| ἄγροικος ] ἐν ἀγροῖς διατρίβων , ἐν τῷ ἀγρῷ , ἰδιωτικός , χωρικός . ἄγροικος . . . βίος ] | ||
| : ὅσος ἦν ἐν τῷ ἄστεϊ σῖτος καὶ ἑωυτοῦ καὶ ἰδιωτικός , τοῦτον πάντα συγκομίσας ἐς τὴν ἀγορὴν προεῖπε Μιλησίοισι |
| ὄνος κηπουρῷ δουλεύων ἐπειδὴ μὲν ὀλίγα ἤσθιε , πολλὰ δὲ ἐκακοπάθει , ηὔξατο τῷ Διί , ὅπως τοῦ κηπουροῦ αὐτὸν | ||
| ὄνος κηπωρῷ δουλεύων ἐπειδὴ ὀλίγα μὲν ἤσθιε , πολλὰ δὲ ἐκακοπάθει , ηὔξατο τῷ Διί , ὅπως τοῦ κηπωροῦ αὐτὸν |
| δ ' ἄρα οὔ , οὐδὲ πολεμική , ἡ δὲ ἀπόλεμος καὶ οὐ φιλογυμναστική ; Οἶμαι ἔγωγε . Τί δέ | ||
| κρεισσόνων [ θεῶν ] ἔρως ἄφυκτον ὄμμα προσδράκοι με . ἀπόλεμος ὅδε γ ' ὁ πόλεμος , ἄπορα πόριμος : |
| πομπικός , γοργούμενος , σοβαρός , εὔτολμος , πολεμικός , στρατιωτικός , ποδώκης , ἥμερος , πρᾶος , εὐπειθής , | ||
| ἀσφαλὲς εἶναι πᾶσι νομιζόντων : ὅ τε γὰρ ὅρκος ὁ στρατιωτικός , ὃν ἁπάντων μάλιστα ἐμπεδοῦσι Ῥωμαῖοι , τοῖς στρατηγοῖς |
| ἥκεις ὥστε σαυτοῦ νομίζεις εἶναι τὰ τῆς πόλεως , αὐτὸς δημόσιος ὤν . ὑμᾶς τοίνυν χρή , ὦ ἄνδρες δικασταί | ||
| , ἐνταῦθα διαιτᾶσθαι . Πυθίου Θεάριον : τόπος ἐν Αἰγίνῃ δημόσιος , ἔνθα τὰ συμπόσια : εἴρηται δὲ ἀπὸ τῶν |
| τὰς ἐρωτήσεις τῶν προσιόντων συνετὰς καὶ πεπαιδευμένας ; Ὅλως δὲ ἄσπονδος καὶ ἀκήρυκτος αὐτῷ ὁ πόλεμος πρὸς Ἐπίκουρον ἦν : | ||
| τὸ κήρυγμα ἐλθεῖν , εἴσω τὴν ἐκεχειρίαν : ἕως δὲ ἄσπονδος καὶ ἀκήρυκτος ὁ ἐν ψυχῇ πόλεμος , ἄφιλος ἡ |
| μιν λαγχάνειν ἐποίει καὶ ἐν χρόνωι ὀλίγωι ὑγιέα μιν ἐόντα ἀπέδεξε οὐδαμὰ ἔτι ἐλπίζοντα ἀρτίπουν ἔσεσθαι . δωρεῖται δή μιν | ||
| ὁ δέ μοι μάγος , τὸν Καμβύσης ἐπίτροπον τῶν οἰκίων ἀπέδεξε , οὗτος ταῦτα ἐνετείλατο , φὰς Σμέρδιν τὸν Κύρου |
| ἀπόλλυσιν νόσος ; ἡ σύνεσις , ὅτι σύνοιδα δείν ' εἰργασμένος . πῶς φήις ; σοφόν τοι τὸ σαφές , | ||
| ἐκεῖνοι μὲν ἔφευγον , ὁ Δεινίας δὲ ὑπεξέρχεται τηλικοῦτον ἔργον εἰργασμένος . Καὶ τὸ μέχρι τῆς ἕω παρὰ τῷ Ἀγαθοκλεῖ |
| ἐν συνθέσει Ἄκαστος , τοῦ α ἐπιτατικοῦ , ὁ πάνυ κεκοσμημένος . . . . ἄκατος : τὸ † μέγα | ||
| καὶ τῷ κάλλει καὶ τῷ μεγέθει διάφορος , ἔτι δὲ κεκοσμημένος ὅπλοις βασιλικοῖς εἶχε πολλὴν ὑπεροχὴν καὶ κατάπληξιν , δι |
| , φίλυπνος , φιλοκυνηγέτης , φιλογεωργός , φιλόκυβος , φιλοχωρῶν φίλιππος , φιλοφροσύνη , τάχα καὶ φιλόφρων ἀπ ' αὐτῆς | ||
| τε τὸ τέλος τὴν αὐτὴν φυλάττει γραφήν : οἷον , φίλιππος : ἱππόδρομος : ἱππαλεκτρυών : τὸ Ἰώσηπος οὐ παρὰ |
| δι ' αὑτοῦ κηρυκεύων . ἔστι δ ' ὅμοιον τῷ αὐτουργός , αὐτεπάγγελτος . ἀνεμεστώθη : καὶ ἀνεμέστωσεν : ἀντὶ | ||
| . γεγόνασι δὲ καὶ ἕτεραι συμβολαί , ἐν αἷς ὡς αὐτουργός τε καὶ αὐτόχειρ τῆς μάχης ἀριστεύων τε πανταχοῦ ἐπῃνεῖτο |
| Ἄνευ ξύλου μὴ βάδιζε : περὶ Κλεομένους λέγει : ὃς στρατιώτης ὢν Ἀθηναῖος προσεποιεῖτο πρὸς τοῖς ἄλλοις κακοῖς καὶ μανίαν | ||
| εἰς τί σκεψαμένους χρὴ ὑμᾶς Ἀνδοκίδου ἀποψηφίσασθαι ; πότερον ὡς στρατιώτης ἀγαθός ; ἀλλ ' οὐδεπώποτ ' ἐκ τῆς πόλεως |
| ἂν ὑπὸ ἀκόντων ἢ παρὰ μισούντων φιλίας τυγχάνειν . καὶ πολεμικὸς μὲν οὕτως ἐστὶν ὥστ ' ἐπ ' αὐτῷ εἶναι | ||
| ἐπὶ τῷ χώρας ἐνεργοὺς ποιεῖν καὶ κατασκευάζειν ἢ ἐπὶ τῷ πολεμικὸς εἶναι . Καὶ ναὶ μὰ Δί ' , ἔφη |
| τἄλλα καταπίνους ' ἀεί . οὐδὲ εἷς μάγειρον ἀδικήσας ἀθῷος διέφυγεν : ἱεροπρεπής πώς ἐστιν ἡμῶν ἡ τέχνη . οὐδενὸς | ||
| περικαθημένου , ὁ Λασθένης τὴν οἰκίαν χρημάτων πλήσας κατέφλεξε καὶ διέφυγεν ἀπὸ τῆς Κνωσσοῦ . καὶ οἱ Κρῆτες ἐς Πομπήιον |
| , πλούσιος μὲν σφόδρα , ὡς κακόβιος δέ τις καὶ φιλοχρήματος καὶ σκνιφὸς κωμῳδεῖται , ὅστις ἕνεκα τῆς φειδωλίας οὐδένα | ||
| , πάσας δὲ ἐν τῷ ὀργάνῳ , οὕτως καὶ ὁ φιλοχρήματος οὐδὲν τῶν πέλας ἕνεκα οἰκονομεῖ , ἕλκει δὲ ἐφ |
| ] καὶ τροπαίων ἐπανελθὼν [ ] οἷα ? ? [ πολεμιστὴς ] πεπαρώινηκεν [ - ] εἰς σέ . τάχα | ||
| καὶ τροπαίων ἐπανεληλυθὼς ? [ ] ὡς ? ? [ πολεμιστὴς ] πεπαρώινηκεν [ - ] εἰς σέ · , |
| πάντων ὁπλιζομένων ἡμῶν εἷς τῶν παρ ' ἡμῖν εὔνους καὶ φιλοκίνδυνος τῶν ὑπὲρ τῆς πολιτείας ἀγώνων στερίσκηται : εἰ γὰρ | ||
| ἀφυλακτοῦντας μᾶλλον ἁμαρτάνειν . ἢν δ ' ἅπαξ δόξῃ τις φιλοκίνδυνος εἶναι , ἔξεστι καὶ ἡσυχίαν ἔχοντα , προσποιούμενον δὲ |
| , ὡς ἔφη Κλεομένης . ὅτι ὁ κύκνος εὔτεκνος καὶ μάχιμος . ἀλληλοκτονεῖ γοῦν ὁ μάχιμος , εἰσὶ δ ' | ||
| . κἀστὶν φίλος γενναῖος ἀσφαλής θ ' ἅμα , οὐ μάχιμος , οὐ πάροξυς , οὐχὶ βάσκανος , ὀργὴν ἐνεγκεῖν |
| πέφυκε . Καὶ τὰ μὲν ἓξ ἀνὰ μέσον ἐντὸς φύσις ἐκοσμήθη . Οἰσοφάγος δὲ ἀπὸ γλώσσης τὴν ἀρχὴν ποιεύμενος ἐς | ||
| Παλαιστίνης ἄρχοντα πεποιηκὼς πέμψας ἐκεῖσε Κλημάτιον , καὶ οἷς Ἀρισταίνετος ἐκοσμήθη , ταῦτα εἰς ἡμᾶς γεγενῆσθαι . πρόσθες δὴ ταῖς |
| οὐ δύναται . Ἑρμηνεία . Γαστρὸς τὸν κόρον οὐκ οἴσει πρᾶος ἀνήρ , Ἡ δὲ κτηνώδης φύσις εἰς ἄγαν φέρει | ||
| [ εἴτε ] ? οἶστρος ἢ κεραυνὸς [ εἴσελθε ] πρᾶος ? ? τασδ ? [ αἰσχρὸν ] ? δὲ |
| κατακόψας μάλα συχνοὺς ἐδείπνισεν Χάρης Ἀθηναίων τόθ ' : ὡς γενναῖος ἦν . τὰ αὐτὰ ἱστορεῖ καὶ Δοῦρις . Ἰδομενεὺς | ||
| οὗτος οὕρνις ἐστίν . Ὡς πτερορρυεῖ . Ἅτε γὰρ ὢν γενναῖος ὑπό τε συκοφαντῶν τίλλεται , αἵ τε θήλειαι πρὸς |
| μέχρι τίνος παρεκβαίνων ἐπὶ τὸ μᾶλλον ἢ ἐπὶ τὸ ἧττον ψεκτός , ἕπεται τοῖς ἀεὶ λεγομένοις ὑπ ' αὐτοῦ , | ||
| ψεκτός , καὶ ὁ μηδενὸς χάριν ὑπομένων καλοῦ τι τούτων ψεκτός : αἰσχρὰ γὰρ καὶ αἰσχρῶς . ἐπ ' ἐνίοις |
| μὲν ἀκολουθεῖ φύσει τὸ πρᾶγμα τῷ ἐγκλήματι : οἷον τῷ ἱεροσύλῳ τὸ κλέπτην εἶναι ἀναγκαῖον : ὁ γὰρ ἱερόσυλος κλέπτης | ||
| δικαστὰς καὶ ὀργὴν κινητέον ἢ ἔλεον καὶ μοιχῷ συνηγορητέον καὶ ἱεροσύλῳ : ἃ ἐμφαίνει τὸ καθήκειν οὕτω τοὺς δικαστὰς παραπείθειν |
| μετέωρος , εὐθαρσής , πομπικός , γοργούμενος , σοβαρός , εὔτολμος , πολεμικός , στρατιωτικός , ποδώκης , ἥμερος , | ||
| διδούς : καὶ γὰρ αὐτὸς οὐκ ὀκνηρός , ἀλλ ' εὔτολμος περὶ γάμους ὁ θεός . “ οὕτω καὶ Αἰακὸς |
| τὸ δεύτερον εἰς Αἴγυπτον ἀνέπλεον τὸν εἰς κορυφὴν ἀνάπλουν , ἐνέτυχεν ἡμῖν περὶ τὸν Θηβαϊκὸν τόπον ἐν νομῷ ὄνομα Ἑρμουνθὶ | ||
| διανοεῖσθαι : ἐπειδάν τις ἡμῖν ἀπαγγέλλῃ περί του , ὡς ἐνέτυχεν ἀνθρώπῳ πάσας ἐπισταμένῳ τὰς δημιουργίας καὶ τἆλλα πάντα ὅσα |
| μὴ διακλύζοιτο , διαλέγεσθαι οὐχ οἷός τε ἦν , καὶ πικρὴ λίην ἦν τὰ πολλά : ἔστι δ ' ὅτε | ||
| ἀνθρώπων τερπωλῆς ἐπέβημεν ὅλῳ ποδί , σὺν δέ τις αἰεί πικρὴ παρμέμβλωκεν ἐυφροσύνῃσιν ἀνίη : τῶ καὶ τούς , γλυκερῇ |
| : μὴ δυνάμενον γὰρ τὸ βάροϲ φέρειν τοῦ ϲώματοϲ οὐ γυμνάζεται . κἀπὶ τῶν ἄλλων δὲ κώλων ἐξάρθρων μεινάντων τὰ | ||
| ποσὴν ἐπιτελεῖται τοῦ σώματος . τά τε γὰρ ἄνω μέρη γυμνάζεται μᾶλλον , καὶ ἀπαιωρούμενοι μέχρι πλείονος οἱ μαστοὶ τῷ |
| ἐκείνῳ τοῦ στρατοπέδου , τῶν στρατιωτῶν περὶ λαφυραγωγίαν ἀσχολουμένων , ὑπαντιάζει ὁ γενναῖος Ἀλέξιος πρὸ τῆς φάλαγγος ὢν ξὺν ὀλίγοις | ||
| τὸν ψόφον λοιδορῶν . ἐν τούτῳ δὲ καὶ ὁ Σάτυρος ὑπαντιάζει με φαιδρῷ τῷ προσώπῳ : καθορᾶν γάρ μοι ἐδόκει |
| καὶ μνημονεύεταί τις ἑταίρα πρὸς τὴν ὀνειδίζουσαν , ὅτι οὐ φιλεργὸς εἴη οὐδ ' ἐρίων ἅπτοιτο , εἰπεῖν ” ἐγὼ | ||
| ὅτι πᾶν τὸ παρὰ καιρὸν δρώμενον ἐπονείδιστον . γυνὴ χήρα φιλεργὸς θεραπαινίδας ἔχουσα ταύτας εἰώθει νυκτὸς ἐπὶ τὰ ἔργα ἐγείρειν |
| διαχωρήματα λεπτά : ἐς ὀφθαλμὸν δεξιὸν , περὶ ὀγδόην . Ἀνδρὶ ταὐτὰ , πλὴν ἑβδόμῃ ἐκρίθη : ὑπόσπληνος , ἐς | ||
| ἐπιφανείας . ἐντεῦθεν ἡ παροιμία τὸ κατὰ ῥοῦν φέρεσθαι . Ἀνδρὶ πεινῶντι κλέπτειν ἔστ ' ἀναγκαίως ἔχον : ἐπὶ τῶν |
| ἐκείνῳ συμβάντων παιδευθεὶς ὁ Παρθυαῖος χρόνοις ὕστερον ἀκούων τὰ ἱερὰ πλούσια παρ ' αὐτοῖς , ὁρῶν δ ' ἀπειθοῦντας , | ||
| ὁ Ἥλιος ἀγαθοποιοῖς τόποις καὶ ἄστρασιν , ὑπονοητέον εὐτυχῆ καὶ πλούσια τὰ περὶ τὸν πατέρα καὶ αὐτῷ τῷ τέκνῳ τὰ |
| ἴσων ἐόντων καὶ ὁμοίων , καὶ μεζόνων , καὶ ὁμοίως τιτρωσκόμενος καὶ μᾶλλον , ταύτῃ τῆς κεφαλῆς τὸ ὀστέον ἧσσον | ||
| εἶχεν ἐνόπλους , περιέστησε τοῖς γυμνοῖς , τρισχιλίοις οὖσι , τιτρωσκόμενος δὲ δι ' ἐκείνων καὶ συνωθούμενος ἐπὶ τὸ τεῖχος |
| δὴ πολεμίων παρόντων , καὶ τὰ κλεῖθρα ὑπὸ τῶν φυλάκων κατείχετο , ἡ δὲ αὐτοῖς μοχλοῖς τε καὶ βαλανάγραις ἐκτιναχθεῖσα | ||
| . λέγεται δὲ Ἀλέξανδρον διαλῦσαι , ἐξελόντα τὸν ἔμβολον ᾧ κατείχετο ὁ ῥυμὸς , ἢ τῷ ἐγχειριδίῳ ἀποτεμόντα , μετὰ |
| . Καὶ τότε δὴ πρῶτον ὑπὸ δύο τὰ ῥωμαϊκὰ βασιλεῦσιν ἤγετο , τῶν πρόσθεν καθ ' ἕνα βεβασιλευκότων . Συνήγαγε | ||
| ἀπειλοῦντες οὐκ ἀνασχόμενον . ὁ δὲ τὸν ἐγγυτέρω διακρουόμενος θάνατον ἤγετο στένων πινόντων ἐκ τῶν ἀγρῶν ἄχρι μέθης τῶν περὶ |
| Ἀφροδίτης κʹ , οὐ κακός . ρβʹ Κρόνου λδʹ , χαλεπός . ρεʹ Κρόνου λεʹ , Ἀφροδίτης καʹ Ἄρεως ιεʹ | ||
| τυχὼν ἦν πυρετός . ὀξὺς γὰρ ἦν καὶ δακνώδης καὶ χαλεπός . εἴρηται δὲ ἐν τῷ περὶ διαφορᾶς πυρετῶν , |
| δὲ λῆροι ὡς τὰ πολλὰ τῶν γερόντων οἱ ἔξωροι καὶ μωραίνει κἀν ταῖς μέθαις καὶ τοῖς ὕπνοις καὶ νόσοις ἔστιν | ||
| ὕβρεως ἔχεται , ἐπαίρεται , γυναικίζεται , θρύπτεται , ἢ μωραίνει : σημαίνει δὲ καὶ τὸν θέλοντα μέν , προσποιούμενον |
| ἠδὲ φαρέτρην ἰοδόκον : μάλα δ ' ὦκα βέλεα Τρώεσσιν ἐφίει . καί ῥ ' ἔβαλε Κλεῖτον Πεισήνορος ἀγλαὸν υἱὸν | ||
| ἠθῶν ἐν τῇ ψυχῇ . καὶ ὅντινα δοκιμάσειεν οὕτως , ἐφίει τριῶν ἐτῶν ὑπερορᾶσθαι , δοκιμάζων πῶς ἔχει βεβαιότητος καὶ |
| βασίλειος ἄκρα , ἱερὰ Διὸς βασιλέως , ἡ δὲ ἑτέρα τυραννική , Τυφῶνος ἐπώνυμος . δύο δὲ εἶχον ἔξωθεν ἐφόδους | ||
| σώφρων , δίκαιος . καὶ μία τέχνη ἐστὶν βασιλική , τυραννική , πολιτική , δεσποτική , οἰκονομική , δικαιοσύνη , |
| ἐλθεῖν , εἴσω τὴν ἐκεχειρίαν : ἕως δὲ ἄσπονδος καὶ ἀκήρυκτος ὁ ἐν ψυχῇ πόλεμος , ἄφιλος ἡ ψυχὴ μένει | ||
| κακίας πόλεμος διηνεκὴς ἅπασι πρὸς ἅπαντας , ἄσπονδος ὢν καὶ ἀκήρυκτος : μάλιστα δὲ οὗτος συνέστηκε τοῖς ἐγγὺς πρὸς ἀλλήλους |
| ἄνωθεν μὲν ταχύτερον ὑπέρχεσθαι τὰ σιτία , αὐτοῦ δ ' ἐνισχόμενα στρόφους καὶ φῦσαν καὶ βορβορυγμοὺς καὶ βάρη παρέχει , | ||
| σκληρὰ , καὶ πάνυ τουτέοισιν αἰσχρὰ καὶ ἐνιστάμενα , καὶ ἐνισχόμενα , οἷον Φαρσάλῳ καὶ Πολυμήδεϊ . κϚʹ . Τὰ |
| , ὅτε ἐν τῷ θείῳ ὄρει γενόμενος χρησμῶν θεοῦ νομοθετοῦντος ἤκουεν . ἀλλ ' οὐ μόνον ὅλῃ τῇ γαστρὶ ἀποτάττεται | ||
| φίλος δὲ φήσας μετεβέβλητο , τάχ ' ἂν ταῦτά τις ἤκουεν : ἐπειδὴ δ ' οὐ τοιοῦτ ' ἐστίν , |
| ἐπιστήμῃ χορηγήσει , φύσις δεξιά , μάθησις ἀκριβής , ἄσκησις ἐπίπονος , ἅπερ καὶ τὸν Παιανιέα τοιοῦτον ἀπειργάσατο . πῶς | ||
| ἡ κατὰ τὰς ὁμοίας , ἡ δὲ κατὰ τὴν ἀνδρείαν ἐπίπονος : πλὴν κατὰ τοσοῦτον ἡδεῖα , ὅσον ἡ ἀναφορὰ |
| καὶ ἐγὼ αἰτεόμεθα ὑμέας , ἐκ πατρίδος τῆς ὑμετέρης ὅπλα πολέμια μὴ ἄρασθαι : εἰ δὲ δεῖ , ὥσπερ ἴσως | ||
| οὓς Ἐπιγόνους ἐκάλει Ἀλέξανδρος , κεκοσμημένους Μακεδονικοῖς ὅπλοις καὶ τὰ πολέμια ἐς τὸν τρόπον τὸν Μακεδονικὸν ἠσκημένους . καὶ οὗτοι |
| μετὰ δὲ τὸν ἀνδριάντα τοῦ Εὐθύμου Πύθαρχός τε ἕστηκε Μαντινεὺς σταδιοδρόμος καὶ πύκτης Ἠλεῖος Χαρμίδης , λαβόντες νίκας ἐπὶ παισί | ||
| τοιοῦτος περίπατος , τοιαύτη τρῖψις , τοιαύτη γυμνασία : εἰ σταδιοδρόμος , πάντα ταῦτα ἀλλοῖα : εἰ πένταθλος , ἔτι |
| ἀράμενον φέρειν . φορτίου δ ' οἶμαι προσγενομένου καὶ αὐτὸς ἐγκατελήφθη . ὅθεν δὴ καὶ ἄξιον θεωρῆσαι τὸ θεῖον , | ||
| κράτος . γενόμενοι δὲ σωμάτων τ ' ἐγκρατεῖς καὶ ὅσα ἐγκατελήφθη τῷ χάρακι καὶ ἵππων καὶ ὅπλων καὶ χρημάτων παμπόλλων |
| χρυσόκερων ] ὅταν ὑπέρ τινων καλῶν εὐχαριστήρια θεοῖς θύωσι , σφάττουσι βοῦν χρυσόκερων : ἐμὲ οὖν , φησίν , ὡς | ||
| ἅπαξ τῶν τειχῶν γένωνται , πυρπολοῦσι πάντα καὶ παίουσι καὶ σφάττουσι καὶ ἐξελαύνουσιν , οἷα εἰκὸς ἁλισκομένης ψυχῆς καὶ ἐξηνδραποδισμένης |
| κυριεύσας ἐπεξῆλθε . καὶ διὰ τοῦτο ἦν εὐεργέτης ἀπέχθεσθαι : ἐχθρὸς γενέσθαι . διακομίζεται : ἄγεται . ἐς τὴν ἤπειρον | ||
| ἔσται , ὡς μή μοι τρύζητε παρήμενοι ἄλλοθεν ἄλλος . ἐχθρὸς γάρ μοι κεῖνος ὁμῶς Ἀΐδαο πύλῃσιν ὅς χ ' |
| φρικώδης : θαρραλέος θαρσαλέος εὐθαρσής , γενναῖος , ἀνδρεῖος , ἄοκνος , ἀνέκπληκτος ἀκατάπληκτος , ἀδεής , ἐρρωμένος , εὔθυμος | ||
| ἡλίου θερμαινόμενος . Μένανδρος : “ ἀλέας Ἀθάνας ” . ἄοκνος ἀνὴρ μέγα οἶκον ὀφέλλει : οὐχὶ διὰ τὴν γεωργίαν |
| ὅσον , αὐτὸς δὲ ὡς γενναῖός τε καὶ σώφρων καὶ πρέπων κατασχεῖν ἃ διανοεῖται , πέμπωμεν ἐφ ' ἃ ὥρμηκεν | ||
| ὅτι τοῖς μεγάλοις πράγμασι καὶ περὶ τηλικούτων λόγοις ἁρμόδιος καὶ πρέπων ὁ ὑψηλὸς χαρακτήρ . Ϙγʹ Ἀλλὰ τῶν προτέρων συγγνώμην |
| παρὰ τὸ τοὺς δικαζομένους δραχμὴν τῷ δημοσίῳ διδόναι . Θ ἐδίδοτο γὰρ δραχμὴ τῷ δημοσίῳ . ἵν ' ὦ μέλε | ||
| δυοῖν * [ δύο Γ ] ⌈ γὰρ Γ δικασταῖς ἐδίδοτο δραχμὴ μία , καὶ οὕτως ἐμερίζοντο πρὸς τρεῖς ὀβολούς |
| φρεσὶ ταῦτα μέμηλεν , ἀλλὰ φόνος τε καὶ αἷμα καὶ ἀργαλέος στόνος ἀνδρῶν . Τὸν δ ' ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις | ||
| ὤλετο δὲ προτέροις πεπονημένον ἡμιθέοισιν ἔργον : ὃ δ ' ἀργαλέος καὶ ἀπεχθὴς αὐτίκα πᾶσιν , ᾧ κεν ἐπωνυμίην λαοὶ |
| . Τί οὖν ὁ πρᾶος καὶ εὔχαρις μηδὲ φιλοχρήματος μηδὲ βάσκανος ; ἆρα εἰ φιλόδοξος εἴη καὶ πάνυ τοῦ πρωτεύειν | ||
| τὴν σύμπνοιαν διασπᾶν , καὶ ἔτι μᾶλλον τὸ μὴ ἴσθι βάσκανος , ἀλλὰ φιλάνθρωπος καὶ κοινωνικός . ἐκ δὲ τούτου |
| κακοῦ . Ὧδε μὲν δὴ Κικέρων , ἐπί τε λόγοις ἀοίδιμος ἐς ἔτι νῦν ἀνήρ , καὶ ὅτε ἦρχε τὴν | ||
| καθίσταται λόγῳ τὸ παρ ' ἐλπίδας . τοιγαροῦν Νέρωνος μὲν ἀοίδιμος ἡ πρὸς Μουσώνιον ἐπιείκεια , πρὸς Ἀλέξανδρον δὲ ὑπὲρ |
| τοῦτον ; οἶδα : καὶ συν ! [ ἁλοῦς ' ἅμιλλα ? ? ? [ τ ' ] οὖσα τοῦ | ||
| κατὰ χώραν μένουσιν , ἐκ γῆς καὶ θαλάττης εἰσαφικνούμεναι , ἅμιλλα δὲ καὶ σπουδὴ τῶν ἑκατέρωθεν μεγίστων πόλεων , καλούντων |
| τῶν Θησέως ἀρῶν ἀνέστησεν Ἀσκληπιός : ὁ δὲ ὡς αὖθις ἐβίω , οὐκ ἠξίου νέμειν τῷ πατρὶ συγγνώμην , ἀλλὰ | ||
| οὔτε ἔργου , ἐτάθη δὲ τὸ σῶμα καὶ ἐπάγη , ἐβίω δὲ καὶ ἐξήγρετο . Σκόμφος , ἐν Οἰνειάδῃσι , |
| ἐν τῷ Ἀπολλωνίου τοῦ Τυανέως βίῳ 〛 κραιπαλόκωμος : ὁ κωμάζων ἐν κραιπάλοις τοῖς ἱεροῖς . . τοῦτο μετωνυμία καλεῖται | ||
| τοῦ σχήματος κατηγόρει τὸ πάθος : παράφορός τε γὰρ καὶ κωμάζων εἱστήκει οὐ δυνάμενος ἐρείδειν τὼ πόδε , ἀλλ ' |
| καὶ ὑποχωροῦντας . οὕτω μὲν τοὺς ἱππέας ἐς τὸ πεδίον περιέσωσεν : ἀναζευγνύοντι δ ' αὐτῷ καὶ ἀναχωροῦντι ποταμὸς ἦν | ||
| , ἐπίκουρος ἐν ταῖς προγραφαῖς τῇ πόλει πανώλεθρα πασχούσῃ γενόμενος περιέσωσεν ἄνδρας ἀρίστους τε καὶ πολλούς , οἳ τότε δι |
| πολλάκις ἐκκρούει ἔκπληξις , φαντασίαν δὲ οὐδέν , χωρεῖ γὰρ ἀνέκπληκτος πρὸς ὃ αὐτὴ ὑπέθετο . δεῖ δέ που Διὸς | ||
| δὲ ἧττον : ἀλλ ' ὅμως ὁ ἀνδρεῖος ἀνέκπληκτος , ἀνέκπληκτος δ ' ὡς ἄνθρωπος . φοβηθήσεται μὲν γὰρ ἐπὶ |
| συναθροιστάς . μάντεις . ὡς Ἀπίων . . α : ἀγύρτης : πτωχός , ὀχλαγωγός . . . ἔστι δὲ | ||
| τὴν νύμφην . , . . ἀγύρτης ἦν γὰρ αὐτὸς ἀγύρτης τῷ ὄντι καὶ φιλομαντευτής . , ; , . |
| παιδὶ τοῦ Τελαμῶνος δεύτερον τοῦτο ὑπὲρ τῶν αὐτῶν ἡττηθέντι . κατεῖχε δὲ καὶ σκίπωνα χρυσᾶς ἕλικας ἔχοντα περιερπούσας , χρυσοῖς | ||
| ἰσχυρὰ καὶ οὐ πολὺ ἀπέχουσα τοῦ πίστις εἶναι τοὺς πολλοὺς κατεῖχε . καὶ τὰ μὲν ἐπὶ τούτων πραχθέντα τῶν ὑπάτων |
| καὶ πλέον θρήνου ἄπεστιν ἢ βίος τε εὐκλεὴς καὶ θάνατος ὡραῖος ; ἐγκωμίων δὲ τί ἀξιώτερον ἢ νῖκαί τε αἱ | ||
| περὶ τοῦ ἐπιθέτου κάλλους ἐν λόγῳ . Ὁ δὲ λεγόμενος ὡραῖος λόγος καὶ ἡ ἁβρότης οὐ τούτου τοῦ κάλλους , |
| Ἀγκύρᾳ Μάξιμος , εὐγενής , εὐγενέστερος Κόδρου , φασί , πρᾷος , ἐκ τοῦ δικαίου πλουτῶν , οὐ τὴν τοῦ | ||
| ἐπαινεῖται : ὃς δὴ ὁ πρᾷός ἐστι . δοκεῖ γὰρ πρᾷος εἶναι ὁ ἀτάραχος καὶ μὴ ἀγόμενος ὑπὸ τοῦ πάθους |
| συνέστησαν μάχαι τινὲς Ἀγαμέμνονος τετρωμένου καὶ Διομήδους , βασιλέως καὶ στρατιώτου , τῇ σάλπιγγι τὰς τῶν πολεμούντων ἀκονῶντος ψυχάς . | ||
| ἀποροῦμεν αἰχμαλώτους δεχόμενοι . ταῦτα εἶπον ἀπολογίαν τε ὑπὲρ τοῦ στρατιώτου καὶ σοὶ διδοὺς ἥδεσθαι καὶ ἅμα ἐμαυτὸν εὐφραίνων . |
| καιρούς ; καὶ ἐν οἷς τις ἂν φιλόπολις ἀνὴρ καὶ κηδεμὼν τῆς πόλεως προείλετό τι πρᾶξαι , τοσοῦτον ἐδέησεν ὁ | ||
| ἱκανὸς θεραπεῦσαι τὸν κάμνοντα , οὔθ ' ὁ τῆς ψυχῆς κηδεμὼν μὴ διακαθήρας πρότερον τὴν ψυχὴν καὶ τὰς αἰτίας τῆς |
| ' ἐ [ ἴσως ἰταμὸς εἶ : τότε λογισμόν [ εὔψυχος αρως [ ! ! ] ζῆς [ ὄνειδος αὕτη | ||
| θαρραλέος , εὐθαρσής , ἄφοβος , ἀδεής , ἀνέκπληκτος , εὔψυχος : τὸ δ ' ἴτης κοινὸν ἐφ ' ἑκατέρου |
| καὶ ἀμπεχόνῃ καὶ φωνῇ καὶ βαδίσματι : ὁ μὲν ὡς ἥδιστος ἰδεῖν ὤν , ὁ δὲ ὡς ἀληθέστατος : καὶ | ||
| ' ἀλλήλων μὴ ἡδεῖς ὄντας , οὐχ οἷόν τε . ἥδιστος δὲ ὁ φίλος τῷ φίλῳ . διὰ τοῦτο δὲ |
| καὶ ἀπολωλέναι , ταυτὶ γὰρ πλοῦτος μέν , ἀλλ ' ἐπίρρητός τε καὶ ὠμός , εἰ δὲ κληρονομήσας ἢ διδούσης | ||
| καὶ ἀπολωλέναι , ταυτὶ γὰρ πλοῦτος μέν , ἀλλ ' ἐπίρρητός τε καὶ ὠμός , εἰ δὲ κληρονομήσας ἢ διδούσης |
| τὸν ὦμον ἰδεῖν ἠδύνατο . Δρομεὺς ἐν Ὀλυμπίᾳ παίδων στάδιον ἐστεφανωμένος μέλλων ἕτερον ἀγῶνα ἀγωνίζεσθαι ἔδοξεν ἐν τῷ Ὀλυμπικῷ στεφάνῳ | ||
| ὑστεραίᾳ τὰ μὲν ἱερεῖα εἱστήκει παρὰ τὸν βωμὸν καὶ Κοιρατάδας ἐστεφανωμένος ὡς θύσων : προσελθὼν δὲ Τιμασίων ὁ Δαρδανεὺς καὶ |
| Μυκάλῃ καταντικρὺ Σάμου . ἔγραψεν ἰατρικὰ βιβλία θʹ . Ἐρασίστρατος διαφανὴς ἰατρὸς ἐπὶ Σελεύκου ἐγνωρίζετο , ὃς διαγνοὺς Ἀντίοχον τὸν | ||
| τῶν θηρίων καὶ διὰ τὰ τοπάζια . λίθος δέ ἐστι διαφανὴς χρυσοειδὲς ἀποστίλβων φέγγος , ὅσον μεθ ' ἡμέραν μὲν |
| . „ ἐσαφηνίσθη γὰρ διὰ τῆς ἀντιθέσεως . Ἄτρωτος , ἀσινής , ἀπαθής . ” ἀλλ ' ἔμενεν ἄτρωτος ὑπὸ | ||
| ὠμοφάγοι νέμοντο . διέφρασαι : κύματος ἔξοθεν ἄκρου πᾶσα κάλως ἀσινής . ἤλσατο βοῦς : κλαγγί . Λεβυαφιγενής . στερφωτῆρα |
| σοφὸν ἔκρινε , τὸ δὲ πιστεύοντας ἀνόσιον . ἐπαινούμενος δὲ ἔχαιρεν ὑπὸ τῶν καὶ ψέγειν ἐθελόντων τὰ μὴ ἀρεστά , | ||
| Ἀνθίῳ , οἷς μάλιστα δὴ τῶν περὶ τὴν Ἰταλίαν βασιλείων ἔχαιρεν . Ἀφίκοντο δ ' αὐτῷ κἀξ Ἰωνίας οἱ ὁμιληταὶ |
| , ἐπίπονος μέντοι : τὰ γὰρ ὄρνεα μάλιστα ἐπιτίθεσθαι τῷ αἰετῷ καθημένῳ : οὐ μέντοι χρηματιστικὸν εἶναι τὸν οἰωνόν : | ||
| δή τι , τὴν ἀλώπεχ ' , ὡς φλαύρως ἐκοινώνησεν αἰετῷ ποτε . Μηδὲν φοβηθῇς : ἔστι γάρ τι ῥιζίον |
| ἐξώρμησεν : ὁ δ ' εὐθὺς ἐπιγνοὺς ἐκεῖνον ἱκέτης ἦν ἐλεεινός , διαβεβαιούμενος ὡς ἀγνοίᾳ μᾶλλον ἢ κακουργίᾳ κατ ' | ||
| μνημονευτικός . , μνημονικός . σχέτλιος ] βραδύς . , ἐλεεινός , δυστυχής . , ἄθλιος . ] ἔχεις ἀπὸ |
| ἀεὶ τῶν κρεῶν . λέγεταί που μίαν εἰ διέλειπεν ἡμέραν ἄγευστος ἐπιτίθεσθαι τὸ πάθημα πάντως , ἕως ἐνεπλήσθη . , | ||
| γῆς τῷ ἀτάφῳ , οὐδὲ σώματος ἅψεται . μένει δὲ ἄγευστος καὶ ποτοῦ , ἐὰν ἐς αὔλακα ἐποχετεύῃ εἷς ἄνθρωπος |
| οὐ μέγα ἐπὶ Ταινάρῳ , ἐπὶ δελφῖνος ἐπεὼν ἄνθρωπος . Ἀλυάττης δὲ ὁ Λυδὸς τὸν πρὸς Μιλησίους πόλεμον διενείκας μετέπειτα | ||
| δορυφορίαν καὶ πλείονας ἀεὶ προσλαμβάνων ἀντὶ δικαστοῦ βασιλεὺς ἐγένετο . Ἀλυάττης Κιμμερίων ἐπιστρατευσάντων ἀλλόκοτα καὶ θηριώδη σώματα ἐχόντων μετὰ τῆς |
| ' ἀπηγόρευσε τοῦ ποιῆσαι τὰ δεινά . . δύσορνις ] κακόμαντις ὑπῆρχε . ξυναυλία δορὸς ] τίς γὰρ ὁρῶν αὐτοὺς | ||
| . ἀμφὶ δὲ νόστῳ τῷ βασιλείῳ καὶ πολυχρύσου στρατιᾶς ἤδη κακόμαντις ἄγαν ὀρσολοπεῖται θυμὸς ἔσωθεν . πᾶσα γὰρ ἰσχὺς Ἀσιατογενὴς |
| τὸ μὲν γὰρ εὔηθες , τὸ δὲ σωφρονέοντος . . δόκιμος ἀνὴρ καὶ ἀδόκιμος οὐκ ἐξ ὧν πράσσει μόνον , | ||
| δειπνίσασι τετρακόσια τά - λαντα ἀργυρίου Ἀντίπατρος τῶν ἀστῶν ἀνὴρ δόκιμος ἐδαπάνησε : καὶ γὰρ ἐκπώματα ἀργυρᾶ καὶ χρυσᾶ καὶ |
| ἓν τοῦτο σπεύδειν ἐν πάσαις πόλεσιν , ὅπως μήτε αὐτὸς κίβδηλός ποτε φανεῖται ὁτῳοῦν , ἁπλοῦς δὲ καὶ ἀληθὴς ἀεί | ||
| ἐν ᾗ ὁ χρυσὸς ἀκονώμενος δείκνυται , πότερον καλὸς ἢ κίβδηλός ἐστιν : Ἐν τοῖς ἀγαθοῖς , φησί , κεῖνται |
| . καὶ ψαλτής ἀττικῶς ὀξύνεται : καὶ ἔτι τὸ ληιστής λῃστής . τὸ δὲ δεσπότης ἀρσενικὸν , τὸ δεσπότις θηλυκόν | ||
| ηὐλίζετο , οὐδὲ λαθραίας ἐποιεῖτο τὰς ἐπιθέσεις ὡς φυγὰς καὶ λῃστής , ἀλλὰ φανερῶς τῶν ὑπαίθρων ἀντεποιεῖτο , προσρυϊσκομένων αὐτῷ |
| πολὺ συνηγμένος : κομμὸς δὲ θρήνου πενθικώτερον πλέον , ὁ θρῆνός ἐστι δ ' ἠρεμέστερον μέρος . κομμὸν πάλιν ἄλλος | ||
| πολὺ συνηγμένος : κομμὸς δὲ θρήνου πενθικώτερον πλέον , ὁ θρῆνός ἐστι δ ' ἠρεμέστερον μέρος . κομμὸν πάλιν ἄλλος |
| τὴν γῆν ῥέπων τε καὶ βαρύνων ᾧ μὴ καλῶς ἦν τεθραμμένος τῶν ἡνιόχων . ἔνθα δὴ πόνος τε καὶ ἀγὼν | ||
| τὰς αὐτὰς ὑπελάμβανεν ἀριστοκρατίας πολιτευομένης , γεγονώς τε κακῶς καὶ τεθραμμένος ἀδόξως καὶ λαμπρὸν οὐθὲν ἀποδειξάμενος οὔτε κατὰ πολέμους οὔτ |
| λέγεται δ ' ἐπὶ τῶν ὀρνίθων . ὁ γέρων ταῦτα ὀρχούμενος . ἀντὶ τοῦ βληθήσῃ , νικηθήσῃ . τάχα βαλλήσεις | ||
| , νικηθήσῃ . τάχα βαλλήσεις : ⌈ ῥίψεις λίθους δηλονότι ὀρχούμενος . σκέλος : ὑψηλὴν φοράν . καὶ παρ ' |
| ” μέτριος , ὦ βασιλεῦ , ” ἔφη „ καὶ ἐπιεικής , εἰ , ἃ δύνανται καὶ ἄκοντος ἔχειν ἐν | ||
| : δακτύλου τι ἀπέπεσεν . Μετὰ τὰς ἑπτὰ ἐξῄει ἰχὼρ ἐπιεικής . Μετὰ ταῦτα , γλώσσης , οὐ πάντα ἔφη |
| δὲ βουλομένη αὐτὸν καταφαγεῖν τοιοῦτόν τι ἐπενόησεν . ἄντικρυς στᾶσα ἐθαύμαζεν αὐτοῦ τὴν εὐφωνίαν καὶ παρεκάλει καταβῆναι λέγουσα , ὅτι | ||
| νομίζειν Πυθαγόραν τὸν ταῦτα παιδεύοντα , ὅς γε αὐτὸν καὶ ἐθαύμαζεν ὡς ἂν θεὸν ὑπερφυῶς . πρὸς ταῦτα Φάλαρις ἀνῄρει |
| , καταλείψας τὸν τόπον ἔνθα ἔκειτο . ὧδε πολὺς λαὸς ἱππότης πρόδρομος , ἤτοι δρομαῖος ἢ προτρέχων τῶν ἄλλων , | ||
| βοῇ τὴν ἀσπίδα , πεζός , στρατηγός , ταξιάρχης , ἱππότης . τῆς ἡμέρας δὲ τῆς ῥοδόχρου λαμπάδας ἐκ τῶν |
| ἐν τοῖς δεινοῖς ἐπιδεικνυμένων . . θειασμός : Ἀρριανός : κρότος τε ἀθρόος καὶ ἐπιθειασμοὶ ὡρμήθησαν ὑπέρ τε αὐτοῦ τοῦ | ||
| ὑπὸ γλωσσῶν κροτεῖσθαι : αἱ γὰρ παρὰ τῶν πολλῶν εὐφημίαι κρότος γλωσσῶν . ἀφῆκας οὖν καὶ τὸ δοξάριον : τί |
| , καὶ μὴ ὅτι παμμέλανας ταύρους , μηδὲ ὅτι κριοὺς ἐκτομίας . σὺ δὲ καὶ εἴδωλα κατα - λέγεις ὅσα | ||
| πρὸς τὸν Παλαιολόγον ἔλεγεν : Ὀψόμεθα πάντως ὅσα κακὰ ὁ ἐκτομίας οὗτος πρὸς ἡμᾶς ἐνδείξεται . Φθασάντων οὖν πρὸς τὰς |
| ' ἀπορρήξασα δὲ ἐκ νυκτὸς ἕτερον λιμέν ' ἔχους ' ἐξευρέθη . Πονηρὸν υἱὸν καὶ πατέρα καὶ μητέρα ἔστι μαγαδίζειν | ||
| μέταλλον . περὶ δὲ τοῦ ἐν Σάμωι γεωφανίου ὃν τρόπον ἐξευρέθη Ἔφορος δεδήλωκεν ἐν τῆι θ . . . ἐπὶ |
| θ ' ὅταν δεήσῃ , καὶ τἄλλα πειθαρχεῖ καλῶς , ἄπληκτος ὥσπερ ἵππος . ἡ δ ' ὑστάτη ποῦ ' | ||
| ἐραστὴς μετὰ σωφροσύνης τε καὶ αἰδοῦς , δόξης ἑταῖρος , ἄπληκτος , κελεύσματι καὶ λόγῳ μόνῳ ἡνιοχεῖται . Ταῦτα μὲν |
| οἰκίαν διοικῇ ὀρθῶς , τί ὄνομα τούτῳ ἐστίν ; οὐκ οἰκονόμος τε καὶ δεσπότης ; Ναί . Πότερον οὖν καὶ | ||
| οὐδὲν ἀνήλωσε . διὸ καὶ γενόμενος οὐ βασιλεὺς ἀλλ ' οἰκονόμος ἀγαθὸς ἀντὶ τῆς ἐπ ' ἀρετῆι δόξης ἀπέλιπε πλεῖστα |
| στεφανώσεται παρ ' ἡμῖν ἢ παλαίων ἢ παγκρατιάζων ἢ πυγμῇ νικῶν , Ζεύς που τοῦτο οἶδε καὶ Ἡρακλῆς καὶ ὅσοις | ||
| τῶν κατὰ πᾶσαν τὴν ἤπειρον . ὁ δὲ δὴ λόγῳ νικῶν ὁμοίως καθ ' ἕκαστον καὶ πάντων ἀθροισθέντων ἐστὶν ἔμπροσθεν |
| ' ; ἔφη , ὦ Σώκρατες , ἐπεὶ ἤδη μοι χειροήθης ἦν καὶ ἐτετιθάσευτο ὥστε διαλέγεσθαι , ἠρόμην αὐτὴν ὧδέ | ||
| ἥμερος , πρᾶος , εὐπειθής , εὐάγωγος , εὐήνιος , χειροήθης , τιθασός : φιλῶν τὸν ἀναβάτην , εὔνους τῷ |
| : Ὁ ἀτταγᾶς γὰρ κατάστικτός ἐστι ποικίλοις πτεροῖς . 〛 Σπινθάρου : Οὗτος κωμῳδεῖται ὡς βάρβαρος καὶ Φρὺξ , 〚 | ||
| στρατῷ : οὗτός τε οὖν ἐνταῦθα τέθαπται καὶ Εὔβουλος ὁ Σπινθάρου καὶ ἄνδρες οἷς ἀγαθοῖς οὖσιν οὐκ ἐπηκολούθησε τύχη χρηστή |
| πόλεως αὐτοσχέ - δια καὶ φαῦλα ταῖς ἐργασίαις ὄντα πρῶτος ᾠκοδομήσατο λίθοις ἁμαξιαίοις εἰργασμένοις πρὸς κανόνα . ἤρξατο δὲ καὶ | ||
| θέατρον οὐ πόρρω τῶν πυλῶν . Ἀδριανὸς δὲ βασιλεὺς στοὰν ᾠκοδομήσατο , καὶ ἐπώνυμος ἡ στοὰ τοῦ ἀναθέντος βασιλέως ἐστί |
| , ταχύς ταχύ , ἥμισυς ἥμισυ , μέγας μέγα , εὔχαρις εὔχαρι : τοιοῦτον οὖν καὶ τὸ τίΑἱ . ἀντωνυμίαι | ||
| μῆτις πολύμητις , ἴδρις ἄϊδρις , πόλις φιλόπολις , χάρις εὔχαρις . Τὰ εἰς ΙΣ ὀξύτονα πὴ μὲν ἐν τῇ |
| αὖ τι λῆμα τοῦτο κομψότερον ἔτ ' ἢ τὸ πρότερον ἀναπέφηνεν . Οἷα κατεστωμύλατο οὐκ ἄκαιρα , φρένας ἔχουσα καὶ | ||
| ζωμὸς κατωνόμασται : χαίρει τις αὐχμῶν ἢ ῥυπῶν , κονιορτὸς ἀναπέφηνεν : ὄπισθεν ἀκολουθεῖ κόλαξ τῳ , λέμβος ἐπικέκληται : |
| , καὶ μέχρι μὲν ἤκμαζεν ὁ Ἀχιλλεὺς καὶ νεαλὴς ὢν ἐμάχετο , μὴ ξυμφέρεσθαι αὐτῷ , μόνον δὲ τοὺς ἄλλους | ||
| ἀγέλην νεμομένην πρὸ τοῦ τείχους ἐσπίπτει λύκος , προσπεσὼν δὲ ἐμάχετο πρὸς ταῦρον ἡγεμόνα τῶν βοῶν . παρίσταται δὴ τοῖς |
| ποτε ὁ Ὀρφεὺς λέγεται . λείβηθρον : ὀχετὸς ὑδραγωγός . λέμβος καὶ ἐφόλκιον : σκάφος ἢ πλοῖον . λέμφοι : | ||
| κυμινοκίμβιξ κύνειρα κυνέπασαν κυνοφθαλμίζεται κυρτονεφέλη κυσολέσχης λακατάρατοι λακιδαίμονος λάληθρον λελημάτωμαι λέμβος λευκηπατίας λιμοκίμβιξ , λιμός λιμοκόλακες λισπόπυγοι μεγαρίζοντες μεθυσοχάρυβδις μεσοπέρδην |
| ἐπίβαλλε . Ποιμαίνει δ ' ἐπίσιτον , ῥιγῶντ ' ἐν Μεγαβύζου , δέξεταί τ ' ἐπὶ μισθῷ σῖτον . Πρῶτα | ||
| ἑπτὰ ἀνδρῶν ἐγένετο τῶν τὸν μάγον κατελόντων , τούτου τοῦ Μεγαβύζου παιδὶ Ζωπύρῳ ἐγένετο τέρας τόδε : τῶν οἱ σιτοφόρων |
| , ἅμ ' ἔργον : ἐπὶ τῶν ὀξέως ἀνυομένων . Ἀνὴρ ὁ φεύγων οὐ μένει κτύπον λύρας : ἐπὶ τῶν | ||
| . ἀλλ ' ὅγε πάντοθεν ἶσος κτλ . = . Ἀνὴρ γὰρ ἕλκων οἶνον , ὡς ὕδωρ ἵππος , Σκυθιστὶ |
| ἢ τὸν Κέρβερον ἢ ἄλλον τινὰ τῶν ἐν Ἅιδου , κακούργῳ μὲν ἰδόντι σταυρὸν βαστάσαι σημαίνει : ἔοικε γὰρ καὶ | ||
| ὡς ἱερόσυλός ἐστιν ὁ λάθρα παριὼν εἰς ἱερὰ ὁ γνώμῃ κακούργῳ χραίνων τὸν νεών , ὁ λαμβάνων ἐξ ἱερῶν ἅπερ |