, καὶ τούτῳ τῷ τέσσαρα τετραγώνῳ πάλιν ὁ πέντε περιττὸς περιτιθέμενος τὸν ἐννέα τετράγωνον ποιεῖ καὶ τῷ ἐννέα ὁ ἑπτὰ
. Βόθυνος , βάθυνός τις ὤν . Βρόχος , ὁ περιτιθέμενος τῷ αὐχένι , παρὰ τὸν βρόχον εἴρηται , ὃν
6812647 γλαμων
, τὰ παιδία , κάκιστ ' ἀπολοίμην , κἀρχέδημος ὁ γλάμων . Δέχομαι τὸν ὅρκον κἀπὶ τούτοις λαμβάνω . Νῦν
' ζήτουν πάλαι τὴν ἁρμογήν . Τὴν πανδοκεύτριαν γὰρ ὁ γλάμων ἔχει . Προσένεγκέ μοὐγγὺς τὸ στόμ ' ὀσφρέσθαι τὸ
6795124 συμπεφυκως
. διὸ δὴ καὶ αὐτὸς ἐκεῖ τε συνέζων αὐτῷ καθάπερ συμπεφυκὼς καὶ τῇδε ταὐτὸν ἐποίησα . συνὼν οὐκ ἐπαυσάμην ,
ἐναντίον ἀνατρέψω τῇ τοῦ ἵππου ῥύμῃ , ἀλλ ' οὐ συμπεφυκὼς δεδήσομαι ὥσπερ οἱ ἱπποκένταυροι : οὐκοῦν τοῦτό γε κρεῖττον
6685489 Διδυμει
] δὲ ἀνατίθησι ? ? [ ] τῷ ? [ Διδυμεῖ ] [ ] [ Ἀπόλλωνι ] [ δὶς λαβὼν
ἀμφότεροι συνῄνεσαν Θαλῇ . ὁ δὲ μετὰ τὴν περίοδον τῷ Διδυμεῖ τίθησιν Ἀπόλλωνι . Κῴοις μὲν οὖν τοῦτον ἐχρήσθη τὸν
6653678 Βουκολος
, Νῆφος Πραξιθέας , Λυσίππης Ἐράσιππος , Λυκοῦργος Τοξικράτης , Βουκόλος Μάρσης , Λεύκιππος Εὐρυτέλης , Ἱπποκράτης Ἱππόζυγος . οὗτοι
τὸ ἄννεμε ἀντὶ τοῦ ἀνάγνωθι : καὶ ἀννείμῃ Δωριστὶ ὁ Βουκόλος . Τοῦ τρίτου εἴδους ἡ στροφὴ καὶ ἀντίστροφος κώλων
6647391 τεκτονικον
ἡ ἔπαυλις . σταφυλή : ὁ καρπός . καὶ τὸ τεκτονικὸν ἐργαλεῖον . στεῦται : ὁρμᾶται . διορίζεται . ἵσταται
οἴκους τε καὶ πόλεις καλῶς οἰκήσειν μαντικῆς ἔφη προσδεῖσθαι : τεκτονικὸν μὲν γὰρ ἢ χαλκευτικὸν ἢ γεωργικὸν ἢ ἀνθρώπων ἀρχικὸν
6640985 Διδυμαιῳ
ἐκ κισσίνου κατασκευασθὲν ξύλου . Νίκανδρος δέ φησι : τῷ Διδυμαίῳ Διὶ κισσοῦ σπονδοποιέονται πετάλοισιν , ὅθεν τἀρχαῖ ' ἐκπώματα
Θαλῇ καὶ μετὰ περίοδον πάλιν Θαλῇ : ὁ δὲ τῷ Διδυμαίῳ Ἀπόλλωνι ἀπέστειλεν , εἰπὼν οὕτω κατὰ τὸν Καλλίμαχον :
6640792 κουφοτατοις
εἶτα ἀπομαξάμενος τὴν ἰκμάδα τοῖς σαβάνοις , σκέπε τὸ σκέλος κουφοτάτοις ἐρίοις . εἴωθε μὲν οὖν τὸ βοήθημα μηδεμιᾶς ἑτέρας
τοὺς ἑτέρους , τότε νυκτὸς ὁρμήσας δι ' ὁδῶν ἀτριβῶν κουφοτάτοις ἵπποις ἀπέδραμεν ἐς Τριβόλαν , Ῥωμαίων αὐτὸν διώκειν ὁμοίως
6623325 Τριχῃ
δεύτερον , τὸ μέντοι τρίτον δεῖται τῆς προειρημένης προσθήκης . Τριχῇ διαιρεῖται ὁ χρόνος , εἰς ἐνεστῶτα παρῳχημένον καὶ μέλλοντα
, ἵν ' εὐκρινέστερον ἴδωμεν ὃ βουλόμεθα . Πῶς ; Τριχῇ διαστησώμεθα τῷ λόγῳ δημοκρατουμένην πόλιν , ὥσπερ οὖν καὶ
6616277 ἱππιος
κράτος , ῥυσίπολις γενοῦ , Παλλάς , ὅ θ ' ἵππιος ποντομέδων ἄναξ ἰχθυβόλῳ μαχανᾷ Ποσειδάν , ἐπίλυσιν φόβων ,
πεντήκοντ [ ' ἀνδρῶν λίπε Κοίρανον ] [ ] ? ἵππιος [ Ποσειδέων . πεντήκοντ ' ἀνδρῶν λίπε Κοίρανον ἵππιος
6602369 κακοτυχε
οὐκ ἔχω σοι δοῦναι οὐδέν . δαιμόνιε ] δυστυχέστατε , κακότυχε . , ἄθλιε ἢ καὶ εὐτυχέστατε . χρῆμα ]
περισσοτέραν . δίκαιον ] εὔλογον . κακόδαιμον ] δυστυχέστατε , κακότυχε . , ἄθλιε . τὸ ” οὐδὲν “ μετὰ
6590471 καλαυροπα
. οὕτως ἦν ἐν τῇ Κωμικῇ λέξει τῇ συμμίκτῳ . καλαύροπα : ἀντὶ τοῦ καλόροπον , ῥάβδον βουκολικήν . Ὅμηρος
τοὺς Ἑλλήνων λογίους οὐκ ἀπὸ τρόπου τῷ Πανὶ περιάπτειν τὸν καλαύροπα : τὸν γὰρ τῆς τοῦ παντὸς ἐμψυχίας ἐπώνυμον οὐκ
6572367 ἐφιππον
οὑξ Ἀθηνῶν δεινὸς ἡνιοστρόφος ἔξω παρασπᾷ κἀνοκωχεύει παρεὶς κλύδων ' ἔφιππον ἐν μέσῳ κυκώμενον . Ἤλαυνε δ ' ἔσχατος μέν
ἱερεὺς Διονύσου νεόκοπον κάρδοπον ἀνακές ἀνεσκιρτημένας βαλλαντίδια βίος ἐλεινόν ἐλελήθεισαν ἔφιππον μεμβράδες νεανισκεύεται χορδῶν Πείσανδρος εἰς Πακτωλὸν ἐστρατεύετο , κἀνταῦθα
6567562 σαπφορας
τὸ κ στοιχεῖον ἐσφραγισμένον ἐν αὐτοῖς ἔχοντας , ὡς καὶ σαπφόρας τοὺς τὸ σ στοιχεῖον ἔχοντας ἐσφραγισμένον , καὶ πολλὰ
. ἔδει ] ἔδῃ . ζύγιος . . . ⌈ σαπφόρας σαπμφόρας [ σαμφόρας ] ] ὀνόματα ἵππων . ζύγιοί
6535341 Ἑσπερον
ἀχέων ξύσαντες ἀνάγκην πευκεδανοῦ βιότοιο παραπλώωσι κελεύθους . Καὶ βρέφος Ἕσπερον εἶδον , ὃς ἄγγελός ἐστιν ὁμίχλης ἠελίου δύνοντος ἐπὶ
γραφέντας ἀνατεθῆναι Πυθαγόραι . δοκεῖ πρῶτος πεφωρακέναι τὸν αὐτὸν εἶναι Ἕσπερον καὶ Φωσφόρον [ § ] . . . ,
6534896 βαιτυλος
ἀντὶ Διὸς ὁ Κρόνος κατέπιεν ἐπέδωκε : παρὰ τὸ βαίτη βαίτυλος , βαίτη δὲ λέγεται ἡ διφθέρα . . .
βαίτῃ αἰγὸς σπαργανώσασα τῷ Κρόνῳ ἐπέδωκεν : παρὰ τὴν βαίτην βαίτυλος , βαίτη δὲ σημαίνει τὴν διφθέραν , . ,
6523024 Παιζει
ἐπίτηδες ἀδιανόητα . διόλου ἀνοηταίνει . . ὁ κύκλος : Παίζει . ἀδύνατον γὰρ τὸν κύκλον γενέσθαι τετράγωνον . λείπει
τῶν κακῶν : οὐκ ἂν ἀναβάλοιο . 〛 ταύτην : Παίζει : αὐτίκα γὰρ τῷ Ἑρμοῦ λόγῳ ἀπέπαρδε . Θ
6522657 πτερυγωτος
τὴν Διοπείθους . Ἀλλὰ γάρ ἐστιν ἐμοὶ χρησμὸς περὶ σοῦ πτερυγωτός , αἰετὸς ὡς γίγνει καὶ πάσης γῆς βασιλεύεις .
Ἀθηναίους τῶν ἄλλων ἀνθρώπων , ὅσον ἀετὸς τῶν πτηνῶν . πτερυγωτός ] πτηνός . πρὸς τὸ “ ἀετὸς ” δὲ
6519715 Πτερα
ὕαινα οὐκ αἴρει . Λύκου δέρμα πρόβατον οὐχ ὑπερβαίνει . Πτερὰ ἴβεως πάντες ὄφεις δεδοίκασι . Λέων οὐ γεύσεται ,
λέγει δέξασθαι , ἤγουν πολλοὺς καὶ ἄλλους ἀγῶνας νικῆσαι . Πτερὰ δὲ νίκης περιφραστικῶς ἡ νίκη , ἐπεὶ οἷον ἐπτερωμένους
6516514 Φορκυνι
φησίν , ἤτοι ἡ ὑγρότης ἡ ὑδατώδης , μιγεῖσα τῷ Φόρκυνι , ἤγουν τῇ ὁρμῇ καὶ φορᾷ τῶν ὑδάτων ,
υν προσθέσει τοῦ ος κλίνεται , μόσυνος Φόρκυνος . τῷ Φόρκυνι , τὸν Φόρκυνα , ὦ Φόρκυν . Δυϊκά .
6495717 παραδεδωκως
ὁμιλητῶν , Ἀθήνησιν ἐτελεύτα , μέγαν ἐπιτάφιον ἀγῶνα τοῖς ἑαυτοῦ παραδεδωκὼς ἑταίροις . ΠΡΟΑΙΡΕΣΙΟΣ . Περὶ δὲ Προαιρεσίου καὶ προλαβοῦσιν
τῶν ἐρωτικῶν ποιητάς , ὧν εἷς καὶ Κέλσος οὗτος ᾠδαῖς παραδεδωκὼς τὸν ἑαυτοῦ βίον , ὥσπερ οἱ χρηστοὶ τέττιγες .
6495287 ἀποτελουμενος
τῇ ὑποτεινούσῃ τῶν δύο πλευρῶν παραβαλλομένων ἅμα τῇ πάντων ἀρχῇ ἀποτελούμενος , κἀντεῦθεν ἡ πρώτη τετρακτὺς τὴν τῶν συμφωνιῶν πηγὴν
μελλόντων συμβήσεσθαι . τοιοῦτος γὰρ ὁ ἀληθῶς φρόνιμος καὶ οὕτως ἀποτελούμενος , ὁ δὲ ἢ μὴ πεῖραν λαβὼν ἢ πολλὰ
6460337 κακηγοροι
ἀκέρδεια εἴληχε πυκνῶς τοὺς κακηγόρους : ὅ ἐστιν , οἱ κακήγοροι τῶν ἀνθρώπων πυκνῶς ἐν ἀκερδείᾳ εἰσίν . ἢ οὕτως
τιθασόν σοι ὑπέστην ποιῆσαι . ὅτι οἱ πλείστοι τῶν φιλοσόφων κακήγοροι μᾶλλον τῶν κωμικῶν . Αἰσχίνης οὖν ὁ Σωκρατικὸς Κριτόβουλον
6454561 Θησαυρῳ
οἱ δὲ κωμικοὶ τὸν Κωρυκαῖον καὶ θεὸν εἰσάγουσιν : Διώξιππος Θησαυρῷ : μὴ κατακούσειεν δέ μου ὁ Κωρυκαῖος . Β
Φερεκράτης Αὐτομόλοις : τοὐψάριον τουτὶ παρέθηκέ τις ἡμῖν . Φιλήμων Θησαυρῷ : οὔκ ἐστ ' ἀληθὲς παραλογίσασθ ' οὐδ '
6445210 εἰσβαλλων
καὶ ναυσίπορός ἐστι καὶ μέγιστος τῶν ἐν Βιθυνίᾳ ποταμῶν , εἰσβάλλων εἰς τὸν Εὔξεινον . τοὺς δὲ Βιθυνοὺς καὶ ναυτικωτάτους
τέ : ὁ Τάναϊς ποταμὸς Σκυθίας διαιρεῖ Ἀσίαν καὶ Εὐρώπην εἰσβάλλων εἰς τὴν Μαιῶτιν λίμνην ὥς φησι * καὶ *
6441453 Δειλος
Μή τι οὗτος γράμματα οὐκ οἶδεν καὶ ἀναιρεῖ με ; Δειλὸς πύκτης συνεχῶς παιόμενος ὑπὸ τοῦ ἀντιδίκου ἀνεβόησε : Δέομαι
ὑπὸ ἀντιδίκου κοσκινιζόμενος ἀνεβόησε : Δέομαι ὑμῖν ἅμα πᾶσιν . Δειλὸς πύκτης χωρίον ἀγοράζων κατηρώτα τοὺς ἐντοπίους , μὴ ἔχει
6438734 Ἀκραγαντινῳ
δὲ Στησίχορος οὗτος σύγχρονος ἦν Πυθαγόρᾳ τῷ φιλοσόφῳ καὶ τῷ Ἀκραγαντίνῳ Φαλάριδι : οἱ δ ' Ὁμήρου υʹ ὑστερίζοντα ἔτεσι
τὸ ιδʹ Στησιχόρειον τρίμετρον ἀκατάληκτον . Γέγραπται ἡ ᾠδὴ Μίδᾳ Ἀκραγαντίνῳ . οὗτος ἐνίκησε τὴν κδʹ Πυθιάδα καὶ κεʹ :
6434414 ἀνελκυσας
συμπίπτειν καὶ κρατεῖν τὸ ἐμπεσόν . ὁ δὲ νοῦς , ἀνελκύσας ἐπὶ τοῦ βήματος συνηγόρους ἑαυτῷ καὶ θηρευτὰς λόγων ἐρωτᾷ
τὰς ναῦς , ὅσαι μάλιστα ἐπόνησαν ὑπὸ τοῦ χειμῶνος , ἀνελκύσας ἐπεσκεύαζεν . ὁ δὲ Νικίας πυθόμενος αὐτὸν προσπλέοντα ὑπερεῖδε
6432176 ἐνδημον
συνδικῆσαι τῷ δήμῳ , μηδὲ ἀρχὴν ἀρχέτω μηδεμίαν , μήτε ἔνδημον μήτε ὑπερόριον , μήτε κληρωτὴν μήτε χειροτονητήν , μηδ
πόλιν δαΐζων , ἄχορον ἀκίθαριν δακρυογόνον Ἄρη βοάν τ ' ἔνδημον ἐξοπλίζων . νούσων δ ' ἑσμὸς ἀπ ' ἀστῶν
6419874 Μεντην
αὐτός φησιν ἐν Ἰταλίᾳ ἐν τῷ Ῥεατινῷ ἀγρῷ κρήνην εἶναι Μέντην ὀνομαζομένην , ὁμοίαν τῇ προειρημένῃ . Ὁμοίως ἐγγὺς Κόσης
οὐκ καί . Κικόνων ἡγήτορι Μέντῃ : ὅτι τοῦτον τὸν Μέντην ἐν τῷ Τρωικῷ διακόσμῳ οὐ παραδέδωκεν , ἀλλὰ Εὔφημον
6412508 ἀνθηρῳ
πτερὰ ἐν κόσμῳ καὶ κατὰ στοῖχον ὀρθοῖ , καὶ ἔοικεν ἀνθηρῷ λειμῶνι ἢ γραφῇ πεποικιλμένῃ πολυχροίᾳ τῇ τῶν φαρμάκων ,
, τῷ πολυτόμῳ περιαίρει καὶ κόμιζε , καὶ ἐπίπασσε τῷ ἀνθηρῷ τὸν τόπον . Συνίστανται δὲ ἐν τῇ κύστει τῶν
6406756 ἐννεακαιδεκατος
# , ἡ δὲ χειμερινὴ ση γʹ . ιθʹ . ἐννεακαιδέκατός ἐστιν παράλληλος , καθ ' ὃν ἂν γένοιτο ἡ
κλιμακτῆρες κάκιστοι ἐν ἔτεσι τοῦ βίου ἕβδομος , ὁ δωδέκατος ἐννεακαιδέκατός τε ὁ πρῶτός τε καὶ εἰκοστὸς , τούτων δὲ
6406436 ἱερακι
, διὰ τὸ τῆς ποιητικῆς ᾠδικόν : τοὺς δὲ κριτὰς ἱέρακι , διὰ τὸ ἁρπακτικόν . Γνωστὸν δὲ τοῦτο πᾶσι
ὁ Ξέρξης , οὐδὲν ἄλλο ἐποίει ἢ μόνον παρεῖχε τῷ ἱέρακι τὸ σῶμα χρῆσθαι τούτῳ ὡς βούλεται . ἀετὸν οὖν
6390439 ὑπολυδιον
ἕξ : ὑπερλύδιον , ὑπεριάστιον , λύδιον , φρύγιον , ὑπολύδιον , ὑποφρύγιον . οἱ δὲ κιθαρῳδοὶ τέτρασι τούτοις ἁρμόζονται
διὰ πασῶν ἐν τῷ λυδίῳ , εἶτα τετράχορδον ὑποβαίνοντες τὸ ὑπολύδιον καὶ ἑξῆς ὁμοίως τετράχορδον ἀναβαίνοντες τὸν ὑπερλύδιον . Κεχυμέναι
6383456 ἐντετυλιγμενος
, καὶ κρατεῖ , περιέχεται , ἀντιλαμβάνεται . εἱλιγμένος : ἐντετυλιγμένος . Λείπωνται : ἐναπομείνωσιν . μοῦναιν : αἰολικὸν ,
ἀλλ ' εἰ δοκεῖ , ῥέγκωμεν ἐγκεκαλυμμένοι . ἐγκεκορδυλημένος : ἐντετυλιγμένος . ἰστέον , ὅτι λήγοντος τοῦ χειμῶνος , ἀρχομένου
6382120 πανοπτην
τροφὸς , ζῴων λέγω καὶ σπερμάτων καὶ ἀνθρώπων . . πανόπτην ] τὸν πάντ ' ἐφορῶντα , τὸν πάντα βλέποντα
κυμάτων ἀνήριθμον γέλασμα , παμμῆτόρ τε γῆ , καὶ τὸν πανόπτην κύκλον ἡλίου καλῶ : ἴδεσθέ μ ' οἷα πρὸς
6375155 συνῳδος
Βοιωτοὺς τοὺς ἀγροίκους αὐλὸς ἐπιτηδευόμενος ἡμέρωσεν , καὶ ποιητὴς Πίνδαρος συνῳδὸς τῷ αὐλῷ : καὶ Σπαρτιάτας ἤγειρεν τὰ Τυρταίου ἔπη
λεπτοτάτης πίτυος ὁρμὴ ἀεροπετὴς ἀπεδίδου μίμημα κοσσύφου : καὶ μιγνυμένη συνῳδὸς ἡ φωνόμιμος ἅμα πᾶσι κατέκραζεν ἠχώ . αὐτὸ δὲ
6371060 Πειριθωι
ἀκίνητον νοεῖσθαι . [ , . ] ἐν δὲ τῶι Πειρίθωι δράματι ὁ αὐτὸς καὶ τάδε τραγωιδεῖ : σὲ .
καὶ δεδεμένωι αἰδοῦς ἀχαλκεύτοισιν ἔζευκται πέδαις . . , Εὐριπίδου Πειρίθωι : ὁ πρῶτος εἰπὼν οὐκ ἀγυμνάστωι φρενί ἔρριψεν ,
6368448 γυναικωδης
εὗρον σημαῖνον οὕτως : μέγας μέν , ἀνόητος δὲ καὶ γυναικώδης : εἰς δὲ τοὺς ἐτυμολόγους ὁ ἀποτετμημένος τὸ αἰδοῖον
οὐ πολλοῦ χρόνου γίνεται ἄνθρωπός τε λευκὸς καὶ ἁπαλὸς καὶ γυναικώδης , ᾖδέ τε καὶ ἐκιθάριζε πολὺ κάλλιον τῶν μουσουργῶν
6367809 Κωφην
Στράβων ἑνδεκάτῃ , ὑπὸ Σεμιράμεως κτισθεῖσα , ἥ τις καὶ Κωφήν ἐκαλεῖτο . οἱ πολῖται Ἀραχώσιοι , τῆς δὲ Κωφῆνος
Στράβων ἑνδεκάτῃ , ὑπὸ Σεμιράμεως κτισθεῖσα , ἥ τις καὶ Κωφήν ἐκαλεῖτο . οἱ πολῖται Ἀραχώσιοι , τῆς δὲ Κωφῆνος
6364733 φλομῳ
ὃ καὶ τὰ φύλλα αὐτοῦ παλαιὰ ἕλκη θεραπεύει . Ἄρκτιον φλόμῳ παραπλήϲιόν ἐϲτι , τὴν δὲ ῥίζαν ἁπαλὴν καὶ λευκὴν
λίγνυϲ κατὰ τὸ λ ῥηθήϲεται . Αἰθιοπὶϲ παραπλήϲια μὲν ἔχει φλόμῳ τὰ φύλλα , τῆϲ δὲ ῥίζηϲ αὐτῆϲ τὸ ἀφέψημα
6364589 μειξαντες
ἐσχατίαισιν οἴκεις καὶ χρυσοπάσταν τὰν κυνίαν ἔχων ἔλαφρα π [ μείξαντες ἀλλάλοις ' Ἄρευα Μέλαγχρος αἴδως ἄξιος ἐς πόλιν .
ἄγοιτο : αὐτοὶ δὲ στυγερῷ κεν ὀλοίμεθα πάντες ὀλέθρῳ , μείξαντες δαῒ χεῖρας : ὅ τοι καὶ ῥίγιον ἄλγος ἔσσεται
6357797 Στεφανους
πάνυ , οἶνός τε Θάσιος καὶ μύρον καὶ στέμματα . Στεφάνους ἐνεγκεῖν δεῦρο τῶν χρηστῶν δύο , καὶ δᾷδα χρηστὴν
ὦ Οὐλπιανέ . Φησὶ γὰρ οὕτως ὁ μελιχρὸς ποιητής : Στεφάνους ὁ δ ' ἀνὴρ τρεῖς ἕκαστος εἶχεν , τοὺς
6332469 εἰκοσιτεσσαρα
δὲ τραγικὸς ιεʹ πρόσωπα ἔχει . ἐντεῦθεν ἀριθμήσας εὑρήσεις τὰ εἰκοσιτέσσαρα πρόσωπα , ἐξ ὧν ὁ κωμικὸς χορὸς συνίσταται .
τὴν ὑπάλειψιν ξυμφέρει ποιέεσθαι . Ὀστέα χειρὸς εἰκοσιεπτά : ποδὸς εἰκοσιτέσσαρα : τραχήλου ἐς τὸν μέγαν ἑπτά : ὀσφύος πέντε
6332167 Ἀριγνωτος
θυρωρὸν Τίβειον ὡς ἐθέλοις ἰδεῖν ὅθεν τὸν δαίμονα ὁ Πυθαγορικὸς Ἀρίγνωτος ἀνορύξας ἀπήλασε καὶ πρὸς τὸ λοιπὸν οἰκεῖσθαι τὴν οἰκίαν
παραινετική . Ἀργούντων χορός : ἐπὶ τῶν κακὰ ποιούντων . Ἀρίγνωτος σμάραγδος ἐν μὲν τῷ φάει σκοτεινός : πρὸς τοὺς
6328118 συνεθηκατο
ὁ ὄρθιος . Ἀνακῶς . ἐπιμελῶς , φυλακτικῶς . Ξενίην συνεθήκατο . ἀντὶ τοῦ ὡς ξένιον ἐδωρήσατο . Ἐπιστρεφέως .
ἐπείτε αὐτῶν τοῦτο παρέλαβε , ἐποίεε τά περ τῷ Δαρείῳ συνεθήκατο . Ἐξαγαγὼν γὰρ τῇ δεκάτῃ ἡμέρῃ τὴν στρατιὴν τῶν
6327137 θλιβομενα
, ὅπως μὴ δουποίη τὰ ὅπλα , μήτε τῷ παραστάτῃ θλιβόμενα μήτε τῷ φέροντι διὰ τὸν συνωθισμὸν περικτυπούμενα . [
, κρύπτεται δὲ κατὰ μόνην τὴν ἐπιφάνειαν , καὶ τὰ θλιβόμενα τὸ αὐτὸ μέγεθος ἔχοντα κατ ' ἀλήθειαν , ἐλάττω
6322298 σκεʹ
ρʹ γίνονται Ϡʹ : μέριζε παρὰ τὰ δʹ : γίνονται σκεʹ . Ἐὰν δὲ Τόσοι πόδες ἐμβαδικοὶ πόσοι πήχεις ἐμβαδικοί
. πάλιν δὴ τῷ ζʹ ἔτει Καμβύσου , ὅ ἐστιν σκεʹ ἔτος ἀπὸ Ναβονασσάρου , κατ ' Αἰγυπτίους Φαμενὼθ ιζʹ
6320922 ξυστησεται
ἐναντιώθη . ξυστήσεται ] ἐναντιωθήσεται . ξυστήσεται ] ξυμμαχήσεται . ξυστήσεται ] συμπαρατάξεται . θ ξυστήσεται ] συστάδην μαχήσεται καὶ
δ ' εὐλόγως ξυνήγαγεν . ἐχθρὸς γὰρ ἁνὴρ ἀνδρὶ τῷ ξυστήσεται , ξυνοίσετον δὲ πολεμίους ἐπ ' ἀσπίδων θεούς :
6319922 ἐπονομαζεται
πηγὴν ὠχέτευσεν εἰς τὴν Ῥώμην , ἥτις αὐτῷ μέχρι νῦν ἐπονομάζεται Κλαυδία , ὁδόν τε ἐστόρεσεν , ἥτις ἐπεκλήθη καὶ
ἢ δεκάχιλοι , ἀλλὰ καὶ σεισίχθων , ὦ Τριεφῶν , ἐπονομάζεται ; Τὸν μοιχὸν λέγεις , ὃς τὴν τοῦ Σαλμωνέως
6318224 Πελασγον
τοῖς οἰκείοις τόποις . Πελασγὸν δὲ τὸ Θετταλὸν λέγει . Πελασγὸν ἅλμα τὸ Θετταλικὸν πήδημα : Πελασγὸς γὰρ καὶ Θετταλὸς
κληθῆναι τοὺς τὴν Πελοπόννησον οἰκοῦντας Πελασγούς . Ἡσίοδος δὲ τὸν Πελασγὸν αὐτόχθονά φησιν εἶναι . ἀλλὰ περὶ μὲν τούτου πάλιν
6316976 Ὀρχις
τὴν μὲν πλήρη , τὴν δὲ μαλακὴν καὶ ῥυσήν . Ὄρχις ἕτερος , ὃν σεραπιάδα ἔνιοι ἐκάλεσαν : τὰ δὲ
ψυχρᾶς καὶ ξηρᾶς ἐστι κράσεως κατὰ τὴν πρώτην τάξιν . Ὄρχις , οἱ δὲ κυνὸς ὄρχις : ταύτης ἡ ῥίζα
6315091 παρεστηκοτι
μὲν ὁμιλητής , ἐκείνῳ δὲ φίλτατος , τεθυκότι τε καὶ παρεστηκότι τῷ βωμῷ τὸν ἔπαινον διῆλθε . καὶ ἱδρὼς ἀφ
πηγὴν καὶ βουλόμενος πιεῖν ἀπεπνίγετο . περιστερὰ δὲ ἐν τῷ παρεστηκότι δένδρῳ καθεζομένη ἐθεάσατο αὐτὸν καὶ κόψασα κλάδον ἔρριψεν εἰς
6310759 ἐπιπηδᾳ
ἐπιλέγειν τοῖς ἀληθεστάτοις μὲν , οὐ πιστευομένοις δέ . Ἀλεκτρυὼν ἐπιπηδᾷ : ἐπὶ τῶν ἀγενῶς ἀναμαχομένων τὴν ἧτταν ⋮ Οἱ
. εἰ δὲ καὶ δι ' ὀλίγου χρόνου ἴδοι , ἐπιπηδᾷ ἀτρέμα , ὥσπερ ἀσπαζομένη , καὶ τῷ ἀσπασμῷ ἐπιφθέγγεται
6307278 ἀντιστοιχουν
ὑποτακτικὸν τοῦ Υ . Κ σύμφωνον ἄφωνον , ψιλόν , ἀντιστοιχοῦν τῷ Χ . Λ σύμφωνον ἡμίφωνον , ἀμετάβολον ,
τῷ Ω μεγάλῳ . Π σύμφωνον ἄφωνον , ψιλόν , ἀντιστοιχοῦν τῷ Φ . Ρ σύμφωνον ἡμίφωνον , ἀμετάβολον ,
6307149 ἡμικακον
δὲ τὰ κατὰ τὴν οἰκίαν λεκτέον καὶ ἔπιπλα . Οὐχ ἡμίκακον , ἀλλ ' ἡμιμόχθηρον φαθί . Ἔμελλον ποιῆσαι ,
ἐνδαές ἐνεκότουν ἔλυτρα ἐνόλμιος ἕξπηχυς ἔπηλις ἐπιστατεῖν ἐπίφατος εὐορνιθίαν εὐτύχεια ἡμίκακον θαλαμιός θήλεια θήλυδος ἐθράχθη ἴδριδα κέκονα καῦρος Κερβέριοι κινάκης
6306091 αὐλῳδῳ
αὐλῳδῷ . Δίδοται δὲ ὁ στέφανος τῷ ἱλαρῳδῷ καὶ τῷ αὐλῳδῷ , οὐ τῷ ψάλτῃ , οὐδὲ τῷ αὐλητῇ .
δ ' αὐτῷ ἄρρην ἢ θήλεια , ὡς καὶ τῷ αὐλῳδῷ . Δίδοται δὲ ὁ στέφανος τῷ ἱλαρῳδῷ καὶ τῷ
6302792 ὀνομαστικως
δὲ ἀπὸ ταύτης τῆς παλαίστρας ἀπαγχέσθω . ὁ δὲ Μόλων ὀνομαστικῶς εἴρηται . τὴν δὲ προσκαρτέρησιν παλαίστραν εἶπεν . ἀλλ
: ἔχοι , δυνηθῇ , κατ ' ὄνομα εἴπῃ , ὀνομαστικῶς εἴποι , ὀνομάσῃ , εἴποι ἂν κατ ' ὄνομα
6299115 δεκαπαλαι
παῖδα φάρυγος . ὁ βοῦς ὁ χαλκοῦς ἦν ἂν ἑφθὸς δεκάπαλαι , ὁ δ ' ἴσως γαλαθηνὸν τέθυκε τὸν χοῖρον
παρεσκευασμένος τρίπαλαι κάθημαι βουλόμενός ς ' εὐεργετεῖν . Ἐγὼ δὲ δεκάπαλαι γε καὶ δωδεκάπαλαι καὶ χιλιόπαλαι καὶ προπαλαιπαλαίπαλαι . Ἐγὼ
6296078 ἐζωγραφημενη
Σφὶγξ οὖσα ἐν τῇ ἀσπίδι . ἔξωθεν ] ἡ Σφὶγξ ἐζωγραφημένη . τῷ φέροντι ] αὐτήν . τῷ φέροντι ]
τὸ γένος . πρὸ πόλεως ] ἡ ἐπάνω τῆς πόλεως ἐζωγραφημένη . πρὸ πόλεως ] ἐζωγραφημένη . πρὸ πόλεως ]
6293954 μοχλος
μελίαι τε θάρσει : μέγας σοι τοῦδ ' ἐγὼ φόβου μοχλός ναῦται δ ' ἐμηρύσαντο ναὸς ἰσχάδα χορὸς δ '
κλεῖν : ἄλλοι δέ : παρὰ τὸ μολῶ μολὸς καὶ μοχλός : ὡς Ὅμηρος , ὀχῆα λέγων τὸν μοχλόν .
6293182 κυκλωσαμενος
αὖτις διαλιπὼν τὰς συγκειμένας ἡμέρας ἐξήγαγε ἐς τὸ προειρημένον καὶ κυκλωσάμενος κατεφόνευσε τοὺς τετρακισχιλίους . Ὡς δὲ καὶ τοῦτο κατέργαστο
Ἐξαγαγὼν γὰρ τῇ δεκάτῃ ἡμέρῃ τὴν στρατιὴν τῶν Βαβυλωνίων καὶ κυκλωσάμενος τοὺς χιλίους τοὺς πρώτους ἐνετείλατο Δαρείῳ τάξαι , τούτους
6291972 ῥωπος
βοᾶν καὶ κράζειν Ἕλληνες . γέλγη καὶ γελγοπώλης Ἀττικοί , ῥῶπος καὶ ῥωποπώλης Ἕλληνες . γηρᾶναι καὶ καταγηρᾶναι Ἀττικοί ,
δὲ ἐντιθέμενα ταῖς ναυσὶ φόρτος , φορτία , ἀγώγιμα , ῥῶπος , γόμος , παρενθῆκαι . ἀφ ' ὧν ῥήματα
6289557 Κυβελη
Φρυγίας . καὶ Κύβελα ὄρος ἱερόν , ἀφ ' οὗ Κυβέλη ἡ Ῥέα λέγεται [ καὶ ] Κυβεληγενής καὶ Κυβελίς
. ὅθεν καὶ πυργοφόρον αὐτὴν γράφουσι . λέγεται δὲ καὶ Κυβέλη ἀπὸ τοῦ κυβικοῦ σχήματος κατὰ γεωμετρίαν ἡ γῆ ,
6287739 σταδαιος
' ἔχει , Ὑπερβίῳ δὲ Ζεὺς πατὴρ ἐπ ' ἀσπίδος σταδαῖος ἧσται , διὰ χερὸς βέλος φλέγων : κοὔπω τις
γὰρ Ἱππομέδων ἔχει τὸν Τυφῶνα , τῷ Ὑπερβίῳ δὲ ἐγκεκόλαπται σταδαῖος καὶ στάσιμος , ὡς κατὰ σύστασιν μαχόμενος , ὁ
6286979 μυστικος
γενέσεων ζητήσαντες οὐ παραμφοδίσομεν . οὗτος δὲ ἔστω ἀναγκαστικὸς καὶ μυστικὸς τρόπος εἰς τὴν μέλλουσαν ὑφ ' ἡμῶν ἀγωγὴν ἐπιλύεσθαι
ἐν ᾗ τὸ τῆς Δήμητρος ἱερὸν τῆς Ἐλευσινίας καὶ ὁ μυστικὸς σηκός , ὃν κατεσκεύασεν Ἰκτῖνος ὄχλον θεάτρου δέξασθαι δυνάμενον
6284217 Ἐνυαλιῳ
δὲ ἄγων τὸ δεξιὸν κέρας ὑπὸ σαλπίγγων τε καὶ τῷ Ἐνυαλίῳ ἀλαλάζοντας ἐμβαίνει ἐς τὸν πόρον , λοξὴν ἀεὶ παρατείνων
“ θεοῖς ἐναλίγκια μήδεα ἔχοντα ” καὶ : “ ἶσος Ἐνυαλίῳ ” : καὶ τὰ τοιαῦτα . ἄρχοντας . οἷον
6278187 βακηλον
ξυστόν τε βέλος . Οὐχ ὁρᾷς ὀρχούμενον ταῖς χερσὶ τὸν βάκηλον ; οὐδ ' αἰσχύνεται ὁ τὸν Ἡράκλειτον πᾶσιν ἐξηγούμενος
δὲ καὶ νικήσαντα αὐτῶν ἰσόθεον νομιζόμενον . ἄν τις εἰσίδῃ βάκηλον ἢ πίθηκον εὐθὺς ἐξιὼν τῆς οἰκίας , ἐπὶ πόδ
6277884 ἀπεκομισθη
: τῶν δὲ ἄλλων τὸ πλῆθος ἐς τὰς ναῦς ἐσβὰν ἀπεκομίσθη ἐπ ' οἴκου . τοῦ δὲ Δηλίου ἑπτακαιδεκάτῃ ἡμέρᾳ
ὀρθῶς . εἰ γὰρ ἐμέμνητο τοῦ χρησμοῦ , οὐκ ἂν ἀπεκομίσθη ὁ Ὀδυσσεύς . . θ . Ποσειδάων ' ἀγάσασθαι
6275510 τριβωι
. . ἀφειδεῖς ] καὶ δὴ δοῦρα σέσηπε νεῶν . τρίβωι ] διατριβῆι . βριθύτερον ] ἐπαχθέστερον . ἄναξ δ
καὶ ἀμαυρωθέντος ἐν τῆι ὁδῶι . τρίβωι ] ἐν . τρίβωι ] ἤγουν ἐν ὁδῶι προβεβλημένου καὶ ἐρριμμένου . μελαμπαγὴς
6274069 σακτορι
δ ' αἰάζει τὰν ἐγγαίαν ἥβαν Ξέρξᾳ κταμέναν , Ἅιδου σάκτορι Περσᾶν : † ἀγδαβάται γὰρ πολλοὶ φῶτες , χώρας
αἰάζει . ἢ τὴν ἀποκτανθεῖσαν ἐν τῷ Ξέρξῃ , τῷ σάκτορι καὶ τῷ πληρωτῇ τοῦ Ἅιδου . δι ' αὐτὸν
6272567 γνωριμωτατοι
συνεκάθιζεν . ἐν δὲ ταῖς Θήβαις ἔτυχον οἱ βέλτιστοι καὶ γνωριμώτατοι τῶν πολιτῶν , ὥσπερ καὶ πρότερον εἴρηκα , στασιάζοντες
' ὑμῶν ἐπιμελείας δεόμενον . οἱ γὰρ ἐν ταῖς πόλεσι γνωριμώτατοι καὶ προεστάναι τῶν κοινῶν ἀξιούμενοι , τὴν αὑτῶν προδιδόντες
6266083 Ῥοδιῳ
στεφανούμενος ἀναιρήσεται νίκας . τὰ μέντοι ἐπιφανέστατα ἐς δρόμον Λεωνίδᾳ Ῥοδίῳ ἐστίν : ἐπὶ γὰρ τέσσαρας ὀλυμπιάδας ἀκμάζων τε τῇ
τὴν παροῦσαν πραγματείαν ἔπεμψεν αὐτὴν Εὐδήμῳ τῷ ἑταίρῳ αὐτοῦ τῷ Ῥοδίῳ , εἶτα ἐκεῖνος ἐνόμισε μὴ εἶναι καλόν , ὡς
6265696 ἀντηρετης
] τῷ Ἐτεοκλεῖ . τοῦδ ' ] τοῦ Ἐτεοκλέους . ἀντηρέτης : ὀρθή ἐστιν : ἀντιστάτης τῷ Ἐτεοκλεῖ . ἀντηρέτας
ἐχθροῖσι . ἐπ ' ] τὸ ἐπὶ παρέλκον . κυρίως ἀντηρέτης ὁ ἀντικωπηλάτης : νῦν δὲ καταχρηστικῶς ὁ ἀντιστάτης .
6261111 τετρωρῳ
ὁ ἐπινίκιος τῷ αὐτῷ Ψαύμιϊ νικήσαντι κέλητι , ἀπήνῃ , τετρώρῳ τὴν πβʹ Ὀλυμπιάδα . ἐπεὶ δὲ οὗτος ὁ Ψαῦμις
καὶ ἱππικῶς : λέγω δὴ ἐν κέλητι καὶ δίφρῳ καὶ τετρώρῳ . λέγει δὲ διὰ τὸν Ἱέρωνα . τὸ δὲ
6260196 ἡρμοσθη
. ὁ μὲν γὰρ βαρύτατος τῶν εἰλημμένων φθόγγων διὰ τεσσάρων ἡρμόσθη σύμφωνον τῷ τὸ βαρύτερον δίτονον ἐπὶ τὸ ὀξὺ ὁρίζοντι
] ὁ Ἥφαιστός φησιν ὅτι οὗτος ὁ σιδηροῦς δεσμὸς ἀσφαλῶς ἡρμόσθη καὶ ἐνεπάγη , τὸ δὲ τοῦ Διὸς Κράτος φησὶ
6258001 διεκομισθησαν
πλοῖα , δι ' ὧν αὐτοί τε καὶ τὰ σκευοφόρα διεκομίσθησαν . ἡ δὲ Σινώπη Μιλησίων μὲν ἦν ἄποικος ,
πᾶς ὁ στόλος , ἐκεῖθεν δὲ κατὰ τὸν διορυχθέντα τόπον διεκομίσθησαν εἰς τὴν ἑτέραν θάλατταν συντόμως καὶ ἀσφαλῶς . ὡς
6256782 ἱπποφορβος
αὐλῶν ἀνανεῦον πρόσεστιν , αὐλεῖ δὲ τῇ Φρυγίᾳ θεῷ . ἱπποφορβός : Λίβυες μὲν οἱ σκηνῖται τοῦτον εὗρον , χρῶνται
, ἱπποδαμαστής , πωλοδάμνης , ἱπποκόμος , ἵππων ἐπιμελητής , ἱπποφορβός . εἶτα ἵπποι φορβάδες , ἵπποι ἀγελαῖοι , ἵπποι
6255650 Ἀγελαος
ὁμόκλεον ἐν μεγάροισι : πρῶτος τήν γ ' ἐνένιπε Δαμαστορίδης Ἀγέλαος : “ Μέντορ , μή ς ' ἐπέεσσι παραιπεπίθῃσιν
ἱμάντας ἔχων περὶ χερσὶ θοῇσι , τούς οἱ ἐπισταμένως Εὐηνορίδης Ἀγέλαος ἀμφέβαλεν παλάμῃσιν ἐποτρύνων βασιλῆα . Ὣς δ ' αὕτως
6254911 ἀνομοιῳ
ἢ γὰρ τῷ κατὰ φύσιν πλησιάζει ἢ τῷ πάντῃ ἀφεστηκὸς ἀνομοίῳ . καὶ ἐφ ' ὅσον μὲν τῷ κατὰ φύσιν
τὸ γὰρ ὅμοιον πρὸς τὸ ὅμοιον παραλαμβάνεται , ἀνόμοιος δὲ ἀνομοίῳ οὐδέποτε φίλος . οὗτοι δὲ οἱ λόγοι ὀλίγους παντελῶς
6254192 ἱππιον
, ἐπεὶ οὐκ ἠνέσχετο ὁ πατὴρ αὐτοῦ τὸ ὀμνύειν τὸν ἵππιον Ποσειδῶ : ἢ διὰ τὸ εἶναι τότε τὴν ἑορτὴν
καὶ βασιλεύς : θεὸς γὰρ οὗτος τῆς θαλάσσης κρατήσας . ἵππιον λέγει τὸν Ποσειδῶνα διὰ τὸ ὕδωρ ταχέως καὶ δίκην
6252002 Ἀμυνιᾳ
μναῖ ] λίτραι . διφρίσκου ] ἕνεκα μικροῦ ἅρματος . Ἀμυνίᾳ ] δοθεῖσαι τῷ Ἀμυνίᾳ . ἄπαγε τὸν ἵππον ἐξαλίσας
εἶναι καὶ κούφους τοῖς ἀγωνιζομένοις κατὰ τὸν ἀγωνιστικόν . Θα Ἀμυνίᾳ Θ : καὶ οὗτος Θ τῶν περὶ ἵππους πταισάντων
6250523 Ποιος
, ὠνήσασθε τὸν συνετώτατον , τὸν ἅπαντα ὅλως ἐπιστάμενον . Ποῖος δέ τις ἐστί ; Μέτριος , ἐπιεικής , ἁρμόδιος
ἐφόρεσαν , τὸν δὲ ἱματισμὸν τῶν παρθένων οὐκ ἐνεδύσαντο . Ποῖος , φημί , ἱματισμὸς αὐτῶν ἐστι , κύριε ;
6249949 συνεκαλεσε
μεθ ' ἑαυτοῦ τούς τε Μήδους καὶ τοὺς συμμάχους , συνεκάλεσε πάντας τοὺς ἐπικαιρίους : ἐπεὶ δὲ συνῆλθον , ἔλεξε
. ὁ μὲν δὴ Γαδάτας ᾤχετο : ὁ δὲ Κῦρος συνεκάλεσε πάντας τοὺς ἄρχοντας τῶν συμμάχων : καὶ ἤδη πολλοί
6249409 σαμφορας
οὔτ ' αὐτὸς οὔθ ' ὁ ζύγιος οὔθ ' ὁ σαμφόρας , ἀλλ ' ἐξελῶ ς ' εἰς κόρακας ἐκ
κοππατίας ἵππους ἐκάλουν οἷς ἐγκεχάρακτο τὸ κ στοιχεῖον , ὡς σαμφόρας τοὺς ἐγκεχαραγμένους τὸ σ . Θ τὸ γὰρ σ
6245940 κρουομενη
καὶ ἅμα ἀναφωνεῖ τὸ μέλος ἐκεῖνο . ἡ γὰρ κιθάρα κρουομένη τοιοῦτον μέλος ποιεῖ , θρεττανελὸ θρεττανελό . τινὲς ἀγροικικὴν
παρὰ τὰς προπόσεις μινυρίσματα , καὶ ἡ τοῖς ἐλεφαντίνοις δακτύλοις κρουομένη λύρα ἔρρει . κεῖται δὲ ἡ πάσαις μέλουσα Χάρισι
6240448 ἑξαχη
ἔξω ἕνα εἴασε καὶ ἄσχιστον , τὸν δὲ ἐντὸς σχίσας ἑξαχῆ ἐποίησεν ἑπτὰ κύκλους ἀνίσους , διπλασίονι καὶ τριπλασίονι λόγῳ
ἀπὸ τῶν εἰς ως γινόμενα διὰ τοῦ Η γράφονται οἷον ἑξαχῆ ἀπὸ τοῦ ἑξαχῶς . Τὰ πάσχοντα ἐπέκτασιν διὰ τοῦ
6234704 ἰθυπτιωνα
εἰς εὐθὺ πετομένην : “ δεύτερος αὖτ ' Ἀχιλλεὺς μελίην ἰθυπτίωνα . ” ἶθαρ εὐθέως . τινὲς δὲ διὰ τῆς
ἐίσην . ἡ διπλῆ περιεστιγμένη ὅτι Ζηνόδοτος ἐποίησεν οὕτως μελίην ἰθυπτίωνα ἀσπίδα νύξ ' ἐς χαλκὸν ἀμύμονος Αἰνείαο . οὐκ
6234583 Φλιασιον
δέ , ὦ Οὐλπιανέ , ἀρρυθμοπότης μὲν εἶ κατὰ τὸν Φλιάσιον Τίμωναοὕτως γὰρ ἐκεῖνος ὠνόμασε τοὺς τὸν πολὺν σπῶντας οἶνον
' αὐτοῦ οἱ περὶ Μενέδημον τὸν Ἐρετριέα καὶ Ἀσκληπιάδην τὸν Φλιάσιον , μετάγοντες ἀπὸ Στίλπωνος . καὶ ἕως μὲν τούτων
6228653 ἐεισαμενος
: υἱέϊ δὲ Πριάμοιο Λυκάονι εἴσατο φωνήν : τῷ μιν ἐεισάμενος προσέφη Διὸς υἱὸς Ἀπόλλων : Αἰνεία Τρώων βουληφόρε ποῦ
, ὃς Φρυγίῃ ναίεσκε ῥοῇς ἔπι Σαγγαρίοιο : τῷ μιν ἐεισάμενος προσέφη Διὸς υἱὸς Ἀπόλλων : Ἕκτορ τίπτε μάχης ἀποπαύεαι
6220859 Καθαρμους
. , , : ἐκ δὲ τῆς Φαιστοῦ τὸν τοὺς Καθαρμοὺς ποιήσαντα διὰ τῶν ἐπῶν Ἐπιμενίδην φασὶν εἶναι . .
τῶν Σιμωνίδου τινὰς ἰάμβων ὑποκρίνεσθαι . τοὺς δ ' Ἐμπεδοκλέους Καθαρμοὺς ἐραψῴδησεν Ὀλυμπίασι Κλεομένης ὁ ῥαψῳδός , ὥς φησιν Δικαίαρχος
6218642 ἀρχικωτατος
. ἐπιστάμενος ἄρχειν καὶ γυμνὸς ὢν ἄρξεις . ἐν παντὶ ἀρχικώτατος ὁ φρονιμώτατος . ἓν τὸ σοφώτατον ἐν τοῖς οὖσι
ὁ ἀριθμὸς καὶ τοῦτ ' ἐξαίρετον ἔχῃ , ὡς ἂν ἀρχικώτατος ὢν καὶ τοῖς ἄλλοις ἅπασιν αἴτιος γενόμενος ῥητότητος .
6218614 ἀντιστατης
Ἐτεοκλεῖ . . δορὸς ] τοῦ πολέμου . ἀντηρέτας ] ἀντιστάτης . . ἰὼ ἰὼ κακὰ δώμασι ] ἃ δι
' ] τοῦ Ἐτεοκλέους . ἀντηρέτης : ὀρθή ἐστιν : ἀντιστάτης τῷ Ἐτεοκλεῖ . ἀντηρέτας ] ἀντίπαλος . ἀντηρέτας ]
6217322 πηγνυς
γὰρ ἔρχεται τῆς οὐσίας πλάττων , ἁρμοζόμενος , διαλύων , πηγνύς , χέων . τὸ ξηρὸν εἰς ὑγρὸν τήκει καὶ
εἴπομεν : τυφθείς δαρείς τυπείς τιθείς ἱστάς στάς φθάς διδούς πηγνύς ὀλλύς ὀμνύς . πρόσκειται ” μακροκατάληκτος ” διὰ τὰς
6215334 ἀφοριζοντα
τὴν οὐσίαν καὶ τὰς δυνάμεις καὶ τὰ τέλη τῶν μετρητῶν ἀφορίζοντα τῆς τῶν μέτρων οὕτως ἐπωνυμίας ἠξίωται . καὶ ταῦτα
τετραγώνου πλευρᾶς μεγέθους τὰ τοὺς τοῦ διὰ μέσων κύκλου πόλους ἀφορίζοντα σημεῖα , τουτέστιν ἀπὸ τῶν μέσων σημείων τῶν ἐντομῶν
6214083 Ὑπερφυως
ἕλκειν τε καὶ σπαράττειν τῷ λόγῳ τοὺς πλησίον ἀεί . Ὑπερφυῶς μὲν οὖν , ἔφη . Οὐκοῦν ὅταν δὴ πολλοὺς
ἐμποδὼν εἶναι ἢ τὴν ἀνεπιστημοσύνην ; Σκοπῶμεν νὴ Δία . Ὑπερφυῶς μὲν οὖν , τὸ λεγόμενόν γε , πάντα κάλων
6213776 σκανδαληθρ
παίει ξυνάπτων στρογγύλοις τοῖς ῥήμασιν : κᾆτ ' ἀνελκύσας ἐρωτᾷ σκανδάληθρ ' ἱστὰς ἐπῶν ἄνδρα Τιθωνὸν σπαράττων καὶ ταράττων καὶ
λαβὼν ἀπὸ τοῦ βήματος . οἱ δὲ διῃρημένως , “ σκανδάληθρ ' ἱστὰς ἐπῶν ” , ἤτοι ἐρείσματα καὶ πανουργήματα
6213668 παροχευς
, ὁ χόρτος . Βραβευτής , διοικητής , κριτής , παροχεύς . βραβευτὴς δὲ οὐ πάνυ τι λέγεται , ἀλλὰ
πάσης σοφίας καθηγητὴς καὶ λόγων ἡγούμενος καὶ πάσης τέχνης σοφώτατος παροχεύς , καὶ ἀστέρων ὁ θαυμαστότατος . Μάκαρ θεῶν Ἑρμῆ
6212225 ἀπεμαξατο
τὴν αἰτίαν τοῦ γιγνομένου ἀποδιδόναι . Τόλμαν Ἀλεξάνδρου καὶ ὅλαν ἀπεμάξατο μορφὰν Λύσιππος : τίν ' ὁδὶ χαλκὸς ἔχει δύναμιν
: ἡ Ἀφροδίτη , φησίν , αὐτῆς εἰς τὸν κόλπον ἀπεμάξατο τὰς χεῖρας , τουτέστιν ἐπαφρόδιτον ἐποίησεν αὐτήν : διὸ
6208520 γοργονιῳ
μέσης . καὶ πρῶτος μὲν ἀστὴρ δύνει τῶν ἐν τῷ γοργονίῳ ὁ βορειότερος τῶν ἡγουμένων , ἔσχατος δὲ ὁ ἐν
δεξιῷ γόνατι τῇ ζʹ μοίρᾳ : ὁ δὲ ἐν τῷ γοργονίῳ καὶ τῇ ἀριστερᾷ χειρὶ κείμενος λαμπρὸς ἀστήρ , ὃς
6208469 μελανουρος
θηρατὴς ἄκοντα ἀνασπάσας ἔχει τὴν ἄγραν . Δειλότατος ἰχθύων ὁ μελάνουρος , καὶ ἔχει τῆς δειλίας μάρτυρας τοὺς ἁλιεῖς .
τῷ περὶ ζῳικῶν γράφει οὕτως : ὀρροπυγόστικτοι δὲ τῶν ἰχθύων μελάνουρος καὶ σαργὸς πολύγραμμοί τε καὶ μελανόγραμμοι . ὅμοιον δὲ

Back