πομπικός , γοργούμενος , σοβαρός , εὔτολμος , πολεμικός , στρατιωτικός , ποδώκης , ἥμερος , πρᾶος , εὐπειθής , | ||
ἀσφαλὲς εἶναι πᾶσι νομιζόντων : ὅ τε γὰρ ὅρκος ὁ στρατιωτικός , ὃν ἁπάντων μάλιστα ἐμπεδοῦσι Ῥωμαῖοι , τοῖς στρατηγοῖς |
ἐν συνθέσει Ἄκαστος , τοῦ α ἐπιτατικοῦ , ὁ πάνυ κεκοσμημένος . . . . ἄκατος : τὸ † μέγα | ||
καὶ τῷ κάλλει καὶ τῷ μεγέθει διάφορος , ἔτι δὲ κεκοσμημένος ὅπλοις βασιλικοῖς εἶχε πολλὴν ὑπεροχὴν καὶ κατάπληξιν , δι |
” μέτριος , ὦ βασιλεῦ , ” ἔφη „ καὶ ἐπιεικής , εἰ , ἃ δύνανται καὶ ἄκοντος ἔχειν ἐν | ||
: δακτύλου τι ἀπέπεσεν . Μετὰ τὰς ἑπτὰ ἐξῄει ἰχὼρ ἐπιεικής . Μετὰ ταῦτα , γλώσσης , οὐ πάντα ἔφη |
γενόμενός ἐστι δεσπότης πατρίς . τίς δ ' οὐχὶ θανάτου μισθοφόρος , ὦ φιλτάτη , ὃς ἕνεκα τοῦ ζῆν ἔρχετ | ||
τοῦ ἔρωτος ἔχθρα τέλος : ἄμισθος ὁ ἔρως ἐκεῖνος , μισθοφόρος ὁ ἔρως οὗτος : ἐκεῖνος ὁ ἔρως ἐπαινετός , |
, οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ Διὸς ζηλωτὴς καὶ οὗτος ὁ φιλάνθρωπος ἀτεχνῶς . τῶν δὲ ἄλλων Κῦρον μὲν φιλοπέρσην καλῶ | ||
, ἅπερ οὐκ ἐάσει καθ ' ὑμῶν ἰσχῦσαι ψῆφος ὑμετέρα φιλάνθρωπος . Εὔβουλος ἐγράψατο Ἀρίσταρχον ἐπὶ τῷ Νικόδημον πεφονευκέναι : |
κατακόψας μάλα συχνοὺς ἐδείπνισεν Χάρης Ἀθηναίων τόθ ' : ὡς γενναῖος ἦν . τὰ αὐτὰ ἱστορεῖ καὶ Δοῦρις . Ἰδομενεὺς | ||
οὗτος οὕρνις ἐστίν . Ὡς πτερορρυεῖ . Ἅτε γὰρ ὢν γενναῖος ὑπό τε συκοφαντῶν τίλλεται , αἵ τε θήλειαι πρὸς |
τὰ καλά . Περίανδρος ὁ Κορινθίων δυνάστης κατ ' ἀρχὰς δημοτικὸς ὢν ὕστερον εἰς τὸ τυραννικὸς εἶναι μετῆλθεν , καὶ | ||
δὲ ἐν Οἰδίποδι : ὁ πρῶτος εὑρὼν τἀλλότρια δειπνεῖν ἀνὴρ δημοτικὸς ἦν τις , ὡς ἔοικε , τοὺς τρόπους . |
η : οἷον , συνήγορος : κατήγορος : θεήγορος : δημήγορος . Τὰ παρὰ τὸ χέω συγκείμενα διὰ τοῦ ο | ||
η : οἷον , συνήγορος : κατήγορος : θεήγορος : δημήγορος . Τὰ παρὰ τὸ χέω συγκείμενα διὰ τοῦ ο |
, πλούσιος μὲν σφόδρα , ὡς κακόβιος δέ τις καὶ φιλοχρήματος καὶ σκνιφὸς κωμῳδεῖται , ὅστις ἕνεκα τῆς φειδωλίας οὐδένα | ||
, πάσας δὲ ἐν τῷ ὀργάνῳ , οὕτως καὶ ὁ φιλοχρήματος οὐδὲν τῶν πέλας ἕνεκα οἰκονομεῖ , ἕλκει δὲ ἐφ |
καὶ οὐδὲν ἐλάττονος ἢ τούτου ; ἵνα τὴν ὅτ ' ἀδωροδόκητος ὑπῆρχε προαίρεσιν αὐτοῦ τῆς πολιτείας ἀναμνησθέντες , ὡς προβεβλημένη | ||
λέγειν ὕστερον ὡς μόνος εἴη Ξενοκράτης τῶν πρὸς αὐτὸν ἀφιγμένων ἀδωροδόκητος . ἀλλὰ καὶ πρεσβεύων πρὸς Ἀντίπατρον περὶ αἰχμαλώτων Ἀθηναίων |
κἀνάρμοστος ] ἀηδής . ※ . καταπύγων ] πόρνος . βωμολόχος ] ἀσεβής , φλύαρος . οἱ ἐν τοῖς βωμοῖς | ||
κωμάζων , πᾶσαν ἀκολασίαν ὑπομένων . ἦν δὲ καὶ φύσει βωμολόχος καὶ καθ ' ἑκάστην ἡμέραν μεθυσκόμενος καὶ χαίρων τῶν |
. Γεγόνασι δὲ καὶ ἄλλοι Ξενοκράτεις πέντε : ὅ τε τακτικὸς ἀρχαῖος σφόδρα καὶ ὁ συγγενὴς ἅμα καὶ πολίτης τῷ | ||
κεδνὸς κἀν πορθμῷ πρὸς ἄκραισι Πελωριάδος προβολαῖσι . τίς οὕτως τακτικὸς ἀκριβὴς ἢ τίς οὕτως κριτὴς ὄψων ὡς ὁ ἐκ |
ἄλλα χείρω . ὧν τὰ ἐναντία μεγαλόφρων , μεγαλόψυχος , μεγαλογνώμων , ἐλεύθερος , ὑπεράνω λημμάτων , κρείττων χρημάτων , | ||
ἐπιμελὴς ἀνθρώπων κηδεμών , στάσιμος , βέβαιος , ἀνεξαπάτητος , μεγαλογνώμων , ἰσχυρογνώμων , ἐνεργός , τελεσιουργός , φροντιστὴς τῶν |
καὶ τοῦτο φέρει τὸ θέαμα : καὶ γάρ πως καὶ φιλοστρατιώτης ἡμῖν λίαν ὑπὸ τῆς ποιήσεως ἐκεῖνος δείκνυται : λυπεῖ | ||
καμόντι ἤρκει καὶ ὁρμωμένῳ πρὸς κάματον οὐκ ἦν κώλυμα . φιλοστρατιώτης δὲ ὢν διαφερόντως στρατιώταις οὐκ ἐχαρίζετο , ἀλλὰ πᾶσάν |
φανερὸν ἐκ τῶν εἰρημένων : ὅπως δὲ δυνηθείη τις ἂν νομοθετικὸς γενέσθαι , ζητητέον ἐστίν . ἢ φανερόν ἐστιν , | ||
γραμματικός τις γένοιτ ' ἂν ἢ μουσικός , οὕτω καὶ νομοθετικὸς ἀπὸ τοῦ εἰδότος νομοθετεῖν , ὅς ἐστιν ὁ πολιτικός |
τὴν γῆν ῥέπων τε καὶ βαρύνων ᾧ μὴ καλῶς ἦν τεθραμμένος τῶν ἡνιόχων . ἔνθα δὴ πόνος τε καὶ ἀγὼν | ||
τὰς αὐτὰς ὑπελάμβανεν ἀριστοκρατίας πολιτευομένης , γεγονώς τε κακῶς καὶ τεθραμμένος ἀδόξως καὶ λαμπρὸν οὐθὲν ἀποδειξάμενος οὔτε κατὰ πολέμους οὔτ |
φύσεως μέσον ὑπάρχειν βουλόμεθα . ἰστέον δὲ ὅτι οὔτε ὁ φιλότιμος ὡς μισθὸν τῶν πράξεων τὴν τιμὴν μεταδιώκει οὔτε ὁ | ||
. τίνες οὗτοι ; Ἰπποκράτης ὁ κῶος . Πραξαγόρας , φιλότιμος , Ἐρασίστρατος καὶ Ἀσκληπιάδης Πρῶτοι οὗν μακρολογίας αἴτιοι κατέστησαν |
ὑμᾶς ἐξελήλεγκται , ἐν οἷς τί κακὸν οὐκ ἔνι ; δωροδόκος , κόλαξ , ταῖς ἀραῖς ἔνοχος , ψεύστης , | ||
δέ : παράνομος , προδότης , ὀλιγαρχικός , πεπραμένος , δωροδόκος δεδωροδοκημένος , δεδεκασμένος , ἀδόκιμος , κίβδηλος , παράσημος |
Ἀγκύρᾳ Μάξιμος , εὐγενής , εὐγενέστερος Κόδρου , φασί , πρᾷος , ἐκ τοῦ δικαίου πλουτῶν , οὐ τὴν τοῦ | ||
ἐπαινεῖται : ὃς δὴ ὁ πρᾷός ἐστι . δοκεῖ γὰρ πρᾷος εἶναι ὁ ἀτάραχος καὶ μὴ ἀγόμενος ὑπὸ τοῦ πάθους |
ἔοικε γὰρ καὶ τὰ μήπω γεννώμενα φιλεῖν καὶ δέει πατρικῷ ἁλισκόμενος ἐντεῦθεν ὀρρωδεῖν ἤδη , καὶ διημερεύει μὲν ἐπὶ τῇ | ||
τῶν φλεγματικῶν . ἄλλος δέ τις ὥρᾳ θέρους αἰεὶ τριταίοις ἁλισκόμενος πυρετοῖς ἤδη πολλῶν ἐτῶν οὐκ ἐπύρεξε , χολὴν ὠχρὰν |
Αἰγυπτιακῶν ἔργων „ : ἐπεὶ ζῶν γε ὁ βασιλεὺς καὶ φιλήδονος τρόπος ἐν ἡμῖν γεγηθέναι τὴν ψυχὴν ἀναπείθει ἐφ ' | ||
νομίζων τὰς εὐεργεσίας ] . οὐδεὶς γὰρ οὕτω μαλακὸς οὐδὲ φιλήδονος ὃς οὐχ ἥδεται τῇ αὑτοῦ πράξει , κἂν τύχῃ |
καὶ τὸ τῶν δικαστηρίων ὄνομα : εἰ δ ' ὁ πρωτεύων βδελυρίᾳ καὶ γνωριμώτατος εἰσελθὼν περιγενήσεται , πολλοὺς ἁμαρτάνειν ἐπαρεῖ | ||
φησιν Σῆμος ἐν εʹ Δηλιάδος , καὶ γένει καὶ πλούτῳ πρωτεύων εἰς Τροφωνίου καταβὰς καὶ ἀνελθὼν οὐκ ἔτι γελᾶν ἐδύνατο |
κατωρθωκέναι τὸ προσταχθὲν τῆς τυραννίδος αὐτὸν οὕτω φρονεῖν ἀπαιτούσης : φοβερὸς γάρ , οὐ δίκαιος ἐθέλει δοκεῖν . ὥστε τῆς | ||
, ὡς ἐν τῷδε μόνῳ τὸ ἀσφαλὲς ἕξων , εἰ φοβερὸς αὐτοῖς εἴη καὶ δι ' αὐτὸ καὶ δυσεπιχείρητος . |
τῷ θείῳ τε καὶ δαιμονίῳ πράττειν , τῶν κακῶν καὶ ἀγνωμόνων ; Πῶς δ ' ἂν ἄλλως λέγοιμεν ; Εἶναι | ||
καὶ τὸν ἄπορον εὑρίσκειν πόρον ὦ θάνατε , σωφρόνισμα τῶν ἀγνωμόνων τάδ ' οὐχ ὑπάρχων , ἀλλὰ τιμωρούμενος Ταλαός ἀείταν |
μονάδα αὐτὴν ὁ βασιλικός , κατὰ δὲ τὸν γʹ ὁ ὀλιγαρχικός , τῆς μονάδος πολλαπλασιασθείσης ἐπ ' αὐτόν , κατὰ | ||
ἀλλ ' ἐν ὀλίγωι πολλῶι γε μᾶλλον [ συνεδρίωι . ὀλιγαρχικός γ ' εἶ καὶ πονηρός , Σμικρίνη ? [ |
ἵππους : ἡ διπλῆ , ὅτι Ζηνόδοτος γράφει κρατερωνύχεσι . βίαιος δ ' ἡ συναλοιφή . τὸ δὲ ἑξῆς ἐστίν | ||
ἐστιν , ἀντίθεσις , μετάληψις , πρός τι , ὅρος βίαιος , ἡ θέσις , ἑτέρα μετάληψις , ἀντίληψις , |
οὔθ ' ἑκὼν οὔτε ἄκων ἐξαπατήσει τιμῶν τε τἀληθὲς καὶ γέμων ῥητορικῆς . Ἀλλ ' οὐδὲν τῶν παρὰ σοῦ μικρόν | ||
καθαρείως παρὰ Ξενοφῶντι εἴρηταιδιηκριβωμένος , εὐδίαιτος , μεγαλόφρων , φιλοφροσύνης γέμων , εὐάρμοστος , φιλοπροσήγορος , πανηγυρικὸς τὸ ἦθος , |
πλουσίων , εἷς που τάχα ἐν μυρίοις , δαψιλὴς καὶ μεγαλόφρων τὸν τρόπον εὑρεθείη , τοῦτο ἱκανῶς δείκνυσι τὸ μὴ | ||
τοῦτο αἰεὶ γίγνεται . Ἡράκλειτος † Βαθέωνος , Ἐφέσιος , μεγαλόφρων γεγονὼς καὶ ὑπερόπτης παρ ' ὅντιν ' οὖν . |
Ὑπέρβολος : Ἀντιφῶν ἐν τῷ πρὸς Νικοκλέα . ἦν δὲ δημαγωγὸς ὃν Θουκυδίδης ἐν τῇ ηʹ ἐξωστρακίσθαι φησίν . Ὑπερήμεροι | ||
τινὸς πάλιν αὐτὰ ποιῆσαι στρατιωτικά . βουλόμενος Εὔβουλος ὁ πολιτευόμενος δημαγωγὸς ὢν πλείονα εὔνοιαν ἐπισπάσασθαι τοῦ δήμου πρὸς ἑαυτόν , |
ἑαυτὸν ὑπερβεβληκώς . φύσει δὲ πρὸς ἀρετὴν τῶν ἄλλων πολὺ διαφέρων ἐζήλωσεν ἀρετὴν ἐπαινουμένην : πᾶσι γὰρ τοῖς μαθήμασι πολὺν | ||
περὶ τούτων ἐκκλησίας , ὁ Περικλῆς , δεινότητι λόγου πολὺ διαφέρων ἁπάντων τῶν πολιτῶν , ἔπεισε τοὺς Ἀθηναίους μὴ ἀναιρεῖν |
ἄψ γέγονεν ἐκβολῇ τοῦ ψ ' . . . . αὐθάδης : αὐτάρεσκος , θυμώδης : εἴρηται ὁ ἑαυτῷ ἁδῶν | ||
ἐνδείξασθαι τὸ παραστάν . ἡ δὲ τῶν ποιητῶν τέχνη μάλα αὐθάδης καὶ ἀνεπίληπτος , ἄλλως τε Ὁμήρου , τοῦ πλείστην |
ἀνάθημα . λόγος ὀρθὸς ὅμοιος θεῷ , διὰ τοῦτο καὶ ἄπρατος . ὁ τοῖς πολλοῖς πειρώμενος ἀρέσκειν πολλοῖς ὅμοιος . | ||
δ ' ἂν λέγοιτο καὶ τὰ μὴ πιπρασκόμενα , ὡς ἄπρατος ἀνὴρ ὁ μὴ πιπράσκων ἑαυτόν . καὶ ὁ μὲν |
' Ἰσίδωρος οὐκ ἀποδέων τὴν μοχθηρίαν , ἄνθρωπος ὀχλικός , δημοκόπος , ταράττειν καὶ συγχέειν πράγματα μεμελετηκώς , ἐχθρὸς εἰρήνῃ | ||
συγκυκῶν , θορυβῶν , στρέφων , συγχέων , συνταράττων , δημοκόπος , θρασύς , προωθῶν ἅπαντας , ἐλαύνων , φύρων |
ἣν ὁ μὲν τιμῶν καὶ φυλάττων καὶ μηδὲν ἐναντίον πράττων νόμιμος καὶ θεοφιλὴς καὶ κόσμιος , ὁ δὲ ταράττων ὅσον | ||
τὸ εἰ ἐφόνευσε : δεύτερον δὲ κατὰ ζήτησιν , εἰ νόμιμος ὁ φόνος ἢ δίκαιος , ἢ σύμφορος : ὥσπερ |
παλαιὰς καὶ ἀρχαίας , περὶ ἧς ἔφασαν ἔκπαλαι μύθους . παλαμναῖος : φονεὺς ἢ μιαρός . παλαμναῖοι γὰρ λέγονται οἱ | ||
ξενικόν . παιδίσκην : νεανίδα Ἀττικοί , θεράπαιναν Ἴωνες . παλαμναῖος : φονεὺς ἢ μιαρός . παλαμναῖοι γὰρ λέγονται οἱ |
μετὰ δόλου ἔλαβεν , ἴσως ἂν εἴποι τις , οὐκ ἐπαινετός . Τί οὖν φησι : καὶ εὐλογημένος ἔστω ; | ||
ὁ δὲ ἐλεεινός : ὁ μὲν ἐπάρατος , ὁ δὲ ἐπαινετός : ὁ μὲν μοιχικός , ὁ δὲ νόμιμος . |
διατετέλεκα καὶ ὑμᾶς αὐτοὺς ὑπερεπαινῶν καὶ τοῖς λόγοις οἷς καταλελοίπατε ὁμιλῶν ; αὐτὰ γοῦν ἅ φημι ταῦτα , πόθεν ἄλλοθεν | ||
αὐτῶν τοιγαροῦν μεθ ' ὧν ἥλως . ” [ Κακοῖς ὁμιλῶν ὡς ἐκεῖνοι μισήσῃ , κἂν μηδὲν αὐτὸς τοὺς πέλας |
ἐνοσφίσατο πολλὰ τοῦ δημοσίου πράγματα , καὶ ὑπ ' ἄλλων κωμῳδεῖται . τοῦτο δὲ κομψὸν καὶ οὐ πάνυ οἰκεῖον δοκεῖ | ||
ἔμελλε φωραθήσεσθαι καὶ δώσειν δίκην ὡς κεκλοφὼς τὰ δημόσια , κωμῳδεῖται ὑπὸ τῶν ποιητῶν . εἶχε δὲ οὗτος ὁ Πάμφιλος |
ἅτε βαρύτεραι καὶ μείζους ἐμόχθουν . ὡς δ ' ὁ συνήθης τοῦ πορθμοῦ κλύδων ἐπεγίγνετο καὶ διεσπᾶτο ἡ θάλασσα ἐφ | ||
ἤγουν ἡ Ἀθηνᾶ . . ἐπιχώριος ] ἐντόπιος . , συνήθης , τοπική . τὸ “ θεὸς ” ἀντὶ τοῦ |
: ἀπὸ δὲ τοῦ πράγματος : ἀλλ ' ἡ Πλαταιέων παράνομος ἅλωσις οὐ συγχωρεῖ βέβαιον ἑστάναι τὸν νόμον . Ἰστέον | ||
παράνομος ἄνισός τίς ἐστι καὶ πλεονέκτης . ἐπεὶ δὲ ὁ παράνομος ἄδικός τίς ἐστι καὶ ὁ νόμιμος δίκαιος , φανερὸν |
ἐστὶν ἄνθρωπος κακός : ὁ γὰρ διμάτωρ Βρόμιος οὐ χαίρει συνών ἀνδράσι πονηροῖς οὐδ ' ἀπαιδεύτῳ βίῳ Τμᾶρες ὅσοι ναίουσι | ||
ἐν τῷ αὐτῷ πλοίῳ πλέων καὶ παρὼν διὰ τέλους καὶ συνών μοι , τῇ αὐτῇ βασάνῳ βασανιζόμενος τοῖς μὲν πρώτοις |
. ὅσιος ] δίκαιος . θ ὅσιος ] εὐσεβής . ὅσιος ] ἄξιος . μομφῆς ] μέμψεως . μομφῆς ] | ||
ὕδασιν ἐξαρδῶν ἀεί . ὑμεῖς δ ' [ ἐπειδὰν ] ὅσιος ἦι Κάδμου πόλις χωρεῖτε , [ παῖδες ] , |
, ἀνὴρ Ἰταλὸς καὶ τῶν εὖ γεγονότων . ὃς ἄγαν συνετὸς ὢν καὶ πεπαιδευμένος καὶ ψυχῆς ἀνδρείαν πλουτῶν τοῖς τε | ||
ἡδύβιος , κατωφερὴς εἰς γυναῖκας , Ἑρμοῦ δὲ εὐπαίδευτος , συνετὸς καὶ ἐρωτικὸς εἰς παῖδας , Ἡλίου δὲ καὶ Σελήνης |
τοὺς λόγους οὓς εἶπον ἐγκωμιάζων πολὺς ἦν τοῖς ἐπαίνοις καὶ ἐπαχθής . Συνδειπνούντων δ ' ἡμῶν ἁπάντων ἐν Λαρίσῃ , | ||
ἄλλα οὐχ ὑπερήφανος δοκῶν εἶναι πολίτης οὐδὲ ὀγκώδης τε καὶ ἐπαχθής , ἀλλὰ κόσμιος καὶ εὐσταλὴς ἀνήρ : ἔπειτα τοῦτον |
φησίν , ” Ὁ τῶν ἰδιωτῶν ἄριστος βίος , καὶ σωφρονέστερος παυσά - μενος τοῦ μετεωρολογεῖν καὶ τέλη καὶ ἀρχὰς | ||
οὗ γε εἰ ] μὴ Ὁμήρου πολὺ φανῶ κρείττων καὶ σωφρονέστερος ποιητής , τοῦ δόξαντος ὑμῖν ἰσοθέου τὴν σοφίαν , |
μὲν ἀνυπόκριτος πρὸς τοὺς προήκοντας , πρὸς δὲ τοὺς ὁμήλικας ἄπλαστος ὁμοιότης καὶ φιλοφροσύνη , συνεπίτασις δὲ καὶ παρόρμησις πρὸς | ||
. . ἄπλαστος καὶ ἅμα αὐτοῖς ἐπιθέουσα σεμνότης ἡδεῖα καὶ ἄπλαστος αἰδὼς ἐπέστρεφεν ἱκανῶς τὸν φιλόσοφον καὶ ἤδη γνώριμον ἐποίει |
δακρύοις εἰς τὸ θῆλυ τρεπόμενος ἐλεινὸς ἦν ἂν μᾶλλον ἢ δραστήριος . κτεῖν ' , εἰ δοκεῖ σοι : δυσκλεᾶς | ||
γὰρ οὐδὲν οὐδετέρωθι , καθὸ γιγνώσκει . Εἰ γὰρ καὶ δραστήριος εἴη ἡ γνῶσις , ἀλλὰ καθὸ δρᾷ τι , |
ῥήτωρ ἐπιφανὴς γεγένηται Ξενοκλῆς , τοῦ μὲν Ἀσιανοῦ χαρακτῆρος , ἀγωνιστὴς δὲ εἴ τις ἄλλος καὶ εἰρηκὼς ὑπὲρ τῆς Ἀσίας | ||
εἰπὼν ὅτι πολλὰ μαθεῖν αὐτὸς ἔτι δέομαι , καὶ μᾶλλον ἀγωνιστὴς προῄρημαι τῶν πολιτικῶν ἢ διδάσκαλος εἶναι τῶν ἄλλων . |
ἀλλὰ ᾗ μὲν ὡς πρὸς τοὺς σπουδαίους μόνον ἀποβλέπει , μεγαλόψυχος λέγεται , ᾗ δὲ πρὸς τοὺς πολλούς , φιλότιμος | ||
δήμῳ καὶ θορύβοις ἐξογκούμενος : ὁ δὲ κατ ' ἐκείνην μεγαλόψυχος , ὡς περιφρονῶν μὲν τῶν τοιούτων ἐπαίνων , ζητῶν |
τις αὐχμῶν ἢ ῥυπῶν , κονιορτὸς ἀναπέφηνεν : ὄπισθεν ἀκολουθεῖ κόλαξ τῳ , λέμβος ἐπικέκληται : τὰ πόλλ ' ἄδειπνος | ||
οὐ τὰ σώφρονα συμπόσια συνάγουσι : τοῖς δ ' ὁ κόλαξ πάμπρωτος ὑφαίνειν ἤρχετο μῶκον . ἔτι δὲ ὁ μὲν |
φεύγων , ἀλλὰ πάσης τῆς ἀγέλης προμαχόμενος καὶ τοῖς ἀσθενέσι βοηθῶν , προθυμούμενος σῴζειν τὸ πλῆθος ἀπὸ τῶν χαλεπῶν καὶ | ||
Νεοπτόλεμος , Πριάμου πόλιν ἐπεὶ πράθε : τεθνηκότων δὴ τῶν βοηθῶν ἐν Πυθίοις δαπέδοις κεῖται . ποίων δὲ βοηθῶν ; |
, ἐν οἷς ἐπιεικῶς οἱ σύλλογοι , τοῦ μὴ ἐρυθριᾶν ἐπαινούμενος . τούτου δὲ ἐκεῖνο σεμνότερον τὸ μηδὲ παρὰ τῶν | ||
ὅλων κίνδυνον δεδιόσι . καί τις τῶν ἐκ μέσου ἀνὴρ ἐπαινούμενος ἄμεινον ἄν ἔφη βουλευσαίμεθα , εἰ καὶ Ἄππιον σύμβουλον |
πάντων ὁπλιζομένων ἡμῶν εἷς τῶν παρ ' ἡμῖν εὔνους καὶ φιλοκίνδυνος τῶν ὑπὲρ τῆς πολιτείας ἀγώνων στερίσκηται : εἰ γὰρ | ||
ἀφυλακτοῦντας μᾶλλον ἁμαρτάνειν . ἢν δ ' ἅπαξ δόξῃ τις φιλοκίνδυνος εἶναι , ἔξεστι καὶ ἡσυχίαν ἔχοντα , προσποιούμενον δὲ |
πόλιν ἅπαντες κτλ► . Ἀθῆναι φιλόλογος πολύλογος Λακεδαίμων βραχύλογος Κρήτη πολύνους μᾶλλον ἢ πολύλογος◄ . ὡς ἐμοὶ φαίνεται . γρ | ||
. : Συνᾴδει δὲ τούτοις καὶ ὁ Πολυΐστωρ Ἀλέξανδρος , πολύνους ὢν καὶ πολυμαθὴς ἀνὴρ , τοῖς τε μὴ πάρεργον |
ῥυτίδας ἐν τῷ σώματι ἔχων , χλωρός , ψεύστης , κρυψίνους , σκολιόφρων , δασύς , στυγνοπρόσωπος , ὀζόχρωτος . | ||
παλίμβολος , ἐγκρυφίας , ἐπίσκιος , πολλαπλοῦς τὸ Πλάτωνος , κρυψίνους , γοητευτικός , κακοῦργος , πανοῦργος , ψεύστης , |
παραλείψω , ἀλλ ' ἐκεῖνο λέγω : εἰ μὲν Αἰσχίνης ἰδιώτης ὢν ἀπελήρησέ τι καὶ διήμαρτε , μὴ σφόδρ ' | ||
ἄν , ἀλλ ' ἂν τὰ ὅμοια ποιῶσιν ὅ τε ἰδιώτης καὶ ὁ τύραννος , ἐννόει πότερος μείζω ἀπὸ τῶν |
κατελθὼν ὅτε καὶ οἱ ἐκ Πειραιῶς εἰς τὸ ἄστυ , μισούμενος ὑπὸ πάντων λιμῷ ἀπέθανεν . Οἱ δ ' ἐν | ||
. ἐγκαλῶ γὰρ ἐμαυτῷ , τοῦ πατρὸς ἀναγκάζοντος , ὅτι μισούμενος οὐ δέον φιλῶ καὶ φιλῶ πλέον ἢ προσῆκεν . |
πολλάκις ἐκκρούει ἔκπληξις , φαντασίαν δὲ οὐδέν , χωρεῖ γὰρ ἀνέκπληκτος πρὸς ὃ αὐτὴ ὑπέθετο . δεῖ δέ που Διὸς | ||
δὲ ἧττον : ἀλλ ' ὅμως ὁ ἀνδρεῖος ἀνέκπληκτος , ἀνέκπληκτος δ ' ὡς ἄνθρωπος . φοβηθήσεται μὲν γὰρ ἐπὶ |
γέγονε προφανὴς ἐκ προφανῶν , ἐξουσιαστικὸς καὶ πολλὰ ἐκόλασε , πολυχρήματος , ἄδικος καὶ κατηγορούμενος : πολυχρήματος γέγονεν οὗτος διὰ | ||
καὶ πολλὰ ἐκόλασε , πολυχρήματος , ἄδικος καὶ κατηγορούμενος : πολυχρήματος γέγονεν οὗτος διὰ τὸν [ ] τρίγωνον , ἄδικος |
Ἄνευ ξύλου μὴ βάδιζε : περὶ Κλεομένους λέγει : ὃς στρατιώτης ὢν Ἀθηναῖος προσεποιεῖτο πρὸς τοῖς ἄλλοις κακοῖς καὶ μανίαν | ||
εἰς τί σκεψαμένους χρὴ ὑμᾶς Ἀνδοκίδου ἀποψηφίσασθαι ; πότερον ὡς στρατιώτης ἀγαθός ; ἀλλ ' οὐδεπώποτ ' ἐκ τῆς πόλεως |
φιλογύνης , φιλόθηρος φιλόμουσος , φιλοσώματος φιλόψυχος , φιλόξενος φιλοικτίρμων φιλόπλουτος , φίλυπνος , φιλοκυνηγέτης , φιλογεωργός , φιλόκυβος , | ||
τῶν δογματικῶν ἀγωγῶν δύναται καταστέλλεσθαι , ἀλλ ' ὁ μὲν φιλόπλουτος ἢ φιλόδοξος ἐκπυρσεύεται μᾶλλον τὴν ἐπιθυμίαν ὑπὸ τῆς Περιπατητικῆς |
δυσέφικτος ἐξώλης κακόνους ἀσύμμετρος ἀκαιρολόγος μακρήγορος ἀδολέσχης ἀερόμυθος κόλαξ νωθὴς ἀπερίσκεπτος ἀπροόρατος ἀπρονόητος ὀλίγωρος ἀπαράσκευος ἀπειρόκαλος | πλημμελὴς σφαλλόμενος διαπίπτων | ||
ὑπνώδης , μέθυσος , ἀκρατής , τοὺς καιροὺς παριείς , ἀπερίσκεπτος , ἀπροόρατος , ἀπρονόητος , ἄβουλος , κακόβουλος , |
Ἐπικούρου τίνι μύθων εἰκάσω ; τίς οὕτω ποιητὴς ἀργὸς καὶ ἐκλελυμένος καὶ θεῶν ἄπειρος ; Τὸ ἀθάνατον οὔτε αὐτὸ πράγματα | ||
ἀνελέσθαι τὸν νεκρὸν καὶ τὰ ὅπλα : νῦν δὲ παντελῶς ἐκλελυμένος τις ὁ Ἀχιλλεὺς φαίνεται , τῷ πρώτῳ συστάντι τοιαῦτα |
ῥηθήσεται μαλακός , διότι ἡττήθη ὑπὸ τῶν λυπῶν , ἀλλὰ συγγνωμονικός ἐστι . καὶ ὁ Καρκῖνος τραγικὸς ἦν , ὁ | ||
τὴν ἔλλειψιν ἀποκλίνειν , καθόσον οὐ τιμωρητικός ἐστιν ἀλλὰ μᾶλλον συγγνωμονικός . ἡ δὲ ἔλλειψις κακίζεται , εἴτε ἀοργησία καλεῖται |
καιρούς ; καὶ ἐν οἷς τις ἂν φιλόπολις ἀνὴρ καὶ κηδεμὼν τῆς πόλεως προείλετό τι πρᾶξαι , τοσοῦτον ἐδέησεν ὁ | ||
ἱκανὸς θεραπεῦσαι τὸν κάμνοντα , οὔθ ' ὁ τῆς ψυχῆς κηδεμὼν μὴ διακαθήρας πρότερον τὴν ψυχὴν καὶ τὰς αἰτίας τῆς |
Τοξότῃ , Ἄρης Ζυγῷ , Σελήνη Παρθένῳ . ὁ τοιοῦτος ἡγεμονικὸς ζωῆς καὶ θανάτου κύριος : οἰκείως γὰρ οἱ ἀστέρες | ||
Ὑδροχόῳ , Ἄρης Διδύμοις , Ἑρμῆς Ἰχθύσιν . ὁ τοιοῦτος ἡγεμονικὸς τυραννικός : ἐπίκεντροι γὰρ καὶ ὡροσκοποῦντες οἱ κύριοι τοῦ |
ἀνελευθεριότης οὐδαμῶς : οὔτε γὰρ αὐξανομένου τοῦ πλούτου βελτίων ὁ ἀνελεύθερος γίνεται , καὶ δαπανωμένου πολλῷ χείρων . ἔπειτα καὶ | ||
καὶ ἔστιν ὑψαύχην ὡς ἂν ἄρρην , ἡ δ ' ἀνελεύθερος καὶ δουλοπρεπὴς καὶ πανουργίᾳ χαίρουσα οἰκόσιτος , οἰκοφθόρος : |
παραλαμβάνειν , ὁ γὰρ τῶν πολλῶν ὀθονίων φόρτος ἐπὶ τούτων βλαβερός . Καὶ ἐν μὲν τῷ τῆς πυοποιήσεως καιρῷ πλεῖον | ||
, . . . . Ἀνιγρός : ὁ λυπηρὸς καὶ βλαβερός . παρὰ τὸ ἀνία ἀνιαρός καὶ κατὰ συγκοπὴν καὶ |
πεῖραν ἔλαβεν αὐτῶν : καὶ ὁ μὲν ἔν τισι μερικοῖς πεπαιδευμένος ἐκεῖνα κρινεῖ καλῶς , ὁ δὲ περὶ πᾶν πεπαιδευμένος | ||
λέγει , ὡς ἂν εἰ ἔλεγε “ σώφρων εἰμι καὶ πεπαιδευμένος ” . ὁ δὲ αὐχεῖ ἐπὶ τῷ κλέπτειν . |
ἐστὶ τὸ τῆς ψυχῆς παράστημα μετὰ λογισμοῦ , θράσος δὲ ἀλόγιστος τόλμα . ὅθεν Εὐριπίδης ἁμαρτάνει λέγων : οὔτι θράσος | ||
ἡμέραι αἱ πρότεραι ἄλογοι „ : κατὰ τὸ εἰκός : ἀλόγιστος γὰρ ὁ μὴ ἅγιος τρόπος , ὥστε ὁ εὐλόγιστος |
ἀξιῶν ἑαυτόν , οὐ πάντῃ χαῦνος . ἐλλείπων δὲ ὁ μικρόψυχος : ἔστι γὰρ μικρόψυχος ὁ πολλῶν μὲν ἄξιος ἐλαττόνων | ||
λόγου φαίνονται οἱ μεγαλόψυχοι περὶ τιμὴν εἶναι . ὁ δὲ μικρόψυχος , φησίν , ἐλλείπει καὶ πρὸς ἑαυτὸν καὶ πρὸς |
, ἅμ ' ἔργον : ἐπὶ τῶν ὀξέως ἀνυομένων . Ἀνὴρ ὁ φεύγων οὐ μένει κτύπον λύρας : ἐπὶ τῶν | ||
. ἀλλ ' ὅγε πάντοθεν ἶσος κτλ . = . Ἀνὴρ γὰρ ἕλκων οἶνον , ὡς ὕδωρ ἵππος , Σκυθιστὶ |
Μόθων : Φλύαρος , αἰσχρὸς , ἄτιμος , φορτικὸς , δουλοπρεπὴς , ἀπὸ Μόθωνος τινὸς αἰσχροποιοῦ . . μόθων : | ||
καὶ κάκιστα ἀπώλλυον . ἀντὶ δὲ Φιλίας Κολακεία παρῆν , δουλοπρεπὴς καὶ ἀνελεύθερος , οὐδεμιᾶς ἧττον ἐπιβουλεύουσα ἐκείνων , ἀλλὰ |
ἐκμελής , ἄγροικος , ἄμικτος , εἴρων , ἀλαζών , ὑπεροπτικός , ὑπέρφρων , βαρύς , φορτικός , ἐπαχθής , | ||
' ἂν ἐκ τούτων ὑποψία καὶ ὑπεροψία καὶ ὑπερόψεσθαι , ὑπεροπτικός , ὑπεροπτικῶς , ὑπόπτως , ὑπερόπτης , αὐτόπτης , |
Διοδώρου δὲ σοφιστής , ὑπὸ δὲ Πύρρωνος ἐγένετο παντοδαπὸς καὶ ἴτης καὶ οὐδέν . Ὅ θεν καὶ ἐλέγετο περὶ αὐτοῦ | ||
' ὡς γόης εἶ , φάναι , μήθ ' ὡς ἴτης μήθ ' ὡς ἀλαζὼν μήθ ' ὡς φιλοχρήματος μήθ |
περὶ ἀδοξίαν ἢ πενίαν ἢ νόσον ἢ ἀφιλίαν ἀδεὴς ὁ ἀνδρεῖος : ἔνια γὰρ δεῖ φοβεῖσθαι τούτων , καὶ αἰσχρὸν | ||
ὁ δὲ τὰς δυνάμεις ἀναλαβὼν ὑπεχώρει , καίτοι ἀνὴρ ὢν ἀνδρεῖος , ὡς ἐν πολλοῖς δέδειχεν . Οἱ βάρβαροι δὲ |
εὐπαράπειστος , εὐπαράγωγος , πεπλανημένος , σφαλερός , σκαιός , ἀπάνθρωπος , ἀνεπιεικής , ὑβριστής , ἑτερόρροπος , ἄνισος , | ||
, φιλανθρωπία , φιλανθρώπως , φιλανθρωπεύεσθαι . τὸ δὲ ἐναντίον ἀπάνθρωπος , ἀπανθρωπία , ἀπανθρώπως : οὐ γὰρ καὶ ἀπανθρωπεύεσθαι |
πόρνη ἡ κατωφερής . δοκεῖ δὲ ἡ τοῦ Νηλέως θυγάτηρ ἀσελγὴς γενέσθαι καὶ ὑπό τινος τῶν βαρβάρων φθαρῆναι . τῷ | ||
τὴν μητρυιὰν προσηυκαίρει κυνηγίαις . Ἀποτυχοῦσα δὲ τῆς προαιρέσεως ἡ ἀσελγὴς κατεψεύσατο τοῦ σώφρονος , ὡς βιάσασθαι αὐτὴν θελήσαντος . |
' εὖ οἶδ ' ὅτι οὐδεὶς οὕτω τολμηρὸς ἔσται οὐδὲ ἀπονενοημένος ἄνθρωπος . ὡς δὲ καταφανὲς ὑμῖν ἔσται , ὦ | ||
παρακινδυνευτικός , ἐθελοκίνδυνος , ῥᾳδιουργός , θερμουργός , ἰταμός , ἀπονενοημένος , παραβεβλημένος : τὸ γὰρ λεουργὸς παρὰ Ξενοφῶντι φορτικόν |
διὰ ταῦτα πάσχει τὰ πονηρά . πᾶς οὖν ἄνθρωπος ὁ τρυφῶν καὶ ἀπατώμενος οὕτως βασανίζεται , ὅτι ἔχοντες ζωὴν ἑαυτοὺς | ||
φησίν , καθὼς βούλει , ἵνα νοήσῃς αὐτά . ὁ τρυφῶν καὶ ἀπατώμενος μίαν ἡμέραν καὶ πράσσων ἃ βούλεται πολλὴν |
ὁ βλεπεδαίμων . ὁ δὲ ἐναντίος ἄθεος , ἀνίερος , ἀσεβής , δυσσεβής , ἀθέμιτος , μισόθεος , θεομισής , | ||
λαβεῖν τι . βωμολόχος : ἀντὶ τοῦ ” κακοῦργος , ἀσεβής “ . ἀπὸ τῶν λοχώντων τὰ ἐν τοῖς βωμοῖς |
τὸ στρατόπεδον , καὶ ἦν ἄλλη φυγὴ τῶν Ἀντιοχείων ἐκεῖθεν ἄκοσμος . ὁ δὲ Μάνιος μέχρι μὲν ἐπὶ Σκάρφειαν ἐδίωκεν | ||
δεδομένην , δανεισταί τε χρέα καὶ ταύτης ἐπεδείκνυον , καὶ ἄκοσμος ἦν ὅλως οἰμωγὴ καὶ ἀγανάκτησις . οἱ δ ' |
συνόντων , τῶν εἰς αὐτὸν ἰόντων ὄνειδος , ἀνδραποδώδης , εἰκαῖος , συρφετός , εὐωνότερος τῶν ἀποκεκηρυγμένων ὠνίων , τῶν | ||
ἡ πόλις . . . Βοῦς Κύπριος : κοπροφάγος , εἰκαῖος , ἀκάθαρτος . Σημαίνει δὲ ἀτοπίαν τῶν Κυπρίων . |
μάχην τῷ Ἀννίβᾳ καὶ δόξας πλέον ἔχειν θρασύτερον ἐς Ῥώμην ἐπέστελλε τῇ βουλῇ , τὸν Φάβιον αἰτιώμενος οὐκ ἐθέλοντα νικῆσαι | ||
ἐπειδὴ παρελθὼν ἐς βασιλείους ἐπιστολὰς τὰς μὲν ἀγωνιστικώτερον τοῦ δέοντος ἐπέστελλε , τὰς δὲ οὐ σαφῶς , ὧν οὐδέτερον βασιλεῖ |
τῆς Σεμιράμιδος ἀνήρ , ἐρωτικῶς ἔχων πρὸς τὴν γυναῖκα καὶ συστρατευόμενος τῷ βασιλεῖ , μετεπέμψατο τὴν ἄνθρωπον . ἡ δὲ | ||
ἔσχατον ἐλθὼν κινδύνου διέφυγεν , ὁ δέ οἱ παῖς Ἀγαθοκλῆς συστρατευόμενος τότε πρῶτον ὑπὸ τῶν Γετῶν ἑάλω . Λυσίμαχος δὲ |
. Τί οὖν ὁ πρᾶος καὶ εὔχαρις μηδὲ φιλοχρήματος μηδὲ βάσκανος ; ἆρα εἰ φιλόδοξος εἴη καὶ πάνυ τοῦ πρωτεύειν | ||
τὴν σύμπνοιαν διασπᾶν , καὶ ἔτι μᾶλλον τὸ μὴ ἴσθι βάσκανος , ἀλλὰ φιλάνθρωπος καὶ κοινωνικός . ἐκ δὲ τούτου |
οὐ πολλοὶ δύνανται παρακολουθεῖν , μὰ τὴν ὑμετέραν σωτηρίαν . Φιλόσοφος δ ' ἐπ ' ἀκρόασιν παρακαλεῖ ; Οὐχὶ δ | ||
τὸ ὑπάρχον . Φάραξ : διὰ τὸ φέρεσθαι ὀξέως . Φιλόσοφος : διὰ τὸ φιλεῖν τὴν σοφίαν . Χάρτις / |
ὁρισμός . . ἔχει τέλος ] ἔχει πλήρωμα . . ἄτολμος ] δειλὸς , ἀπρόθυμος . . δειλὸς οὐ τολμῶ | ||
ἑαυτοῦ δύναμιν , τῶν προσόντων καλῶν ἀποσφαλῆναι πεποίηκεν ἡ ψυχὴ ἄτολμος οὖσα καὶ τῆς χειρὸς αὐτὸν εἰς τοὐπίσω ἕλκουσα , |
ἐμέλαινε τὰς ἑαυτοῦ τρίχας , σιμὸς ὢν καὶ μέλας , αἰσχρὸς καὶ κλέπτης . Λυσιστράτου πλοῦτον πλουτεῖς : ἐπὶ τῶν | ||
κύρι ' εἶναι σκοποῦμεν ; ἀλλ ' ὁ λόγος πρῶτον αἰσχρὸς [ τοῖς σκοπουμένοις ] , εἴ τις ἀκούσειεν ὡς |
, τὰς δὲ φοβερὰς καὶ δεινάς . ὁ δὲ ἡμέτερος εἰρηνικὸς καὶ πανταχοῦ πρᾷος , οἷος ἀστασιάστου καὶ ὁμονοούσης τῆς | ||
γῆς , χρόνον ἐνδιατρίψει : ἰδὼν δὲ τάδ ' οὐκ εἰρηνικὸς ἔσθ ' , ἵνα μή ποτε κἀποδυθῇ μεθύων ἄνευ |
φθόγγων καὶ καθ ' ἕνα πύθῃ σεαυτοῦ , εἰ τούτου ἥττων εἶ : διατραπήσῃ γάρ : ἐπὶ δὲ ὀρχήσεως τὸ | ||
ἀπὸ βαλβίδων περὶ τῆς ἀρχῆς ἀποδείξω τῆς ἡμετέρας ὡς οὐδεμιᾶς ἥττων ἐστὶν βασιλείας . τί γὰρ εὔδαιμον καὶ μακαριστὸν μᾶλλον |
γὰρ αὐτῇ , ὁ δὲ σπουδαῖος ἐχθρός , καραδοκῶν ὅτε ἐπιθέμενος ἰσχύσει καθελεῖν αὐτὴν εἰσάπαν . καὶ μὴν ἔμπαλιν ἡ | ||
οὗτος σὺν τοῖς ἅμ ' αὐτῷ κατὰ νύκτα καὶ ἀνελπίστως ἐπιθέμενος τοὺς περὶ Ἀθηνίωνα ὁδοιποροῦντας , πολλοὺς καταβαλόντες , οὐκ |
διὰ τὰ φοβερὰ καὶ ἐκπληκτικά , ἢ φοβερὰ ἀντὶ τοῦ ἐπίφοβος ὑπάρχουσα ἐπὶ θηλυκῶν . εὐπτόητος δὲ ἡ τῶν παρθένων | ||
πρὸς τὸ μεγαλεῖον , οὐ μέντοι τύραννος οὐδὲ πολεμικὸς καὶ ἐπίφοβος . εἰ δὲ Ἄρης τὸν Ἥλιον διαμετρήσῃ τοῦ Διὸς |
φροντίδα . ὁ μὲν οὖν μεγαλόψυχος τοιοῦτος . ὁ δὲ ἐλλείπων μικρόψυχος , ὁ δὲ ὑπερβάλλων χαῦνος : οὐκ εἰσὶ | ||
τὸ μᾶλλον ἢ προσήκει χαίρειν ταῖς ἡδοναῖς , ὁ δὲ ἐλλείπων παρὰ τὸν ὀρθὸν ποιεῖ λόγον διὰ τὸ ἔλαττον ἢ |
τούτων ἁπάντων φόνοι γεννῶνται . Τέκνον μου , μὴ γίνου ἐπιθυμητής : ὁδηγεῖ γὰρ ἡ ἐπιθυμία πρὸς τὴν πορνείαν : | ||
, καλοῦ παντὸς καὶ θεάματος καὶ ἔργου καὶ λόγου τελῶν ἐπιθυμητής , ἐπεὶ διὰ Δημητρίου τοῦ Φαληρέως καὶ γερουσίων ἑτέρων |
προαίρεσιν . τίς γὰρ οὐκ ἂν γένοιτο φιλόπολίς τε καὶ φιλόδημος ἢ τίς οὐκ ἂν ἐπιτηδεύσειε τὴν πολιτικὴν καλοκἀγαθίαν ἀναγνοὺς | ||
. ἔπαινος δὲ ῥήτορος καὶ δημαγωγοῦ εὔνους , φιλόπολις , φιλόδημος , δημοτικός , νομικός , νόμιμος , δημοκρατικός , |
] καὶ τροπαίων ἐπανελθὼν [ ] οἷα ? ? [ πολεμιστὴς ] πεπαρώινηκεν [ - ] εἰς σέ . τάχα | ||
καὶ τροπαίων ἐπανεληλυθὼς ? [ ] ὡς ? ? [ πολεμιστὴς ] πεπαρώινηκεν [ - ] εἰς σέ · , |
ὁ Αἰγύπτιος ἦν μὲν συνεῖναι δεινότατος , ἀγωνιστὴς δὲ οὐκ ἰσχυρὸς ὑπὲρ τῆς ἀληθείας , οὐδὲ τὰς ἔξω φερούσας ἀπὸ | ||
. Ὁ δὲ Ξιφίας τῷ τοῦ Ἑρμοῦ προσήκων φαίνεται δὲ ἰσχυρὸς καὶ χλωρότερος , παραμήκεις μᾶλλον ἀκτῖνας ἔχων περὶ αὑτόν |
ἡγεῖτο εἶναι , ὡς μὴ αἰσχύνοιτο καὶ αὐτὸς λαμβάνων : γόης , ὦ Διόγενες , ἅνθρωπος καὶ τεχνίτης . πλὴν | ||
. ὀνόματα δὲ ἀπὸ τῶν εἰρημένων ἀπατεών , φέναξ , γόης , ἐπίβουλος : τὰ δ ' ἀπὸ τῶν ἄλλων |
τῆς ἑτέρας τάξεως τῆς ἐναντιουμένης τοῖς δημοτικοῖς αὐθαδέστατος εἶναι καὶ δυνατώτατος . οὗτος ἐκ παρασκευῆς διεξῆλθε λόγον κατὰ τῶν δημοτικῶν | ||
ἐλέχθη γέ τοι καὶ τοῦτο . Ἆρ ' οὖν καὶ δυνατώτατος εἶ ἀληθῆ λέγειν περὶ λογισμῶν ; Πάνυ γε . |
τῆς ἐπιορκίας ὑπομένει τὸ πάθος . οὐκ ἂν ἀκριβεῖ λόγῳ μῖμος ἐπιορκήσειεν ἄν , εἰ μὴ τὴν προσηγορίαν ἀρνοῖτο τοῖς | ||
τὰ δὲ λόγοις μιμεῖσθαι , κἂν ἰατρὸν ἢ ῥήτορα σχηματίσηται μῖμος ἢ μοιχὸν ἢ δεσπότην ἢ δοῦλον , μιμεῖται μὲν |