καὶ ἀπολωλέναι , ταυτὶ γὰρ πλοῦτος μέν , ἀλλ ' ἐπίρρητός τε καὶ ὠμός , εἰ δὲ κληρονομήσας ἢ διδούσης | ||
καὶ ἀπολωλέναι , ταυτὶ γὰρ πλοῦτος μέν , ἀλλ ' ἐπίρρητός τε καὶ ὠμός , εἰ δὲ κληρονομήσας ἢ διδούσης |
' ἂν εἴποις δικαστὴς ἄδικος , ἔκνομος παράνομος , ῥᾴδιος ῥᾳδιουργός , προπετής , εὐχερής δωροδόκος , εὐεξαπάτητος , εὔτρεπτος | ||
Κρατῖνος Χείρωσιν . τοιοῦτοι δὲ καὶ οἱ Σωκράτους ὅρκοι . ῥᾳδιουργός : ὁ κακοῦργος : καὶ ῥᾳδιουργία : ἡ περὶ |
μεμψίμοιρος , φιλαίτιος , ὀνειδιστικός : καὶ πάλιν φιλόψογος , φιλολοίδορος , κακήγορος . τὰ δ ' ἐπιρρήματα φιλεγκλημόνως , | ||
, οὔτε ὁμοίως ἔσῃ πιθανὸς δόξεις τε ὡς ἀληθῶς εἶναι φιλολοίδορος : οὐ γὰρ πεπονθότος ἐστὶ τὴν ψυχὴν οὐδ ' |
, ἀδόκιμος , ἀζήλωτος : ἐπιβόητος δὲ καὶ ἐπίρρητος καὶ ἐπίψογος : καὶ τὰ πράγματα ἀδοξία κακοδοξία , δύσκλεια , | ||
, ὑπεύθυνος , ἐγκλητέος , ἐπιλήψιμος , μεμπτὸς ἐπίμεμπτος , ἐπίψογος , ἐπίρρητος , ὁ δ ' ἀναίτιος ἀνεύθυνος , |
κοῦφος , ἐλαφρός , δρομικός , ὀξύς , φιλεργός , ἐθελουργός , φιλόπονος , φιλοκίνδυνος , ἀγωνιστής , θαρσαλέος , | ||
γαυρούμενος , γαυριώμενος , κυδρός , κυδρούμενος , ἐλευθέριος , ἐθελουργός , ἱππαστής , ἀγλαός , φρονηματίας , ἀλαζών , |
βραδὺς ὠφελῆσαι , ταχὺς βλάψαι , διαβαλεῖν προχειρότατος , ὑπερασπίσαι μελλητής , δεινὸς φενακίσαι , ψευδορκότατος , ἀπιστότατος , δοῦλος | ||
Λυκόφρονος , ὅπερ ἔγωγε οὐ πάνυ ἐπαινῶ . ὀνόματα δὲ μελλητής μελλητικός , καὶ ἴσως ὀκνηρός , καὶ βραδὺς καὶ |
φοβεῖσθαι . Ἀδίκοις φίλοισιν ἢ κακοῖς μὴ συμπλέκου . Ἀνὴρ ἄβουλος ἡδοναῖς θηρεύεται . Ἄλυπον ἄξεις τὸν βίον χωρὶς γάμου | ||
τοὺς καιροὺς παριείς , ἀπερίσκεπτος , ἀπροόρατος , ἀπρονόητος , ἄβουλος , κακόβουλος , ἄπορος γνώμης , ἀπρόοπτος , ἀμήχανος |
Νεφέλαις τούτου μέμνηται . Ἀμυνίας μὲν : ὧδε μὲν ὡς φιλόκυβος ⌈ ὁ Ἀμυνίας κωμῳδεῖται : ἐν ⌈ δὲ Σεριφίοις | ||
φιλόξενος φιλοικτίρμων φιλόπλουτος , φίλυπνος , φιλοκυνηγέτης , φιλογεωργός , φιλόκυβος , φιλοχωρῶν φίλιππος , φιλοφροσύνη , τάχα καὶ φιλόφρων |
ἐξώλης κακόνους ἀσύμμετρος ἀκαιρολόγος μακρήγορος ἀδολέσχης ἀερόμυθος κόλαξ νωθὴς ἀπερίσκεπτος ἀπροόρατος ἀπρονόητος ὀλίγωρος ἀπαράσκευος ἀπειρόκαλος | πλημμελὴς σφαλλόμενος διαπίπτων ἀδιοίκητος | ||
. Οὕτω Πλούταρχος . . ΚΡΟΝΙΩΝ . Ἡ ἀφανὴς καὶ ἀπροόρατος Εἱμαρμένη , ἡ κοροῦσα καὶ μελαίνουσα τὸν νοῦν , |
εἰ μὴ αὐτοὺς ἔχει καταμύειν τῷ ὕπνῳ . τυφθεῖσα δὲ δυσόργητός ἐστι , καὶ οὐ λήθην ἕξει τῆς βλάβης , | ||
εἰ μὴ αὐτοὺς ἔχει καταμύειν τῷ ὕπνῳ . τυφθεῖσα δὲ δυσόργητός ἐστι , καὶ οὐ λήθην ἕξει τῆς βλάβης , |
Γ τὸν μισθὸν ] τὸν δικαστικόν . Γ Λυσίστρατος : σκωπτικός . Γ καὶ ἐν Ἀχαρνεῦσι Λυσίστρατός τ ' ἐν | ||
λοπίδας μοι παρέσχηκε κεστρέως “ . ὁ σκωπτόλης ] ὁ σκωπτικός . δραχμὴν μετ ' ἐμοῦ λαβὼν : καθὸ εἰς |
ὑμᾶς ἐξελήλεγκται , ἐν οἷς τί κακὸν οὐκ ἔνι ; δωροδόκος , κόλαξ , ταῖς ἀραῖς ἔνοχος , ψεύστης , | ||
δέ : παράνομος , προδότης , ὀλιγαρχικός , πεπραμένος , δωροδόκος δεδωροδοκημένος , δεδεκασμένος , ἀδόκιμος , κίβδηλος , παράσημος |
] εὑρεσιλόγος , εὑρεσιολόγος . , ἐφευρετὴς λόγων ψευδῶν , πολύλογος , ἑτοιμολόγος . , λόγους ἐφευρίσκων εὑρίσκων καὶ ἀπολογίαν | ||
. Κηφισοδήμῳ ] καὶ οὗτος Ἀθηναῖος , ῥήτωρ καὶ ξυνήγορος πολύλογος . κἀπεμορξάμην : ἔκλαυσα . ἐκ τοῦ παρακολουθοῦντος . |
καὶ μετρίως διεθέμην , ὡς μήτε ὑπέρφρων μήτ ' αὖ κατεπτηχὼς δόξαι , νεώτερα δὲ οὐδ ' ἐπὶ Νέρωνα ἐνεθυμήθην | ||
ὁ ἐκ τοῦ πονεῖν καὶ ἐργάζεσθαι ζῶν , πτωχὸς δὲ κατεπτηχὼς καὶ προσαιτῶν . ἦλθε δ ' ἐπὶ πτωχὸς πανδήμιος |
αἰσχρουργὸς αἰσχροπαθὴς ἀχρώματος ἄμετρος ἄπληστος ἀλαζὼν δοκησίσοφος αὐθάδης βάναυσος βάσκανος φιλεγκλήμων δύσερις διάβολος χαῦνος ἀπατεὼν ἀγύρτης εἰκαῖος ἀμαθὴς ἀναίσθητος ἀσύμφωνος | ||
συμμάχοις χρώμενοι ταῖς λογικαῖς . ἐὰν μέντοι τις βάσκανος καὶ φιλεγκλήμων αἰτιώμενος φάσκῃ : πῶς οὖν ποιμενικὴν τέχνην διαπονοῦντες καὶ |
προαίρεσιν . τίς γὰρ οὐκ ἂν γένοιτο φιλόπολίς τε καὶ φιλόδημος ἢ τίς οὐκ ἂν ἐπιτηδεύσειε τὴν πολιτικὴν καλοκἀγαθίαν ἀναγνοὺς | ||
. ἔπαινος δὲ ῥήτορος καὶ δημαγωγοῦ εὔνους , φιλόπολις , φιλόδημος , δημοτικός , νομικός , νόμιμος , δημοκρατικός , |
συνεσταλμένος , κατεπτηχώς , ἀγεννής , εὐλαβής , περίφοβος , φιλόψυχος φιλοσώματος , ἄτολμος , καταπλήξ : ὁ γὰρ ἄψυχος | ||
οὕτως ἀωρὶ τοῦ παντὸς χρόνου μελῳδῶν . εἶτα φῂς εἶναι φιλόψυχος καὶ καταψεύδει σαυτοῦ . καὶ τίς ὦ πρὸς θεῶν |
τάφους λουτρά . Χύτραν ποικίλλειν : ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων . Χυτρεοῦς : ἤτοι ὀστράκινος , εὐτελής . Χρυσὸς Κολοφώνιος : | ||
: ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων . Χυτρεοῦς θεός . καί : Χυτρεοῦς ἄνθρωπος : ὀστράκινος , εὐτελής . Χωρὶς τὰ Μυσῶν |
φιλαίτιος , ὀνειδιστικός : καὶ πάλιν φιλόψογος , φιλολοίδορος , κακήγορος . τὰ δ ' ἐπιρρήματα φιλεγκλημόνως , μεμψιμοίρως , | ||
ἐκ τοῦ κακο σύνθετα . κακοδαίμων , κακοῦργος , κακολόγος κακήγορος , κακοπράγμων ὡς Ὑπερείδης , κακόβιος , κακόβουλος , |
ἐκμελής , ἄγροικος , ἄμικτος , εἴρων , ἀλαζών , ὑπεροπτικός , ὑπέρφρων , βαρύς , φορτικός , ἐπαχθής , | ||
' ἂν ἐκ τούτων ὑποψία καὶ ὑπεροψία καὶ ὑπερόψεσθαι , ὑπεροπτικός , ὑπεροπτικῶς , ὑπόπτως , ὑπερόπτης , αὐτόπτης , |
καὶ ἑτέρας εἶναι χρείας κομψός χαρίεις στωμύλος , καὶ ἄλλης φιλοσκώμμων εὐσκώμμων σκωπτικός , τωθαστικός . καὶ τὰ ἐπιρρήματα φιλοπαιγμόνως | ||
δὲ ἰδιώτης , φησίν , ἦν , φιλοπότης ἦν καὶ φιλοσκώμμων καὶ οὐ κατεσπουδασμένος ἀνήρ . Νικόλαος δὲ Σύλλαν φησὶ |
τε ἀφανῶς ἀδώρητος γενόμενος . Πλάτων μέντοι γε ἐν Συμποσίῳ ἄδωρος εἶπεν . καὶ γάρ φησιν ἄδωρος δυσμενείας ἀντὶ τοῦ | ||
: σημαίνει τὸ τὰ μαντευθέντα ἅπαξ πειρᾶσθαι ἀμάντευτα ποιεῖσθαι . ἄδωρος χάρις : ἡ μὴ ἐπὶ τέλους ἐλθοῦσα δωρεά . |
τὸν γελοιαστήν . ὄνομα δὲ μόνον ἀπὸ τῶν ῥηθέντων ὁ ἐπιχαιρέκακος : ἐπὶ δὲ τῶν ἄλλων μετοχαῖς χρηστέον . ἐπίρρημα | ||
καὶ ἐπιχαιρεκακίας , ὡς εἴρηται . ἢ δύναται καὶ ὁ ἐπιχαιρέκακος ἐναντίος εἶναι τῷ νεμεσητικῷ , ὥσπερ καὶ ὁ φθονερὸς |
, φιλοκερδής , φιλόδωρος , φιλόπαις φιλότεκνος φιλόστοργος φιλογύνης , φιλόθηρος φιλόμουσος , φιλοσώματος φιλόψυχος , φιλόξενος φιλοικτίρμων φιλόπλουτος , | ||
τῶν περὶ τὰ πολεμικά , φιλογυμναστής τέ τις ὢν καὶ φιλόθηρος . Ἔστι γάρ , ἔφη , τοῦτο τὸ ἦθος |
τῷ γὰρ ἀνδρί μου χαλεπαίνει Διονύσιος : φύσει δέ ἐστι βαρύθυμος , ὥσπερ καὶ φιλάνθρωπος . οὐδεὶς ἂν ῥύσαιτο ἡμᾶς | ||
Ἐκ δὴ τούτων μισοῦσα τὴν Στάτειραν ἡ Παρύσατις καὶ φύσει βαρύθυμος οὖσα καὶ βάρβαρος ἐν ὀργαῖς καὶ μνησικακίαις ἐπεβούλευεν αὐτὴν |
γε ἀληθής ἐστιν ὁ περὶ τοῦ Παλαμήδους λόγος , ὁ συνετώτατος τῶν Ἀχαιῶν κἀν τοῖς ἄλλοις ἄριστος τὴν ἐπιβουλὴν καὶ | ||
βουλευόμενος ἀλλ ' ἐν βάθει . ἀντὶ εὐθείας δὲ ὁ συνετώτατος Χείρων , ὡς καὶ παρ ' Ὁμήρῳ : ἱππότα |
κάπηλος καπηλικός , μεταβολεύς μεταβλητικός , ἔμμισθος θηρευτὴς νέων , θηρευτικός , μίσθαρνος μισθοφόρος , κόλαξ κολακευτικός , θώψ , | ||
ἀφ ' οὗ καὶ τὸ πρᾶγμα φιλοθηρία , φιλοκυνηγέτης , θηρευτικός ἀγρευτικός κυνηγετικός , θηρευτικῶς ἀγρευτικῶς κυνηγετικῶς . θηρᾶν θηρεύειν |
ὁ τοιοῦτος καὶ παράνομός ἐστι καὶ ἀσεβὴς καὶ τοῖς χρωμένοις ἐπιζήμιος , ῥᾴδιον καταμαθεῖν . τίς γὰρ οὐκ ἂν ὁμολογήσειε | ||
παράσημος , αὐτόμολος , ἄπιστος , βλαβερός , ζημιώδης , ἐπιζήμιος , νόμοις ἐχθρός , καταλύων τὴν δημοκρατίαν , συγχέων |
κήρυκα . . ᾑρημένην : κεχειροτονημένην . . κατωνάκη : δουλικὸς καὶ ἀνελεύθερος χιτών . προχειριοῦμαι : Εὐτρεπίσω . κἀξετάσω | ||
περὶ ΔΑΜΟΦΙΛΟΥ λέγων τοῦ Σικελιώτου , δι ' ὃν ὁ δουλικὸς ἐκινήθη πόλεμος , ὅτι τρυφῆς ἦν οἰκεῖος , γράφει |
καὶ ἐκτοπιστικὸν εἶναι τὴν θυννίδα . Ἀρχέστρατος δ ' ὁ κίμβιξ φησί : καὶ θύννης οὐραῖον ἔχειντὴν θυννίδα φωνῶ τὴν | ||
, ὀβολοστάτης , καὶ ἡ γυνὴ ὀβολοστάτις : ὁ γὰρ κίμβιξ καὶ κυμινοπρίστης οὐκ ἀνεκτά . φαίης δ ' ἂν |
ὁμο σύνθετα . ὁμόσπονδος ὁμόσιτος , ὁμοήθης , ὁμότροπος , ὁμόδουλος , ὁμόνους , ὁμόφωνος , ὁμόγλωττος , ὁμοτράπεζος , | ||
ἰδίαν βαδίζειν , εἰς οἶκον δὲ ἐφ ' ἕτερον . ὁμόδουλος συνδούλου διαφέρει . ὁμόδουλοι γάρ εἰσιν οἱ μετέχοντες ὁμοίας |
εὔοπλος : ἡ δὲ ποδῶν ἀρετὴ εὐποδία . εὔφορος , εὔθυμος , θυμοειδής , εὐσχήμων , εὐπρεπής , μεγαλοπρεπής , | ||
θυμοῦσθαι , θυμούμενος , θυμικός , θυμοειδής , ἄθυμος , εὔθυμος , εὐθυμία , ἀθυμία , ἀθυμῶν , ἀθυμοῦσιν ὡς |
οἷον , Ἰουδαῖος : Χαλδαῖος : σπουδαῖος : Θαδδαῖος : ῥαγδαῖος : χυδαῖος : σταδαῖος ὀπιδαῖος . Τὰ διὰ τοῦ | ||
τὴν καταλλαγὴν ἔχει . τί ποτ ' ἐστίν ; ὡς ῥαγδαῖος ἐξελήλυθεν . δῶρον δ ' ἐμαυτῇ παρὰ θεῶν εὑρημένη |
σὲ δ ' αὐτόγνωτος ὤλες ' ὀργά . Ἄκλαυτος , ἄφιλος , ἀνυμέναιος ταλαί - φρων ἄγομαι τάνδ ' ἑτοίμαν | ||
εὐχερὴς κακότεχνος ἀδιάγωγος ἄδικος ἄνισος ἀκοινώνητος ἀσύμβατος ἄσπονδος πλεονέκτης κακονομώτατος ἄφιλος ἄοικος ἄπολις στασιώδης ἄτακτος ἀσεβὴς ἀνίερος ἀνίδρυτος ἄστατος ἀνοργίαστος |
ἐλάττους αὑτοὺς εἶναι προσομολογοῦσιν . ὁ μὲν οὖν ὑπερήφανος καὶ ὑπερόπτης ἐστίν , ὁ δ ? ' ὑπερόπτης [ ] | ||
, . ἀγέρωχος : γαῦρος , σεμνός , θρασύς , ὑπερόπτης . , . . , . ἀγεωργίου δικάζεσθαι : |
τὴν Παφίην . Οὔτε σε Πραξιτέλης τεχνάσατο οὔθ ' ὁ σίδαρος : ἀλλ ' οὕτως ἔστης ὥς ποτε κρινομένη . | ||
Πραξιτέλης ; Οὔτε σε Πραξιτέλης τεχνάσατο , οὔθ ' ὁ σίδαρος : ἀλλ ' οὕτως ἔστης , ὥς ποτε κρινομένη |
ἀνδρίᾳ ] καὶ παρὰ τὸν Ἀμυνίαν , ὃς διεβάλλετο ὡς μισόδημος . Γ ἀμφότερα οὖν τὰ τῆς συνθέσεως εἰς οὐδὲν | ||
μέγα φρονῶν , μισόδημε : διεβάλλετο γὰρ ὁ Ἀμυνίας ὡς μισόδημος . τῶν νόμων ] ⌈ ἀντὶ Γ τοῦ δικάζειν |
ἄρξει καὶ ἔσχατον καλῆς γυναικὸς τεύξεται , ἐὰν δὲ καὶ Ἀφρο - δίτη ἐπιμαρτυρήσῃ ἐπαφρόδιτος ἔσται καὶ φήμην ἕξει περὶ | ||
ἔστι καὶ ἄκρα τῆς Αἰγύπτου , ἀφ ' ἧς ἡ Ἀφρο - δίτη καὶ Ἀρσινόη Ζεφυρῖτις , ὡς Καλλίμαχος . |
νέος , σώφρων , μνήμων , ἀνδρεῖος , μεγαλοπρεπής , εὐμαθής . Εἰ μὲν οὖν τι τούτων ἐνδεῖ ἡμῖν τῶν | ||
. ἰδιώματα τοῦ πρὸς τὴν τῆς πόλεως ἐπιτροπὴν ἐπιτηδείου . εὐμαθής μνήμων μεγαλοπρεπής εὔχαρις φιλαλήθης δίκαιος ἀνδρεῖος σώφρων ἔμμετρος . |
κατὰ δύναμιν συμμαχήσειν . Καὶ ἦν αὐτοῖς τοῦτο ὅρκων ὁ βεβαιότατος . Ἐπὶ κνάφου ἕλκων : διαφθείρων . Τὸ γὰρ | ||
Θεῷ δὲ οὐδὲν ἄδηλον οὐδὲ ἀκατάληπτον : ἰσχυρογνωμονέστατος γὰρ καὶ βεβαιότατος . Πῶς οὖν , τῆς αὐτῆς ὑπούσης αἰτίας , |
ἀκούειν ] πάρεστιν . γινώσκετε . τροπαιουχήσας . ἔσεται . κατάδικος . τιμωρητέος , δίκας ὀφείλων . μεμπτός : διὰ | ||
πράγματα αἵρεσις , καταδίκη , κατάγνωσις , καὶ ὁ ἀνὴρ κατάδικος : ἀπὸ μὲν τούτου μόνου ὄνομα , τὰ δ |
ὁ γεγωνὼς λόγος : οὗτος δὲ ἢ ἀκριτόμυθός ἐστι καὶ ἀδόκιμος ἢ κεκριμένος καὶ δόκιμος : εἰς ἔννοιαν δ ' | ||
δόξα ἔπαινος : καὶ ἐμὲ ἀλᾶσθαι ἥτις ἔσωσά σε : ἀδόκιμος φαῦλος : σημεῖα γάρ ἐστι τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ |
μόνον καλοκἀγαθίας καὶ σιτίων ἱερωτάτης κνίσσης : οὐ γὰρ ἀρνεῖται λίχνος ἐπιστήμης καὶ φρονήσεως εἶναι . μακάριοι μὲν οὖν οἷς | ||
ἐπεὶ ἦ μάλα πάντες ἔασιν ἀλλήλοις φορβή τε φίλη καὶ λίχνος ὄλεθρος . ὣς οὐδὲν λιμοῖο κακώτερον οὐδὲ βαρείης γαστέρος |
τοῦ θεοῦ καὶ τὸν νόμον αὐτοῦ „ , παρελθὼν ὁ δοκησίσοφος Ἰοθόρ , τῶν μὲν θείων ἀμύητος ἀγαθῶν , τοῖς | ||
, Ἀντιφῶν δὲ καὶ εἴσοπτοι . . . . . δοκησίσοφος , ὡς Ἀ . ἔφη . . . δυσάνιος |
, θηριώδης , ἀνήμερος , δύσθυμος , δυσόργητος , μηνιῶν βαρύμηνις , ἰοῦ γέμων , σκορπιώδης , σκορπίος ζητῶν ὅτῳ | ||
, αὐξητά , φαεσφόρε , κάρπιμε Παιάν , ἀντροχαρές , βαρύμηνις , ἀληθὴς Ζεὺς ὁ κεράστης . σοὶ γὰρ ἀπειρέσιον |
, εἶτα ἀνὴρ μέσος , εἶτα προβεβηκώς , ὃν καὶ ὠμογέροντα καλοῦσιν , γέρων , εἶτα πρεσβύτης , εἶτα ἐσχατόγηρως | ||
, εἶτα ἀνὴρ μέσος , εἶτα προβεβηκώς , ὃν καὶ ὠμογέροντα καλοῦσιν , εἶτα γέρων , εἶτα πρεσβύτης , εἶτα |
θεοὺς ἐράων , ἢ ψεῦδος ὀμόσσῃς ; ἀλλ ' οὔτε μισολόγος οὕτως οὐδείς , ὡς τούτων γε εἵνεκα τὴν τῶν | ||
καὶ μὴ ἔστιν ἡ ἀσοφία , πανοῦργος , ἀμαθής , μισολόγος , ἄνους , ἀνόητος , ἀλόγιστος , εἰ καὶ |
μὲν δή τις ὁ πραγματικὸς Θεοπόμπου χαρακτήρ . ὁ δὲ λεκτικὸς Ἰσοκράτει μάλιστα ἔοικε : καθαρά τε γὰρ ἡ λέξις | ||
καὶ ὁ μὲν πραγματικὸς τύπος αὐτῷ τοιοῦτος . ὁ δὲ λεκτικὸς πῇ μὲν ὅμοιος Ἡροδότου , πῇ δὲ ἐν - |
: ἐμέμφθης , φησὶ , τιμῆς χάριν τῆς ἐμῆς , ἀπεχθὴς δέ σοι ἡ Ἀφροδίτη ἐγένετο : τί δ ' | ||
Οἴμοι : φρόνησον , ὦ κασιγνήτη , πατὴρ ὡς νῷν ἀπεχθὴς δυσκλεής τ ' ἀπώλετο , πρὸς αὐτοφώρων ἀμπλακημάτων διπλᾶς |
καὶ Θέογνις δέ φησιν : ἥκω δ ' ὡς οἶνος χαριέστατος ἀνδρὶ πεπόσθαι , οὔτε τι νήφων εἴμ ' οὔτε | ||
, ὁ περὶ τῶν ἀτελειῶν , ὃν αὐτὸς διέθετο , χαριέστατος ἁπάντων τῶν λόγων καὶ γραφικώτατος . ἐπὶ δὲ Διοτίμου |
θέλῃς ποτέ , μυστήριόν σου ψευδὲς αὐτῷ προσανάθου . } Πένης ὑπάρχων ἂν γένῃ ποτὲ πλούσιος , μέμνης ' ἐκείνης | ||
ἀδελφόν : ᾐδέσθη τὴν φύσιν , καὶ τὰ τοιαῦτα . Πένης μετὰ δύο υἱῶν ἔλιπε τὴν τάξιν . ἐμονομάχησε καὶ |
ἔπαινος , σεμνολογία , λαμπρότης , φαιδρότης , κόσμος , καλλωπισμός , σύστασις , γνωρισμός , εὐφημία . τὰ δ | ||
ἐνταῦθα . χρυσεοστόλμους ] χρυσῷ κεκαλλωπισμένους : στολμὸς γὰρ ὁ καλλωπισμός . κἀμὸν ] ἤγουν καὶ ἐμοῦ . εὐνατήριον ] |
κακόσιτος ἀπόσιτος φιλόσιτος ἄσιτος εὔσιτος , σιτοφάγος , σιτικός , πολύσιτος ὀλιγόσιτος μετριόσιτος , σύσσιτος συσσιτεῖν , ἀείσιτος , ἐπίσιτις | ||
. . . . βαθυλήϊος : ἀντὶ τοῦ πολυλήϊος , πολύσιτος . . . . βάναυσος : πᾶς τεχνίτης ὁ |
, εἶπεν ὁ Νάναρος . Τί οὖν , ἔφη ὁ ἄγγαρος , ἐμοῦ πυνθάνῃ ; Μικρὸν δὲ διαλιπὼν , Οὗτός | ||
ἡ πρώτη ὀξεῖα , καὶ τοῦτο τραγικώτερον τὸ ὄνομα . ἄγγαρος : ὁ νωθρός : λέγεται δὲ παρὰ τοῖς βαρβάροις |
ἀγοραία δίκη : ἡ δικαιολογία . ἀγοραῖος : εὐτελής , χυδαῖος . ἀγοραῖοι : οἱ ἐν τῇ ἀγορᾷ ἀναστρεφόμενοι ἄνθρωποι | ||
τῆς ἀρᾶς ] . Τὰ ἀπὸ ἐπιῤῥημάτων προπερισπῶνται : χύδην χυδαῖος , ἄντην ἀνταῖος . τὸ μέντοι μάτην μάταιος , |
, τυχὸν δὲ ὅτι , εἰ καὶ μὴ ξυμμετέσχε , σφαλερὸς ἤδη ἦν περιὼν Παρμενίων τοῦ παιδὸς αὐτοῦ ἀνῃρημένου , | ||
καὶ περὶ τὰς πράξεις ἐπιφθόνους καὶ ἐγκοπτικούς . Ἄρης Σελήνῃ σφαλερὸς καὶ ἐπικίνδυνος ἀκαταστασίας καὶ συνοχὰς καὶ δίκας καὶ φόβους |
γάρ ἐστιν ὁ μαλθακευόμενος ἐν ὑποκρίσει τὸ σῶμα : καὶ βλακεία ἡ μεθ ' ὑπεροψίας ὁμιλία . συντεταγμένως : Σπουδαίως | ||
στοχαζόμενον τῆς σωματικῆς εὐμετρίας . ἐπιτεινομένη γὰρ καθαρειότης θρύψις καὶ βλακεία εὑρίσκεται , ἐπιτεινομένη δὲ λιτότης ἀκαθαρσία καὶ ῥύπος γίνεται |
ἀνάρμοστος ἄμικτος δύσχρηστος ἔκθεσμος ἀργαλέος ἀκρόχολος ἀνεπίσχετος φορτικὸς ἀνουθέτητος εὐχερὴς κακότεχνος ἀδιάγωγος ἄδικος ἄνισος ἀκοινώνητος ἀσύμβατος ἄσπονδος πλεονέκτης κακονομώτατος ἄφιλος | ||
ὑπόδρα ἰδὼν Ἥρην πρὸς μῦθον ἔειπεν : ἦ μάλα δὴ κακότεχνος ἀμήχανε σὸς δόλος Ἥρη Ἕκτορα δῖον ἔπαυσε μάχης , |
ὁ μὲν ἀκριβὴς ἥλιος ἐπὶ μὲν τοῦ τῆς Ἀφρο - δίτης Διδύμων μοίρας κδ γʹ , ἐπὶ δὲ τοῦ τοῦ | ||
ἐν ἰδίῳ οἴκῳ ἢ ὑψώματι μετὰ Διὸς καὶ Ἀφρο - δίτης συγγενικῷ γάμῳ ζευγνύουσιν ἀπὸ πατρός : Ἀφροδίτη ἐν ἰδίῳ |
τὸ δοκοῦν ἡμῖν κατασκευάζειν εὐχερῶς . Ἀνασκευὴ τοίνυν ἐστὶ λόγος ἀνατρεπτικὸς τοῦ πιθανῶς προτεθέντος λόγου καὶ κατασκευὴ τοὐναντίον λόγος κατασκευαστικὸς | ||
ὁ τοῦ σοφίσματος αὐτῶν καθέστηκεν ἔλεγχος . Δεύτερος πάλιν λόγος ἀνατρεπτικὸς τῆς ῥητορικῆς τοιοῦτός ἐστιν : εἰ ἔστιν ἡ ῥητορική |
ἄμετρος ὀργήν , τραχὺς ὀργήν , ἔκμετρος , χολώδης ἐπίχολος ἀκρόχολος μελάγχολος , ὀξύθυμος , ὀξυθυμίας , πικρός , δύσκολος | ||
ἵνα μὴ κοιμηθῶσιν . ὅθεν [ . ] κυαμοτρὼξ , ἀκρόχολος . αἰετὸν τίκτοντα : Λείπει τὸ ὡς . παροιμία |
μετὰ δόλου ἔλαβεν , ἴσως ἂν εἴποι τις , οὐκ ἐπαινετός . Τί οὖν φησι : καὶ εὐλογημένος ἔστω ; | ||
ὁ δὲ ἐλεεινός : ὁ μὲν ἐπάρατος , ὁ δὲ ἐπαινετός : ὁ μὲν μοιχικός , ὁ δὲ νόμιμος . |
παντοδαπόν , παντοῖον , πανσέληνος , παναρμόνιον , παναγές , πανώλης , πάντολμος , παμμίαρον , παμπόνηρον , πάνσοφον , | ||
. παντουργῷ : πάντα πράττοντι . πάνυ : λίαν . πανώλης : πανόλεθρος . πασπάζοιεν : παρακαλοῖεν . . , |
καὶ τοῦτο φέρει τὸ θέαμα : καὶ γάρ πως καὶ φιλοστρατιώτης ἡμῖν λίαν ὑπὸ τῆς ποιήσεως ἐκεῖνος δείκνυται : λυπεῖ | ||
καμόντι ἤρκει καὶ ὁρμωμένῳ πρὸς κάματον οὐκ ἦν κώλυμα . φιλοστρατιώτης δὲ ὢν διαφερόντως στρατιώταις οὐκ ἐχαρίζετο , ἀλλὰ πᾶσάν |
, ὀρεινῆς . τάτ ' : ἅτινα , ἰωνικῶς . Τερπωλή : χαρὰ , εὐφροσύνη . ἠέ : ἰωνικόν . | ||
Εἰσδῦναι : εἰσελθεῖν . εἰσορόωντας : εἰς αὐτὸν βλέποντας . Τερπωλή : τέρψις . ἀπειρήτοισιν : ἀπείροις , ἀνοήτοις . |
νόμος οὐκ ἄν ποτε δύναιτο συστῆναι λεπτουργεῖν πρὸς τὰ ἀδικήματα ἐγχειρῶν . αἱ γὰρ ἀνομοιότητες τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων οὐδεμίαν ἐκφυγγάνουσαι | ||
τυράννου καὶ ποῦ δίκαιος εἶ προφέρειν εἴ τίς τινα πείθειν ἐγχειρῶν ἀπέτυχεν ; εἰ δὲ σὺ μὲν στέργειν ἠξίους τοῖς |
κατασκευάζων ταῖς πολιτικαῖς δυνάμεσιν . ἀεὶ δὲ μᾶλλον τοῖς πολίταις ἀπεχθόμενος , καὶ πολλοὺς μὲν ὑβρίζων , τοὺς δὲ ἀναιρῶν | ||
θεοῖσιν ἀπέχθηται μακάρεσσιν . [ ἔρρ ' , ἐπεὶ ἀθανάτοισιν ἀπεχθόμενος τόδ ' ἱκάνεις . ] ὣς εἰπὼν ἀπέπεμπε δόμων |
ἀλλὰ κατὰ τοὺς κίμβικας καὶ σκιφοὺς διακείμενος : ὁ δὲ φιλοκερδὴς εἰς ταὐτὸν ἥκει τῷ ἀνελευθέρῳ : εἰκὸς γὰρ τὸν | ||
τὴν ὀφειλομένην δοθῆναί μοι παρ ' ὑμῶν δωρεάν , οὐ φιλοκερδὴς οὐδὲ μικρολόγος τις ὢν οὐδὲ ἐπὶ μισθῷ τὴν πατρίδα |
αὐλητὴς ἐγένετο μὴ πάνυ τοῖς αὐλητικοῖς ἐμμένων νόμοις , ἀλλὰ παρακινῶν : ὅθεν ἡ παροιμία . Τὸ δέ τοι κλέος | ||
ἐπέρχεταί μοι ἔννοιά τις καὶ λόγος ἡδὺς ὑπὲρ σοῦ , παρακινῶν με λέγειν τοῦτο πρὸς σέ . ὥσπερ γὰρ ἡ |
Κρόνου καὶ Τιθωνοῦ παππεπίπαππος νενόμισται . ἀρρησία κάναστρα κορδακισμός κωδωνοφορῶν σιγηλός σταφυλήν ὦ ' τάν Ἅπερ ἐσθίει ταυτὶ τὰ πόνηρ | ||
Τὰ διὰ τοῦ ΗΛΟΣ ὑπερδισύλλαβα ἁπλᾶ ἔχοντα θηλυκὰ ὀξύνεται : σιγηλός μιμηλός ἀπατηλός ὑψηλός ὑδρηλός . Τὰ διὰ τοῦ ΙΛΟΣ |
ἐν λόγῳ , ὁ δ ' αὐτὸς καὶ προτρεπτικὸς καὶ ἐλεγκτικὸς οὗτος ὁ δυνάμενος ἑκάστῳ παραδεῖξαι τὴν μάχην , καθ | ||
ὁ διάλογος διὰ μὲν τὸν Φαῖδρον ἠθικὸς καὶ καθαρτικὸς , ἐλεγκτικὸς , προτρεπτικὸς εἰς φιλοσοφίαν : διὰ δὲ τοὺς περὶ |
ἐλάμβανον . , ἔξω ἔμπροσθέν μου ἐκράτουν . ἀπάγχων ] ἀποπνίγων . τὰ εʹ ταῦτα κῶλα δίμετρά εἰσιν ἰαμβικά , | ||
ἐπαχθής , ἄπληστος , ἄμετρος , αἰσχροκερδής , βίαιος , ἀποπνίγων , πιέζων , λωποδυτῶν , ἀποδύων , ἁρπάζων , |
πόλιν ἅπαντες κτλ► . Ἀθῆναι φιλόλογος πολύλογος Λακεδαίμων βραχύλογος Κρήτη πολύνους μᾶλλον ἢ πολύλογος◄ . ὡς ἐμοὶ φαίνεται . γρ | ||
. : Συνᾴδει δὲ τούτοις καὶ ὁ Πολυΐστωρ Ἀλέξανδρος , πολύνους ὢν καὶ πολυμαθὴς ἀνὴρ , τοῖς τε μὴ πάρεργον |
παρὰ τὸ λίπτω . λελιμμένος ] ἐπιθυμῶν . θ Ξ λελιμμένος ] ἐπιθυμίαν ἔχων . κατὰ τοῦτον γὰρ τὸν καιρὸν | ||
μαργῶν ] μαινόμενος . θ Ξ μάχης ] πολέμου . λελιμμένος ] ἐπιθυμῶν παρὰ τὸ λίπτω . λελιμμένος ] ἐπιθυμῶν |
ποικίλλειν : ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων . Χυτρεοῦς * * : ὀστράκινος , εὐτελής . Χωρὶς τὰ Μεῤῥᾶς καὶ Σιλωὰμ ῥεύματα | ||
ἀγαθὰ βεβαιότερα καὶ τὰ κακὰ ἰσχυρότερα μαντεύεται , ὁ δὲ ὀστράκινος ἔλαττον : ἀμφότεροι δὲ τὰ κρυπτὰ ἐλέγχουσι . λύχνος |
ἡσυχία , πλουσίων ἐπιτήδευμα , [ πενήτων ἀδολεσχία ] , καθημερινὴ μελέτη . Αἰώνιος ὕπνος , ἀνάλυσις σώματος , ταλαιπωρούντων | ||
] μείζονα χρημάτων αὐτοῖς εὐπορίαν ὑποτίθεται : ὁ γὰρ μισθὸς καθημερινὴ δόσις ἐστὶ χρημάτων , τὰ δὲ θεωρικὰ ταῖς ἱερομηνίαις |
δ ' ἀστός , ἐπιχώριος , ἐγχώριος , ἡμεδαπός , ὁμόφυλος , ἐγγενής , ἔντοπος : τὸ γὰρ ἐνδάπιος ποιητικόν | ||
Πτολεμαΐδα . ἀπὸ δὲ φυλῶν τὸ φυλοκρινεῖν ὠνομάσθη , καὶ ὁμόφυλος ἀλλόφυλος , φυλέτης , φυλίων θεῶν ἱερά , ἐμφύλιον |
κακά ἐστι καὶ ἐκείνης οἰκεῖα καὶ οὐ τῆς ἀμείνονος . κοτέει : ἁμιλλᾶται : χαλεπαίνει : ὀργίζεται . * ὦ | ||
τῶν ἐπ ' ὀλέθρῳ οἰκείῳ διακονούντων . Καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει : ἐπὶ τῶν ὁμοτέχνων διαφθονουμένων . Κακοῦ γὰρ ἀνδρὸς |
: μέλισμα , μέλος , λάλημα , ὅθεν καὶ τὸ ψίθυρος ὁ λάλος . ἡ δὲ φωνὴ τῶν κατὰ μίμησιν | ||
λαμβάνουσιν . ἔστι γὰρ ψίθυρ ψίθυρος ὡς μάρτυρ μάρτυρος καὶ ψίθυρος ψιθύρου ὡς μάρτυρος μαρτύρου : τὸ δὲ ψίθυρ παρὰ |
. συναγώγιμον ποιῶμεν . ἀλλ ' εὖ οἶδ ' ὅτι κυμινοπρίστης ὁ τρόπος ἐστί σου πάλαι . σοφοῦ γὰρ ἀνδρὸς | ||
. συναγώγιμον ποιῶμεν . ἀλλ ' εὖ οἶδ ' ὅτι κυμινοπρίστης ὁ τρόπος ἐστί σου πάλαι . Σοφοῦ γὰρ ἀνδρὸς |
δὲ μόνον ὁ κατάγελως : ὁ γὰρ χλευασμὸς καὶ ἡ χλευασία καὶ τὸ διασύρειν δηλοῖ , ὥσπερ καὶ ὁ χλευαστικὸς | ||
, ἄνεσις προσώπου , καγχασμός : καὶ ἑτέρας χρείας χλευασμός χλευασία , κατάγελως . γελᾶν , μειδιᾶν ὑπομειδιᾶν ἐπιμειδιᾶν , |
τὸ σκόλιον Αἰσχίνου , ⌈ ἐπειδὴ Γ [ ἐπεὶ ] κομπαστὴς ἦν . Γ χρήματα : † πλουσίου ὧ δήματο | ||
διὰ τοῦτο τὰς ἐκεῖθεν προσδοκᾷ γυναῖκας . ὁ δὲ Θεογένης κομπαστὴς Ἀχαρνεύς . ἐπειδὴ δὲ κέλητα εἶπεν , ἐπήγαγεν ἀκάτιον |
καὶ ἐνοχλοῦν σῶμά ἐστι , κινεῖ δ ' ἡμᾶς ἡ εὐμουσία ἐνοχλεῖ δ ' ἡ ἀμουσία . ἔτι πᾶν τὸ | ||
καὶ διατρίβουσι περὶ παιδείαν , οὐδὲ αὐτὴ ἡ ἐν λόγοις εὐμουσία καὶ διατριβή , ἀλλ ' ἣν οἱ πολλοὶ ἀκύρως |
συγγενὴς λέγεται , καὶ ὁ παρὰ τῇ συνηθείᾳ λεγόμενος . Ἑταῖρος ὁ συμπολίτης . Ξένος δὲ ὁ ἀφ ' ἑτέρας | ||
ὡς τάσσω τάξω , τακτὸς , ἄτακτος , ἀτακτῶ . Ἑταῖρος . ἔθος ἐθαῖος ὁ συνήθης , καὶ πλεονασμῷ τοῦ |
φαρμακοῖς . λιμῶι γένηται ξηρός : ἐν δὲ τῶι θύμωι φαρμακὸς ἀχθεὶς ἑπτάκις ῥαπισθείη . τούτοισι θηπέων τοὺς Ἐρυθραίων παῖδας | ||
τῆς εἱμαρμένης ἀνάγκῃ τὴν μοιχείαν σοφίζεται : μοιχὸς , ἢ φαρμακὸς ἐγὼ , Ἀσκληπιὸς τῆς βλασφημίας καὶ Ἀπόλλων : φαρμακὸς |
ἀεὶ τῶν κρεῶν . λέγεταί που μίαν εἰ διέλειπεν ἡμέραν ἄγευστος ἐπιτίθεσθαι τὸ πάθημα πάντως , ἕως ἐνεπλήσθη . , | ||
γῆς τῷ ἀτάφῳ , οὐδὲ σώματος ἅψεται . μένει δὲ ἄγευστος καὶ ποτοῦ , ἐὰν ἐς αὔλακα ἐποχετεύῃ εἷς ἄνθρωπος |
: Ὑπερείδης ἐν τῷ κατὰ Πασικλέους “ ἐὰν δέ τις ἔκδεια ” γένηται , “ ἤγουν ἐὰν δέ τις ἐνδεήσῃ | ||
ἀπορία , ἀχρημοσύνη ἀχρηματία , ἀκτημοσύνη , σπάνις , ἔνδεια ἔκδεια , ἐπίλειψις . ἰδίως δὲ τοὺς μὲν πλουσίους καὶ |
εὔσιτος , σιτοφάγος , σιτικός , πολύσιτος ὀλιγόσιτος μετριόσιτος , σύσσιτος συσσιτεῖν , ἀείσιτος , ἐπίσιτις ἐπισιτισμός , παρασιτεῖν καὶ | ||
Σοῦσα ἔχε τά περ ἂν ἐγὼ ἔχω , ἐμός τε σύσσιτος ἐὼν καὶ σύμβουλος . Ταῦτα Δαρεῖος εἴπας καὶ καταστήσας |
γνώσω γνώμων γνώμονος καὶ ἐν συνθέσει ἐπιγνώμων ἐπιγνώμονος , νοήσω νοήμων νοήμονος , ἐλεήσω ἐλεήμων ἐλεήμονος , παλαίσω Παλαίμων Παλαίμονος | ||
ἔσμεν νοήμονες . Εἴρηκε γὰρ ὑποκατιὼν οὕτως : Ἐὰν ᾖς νοήμων καὶ ποιήσῃς ὡς γέγραπται , ἔσῃ μακάριος : νικήσεις |
Πηλαῖος . Πήληκες , δῆμος Λεοντίδος φυλῆς . ὁ δημότης Πήληξ . τὰ τοπικὰ ἐν Πήληκι εἰς Πήληκα ἐκ Πηλήκων | ||
δὲ ἦσαν οἱ λεγόμενοι Οἴηθεν , ὡς προείρηται . : Πήληξ . . . Δῆμός ἐστι τῆς Λεοντίδος Πήληκες , |
, Ἀττικοί : βυβλία , ὡς Δημοσθένης , κοινόν . Βλάξ . ὁ διὰ νωθρίαν ἁμαρτηκώς . Βλάξ , μαλακός | ||
Κύμῃ χωρίου τῆς Βλακείας , οὗ μνημονεύει καὶ Ἀριστοτέλης . Βλάξ , βλακεύειν , βλακεύεσθαι καὶ βλάκες καὶ βλακικῶς : |
ἀνθρώποις κακόν . Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά . Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ ' ἔμφρων πατήρ . Φίλους ἔχων | ||
γίγνεται κακά . Ὑπερήφανον πρᾶγμ ' ἐστὶν ὡραία γυνή . Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ ' ἔμφρων πατήρ . Ὕπνος πέφυκε |
πάντων ὁπλιζομένων ἡμῶν εἷς τῶν παρ ' ἡμῖν εὔνους καὶ φιλοκίνδυνος τῶν ὑπὲρ τῆς πολιτείας ἀγώνων στερίσκηται : εἰ γὰρ | ||
ἀφυλακτοῦντας μᾶλλον ἁμαρτάνειν . ἢν δ ' ἅπαξ δόξῃ τις φιλοκίνδυνος εἶναι , ἔξεστι καὶ ἡσυχίαν ἔχοντα , προσποιούμενον δὲ |
' ἀπειλήν . ʃ τρία εἴδη ὀλιγωρίας , καταφρόνησις , ἐπηρεασμὸς καὶ ὕβρις . τούτων γὰρ καταφρονεῖ τις , ἃ | ||
, μᾶλλον δὲ καὶ συνέδριον . ὢ τάλας ἐγώ , ἐπηρεασμὸς τὸ κακὸν εἶναί μοι δοκεῖ . οὐ τοῦ τυχόντος |
καὶ μνημονεύεταί τις ἑταίρα πρὸς τὴν ὀνειδίζουσαν , ὅτι οὐ φιλεργὸς εἴη οὐδ ' ἐρίων ἅπτοιτο , εἰπεῖν ” ἐγὼ | ||
ὅτι πᾶν τὸ παρὰ καιρὸν δρώμενον ἐπονείδιστον . γυνὴ χήρα φιλεργὸς θεραπαινίδας ἔχουσα ταύτας εἰώθει νυκτὸς ἐπὶ τὰ ἔργα ἐγείρειν |
χλευαστικός : ὁ γὰρ χλεῦαξ κωμῳδικώτερον , τωθαστὴς δὲ καὶ τωθαστικὸς καὶ γελωτοποιός . ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ δ ' εἴρηται | ||
χλευαστικός : ὁ γὰρ χλεῦαξ κωμῳδικώτερον , τωθαστὴς δὲ καὶ τωθαστικὸς καὶ γελωτοποιός . ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ δ ' εἴρηται |
τοῦ Διὸς μαλακισθήσομαι καὶ θηλύνους γενήσομαι , ἤτοι θῆλυς καὶ ἄνανδρος τὸν νοῦν , καὶ παρακαλέσω τὸν ἐμοὶ μεγάλως μισούμενον | ||
τὰ γυναικῶν πράττειν . ἀποτῆξαι λιμῷ : οἷον ἀποκτεῖναι . ἄνανδρος γυνή : ἡ μὴ ἔχουσα ἄνδρα . ἁπλούστατος : |
ὡσαύτως καὶ Ἀττικοί . ὁ δὲ μετὰ ταῦτα μειράκιον ἢ μεῖραξ , εἶτα νεανίσκος καὶ νεανίας , εἶτα ἀνὴρ μέσος | ||
δρόμον μετέχειν . ἡ δὲ μετὰ ταῦτα μειράκιον , εἶτα μεῖραξ , εἶτα νεανίσκος , εἶτα νεανίας , εἶτα ἀνὴρ |
τῶν ἐπιθυμούντων τῶν ἀλλοτρίων . Γάμος Αἰγύπτου : ἐπὶ τῶν ἀλυσιτελῶς γαμούντων ⋮ Αἴγυπτος καὶ Δαναὸς ἦσαν ἀδελφοὶ ἀπ ' | ||
ἐπὶ τῶν ἀσυγκρίτως ὑπερεχόντων . Αἰγύπτου γάμος : ἐπὶ τῶν ἀλυσιτελῶς γαμούντων . Αἴγυπτον γὰρ καταλιπόντα τὴν γαμετὴν δι ' |
γάμον . Ὡς ὀκνηρός , πάντα μέλλων , σιτόκουρος ὁμολογῶν παρατρέφεσθαι . Οὐδεὶς δι ' ἀνθρώπου θεὸς σώζει , γύναι | ||
: . . ὀκνηρός , πάντα μέλλων , σιτόκουρος ὁμολογῶν παρατρέφεσθαι . καὶ ἐν Πωλουμένοις : . . . . |
ἐν τῷ α , οὐχὶ σινόμωρος , ὁ λίχνος καὶ ἁψίκορος . σκορδινᾶσθαι : τὸ παρὰ φύσιν ἀποτείνειν τὰ μέλη | ||
ἀδιόρθωτος ἐνδεὴς ἀεὶ ἀβέβαιος ἀλήτης ἐπτοημένος φορᾷ χρώμενος εὐεπιχείρητος ἐπιμανὴς ἁψίκορος φιλόζωος δοξοκόπος βαρύμηνις βαρύσπλαγχνος βαρύθυμος βαρυπενθὴς δυσόργητος ψοφοδεὴς ὑπερθετικὸς |