τὸ ἐπιὸν ἔτος , ἢ τὸ μέλλον : παρὰ τὸ ἔνος ὃ σημαίνει τὸν ἐνιαυτόν : ἔνοστα : καὶ ἀποβολῆ
: ἀφνειὸς δὲ ὁ ἀπ ' ἐνιαυτοῦ τὴν τροφὴν συλλέγων ἔνος γὰρ ὁ ἐνιαυτός : ὄλβιος δ ' ὁ τελείαν
6868091 ἀφενου
πλοῦτος , ἀφενός δὲ ὀξυτόνως ὁ ἄνθρωπος ὁ πλήρης τοῦ ἀφένου . λέγεται δὲ καὶ ἀρσενικῶς καὶ οὐδετέρως ' .
: ὀξυτόνως δὲ ἀφενός , ὁ ἄνθρωπος ὁ μετέχων τοῦ ἀφένου : ὡς ἀσφόδελος καὶ ἀσφοδελός . ἀσφόδελος λέγομεν βαρυτόνως
6788072 ἀφνειος
διδοῖς καὶ ἀμείνονα ταῦτα : ἦτοι μὲν γὰρ κεῖνα καὶ ἀφνειὸς πόροι ἀνήρ , πλούτου γὰρ κενεοῖο πέλει κενεαυχέα δῶρα
οὐσίαν , εὔπορος ὁ πρὸς τὰς ἐπιβαλλούσας χρείας ἀνενδεής , ἀφνειὸς ὁ ἀπ ' ἐνιαυτῶν τὴν οὐσίαν συλλέγων , ὄλβιος
6695232 αἰων
καθέλοι αὐτόν , τὸν Λοκρὸν δηλονότι , ἤγουν καταστρέψειεν ὁ αἰών , ἀντὶ τοῦ ὁ χρόνος , ἐστερημένον γενεᾶς ,
' ἐνορώμενον καὶ ἐνόντα καὶ συνόντα , ὥσπερ κἀκεῖ ὁ αἰών . Νοῆσαι δὲ δεῖ καὶ ἐντεῦθεν , ὡς ἡ
6537153 μεσαιπολιος
δημηγόρου ἡλικίαν ἔχων , προπόλιος , ὑποπόλιος ὡς Δημοσθένης , μεσαιπόλιος , μεσῆλιξ , πολιός : τὸ γὰρ πολιοκρόταφος οὐ
Σύρας ἀγαπητῶς τὰ παιδία βουκολοῦσα . σὺ δὲ ἡμῖν αὐτόχρημα μεσαιπόλιος ἄνθρωπος μειράκιον ἀστικὸν ἀνεφάνης . ἀκούω γάρ σε τὰ
6527271 ἀροτος
ἡ χώρα . δοκεῖ γὰρ ὡς ἐπὶ πᾶν ὁ πρῶτος ἄροτος ἀμείνων εἶναι , χείριστος δὲ σπόρος ἐν ταῖς ἡμιβρόχοις
συλλαβὰς τὸ ο παραληγόμενα προπαροξύτονα δύο ἐστιν : βίοτος : ἄροτος : ὀξύτονα δὲ τέσσαρα : βιοτός : ὀμοτός :
6523632 ἀροτηρ
ὄπισθε λαύρας διὰ δενδροφόρου φάραγγος ἐξέωσε βροντὴν ἠλέματον , ὁκοίην ἀροτὴρ γέρων χαλᾷ βοῦς . ἔγραψε δὲ ταῦτα εἰς Φιλῖνον
ἔλυσέν τις αὐτοῦ τοὺς βόας καὶ ἀπήλασεν . ὁ δὲ ἀροτὴρ ἐπιστὰς καὶ μὴ εὑρὼν αὐτοῦ τοὺς βόας ἐκ ψυχῆς
6256379 δολιος
σφάξαι μενοινᾶις ἢ πετρῶν ὦσαι κάτα . οὐδὲν τοιοῦτον : δόλιος ἡ προθυμία . πῶς δαί ; σοφόν τοί ς
καὶ ὑβριστὴς καὶ ἀπότολμος , ἐὰν δὲ ὑπὸ Κρόνου μαρτυρῆται δόλιος καὶ πονηρὸς καὶ πρεσβύτης δηλοῦται ὁ κατήγορος , συνόντος
6219743 ἐνιαυτος
' ἐοῦσαι , ἀποφθινύθουσιν ἅπασαι . ἔστι δ ' ὁ ἐνιαυτός . Τῶν δὲ ᾀδομένων εὐδοκίμησεν αὐτοῦ τάδε : Ἀμουσία
μὲν ἀΰπνους νύκτας ἴαυον „ , ἐνιαύω καὶ ὄνομα ῥηματικὸν ἐνιαυτός , ὁ ἐνδιάτριπτος χρόνος . . . . .
6212072 εὐπαις
διώκοντες , ἀλλ ' ἀοράτῳ σπορᾷ φρονήσεως χρώμενοι δογμάτων . εὔπαις γὰρ ὁ γάμος οὗτος οὐ σώματα συμπλέκων , ἀλλ
μέρη γὰρ τέκνα γονέωνεἰς ἀπαιδίαν κινδυνεύω περιελθεῖν ὁ πολύπαις καὶ εὔπαις ἄχρι πρὸ μικροῦ νομισθείς . „ ὁ δὲ πρεσβύτατος
6188184 εὐμοιρος
ὅταν σὺ μέγας ὢν ἤτοι ἀνὴρ γενόμενος , ἢ μᾶλλον εὔμοιρός τις καὶ περίβλεπτος ἐφ ' ἅρματος ὀλυμπιονίκης ἢ θριαμβονίκης
τόποις . παρείληφε δὲ τὰς Μοίρας καὶ τὸν Χρόνον ὅτι εὔμοιρός τε ὁ ἀγὼν ἔσοιτο καὶ εἰς ἅπαντα τὸν αἰῶνα
6187107 διερος
: καὶ Ἰωνικῶς , μεταθέσει τοῦ α εἰς ε , διερός . Διαμπερὲς , παρὰ τῷ περάσαντι δι ' ὅλου
, ὡς μιαίνω μιαρός καὶ τροπῇ τοῦ α εἰς ε διερός . γαμούς : γάμος παρὰ τὸ δαμῶ τὸ δαμάζω
6175226 ποθεινος
τέρψιν ἔχοντα , δηλονότι πρὸς τὸν νενικηκότα , καθὰ παῖς ποθεινὸς ἀπὸ γυναικὸς γνησίας τῷ πατρὶ φαίνεται γεννηθεὶς αὐτῷ ἤδη
διὰ βίου θαυμασθείς . ὦ ποθεινὸς μὲν τοῖς ἐντυχοῦσι , ποθεινὸς δὲ τοῖς ἄλλοις ἐντυχεῖν , μακαριστὸς δὲ καὶ τῆς
6170684 ὀλβιος
τῇ Γελώων πόλει τεύξας . Πῶς δ ' εἰ Κύψελος ὄλβιος , ὦ κακόδαιμον , οὐ καὶ Φάλαρις ὄλβιος ,
αὐτοῦ τῷ ναῷ ἔνθεον γενομένην τὴν προφῆτίν φασιν εἰπεῖν : ὄλβιος οὗτος ἀνὴρ ὃς ἐμὸν δόμον ἀμφιπολεύει , Ἡσίοδος Μούσῃσι
6143953 ληγων
μου διαπτύων τὴν συμβουλήν . ταῦτα θυμός ἐστι μικρὸν ὕστερον λήγων . οἶδα τὴν φιλοστοργίαν τὴν σήν . οὐ φέρεις
μὲν εὔκρατος ἔσται , μεσάζων δὲ κάθυγρος καὶ κατάψυχρος , λήγων δὲ ἀνεμώδης . τὰ δὲ γινόμενα ὕδατα ἔσται καὶ
6138824 δωδεκατος
τὰ ἑξῆς . . . . : καὶ περιέχει ὁ δωδέκατος λόγος περί τε Ἀκώριος τοῦ Αἰγυπτίων βασιλέως ὡς πρός
: οἵ τε λοιποὶ δύο ὅ τε ἕκτος καὶ ὁ δωδέκατος κάκιστοι . Πρὸς τὸν Ἄρεα τρίγωνος ὢν ὁ Κρόνος
6136071 εὐκτος
νοητέος : ποιητὸς ποιητέος : γνωστὸς γνωστέος : εἰ οὖν εὐκτὸς εὐκτέος ὥστε διὰ τῆς αι διφθόγγου γραφόμενον , ἀδιάγνωστον
κορυδαλλῶ καὶ λήγειν εὕδοντος , ἐλινῦσαι δὲ τὸ καῦμα . εὐκτὸς ὁ τῶ βατράχω , παῖδες , βίος : οὐ
6118926 ἀμητος
καὶ ἔπειτα πρὸς ἑαυτόν : αἰσχύνεται γὰρ καὶ ἑαυτόν . ἄμητος καὶ ἀμητὸς διαφέρει . ἄμητος γὰρ ὁ καιρὸς τοῦ
: αἶψά τε φυλόπιδος πέλεται κόρος ἀνθρώποισιν . . . ἄμητος δ ' ὀλίγιστος , ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς ,
6084371 αὐξανει
. ὁμοίως δὲ οὐδὲ αὐξανομένου καὶ αὐξάνοντός ἐστι μεταξύ . αὐξάνει γὰρ προσγινομένου τινὸς καὶ ἑνουμένου καὶ πάλιν φθίνει ἀπόντος
πηγὰς νύμφας καὶ τιθήνας τοῦ Διονύσου , ὅτι τὸν οἶνον αὐξάνει τὸ ὕδωρ κιρνάμενον . . , : Ὅτι τοὺς
6072531 πενιχρος
. Χαλεπὸν χορίου κύνα γεύειν . Χρήματ ' ἀνήρ : πενιχρὸς δ ' οὐδέποτ ' ἐσθλός . Χωρὶς τὰ Φρυγῶν
. Χαλεπὸν χορίου κύνα γεύειν . Χρήματ ' ἀνήρ : πενιχρὸς δ ' οὐδέποτ ' ἐσθλός . Χωρὶς τὰ Φρυγῶν
6072395 παυρος
* . Ἀφαυρός : ὁ ἀσθενής , ἤτοι ὁ ἄγαν παῦρος καὶ ὀλίγος κατὰ τὴν δύναμιν . ἢ παρὰ τὸ
μετ ' ἀμύμονα Πηλείωνα . ἀλλ ' ἀλαπαδνὸς ἔην , παῦρος δέ οἱ εἵπετο λαός . τρισὶ στίχοις παράκεινται διπλαῖ
6069624 δατητας
, ἐπειδὴ ἐπηράσατο διὰ ξιφῶν αὐτοὺς τὴν οὐσίαν νείμασθαι . δατητὰς ] μεριστής . θ Ἄρης ] σίδηρος . ἀρὰν
ἐκ πυρὸς συθεὶς θηκτὸς σίδαρος : πικρὸς δὲ χρημάτων ἴσος δατητὰς Ἄρης ἀρὰν πατρῴαν τιθεὶς ἀλαθῆ . ἔχουσι μοῖραν λαχόντες
6059041 συμποτης
πότην : ποτὸν τὸ πινόμενον , πότης ὁ πίνων , συμπότης ὁ συμπίνων . δεῦρ ' ] ἐλθέ , ἔπελθε
ὑπηρέτης κατ ' ἐκεῖνο τοῦ καιροῦ , ἀλλ ' οὐ συμπότης ὤν . ἐπεὶ δὲ τοῖς χείλεσι τὴν κύλικα προσῆγεν
6040859 κυβερνων
, ἀλλ ' ὁ τῆς τύχης τοῦτ ' ἔστι τὸ κυβερνῶν ἅπαντα καὶ στρέφον καὶ σῷζον , ἡ πρόνοια δ
ἡ κυβέρνησις πρὸς ἀγαθοποιὸν ἀστέρα ἤ ἐστιν ἀγαθοποιὸς ἀστὴρ ὁ κυβερνῶν ἀπὸ τῶν ὁρίων , σημαίνει ἀγαθά : εἰ δὲ
6039131 ἐπιδημος
' ὦ φίλ ' ἥλιε . Ἀλλ ' οὐ τυγχάνει ἐπίδημος ὤν . Καταλιπὼν Παναίτιον πίθηκον . Θλαστὰς ποιεῖν ἐλάας
ἀθάνατοι δ ' ἀνένευον ἀνηνύστους ἑκατόμβας . εἰλαπίνη δ ' ἐπίδημος ἔην καὶ ἀμήχανος ὕβρις , ὕβρις ἐλαφρίζουσα μέθην λυσήνορος
6038405 ἐνιαυσιαιων
διαίρεσιν λεπτομερεστέραν προετάξαμεν , οἰκονομεῖν , μέχρις ἐκ μηνιαίων ἢ ἐνιαυσιαίων ὑπόστασιν ἀναδέξηται ὁ χρόνος . Παραληπτέον δὲ καὶ τοῦτον
: τὸν πλοῦτον ἄφενος καλοῦσι τὸν ἀπὸ τῶν ἔργων τῶν ἐνιαυσιαίων ἀθροιζόμενον : ἔνος γὰρ καλεῖται ὁ ἐνιαυτός . εἰς
6025892 ἀδιαφθορος
παρασκευὴν ἐξεύρῃ καὶ πόρον δι ' οὗ [ ἂν ] ἀδιάφθορος ἔσται ἡ δύναμις . τῇ νυνὶ βοηθείᾳ ] τῇ
ἢ μένει μὲν ἡ ψυχὴ καθ ' ἑαυτὴν ἄλυτος ἀσκέδαστος ἀδιάφθορος , φθείρεται δὲ καὶ διαλύεται τὸ σῶμα , οὐδεμίαν
6019773 ἀφαντος
: διὰ τὴν αὐτὴν χρείαν καὶ ἐπιθυμίαν . ὡς δὲ ἄφαντος ἔπελες : ὡς δὲ ἀφανὴς ἐγένου , καὶ οἱ
ἠφανίσθη ὁ θεός , μετὰ δὲ ταῦτα καὶ ἡ Ἀριάδνη ἄφαντος ἐγενήθη . μυθολογοῦσι δὲ Νάξιοι περὶ τοῦ θεοῦ τούτου
5977050 ὡραιος
καὶ πλέον θρήνου ἄπεστιν ἢ βίος τε εὐκλεὴς καὶ θάνατος ὡραῖος ; ἐγκωμίων δὲ τί ἀξιώτερον ἢ νῖκαί τε αἱ
περὶ τοῦ ἐπιθέτου κάλλους ἐν λόγῳ . Ὁ δὲ λεγόμενος ὡραῖος λόγος καὶ ἡ ἁβρότης οὐ τούτου τοῦ κάλλους ,
5970778 βοτανωδη
: βοτάναις . ἐπίχλοοι : βοτανώδεις , ἐσκεπασμέναι οὖσαι , βοτανώδη ὑπάρχουσι . ὑγρά : κατὰ , περίφρασις , κατὰ
. ἀλωπεκία : τὸ πάθος ἔνθα ἂν οὐρήσῃ , τόπον βοτανώδη ἄκαρπον ποιεῖ οὐ συγχωρεῖ . . . . ἁλωρήτας
5961040 εἰκαιος
συνόντων , τῶν εἰς αὐτὸν ἰόντων ὄνειδος , ἀνδραποδώδης , εἰκαῖος , συρφετός , εὐωνότερος τῶν ἀποκεκηρυγμένων ὠνίων , τῶν
ἡ πόλις . . . Βοῦς Κύπριος : κοπροφάγος , εἰκαῖος , ἀκάθαρτος . Σημαίνει δὲ ἀτοπίαν τῶν Κυπρίων .
5939689 ἀεξομενοιο
ὁράᾳς ; ὀλίγη μὲν ὅταν κεράεσσα σελήνη ἑσπερόθεν φαίνηται , ἀεξομένοιο διδάσκει μηνός : ὅτε πρώτη ἀποκίδναται ἔνδοθεν αὐγή ,
' ἐνάτη τε δύω γε μὲν ἤματα μηνὸς ἔξοχ ' ἀεξομένοιο βροτήσια ἔργα πένεσθαι : ἑνδεκάτη δὲ δυωδεκάτη τ '
5934559 διερπων
ἀστικῶν διατριβῶν καὶ τῶν ἐν τοῖς δωματίοις προαιρούμενος ἐκεῖνος . διέρπων δὲ ὁ χρόνος τὸν μὲν ἀπέφηνε νεανίαν , τὸν
προστρίβεται τῇ γῇ καὶ ὑποψοφεῖ , οἷα εἰς χύσιν καλάμης διέρπων , τουτέστιν ὡς εἰς καλάμους διέρπων , ἤγουν βαδίζων
5925762 αἰνετος
Φιλόξενος εἰς τὸ Ῥηματικὸν αὑτοῦ . . . . . αἰνετός , , , . . , . : αἰνετός
. μετὰ ταύτην ἄλκιμα τέκνα , Λυγκεὺς καὶ Βαλίος πόδας αἰνετός , ἠδ ' Ἀμάρυνθος . καὶ οὓς ὀνομαστὶ διήνεγκεν
5919615 συναγομενος
οὐσίαν τῷ θεωρητικῷ , διαφέρων δὲ κατ ' ἐνέργειαν , συναγόμενος ἡμῖν ἐκ τῆς τῶν καθ ' ἕκαστα γνώσεως καὶ
, ὅταν ὁ τῆς ἀνωμαλίας ἀπὸ τοῦ ἀπογείου τοῦ ἐπικύκλου συναγόμενος ἀριθμὸς ἕως ρπ μοιρῶν ᾖ , τῆς δὲ προσθέσεως
5912869 ἀριζηλος
τὸ ἀρι ἐπιτατικὸν καὶ τὸ ὀδούς γίνεται ἀριόδους , ὡς ἀρίζηλος , καὶ πλεονασμῷ τοῦ γ ἀργιόδους , ὡς ἄνοια
λόγος τοιοῦτος : ὁ μετὰ τῆς ἀρετῆς πλοῦτος ἀστήρ ἐστιν ἀρίζηλος καὶ ἀληθινώτατον ἀνδρὶ φέγγος , εἰ δή τις αὐτῷ
5911992 μακροβιοτος
: καὐτὸς δ ' ἀέλπτως νόστιμον βλέπω φάος . ἦ μακροβίοτος ὅδε γέ τις αἰὼν ἐφάνθη γεραιοῖς , ἀκούειν τόδε
βλέπω τὸ φῶς . . . ἦ μακροβίοτος : ὄντως μακροβίοτος καὶ πολυχρόνιός τις ὅδε καὶ οὗτος ὁ αἰὼν καὶ
5910605 τικτεται
τὸ μέγεθος , ἰδεῖν δὲ ὡραιότατος , καὶ ἐν θαλάττῃ τίκτεται τῇ καθαρωτάτῃ καὶ ἐν ταῖς ὑφάλοις πέτραις καὶ ἐν
ἐὰν δὲ ἄρσην ᾖ , ἡ δὲ κύων θήλεια , τίκτεται Λακωνικὸς κύων , ὥσπερ συγγινομένων κυνὸς καὶ τίγριδος τίκτεται
5896760 σεσωρευται
φόρτος ἄπλετος ἐκ τοῦ παντὸς αἰῶνος , ὄρει παραπλήσιος , σεσώρευται , καὶ πᾶς οὗτος ὑπὸ τοῦ προσβάλλοντος ἀεὶ κύματος
καταπεπατῆσθαι . νένασται : ἐξήπλωται . νένασται : ὑπέστρωται , σεσώρευται ἀπὸ τοῦ νάω νῶ τὸ σωρεύω . τάς μοι
5894604 ἀϊδιος
ἐστι τὸ πᾶν , † ὁ δὲ πατὴρ αὐτὸς ἑαυτοῦ ἀΐδιος : ὁ δὲ κόσμος ὑπὸ τοῦ πατρὸς † ἀΐδιος
ἴδῃς , ἐπισκοτεῖς τῷ τεθνηκότι , οὐκ εἰδὼς ὅτι μόνος ἀΐδιος ὁ ἀγένητος θεός . ἢ γὰρ ἄπιστοι οἱ ὑπὸ
5887888 διαλειπει
ποιεῖ : μόνον δὲ ἀπὸ τροπῶν χειμερινῶν μέχρις ἐαρινῆς ἰσημερίας διαλείπει . τὸ δὲ λοιπὸν τοῦ ἐνιαυτοῦ τίκτει , καὶ
καὶ λευκόια καὶ ἀσπάραγοι καὶ τὰ παραπλήσια τούτοις οὐ πλεῖον διαλείπει μηνῶν τριῶν , τὸ δὲ θαλάττιον ὄψον καὶ κατὰ
5887028 μορσιμος
δοθεὶς Λαΐῳ δημώδης : Λάιε Λαβδακίδη καὶ τὰ ἑξῆς . μόρσιμος υἱός : ὁ μεμοιραμένος . ἢ ὁ μόρου αἴτιος
κ ' ἔπειτα γήμαιθ ' ὅς κε πλεῖστα πόροι καὶ μόρσιμος ἔλθοι . ” ὣς ἄρ ' ἐφώνησεν καὶ ἀπὸ
5886856 νεογνος
φριξαύχεν ' οὐ μόνον γυνή , παῖς δ ' ἂν νεογνὸς χειρὶ προσκνήθων νέᾳ κλίνοι παλαιστοῦ παντὸς εὐμαρέστερον . φίλων
φριξαύχεν ' οὐ μόνον γυνή , παῖς δ ' ἂν νεογνὸς χειρὶ προσκνήθων νέᾳ κλίνοι παλαιστοῦ παντὸς εὐμαρέστερον φίλων γε
5886692 Μικρος
. . . . πγ ∠ ʹ ια ∠ ʹδ Μικρὸς Αἰγιαλός . . . . . . . .
βάθος καὶ πλάτος τῆς ἀρτηρίας ἐπὶ πολὺ διϊσταμένης γινόμενος . Μικρὸς σφυγμός ἐστιν ὁ τοὐναντίον ἐπ ' ἐλάχιστον κατὰ μῆκος
5878950 παμφυρτος
χόρτων πλῆθος : πάμφυρτος ἐκ τοῦ ἀνέμου ἀφυσγετός ἐστιν . πάμφυρτος ἢ συρφετὸς καὶ πλῆθος βρύων συμμεμιγμένων , ἢ πάμφυρτος
σύμμικτος : συρφετὸς πολὺ τῶν φρυγάνων καὶ χόρτων πλῆθος : πάμφυρτος ἐκ τοῦ ἀνέμου ἀφυσγετός ἐστιν . πάμφυρτος ἢ συρφετὸς
5876801 ἐπαρσις
πᾶν τὸ ἐζυμωμένον ἐπαίρεται : χαρὰ δὲ ψυχῆς ἐστιν εὔλογος ἔπαρσις : ἐπ ' οὐδενὶ δὲ τῶν ὄντων μᾶλλον χαίρειν
: φυλακή . Εἰρχθῆναι : φυλακισθῆναι . Ὀφρῦς : ἡ ἔπαρσις . Ἄθρους : ὁμοῦ . Ἀάπτους : ἀπροσπελάστους .
5860202 φοινος
κειμένου διὰ τῆς οι διφθόγγου ὀξύνεται : ὁμοίως καὶ τὸ φοινὸς , ἀφ ' οὗ τὸ δαφοινὸς ὁ ἄγαν φόνιος
παρώνυμον . παρὰ τὸ φονὸν , δηλοῦν τὸ πυρόν . φοινὸς , φοῖνιξ . Φάρυγξ . ὁμοίως παρὰ τὸ φέρω
5850761 λυχνοπωλης
καθιεμένην εἰς τὸ μύρον Ἀριστοφάνης εἴρηκεν ἐν Δαιταλεῦσιν . λυχνοποιός λυχνοπώλης , λύχνος λυχνοῦχος , λύχνιον ἐλλύχνιον , λυχνοκαυτεῖν ,
τὰ ξύλινα ἀγγεῖα . Θ ἐπώλει τοὺς λύχνους : ὅτι λυχνοπώλης ἦν . Θ καθελκύσας ] εἰς τὴν θάλασσαν .
5844933 ἀνεφελος
προσημαίνοντος : καθαρὸς μὲν γὰρ καὶ ἀνεπισκότητος καὶ εὐσταθὴς καὶ ἀνέφελος ἀνατέλλων ἢ δύνων εὐδιεινῆς καταστάσεώς ἐστι δηλωτικός , ποικίλον
δεύεται οὔτε χιὼν ἐπιπίλναται , ἀλλὰ μάλ ' αἴθρη πέπταται ἀνέφελος , λευκὴ δ ' ἐπιδέδρομεν αἴγλη . ὅταν δὲ
5841501 ἀκακος
τὴν ἐντολὴν ταύτην . Λέγει μοι : Ἁπλότητα ἔχε καὶ ἄκακος γίνου καὶ ἔσῃ ὡς τὰ νήπια τὰ μὴ γινώσκοντα
ὀξυτόνων προπαροξύνονται : δμητός ἄδμητος , κτητός δορίκτητος , κακός ἄκακος . τὰ δὲ παρασύνθετα καὶ φυλάττει καὶ ἀναβιβάζει :
5840791 ἀπλετος
ὠκὺν ὀϊστόν : ἔξοχα γὰρ τόδε φῦλον , ὅς ' ἄπλετος ἔτραφεν αἶα , πουλυγόνον τελέθει : τὸ μὲν ἄρ
ψυχοῦσα τὰ πάντα . Νώτοις δ ' ἀμφὶ θεᾶς φύσις ἄπλετος ᾐώρηται . Χαῖται μὲν γὰρ ἐς ὀξὺ πεφρικότι φωτὶ
5833754 ἀπολεμος
δ ' ἄρα οὔ , οὐδὲ πολεμική , ἡ δὲ ἀπόλεμος καὶ οὐ φιλογυμναστική ; Οἶμαι ἔγωγε . Τί δέ
κρεισσόνων [ θεῶν ] ἔρως ἄφυκτον ὄμμα προσδράκοι με . ἀπόλεμος ὅδε γ ' ὁ πόλεμος , ἄπορα πόριμος :
5828490 νεηνισκος
ἡλικίαι πρὸς τὰς ὥρας ὧδε σύμμετροι : παῖς ἔαρ , νεηνίσκος θέρος , νεηνίης φθινόπωρον , γέρων χειμών . “
ἃς ἡλικίας καλέομεν : παιδίον : παῖς : μειράκιον : νεηνίσκος : ἀνὴρ : πρεσβύτης : γέρων Καὶ παιδίον μέν
5817752 γεννησις
. γέννημα , γέννησις , ὡς Πλάτων . γονὴ ἡ γέννησις , ὡς Ξενοφῶν . τόκος , τίκτει , ἐπίτεξ
μήτε γεννῶν μήτε γεννώμενον ἀκίνητον : ἐν κινήσει γὰρ ἡ γέννησις ἐπειδὴ καὶ τὸ γεννῶν καὶ τὸ γεννώμενον οὐκ ἄνευ
5816553 σταιτος
καὶ κούφως ὑπεζυμωμένου γλυκείᾳ ζύμῃ , ὡς ἐκ στερεωτάτου τοῦ σταιτός : δεῖ δὲ πλείονα χρόνον τρίβεσθαι . ἡ δ
ἤσθιον . καὶ πολφοὶ δέ τι ἐκαλεῖτο , μηρύματα ἐκ σταιτός , ἃ τοῖς ὀσπρίοις ἐνέβαλλον , ἀφ ' ὧν
5816297 νηνεμος
τοῖς ποταμοῖς ποιοῦνται τὰς διατριβὰς τὰ ὄρνεα . . 〚 νήνεμος αἴθρη : Οἷον , ὑπὸ τῆς εὐαερίας λῆξις κυμάτων
- βαθής , ἐν σκέπῃ τῶν πνευμάτων , ἀπήνεμος , νήνεμος , ὑπήνεμος , ἀσφαλής , ἀκύμων , ἀκίνδυνος ,
5815403 ἀκροχολος
ἄμετρος ὀργήν , τραχὺς ὀργήν , ἔκμετρος , χολώδης ἐπίχολος ἀκρόχολος μελάγχολος , ὀξύθυμος , ὀξυθυμίας , πικρός , δύσκολος
ἵνα μὴ κοιμηθῶσιν . ὅθεν [ . ] κυαμοτρὼξ , ἀκρόχολος . αἰετὸν τίκτοντα : Λείπει τὸ ὡς . παροιμία
5814622 τοκος
τὰς γυναῖκας τοκετὸς ὀλολύξαι ποιεῖ , καὶ τοὺς πένητας ὁ τόκος ὀλολύξαι ποιεῖ . } Ἄμεινόν ἐστι καταλιπεῖν ἄλγος τισίν
. τόκος σημαίνει τρία : τόκος αὐτὴ ἡ γέννα καὶ τόκος τὸ τεχθὲν παιδίον , καὶ τόκος ἡ ὠφέλεια .
5814472 ἁμερα
: δύσφημος : βλάσφημος . Ἡμέρα τὸ η η : ἁμέρα γὰρ λέγουσι Δωριεῖς : διὸ καὶ τὰ παρ '
ἔργα εἶπε δίαυλον καὶ ὁπλιτικὸν δρόμον καὶ στάδιον . ποδαρκὴς ἁμέρα θῆκεν : ἤτοι ἡ πρὸς τὸν δρόμον τότε ἀποκληρωθεῖσα
5813660 εἰσπραξις
εἰσπρᾶξαι , ἐκπρᾶξαι ἐκπράξασθαι , εἰσπράξασθαι . ἀπαίτησις , πρᾶξις εἴσπραξις . ὄνομα πρακτήρ . ἀποδοῦναι , ἀποτῖσαι ἐκτῖσαι ,
' ἀρχὴν μέν : οἷον , ἔντιμος : ἔνδοξος : εἴσπραξις : σύνδουλος : πρόλογος : πρόδρομος : πρόσφατον :
5812458 ἑπτασημον
ὃ τὴν μὲν πρώτην ἔχει ἰαμβικήν , ἤτοι ἑξάσημον ἢ ἑπτάσημον , τὴν δὲ δευτέραν ἰωνικὴν ἢ δευτέραν παιωνικήν ,
καὶ τὴν τροχαϊκήν , ὁπόταν προτάττοιτο τῆς ἰωνικῆς , γίνεσθαι ἑπτάσημον [ τροχαϊκήν ] , τὸν καλούμενον δεύτερον ἐπίτριτον :
5812107 νεολαια
, εἰ μὴ παραβληθείημεν τῇ Ἑλένῃ . ἥ γε μὴν νεολαία ἐστὶ κυρίως ὁ ἐκ νέων λαός . ὅτι δὲ
στυγερὰ καὶ μισητή τις ἀχλὺς καὶ θλίψις . πᾶσα γὰρ νεολαία καὶ ἡ τῶν Περσῶν ἡλικία καὶ νεότης ἐξαπόλωλε καὶ
5805823 ἀνιαρος
ὤφειλεν εἶναι . ἀλλ ' ἔστιν εἰπεῖν ὅτι παρὰ τὸ ἀνιαρός γίνεται παρώνυμον ἀνιαρής , ὥσπερ ὁμαλός ὁμαλής , γυμνός
ἁγνότερος , λευκός λευκή λευκόν λευκότερος : οὕτως οὖν καὶ ἀνιαρός ἀνιαρή ἀνιαρόν ἀνιαρότερον ὤφειλεν εἶναι . ἀλλ ' ἔστιν
5805323 ἀμωμος
καὶ Αὐτονόη καὶ Λυσιάνασσα Εὐάρνη τε φυὴν ἐρατὴ καὶ εἶδος ἄμωμος καὶ Ψαμάθη χαρίεσσα δέμας δίη τε Μενίππη Νησώ τ
, ἐγένετο παῖς αὐτῷ τὰ μὲν ἄλλα ὅμοιος , οὐκ ἄμωμος δέ , ὅτι καὶ σπίλους εἶχεν . Ἔδοξέ τις
5802372 Ἀλλος
μεταβάλλουσιν . ὅμοιον τῷ , Πολύποδος πολυχρόου νόον ἔσχε . Ἄλλος οὗτος Ἡρακλῆς : ἐπὶ τῶν ἰσχυρῶν καὶ κραταιῶν .
στραφεὶς ἐφώνει : Πέμψον δέ μοι καὶ τὸ φιβλατώριον . Ἄλλος ὁμοίως μεγαλαυχούμενος , τελείως τε πενητεύων καὶ κατὰ τύχην
5800496 ἐκμετρος
ὁτουοῦν διῃρημένον ἄχθος ἐπὶ θάτερον ῥέπῃ . ἔκμετρος πλοῦτος καὶ ἔκμετρος χρυσός : ἐπὶ τοῦ ὑπερβάλλοντος πλήθει χρυσοῦ . καὶ
ἔκμετρος χρυσός : ἐπὶ τοῦ ὑπερβάλλοντος πλήθει χρυσοῦ . καὶ ἔκμετρος καρπός ὁ εἰς μέτρον ὑπὸ πλήθους μὴ ἀφικνούμενος .
5798638 ὀχευει
, ἀνατμηθεῖσα δὲ κυνὶ τὰ ἐντόσθια πάντα κέκτηται ὅμοια . ὀχεύει δὲ ἐπιβαίνουσα καθάπερ καὶ ὁ κύων : τίκτει δὲ
ἐκτὸς τῶν θαλαμῶν ῥίπτων : ὅθεν διαγινώσκουσιν οἱ θηρεύοντες . ὀχεύει δὲ συμπλεκόμενος καὶ πολὺν χρόνον πλησιάζει διὰ τὸ ἄναιμος
5797684 μακροτατος
διάρθρωσιν : πρῶτος μὲν ὁ ἐπιπολῆς , στενότατός τε καὶ μακρότατος , τὴν μὲν ἄνωθεν ἔκφυσιν ἐκ μέσης τῆς ὀρθίας
Λακεδαιμονίοις ἡγεμόσι χρῆσθαι . ὁ μὲν οὖν Πελοποννησιακὸς πόλεμος , μακρότατος γενόμενος ὧν ἴσμεν , τοιοῦτον ἔσχε τὸ τέλος ,
5796713 διδημι
ἑτὸς καὶ ἄφετος καὶ δίδωμι δοτὸς καὶ Ἡρόδοτος , οὕτως δίδημι δετὸς καὶ δετή , ἡ ἐκ δεδεμένων δᾴδων λαμπάς
ὀξύτονα ὄντα : οἷον , δετός : ἀπὸ γὰρ τοῦ δίδημι , ὃ δηλοῖ τὸ δεσμεύω : θετὸς ἀπὸ τοῦ
5787639 πολυϊστωρ
Λιβύης . ὁ πολίτης Ἀνητουσσαῖος ὡς Σκοτουσσαῖος , ὡς ὁ πολυΐστωρ φησίν . Ἀνθάνα , πόλις Λακωνική , μία τῶν
ἄλλα ἱκανὸς καὶ πρὸς λόγων ἐνίοτε μέγεθος οὐκ ἄφορος , πολυΐστωρ , ἐπινοητικός , πλὴν ἀλλοτρίων μὲν ἐλεγκτικώτατος ἁμαρτημάτων ἀνεπαίσθητος
5787613 ἐβλαστεν
, τοῦ Αἰήτου πυθομένου περὶ τῶν προειρημένων ἦ βλαστὸς οὐκ ἔβλαστεν οὑπιχώριος ; λέγοντα : καὶ κάρτα φρίξας τ '
μὲν οὐκ ἄρ ' ᾖστε τὸν Προμηθέα ἦ βλαστὸς οὐκ ἔβλαστεν οὑπιχώριος ; καὶ κάρτα : φρίξας γ ' εὐλόφῳ
5780867 μεθυῃ
γὰρ τὸ ἀγνοοῦντα πράττειν ἐστίν , ἐπάν τις ὀργίζηται ἢ μεθύῃ ἢ ἄλλην τινὰ ποιῇ πονηρίαν : οὗτος γὰρ οὐ
παιφάσσοντα λάβῃ κόρος , ἐκ δ ' ὀδυνάων θὴρ ὀλοὸς μεθύῃ , καμάτῳ δέ οἱ ἄγριον ἦτορ κλίνηται , ῥέψῃ
5777590 Χειμων
ὁπότε καὶ οἱ ἐχθροὶ σώζειν αὐτὸν ἐθέλοντες οὐ δύναιντο . Χειμὼν δ ' ἔτυχε τὴν ἡμέραν ἐκείνην ἐξ ἠοῦς ,
τοιαῦτα , μέχρι πληϊάδος δύσιος , καὶ ὑπὸ πληϊάδα . Χειμὼν δὲ βόρειος : ὕδατα πουλλὰ , λαῦρα , μεγάλα
5775065 στασιωδης
δ ' οὐκ ἔστιν ὅτι μὴ στασιαστικός : ὁ γὰρ στασιώδης καὶ στασιαστὴς ὑπόφαυλα , καὶ τὸ ταραχῶδες εὐτελές ,
γὰρ ἂν εἴη τῷ χρωμένῳ . Τί δέ ; ὅστις στασιώδης τέ ἐστι καὶ θέλων πολλοὺς τοῖς φίλοις ἐχθροὺς παρέχειν
5768648 ἀνενδεης
ἀνενδεής , πῆ δὲ ἐνδεής : ἡ δὲ ἀρχὴ πάντη ἀνενδεής : ἡ ψυχὴ ἄρα ἡ καὶ τὰς μεταβαλλομένας ἐνεργείας
ὁ εὐδαίμων ἀνενδεής ἐστιν , ὁ δεόμενος φίλων οὐκ ἔστιν ἀνενδεής : ὁ εὐδαίμων ἄρα οὐ δεῖται φίλων . ἢ
5767447 ὑπερθετικος
ἀριθμῷ καὶ ἐν τῷ πληθυντικῷ , ὡς τό . ὁ ὑπερθετικὸς δὲ τὴν πτῶσιν τὴν γενικὴν ἕλκει καὶ μόνον πληθυντικῷ
ἐπιμανὴς ἁψίκορος φιλόζωος δοξοκόπος βαρύμηνις βαρύσπλαγχνος βαρύθυμος βαρυπενθὴς δυσόργητος ψοφοδεὴς ὑπερθετικὸς μελλητὴς ὕποπτος ἄπιστος δύσλυτος καχυπόνους δύσελπις ἀρίδακρυς ἐπιχαιρέκακος λελυττηκὼς
5767364 Εὐλαιου
Ταξίανα λεγομένη . Ἀπὸ δὲ τοῦ κόλπου ἐπὶ τὰς τοῦ Εὐλαίου ποταμοῦ ἐκβολὰς στάδιοι χϘʹ . Κατὰ τοῦτον τὸν ποταμὸν
. . . . . . . . πγ λα Εὐλαίου ποταμοῦ ἐκβολαί . . . . . . .
5755537 μαλαξ
π εἰς β : βλὰξ , ἐκ τοῦ μαλακός : μάλαξ : καὶ συγκοπῇ μλάξ : καὶ τροπῆ τοῦ μ
, οἷον ἀπεδανός ἠπεδανός , αἱμοπόται αἱμηπόται , * μέλαξ μάλαξ καὶ τὰ ὅμοια . Τμῆσις δέ ἐστι συνθέτου λέξεως
5751731 πρωϊος
ἡ μὲν οὖν τῆς συκαμίνου [ αὔξησις ] διὰ τοῦτο πρώϊος . ὡς δὲ Μ . φησίν , ἡ μὲν
τοῦ ι γράφονται : οἷον , ἶφι ἴφιος : πρωῒ πρώϊος : σχεδὸν σχέδιος : ἐκτάδην ἐκτάδιος : ἀμφαδὸν ἀμφάδιος
5746385 θιασων
ῥώμην , οὐ πρὸς ἡδονήν , χρώμενοι . δυεῖν δὴ θιάσων ἡγεμόνας εἰσάγει Μωυσῆς , τοῦ μὲν γενναίου τὸν αὐτομαθῆ
? πέδον ἠυκόμοιο [ ] [ ] χόμενον [ ] θιάσων ? ? [ ] ! ! σοο [ !
5743976 ἐρατος
ἥβης ἀγλαὸν ἄνθος ἔχῃ : ἀνδράσι μὲν θηητὸς ἰδεῖν , ἐρατὸς δὲ γυναιξὶν ζωὸς ἐών , καλὸς δ ' ἐν
ῥῆμα , πειθώ : φείδω τὸ ῥῆμα , φειδώ : ἐρατὸς , Ἐρατώ : χρεῖα , χρειώ : βασιλεὺς ,
5742693 τρυγητος
γράφονται : οἷον , ποτητός : λαλητός : ἀγαπητός : τρυγητός : τοῦτο διαφορεῖ καθὼς εἴρηται οὐ κατὰ τὴν γραφὴν
ἄροτος , σπορά , ἀμητός , ἀλοητός , φυτεία , τρυγητός , καρπῶν συλλογή , τρύγη , σταφυλῆς θλῖψις ,
5738885 κυοφορει
βρέφος . Εὖ γε ὁ γενναῖος , ὡς ὅλος ἡμῖν κυοφορεῖ καὶ πανταχόθι τοῦ σώματος . ἀλλὰ τίς ἡ Σεμέλη
τὰς ἀρχὰς τοῦ Ἰουνίου μηνός , ἕως ἡμερῶν μʹ . κυοφορεῖ δὲ ἡ δάμαλις μῆνας ιʹ . τὰς δὲ στείρας
5738215 ὁδοιπορια
ἤως μία καὶ ἡ αὐτή . κέλευθος : ὁδὸς , ὁδοιπορία . Πομπή : πρόοδος , κίνησις . ῥιπή :
τοῦ βίου , ὡς περίπατος , ὡς πλοῦς , ὡς ὁδοιπορία , οὕτως καὶ πυρετός . μή τι περιπατῶν ἀναγιγνώσκεις
5735531 ὑπερθεσις
κατὰ τὴν Ἡρώων πόλιν , εἰς ὃν ἐκ Πηλουσίου ἡ ὑπέρθεσις ἐπιτομωτέρα : δι ' ἐρήμων δὲ καὶ ἀμμωδῶν χωρίων
βασιλεῖ , τῷ Ξέρξῃ δηλονότι . κατὰ δὲ τινάς ἐστιν ὑπέρθεσις ἐν τῷ Ἀρταφρένης διὰ τὸ μέτρον . . ὕποχοι
5731373 εὐδιον
σύ γ ' , ἀντολίηθεν ἐπ ' Ὠκεανὸν βασιλεύων , εὔδιον ἀμβροσίῃσιν ὑπ ' ὀφρύσι σῇσι γεγηθώς , δεξιτερὴν ὀπάσαιο
γενομένη πλωτῆρσιν αὐτοῖς ἐγκαταποθῇ ; τῷ γὰρ βουλομένῳ πλεῖν ἀκινδύνως εὔδιον πνεῦμα οὔριόν τε καὶ λεῖον ἀναμένειν ἐξῆν . τί
5727332 πενθερος
εἰς νύκτα πονούμενος : ἀλλ ' | αὖθις ἀφικόμενος ὁ πενθερὸς καὶ συνιδὼν ὅσῳ βάρει πιέζεται πραγμάτων , ἐπισυρρεόντων ἀεὶ
γάμον ὑπέγγυον , ὥσπερ τὸν ἐναντίον ἀνέγγυον . ὁ δὲ πενθερὸς ἐγγυᾷ , ἁρμόζει , ὅθεν τινὲς τῶν παλαιῶν καὶ
5726799 αὐξανομενος
γίνεται ῥηματικὸν ὄνομα ἄλμα , δὲ ὁ ἀπ ' αὐτοῦ αὐξανόμενος , ἐκ τοῦ ἄλσος . ἔστι καὶ ἅλμα ,
μὴν πληροῖ γε εἰς αὐτήν . οὐκοῦν ὅτε τοῦ θέρους αὐξανόμενος φανερός ἐστιν ὁ Νεῖλος , δῆλον ὅτι τοῦ γε
5722719 κραιπαλη
κάλλαια καὶ κάλλη διαφέρει . κραιπάλη καὶ μέθη διαφέρει . κραιπάλη μὲν λέγεται ἡ χθεσινὴ μέθη , μέθη δὲ ἡ
καιρῶν περίοδος καὶ σύλληψις . κάλλαια καὶ κάλλη διαφέρει . κραιπάλη καὶ μέθη διαφέρει . κραιπάλη μὲν λέγεται ἡ χθεσινὴ
5720677 ἐξοπιν
ἐπήνεγκεν . ὁ γὰρ κελαινὸς καὶ μέλας ἀετὸς καὶ ὁ ἐξόπιν ἀργίας , ἤγουν ὁ πύγαργος , φανέντες τοῖς βασιλεῦσι
. Ἵετο δ ' ὠκύπομπον δόρυ : σόει νιν βορεὰς ἐξόπιν πνέους ' ἀήτα : τρέσσαν δ ' Ἀθαναίων ἠϊθέων
5719885 πολυηρατος
μήτηρ . τούνομά σευ καλέω παναοίδιμον Ἀφρογενείην : ῥηιδίως Παφίης πολυήρατος [ ] ἔπλεο κάλλει ἱσταμένης ? ? σὺν Ἔρωτι
' οὐρανὸν εἰσαναβῆι . τὸν μὲν γὰρ διὰ κῦμα φέρει πολυήρατος εὐνή , ποικίλη , Ἡφαίστου χερσὶν ἐληλαμένη , χρυσοῦ
5715642 εὐημερουντων
Ἀργύρου κρῆναι λαλοῦσιν : ἐπὶ τῶν διὰ πλοῦτον ἐμφανιζομένων ἢ εὐημερούντων . Ἀπὸ μείζονος ἀνδρὸς ἄλευε : ἤτοι φυλάττου :
γενέσθαι τὰ ὄντα αὐτῷ . Δακτύλου ἡμέρα : ἐπὶ τῶν εὐημερούντων . Δάκτυλος γάρ τις ἐγένετο ἀνὴρ Ἀθήνησι μεγίστων τιμῶν
5706231 ὠμογερων
καὶ τὴν ἡλικίαν λεαινόμενος καὶ φαλακριῶν . τὸ αὐτὸ καὶ ὠμογέρων , ὁ παρ ' ἡλικίαν γηράσας . ἀωτεύειν :
περικαῶς . . . Ἐμφέρεια , ὁμοιότης . Μεσαιπόλιος , ὠμογέρων , μιξοπόλιος , „ , , , : Ἄνδρα
5704535 ἀκοσμος
τὸ στρατόπεδον , καὶ ἦν ἄλλη φυγὴ τῶν Ἀντιοχείων ἐκεῖθεν ἄκοσμος . ὁ δὲ Μάνιος μέχρι μὲν ἐπὶ Σκάρφειαν ἐδίωκεν
δεδομένην , δανεισταί τε χρέα καὶ ταύτης ἐπεδείκνυον , καὶ ἄκοσμος ἦν ὅλως οἰμωγὴ καὶ ἀγανάκτησις . οἱ δ '
5704269 Ἀϊδα
τανισφύρου , καρχαρόδοντα κύν ' ἄξοντ ' ἐς φάος ἐξ Ἀΐδα , υἱὸν ἀπλάτοι ' Ἐχίδνας : ἔνθα δυστάνων βροτῶν
ἐν τῷ βίῳ . ἁρμόδια αὐτῷ ἤτοι καλά . . Ἀΐδα τοι λάθεται ἄρμενα πράξας ἀνὴρ ] εἰς κατασκευὴν τοῦ
5701579 λυτηρ
ὅτι διὰ πυρὸς ἡ κατασκευή . πικρὸς ] χαλεπός . λυτὴρ ] καταλυτής . λυτὴρ ] διαχωριστής . λυτὴρ ]
τῷ γʹ ἰαμβικόν . ἐπὶ τῷ τέλει παράγραφος . πικρὸς λυτὴρ νεικέων : πόντιος , ὅτι οἱ Χάλυβες παράλιοί εἰσιν
5700875 ἐτραπον
μακρῶν ἐξ ἐτέων κτέανα ; ποῦ δὲ σαωτῆρες τότε δαίμονες ἔτραπον ὄμμα ; αἰαῖ τὴν Ἰάδων πολλὸν ἀοιδοτάτην . κεῖνα
ὁμοιῶ , γίνεται εἴκελος , οὕτως καὶ ἀπὸ τοῦ τρέπω ἔτραπον τράπελος καὶ εὐτράπελος . . . . . ,
5699906 οὐλιος
πάντος ' ἐΐσην , οἷος δ ' ἐκ νεφέων ἀναφαίνεται οὔλιος ἀστὴρ παμφαίνων , τοτὲ δ ' αὖτις ἔδυ νέφεα
. . . . οἷος δ ' ἐκ νεφέων ἀναφαίνεται οὔλιος ἀστήρ : ἡ διπλῆ ὅτι τινὲς γράφουσιν αὔλιος ,
5690663 ψακας
ἄρτον πάππαν με καλοῦσαι , ἔνδον δ ' ἀργυρίου μηδὲ ψακὰς ᾖ πάνυ πάμπαν . Ἢν δ ' ἐγὼ εὖ
λαμπρὸς τῆς νοτίου Χηλῆς ἑῷος δύνει . Αἰγυπτίοις ἀργεστὴς καὶ ψακὰς ἢ νότος , βροντή . θʹ . ὡρῶν ιδ
5685536 ὀνισκου
δὲ καταγωγίδα οὐκ εἶχε νευρίνην , ἀλλ ' ἔχοντος τοῦ ὀνίσκου τὰς ὑπεροχὰς τὰς ἐξ ἑκατέρου μέρους ἀπειργασμένας πενταγώνους πεποιημένας
, ἐν ᾧ κριοκοπεῖ , ἐφελκόμενος αὐτὴν ἐκ τοῦ κάτω ὀνίσκου κειμένου . Βυρσοῦται δὲ κύκλῳ σὺν ταῖς ἁψῖσι τὴν
5684386 κουφοτερος
πλέονι Καρρίναν ἐκπολεμήσοντα Πομπήιον . ὁ δὲ καὶ τούτῳ , κουφότερος ὤν , ἐπεφαίνετο ἄφνω καὶ ἀφιπτάμενος ἠνώχλει καὶ πόλεις
τε κοιλίη ἐφίσταται ἐνίοτε : ὁκόταν δὲ ἀφροδισιάσῃ , δοκέει κουφότερος εἶναι ἐς τὸ παραυτίκα , ἐξ ὑστέρου δὲ μᾶλλον

Back