέμιδι δηλονότι .
νῆσον . ὁ γενέθλιος ἀκτίνων : ὁ Ἥλιος , ὁ ἔφορος τῆς γενέσεως πάντων . ἔνθα Ῥόδῳ ποτὲ μιχθείς :
5208638 ἀπελαυσε
ἐκ τούτων δὴ τὰ πολλὰ καὶ μεγάλα ὀνείδη πάλαι τε ἀπέλαυσε φιλοσοφία καὶ νῦν ἀπολαύει , ὅταν δή τινες ἐνίοτε
διδοῦσα πρόφασιν μνησικακεῖν . τοιγαροῦν ἀντὶ ταύτης τῆς διανοίας τοιαύτης ἀπέλαυσε τῆς τῶν ἡγεμόνων προνοίας , ὥστε γένει μόνον ἔδοξε
5202503 ἐπικουρος
φάρμακον . ἀλλὰ μὴν ἀμφοτέρῳ γε τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων ἐπίκουρος γεγένηται , γυναιξὶ μὲν ταλασίαν παραδοῦσα , ἀνδράσι δὲ
, ὦ Ζεῦ Ζεῦ , πατρί θ ' αἱμάτων αἰσχίστων ἐπίκουρος , Ἄργει κέλσας πόδ ' ἀλάταν . θὲς τόδε
5195726 ἁλιην
ἐποίεε δὴ τάδε . Γράψας ἐς βυβλίον τὰ ἐβούλετο , ἁλίην τῶν Περσέων ἐποιήσατο , μετὰ δὲ ἀναπτύξας τὸ βυβλίον
δὲ παρὰ δρακέεσσι φανεὶς ἐχθαίρεται ἔλλοψ , αὐτὰρ ὁ ναυσιόεις ἁλίην ἐμυσάξατο δαῖτα . τῷ μὲν Φωκήεσσαν ἅλις πόσιν ἐλλεβόροιο
5183911 ἐκομιζετο
. οἱ δὲ ὡμολόγουν τε καὶ οὐκ ἐψεύδοντο , καὶ ἐκομίζετο μὲν ξύλα τε καὶ σίδηρος εἰς ἀνάστασιν οἰκιῶν ,
ἦν ᾧ μεμαρτύρηκεν οὗτος αὐτὴν ἐγγυῆσαι , ἢ εἰ μὴ ἐκομίζετο , ὁποίαν δίκην σίτου ἢ τῆς προικὸς αὐτῆς ἐν
5180950 δημοσιος
ἥκεις ὥστε σαυτοῦ νομίζεις εἶναι τὰ τῆς πόλεως , αὐτὸς δημόσιος ὤν . ὑμᾶς τοίνυν χρή , ὦ ἄνδρες δικασταί
, ἐνταῦθα διαιτᾶσθαι . Πυθίου Θεάριον : τόπος ἐν Αἰγίνῃ δημόσιος , ἔνθα τὰ συμπόσια : εἴρηται δὲ ἀπὸ τῶν
5177677 πολεμιστης
] καὶ τροπαίων ἐπανελθὼν [ ] οἷα ? ? [ πολεμιστὴς ] πεπαρώινηκεν [ - ] εἰς σέ . τάχα
καὶ τροπαίων ἐπανεληλυθὼς ? [ ] ὡς ? ? [ πολεμιστὴς ] πεπαρώινηκεν [ - ] εἰς σέ · ,
5157682 πελαγιος
δύσφθαρτος , μετρία πρὸς ἐκκρίσεις . διαφέρει δ ' ἡ πελάγιος τῆς πετραίας , διάπυρος οὖσα κινναβάρει καὶ χρυσώπῃ :
ἐν ταῖς χειμεριωτάταις ἡμέραις χαίρει τε πρόσγειος μᾶλλον ὢν ἢ πελάγιος . ζῇ δ ' οὐ πλέον δύο ἐτῶν .
5150994 κυρτουμενος
νώτων ἐμπεπετασμένη : ὁ δὲ κόλπος τοῦ πέπλου πάντοθεν ἐτέτατο κυρτούμενος : καὶ ἦν οὗτος ἄνεμος τοῦ ζωγράφου . ἡ
θνητοῖσι καλούμενος ὀρθὸν Ὁρίζων , ὃς δὲ Μεσημβρινὸς ὑψοῦ ἄκρης κυρτούμενος αἴθρης . ἀμφότεροι δ ' ἄρα τοίγε πόλων ἔντοσθεν
5142211 γινωσκομενος
* . γνώριμος οὐχ ὁ μαθητής , ἀλλ ' ὁ γινωσκόμενός τινι ἢ ἁπλῶς ὁ ἔνδοξος . Δημοσθένης : ”
* . γνώριμος οὐχ ὁ μαθητής , ἀλλ ' ὁ γινωσκόμενός τινι ἢ ἁπλῶς ὁ ἔνδοξος . Δημοσθένης : ”
5140074 γενναιος
κατακόψας μάλα συχνοὺς ἐδείπνισεν Χάρης Ἀθηναίων τόθ ' : ὡς γενναῖος ἦν . τὰ αὐτὰ ἱστορεῖ καὶ Δοῦρις . Ἰδομενεὺς
οὗτος οὕρνις ἐστίν . Ὡς πτερορρυεῖ . Ἅτε γὰρ ὢν γενναῖος ὑπό τε συκοφαντῶν τίλλεται , αἵ τε θήλειαι πρὸς
5137506 δρομος
καρπαλίμως οἴμησαν ἐοικότες ἰρήκεσσι : τῶν δὲ καὶ ἀμφήριστος ἔην δρόμος : οἳ δ ' ἑκάτερθεν Ἀργεῖοι λεύσσοντες ἐπίαχον ἄλλυδις
ᾠήθην τῇ πόλει συμφέρειν . ὡς γὰρ τῶν πολεμίων ὁ δρόμος οὐ δέδωκε τῇ Φήμῃ καιρὸν ἀγγελίας , ἀλλ '
5131435 λεγομενος
καὶ ὑγροί . Μέλανος διὰ βένθεα : Μέλας πόντος οὕτω λεγόμενος , ὡς ἱστορεῖ Εὔδοξος ἐν δʹ Γῆς περιόδου :
, μέγα καὶ ὑπὲρ μέτρον . Κάλλιχθυς : ὁ ἱερὸς λεγόμενος , ἱερὸς ἰχθύς . ἰαίνεται : εὐφραίνεται . Ὄρκυνος
5122496 ὁδε
τοῦτο μέγιστον γίνεται . Τῶν δὲ δὴ ἄλλων Θρηίκων ἐστὶ ὅδε νόμος : πωλέουσι τὰ τέκνα ἐπ ' ἐξαγωγῇ .
προσέταξέ τινι θάψαι , καὶ ὁ πόλεμος ἑνὶ ἔργῳ καὶ ὅδε παρὰ δόξαν ἐλέλυτο : τοὺς δ ' ἐξ αὐτοῦ
5121835 θορυβος
δηλώσας ἐν τοιᾷδε ἡλικίᾳ , καὶ τοῖς ἀνδράσι πολὺς ἐγγίνεται θόρυβος ἐν πολλῷ ὁμίλῳ δημηγοροῦντι . Ἀποθανούσης δ ' αὐτῷ
τισιν ἐγγενομένης ἁψιμαχίας καὶ πολλῶν ἑκατέροις παραβοηθούντων κραυγὴ καὶ πολὺς θόρυβος κατεῖχε τὸ στρατόπεδον . καθ ' ὃν δὴ χρόνον
5119631 στρατιωτης
Ἄνευ ξύλου μὴ βάδιζε : περὶ Κλεομένους λέγει : ὃς στρατιώτης ὢν Ἀθηναῖος προσεποιεῖτο πρὸς τοῖς ἄλλοις κακοῖς καὶ μανίαν
εἰς τί σκεψαμένους χρὴ ὑμᾶς Ἀνδοκίδου ἀποψηφίσασθαι ; πότερον ὡς στρατιώτης ἀγαθός ; ἀλλ ' οὐδεπώποτ ' ἐκ τῆς πόλεως
5112982 ἰσχυρος
ὁ Αἰγύπτιος ἦν μὲν συνεῖναι δεινότατος , ἀγωνιστὴς δὲ οὐκ ἰσχυρὸς ὑπὲρ τῆς ἀληθείας , οὐδὲ τὰς ἔξω φερούσας ἀπὸ
. Ὁ δὲ Ξιφίας τῷ τοῦ Ἑρμοῦ προσήκων φαίνεται δὲ ἰσχυρὸς καὶ χλωρότερος , παραμήκεις μᾶλλον ἀκτῖνας ἔχων περὶ αὑτόν
5112627 ἀρχηγετης
, ἢ πολλοὺς ἔχων ἄνδρας λοχίτας , οἷ ' ἀνὴρ ἀρχηγέτης ; Πέντ ' ἦσαν οἱ ξύμπαντες , ἐν δ
ἄλλων ἅπαξ ἁπάντων γνώριμοι ; τοῦ δὲ παντὸς οὐκ ἄρα ἀρχηγέτης ὁ κτίστης καὶ πατὴρ αὐτοῦ ; ὥστ ' εἰ
5108855 ἀγγελος
φανερός . Ξ ἔτυμος ] ἀληθής . θ οὗτος ὁ ἄγγελός ἐστιν ὁ πρὸ μικροῦ ἀπαγγείλας τῷ Ἐτεοκλεῖ τὴν ἔφοδον
' Εὐκλείδην μὲν ἀκροῶ , τίνα : πρόλογος , ὁ ἄγγελός τε καὶ ἐξάγγελος , πάροδος , ἐπιπάροδος , μεθ
5104598 ἀσπιδιωτας
στρατιωτῶν καὶ διακόσμει τό τε ἱππικὸν καὶ τοὺς ἀνέρας τοὺς ἀσπιδιώτας : ἐθέλω γὰρ εἰδέναι οἷ βαδιεῖσθε τοσοῦτοι ὄντες ἐξ
τῶν ἡρώων , ὃς ᾔδει κοσμῆσαι ἵππους τε καὶ ἀνέρας ἀσπιδιώτας , καὶ ὃν τρόπον ὁ ἔμπειρος νεώς , ἅμα
5102969 κατασφαξας
τὴν πόλιν ἑλὼν κατὰ κράτος καὶ πολλοὺς ἐν χειρῶν νόμῳ κατασφάξας , Πριάμῳ τὴν βασιλείαν ἀπέδωκε τῶν Ἰλιαδῶν διὰ τὴν
Σικελίας τύραννος , ὀμόσας τοῖς πολεμίοις παρέβη τοὺς ὅρκους καὶ κατασφάξας τοὺς ἁλόντας ἐπιχλευάζων πρὸς τοὺς φίλους ἔλεγεν δειπνήσαντες ἐξεμέσωμεν
5085674 πας
καὶ ἀνέβαινεν ὁ καπνὸς ὡσεὶ ἀτμὶς καμίνου : καὶ ἐξέστη πᾶς ὁ λαὸς σφόδρα ” , καὶ ἐν τῷ Λευιτικῷ
προτάσεων παραδείγματα λέγων τῇ δὲ πᾶς ἄνθρωπος λευκός ἡ οὐ πᾶς ἄνθρωπος λευκός , τῇ δὲ τὶς ἄνθρωπος λευκός ἡ
5068491 πυργος
στὶξ ἐκ λʹ , λόχος ἐκ δέκα ἢ ιεʹ , πύργος ἐξ ἑκατὸν , λεγεὼν ἐκ μυρίων . λόχοισιν :
πεποιήμεθα παρ ' αὐτοῦ Καλλίππου διδαχθέντες . Ἄσκρης μὲν δὴ πύργος εἷς ἐπ ' ἐμοῦ καὶ ἄλλο οὐδὲν ἐλείπετο ἐς
5067055 ἠρεσσετο
τ ' ἐπλήθυον . φυγῇ δ ' ἀκόσμως πᾶσα ναῦς ἠρέσσετο , ὅσαιπερ ἦσαν βαρβάρου στρατεύματος . τοὶ δ '
θαλάσσιαι πέτραι ἔγεμον τῶν πτωμάτων . πᾶσα δὲ ναῦς Περσικὴ ἠρέσσετο καὶ ἐκωπηλατεῖτο ἐν φυγῇ ἀκόσμως καὶ ἀτάκτως . οἱ
5063012 νικηφορος
μήκει ἐς κουφότητα ξύμμετρον . κατὰ δὲ τοῦ τοσούτου ἀνδρὸς νικηφόρος γέγονεν εἰς μονομαχίαν συστὰς νεανίας ἐτῶν ἑπτακαίδεκα . τὴν
τῶν ἐντοπίων ἡρωΐδων συνηθροισμένων τὸ πλῆθος προσκαλεῖται προσελθεῖν ἤτοι ὁ νικηφόρος ἢ ὁ Ἀπόλλων , ἢ ἡ Μελία , ὃ
5062627 θεσμος
παρ ' ἐμοῦ λόγος ἔδειξε , νόμος αὐτὸς ὢν καὶ θεσμὸς ἄγραφος . Τρεῖς μέν εἰσιν ἰδέαι , δι '
, ἱεραὶ πομπαί , τελεταὶ θεῶν , κακία φρούδη , θεσμὸς πανταχοῦ νόμου καὶ λόγου πηδάλιον : ἔλεγεν Ἀλκιβιάδης ,
5055703 βοηθος
ἱκετεύοντας . οὐ νηούς : οὐ γὰρ ναός μοί ἐστι βοηθὸς οὔτε πύργος οὔτε ἄλλος οὐδὲ εἷς , ἀλλ '
τούτου γὰρ ἕνεκά σε φησίν ἐγέννησα , ἵνα χρήσιμος καὶ βοηθὸς ἦσθα τᾷ Σπάρτᾳ . οὐκ ἔκλαιε καὶ ἐδεινοπάθει ,
5051966 ξενικος
[ . ] εἶπεν : ἴδε [ ] δὴ ? ξενικὸς [ ] γὰρ μᾶλλον [ καταλαβὼν - ] πολιτείαν
ἔχεις ; Κορινθίου οἴνου Ἄλεξις μνημονεύει ὡς σκληροῦ : οἶνος ξενικὸς παρῆν : ὁ γὰρ Κορίνθιος βασανισμός ἐστι . καὶ
5048675 πεζος
μιν γυῖα λάβῃ κάματος πολέας διὰ κοιρανέοντα : αὐτὰρ ὃ πεζὸς ἐὼν ἐπεπωλεῖτο στίχας ἀνδρῶν : καί ῥ ' οὓς
μετὰ τοῦτο ἕκαστοι ἐπ ' οἴκου ἀπεκομίσθησαν , καὶ ὁ πεζὸς καὶ αἱ νῆες . Ὑπὸ δὲ τοὺς αὐτοὺς χρόνους
5035512 κατασκοπος
διεκώλυε ταῦτα γίνεσθαι , καὶ παραγενόμενος εἰς Κιθαιρῶνα τῶν Βακχῶν κατάσκοπος ὑπὸ τῆς μητρὸς Ἀγαυῆς κατὰ μανίαν ἐμελίσθη : ἐνόμισε
] ὁ σκοπεύς . κατόπτης ] ὁ θεατής , ὁ κατάσκοπος . κατόπτης ] ἐπιτηρητής . Ξ δοκεῖ ] φαίνεται
5033095 δυνατωτατος
τῆς ἑτέρας τάξεως τῆς ἐναντιουμένης τοῖς δημοτικοῖς αὐθαδέστατος εἶναι καὶ δυνατώτατος . οὗτος ἐκ παρασκευῆς διεξῆλθε λόγον κατὰ τῶν δημοτικῶν
ἐλέχθη γέ τοι καὶ τοῦτο . Ἆρ ' οὖν καὶ δυνατώτατος εἶ ἀληθῆ λέγειν περὶ λογισμῶν ; Πάνυ γε .
5019336 στολος
καὶ παρεγγυήσεως θείας : καὶ οὐ μακρὸς ἕνεκα τούτων ὁ στόλος , οὐδὲ ὅπως εἰς Δελφοὺς ἐκ Πελοποννήσου , ἀλλ
ἀσβόλη : βόλος : πόλος : κόλος : μόλος : στόλος : πρὸς ἀντιδιαστολὴν τῶν κυρίων τε καὶ ἐπιθέτων τὸ
5018185 συλλογος
ὅτι λέγω . ὅταν περὶ ἰατρῶν αἱρέσεως ᾖ τῇ πόλει σύλλογος ἢ περὶ ναυπηγῶν ἢ περὶ ἄλλου τινὸς δημιουργικοῦ ἔθνους
εἴρηκεν ὁμοπτέρους . Ἐκ δὲ τοῦ συν τάδε σύνθετα . σύλλογος , σύνοδος , σύγκλητος , συνεκκλησιαστής , σύμβουλος ,
5015331 φθειρεσθω
νέα ὁρῶ πρὸς ὑπομονὴν τῶν πόνων : ἔρροι νύξ : φθειρέσθω ἡ νὺξ ἡ ἐμὲ νυμφεύουσα τοῖς πολεμίοις , ὁμοίως
δὲ συνεχομένη ἔκλαιεν ἐπ ' αὐτῷ λυπουμένη . ἐρρέτω : φθειρέσθω . ἦ μὲν ὄφελλεν : ἦ ὤφελεν χωρισθῆναι ἀπαθής
5010612 ἐνεργος
ἡλικιωτῶν αὐτοὺς ἀναιρεῖ . . . : ὁ δὲ Θησεὺς ἔνεργος εἶναι βουλόμενος , ἅμα δὲ καὶ δημαγωγῶν ἐξῆλθεν ἐπὶ
ἄλλον τρόπον . . ἄλλο τι . . δραστήριος ] ἔνεργος ἐφεύρηται , ἢ ὅθεν καὶ τοὺς τοιούτους ἄνδρας δραστηρίους
5007622 Ἀσρουβας
καὶ Σύφαξ οὐ μακρὰν ἀπ ' ἀλλήλων . καὶ τούτοιν Ἀσρούβας μέν ἐστι τὸ τοῦ πολέμου κεφάλαιον , Σύφαξ δὲ
φίλοις ἐπολέμησεν . ὃ δὲ ὑπὸ λύπης νοσῶν ἀπέθανεν . Ἀσρούβας δὲ ἐπειδὴ καλῶς τοὺς συνόντας ἐγύμνασεν , ἔπεμπέ τινα
5004069 φυγη
. ψιλωθέντων δὲ τῶν ἄκρων οὐδὲ τὰ μέσα παρέμεινε . φυγὴ δὴ τῶν Ἑρνίκων τὸ μετὰ τοῦτ ' ἐγίνετο ἐπὶ
καὶ μὴ παντελεῖ τῇ διώξει χρωμένους , ὡς εἰ μὲν φυγὴ καρτερὰ κατέχοι , ἐκδέξασθαι τὴν πρώτην δίωξιν ἀκμήτοις τοῖς
5003978 συμμαχος
οὐδ ' ἐγὼ γὰρ ἤλπισα . ἐκεῖνος εἶ σύ ; σύμμαχός γέ σοι μόνος . ἢν δ ' ἀνσπάσωμαί γ
ἐλήλυθα : ἀνὴρ γὰρ ἀλκῆς μυρίας στρατηλατῶν στείχει φίλος σοι σύμμαχός τε τῆιδε γῆι . ποίας πατρώιας γῆς ἐρημώσας πέδον
4993858 ἐνθεος
ὃ ἐκεῖνος ἔγραφε σὺν πολλῇ σπουδῇ κτησάμενος καὶ αὐτὸς ᾤετο ἔνθεος ἔσεσθαι καὶ κάτοχος ἐκ τοῦ πυξίου : ἀλλ '
ὁ ἐραστὴς τὰ παιδικά . θειότερον γὰρ ἐραστὴς παιδικῶν : ἔνθεος γάρ ἐστι . διὰ ταῦτα καὶ τὸν Ἀχιλλέα τῆς
4992191 ἀρχει
γενομένης πρὸς τὸν ἄρχοντα τῆς χώρας , ἧς νῦν Φραώτης ἄρχει , κἀκείνου παρανομώτατά τε καὶ ἀσελγέστατα γυναῖκα ἀφελομένου αὐτὸν
ὁ ἥλιος πορεύεται , ἣ καλεῖται Ἀσία , εἷς ἀνὴρ ἄρχει ; Πάνυ μὲν οὖν , ἔφη , ὁ μέγας
4989681 θιασος
οὕτω καλεῖται ὁ παρὰ τοῖς Κυζικηνοῖς τὴν Ἄρτεμιν θεραπεύων γυναικεῖος θίασος . καὶ Κυζικηνῶν θυγατέρας τὴν ὥραν διαπρεπεῖς τῇ Δαρείου
ἄλλῳ , καθάπερ ἡγεμόνι πονηρῷ καὶ μαινομένῳ πονηρὸς καὶ ἀσελγὴς θίασος . ἔστι δὲ τούτων ὧν ἔφην βίων ὁ μὲν
4989047 ἱπποτροφος
ηὐξήθη δὲ διὰ τὴν ἀρετὴν τῆς χώρας : καὶ γὰρ ἱπποτρόφος ἐστὶν ἀρίστη καὶ καλλίκαρπος , καὶ πολλοὺς ἄνδρας ἀξιολόγους
τὴν ἱπποτροφίαν ταύτην ὁ Διομήδης ἐχρήσατο , αὐτός τε ὁ ἱπποτρόφος ὡς ἀγριώτερος ἰδεῖν ἢ αἱ ἵπποι , πρὸς αἷς
4981179 πλει
, περιπατεῖ Τρύφων , ζῇ Πλάτων , ἀναπνεῖ Διονύσιος , πλεῖ , τρέχει , χωρὶς εἰ μὴ ἐπὶ τῶν αὐτοπαθῶν
μὲν εὖρος πλεθριαῖαι , βαθεῖαι δὲ ἰσχυρῶς , καὶ πλοῖα πλεῖ ἐν αὐταῖς σιταγωγά : εἰσβάλλουσι δὲ εἰς τὸν Εὐφράτην
4969759 μεθειται
πράσσουσα δαίμονας τίει . θρεῦμαι φοβερὰ μεγάλ ' ἄχη : μεθεῖται στρατὸς στρατόπεδον λιπών : ῥεῖ πολὺς ὅδε λεὼς πρόδρομος
ἀφεῖται . μεθεῖται ] πέμπεται . μεθεῖται ] ἔρχεται . μεθεῖται ] κινεῖται . μεθεῖται ] ἤδη ὁρμὴν ποιεῖται ἐπὶ
4961124 γνωσθεις
τὸ ἕτερος εἶναι παρὰ τοῦ γενομένου ὑπ ' αὐτοῦ αἰσθητοῦ γνωσθείς . Αἱ μὲν οὖν ἐν τοῖς σπέρμασι δυνάμεις ἑκάστη
σκευῇ καὶ τῇ τῆς φωνῆς ὁμοιότητι , ὡς δὲ εἶδε γνωσθείς τε καὶ διωκόμενος , ῥιπτεῖ ἑαυτὸν εὐθὺς κατὰ τοῦ
4952913 κατεφθιτο
. σκληρᾶς ] πετρώδους . γῆς ] τῆς Βακτρίας . κατέφθιτο ] ἐφθάρη . . Ἀμίστρης ] ὄνομα . Ἀμφιστρεὺς
' εὐρέα νῶτα θαλάσσης . καί νύ κεν ἤϊα πάντα κατέφθιτο καὶ μένε ' ἀνδρῶν , εἰ μή τίς με
4949647 περιτιθεμενος
, καὶ τούτῳ τῷ τέσσαρα τετραγώνῳ πάλιν ὁ πέντε περιττὸς περιτιθέμενος τὸν ἐννέα τετράγωνον ποιεῖ καὶ τῷ ἐννέα ὁ ἑπτὰ
. Βόθυνος , βάθυνός τις ὤν . Βρόχος , ὁ περιτιθέμενος τῷ αὐχένι , παρὰ τὸν βρόχον εἴρηται , ὃν
4949054 Θηρων
καὶ ἀμφιλαφοῦς ἑστιάσεως ἐμπιπλάμενος . καὶ ὁ μὲν τοῦ Μενάνδρου Θήρων μέγα φρονεῖ , ὅτι ῥινῶν ἀνθρώπους φάτνην αὐτοὺς ἐκείνους
ἀλλ ' οὐ δημοτικῶς οὐδ ' ἴσως ἄρχειν . Ὅτι Θήρων ὁ Ἀκραγαντῖνος γένει καὶ πλούτῳ καὶ τῇ πρὸς τὸ
4947822 τιτρωσκεται
χεῖλος διαγωνιζομένου τοῦ τῆς Ἀλκμήνης πρὸς τὴν ὕδραν παιδός , τιτρώσκεται παρὼν ἅμ ' αὐτῷ ὑπὸ τῆς ὕδρας ὁ Ἴφικλος
σώματος , ἤτοι τοῦ θώρακος : ἔστι γὰρ ὅτε τις τιτρώσκεται ἐν τῷ πολέμῳ κατὰ τὸν θώρακα καὶ μένει ὀπὴ
4946008 ἐρημια
, τὸν ὁμώνυμον τὸν θεῖον . πῶς οὖν ἂν εἴη ἐρημία , οὗ χορὸς τοιούτων ἕστηκεν ; Σαυτῷ καὶ νῦν
λάχανα οὐ θέλω . οὕτως καὶ σχολὴν οὐ θέλω , ἐρημία ἐστίν , ὄχλον οὐ θέλω , θόρυβός ἐστιν .
4945928 σεμνος
αὐτὴν τιθεμένην , χωρὶς τῶν προοιμίων . σεμνὸς ] τὸ σεμνός διττῶς λέγεται , καὶ ἐπὶ τοῦ ὑπερηφάνου καὶ ἐπὶ
: καὶ γὰρ ἐκ τοῦ ἐναντίου σώφρων μὲν λόγος ὁ σεμνός , ὁ δὲ τὸ ἐκπρεπὲς κάλλος ἐπιτηδεύων ἐπίβουλος .
4938519 θεωρος
οὕνεκα ἀντὶ τοῦ διότι . Θεατὴς ἀγώνων καὶ θεάτρων : θεωρὸς δὲ ὁ εἰς θεῶν ἑορτὰς πεμπόμενος . ὅθεν καὶ
διὰ τὸ κυκλοτερῆς [ ] εἶναι . Ἄμυρις μαίνεται : θεωρὸς γὰρ ὀνόματι Ἄμυρις ὑπὸ Συβαριτῶν πεμφθεὶς εἰς Δελφοὺς περὶ
4937278 ἡνιοχος
ἡ διπλῆ , ὅτι καὶ Ἀγαμέμνονος καὶ Νέστορος ὁμώνυμος ἦν ἡνίοχος Εὐρυμέδων . . . Θ Λ . καί ῥ
δὲ καὶ θεὸς ἦν . σὺ δ ' εἰ μὲν ἡνίοχος ἡμῖν ἦσθα καί σοι παρεδίδομεν ἵππους ἐπὶ παιδείᾳ κακῶς
4936712 ξιφηφορος
ἐπ ' ἀγκύρας λάβω , ἀνὴρ παρ ' ἄνδρα στήσεται ξιφηφόρος . σὲ χρὴ βραβεύειν πάντα : πόμπιμοι μόνον λαίφει
δεκανοὺς γʹ : καὶ τῷ μὲν αʹ δεκανῷ παρανατέλλουσιν Ὠρίων ξιφηφόρος καὶ τὸ ἥμισυ τῆς Πλειάδος καὶ ἥμισυ λειψάνου Νεκρᾶς
4935430 ἀμαχος
θαλάττιοι . μικρὸν μὲν αὐτῶν τὸ σῶμα , τόλμα δὲ ἄμαχος : καὶ θαρροῦσι δύο ὅπλοις , δορᾷ τε εὐτόνῳ
ἔχων . κραμβίδιον ἑφθὸν χαρίεν ἀστεῖον πάνυ . ῥαγδαῖος , ἄμαχος , πρᾶγμα μεῖζον ἢ δοκεῖς . ἐκ διαδοχῆς καθαρὸς
4926763 ἐμφανης
μὲν τῷ σπανίως ὁρᾶσθαι ἐσεμνύνετο , Ἀγησίλαος δὲ τῷ ἀεὶ ἐμφανὴς εἶναι ἠγάλλετο , νομίζων αἰσχρουργίᾳ μὲν τὸ ἀφανίζεσθαι πρέπειν
, ἵνα ὁ κατὰ τὴν ἥβην τόπος καὶ τὸ ἦτρον ἐμφανὴς γένηται , κἀκεῖνον διελεῖν τρυφερὸν ὂν καὶ ἐξέλκειν τὰ
4922602 κατεφθαρη
ἑαυτοῦ : ἡ γὰρ χρῆσις τοῦ πνεύματος ὑφ ' ἡμῶν κατεφθάρη . ! ! ! ! ! ! ! !
Σαλαμῖνι ἐλθὼν καὶ μετοικήσας αὐτὴν τὴν σκληρὰν καὶ πετρώδη ἐκεῖ κατεφθάρη . ἄλλως : ἐκεῖ ἀπελθὼν κατῴκησε τὴν Σαλαμῖνα τὴν
4917810 φαρμακευς
παθεῖν ὑποπτεύειν τὸ δρᾶσαι δύνασθαι . τί τοίνυν ; ὁ φαρμακεύς ἐστι λῃστὴς ὡμολογημένος προτείνων τέχνην ἀδικημάτων , ἄσκησις ἐπιβουλῆς
μοιχός μου κρατεῖ πανταχοῦ : δοκῶ , ὁ λῃστὴς καὶ φαρμακεύς ἐστι . Μελίτη φιλεῖ , Λευκίππη φιλεῖ . ὄφελον
4917718 ἀφανης
ὁ δὲ χειμερινὸς τροπικός , ὁ δὲ ἀνταρκτικός τε καὶ ἀφανής . λοξὸς δὲ τοῖς τρισὶ μέσοις ὁ καλούμενος ζωιδιακὸς
καὶ ὅτε μὲν ἔστρεφε τὴν σφενδόνην τοῦ δακτυλίου , ἐγίνετο ἀφανής , ὅτε δὲ ἀντέστρεφε πάλιν , ἐγίνετο ἐμφανὴς τοῖς
4912763 περιορισμος
μείζονα γραμμὴν σταδίους ͵αρνηʹ . Ἔστι δὲ τῆς Βαιτικῆς ὁ περιορισμὸς τῆς μεσογείας σταδίων ͵Ϛψθʹ , σταδίων ͵ερμʹ . Ἔχει
͵αψϘγʹ . Ἔστι δὲ ὁ τῆς Λουσιτανίας ὁ τῆς μεσογείας περιορισμὸς σύμπας σταδίων ͵δυʹ , σταδίων ͵δʹ . Ἔχει δὲ
4906769 ξιφηρης
δ ' ἀληθές , ὅτι πᾶσιν ἀνθρώποις πολεμεῖ καὶ ὥσπερ ξιφήρης ἀναιρεῖ ἡμᾶς , κἂν καὶ ξιφηφόρον αὐτήν φασι καλεῖν
τοῦ ζῆν : τοῦ φρονήματος : σύ θ ' ὃς ξιφήρης : παῦσαι ὀργιζόμενος , ἵνα ἀκούσῃς : διὰ τὴν
4905227 πλειστος
τὰς Ἀθήνας , † σφίσιν ἐμποδὼν γένοιντο . ὁ δὲ πλεῖστος ἦν λόγος ὡς κατὰ τοὺς ὅρκους βοηθεῖν δέοι :
ἡμῖν πρότερον ἦν οὕτως ὄνομα μόνον : ὁ μὲν γὰρ πλεῖστος περίβολος ἀνέῳκτο τοῖς εἰσιοῦσιν , ὁ δὲ λειπόμενος ἔτι
4898806 ἐπισημος
[ ] ἑορτὴ ἡμέρας [ ] ιαʹ ιβʹ ιγʹ , ἐπίσημός [ ἐστι ] δὲ ἡ ιβʹ , [ ὡς
. ” τοσοῦτον ἄρα καθίκετο αὐτοῦ ἡ μίμησις τῆς ὀρχήσεως ἐπίσημός τε καὶ σαφὴς φανεῖσα . Ἡ δὲ πλείστη διατριβὴ
4897999 ἑτοιμοτατος
αἰτίαν τε τοῦ δεσμοῦ ἀνευρίσκων κἀντεῦθεν πρὸς τὸ λύειν γινόμενος ἑτοιμότατος , καθάπερ αὐτὸς Ἀριστοτέλης ἐν τῷ δευτέρῳ φησὶ τῶν
, ἀναφανεῖται ἢ ἔμπαλιν ἄσωτος πεφορημένος , λαφύττειν καὶ σπαθᾶν ἑτοιμότατος , ἑταιρῶν καὶ πορνοτρόφων καὶ μαστροπῶν καὶ παντὸς ἀκολάστου
4896952 ἀσπονδος
τὰς ἐρωτήσεις τῶν προσιόντων συνετὰς καὶ πεπαιδευμένας ; Ὅλως δὲ ἄσπονδος καὶ ἀκήρυκτος αὐτῷ ὁ πόλεμος πρὸς Ἐπίκουρον ἦν :
τὸ κήρυγμα ἐλθεῖν , εἴσω τὴν ἐκεχειρίαν : ἕως δὲ ἄσπονδος καὶ ἀκήρυκτος ὁ ἐν ψυχῇ πόλεμος , ἄφιλος ἡ
4892639 φορος
πλέκω πλόκος , σπείρω σπόρος , λέγω λόγος , φέρω φόρος : οὕτω καὶ τρέχω τρόχος . . . .
συνεργείᾳ πολὺν χρόνον γεγονότες . φόρος καὶ φορὸς διαφέρει . φόρος μὲν γὰρ λέγεται ὁ φέρων . οὕτως καὶ φόνος

Back