κευθμῶσι : καταδύσεσιν . ἰαύειν : ὑπνοῦν , κοιμᾶσθαι : ἰαύω σημαίνει βʹ , τὸ κοιμῶμαι , καὶ τὸ διατελῶ
κοιμήσεως . ἐτυμολογεῖται δὲ ἐκ τοῦ μῆλα τὰ πρόβατα καὶ ἰαύω τὸ κοιμῶμαι καὶ ἰαυθμὸς ἡ κοίμησις . λέγει δὲ
5934862 μοναζω
ἐξ οὗ παράγωγον ὀπάζω , ὡς γυμνὸς γυμνάζω , μόνος μονάζω , ἵππος ἱππάζω , οἷον ” ὣς Ἕκτωρ ὤπαζεν
ὀπάζω , ὡς γυμνὸς γυμνάζω , ἵππος ἱππάζω , μόνος μονάζω , οὕτω καὶ ὀπάζω ὀπαδός . Ὄπις . ἡ
5627873 Ἀτος
εἰς τὴν Ποσότητα , . , . . . . Ἆτος : ὁ ἀπλήρωτος : παρὰ τὸ τῶ , τὸ
εἰς τὴν Ποσότητα , . , . . . . Ἆτος : ὁ ἀπλήρωτος : παρὰ τὸ τῶ , τὸ
5615333 ἀτος
βραγχιᾶν : τὸ πάθος , καὶ τὸ τόσον ἔβραχεν Ἄρης ἆτος πολέμοιο . ἀφ ' οὗ βαρεῖαν ἰαχήν , τουτέστι
μὴ κεκορεσμένος : καί νύ κεν ἔνθ ' ἀπόλοιτο Ἄρης ἆτος πολέμοιο . ἔστι δὲ τοιοῦτον περὶ τοῦ Ὤτου καὶ
5608628 ἀϋπνους
φιλῶν ὅτε στυγεῖται , ἀέρος σκιὰν διώκει , καμάτους φέρων ἀΰπνους . Παφίης Ἔρωτα φεύγων , Παφίης ῥόδοις τί τέρπῃ
. καὶ τὸ πληθυντικὸν ἀέσαμεν , ὥσπερ αὔξεται ἀέξεται : ἀΰπνους νύκτας ἴαυον διὰ νυκτὸς ἄγρυπνος διετέλουν . Ἄπνους :
5601302 ἀεσω
ἀλδήσκω : πιπήσω , πιπίσκω : μαχέσω , μαχέσκω : ἀέσω , ἀέσκω : δείσω , διδείσκω : καὶ ἐπεὶ
τ ' ἐκ Θρῄκηθεν ἄητον : ὁ μέλλων ἀήσω καὶ ἀέσω , καὶ ἐξ αὐτοῦ ἄελλα κατὰ πλεονασμὸν τοῦ λ
5453135 περαινεις
τις ἐφαίνετο τοὺς ἄνδρας προλιπεῖν . τί λέγεις ; οὐ περαίνεις αὐτὸν ἐφ ' αὑτοῦ τὸν λόγον , ἀλλ '
: πᾶν ἔχουσαν , πάμπλουτον . πρόσθεν : πρῶτον . περαίνεις : ποιεῖς , πληροῖς . πορίζων : ἀπεργαζόμενος .
5391166 διδημι
ἑτὸς καὶ ἄφετος καὶ δίδωμι δοτὸς καὶ Ἡρόδοτος , οὕτως δίδημι δετὸς καὶ δετή , ἡ ἐκ δεδεμένων δᾴδων λαμπάς
ὀξύτονα ὄντα : οἷον , δετός : ἀπὸ γὰρ τοῦ δίδημι , ὃ δηλοῖ τὸ δεσμεύω : θετὸς ἀπὸ τοῦ
5355701 ὁθουνεκα
τυγχάνει δορυξένων : ἄγγελλε δ ' , ὅρκον προστιθείς , ὁθούνεκα τέθνηκ ' Ὀρέστης ἐξ ἀναγκαίας τύχης , ἄθλοισι Πυθικοῖσιν
ἐναντίαν ὁδὸν δήμους τ ' ἔσῳσα καὶ τύραννος ἱζόμην . ὁθούνεκα ἐν αὐτὸς αὑτῷ πάντα συλλαβὼν ἔχει ἥκει δ '
5352917 ἀϊστος
ἀντίξουν ἐμοί , λιποῦσα γαῖαν εἰς μυχοὺς εἶμι χθονός , ἄϊστος , ἀφανής , πύματα Ταρτάρου βάθη . Ἰδού ,
ἴσα ἐστὶ καὶ ὅμοια τοῖς πᾶσι . δαίμων δ ' ἄϊστος : τουτέστιν οὐκ ἔστι προφανὴς ὁ δαίμων τοῖς ἀνθρώποις
5345698 συνοφρυς
εἰς ΥΣ πάντα σύνθετα συνεσταλμένον ἔχοντα τὸ Υ προπαροξύνεται : σύνοφρυς λεύκοφρυς κάλλιχθυς δίβραχυς . Τὰ εἰς ΥΣ θηλυκὰ ἐκτείνοντα
λιγυρῶς ἀνεβάλλετ ' ἀείδεν : κἤμ ' ἐκ τῶ ἄντρω σύνοφρυς κόρα ἐχθὲς ἰδοῖσα τὰς δαμάλας παρελᾶντα καλὸν καλὸν ἦμεν
5323585 καμω
τὸ ἀκμὴν τὴν ἡλικίαν ἔχειν , τοῦτο δὲ παρὰ τὸ καμῶ τὸ κοπιῶ γίνεται κμὴ , καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ
οὐκ ἔστιν ἀπὸ τοῦ κμῶ , ἀλλ ' ἀπὸ τοῦ καμῶ καμήσω κεκάμηκα καὶ κατὰ συγκοπὴν κέκμηκα . σημαίνει δὲ
5309018 ἰαυειν
γλυκὺν αὐλῶν ὄτοβον , δύσμορος , οὔτ ' ἐννυχίαν τέρψιν ἰαύειν : ἐρώτων δ ' ἐρώτων ἀνέπαυσεν ὤμοι . Κεῖμαι
ἦ : οὕτως . ἰαύειν : κοιμᾶσθαι , ἀναπαύεσθαι : ἰαύειν παρὰ τὸ αὔω πλεονασμῷ τοῦ ι , ἢ παρὰ
5297747 δολιος
σφάξαι μενοινᾶις ἢ πετρῶν ὦσαι κάτα . οὐδὲν τοιοῦτον : δόλιος ἡ προθυμία . πῶς δαί ; σοφόν τοί ς
καὶ ὑβριστὴς καὶ ἀπότολμος , ἐὰν δὲ ὑπὸ Κρόνου μαρτυρῆται δόλιος καὶ πονηρὸς καὶ πρεσβύτης δηλοῦται ὁ κατήγορος , συνόντος
5293670 ἐνυπαρχουσας
ἀλλ ' ἐκκρίνεσθαί φησιν ἐξ ἀπείρου τοῦ στοιχείου τὰς ἐναντιότητας ἐνυπαρχούσας , ὥσπερ γε καὶ οἱ πολλὰς ὑποθέμενοι τὰς ἀρχάς
φησὶν εἶναι ἐν λόγοις , τὰς δὲ ἀληθῶς ταῖς οὐσίαις ἐνυπαρχούσας ἐν ὑποκειμένῳ . τοιαύτης δὲ οὔσης τῆς ζητήσεως ἐροῦμεν
5276689 περαινον
ἡ μονὰς καὶ καθ ' ἑαυτό γε θεωρούμενον καὶ μονώτατον περαῖνον καὶ ἀληθῶς ὁρίζον : σὺν γὰρ ἑτέρῳ μόνον οὐκ
αὕτα γὰρ ἁ διενεργοῦσα ἐντὶ τό τε ἄπειρον καὶ τὸ περαῖνον ἐν ταῖς πράξεσι , διόπερ καὶ τᾶν ἀλλᾶν ἀρετᾶν
5276011 σκευαριον
καὶ ἀσθενὲς σῶμα ἔχω , παραχωρήσατέ μοι τὸ ἐλαφρὸν ἆραι σκευάριον . “ οἱ δὲ εἶπον ” ὅλως μηθὲν ἄρῃς
ἡδέως φαγεῖν . Εἶτα μαλακὸν ὦ δύστην ' ἔχεις , σκευάριον , ἐκπωμάτιον , ἀργυρίδιον ; οὐκ ἐκδραμεῖ λαβὼν τοδὶ
5275386 ὀλισθος
ῥοπῆς καὶ χειραγωγίας . Ὁ μὲν γὰρ ἐπὶ τὰ αἰσχρὰ ὄλισθος αὐτοφυοῦς ἀσθενείας ἔργον , ἣ καὶ τὰς ἐπιεικεῖς ψυχὰς
κινήσεως ἄνεμος , ἐμβρύοις δὲ ἡ περὶ αὐτὰ ὑγρότης καὶ ὄλισθος καὶ τὸ σχῆμα τῆς μήτρας , πληρουμένη γὰρ σφαιροποιεῖται
5267315 ἐνος
τὸ ἐπιὸν ἔτος , ἢ τὸ μέλλον : παρὰ τὸ ἔνος ὃ σημαίνει τὸν ἐνιαυτόν : ἔνοστα : καὶ ἀποβολῆ
: ἀφνειὸς δὲ ὁ ἀπ ' ἐνιαυτοῦ τὴν τροφὴν συλλέγων ἔνος γὰρ ὁ ἐνιαυτός : ὄλβιος δ ' ὁ τελείαν
5253599 ἐσημειουτο
. τὸν τοῦ Αὐγέου λαόν . σταθμᾶτο : περιεγράφετο . ἐσημειοῦτο . ἐχωρογράφει . ἐποίει . σταθμᾶτο : κατεμετρεῖτο .
βεβαὼς βεβώς : τὸ γοῦν αἰζηὸς , ὡς ἔφαμεν , ἐσημειοῦτο κατὰ τὴν ἄρχουσαν : σημειοῦται δὲ καὶ κατὰ τὴν
5245165 αὐω
βρέχω , μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἀΰω καὶ κατὰ συναίρεσιν αὔω , τὸ ἐξ ἀνομβρίας γινόμενον ' . . .
δρῦς καὶ ἄλλα τινὰ φυτά . Ἐπαφρόδιτος δὲ παρὰ τὸ αὔω , τὸ σημαῖνον τὸ καίω : ἵνα μή ποθεν
5244175 διαγω
τύχῃ , καὶ ἀνέστιος πάντων τῶν εὐπατριδῶν καὶ πλουσίων ἀταραχώτερον διάγω καὶ εὐρούστερον . ἀλλὰ καὶ τὸ σωμάτιον ὁρᾶτε ὅτι
εἰς ψυχρὸν ἔθος ἔχω , καὶ θαυμαστὸν πάντως ὡς χαρίεν διάγω τὴν νύκτα . ἐν δὲ τῇ χρήσει τοῦ ψυχροῦ
5214162 στιξ
. κατὰ στίχας : κατὰ τάγματα , κατὰ τάξεις , στὶξ ἡ τάξις , στιχὸς , στίχας . Δεκάδεσσιν :
ἑκατὸν , λεγεὼν ἐκ μυρίων . λόχοισιν : ἀλλαγίοις : στὶξ ἐκ πεντακοσίων , λόχος δ ' ἐκ πεντήκοντα ,
5200227 ζωπυρηται
, ῥιζωθέντα καὶ γενναθέντα δὲ τράφεταί τε καὶ ἀέξεται καὶ ζωπυρῆται μετ ' αἰσθάσιος : δῆλόν που καὶ ἀπὸ τούτων
, ῥιζωθέντα καὶ γενναθέντα δὲ τράφεταί τε καὶ ἀέξεται καὶ ζωπυρῆται μετ ' αἰσθάσιος . . . . . .
5193112 περαιωσεως
ἑτέρας ε ὥρας τῷ δευτέρῳ ζῳδίῳ , καὶ καθεξῆς μέχρι περαιώσεως τῶν ιβ ζῳδίων καὶ τῶν ξ ὡρῶν . ὅτε
τρόπον γίνεται καὶ ἡ τῶν ὡρῶν ἑκάστου ἀστέρος κυβέρνησις μέχρι περαιώσεως τῶν κδ ὡρῶν τοῦ νυχθημέρου . Ὁ δὲ δεύτερος
5192608 ἡβων
τοῦ γήρως , ἀλλ ' ἄρτιος καταβιῶναι καὶ τὰς αἰσθήσεις ἡβῶν . ιʹ . Πρωταγόρας δὲ ὁ Ἀβδηρίτης σοφιστὴς καὶ
' οὔ κέν τις ζωὸς βροτός , οὐδὲ μάλ ' ἡβῶν , ῥεῖα μετοχλίσσειεν , ἐπεὶ μέγα σῆμα τέτυκται ἐν
5177954 τρεπομενος
χρώμενος ὑποβολεῖ τὴν ὠφέλειαν ἔναυλον καὶ ἀθάνατον ἴσχει , μὴ τρεπόμενος : ὁ δ ' ἀσκητὴς καὶ τὸ ἑκούσιον ἔχων
, ὅ τε ἀὴρ ἀλεαινόμενος καὶ ψυχόμενος καὶ πάσας τροπὰς τρεπόμενος ἐκ τῶν ἰδίων παθημάτων ἐλέγχεται κάμνων , ἐπεὶ τὸ
5161179 αἰσθασιος
τῶν τόπων . Περὶ ἀντικειμένων . . Περὶ νοῦ καὶ αἰσθάσιος . . , . Περὶ παιδεύσεως ἠθικῆς . .
μὰν ἀνάπαλιν τὸ ἐπιστατὸν τᾶς ἐπιστάμας καὶ τὸ αἰσθατὸν τᾶς αἰσθάσιος . τὸ δὲ αἴτιον , ὅτι τὸ μὲν κρινόμενον
5147647 ἐπισταμας
Ἱππόδαμος ὁ Πυθαγόρειος γράφειν : τᾶν φιλιᾶν ἁ μὲν ἐξ ἐπιστάμας θεῶν , ἁ δ ' ἐκ παροχᾶς ἀνθρώπων ,
εὐδαιμοσύνα καὶ βίος ἄριστος , τῶ δ ' ἀνθρώπω ἐξ ἐπιστάμας καὶ ἀρετᾶς καὶ τρίτω εὐτυχίας σωματουμένα παραγίνεται . λέγω
5140128 ειλ
? [ . . . . . . ] ! ειλ [ ] ! ειφ ! [ ] ! !
. ! ! [ πο [ εμ [ λυρ [ ειλ [ κατ ? ? [ δ [ ε [
5137652 ἀναπρησας
: ὀψὲ δὲ δὴ μετέειπε γέρων ἱππηλάτα Φοῖνιξ δάκρυ ' ἀναπρήσας : περὶ γὰρ δίε νηυσὶν Ἀχαιῶν : εἰ μὲν
τοῦ πλήθω πλήσω πλήσεις καὶ ἀναπλήσεις . . . . ἀναπρήσας : ἐκ τοῦ πλήθω ἀναπλήσω , τροπῇ τοῦ λ
5127503 ὑπερθετικος
ἀριθμῷ καὶ ἐν τῷ πληθυντικῷ , ὡς τό . ὁ ὑπερθετικὸς δὲ τὴν πτῶσιν τὴν γενικὴν ἕλκει καὶ μόνον πληθυντικῷ
ἐπιμανὴς ἁψίκορος φιλόζωος δοξοκόπος βαρύμηνις βαρύσπλαγχνος βαρύθυμος βαρυπενθὴς δυσόργητος ψοφοδεὴς ὑπερθετικὸς μελλητὴς ὕποπτος ἄπιστος δύσλυτος καχυπόνους δύσελπις ἀρίδακρυς ἐπιχαιρέκακος λελυττηκὼς
5125883 πιν
ἐν τῷ χρησμῷ , φησίν , ὁ θεὸς ηὐτομάτισε : πῖν ' οἶνον τρυγίαν , ἐπεὶ οὐκ Ἀνθηδόνα ναίεις οὐδ
σώφρων τε καὶ ἤπιος . ἀλλὰ σὺ ταῦτα γινώσκων μὴ πῖν ' οἶνον ὑπερβολάδην , πρὶν μεθύειν ἄρξῃ δ '
5123405 ἰσχον
' οὐδ ' ὧς δύνατο ῥῆξαι μάλα περ μενεαίνων : ἴσχον γὰρ πυργηδὸν ἀρηρότες , ἠΰτε πέτρη ἠλίβατος μεγάλη πολιῆς
κρείων Ἀγαμέμνων ἐν ἑνὶ δίφρῳ ἐόντας , ὁμοῦ δ ' ἴσχον ὠκέας ἵππους . ἔσθ ' ὅτε δ ' Ὅμηρος
5118864 τελω
καὶ Λιβάνιος : ” ὡς τὰ αὐτὰ ἐφροντίζομεν “ . τελῶ λέγεται τὸ πληρῶ , ἀφ ' οὗ καὶ τέλος
καὶ τελευτὴ ὁ θάνατος : τελῶ καὶ τὸ γίνομαι , τελῶ καὶ τὸ μυοῦμαι καὶ τὸ διδάσκομαι , ὡς ἐνταῦθα
5116640 παρῳχημενος
. εἰ δὲ ἔστιν ἑκάτερος , φημὶ δὲ ὅ τε παρῳχημένος καὶ ὁ μέλλων χρόνος , ἐν τῷ παρόντι ἔσται
παρακειμένῳ δὲ οἰκεῖος ὁ εἰσίν ἐνεστὼς καὶ ὑπερσυντελίκῳ ὁ ἦσαν παρῳχημένος . Καὶ ἰακῶς τετύφατο . Ἑνικά . Ἐτύφθην :
5115995 ἀντλω
τοῦτο συναιρεθέντα τὴν πρώτην τῶν περισπωμένων ἐποίησαν συζυγίαν : ἀντλέω ἀντλῶ , ποιέω ποιῶ , πονέω πονῶ : ἔχει δὲ
διὰ τί ἀντλεῖ : τὸν δ ' εἰπεῖν , ” ἀντλῶ γὰρ μόνον ; τί δ ' ; οὐχὶ σκάπτω
5114612 ταχυτερος
ὀνομάτων εἰς μόνα ὀνόματα συγκρίνεσθαι , κοῖλος κοιλότερος , ταχύς ταχύτερος , τὰ δὲ ἀπὸ ἐπιρρημάτων καὶ εἰς ὀνόματος καὶ
: ὁμοιοῦται ὁμοιωθήσεται * παυροτέρη : μικροτέρα * θοώτερος : ταχύτερος * ἵξεται : ἐπέρχεται * αἶσα : ἐκ τῆς
5113175 ἐμβριθης
, ἀλλ ' ὁδῷ βασιλικῇ πορευόμενος , τοῖς μὲν ἀδικοῦσι ἐμβριθής τις ἐφαίνετο καὶ δεινός , τὰ τῆς ἀδικίας ἐκκόπτων
τρέπει αὐτὰ εἰς ης , ὡς ἔχει τὸ βριθὺς , ἐμβριθής : ἠδὺς , ἀηδής : πλατὺς , ἀπλατής :
5108441 ἱσταμαι
τῇ γε μὴν σημασίᾳ παθητικά : καὶ τοὔμπαλιν ἔρχομαι πορεύομαι ἵσταμαι , ἃ τῇ μὲν φωνῇ παθητικά , οὐ μέντοι
; ἐγὼ πρῶτος , ἐπειδὰν ἴδω σε , διψῶ καὶ ἵσταμαι μὴ θέλων , τὸ ἔκπωμα κατέχων : τὸ μὲν
5107761 ἀναβαλλομαι
καὶ πολλὰς ἔχων ἀφορμὰς λόγων ταύτην μὲν εἰς ἕτερον καιρὸν ἀναβάλλομαι τὴν θεωρίαν , εἴπερ περιέσται μοι χρόνος : ἰδίαν
[ , περὶ ] μὲν ψυχῆς [ ἄλλοις ] ? ἀναβάλλομαι [ ] [ : ἡμῖν δὲ ] τοῦ σώματος
5078792 παραβεβλημενος
μέλεος εἰρήσεται αἶνος , ” ποτὲ δὲ γνώμης παραμυθία καὶ παραβεβλημένος λόγος πρός τι ὑποκείμενον , οἷον “ αἶνος μέν
κύβοισι παραβεβλημένος ] κύ - , - σι παρα - παραβεβλημένος ] ἐκδεδυμένος . ἐκδεδομένος ἀκαρεῖ ] βραχυτάτῳ μετρίου ]
5075159 σταθησεται
ἀσφαλίζεται λόγος εἰς τέλος : ἀλλ ' ἐπὶ τριῶν μαρτύρων σταθήσεται πᾶν ῥῆμα . οἱ δὲ δύο ἄγγελοι ὁ ἐκ
αἰπὺς δ ' ἁλιβρὼς ὄχμος ἐν μεταιχμίῳ Μάγαρσος ἁγνῶν ἠρίων σταθήσεται , ὡς μὴ βλέπωσι , μηδὲ νερτέρων ἕδρας δύντες
5074873 τεσ
δὲ λόγος ἅπαξ τοῦ τόνου δειχθέντος ἐπογδόου καὶ τοῦ διὰ τεσ - σάρων ἐπιτρίτου δηλονότι αὐτόθεν ποιεῖ τὸ τὴν ὑπεροχήν
! ! ! ! ! ! ! ! ! ] τεσ ? [ ! ! ! ! ! ! !
5054848 γεμω
μὴ παρ ' ὄνομα εἴη : τρέμω νέμω δέμω τέμω γέμω χρέμω βρέμω . σεσημείωται τὸ κρεμῶ περισπώμενον , ὁμοίως
ἡμῖν δεδήλωται . μετά γέ τοι τὴν τεκνοκτονίαν Ἡρακλῆς φησι γέμω κακῶν δὴ κοὐκέτ ' ἔσθ ' ὅποι τεθῇ .
5051990 ἁδειν
, ὁ βʹ μέλλων ἁδῶ ἁδεῖς ἁδεῖ καὶ τὸ ἀπαρέμφατον ἁδεῖν , . , , . . α . *
: παρὰ τὸ ἄδην † ἀδδηφάγος . . . . ἁδεῖν : τὸ ἀρέσαι ἐξ οὗ καὶ τὸ ἅδε δ
5051869 Φανια
, πένης ἔσει . καλὸν τὸ Κείων νόμιμόν ἐστι , Φανία : ὁ μὴ δυνάμενος ζῆν καλῶς οὐ ζῆι κακῶς
Μικρὰς τίθημι συμβολὰς ἀκροώμενος . Καλὸν τὸ Κείων νόμιμόν ἐστι Φανία : ὁ μὴ δυνάμενος ζῆν καλῶς οὐ ζῇ κακῶς
5047265 ἀδρανης
ἔχων τὸ ἐν αὐτοῖς φῶς , καὶ ἄλλος τὴν χεῖρα ἀδρανὴς ὢν ἐγκρατὴς ᾤχετο . γυνὴ δέ τις ἑπτὰ ἤδη
τῆς τοῦ ὡροσκόπου ἐπαναφορᾶς , παντάπασιν ἀχρημάτιστος καὶ ἄπρακτος καὶ ἀδρανὴς καὶ ἀργὸς πρὸς πᾶσαν ἀποτελεσματικὴν ἐνέργειαν γίνεται , καὶ
5043204 ἀναρροφει
συναίρεσιν ἀναδούμενος . . . . ἀναρροιβδεῖ : ἀντὶ τοῦ ἀναρροφεῖ εἰς τὸ ψιλὸν † δ , . . .
〛 Ἀναρροιβδεῖ : ἀναρροιβδεῖ † μέγαν ὕδωρ : ἀντὶ τοῦ ἀναρροφεῖ : ἔστι γὰρ ἀναρροφεῖ , πλεονασμῷ τοῦ ι ἀναρροιφεῖ
5038386 τρεφω
διάφοροι δέ εἰσιν αἱ σικελικαί : Ἄλεξις : περιστερὰς ἔνδον τρέφω τῶν Σικελικῶν πάνυ κομψάς . ὅτι ἐν νήτταις μείζων
εἴρηκε καὶ ὅτι αἱ Σικελικαὶ διάφοροί εἰσι : περιστερὰς ἔνδον τρέφω τῶν Σικελικῶν τούτων πάνυ κομψάς . Φερεκράτης ἐν Γραυσί
5034579 ἀμελγεις
γὰρ ἰδοῦσα καὶ εἶπεν : ὦ τάλαν , πάσας μόνος ἀμέλγεις ; τὸ φεῦ φεῦ ἐπὶ θαύματι κεῖται . φεῦ
μ ' ἁ παῖς ποθορεῦσα τάλαν , λέγει , αὐτὸς ἀμέλγεις ; φεῦ φεῦ , Λάκων τοι ταλάρως σχεδὸν εἴκατι
5025145 σοφιζομαι
, διηγήσεις ποιήσεων , λόγων . εἰσφέρων ] φερνῶν . σοφίζομαι ] σοφόν τι ποιῶ . οὐδὲν ] ἄρσις .
καινὰς ] νέας . ἰδέας ] ⌈ ὑποθέσεις κωμῳδιῶν . σοφίζομαι ] σοφὸς φαίνομαι : ἢ μηχανῶμαι . ὃς ]
5009418 βαδιζω
, τὴν μὴ ἔξω δηλονότι τοῦ δικαίου : καὶ ταύτην βαδίζω , ἤγουν κατὰ ταύτην ζῆν θέλω : μηδὲν δίκας
τοῦ εμ [ γὰρ οὐκ ἐπίϲταμαι [ παρὰ τὸ πεζῆι βαδίζω [ νεῖν γὰρ οὐκ ἐπίϲταμαι [ οὐ παύϲει ῥαίνων
5006174 ἀποκοπεν
φημί φησί . καὶ ὃν τρόπον παρὰ Ἀνακρέοντι τὸ φησίν ἀποκοπὲν φή ἐγένετο , σὲ γάρ φη ταργήλιος , τὸν
θεά ἀπεκόπη τοῦ ὅλου στίχου . ὥστε οὐ πᾶν τὸ ἀποκοπὲν ἀπό τινος ἤδη διὰ τοῦτο καὶ πολύσημον ἔσται .
4998803 μισητος
οὐρῶ . Ῥᾶρος : ὄνομα κύριον . Στύξ : ὁ μισητός . Κίς : ὁ ἐν τῷ σίτῳ σκώληξ .
[ ῥῆμα πρὸς [ αὐτόν - ] : “ ὁ μισητός , ” ἔφη , “ ἐγώ . τί [
4995375 καθευδω
; βλέπε , πῶς ἐσθίω , πῶς πίνω , πῶς καθεύδω , πῶς ἀνέχομαι , πῶς ἀπέχομαι , πῶς συνεργῶ
ἐγρηγόρασιν . ὡς δὲ μόλις καὶ βραδέως ἐπείσθην ὅτι μὴ καθεύδω , ἐδεόμην τότε τῆς Παλαίστρας πτερῶσαι κἀμὲ καὶ χρίσασαν
4990739 πολυστεφανος
Εὐναίη καὶ Ἔγερσις , Κινώ τ ' Ἀστεμφής τε , πολυστέφανός τε Μεγιστώ καὶ Φορύη , Σωπή τε καὶ Ὀμφαίη
δίδου χάριν , ὄφρα σε λιμὸς ἐχθαίρῃ , Κοννᾶς δὲ πολυστέφανός σε φιλήσῃ ” . λέγει δὲ αὐτὸν τοσαῦτα νικήσαντα
4986923 ἀερω
ἀέξει , . , . * . Ἄερθεν : ἀείρω ἀερῶ ἄερκα ἄερμαι ἀέρθην ἀέρθησαν καὶ ἄερθεν , ὡς τὸ
αὐτὰ πάλιν φυλάσσουσιν οἷον ψαλῶ , νεμῶ , κρινῶ , ἀερῶ . Καὶ πάλιν τελικὸν ὂν τὸ Ν ἐπὶ τῆς
4985352 τυφθεις
μετοχῆς τοῦ ὁριστικοῦ παθητικοῦ αʹ ἀορίστου , ἥτις ἐστὶν ὁ τυφθεὶς καὶ κλίνεται τοῦ τυφθέντος τοῦτο παράγει , τρέπον τὸ
. Οὗτος γὰρ ὁ Ἀντισθένης Κυνικὸς ἦν φιλόσοφος ὅς , τυφθεὶς καὶ πληγεὶς τὸ πρόσωπον , λαβὼν χαρτίον καὶ ἐγγράψας
4983437 ἐτραπον
μακρῶν ἐξ ἐτέων κτέανα ; ποῦ δὲ σαωτῆρες τότε δαίμονες ἔτραπον ὄμμα ; αἰαῖ τὴν Ἰάδων πολλὸν ἀοιδοτάτην . κεῖνα
ὁμοιῶ , γίνεται εἴκελος , οὕτως καὶ ἀπὸ τοῦ τρέπω ἔτραπον τράπελος καὶ εὐτράπελος . . . . . ,
4981404 διπλασιασμῳ
ἀργὸς ἀργής : ἀργῆτι κεραυνῷ . Ἐδωδή . ἔδη , διπλασιασμῷ ἐδηδὴ , καὶ ἐδωδὴ κατὰ τροπὴν τοῦ η εἰς
καὶ ἐνοσίφυλλος . ἤνοκα καὶ ἤνοθα ὁ μέσος , καὶ διπλασιασμῷ Ἀττικῷ ἐνήνοθα . . . . , , :
4979581 γνοφος
. τὸ μέλαν . ἀπὸ τοῦ γνόφου καὶ δνόφου . γνόφος δὲ ὁ κενὸς φάους ἀήρ . κατὰ δὲ μετάθεσιν
κυκῶν τὴν θάλατταν ὑπὸ τῶν ἐπῶν , χειμὼν ἄφνω καὶ γνόφος ἐμπεσὼν ὀλίγου δεῖν περιέτρεψεν ἡμῖν τὴν ναῦν : ὅτε
4978688 δακνω
” , ὀφείλω ὄφλω , ἵνα εἴη οὕτω καὶ δαγκάνω δάκνω . αὐτὸς μέντοι ἐκ τοῦ δήκω πεποιῆσθαί φησι τοῦτο
: ὑπνῶ πυκνῶ ἱκνῶ τεχνῶ σκιδνῶ ἰδνῶ . σεσημείωται τὸ δάκνω βαρύτονον , ὅπερ ἀπὸ τοῦ δαγκάνω γέγονε κατὰ συγκοπήν
4977141 αἰσθατον
, οὐ μὰν ἀνάπαλιν τὸ ἐπιστατὸν τᾶς ἐπιστάμας καὶ τὸ αἰσθατὸν τᾶς αἰσθάσιος . τὸ δὲ αἴτιον , ὅτι τὸ
: τὸ δὲ αἴτιον , ὅτι τὸ μὲν ἐπιστατὸν καὶ αἰσθατὸν καὶ ἄνευ τᾶς αἰσθάσιος καὶ ἐπιστάμας δύναται ἦμεν ,
4969999 ἀη
τοῦ φ . . . , : τὸ δὲ „ ἄη Νότος „ ἤτοι ἔπνεε πολλὰ μὲν τῶν ἀντιγράφων ἐν
: ὥσπερ παρὰ τὸ φιλῶ γίνεται ἐφίλει καὶ κατὰ Αἰολεῖς ἄη : μῆνα δὲ πάντ ' ἄληκτος ἄη νότος .
4967737 θι
ιβʹ : τὸ ιηʹ ὅμοιον τῷ ιϘʹ : τὸ γὰρ θι κοινή ἐστι συλλαβὴ ὡς λῆγον εἰς μέρος λόγου .
στοιχεῖα τέμνεται εἰς τὸ Ζ καὶ Η , ἡ δὲ θι εἰς τὸ Θ καὶ Ι . Ὁ μὲν οὖν
4964307 Ὁπλων
γάρ ἐστι τῆς ἀληθείας ἔπη . , : Αἰσχύλος ἐν Ὅπλων κρίσει : τί γὰρ καλὸν ζῆν βίοτον ὃς λύπας
αὐτήν . πρέσβειρα : ὁ στίχος ἀπὸ δράματος Αἰσχύλου , Ὅπλων κρίσεως οὕτως ἐπιγεγραμμένου , ἐν ᾧ ἐπικαλεῖται τὰς Νηρεΐδας
4963093 βεβηκα
ῥέξω πόρτιν Ἔρωτι καὶ αὐτᾷ βοῦν Ἀφροδίτᾳ . παρθένος ἔνθα βέβηκα , γυνὴ δ ' εἰς οἶκον ἀφέρπω . ἀλλὰ
τὸ μέντοι μάτην μάταιος , καὶ τὸ βέβαιος παρὰ τὸ βέβηκα . τὰ δὲ παρώνυμα παρ ' οὐδετέρων γινόμενα ὀξύνεται
4960795 τρεω
λέγει , ὅτι παρὰ τὸ τρῶ , τὸ φοβοῦμαι , τρέω γίνεται , ῥηματικὸν ὄνομα τρεερός , ὡς φαίνω φανερός
. . . , : ὀτρηρός : Φιλόξενος ἀπὸ τοῦ τρέω , τὸ φοβοῦμαι , οὗ ὄνομα ῥηματικὸν τρεερός ,
4956868 Ἰλιοθεν
Ἑλλάδι φῶς Θέτιδος εἰναλίας γόνον ταχύπορον πόδ ' Ἀτρείδαις . Ἰλιόθεν δ ' ἔκλυόν τινος ἐν λιμέσιν Ναυπλίοις βεβῶτος τᾶς
τῷ ποιητῇ ι Κίκονες Κικόνεσσι γεγώνευν , καὶ πάλιν ι Ἰλιόθεν με φέρων ἄνεμος Κικόνεσσι πέλασσεν : ἔτι δεῖ προσθεῖναι
4941285 σαμερον
ὁ ποιητής : ἀντὶ τοῦ σχολάσω τῷ ὕμνῳ . δεῖ σάμερον ἐλθεῖν : κατὰ τὸν ὡρισμένον καιρὸν τῶν ἐγκωμίων .
κῶμον ἄγοντι ἀντὶ σελαναίας τὺ δίδου φάος , ὥνεκα τήνα σάμερον ἀρχομένα τάχιον δύεν . οὐκ ἐπὶ φωράν ἔρχομαι οὐδ
4936829 δαιω
. . Ἀπολλόδωρος διὰ τοῦ σ φησί : παρὰ τὸ δαίω δαστὸς , καὶ ῥῆμα δαστῶ : ὁ παρακείμενος δεδάστηται
τοῦ δ παρ ' Ὁμήρῳ „ αἵμονα θήρης „ . δαίω οὖν καὶ δαίνεα καὶ δήνεα . . . ,
4933684 ἀτρεμης
, σημαίνει δὲ τὸν ὑγιῆ : ἔστι δὲ παρὰ τὸ ἀτρεμής , καὶ καθ ' ὑπέρθεσιν ἀρτεμής . οὕτως Φιλόξενος
ὀρύνω . . . . ἀρτεμής : ὁ ὑγιής : ἀτρεμής , καὶ καθ ' ὑπερβιβασμὸν ἀρτεμής . οὕτως Φιλόξενος
4932597 ἁζω
ἄγαν ὠγύγιος ἐγγύς . τὸ μέντοι ἁγνός καὶ ἅγιος τοῦ ἅζω ῥήματος τὴν δασεῖαν ἐφύλαξεν . Τὸ Α πρὸ τοῦ
: . . . ἐπὶ δὲ τοῦ σέβομαι δασύνεται : ἅζω . Τὸ Α πρὸ δασέως ψιλοῦται . σεσημείωται τὸ
4931026 ἐβρεξεν
ἐξέμησεν , ἔπεμψεν , ἐπήντλησεν . Ἐξέφυσεν ἀντὶ τοῦ ἔξω ἔβρεξεν , ἐξήφυσεν ἀντὶ τοῦ ἔξω ἤφυσεν καὶ ἀπήντλησε καὶ
. πρὶν οὖν γενέσθαι τὰ κατὰ μέρος συγκρίματα , οὐκ ἔβρεξεν ὁ θεὸς ἐπὶ τὴν ἰδέαν τῆς αἰσθήσεως , ἣν
4929864 ῥηδην
ὁ μέλλων ῥήσω , ἔνθεν ῥῆσις καὶ ῥήτωρ καὶ ἐπίρρημα ῥήδην καὶ σύνθετον διαρρήδην καὶ ἐπιρρήδην . . . .
παρὰ τὸ ῥῶ τὸ λέγω : ὁ μέλλων ῥήσω : ῥήδην , καὶ διαρρήδην : δρύφακτοι ξύλινοι θώρακες : τὰ
4929830 ἀεσαμεν
κατὰ τὸ ὁριστικόν , ἀέσαμεν ἐκοιμήθημεν : “ νύκτα μὲν ἀέσαμεν χαλεπὰ φρεσὶν ὁρμαίνοντες . ” λέγεται δὲ ἀέσαι κοιμηθῆναι
, ἀέω ἀέσω : ἔνθα * * * νύκτα μὲν ἀέσαμεν . καὶ Ὅμηρος οὕτως παρετυμολογεῖ : αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος
4929437 τερπω
τοῦ Ψ , οὕτω καὶ ἐπὶ τοῦ λείβω λείψω καὶ τέρπω τέρψω καὶ γράφω γράψω καὶ κόπτω κόψω διὰ τοῦ
φ ἢ π ἢ πτ , οἷον λείβω † γράφω τέρπω κόπτω : ἡ δὲ δευτέρα διὰ τοῦ γ ἢ
4929045 τἀλλοτριον
. κα ? [ ὁ τοὐμὸν ε ? ! [ τἀλλότριον . ὡϲ ! [ φυλάττομεν ! ! [ φυλάττετε
οἰκεῖον κτῆμα ἡ λέξις σημαίνει : ἀποδίδωσι μὲν γάρ τις τἀλλότριον , παραχωρεῖ δὲ τῶν ἰδίων . καὶ τὸ Φιλίππῳ
4928298 ἐτρεπετο
' ὡς μεταγινώσκων ἐπ ' αὐτοῖς εἰς οἴκτους καὶ παραιτήσεις ἐτρέπετο : ἀρχὴν δ ' οὐδὲ δικασταῖς αὐτοῖς ἠξίου χρῆσθαι
δὲ ἀλγέων οὐδέν , καί οἱ ἥ τε χροιὴ πάμπαν ἐτρέπετο καὶ τὸ σῶμα δι ' ἡμέρης ἐμαραίνετο . ὁ
4921551 πυς
. ὅταν δ ' εἰς τόπον θέλῃ εἰπεῖν , φησί πῦς ἐς μυχὸν καταδύῃ ; τουτέστιν ἀντὶ τοῦ εἰς τίνα
ὁ τόπος : βαρυτόνως δὲ καὶ ἀρσενικῶς ὁ δράκων . πῦς καὶ πεῖ καὶ ποῖ καὶ πῶ διαφέρει παρὰ τοῖς
4921346 φημα
, ἔλασσόν τε τὸ πόμα , καὶ τὸ ῥό - φημα ὀλίγον , χυλὸν λεπτὸν , καὶ ἅπαξ , ἐν
, ἔλασσόν τε τὸ πόμα , καὶ τὸ ῥό - φημα ὀλίγον , χυλὸν λεπτὸν , καὶ ἅπαξ , ἐν
4921304 μεριζω
οὕτως : τὴν πλευρὰν δωδεκάκις , γίνονται ξ : καὶ μερίζω καθολικῶς : ὧν τρίτον , κ . ἔστω τοσοῦτον
καὶ ἑπτάδα , οὐκ ἔσται λόγος τῶν ἀριθμῶν ῥυθμικός . μερίζω τὸν ἑπτὰ εἰς τρία καὶ τέσσαρα : σῴζεται λόγος
4921262 ἀβελτερος
! ! ! ] ? ὑμέναιον , ἐτερέτιζον : ἦν ἀβέλτερος , ὡς δ ' οὖν ἐνεπλήσθηνἀλλ ' , Ἄπολλον
μᾶλλον ἐνὶ φρεσὶν ἤπερ ἀοιδαί . πῶς οὖν οὐκ ἂν ἀβέλτερος εἴη ὁ Τηλέμαχος ᾠδοῦ παρόντος καὶ κυβιστητῆρος προσκύπτων πρὸς
4919726 τριηρεες
. . : οὐχ ἇς πόδας κ ' ἔχωντι ταὶ τριήρεες / καὶ τὠργύριον τὤβυσσον ἦι πὰρ τᾶι σιῶι ]
τουτέων ὁ σύμπας ἀριθμὸς ἐγένετο τρεῖς καὶ πεντήκοντα καὶ τριηκόσιαι τριήρεες . Αὗται μὲν Ἰώνων ἦσαν . τῶν δὲ βαρβάρων
4919287 ἀχραντος
εἶναι καὶ μὴ χαίνειν κατὰ στέρησιν . . , : ἄχραντος : ὡς παρὰ τὸ χραίνω χραντὸς καὶ ἄχραντος καὶ
καὶ ὡς φαίνω φαντὸς καὶ ἄφαντος καὶ χραίνω χραντὸς καὶ ἄχραντος , οὕτω ταίνω ταντὸς καὶ τὸ οὐδέτερον ταντόν ,
4917686 ἐλευσεσθαι
] ὑπὸ κλητόρων καὶ μανδατόρων διὰ μαρτύρων ἀπαχθήσεσθαι διὰ κλητῆρος ἐλεύσεσθαι εἰς τὸ δικαστήριον , κριθήσεσθαι . , ἐγκληθήσεσθαι .
' ἡδονὴν δέξασθαι τὸν λόγον , εἰ μέλλοι θάνατος αὐτῷ ἐλεύσεσθαι παρημεληκότι τοῦ βίου : τὸν δὲ θεὸν οὐ ταύτην
4916094 καθευδοι
' ἐν ὄρει φιλέοι , μώνα δ ' ἀνὰ νύκτα καθεύδοι . Ἁ πενία , Διόφαντε , μόνα τὰς τέχνας
, ἀφ ' ὑψηλοτέρου καθορῶντες . ὅπου δὲ δειπνοποιοῖτο καὶ καθεύδοι , ἐν μὲν τῷ στρατοπέδῳ νύκτωρ πῦρ οὐκ ἔκαε
4909599 μονηρες
. ἢ τὸ δίστεγον [ οἷον δύο διῆρες ὡς μόνον μονῆρες ] ἀπὸ τοῦ δίς † καὶ δύο ὥστε τῆς
τῶν ἐκ μικροῦ κερδαίνειν σπουδαζόντων . ἐρίθακος δέ ἐστιν ὄρνεον μονῆρες καὶ μονότροπον . Μέλιτος μυελός : ἐπὶ τοῦ ἄγαν
4909305 κολῳος
πλώω σώω , χωρὶς τοῦ κολῳῶ , ὅπερ ἀπὸ τοῦ κολῳός γέγονε , καὶ ἔχει τὸ Ι προσγεγραμμένον . Τὰ
. ἐν δέ σφιν κρατερὸν νεῖκος πέσεν , ἐν δὲ κολῳός ἄσπετος , εἰ τὸν ἄριστον ἀποπρολιπόντες ἔβησαν σφωιτέρων ἑτάρων
4904699 ῥηματικον
ἐστὶ ῥῆμα , δηλοῦν τὸ ὑπάρχω . ἀφ ' οὗ ῥηματικὸν ὄνομα ἀρ , ὡς θένω θέναρ , ἔβω ἔβαρ
κάζω ῥῆμα : ὅθεν κέκασμαι , κέκασται , κεκασμένος ὄνομα ῥηματικὸν κασμὸς , καὶ μεταθέσει τοῦ α εἰς ο ,
4903813 μιαινω
ἰθαίνω , ἰθαίνεις , ἰθαίνει , ἰθαινάθυμος , ἰθαιγένης : μιαίνω , μιαίνεις , μιαίνει , μιαιφόνος : τὸ ἀλέξω
ὄνομα γεγόνασι : φαίνω φαίνομαι , μαίνω μαίνομαι , ῥαίνω μιαίνω . τὸ μέντοι αἰνῶ περισπώμενον ἔχει τὸ αἶνος ,
4900861 τρισυλλαβος
παρ ' Αἰσχύλῳ , ὥσπερ ἀπὸ τοῦ ἀστράγαλος οὐδέποτε γὰρ τρισύλλαβος γίνεται συγκοπή . ἀλλ ' οὐδὲ πάλιν ἀποκοπή ,
αἰτίαν ταύτην : ἡ γενικὴ Λάαος τρισυλλάβως : αὕτη ἡ τρισύλλαβος γενικὴ μετάγεται εἰς εὐθεῖαν καὶ γίνεται ὁ Λάαος ,
4899073 ἀγαυος
ἄγαμαι † ἄγασται ἀγαός , καὶ πλεονασμῷ τοῦ υ Αἰολικῶς ἀγαυός , ὡς ναός ναυός . ἢ ἀπὸ τοῦ γαίω
ἐκ τᾶς καλλιγύναικος ἐσθλᾶς Τήιος χώρας ὃν ἄειδε τερπνῶς πρέσβυς ἀγαυός . ὅτι δὲ οὔκ ἐστι Σαπφοῦς τοῦτο τὸ ᾆσμα
4898465 ἰφθιμους
ἰφθίμους κεφαλάς , ἵνα περιφραστικῶς τοὺς ἀνδρείους καὶ ἀγαθοὺς λέγῃ ἰφθίμους κεφαλάς . . ἰφθίμους . Λ , , αὐτούς
τὰς ψυχὰς πρὸς τὰ σώματα εἰπὼν “ πολλὰς δ ' ἰφθίμους ψυχὰς Ἄϊδι προΐαψεν ἡρώων , αὐτοὺς δὲ ἑλώρια τεῦχε
4895992 ἑπτασημον
ὃ τὴν μὲν πρώτην ἔχει ἰαμβικήν , ἤτοι ἑξάσημον ἢ ἑπτάσημον , τὴν δὲ δευτέραν ἰωνικὴν ἢ δευτέραν παιωνικήν ,
καὶ τὴν τροχαϊκήν , ὁπόταν προτάττοιτο τῆς ἰωνικῆς , γίνεσθαι ἑπτάσημον [ τροχαϊκήν ] , τὸν καλούμενον δεύτερον ἐπίτριτον :
4889769 λεται
[ ] [ [ ] ηραι [ [ ] ! λεται [ [ ] [ [ ] [ [ ]
! ] ! [ ] ὤπασαν [ ] [ ] λεται ? παρὰ παστάσιν ? [ ] ! ς ἁζόμεναι
4887818 λεσχας
. λέσχαι : Ἀ . ἐν τῷ πρὸς Νικοκλέα . λέσχας ἔλεγον δημοσίους τινὰς τόπους , ἐν οἷς σχολὴν ἄγοντες
δὲ μόνον δακτύλους αὐλητικούς . ἀκλώστους στήμονας κοπραγωγοὺς γαστέρας λύω λέσχας παῦσαι δυσωνῶν αἰκῶς ἄκοος ἀκύκλιος ἀλλοκοτώτατον καὶ ἀλλοκοτώτερον ἀμφιμάσχαλος
4873613 σεω
ζώω : τρέω , τρώω : ῥέω , ῥώω : σέω , σώω : πλέω , πλώω : εἰ δὲ
σαίνειν κυρίως ἐπὶ τῶν κυνῶν ἀπὸ τοῦ σῶ σαίνω καὶ σέω . σαίνειθέλγει . ὄνειρος : ὁ τὸ ὂν εἴρων
4870281 χρονικον
. ἔστι δὲ τὸ ἁρμοῖ τοπικὸν κυρίως , ἐνταῦθα δὲ χρονικόν : καὶ γὰρ πρὸ ὀλίγου τὰ αὐτὰ κακὰ ἔλεγε
δεινὸν κακοῦ παρόντος ἀρρωδεῖν βροτόν . . τὸ μὲν ἄρτι χρονικόν ἐστιν ἐπίρρημα , τὸ δὲ ἀρτίως ἐπὶ τοῦ ἀπηρτισμένου
4860248 ὑφαινων
φροντίδι εἰσὶ , φροντίζονται . δολόφρονα μῆτιν : δόλον . ὑφαίνων : ποιῶν . Ἀναψάμενος : δεσμήσας . ἀκροτάτοιο :
ἔπεμψεν ἐπιστολήν , δι ' ἑνὸς δὲ ῥήματος πᾶσαν ἦλθεν ὑφαίνων , ὥστε με καὶ πρὸς γέλωτα ὑπενεχθῆναι . διὰ

Back